A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

Θεολογικοί σχολιασμοί καί Πατερικές θέσεις στήν Θεομητορική ἑορτή τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου (ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου)

normal gentheotokou

ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου

ΑΥΤΗ Η ΗΜΕΡΑ ΚΥΡΙΟΥ, ΑΓΑΛΛΙΑΣΘΕ ΛΑΟΙ
ν ὅλες οἱ Ἑορτές τῆς πίστεώς μας εἶναι ἀφορμές χαρᾶς καί πνευματικῆς ἐξάρσεως καί ἀνατάσεως, ἀφοῦ, γιά μᾶς ἐπιτελοῦνται οἱ ἑορτές ἀπό τόν Θεό, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό («ἡμῖν ὁ Θεός τάς ἑορτάς ἐκτετέλεκεν»), πολύ περισσότερο ἰσχύει αὐτό γιά τίς Θεομητορικές μνῆμες.

Καί τοῦτο διότι ἡ χαρά πολλαπλασιάζεται ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ὅτι κατ᾿ αὐτές τιμᾶται ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς, τῆς «παγκοσμίου χαρᾶς», ἡ Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ «Ἀγενεαλογήτου Ἐμμανουήλ», ἡ «τήν γῆν οὐρανώσασα καί τό γένος θεώσασα», κατά τόν θεοφόρο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Αὐτήν ἀνέμενε ἡ ἀνθρωπότητα, τόν ὡραιότερο καρπό τῆς ἀνθρωπότητος, προκειμένου νά «ὑπουργήσει» κατά ἄνθρωπον στό μυστήριο τῆς σωτηρίας, πού ἀρχίζει μέ τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου, ὁ Ὁποῖος κατοίκησε μέσα της. Καί ὅπως ἀποτυπώνεται σέ ἕνα πατερικό κείμενο κατά τρόπο ἀνθρωποπρεπῆ, ὁ Θεός «ἔψαξε» σέ ὅλο τόν κόσμο καί δέν βρῆκε ὅμοια γυναῖκα μέ τήν Ὑπερευλογημένη Μαρία, γιά νά προσλάβει ἀπό αὐτήν τήν ἀνθρώπινη φύση μας! «Ψηλαφήσας ὁ Ὕψιστος ὅλον τόν κόσμον καί μή εὑρών ὁμοίαν σου μητέρα, ὡς ηὐδόκησεν, ἐκ σοῦ τῆς ἡγιασμένης ἄνθρωπος διά φιλανθρωπίαν γεννήσεται», γράφει ὁ Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως . Ὄντως, ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ «κοσμογενής θελξίθεος κοσμογύναικα», κατά τήν ἐκπληκτική διατύπωση ἑνός ἀγνώστου συγγραφέως τοῦ 10ου αἰῶνος . Κατά τόν καθηγητή τῆς Δογματικῆς π. Νικόλαο Λουδοβίκο, ἡ Παναγία ὑπῆρξε «θελξίθεος», «ἀκριβῶς ὡς <κοσμογύναικα>, ὡς κατοικητήριο κενωτικό σύμπαντος τοῦ κτιστοῦ εἶναι» καί ὡς «τόπος ὅλης τῆς Δημιουργίας» .

Κατά τόν μῆνα Σεπτέμβριο καθόρισε ἡ Ἐκκλησία νά ἑορτάζεται γηθοσύνως τό ἱερό Γενέσιο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, «δι᾿ ἧς ἀνεπλάσθημεν οἱ γηγενεῖς καί ἀνεκαινίσθημεν ἐκ τῆς φθορᾶς, πρός ζωήν τήν ἄληκτον» . Αὐτή ἡ ἑορτή «ἐβλάστησε» ὅλες τίς ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅπως τήν ρίζα ἑνός δένδρου τήν θεωροῦμε αἰτία τοῦ κορμοῦ, τῶν κλάδων, τοῦ ἄνθους και τοῦ καρποῦ καί χωρίς τήν ρίζα δέν ὑπάρχει τίποτε ἀπό τά ὑπόλοιπα, ἔτσι, χωρίς τήν γέννηση τῆς Θεοτόκου δέν θά εἴχαμε καμία ἑορτή τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί κατ᾿ ἐπέκταση τῶν Ἁγίων.
Ἡ ἑορτή τοῦ Γενεσίου κατά τήν ὀγδόη τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου μαρτυρεῖται συνοπτικῶς στήν λεγομένη «Ἀπόκρυφη παράδοση», στό λεγόμενο Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου . Κατά τήν παλαιά παράδοση, ἡ πατρική οἰκία τῆς Θεοτόκου στά Ἱεροσόλυμα, στήν ὁποία ἦρθε στήν ζωή ἡ «Πανάμωμος κόρη», βρισκόταν κοντά στήν προβατική κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδᾶ, στήν πύλη εἰσόδου τῶν ποιμνίων στά Ἱεροσόλυμα, ἐκεῖ ὅπου ὁ Κύριός μας θεράπευσε τόν ἐπί 38 ἔτη ἀναμένοντα τήν θεραπεία του παραλυτικό. Αὐτή ἡ παλαιά παράδοση εἶναι γνωστή τόν 9ο αἰῶνα, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπό λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, πού ἀναφέρει ὅτι «ἐτέχθη ἡμῖν μήτηρ Θεοῦ ἐν ἁγίᾳ προβατικῇ» . Ὁ ἴδιος τήν προσφωνεῖ ὡς ἑξῆς: «Χαίροις, προβατική, τῆς τοῦ Θεοῦ μητρός τό ἱερώτατον τέμενος» . Καί ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ, «ἡ συνάφεια τῆς προβατικῆς κολυμβήθρας μέ τό γεγονός τῆς γεννήσεως τῆς Θεοτόκου ἐμπερικλείει καί μιά μεταφορική ἀναλογία, ἐφόσον ἡ ἐν λόγῳ κολυμβήθρα ἀποτελοῦσε πηγή ἰάσεων, ἐνῶ ἡ γέννηση τῆς Θεοτόκου ἀποτελεῖ γεγονός προξενήσεως τῆς σωτηρίας» .

Παραβλέποντας ἄλλα ἱστορικά περί τήν ἑορτή, θά ψαύσουμε τό θεολογικό της νόημα, ὅπως αὐτό διατυπώνεται μέσα στήν Ὑμνογραφία, ἀλλά καί στά Πατερικά κείμενα. Δέν πρέπει, μάλιστα, νά λησμονοῦμε, ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς οἱ ὁποῖοι συνέγραψαν θεομητορικούς λόγους, οὐσιαστικά θεολογοῦσαν ἀπλανῶς καί δογμάτιζαν ἀκριβῶς, γύρω ἀπό τό «μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον» , ἀφοῦ ἡ Κυρία Θεοτόκος ὑμνεῖται καί τιμᾶται πάντοντε ἐν ἀναφορᾷ πρός τό Χριστολογικό δόγμα καί τήν Ἐναθρώπιση τοῦ Λόγου, στήν ὁποία συνήργησε ὡς «ὑπουργός τοῦ τόκου» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας) μέ τήν κατά μέθεξιν Θεοῦ Ἁγιότητά της καί τήν θετική ἀπάντηση πρός τήν κλήση της. Ὅλο τό μυστήριο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου συνοψίζεται στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί μέ αὐτό ἐξηγεῖται. Ἡ Θεοτόκος συνδέεται φυσικῶς μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς Μητέρα του καί δογματικῶς γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν ὀρθόδοξη σωτηριολογία. Ἔτσι ἐξηγεῖται τό γεγονός ὅτι οἱ θεομητορικοί Λόγοι δέν ἀποτελοῦν ρητορικά κείμενα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Γραμματείας, ἀλλά συνιστοῦν τήν προέκταση τῆς δογματικῆς Θεολογίας, ὅπως ἐκφράστηκε στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τά ἀντιαιρετικά ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας . 
Τό γεγονός τοῦ ἱεροῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου καί ἡ θεολογική καί σωτηριολογική του σημασία παρουσιάζεται στά ἰδιόμελα τοῦ Ἐσπερινοῦ τῆς Ἑορτῆς, κυρίως στό πρῶτο, ὅπου λέγεται ποιητικῶς ὅτι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἀναπαύεται στούς νοερούς θρόνους τοῦ πνευματικοῦ οὐρανοῦ, ἑτοίμασε τόν ἐπί γῆς ἅγιο θρόνο Του, πού εἶναι ἡ Παρθένος Μαρία, ἡ Μητέρα Του. «Σήμερον, ὁ τοῖς νοεροῖς θρόνοις ἐπαναπαυόμενος Θεός, θρόνον ἅγιον ἐπί γῆς ἑαυτῷ προητοίμασεν». Ὡς θρόνος καί κατοικία τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ προσαγορεύεται ἡ Παναγία ἀπό τούς Ὑμνογράφους καί ἀπό πολλούς Πατέρες, πού σκιρτοῦν «ἐν Πνεύματι», ὅταν θεολογοῦν σχετικά μέ τό κορυφαῖο γεγονός, τό κατά Δαμασκηνόν, «πάντων καινότατον, τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον» , τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου, «ἐκ τῶν ἁγνῶν και Παρθενικῶν αἱμάτων» τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Μητρός Αὐτοῦ. Γι᾿ αὐτό καί τό γεγονός τῆς γεννήσεως τῆς Παρθένου εἶναι γεγονός χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως, ὅπως ψάλλουμε στό δεύτερο ἰδιόμελο τοῦ Ἑσπερινοῦ: «Αὕτη ἡ ἡμέρα Κυρίου, ἀγαλλιᾶσθε λαοί, ἰδού γάρ τοῦ φωτός ὁ νυμφών και ἡ Βίβλος τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς ἐκ γαστρός προελήλυθε». 
Εἶναι ὄντως ἑορτή πανανθρώπινης χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως τό Γενέσιο τῆς Παρθένου Μαρίας, διότι ἀπό τήν εὐλογημένη Κόρη τῆς Ναζαρέτ ἐγεννήθη ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου, ὁ Ὁποῖος «λύσας τήν κατάρα ἔδωκε τήν εὐλογίαν καί καταργήσας τόν θάνατον, ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωήν τήν αἰώνιον», ὅπως λέγει τό Ἀπολυτίκιον τῆς Ἑορτῆς, πού συνοψίζει ὅλο τό πνευματικό νόημά της. Εἶναι δηλαδή ἡ ἑορτή αὐτή ἑορτή ἀναπλάσεως και ἀνακαινίσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Οἰ Ὀρθόδοξοι ἑορτάζουμε τή γέννηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, γιατί «ἔλυσε τά δεσμά τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννης. Στούς Ἰσραηλῖτες ἦταν πολύ ἐπονείδιστο πρᾶγμα ἡ ἀτεκνία. Ἐνῶ ὁ Ἰωκείμ και ἡ Ἄννα ἦταν ἐνάρετοι ἄνθρωποι, ἀντί νά τούς ἐπαινοῦν οἱ ἄνθρωποι γιά τήν ἀρετή τους, τούς ἔβριζαν γιά τήν ἀτεκνία τους. Γι᾿ αὐτό ἔκλαιγαν καί παρακαλοῦσαν τόν Θεό καί θυμόντουσαν τόν Ἀβραάμ καί τή Σάρρα καί ὅλους τούς ἄλλους πού ὁ Θεός τούς ἔδωσε σέ μεγάλη ἡλικία παιδιά. Κατέφυγαν στόν Θεό μέ νηστεῖες καί προσευχές μέχρις ὅτου ὁ Θεός μέ θαυμαστό τρόπο τούς πληροφόρησε γιά τή γέννηση τῆς Θεοτόκου» .
πό πλευρᾶς Πατερικῶν Ὁμιλιῶν σχετικά μέ τό Γενέσιο τῆς Θεομήτορος, ἔχουμε κάποιους Λόγους (τέσσερις) τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, ὁ ὁποῖος καί εἰσήγαγε τήν ἑορτή αὐτή στήν Κωνσταντινούπολη τόν ἕβδομο αἰ. Ὁ Ἅγιος διατυπώνει εὐσύνοπτα καί θεολογικά τήν ἔννοια τῆς ἑορτῆς αὐτῆς, ἐξηγώντας μας γιατί αὐτή εἶναι ἀρχή, μέση καί τελευταία, καθώς καί πρώτη τῶν ἑορτῶν καί τῶν πανηγύρεων. «Ἀρχή μέν ἡμῖν ἑορτῶν, ἡ παροῦσα πανήγυρις· πρώτη δέ, τῶν πρός νόμον καί τάς σκιάς· καί μέντοι καί πρός τήν χάριν καί τήν ἀλήθειαν εἴσοδος. Ἔστι δέ αὐτή, καί μέση καί τελευταία· ἀρχήν μέν ἔχουσα τήν τοῦ νόμου περαίωσιν· μεσότητα δέ, τήν πρός τά ἄκρα συνάφειαν· τέλος δέ, τήν τῆς ἀληθείας φανέρωσιν…ἡ θεοχαρίτωτος αὕτη καί πρώτη τῶν ἑορτῶν ἡμέρα, κοινήν τῇ κρίσει τήν εὐφροσύνη προτίθεται» . Ὁ Ἀνδρέας Κρήτης προσδίδει μεγάλο θεολογικό εὖρος στήν ἑορτή τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, θεωρώντας τήν ἑορτή «κομβική» μεταξύ τῶν δύο Διαθηκῶν τοῦ Θεοῦ, Παλαιᾶς και Καινῆς, ἐφόσον ἡ γέννηση τῆς Παρθένου ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά τή γέννηση τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ . Θεωρεῖ δέ, ὅτι «τό γεγονός τῆς γεννήσως τῆς Θεοτόκου ὑπενθυμίζει τήν Διαθήκη τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους, δηλαδή τήν πραγμάτωση τῆς σωτηρίας, ἀποδεικνύει τήν ἐπαλήθευση τῶν προφητειῶν καί φανερώνει τήν ὁλοκλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομιας» .
Τήν χαρά καί ἀγαλλίαση καθώς καί τήν ἔννοια τοῦ πανηγυρισμοῦ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου θά διατυπώσει μέ ἄμετρη καλλιέπεια καί ἱερόν «ἀπαθές πάθος» θεομητορικό, ὁ χαριτώνυμος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ πρύτανις τῶν δογματικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν πρώτη ἀκόμη πρόταση τοῦ Λόγου του στό ἱερό Γενέσιο τῆς Θεοτόκου. «Δεῦτε πάντα ἔθνη, πᾶν γένος ἀνθρώπων, καί πᾶσα γλῶσσα, και ἡλικία πᾶσα, καί ἅπαν ἀξίωμα, μετ᾿ εὐφροσύνης τό παγκοσμίου εὐφροσύνης γενέθλιον ἑορτάσωμεν» . Νά σημειώσουμε δέ, ὅτι στόν τρίτο Λόγο του διαπιστώνουμε λεκτική ταύτιση μέ τήν μετέπειτα ὑμνολογική διατύπωση τῆς Ἐκκλησίας, περί τοῦ Γενεσίου τῆς Παρθένου. Συγκεκριμένα, ἡ φράση τοῦ Ἁγίου, «Σήμερον στειρωτικαί πύλαι ἀνοίγονται, καί πύλη παρθενική θεία προέρχεται» εἶναι ἴδια μέ τήν ἀρχή τοῦ τετάρτου Ἰδιόμελου τοῦ Ἑσπερινοῦ, πού ἔχει τήν ἴδια ἀκριβῶς διατύπωση. Ὁ Δαμασκηνός, ἡ «λύρα τοῦ Πνεύματος» βεβαιώνει μέ πόθο καί μέθεξη ψυχῆς ὅτι διά τοῦ γεγονότος τοῦ Γενεσίου τῆς Παρθένου, ὁ Θεός ἑτοιμάζεται νά εἰσέλθει σωματικῶς στήν ἀνθρωπινη ἱστορία, «ἐξ ἧς καί δι᾿ ἧς ὁ Θεός, ὁ πάντων τῶν ὄντων ἐπέκεινα, <εἰς τήν οἰκουμένην> σωματικῶς εἰσελεύσεται, κατά Παῦλον τόν τῶν ἀρρήτων ὑπήκοον» . Ἄλλωστε, κατά τόν αὐτόν Πατέρα, ἡ Θεοτόκος, τήν ὁποία ἀποκαλεῖ «θυγάτριον ἀξιόθεον, τό κάλλος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως», εἶναι ἡ ἐπιθυμητή τῶν αἰώνων! Ὁ χαριτώνυμος Ἰωάννης ἀπευθύνεται πρός τήν Παναγία, ὁμιλώντας μεταφορικῶς καί προσωποποιώντας τούς αἰῶνες, οἱ ὁποῖοι, λέγει, εἶχαν μεταξύ τους συναγωνισμό, γιά τό ποιός θά καυχηθεῖ ὅτι θά φέρει στή ζωή τήν εὐλογημένη Μαρία. «Ἡμιλλῶντο οἱ αἰῶνες ποῖος τῇ Σῇ ἐγκαυχήσεται γεννήσει, ἀλλ᾿ ἐνίκα τῶν αἰώνων τήν ἅμιλλαν ἡ προορισμένη Βουλή τοῦ Θεοῦ, τοῦ τούς αἰῶνας ποιήσαντος καί γεγόνασιν οἱ ἔσχατοι πρῶτοι τήν Σήν εὐμοιροίσαντες γέννησιν» . Τό γεγονός αὐτό τῆς εἰσόδου στόν κόσμο τῆς Θεοτόκου «μεθᾷ νηφαλίως» τό ἱερό Πατέρα · δέν ἀντέχει τή μεγάλη χαρά, νικιέται ἀπό τά θαύματα, τό (θεῖο) πάθος τόν γεμίζει ἐνθουσιασμό. «Οὐ φέρω τήν ἡδονήν, νικῶμαι τοῖς θαύμασιν, ἔνθους ὑπό τοῦ πάθους γέγονα» . Πῶς νά προχωρήσει, λέγει, στά ὑπόλοιπα τοῦ λόγου του; Ἀπορεῖ ὁ νοῦς του, ὀ φόβος καί ὁ πόθος τόν ἔχει χωρίσει στά δύο. Χτυπάει ἡ καρδιά του καί ἡ γλῶσσα του ἔχει δεθεῖ. «Ἀλλά πῶς τοῖς πρόσω προβήσομαι; Ἡ διάνοια μέν ἐξίσταται, φόβος δέ με καί πόθος κατεμερίσαντο. Ἡ καρδία πάλλει καί ἡ γλῶσσα πεπήδηται» . Ἀλλά, λέγει, ἄς νικήσει ὁ πόθος, ἄς ὑποχωρήσει ὁ φόβος, ἄς ψάλλει ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος. «Νικάτω ὁ πόθος, ὑποχωρείτω ὁ φόβος, ᾀδέτω ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος· <εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί καί ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ>» . Ἔτσι ζοῦσαν οἱ Ἅγιοι τό μυστήριο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου!
Τόν 14ο αἰῶνα, ἕνας ἄλλος «ἑστιάτωρ» τῆς πνευματικῆς τραπέζης τῆς Θεοτόκου, ὁ Νικόλαος Καβάσιλας θά παραθέσει ὡς πλούσια ἐδέσματα Ὁμιλίες θεομητορικές, μεταξύ δέ αὐτῶν, ἕναν θαυμάσιο Λόγο στήν Γέννηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὅπου θα μᾶς ὑπογραμμίσει ὅτι κατά τήν ἑορτή αὐτή πανηγυρίζουμε «μεθ᾿ ἡδονῆς ἁπάσης», μέ πνευματική εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση. Καί δέν πανηγυρίζουμε, λέγει, μόνο τό Γενέσιο τῆς Θεοτόκου, ἀλλά ὁλοκληρης τῆς Οἰκουμένης. «Διά ταῦτα πανηγυρίζοντες μεθ᾿ ἡδονῆς ἁπάσης λαμπροί λαμπρῶς εἰς ταύτην ἀφικνούμεθα τήν ἡμέραν, ἐν ᾗ ταῦτα ἔλαβε τήν ἀρχήν, τήν γενέθλιον οὐ τῆς Παρθένου μᾶλλον ἤ τῆς οἰκουμένης ἁπάσης» . Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον ὁ Καβάσιλας θεωρεῖ ὅτι αὐτή ἡ ἡμέρα εἶνα ἡ γενέθλιος ὅλης τῆς Οἰκουμένης, ἐξηγεῖται ἀπό τόν ἴδιο στήν Γ΄ Ὁμιλία του στή Γέννηση τῆς Θεοτόκου, ὅπου γράφει ὅτι ἡ Παρθένος, «καρπός τῶν κτισμάτων», ὁδηγεῖ ὁλόκληρη τήν κτίση στήν ἀνανέωση . Ὁ ἴδιος θά γράψει ὅτι τώρα (μέ τήν Γέννηση τῆς Θεοτόκου) ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων ἔλαβε διεισδυτικό ὀφθαλμό, τήν Παρθένο Μαρία, διά τοῦ ὁποίου ὀφθαλμοῦ ἔφθασε νά δεῖ τά μεγαλεῖα αὐτῆς τῆς ἡμέρας. «Νῦν ἡ φύσις τῶν ἀνθρώπων ἐνεργόν ἔλαβεν ὀφθαλμόν, ἐξ οὗ γέγονεν εἰς τήνδε τυφλώττουσα τήν ἡμέραν» . Πράγματι, διά τῆς ἁμαρτίας, τῆς προπατορικῆς Πτώσεως ὁ ἄνθρωπος ἠμαυρώθη, ὑπέστη τήν πνευματική τύφλωση καί ἐστερήθη ὀφθαλμοῦ, προκειμένου νά βλέπει τήν δόξα τοῦ Κυρίου του. Τώρα, ὅμως, μέ τήν γέννηση τῆς Θεοτόκου, ἡ τυφλωμένη ἀνθρώπινη φύση ἀποκτᾷ τόν πνευματικό ὀφθαλμό, τήν πεφωτισμένη Παρθένο Μαρία, τήν «Μητέρα τοῦ φωτός».
Πολλοί Ἅγιοι ὕμνησαν τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὡς τήν «ἁγίων ἁγιωτέρα, καί ἱερῶν ἱερωτέρα, καί ὁσίων ὁσιωτέρα» , ἀλλά λόγῳ τοῦ στενοῦ τοῦ χώρου δέν θά ἐπεκταθοῦμε ἐδῶ σέ ἄλλες ἀναλύσεις. 
Εἴθε καί ἐμεῖς νά πανηγυρίζουμε πνευματικῶς – καί ὄχι κοσμικῶς – τά μεγάλα καί σωτηριώδη γεγονότα τῆς πίστεώς μας, τῶν ὁποίων ἀρχή ἀποτελεῖ τό ἱερό Γενέσιο τῆς Θεοτόκου. Πρός αὐτήν δέ, ἀπευθυνόμενοι πανευλαβῶς καί μέ εὐγνώμονα καί πάλλουσα καρδία ἄς ἀναφωνοῦμε: «Δόξα τοῖς σοῖς μεγαλείοις, ἅπερ σοι ὁ Κύριος, Κόρη, ἐποίησεν» . Καί ἄς ἀκούσουμε τήν προτροπή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, νά προσφερουμε στήν «γενέθλιον δῶρον τῇ μητρί τοῦ Θεοῦ», πού εἶναι ἡ κατεργασία τῶν ἀρετῶν καί ἡ ἐπίδοσή μας σ᾿ αὐτές, μέ τήν θεία ἀρωγή.
Θά κλείσουμε μέ τά λόγια τοῦ βαθυνούστατου θεοτοκόφιλου Πατρός, ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πρός τήν «θελξίθεο» Κόρη, τήν Ὑπεραγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας καί θετή Μητέρα ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων: «Ἐσένα Θεοτόκε οἱ τῶν θείων Γραφῶν ἔμπειροι, ἀποκαλοῦσιν ἀκροστιχίδα πάντων τῶν Προφητῶν· πίνακα τῶν δύο διαθηκῶν· ὑπόθεσιν τῶν Ἀποστόλων· ὕλην τῶν Πατέρων καί Διδασκάλων· στερέωμα τῶν Μαρτύρων· παρηγορίαν τῶν Ὁσίων· τῆς νοερᾶς Προσευχῆς διδάσκαλον, τῆς ταπεινώσεως εἰσηγήτριαν, τῆς ἀγάπης τῆς διπλῆς παράδειγμα ἔμψυχον, ἴνδαλμα παρόμοιον τῆς ἀρχικῆς ὡραιότητος· θαῦμα τῶν Ἀγγέλων, ἄγαλμα τῆς φύσεως...Θεοῦ μίμημα, φανέρωσιν τῶν τῆς θείας ἀκαταληψίας βυθῶν· ἐργαστήριον τῆς ἑνώσεως τῶν συνελθουσῶν ἐπί Χριστοῦ φύσεων· καί διά νά εἰπῶ τό τελευταῖον καί ἔσχατον, ἐσένα Θεοτόκε οἱ θεολόγοι ὀνομάζουσι Μεθόριον Κτίστου καί κτίσεως, τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ, ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ, θεόν μετά Θεόν, καί τῆς ἁγίας Τριάδος τά δευτερεῖα ἔχουσαν» .
1. Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Θεοτόκου, MPG. 98, 329C.
2. Ἰω. Γεωμέτρη, Ὕμνοι, PG. 106, 864. Βλ. Χρ. Κοντάκη, Εἰς τήν Θεοτόκον, Συναγωγή πατερικῶν ὠδῶν, προσηγοριῶν καί ἐπιθέτων, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 429.
3. Πρωτ. Νικολάου Λουδοβίκου, Ἡ κλειστή πνευματικότητα καί τό νόημα τοῦ ἑαυτοῦ, ἐκδ. Ἑλληνικά γράμματα, Ἀθήνα 1999, σελ. 333 (Ἐπίλογος).
4. Βλ. Ἰδιόμελα τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου.
5. Γ. Φίλια, Οἱ Θεομητορικές ἑορτές στή Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2002, σελ. 45.
Λόγος εἰς τό γενέσιον, 6.
6. Βλ. ἀνάλυση, Ἱεροθέου Βλάχου, Μητρ. Ναυπάκτου, Οἱ Θεομητορικές ἑορτές, ἐκδ. Ἱερᾶς μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, 2016, σελ. 193.
7. Γ. Φίλια, ὅ.π. σελ. 46.
8. Α΄ Τιμ. 3,16.
9. ὅ. π. σελ. 186.
10. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 45, MPG 94, 984.
11. Ἰωήλ Φραγκάκου, Μητροπ. Ἐδέσσης, Ἡ Θεόπαις Μαριάμ, Ἔδεσσα 2012, σελ. 19.
12. Ἀνδρέου Κρήτης, Λόγος Α΄, Ἐγκώμιον εἰς τό Γενέθλιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, MPG 97, 805A, 805B.
13. Γ. Φίλια, ὅ.π. σελ. 52.
14. ὅ.π. σελ. 51-52.
15. Λόγος εἰς τό Γενέσιον 1, ἔκδ. P. Voulet, SC 80, 1961, σελ. 46.
16. Λόγος εἰς τό Γενέσιον, 3, SC 80, 1961, σελ. 50.
17. Λόγος εἰς τό Γενέσιον, 7.
18. Εἰς τό Γενέσιον, 1, ΕΠΕ 9. 182.
19. ὅ. π.
20. ὅ. π.
21. Ν. Καβάσιλα, Εἰς τήν ὑπερένδοξον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου Γέννησιν, βλ. Π. Νέλλα, Ἡ Θεομῆτορ, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1989, σελ. 110
22. ὅ.π. Ἡ Θεομῆτορ, σελ. 110.
23. Λόγος Α΄, ὅ. π. Ἡ Θεομῆτορ, σελ. 112.
24. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος Β΄, MPG. 96, 729 Α.
25. Θεοτοκάριον, ἦχος βαρύς.
26. Βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μαρία ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Ὁ Ἄθωνας, Ἅγιον Ὄρος 1988, σελ. 274-275.

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

Η Ψευδοσύνοδος της Κρήτης: Προς Νέα Εκκλησία (Μέρος α΄)



(Απάντηση στο κείμενο του Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου Κατερέλου «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης: Νέα Εκκλησιολογία ἢ Πιστότητα στὴν Παράδοση;»)

Νικολάου Μάννη
εκπαιδευτικού

Α. Τον περασμένο Ιούλιο (2017) δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο ένα κείμενο με τίτλο «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης: Νέα Εκκλησιολογία ἢ Πιστότητα στὴν Παράδοση;»[1]. Συντάκτης του (Σ. στο εξής) είναι ο Επίσκοπος Αβύδου κ. Κύριλλος Κατερέλος, ο οποίος έχει μεγάλη μόρφωση και τυγχάνει Πανεπιστημιακός Καθηγητής. Ο σκοπός δε της συντάξεως του κειμένου αυτού ήταν διττός: αφενός μεν, απολογητικός υπέρ της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» της Κρήτης (2016), εναντίον της οποίας γράφτηκαν αρκετά κείμενα, αφετέρου, επικριτικός κατά όσων στράφηκαν εναντίον της, είτε διά κειμένων, είτε - κυρίως - διά δηλώσεως διακοπής εκκλησιαστικής κοινωνίας (αποτείχιση). Το εν λόγω κείμενο (αποτελούμενο από 105 σελίδες) είναι τεχνικά άρτιο, επιστημονικό, με ωραία γλώσσα και πολλές παραπομπές. Τα εν αυτώ επιχειρήματα φαντάζουν ακαταμάχητα και σίγουρα προκαλούν ποικίλες εντυπώσεις. Παρόλα αυτά υπάρχουν σοβαρότατοι λόγοι για τους οποίους τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να πείσουν τους Ορθοδόξους. Οι λόγοι αυτοί θα εκτεθούν στην παρούσα Απάντηση, με την ελπίδα να αξιολογηθούν ορθώς από όλους, ώστε η αξιολόγησή τους αυτή να συντελέσει στην απωλεσθείσα Ενότητα Πίστεως μεταξύ όσων σήμερα διεκδικούν τον τίτλο του Ορθοδόξου, μέσω της επιστροφής στην Ορθόδοξη Διδασκαλία όσων εξετράπησαν.
Β. Ξεκινώντας το κείμενό του ο Σ. παραθέτει κάποια σπουδαία αποσπάσματα του Αγίου Αυγουστίνου, με βάση τα οποία όμως (και η υπό την επήρεια της εκκλησιολογικής σκέψεως του, κεκοιμημένου πλέον, πνευματικού του πατρός Πρεβέζης Μελετίου Καλαμαρά) οδηγείται στην εξαγωγή εσφαλμένων συμπερασμάτων, σχετικά με το τι είναι Εκκλησία και πότε κάποιος βρίσκεται εντός ή τίθεται εκτός Αυτής.
Πριν όμως εξεταστεί αυτό αναλυτικότερα πρέπει να επισημανθεί πως ο Σ. παρόλο που φέρει ως συνήγορο των ιδεών του τον Ιερό Αυγουστίνο, εν τούτοις φαίνεται πως οι συμμετέχοντες στην Ψευδοσύνοδο της Κρήτης δεν αποδέχονται την συγκεκριμένη θέση του Αγίου, την οποία ο Σ. παραθέτει. Διότι ενώ ο Άγιος γράφει πως «παρὰ ταῦτα ἐμεῖς δεχόμαστε καὶ τὴ δική τους κατηγορία, ἀφοῦ εἶναι ἀδελφοί μας. Καὶ ἐὰν μπορέσουν νὰ μᾶς ἀποδείξουν ὅτι εἶναι ἔνοχοι (αὐτοί, τοὺς ὁποίους κατηγοροῦν), ἐμεῖς θὰ τοὺς ἀναθεματίσουμε τὴν ἴδια ἡμέρα», οι Επίσκοποι της Κρήτης αγνόησαν παντελώς τους αδελφούς τους Ορθοδόξους οι οποίοι επί 90 έτη σχεδόν κατήγγειλαν και καταγγέλλουν την αίρεση του Οικουμενισμού και τους φορείς της. Αγνόησαν όλους όσους εξαπέλυσαν κατηγορίες για πτώση σε αίρεση εναντίον όχι μόνο «νεκρών», όπως οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιος Μεταξάκης, Βασίλειος Γεωργιάδης, Αθηναγόρας Σπύρου και Δημήτριος Παπαδόπουλος, αλλά και εναντίων «ζώντων», όπως ο νυν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαίος, ο Περγάμου Ιωάννης, ο Γαλλίας Εμμανουήλ κ.α. Γιατί δεν εξετάστηκε το φλέγον αυτό ζήτημα; Γιατί δεν κλήθηκαν οι κατήγοροι στην Σύνοδο, ώστε αν καταφέρουν να αποδείξουν ότι αυτοί τους οποίους κατηγορούν είναι ένοχοι, να αναθεματιστούν οι ένοχοι αυτοί από την Σύνοδο την ίδια ημέρα, κατά την επιταγή του Αγίου Αυγουστίνου;
Γ. Είναι λοιπόν φανερό πως ο Σ. (όπως και οι εξ Ορθοδόξων Οικουμενιστές γενικώς) μιλώντας για «Εκκλησία», εννοεί την Ιεραρχία (δηλαδή την Διοίκησή Της), ενώ κατά τους Ορθοδόξους  «ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, - ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ - καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις»[2].
Έτσι ο Σ. εγκαλεί όσους αποτειχίζονται χρησιμοποιώντας χωρία από τον Ιερό Αυγουστίνο. Τα σχετικά χωρία του Αγίου όμως θέλουν τα αυγουστίνεια πλαίσιά τους για να ερμηνευθούν ορθώς, λαμβανομένου υπόψιν ότι η Τοπική Εκκλησία της Βορείου Αφρικής βίωνε τότε το επώδυνο και άδικο Σχίσμα των Δονατιστών, στην αντιμετώπιση του οποίου πρωτοστάτησε ο Άγιος. Μήπως μπορεί να γίνει σύγκριση ανάμεσα στην τότε και την τώρα κατάσταση; Μήπως στην σημερινή εποχή η Διοίκηση της Εκκλησίας είναι στα χέρια ευσεβών, οι οποίοι εκφράζουν συνοδικώς την Ορθοδοξία απέναντι σε κακοδόξους (ως οι Δονατιστές) ή βρίσκεται στα χέρια ασεβών που εκφράζουν αιρέσεις και πολεμούν τους πραγματικά Ορθοδόξους; Και αυτό πρέπει να εξεταστεί.
Δ. Ο Σ. ταυτίζοντας την Εκκλησία με την Διοίκηση της (ταύτιση που όζει Παπισμού) πέφτει στα εξής δύο σημαντικά σφάλματα:
δ1. Προβαίνει σε βίαιο διαχωρισμό μεταξύ Επισκόπων και των υπολοίπων μελών του Σώματος (κλήρου και λαού) δίνοντας στους πρώτους δικαιώματα που ουδέποτε αναγνώρισε η Ορθόδοξη Εκκλησία σε αυτούς, και
δ2. Θεωρεί επομένως ότι όσοι διακόπτουν την εκκλησιαστική κοινωνία με τους Επισκόπους τους βγαίνουν, με την πράξη τους αυτή, «εκτός Εκκλησίας», δηλαδή νεκρώνονται[3]!
Δίνει δηλαδή στους Επισκόπους εξουσία και δικαιώματα παρόμοια με αυτά που στον Παπισμό έλαβε ο Πάπας έναντι των ανά τον κόσμο συνεπισκόπων του με την διαφορά πως τα αποτελέσματα εδώ είναι ακόμη πιο φρικτά. Διότι αν με την εξύψωση του Πάπα έναντι των συνεπισκόπων του αυτός κατέστη μία «Κεφαλή της Εκκλησίας» τερατώδης[4], με την επιχειρούμενη υπερύψωση των Επισκόπων έναντι των υφισταμένων τους δημιουργούνται τόσες «Κεφαλές», όσο και το πλήθος αυτών! Σε συνδυασμό δε με την «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» του Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου Ζηζιούλα[5], σύμφωνα με την οποία ο Χριστός προσεγγίζεται από τους πιστούς μόνο μέσω του Επισκόπου, η «Νέα Εκκλησιολογία» πρεσβεύει μια Εκκλησία που από χριστοκεντρική κατήντησε επισκοποκεντρική, όπως ακριβώς και η πάλαι ποτέ Ορθόδοξη Τοπική Εκκλησία της Ρώμης κατέστη από χριστοκεντρική παποκεντρική!
Αυτήν την «Νέα Εκκλησιολογία» οι Ορθόδοξοι δεν μπορούν να την αποδεχτούν, διότι μένουν πιστοί στην Ορθόδοξη Παράδοση των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι διδάσκουν πως μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας, το οποίο έχει μόνη Κεφαλή τον Χριστό, κληρικοί και λαϊκοί «τοσαύτην ἔχοντες πρὸς ἀλλήλους διαφορὰν, ὅσην μέλη πρὸς μέλη»[6], αποτελούν δηλαδή «ἀδελφὰ μέλη καὶ συμφυῆ» που απλά «τὰ μὲν ἀνώτερα, τὰ δὲ κατώτερον ἐπέχοντα τόπον»[7].  Η θέση των Επισκόπων σε ανώτερο επίπεδο (αποτέλεσμα της υπάρξεως ειδικής Ιερωσύνης «ἀπὸ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ  Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοῦς  Ἁγίους μαθητὰς καὶ Ἀποστόλους τοῦ  Σωτῆρος Χριστοῦ»[8] και της, εξ αυτής απορρεούσης ιεραρχικής δομής του Σώματος) βρίσκεται μέσα στο Σώμα και δεν υπονοείται καν, αγιογραφικά και πατερικά, κάποια ειδική εξουσία που να καθιστά τους Επισκόπους «Κεφαλές» (με την σημασία βεβαίως που θέλουν να τους δώσουν οι Νεοεκκλησιολόγοι), πόσο μάλλον όταν «ὀφείλουν τὴν ποιμαντική τους ὑπόσταση καὶ ἐξαρτῶνται ἀπολύτως ἀπὸ τὸν Ἀρχιποίμενα Χριστό, ὑπάρχοντες χάριν τοῦ ποιμνίου τους»[9].  Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ξεκάθαρα διδάσκει πως «πρόβατα καὶ ποιμένεςπρὸς τὴν τῶν ἀνθρώπων εἰσὶν διάκρισιν, πρὸς δὲ τὸν Χριστὸν πάντες πρόβατα. Καὶ γὰρ οἱ ποιμαίνοντες καὶ οἱ ποιμαινόμενοι, ὑφ ἑνὸς τοῦ Ἄνω Ποιμένος ποιμαίνονται»[10].
Την παλαιά αυτή παρεκτροπή του Πάπα Ρώμης να μετατρέψει το αξίωμα Διακονίας του («Servus servorum Dei») σε αξίωμα Δεσποτείας (=Τυραννίας) και να ταυτίσει τον εαυτό του με την Εκκλησία -  και η οποία παρεκτροπή οδήγησε στην Αποστασία την πάλαι ποτέ Ορθόδοξη Τοπική Εκκλησία της Ρώμης -, μιμούνται σήμερα οι Επίσκοποι των Ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών απαιτώντας «υπακοή στην Εκκλησία» (όπου «Εκκλησία» εννοούν τους εαυτούς τους) και επιθυμώντας ως κακοί εργάτες να θέσουν υπό την κυριαρχία τους τον Αμπελώνα[11] γενόμενοι μιμητές του Πάπα, υπερυψώνοντας κι εκείνοι εαυτούς σε «Κεφαλές» της Εκκλησίας.
Όμως χάριτι Θεού οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας της τελευταίας χιλιετίας, ως καλοί εργάτες του αμπελώνος, αντιμετώπισαν αυτήν την εωσφορική παρεκτροπή και μας παρέδωσαν ανεκτίμητη παρακαταθήκη την ανόθευτη Ορθόδοξη Εκκλησιολογία:
α) Ο Άγιος Μελέτιος ο Πηγάς - ο «μετά το Σχίσμα νέος Φώτιος», όπως ονομάστηκε - σε πολλά έργα και επιστολές του καταδικάζει την ταύτιση του προσώπου του εκάστοτε Πάπα με την αλάθητη και υπέρτατη εκκλησιαστική αυθεντία, ταύτιση παρόμοια με αυτήν που επιχειρείται σήμερα. Στο έργο του «Περὶ τοῦ τὶς ἐστὶν ἡ ἀληθὴς καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ ποία ἐστὶν ἡ γνησία καὶ ἀληθὴς κεφαλὴ αὐτῆς καὶ κατὰ τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα τῆς Ῥώμης», το οποίο δημοσίευσε ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων στον Τόμο Χαράς διαβάζουμε: «Οὐδὲ γὰρ τυράννους ἐπεισακτέον τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὅρους μὲν μεταίροντες πατρῴους, δόγματα δὲ καινοτομοῦντας, καὶ Χριστὸν αὐτὸν τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὅρους περιορίζοντας… Ἱεροπρεπέστατα γὰρ ὁμοῦ καὶ θεοπρεπέστατα ἔφη Διονύσιος[12] μὴ ἕπεσθαι τὸ θεῖον ὑπηρετικῇ τῇ ἀρχιερατικῇ ἐξουσίᾳ, αὐτὴν δὲ μάλλον ὑποφητικῶς λειτουργεῖν τῇ θείᾳ χάριτι. Εἰ γὰρ καὶ ζῶντας νόμους καὶ ἕμπνους προσαγορεύσας, ἀλλ᾿ οὐχ ὥστε νομοθετεῖν ἀφ᾿ ἑαυτῶν, ἢ τὸ δεινότερον, ἀντινομοθετεῖν Θεῷ, ἀλλ᾿ ἵνα τὰ ὑπὸ Θεοῦ νομοθετηθέντα ἐκφαντορικῶς ὑπαγορεύωσιν»[13]. Και παρακάτω: «Τὸ γὰρ διακονεῖν, τοῦ αὐθεντεύειν καὶ κατεξουσιάζειν, πολὺ διίσταται. Αὐτοὶ δὲ (οἱ Λατίνοι) καὶ περὶ πίστεως καὶ περὶ ἐκκλησίας ὁλοσχερῶς παντοίαν ἐξουσίαν τῇ τοιαύτῃ κεφαλῇ (τῷ Πάπᾳ) διδόας, μέχρι καὶ ἀνατροπῆς καὶ καινοτομίας τῶν παρὰ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος αὐτοῦ ὁροθετηθέντων»[14]. Σε μια επιστολή του γράφει: «σῶμα γὰρ τοὺ Σωτῆρος ἡ τοῦ Σωτῆρος Ἐκκλησία, ἧς κεφαλὴ μόνος αὐτός, οὐδὲ γὰρ δικέφαλον (σ. ημ.: ή πολυκέφαλο) τὸ τοῦ Χριστοῦ σῶμα»[15]. Και από ομιλία του: «Ἄνθρωπε, κεφαλὴ μόνη τῆς ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, μὴ τοῦ ἀρπάξῃς τὴν τιμήν, μὴ συγχύσῃς τὸ πάνˑ ὡς εἶναι τέρας τὸ σῶμα ἀκέφαλον, ἔτζι εἶναι τέρας τὸ σῶμα καὶ πολυκέφαλονˑ καὶ λοιπὸν ἂν τὸ σῶμα ἡ καθολικὴ ἐκκλησία ἔχει κεφαλὴν τὸν Χριστόν, κεφαλὴν καθολικὴν διὰ νὰ μὴν εἶναι τέρας ἀκέφαλον, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχῃ ἄλλην καθολικὴν κεφαλὴν διὰ νὰ μὴν εἶναι τέρας πολυκέφαλον»[16]. Και από το έργο του «Διάλογος Ὀρθόδοξος Χριστιανός»: «Ξένος: Καὶ λοιπὸν τέρας ἡ ἐκκλησία τοσαύτας ὡς ὁρῶμεν κεκτημένα κεφαλάς; Παῖς: Αἱ καθ᾿ ἕκαστον ἐκκλησίαι, καὶ αἱ τῶν ἐκκλησιῶν κεφαλαὶ εἰς μία ὁλομέλιαν (sic) συντρέχουσαι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἁπαξάπασαι ἓν ἀποτελοῦσι σῶμα, οὕ κεφαλὴ μόνος ὁ Χριστός! Οὐ τοίνυν τέρας ἡ ἐκκλησία ἡ καθολικὴ μίαν ἔχουσα Κεφαλὴν καθολικὴν τὸν Χριστόν. Αἱ γὰρ μερικαὶ κεφαλαὶ τῆς καθολικῆς τὸν λόγον οὐ παραλυποῦσιν, ἀλλ᾿ ἀναπληροῦσιν ἐν τοῖς καθ᾿ ἕκαστονˑ καθάπερ οὐδὲ αἱ ἐκκλησίαι αἱ μερικαὶ τῆς μιᾶς ἐκκλησίας τὸν λόγον παραλυποῦσι τῆς καθολικῆς»[17].
β) Και οι δύο κύριοι μαθητές του Αγίου Μελετίου του Πηγά, συνέχισαν την ανάπτυξη της ορθοδόξου διδασκαλία περί του θέματος ως εξής. Ο μεν μάρτυρας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Λούκαρις εκφώνησε το «ανάθεμα» σε όποιον «λέγει πῶς ὁ πάπας τῆς Ῥώμης εἶναι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι ὁ Χριστός»[18], ο δε Μάξιμος ο Πελοποννήσιος έγραψε το περισπούδαστο «Ἐγχειρίδιον κατὰ τοῦ σχίσματος τῶν παπιστῶν», στο οποίο διαβάζουμε τα εξής σημαντικά για τους Αποστόλους: «Καὶ εἶναι ὅλοι κεφαλαὶ, ὅλοι διδάσκαλοι, ὅλοι ποιμένες οἰκουμενικοὶ τῆς ἐκκλησίας, καὶ αὐτοὶ ἔχουν καθολικὴν κεφαλὴν τὸν Χριστόν, εἰς τὸν Ὁποῖον εἶναι θεμελιωμένοι καὶ αὐτοί, μὲ ὅλην τὴν ἐκκλησίαν, ὅλοι εἶναι διάκονοι καὶ κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ ὁποῖον φέρνουν καὶ τοὺς ἄλλους πιστούς»[19]. Στο έργο αυτό μάλιστα αφιέρωσε ολόκληρο κεφάλαιο (το κβ΄) για το θέμα, με τίτλο «Ὅτι καὶ τὰ ὁρατὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἔχουν ὁρατὴν κεφαλήν, παρὰ μόνον τὸν Χριστόν, καὶ κατὰ ποῖον τρόπον λέγονται κεφαλαὶ τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἀπόστολοι, καὶ οἱ Ἐπίσκοποι». Σε αυτό γράφει τα εξής σημαντικότατα: «Ἀν καὶ κεφαλαῖς εἶναι, ἀλλὰ δὲν εἶναι τοιαύτες κεφαλαῖς, ὁποῦ νὰ δίδουν ἀπὸ λόγου τους εἰς τὰ μέλη ζωήν. Διότι τοῦτο μόνον ὁ Χριστὸς τὸ κάμνει, ὡς ἂν ὅπου εἶναι αὐτοζωή, καὶ δωτὴρ τῆς ζωῆς. Δι᾿ ἄλλο δὲν λέγονται αὐτοὶ κεφαλαῖς, παρὰ μόνον διατὶ διδάσκουν τὸν λοιπὸν λαόν, τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ, τὸ εὐαγγέλιον ὁποῦ ἐπαράλαβαν ἀπὸ τὸν καλὸν ποιμένα τὸν Χριστόν, καὶ διατὶ εἶναι ὡς ἑξουσιασταὶ ἀπάνω εἰς τὰ μέλη, τὸν λοιπὸν λαόν, νὰ τὰ ὀδηγοῦν εἰς τὴν διδαχὴν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ οὐδὲ ἔχουν ἐξουσίαν νὰ διδάσκουν ἄλλην διδαχὴν, ἢ νόμον, παρὰ μόνον τὴν διδαχὴν καὶ τοὺς νόμους τοὺς εὐαγγελικούς. Καὶ διὰ νὰ κάμνουν αὐτὸ τὸ ἔργον, λέγονται κεφαλαῖς. Καὶ ἕως τότε τὸ ἔχουν καὶ αὐτὸ τὸ ἀξίωμα, ἕως ὁποῦ νὰ κάμνουν καὶ τὸ ἔργον αὐτὸ τῆς διδαχῆς τοῦ εὐαγγελίου, ἀνοθεύτως, χωρὶς προσθήκην, ἢ ἀφαίρεσιν, καὶ ἕως ὁποῦ εἶναι καὶ αὐτοὶ ὑποκάτω εἰς τὴν καθολικὴν, τὸν Χριστόν, κεφαλήν, καὶ διδάσκουνται ἀπ᾿ Αὐτόν, ὡς πρόβατα λογικά, καὶ πείθουνται εἰς τοὺς νόμους Του, καὶ τὴν διδαχήν Του, ὁποῦ εἶναι τὸ ἱερὸν εὐαγγέλιον. Ἕως νὰ οἰκονομοῦν τοὺς ὑποκάτω τους, καὶ νὰ ποιμαίνουν τὰ πρόβατα ὁποῦ ἐπροστάχθηκαν νὰ ποιμαίνουν καὶ νὰ βόσκουν εἰς τόπον χλόης, ἤγουν εἰς τοὺς χλοεροὺς καὶ ζώντας λόγους τῆς θείας γραφῆς, καὶ ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, ἤγουν εἰς τὴν πνευματικὴν ὁδηγίαν, καὶ νὰ τοὺς ἀναφέρνουν πρὸς τὴν καθολικὴν τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας κεφαλὴν τὸν Χριστόν, εἰς τὸν Ὁποῖον εἶναι καὶ αὐτοί, ἂν ὀρθοδοξοῦν, θεμελιωμένοι. Καὶ ὅποιος εἶναι χωρισμένος ἀπ᾿ Αὐτόν, καὶ αὐτοὶ οἱ ποιμένες, καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἀκόμι (sic), δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ζῇ. Λέγουνται λοιπὸν καὶ αὐτοὶ κεφαλαῖς, ἀλλὰ μερικαῖς, καὶ ὄχι καθόλου»[20].
γ) Το ίδιο αναλυτικά παρουσιάζεται το σημαντικό αυτό εκκλησιολογικό θέμα και στο συγκλονιστικό, και λίαν επίκαιρο, αντιρρητικό φυλλάδιο «Ἡ Ὀρθοδοξία ἐλέγχουσα τὸν παπικὸν κατολικισμὸν καὶ τοὺς Ἰησουΐτας», που συντάχθηκε την Κυριακή της Ορθοδοξίας του 1862 (7 Μαρτίου κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο) - και εκδόθηκε ταυτόχρονα σε Κωνσταντινούπολη, Αθήνα και Κεφαλονιά – από τον πολύσοφο Μητροπολίτη Σταυρουπόλεως Κωνσταντίνο Τυπάλδο-Ιακωβάτο, μέγα θεολόγο της εποχής, ο οποίος διετέλεσε και πρώτος Σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ας διδαχθούν από αυτόν οι επίγονοί του που πρωτοστατούν σήμερα στην θεμελίωση της «Νέας Εκκλησιολογίας»: «Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἔκφρασις ὑψηλοτέρου καὶ πνευματικοῦ πρωτοτύπου δημοκρατίας, τῆς ὁποίας νόμοι εἶναι τὸ Εὐαγγέλιον, ἐκπληρωτικὴ έξουσία ὁ κλῆρος, κεφαλὴ δὲ καὶ κυβερνῶσα ἐξουσία αὐτὸς ὁ Χριστός… Μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἴμεθα ὅλοι ἡμεῖςˑὁ κλῆρος ἡμῶν φέρει τὸν Σταυρὸν καὶ τὸ φορτίον του μετὰ πρᾴου καὶ ἡσύχου πνεύματοςˑ καὶ Πατριάρχαι, καὶ Μητροπολῖται, καὶ Ἀρχιεπίσκοποι, καὶ Ἐπίσκοποι, καὶ πρεσβυτέριον ἱερὸν, καὶ αὐτοὶ οἱ διάκονοι, καὶ ὁ λαός, ἐνώπιον τοῦ νόμου τοῦ Χριστοῦ εἰσὶν ἴσοιΜία μόνον ἀνισότης πραγματικῶς ὑπάρχει μεταξὺ κλῆρου καὶ λαοῦˑ ὅσῳ ἀνώτερον εἶναι τὸ ἱεραρχικὸν ἀξίωμα, τόσῳ μεγαλητέρα εἶναι καὶ ἡ εὐθύνηˑ καὶ ὅλη αὕτη ἡ ταξιαρχία εἶναι ἐκπληρωτική, διδακτικὴ καὶ κυβερνητικήˑ ὅλων δὲ κεφαλή, κλῆρου καὶ λαοῦ, εἶναι ὁ Χριστός, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν, οὔτε κατ᾿ ἰδίαν,οὔτε ἐν Συνόδῳ, τολμᾷ νὰ ἐγγίσῃ τὰ δόγματα, τὰ ὁποῖα ἐσύστησεν αὐτὸς ὁ Χριστὸς ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ, οὔτε ἐφευρίσκει δόγματα οὐδέποτε ὑπάρξαντα ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ… Ἐκκλησία δὲν εἶναι προσέτι μήτε ὁ κλῆρος, μήτε ὁ Πάπας, μήτε τάξις τις, μήτε βασιλεία»[21].
δ) Να μη λησμονήσουμε και την απόφαση της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1727: «Οὐδεμίαν ἄλλην ἥντιναοῦν κεφαλὴν ἀποδέχεσθαι ἐν αὐτῇ τῇ ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ, εἰμὴ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν μόνον»[22].
ε) Ο δε Άγιος Νεκτάριος στο έργο του επισημαίνει: «Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας οὐχὶ ἐν τῷ ἑνιαίῳ προσώπῳ ἑνὸς τῶν Ἀποστόλων θεμελιοῦταικαὶ ἑδράζεται, ἀλλ᾿ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅςστιν  κεφαλὴ τῆς ’Ἐκκλησίας, ἐν ἑνὶ πνεύματι, ἐν τῇ μιᾷ, πίστει, ἐλπίδι, ἀγάπῃ καὶ λατρείᾳ»[23].
Εξ όσων αναφέρθηκαν καθίσταται φανερό ότι, οι επιμέρους κεφαλές, οι Επίσκοποι, δεν μπορούν να υπάρχουν άνευ του Χριστού, δηλαδή άνευ της Ορθοδόξου Ομολογίας. Γι’ αυτό και ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αποκαλεί «Καθολικὴν Ἐκκλησίαν τὴν ὀρθὴν καὶ σωτήριον τῆς εἰς Aὐτὸν (σ. ημ. τον Χριστόν) πίστεως ὁμολογίαν»[24]. Όποιοι δεν έχουν την Ορθόδοξη Ομολογία, «κἄν τε Πάπαι, κἄν τε Πατριάρχαι, κἄν τε Κληρικοί, κἄν τε Λαϊκοὶ ἔτυχον εἶναι, κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ»[25] δεν είναι συνδεδεμένοι με τον Χριστό και επομένως όχι μόνο κεφαλές (μερικές), αλλά ούτε καν μέλη υγιή του Σώματος δεν μπορούν να λέγονται, αλλά αντιθέτως οι Άγιοι προτρέπουν «ὡς μέλη σεσηπότα καὶ ἄχρηστα τῆς ποίμνης Χριστοῦ ἀποτεμνέσθωσαν μή ποτε καὶ τὰ ὑγιαίνοντα, καὶ περὶ τὴν καλὴν ὁμολογίαν ἐῤῥωμένως ἱστάμενα, τῇ ψυχοφθόρῳ νόσῳ διαλυμήναιντο»[26].
Πως λοιπόν ο Σ. διδάσκει ότι αποτειχιζόμενος κανείς από τους Επισκόπους τίθεται τάχα «εκτός Εκκλησία», χωρίς καν να εξεταστεί το αν οι Επίσκοποι αυτοί είναι Ορθόδοξοι ή όχι; Ο Ιωσήφ Καλόθετος, συναγωνιστής του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αναφερόμενος στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καλέκα, ο οποίος τους είχε αφορίσει, γράφει: «Λέγει γοῦν ὁ χρηστὸς ποιμὴν οὗτος, ὅτι ἀποβλήτους ἡμᾶς πεποίηκεν ἑαυτῆς ἡ ἐκκλησία, ὡς μὴ θελήσαντας δοῦναι ὁμολογίαν ἔγγραφον. Ποίαν ἐκκλησίαν φάσκει ἀποβλήτους ἡμᾶς πεποιηκέναι; Τὴν τῶν ἀποστόλων; Καὶ μὴν παντάπασιν ἡμεῖς ἐκείνη σύμφωνοι καὶ σπουδασταὶ καὶ ὑπὲρ ἐκείνης πάντα παθεῖν εἱλόμεθα…  Ὥστ’ οὐχὶ ἐκείνην φάσκει ἀποβεβληκέναι ἡμᾶς – πῶς γάρ;–  ἀλλ’ ἣν αὐτὸς ὑπεστήσατο νεοφανῆ ἐκκλησίαν καὶ νεοφανῆ δόγματα …Πόθεν σὺ ἐκκλησία εὐσεβῶν;  Ἀπὸ τοῦ λόγου; Ἀπὸ τοῦ τρόπου; Ἀπὸ τῶν πράξεων; Ἀπὸ τῶν ὑγιῶν δογμάτων; Ἐργαστήριο τοίνυν γενόμενος παντὸς ψεύδους, πάσης διαβολῆς, παντὸς οὑτινοσοῦν φαύλου, παντὸς στασιαστικοῦ φρονήματος, πάσης ἀδικίας, πλεονεξίας, ἱεροσυλίας, ἁρπαγῆς, καπηλείας, εἶτα καὶ ἐκκλησίαν σεαυτόν - ὢ τοῦ θράσους! - χειροτονεῖς, οὐκ εἰδὼς ὅτι καὶ Νεστόριος καὶ Μακεδόνιος τάχ’ ἂν τοῦτ’ ἰσχυρίσαιντο, ὃ καὶ αὐτὸς ἰσχυρίζεσαι. Ἔσχον γὰρ καὶ αὐτοὶ τὴν αὐτὴν αὐτῷ σοι καθέδραν.  Πόθεν σὺ ἐκκλησία; Ἀπὸ τοῦ δωροδοκεῖν; Ἀπὸ τοῦ ἐξαργυρίζειν τὰς δίκας; Ἀπὸ τοῦ μὴ διαστέλλειν ἀναμέσον βεβήλων καὶ ἁγίων; Ἀπὸ τοὺς ἀνεῖσθαι τὸ ἱερὸν πᾶσιν ἀνάγνοις καὶ βεβήλοις; Ἀπὸ τοῦ ἀναπεῖσαι τοὺς ἀνθρώπους ὁμογνίου αἱματος ἐμπίπλασθαι; Ἀπὸ τοῦ πιπράσκειν τὴν χάριν τοῦ πνεύματος; Ἀπὸ τοῦ πληρῶσαι τὴν ἐκκλησίαν πάσης αἱρέσεως – εἴμι δ᾿ ἐπ᾿ αὐτὸν τὸν κολοφῶνα τῶν κακῶν - ἢ ἀπὸ τοῦ ἐξαργυρίσαι τὴν σὴν εὐσέβειαν καὶ τῶν ἐπισκόπων σου καὶ τῶν συνεπομένων σοι, οὕς ἐκκλησίαν αὐχεῖςΤοιαύτη μὲν ἡ κατὰ σὲ ἐκκλησία, ἣν πρῴην ὀλίγου ἀποστατήσας τῆς ἡμετέρας, ὑπεστήσω.  Ἡ δ’ ἡμετέρα ἐκκλησία, ἄνωθεν, ἁγνή, καθαρά, εἰρηνική, ἀπεχομένη  παντός οὑτινοσοῦν φαύλου καὶ πονηροῦ καὶ πάσης ἡστινοσοῦν κακίας ἐλευθέρα καὶ ἀνεπίμικτος παντὸς ρύπου καὶ σπίλου, πρεσβεύουσα τὰ ὑγιᾶ καὶ καθαρὰ καὶ ἀπειλικρινημένα δόγματα τῶν θεοφόρων ἀνδρῶν.Κεφαλὴ δὲ τῆς ἐκκλησίας ὁ Κύριος ἡμῶν, μέλη δὲ καὶ μέρη τοῖς τοιαύτης ἐκκλησίας τὸ σύστημα καὶ σύνταγμα τῶν εὐσεβῶν, οἵ καὶ ἀναλόγως ἔχουσι καθάρσεως πρὸς τὴν ἑαυτῶν κεφαλήν, οὐχ ὁ δεῖναι οὕτως ἀνάγνως ἔχων καὶ μεμιασμένος»[27]. Ο ίδιος ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, το Καύχημα της Εκκλησίας των Ορθοδόξων, διδάσκει πως «οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί, καὶ τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἂν καὶ σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καὶ ἀρχιποιμένας ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλούντες καὶ ὑπ' ἀλλήλων καλούμενοι· μηδὲ γὰρ προσώποις τὸν χριστιανισμόν, ἀλλ᾿ ἀληθεία καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα»[28]. Οι Νεοεκκλησιολόγοι όμως διδάσκουν τα αντίθετα και είναι σαν να μας λένε: «οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῶν Ἐπισκόπων εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῶν Ἐπισκόπων ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί, καὶ τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἂν καὶ σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ὀρθοδόξους καὶ ὁμολογητὰς ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλούντες καὶ ὑπ' ἀλλήλων καλούμενοι· μηδὲ γὰρ ἀληθεία καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως τὸν χριστιανισμόν, ἀλλὰ προσώποις χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα»!
 Απορεί λοιπόν ο Σ. με το να θεωρούνται «οἱ συγκροτήσαντες τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης ἐπίσκοποι αἱρετικοί». Είναι δηλαδή τόσο περίεργο να υπάρχουν Πατριάρχες και Αρχιεπίσκοποι και Μητροπολίτες αιρετικοί; Ή μήπως είναι πρωτοφανές μία «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» να είναι τωόντι Ψευδοσύνοδος. Ας ανοίξουμε ένα οποιοδήποτε εγχειρίδιο εκκλησιαστικής ιστορίας και θα δούμε πως έχουν τα πράγματα. Ενδεικτικά, ας δει κανείς τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, από το έτος 306  (Μητροφάνης ο Α΄) έως το 806 (Ταράσιος). Στην διάρκεια αυτών των πεντακοσίων χρόνων υπήρξαν 53 πατριάρχες, εκ των οποίων Ορθόδοξοι ήταν οι 37 (ποσοστό 69%) και αιρετικοί οι 16 (ποσοστό 31%). Δηλαδή, σχεδόν το ένα τρίτο των πατριαρχών που ανέβηκαν στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, εκείνα τα χρόνια, υπήρξαν αιρετικοί! Ας δει κανείς και «Αγίες» και «Μεγάλες» και «Οικουμενικές» Συνόδους (όπως θεωρήθηκαν στην εποχή τους), σαν την Σύνοδο της Εφέσου (449) και την «Ζ΄ Οικουμενική» Σύνοδο της Ιέρειας (754) - στην οποία παρακάθισαν 348 επίσκοποι! -, οι οποίες απορρίφτηκαν, ήδη από την εποχή τους, ως Ψευδοσύνοδοι.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ
[2] Δημητρίου Τσελεγγίδου (Καθηγητού Πανεπιστημίου), Η Συνοδικότητα, ως αγιοπνευματικός τρόπος οριοθετήσεως της Πίστεως και της Ζωής της Εκκλησίας και οι Θεολογικές προϋποθέσεις της (http://www.impantokratoros.gr/B621D61D.el.aspx).
[3] Παρόμοιες απόψεις έχουν εκφράσει κατά καιρούς πάρα πολλοί Επίσκοποι, όπως ο Κυδωνίας και Αποκορώνου Δαμασκηνός, ο οποίος δήλωσε πως: «όποιος απομακρυνθεί από τον επίσκοπο, θέτει αυτομάτως τον εαυτό του και εκτός Εκκλησίας» (https://www.pemptousia.gr/2015/07/o-rolos-tou-pimenarchi-stin-ekklisia/). Να σημειωθεί δε πως το, αγαπημένο των σημερινών Επισκόπων και κατά κόρον χρησιμοποιούμενο, ρητό "όπου επίσκοπος εκεί και η εκκλησία" δεν έχει έτσι ακριβώς. Το αυθεντικό κείμενο του Αγίου Ιγνατίου (ο οποίος μας λέει πρώτα πως ακριβώς πρέπει να είναι ο επίσκοπος ώστε να μιλήσει έπειτα για την υπακοή και την τιμή σε αυτόν) έχει ως εξής: "Οπου ἄν φανῆ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τό πλῆθος ἔστω· ὥσπερ ὅπου ἄν ἦ Χριστός ᾿Ιησοῦς, ἐκεῖ ἡ καθολική ἐκκλησία". Το ρητό αυτό το χρησιμοποιεί (P.G. 96, 521) και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στα Ιερά Παράλληλα σε κεφάλαιο με τίτλο "Περί επισκόπων χρηστών και φυλασσόντων εντολάς του Θεού" (δεν αφορά δηλαδή απροϋπόθετα κάθε επίσκοπο).
[4] «Ἐκκλησίας ἀπάσης, οἱ Ἰταλοὶ ἔστησαν, μίαν κεφαλὴν τερατώδη, τὸν σφῶν ἐπίσκοπων» κατά τον Ματθαίο Μυρέων (στο Μανουήλ Γεδεών, Μνημεία μεσαιωνικής ελληνικής ποιήσεως, Αθήνα, 1878, σελ. 26).
[5] Τις θέσεις του έχει αναιρέσει ο αείμνηστος Καθηγητής Ιωάννης Κορναράκης με το περισπούδαστο άρθρο του «Ο επίσκοπος ως προεστώς της Θείας Ευχαριστίας» (http://krufo-sxoleio.blogspot.gr/2013/07/blog-post_7608.html).
[6] Ι. Χρυσοστόμου, P.G. 61, 527.
[7] Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, Περί των τριών ιερατικών της Εκκλησίας βαθμών, Ναύπλιο, 1835, σελ. 303.
[8] Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μάθημα Ποιμαντικής, Αθήνα, 1898, σελ. 69.
[9] Γεωργίου Καψάνη (+Αρχιμανδρίτου), Η Ποιμαντική Διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας (http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_grhgoriaths/pneymatikh_diakonia_kanones.htm).
[10] P.G. 52, 784.
[11] Πρβλ. Ματθ. κα΄, 21-33.
[12] P.G. 3, 564.
[13] Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Χαράς, Ριμνίκ, 1705, σελ. 569.
[14] Αυτόθι, σελ. 577.
[15] Μεθοδίου Φούγια, Επιστολαί Μελετίου Πηγά, Εκκλησιαστικός Φάρος ΝΖ΄ (1975), σελ. 638.
[16] Κωνσταντίνου Σάθα, Νεοελληνικής φιλολογίας παράρτημα, Αθήνα, 1870, σελ. 38-39.
[17] Μελετίου Πηγά, Διάλογος ορθόδοξος χριστιανός (Harley MS 5643, f.309v).
[18] Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Αγάπης, Ιάσιο, 1698, σελ. 553.
[19] Μαξίμου Πελοποννησίου, Εγχειρίδιον κατά του σχίσματος των παπιστών, Βουκουρέστι, 1690, σελ. 36-37.
[20] Αυτόθι, σελ. 79.
[21] Η Ορθοδοξία ελέγχουσα τον παπικόν κατολικισμόν και τους Ιησουΐτας, Κωνσταντινούπολη, 1862, σελ. 12-14.
[22] Ιωάννου Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία, τόμ. ΙΙέκδβ΄, Graz -  Austria, 1968, σελ. 867.
[23] Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μελέτη ιστορική περί των αιτιών του Σχίσματος, Αθήνα, 1911, σελ. 69.
[24] P.G. 90, 132.
[25] Συνοδική Επιστολή των Ορθοδόξων Πατριαρχών (1848) στο Mansi [Sacrorumconciliorum] 40, 411.
[26] Αγίου Νικηφόρου του Ομολογητού, P.G. 100, 612.
[27] Δημητρίου Τσάμη, Ιωσὴφ Καλοθέτου συγγράμματα, Θεσσαλονίκη, 1980, σελ. 294 -296.
[28] Ε.Π.Ε., τόμ. γ΄, σελ. 608.


Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ

ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ


ΜΗΝΙΑΙΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Όσοι επιθυμείτε να λαμβάνετε τα τεύχη δωρεάν στο email σας, ενημερώστε μας με μήνυμα στο:krufosxoleio@yahoo.gr



Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 2017 (Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ Γρηγορίου)

Αποτέλεσμα εικόνας για Σεβ Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ Γρηγορίου


Η ΦΡΑΓΚΙΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΤΗΝ «ΑΛΩΣΗ» ΤΗΣ (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ.Χρυσοστόμου)


10SRGSGGS


Πρὸς τὸ Χριστεπώνυμο Πλήρωμα τῆς καθ΄ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Ἐν Ἀχαρναῖς 16-29/8/2017
        Ἡ ἀνάπτυξη, ἡ εὐημερία καὶ ὁ πλοῦτος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας μὲ κέντρο τὴ «νέα Ρώμη», ἀλλὰ καὶ ἡ βαθιὰ συνοχή, συσπείρωση τοῦ λαοῦ της ἀντίστοιχα  ἀποτέλεσαν φαινόμενο χωρὶς προηγούμενο στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας.
        Λαοὶ ἐκτὸς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως Φράγκοι, Σάξονες, Νορμανδοί, Γότθοι κι ἄλλα βορειότερα γερμανικὰ φύλα ἐπεδίωκαν συστηματικὰ μὲ ἐπιδρομὲς καὶ λεηλασίες νὰ πλήξουν τὴ συγκροτημένη καὶ καλὰ στερεωμένη κυριαρχία τῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ κυριολεκτικὰ βάρβαροι αὐτοὶ λαοὶ θεωροῦσαν μέγιστη δόξα νὰ ρημάζουν τὶς γειτονικὲς περιοχές. Ἐπρόκειτο γιὰ πρωτόγονους λαοὺς μὲ ἰδιαίτερες πολεμικὲς καὶ τεχνικὲς ἱκανότητες, σκληροὺς καὶ ἀδίστακτους, ποὺ συνήθιζαν νὰ καλύπτουν τὶς ἀνάγκες τους μέσα ἀπὸ λεηλασίες καὶ φριχτὲς ἐπιδρομὲς ἐναντίον ἄλλων λαῶν.
          ἱστορία αὐτὴ κορυφώνεται τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. στὸν πρόσφορο τότε χῶρο τῆς Δυτικῆς πλευρᾶς τῆς Αὐτοκρατορίας (μὲ πρωτεύουσα τὴ Ρώμη). Ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς ἐγκαθίδρυσης τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (ὕστερα ἀπὸ τὴ διαίρεση τῆς Αὐτοκρατορίας σὲ δύο τμήματα, Ἀνατολικὸ καὶ Δυτικὸ στὰ τέλη τοῦ 4ου αἰῶνα), οἱ ἐπιδρομὲς στὶς κατὰ τόπους περιοχὲς τῶν Δυτικῶν κυρίως ἐπαρχιῶν τῆς τεράστιας Αὐτοκρατορίας δὲν κατάφεραν νὰ διασπάσουν τὸ συσπειρωμένο σῶμα τοῦ λαοῦ της. Οἱ Φράγκοι ἄρχισαν τότε νὰ διεισδύουν στὴ Ρωμαϊκὴ κοινωνία μὲ διάφορους τρόπους ἐκτὸς ἀπὸ τὶς εἰσβολὲς στὶς Δυτικὲς ἐπαρχίες, εἴτε μὲ τὴ συγχώνευσή τους μὲ τοὺς ρωμαϊκοὺς πληθυσμοὺς εἴτε μέσα ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ καὶ σταδιακὴ ἀναρρίχησή τους στὸ Ρωμαϊκὸ στρατὸ σὲ ἀνώτερα καὶ ἀνώτατα ἀξιώματα. Τὸν 5ο αἰῶνα τὸ Δυτικὸ κομμάτι τῆς διαιρεμένης Αὐτοκρατορίας εἶχε ἤδη καταλυθεῖ. Τὴ διοίκηση τῆς Δύσης κατεῖχαν πλέον οἱ Φράγκοι, ποὺ στὸ ἑξῆς κατὰ τὸν 7ο καὶ 8ο αἰῶνα ἐπεδίωκαν τὸν βίαιο ἐκφραγκισμὸ τῶν Χριστιανικῶν πληθυσμῶν  ἀλλὰ καὶ τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀργότερα.
         Ἡ συσπείρωση τοῦ λαοῦ τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἡ ἀφοσίωσή του στὴν Αὐτοκρατορία -παρότι ἀποτελοῦνταν ἀπὸ διάφορα Ἔθνη- συνέβαλαν στὴν γιὰ χρόνια διατήρηση τῆς κυριαρχίας της. Ἡ αἰτία ἦταν τὸ κοινὸ σημεῖο ἀναφορᾶς καὶ ὁ ἱερὸς συνδετικὸς κρίκος, ἡ Χριστιανικὴ πίστη ἀφενὸς ,ποὺ εἶχε ἤδη θεμελιωθεῖ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες μὲ τὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀφετέρου ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν πρῶτο Αὐτοκράτορα, Μέγα καὶ Ἅγιο Κωνσταντῖνο, ποὺ μὲ διάταγμα εἶχε ἐπιτρέψει τὴν ἀνεξιθρησκία καὶ συνεπῶς τὴν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτειά της. Ἡ ἀλλοίωση τῆς μίας καὶ μοναδικῆς ὀρθῆς Χριστιανικῆς πίστης τοῦ λαοῦ τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἔγινε ἔκτοτε ὁ στόχος τῶν Φράγκων τῆς Δύσης.
         Χρησιμοποιήθηκαν δόλια, πλάγια καὶ πονηρὰ μέσα γιὰ τὴ διάσπαση καὶ ἀλλοίωση τῆς ἱερᾶς πίστης τοῦ λαοῦ τῆς Αὐτοκρατορίας, ποὺ ἀποτελοῦσε πηγὴ δύναμης καὶ ἑνώσεως. Ἡ νόθευση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως θὰ ὁδηγοῦσε μοιραῖα στὸν διχασμὸ τῶν Χριστιανῶν καὶ ὡς ἐκ τούτου στὴν ἀποδυνάμωση τοῦ ἑνιαίου καὶ ἄρρηκτα συνδεδεμένου ὠς  Ἕνα Σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
         Οἱ ἐπιχειρήσεις μὲ τὶς ὁποῖες πολεμήθηκε ἡ ἑνότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τοὺς Φράγκους εἶναι πολλὲς σὲ ὅλη τὴν ἱστορία, χαρακτηρίζονται δὲ γιὰ τὴ δολιότητα, τὸν κοινό τους παρονομαστὴ καὶ ἀφετηρία. Τὶς περισσότερες φορὲς χρησιμοποιήθηκαν δῆθεν φιλικὰ καὶ διπλωματικὰ μέσα προσέγγισης, ψευδὸ-ἀγαπολογίες, ὑποκριτικὲς ἐνέργειες ὑποστήριξης καὶ βοήθειας καὶ λυκοφιλίες προκειμένου νὰ ἐπιτευχθεῖ ὁ ἐκφραγκισμὸς τῆς Χριστιανοσύνης. Οἱ Φράγκοι, οἱ βάρβαροι αὐτοὶ κατακτητές, βαφτίζονταν καὶ ἀσπάζονταν δῆθεν τὸν Χριστιανισμό, προκειμένου νὰ ἐνταχθοῦν ἀρχικὰ στὶς Χριστιανικὲς κοινωνίες, νὰ διεισδύσουν, νὰ ἀναρριχηθοῦν καὶ νὰ ἀναδειχθοῦν στὰ ἀξιώματα τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ εἶχαν τὴ δυνατότητα ὡς ἄλλες «Ἔριδες» νὰ σκορπίσουν ζιζάνια, ἱκανὰ νὰ κλονίσουν τὴν ἑνότητα τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἀλλοιώσουν τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ κλονίσουν τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Χριστιανικοῦ λαοῦ στὴν Αὐτοκρατορία. Ἡ περίοδος τοῦ δῆθεν ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Δυτικῶν, γνωστὴ ὡς Μεσαίωνας, μαρτυρᾶ τὶς ἄθλιες, σκοτεινὲς καὶ ἀπάνθρωπες μεθόδους τῶν Φράγκων Δυτικῶν, ποὺ οὐδεμία σχέση ἔχουν μὲ τὴν ἀληθινὴ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι αὐτοί, οἱ Φράγκοι ρασοφόροι τῆς Δύσης, καταδίκαζαν καὶ ἐξόντωναν Χριστιανούς, πιστοὺς στὴν Αὐτοκρατορία καὶ τὸν Αὐτοκράτορα, μὲ τὴν κατηγορία δῆθεν τῆς μαγείας. Μὲ τὸν τρόπο τῆς διείσδυσης στὰ ἀνώτερα κλιμάκια τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καλλιεργήθηκε ἡ ἀλλοίωση, δημιουργήθηκε ἡ αἵρεση τοῦ «Filioque» κι ἔτσι ἐπῆλθε ὁ πρῶτος διχασμὸς τῶν Χριστιανῶν, τὸ 1054, τὸ σχίσμα καὶ ἡ διάσπαση ἐπισήμως πλέον  τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας  ἀνάμεσα σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση.
          μέθοδος αὐτή, ὁ διχασμὸς τῶν Χριστιανῶν ἐκ τῶν ἔσω, ὅπως ἔχει ἀποδείξει ἡ ἱστορία, εἶναι ἡ πλέον ἀποτελεσματικὴ καὶ ἐφαρμόζεται ἕως σήμερα ἀπὸ τοὺς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι ἄλλοι ἀπὸ τοὺς λεγόμενους Λατίνους τῆς Δύσης καὶ τοὺς ὀπαδοὺς τῆς αἵρεσης τοῦ παπισμοῦ. Ἡ διάσπαση ὡστόσο αὐτὴ δὲν ἐπέφερε τὸν διχασμὸ καὶ τὴ δημιουργία δύο Χριστιανικῶν ὁμάδων μὲ δογματικὲς διαφορές, ἀλλὰ τὸν περιορισμὸ τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἀπὸ τὴ μία καὶ τὴ δημιουργία αἱρετικῆς ὁμάδας πλανεμένων ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ὁ Χριστιανισμὸς καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξακολούθησε νὰ ὑφίσταται καὶ μάλιστα ἐνδυναμωμένη καὶ καλὰ ριζωμένη στὶς πεποιθήσεις καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τῶν ἀπογόνων τους, τοῦ ἕως σήμερα Ὀρθόδοξου λαοῦ.
         Οἱ προθέσεις τῶν Δυτικῶν εἶχαν πλέον ἀποκαλυφθεῖ· τὰ μέσα παρέμειναν ὅμως  πλάγια, δόλια καὶ φθονερά, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει καὶ σήμερα. Ὕστερα ἀπὸ μιὰ ὁλόκληρη χιλιετία οἱ Φράγκοι δὲν παραιτήθηκαν ἀπὸ τὶς ἐπιδιώξεις τους. Περίτρανη ἀπόδειξη στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ἦταν οἱ Σταυροφορίες ποὺ ὑποκινήθηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν πάπα, μὲ στόχο τὴ δῆθεν ἀπελευθέρωση τῶν Ἱερῶν Χωμάτων τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες. Ἦταν ἄλλωστε γνωστὴ ἡ παραπλανητικὴ τακτική των Φράγκων νὰ στηρίζουν τοὺς Ρωμιούς,ὅταν αὐτοὶ ἀπειλοῦνταν ἀπὸ Ἄραβες, Σελτζούκους καὶ ἄλλα μουσουλμανικὰ φύλλα τῆς ἐποχῆς. Ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους, ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς ἡ χυδαιότερη στὴν ἱστορία λεηλασία Ἱερῶν μνημείων καὶ ἀρχαίων μνημείων πολιτισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ τραγικὸς θάνατος καὶ τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέστησαν οἱ Ρωμιοὶ ἀπὸ τοὺς Λατίνους θυμίζουν τὰ πρότερα χρόνια καὶ τὶς βάρβαρες καταβολὲς τῶν Φράγκων, ποὺ θεωροῦσαν πολὺ φυσιολογικὸ τὸ νὰ προβαίνουν σὲ λεηλασίες καὶ καταστροφὲς πρὸς χάριν τέρψης.
         Οἱ Φράγκοι στὶς ἀρχὲς τῆς δεύτερης χιλιετίας μ.Χ. εἶχαν ἤδη καταφέρει νὰ περιορίσουν  μέσω τῆς ἀλλοίωσης τῆς πίστης τοῦ Δυτικοῦ κόσμου τὸν Χριστιανισμὸ (σχίσμα 1054). Διακόσια χρόνια ἀργότερα κατάφεραν νὰ ἁλώσουν τὴ Βασιλεύουσα (Σταυροφορίες 1204) καὶ νὰ καταλάβουν τὸ Βυζάντιο, ἀλλὰ καὶ περιοχὲς τῆς Ρωμαϊκῆς (Ἑλληνικῆς) Ἀνατολῆς ἕως τὸ 1566 ἢ ἀκόμα τὸ 1669 καὶ τὸ 1797 μὲ τὸ τέλος τῆς Λατινοκρατίας στὴν Ἑλλάδα. Διακόσια περίπου χρόνια μετὰ οἱ Φράγκοι ἐνέπαιξαν τοὺς Ὀρθοδόξους μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς παραδώσουν λεία πλέον στὰ ἀνελέητα χέρια τοῦ Μωάμεθ (1453). Νὰ σημειωθεῖ ὅτι κατὰ τὴ  διάρκεια τῶν χρόνων αὐτῶν πολλὲς ἦταν οἱ κρίσιμες στιγμές, κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ πίστη σωζόταν ἀπὸ λίγους, ἐλαχίστους γενναίους μὲ καθαρὴ σκέψη καὶ φρόνημα πιστούς, τῶν ὁποίων ἡ σταθερὴ θέση ἀποτελοῦσε πηγὴ δύναμης καὶ φώτισης, καθὼς καὶ σημεῖο ἐκκίνησης γιὰ νέους ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι στὰ ἐπικίνδυνα γιὰ τὴν πίστη μας ἐκεῖνα χρόνια, λίγο πρὶν τὴν ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τὸν Μωάμεθ, οἱ ἐνέργειες ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς θὰ εἶχαν ἐνδεχομένως τελεσφορήσει ἐὰν ἕνας μόνον δὲν ἀντιδροῦσε. Ἂς μὴν λησμονοῦμε ὅτι ἡ σχεδὸν εἰλημμένη ἀπὸ τοὺς Ἐκκλησιαστικοὺς Ἱεράρχες ἀπόφαση -ὑπὸ τὸν ἐκβιασμὸ βέβαια τὼν Φράγκων τῆς μὴ παροχῆς βοήθειας γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Βασιλεύουσας- ἀνετράπη ὕστερα ἀπὸ τὶς ἀντιδράσεις τοῦ Ὀρθόδοξου κατώτερου κλήρου καὶ λαοῦ.
         κτοτε καὶ γιὰ 400 χρόνια ὁ Ὀρθόδοξος Ρωμαίικος λαὸς ὑπέφερε κάτω ἀπὸ τὴ δυσβάσταχτη μάστιγα τοῦ Ὀθωμανοῦ κατακτητῆ. Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη, ταυτισμένη πλέον μὲ τὴ Ρωμιοσύνη, ριζώνει βαθιὰ στὴ συνείδηση τοῦ συρρικνωμένου ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ λεηλασίες Ἑλληνικοῦ λαοῦ. Ἡ ὑποδουλωμένη ὅμως Ἑλλάδα μὲ πνευματικὸ κέντρο τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀκόμη ζεῖ, ἀναπνέει καὶ μαζὶ ζοῦν τὰ τελευταῖα ψήγματα αὐθεντικῆς Ρωμιοσύνης καὶ Ὀρθοδόξου πίστεως. Παρὰ τὴ θέση τῆς Εὐρώπης γιὰ καταστολὴ οἱασδήποτε κοινωνικῆς ἐπαναστατικῆς κίνησης, οἱ Ἕλληνες ξεκινοῦν τὴ δική τους Ἐθνικὴ ἐπανάσταση, Ἐθνικὸ ἀγώνα κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν, τὴν ὁποία καὶ τερματίζουν ἐπιτυχῶς χάρη στὴν πίστη τους.  Ἡ ἐλεύθερη ἀπὸ τὸν Ὀθωμανικὸ ζυγὸ Ἑλλάδα, ἕνα μικρὸ μέρος τῆς ἄλλοτε κυρίαρχης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, προσπαθεῖ νὰ καλύψει τὰ κενὰ τῶν αἰώνων σκλαβιᾶς καὶ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς ἀνάγκες τῆς νέας γι’ αὐτὴν ἐποχῆς. Ἡ προσπάθεια αὐτή, ἂν καὶ στηρίζεται στὶς καλύτερες δυνατὲς προϋποθέσεις, τὴ διοίκηση τοῦ σπουδαίου πολιτικοῦ, διπλωμάτη καὶ στρατηγιστῆ Ἰωάννη Καποδίστρια, ἀποβαίνει μοιραῖα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ πνευματικὴ καὶ Ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία, τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ἐξακολουθεῖ νὰ ἑδρεύει σὲ ὀθωμανικὰ ἀκόμη ἐδάφη.
         Οἱ δόλιες καὶ καταχθόνιες ἐνέργειες τῶν Φράγκων συνεχίστηκαν τόσο κατὰ τὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, ὅσο καὶ μετά, τὰ πρῶτα χρόνια τῆς δημιουργίας τοῦ νέου μικροῦ ἐλεύθερου Ἑλληνικοῦ κράτους. Συστηματικά, κατὰ τὰ χρόνια της σκλαβιᾶς, γίνονταν προσπάθειες ἐπιβολῆς τοῦ φράγκικου-Γρηγοριανοῦ (θεσπίστηκε ἀπὸ τὸν Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄, 1582) ἑορτολογίου στὸν ὑπόδουλο Ὀρθόδοξο Ἑλληνισμό. Οἱ Ἕλληνες, μὲ ξεκάθαρη καὶ ἐντονότατη στὴ συνείδησή τους  τὴ ρητὴ ἐντολὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τήρηση τῶν πατρίων, ἀλλὰ καὶ μὲ πλήρη γνώση τῶν ἐπιδιώξεων καὶ στόχων τῶν Φράγκων γιὰ ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὄχι ἀληθινὴ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν, ἀντέδρασαν στὶς συνεχεῖς προσπάθειες τῶν αἱρετικῶν. Μὲ Πανορθόδοξες Συνόδους (1583, 1587, 1593) καταδίκασαν τὶς προθέσεις τῶν Φράγκων καὶ ἀναθεμάτισαν ὅποιον θὰ δεχόταν τὸ φράγκικο -Γρηγοριανὸ- νέο ἡμερολόγιο. Ἀντίστοιχα κατηγορηματικὰ ἀντέδρασαν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες σὲ ὅλο τὸν κόσμο -πέρα ἀπὸ τὴν ὑπόδουλη Ἑλλάδα- καθὼς βέβαια καὶ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἦταν ἀπὸ τότε σαφὲς ὅτι ἡ οἱαδήποτε ἀλλαγή, ἀκόμη καὶ ἑορτολογική, θὰ ἐπέφερε στὴ συνέχεια σειρὰ ἀλλαγῶν, καινοτομιῶν καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀναπόφευκτων κακοδοξιῶν καὶ τελικὰ πλήρη ἀλλοίωση τῆς ἀληθινῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ οἱαδήποτε ἐνέργεια σύγκλισης καὶ ἕνωσης τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς δὲν προϋπόθετε ἀπὸ τὴν πλευρά τους καμία πρόθεση καὶ διάθεση μετανοίας καὶ υἱοθέτησης τοῦ Ὀρθοδόξου δόγματος. Ἡ ἀποδοχὴ ἑπομένως τῆς ὅποιας πρότασης προερχόμενης ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς θὰ ἦταν τουλάχιστον ὄχι λογική, κακή, μὲ τραγικὲς συνέπειες γιὰ τὴν πίστη μας, δεδομένου ὅτι ἑνὸς κακοῦ μύρια ἕπονται.
         Παράλληλα, τόσο ἡ πίστη στὶς γραφὲς τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν πρώτων Χριστιανικῶν χρόνων, ὅσο καὶ τὰ συνεχόμενα μαρτύρια πρὸς δόξαν Κυρίου, τὰ ὁποῖα ὑφίσταντο οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, ἀλλὰ καὶ ἡ φυσικὴ παρουσία, ἐνθάρρυνση καὶ ἐνδυνάμωση τοῦ λαοῦ ἀπὸ φωτισμένους, Ἅγιους ἄνδρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους μας, ὅπως τὸν Πατροκοσμᾶ «…Τὸν Πάπα νὰ καταρᾶσθε διότι αὐτὸς εἶναι ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ ….», τὸν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ, τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, δὲν θὰ ἐπέτρεπαν μιὰ τέτοια ἐκτροπὴ καὶ παρεκτροπὴ στὰ «πιστεύω» τῶν Ὀρθοδόξων ἐκείνη τὴν περίοδο.
         Στὸ τουρκοκρατούμενο ὅμως ἀκόμη Πατριαρχεῖο, οἱ Φράγκοι καὶ ἡ πολιτισμένη Δύση, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ φτωχή, ταλαιπωρημένη καὶ «ἀπολίτιστη» ἀκόμη Ἑλλάδα, ἀσκοῦν ἐπιρροή. Κληρικοὶ ἀπὸ τὴν ὑπόδουλη Κωνσταντινούπολη μεταβαίνουν στὴν πολιτισμένη Δύση, γιὰ νὰ λάβουν μόρφωση ἀντάξια τοῦ ρόλου καὶ τοῦ ἀξιώματός τους. Ὅπως διείσδυσαν οἱ Φράγκοι κάποτε στὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, μὲ παρόμοιο τρόπο διεισδύουν στὸ ἐσωτερικὸ  τῶν κύκλων τῆς πνευματικῆς Ἡγεσίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Σύντομα, περὶ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα, διαφαίνονται τὰ πρῶτα φιλοδυτικὰ σημάδια ἀπὸ τὴ στάση καὶ συμπεριφορὰ Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν (Ἀνθίμου Ζ', Ἰωακεὶμ Γ'). Συγκεκριμένα, τὸ ἀπορριφθὲν ἀπὸ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες φράγκικο-νέο ἡμερολόγιο ἐπανέρχεται στὸ προσκήνιο μὲ ἐρώτηση ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο πρὸς ὅλες τὶς αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἡ ἀπάντηση ἦταν καὶ πάλι κατηγορηματικὰ ἀντίθετη. Τελικὰ τὸ 1923 μὲ Πανορθόθοξο Συνέδριο στὴν Κωνσταντινούπολη ἀποφασίζεται ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου καὶ «ὁ ταυτόχρονος συνεορτασμὸς τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσης ποὺ θὰ συντελέσει τὰ μέγιστα εἰς τὴν ἐπίτευξιν τῆς πολυποθήτου ἑνώσεώς των». Ἡ ἕνωση ὅμως αὐτή, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, δὲν προϋποθέτει τὴν παραδοχὴ τῶν ἀστοχιῶν ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Λατίνων στὶς ρίζες τῆς Χριστιανικῆς πίστης. Ἀντίθετα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία υἱοθέτησε μία καινοτομία τῶν Φράγκων, ἡ ὁποία ,ὅπως σήμερα διαπιστώνουμε, ἐπέφερε σειρὰ αὐθαιρεσιῶν καὶ στὴν πορεία τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία κινδυνεύει σοβαρὰ ἡ Ὀρθοδοξία.
          Στὰ τέλη τῆς πρώτης χιλιετίας οἱ Φράγκοι μὲ τὴν αἵρεση τοῦ «Filioque» διεισδύουν στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Ἐκκλησίας μεταφέροντας τὴ βαρβαρότητα τῶν καταβολῶν τους, διχάζουν τὸν Χριστιανισμὸ σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση καὶ σκορπίζουν τὸ σκοτάδι.
        Στὰ τέλη τῆς δεύτερης χιλιετίας μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ οἱ Φράγκοι καὶ πάλι διεισδύουν στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἐπιδιώκουν νὰ «μεταδώσουν» ὡς ἀσθένεια  τὴν παραπλανητικὴ καὶ σκοταδιστική τους φιλοσοφία καὶ τὸ πετυχαίνουν.
        Τὸ πῶς θεσμοθετήθηκε καὶ υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα τὸ φράγκικο ἡμερολόγιο ὕστερα ἀπὸ 20 αἰῶνες Ὀρθοδόξου ἀπαρασαλεύτου πίστεως, ὅταν ἡ Ὀρθοδοξία παγκοσμίως ἀντιδροῦσε ἀρνητικά, ὅταν κλῆρος καὶ λαὸς ἐπαναστατοῦσε καὶ ἔβγαινε στοὺς δρόμους ὀργισμένος ἀπὸ τὴν προδοσία, ὅταν ἀκόμη καὶ τὸ Ἅγιον Ὅρος ἀποδοκίμαζε μὲ τὸν ἐντονότερο τρόπο τὴν ἐνέργεια αὐτή, εἶναι κάτι ποὺ ἀξίζει νὰ μελετήσουμε.
        Τὸ πῶς κατορθώθηκε τελικὰ μία σχεδὸν χιλίων ἐτῶν ἐπιδίωξη τῶν Φράγκων ἀμέσως μετὰ τὴ Γενοκτονία καὶ τὸν βίαιο διωγμὸ τῶν τελευταίων γηγενῶν Ρωμιῶν τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὰ πάτρια, εἶναι κάτι ποὺ ἐπίσης ἀξίζει νὰ διερευνήσουμε.
         Ἡ ἀπαρχὴ τοῦ ἐκφραγκισμοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ρωμιοσύνης δὲν ἐπετεύχθη ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ τῆς ἀπώλειας τῆς Βασιλεύουσας, δὲν ἐπετεύχθη στοὺς αἰῶνες τῆς σκλαβιᾶς, τῆς τουρκοκρατίας.
          ἐκφραγκισμὸς τῆς Ρωμιοσύνης τείνει σήμερα νὰ ἐπιτευχθεῖ, ἀφοῦ ξεκινώντας ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο συνέχισαν μὲ τοὺς διαλόγους, τὴ συμμετοχὴ στὰ παγκόσμια συμβούλια   «ἐκκλησιῶν», τὴν ἀναγνώριση τῶν αἱρετικῶν ὡς ἀδελφῶν «ἐκκλησιῶν», τὰ συλλείτουργα καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς κοινωνίες καὶ τελικὰ ὑπέκυψαν στὸν ἐπιβαλλόμενο Οἰκουμενισμὸ καὶ τὶς συνέπειές του.
          κρατοῦσα Ἐκκλησία, ἂς ἀναλογιστεῖ, γιατί στὰ σχολεῖα παύει ἡ διδασκαλία τῆς πίστεως, γιατί κατεβαίνουν οἱ εἰκόνες ἀπὸ τὰ δημόσια κτήρια, γιατί ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τὴν ταυτότητά μας τὸ θρήσκευμα, γιατί οἱ πολιτικοὶ ἀρνοῦνται τὶς ρίζες τους, γιατί ἐπιδιώκουν τὸν διαχωρισμὸ Ἐκκλησίας - Κράτους, γιατί τὸν Ὀρθόδοξο λαό μας κυβερνοῦν ἄθεοι, γιατί ὅλα αὐτὰ τὰ παράδοξα, γιατί μεθοδευμένα καὶ στρατηγικὰ ἀλλοιώνεται ἡ ἀλήθεια, γιατί κυριαρχεῖ τὸ ψέμα, ὁ ἐμπαιγμός, γιατί, γιατί, γιατί….
         Κάποιοι, ἑξαιρέσεις τῆς κρατούσας Ἐκκλησίας, ἀντιλαμβανόμενοι τὸν κίνδυνο  ἀποτοιχίζονται, ἀπομακρύνονται, διακόπτουν τὴν κοινὴ κοινωνία καὶ τὸ μνημόσυνο. Παραδέχονται τὴ μεθοδευμένη προπαγάνδα τῶν Λατίνων καὶ τῶν ἐπηρεασμένων ἀπὸ αὐτοὺς Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν τῶν τελευταίων ἐτῶν γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ φράγκικου/νέου ἡμερολογίου καὶ τὴ σταδιακὰ ἔμμεση ἐπιβολὴ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τί κάνουν ὅμως; Μὲ ποιούς συντάσσονται; Τί πρεσβεύουν; Ποῦ ὁδηγοῦν τὸν κόσμο; Δὲν παραδέχονται ἐξολοκλήρου τὴν ἀστοχία ἀλλὰ μερικῶς. Ἐμπαιγμός, ὀλιγοπιστία, πνευματικὴ ἀνανδρία.
         λλοι τῆς κρατούσας Ἐκκλησίας, στὶς 28 Αὐγούστου 2017, γιόρτασαν γιὰ δεύτερη φορὰ φέτος τὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας, τὴν πρώτη μὲ τὸ φράγκικο, τὴ δεύτερη μὲ τὸ Ὀρθόδοξο ἡμερολόγιο. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ ἐπέβαλαν στὴν Ἑλλάδα μας τὸ παπικὸ ἡμερολόγιο καὶ κυνήγησαν ἄγρια μὲ διωγμοὺς αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴ διατήρηση τοῦ Ὀρθοδόξου. Τί ἀκριβῶς κάνουν σήμερα; Μὲ ποιούς συντάσσονται; Ποῦ ἀκριβῶς πιστεύουν; Ποῦ ὁδηγοῦν τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, σὲ ποιά ἐκκλησία, σὲ ποιά ἀλήθεια; Σίγουρα ὄχι σὲ αὐτὴν ποὺ ἱδρύθηκε διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Χάριτος τῶν Μυστηρίων, μέσω τῶν ὁποίων μεταδίδεται αἰῶνες τώρα στοὺς πιστοὺς ἡ Θεία ζωὴ τῆς Ἐπουρανίου Βασιλείας. Τί πρεσβεύουν λοιπὸν τόσο ἐκεῖνοι ποὺ διπλοεορτάζουν -ἄκουσον, ἄκουσον- ὅσο καὶ ἐκεῖνοι ποῦ συνεορτάζουν μαζί τους; Ἐμπαιγμός, νοθεία, βλάβη.
         Λίγες ἡμέρες πρίν, τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας γέμισε μὲ ἀρχιερεῖς τῆς κρατούσας Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι βρέθηκαν ἐκεῖ, γιὰ νὰ ἑορτάσουν ξανὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Μάλιστα στὴ Μονὴ Βατοπεδίου προεξῆρχε ὁ Κορίνθου Διονύσιος, ὁ ὁποῖος παρευρέθη τὸ Μάρτιο τοῦ 2013 στὴν «ἐνθρόνιση» τοῦ «Πάπα» Φραγκίσκου! Μὲ ποιούς τελικὰ συντάσσονται ὅλοι αὐτοί; Τὰ πατερικὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ δίνουν τὴν ἀπάντηση.
Ἐμεῖς ἕναν μόνον λόγο ἔχουμε Ὀρθοδοξία, Ὀρθοδοξία, Ὀρθοδοξία !
+ ὁ Ἀττικῆς & Βοιωτίας Χρυσόστομος