A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ: Εὐαγγέλιον - Ὁ Σταυρός Τοῦ Χριστοῦ (Τό χάλκινο φίδι - Πόσο μᾶς ἀγάπησε!)



Εἶπεν ὁ Κύριος· 13 καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ. 14 καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, 15 ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 16 οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 17 οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ.
Ο Σταυρός του Χριστού

Το χάλκινο φίδι

Η Κυριακή πριν από την εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού μας προετοιμάζει πνευματικά για να συναισθανθούμε το μέγα μυστήριο της σταυρικής θυσίας του Κυρίου μας. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα μας μεταφέρει σε μία ιερή συζήτηση μέσα στη νύχτα, όπου ο Κύριος απεκάλυψε στον κρυφό μαθητή του Νικόδημο το μέγα μυστήριο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Κανείς από τους ανθρώπους, είπε, δεν έχει ανεβεί στον ουρανό, παρά μόνο εγώ που κατέβηκα από τον ουρανό και έγινα άνθρωπος. Κι ενώ τώρα είμαι στη γη, εξακολουθώ να είμαι και στον ουρανό. Και όπως κάποτε ο Μωυσής κρέμασε ψηλά το χάλκινο φίδι για να σώζονται μ’ αυτό οι Ισραηλίτες από τα θανατηφόρα δαγκώματα των φιδιών της ερήμου, έτσι σύμφωνα με το μυστηριώδες σχέδιο του Θεού πρέπει να υψωθώ εγώ ψηλά πάνω στο σταυρό.

Ποια όμως είναι η βαθύτερη σχέση ανάμεσα στο γεγονός αυτό της Παλαιάς Διαθήκης με τη σταύρωση του Κυρίου μας; Εκεί στην έρημο συνέβαινε κάτι το συνταρακτικό. Είχαν παρουσιαστεί φίδια φαρμακερά και τρύπωναν στις σκηνές των Ισραηλιτών. Φίδια αμέτρητα δάγκωναν όσους έβρισκαν μπροστά τους. Κι αυτοί με πόνους δυνατούς και κραυγές απελπιστικές σε λίγη ώρα έπεφταν νεκροί! Οι Ισραηλίτες τρομοκρατημένοι άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι τιμωρούνται για τις πολλές τους αμαρτίες. Σκέφτηκαν ότι μόνον ο Θεός μπορούσε να τους σώσει. Έτρεξαν λοιπόν στον Μωυσή κι εκείνος με όλη του την ψυχή παρακαλούσε τον Θεό να τους σώσει. Και ο Θεός, σαν αγαθός πατέρας, επειδή είδε ότι μετανόησε ο λαός, άκουσε την προσευχή του Μωυσή και του λέει:
Φτιάξε ένα φίδι χάλκινο και κρέμασέ το σε ένα ξύλο. Και πες στους Ισραηλίτες: «Καθένας που θα τον δαγκώσει φίδι, να κοιτάζει το χάλκινο αυτό φίδι και θα σώζεται από το θάνατο». Και το θανατικό σταμάτησε, οι Ισραηλίτες σώθηκαν.

Γιατί όμως ο Κύριος συσχετίζει το γεγονός αυτό με τη δική του σταύρωση; Το χάλκινο φίδι το ύψωσε ο Μωυσής καρφωμένο σε ξύλο. Στο τίμιο ξύλο του σταυρού υψώθηκε κρεμασμένος κι ο Χριστός μας. Τ α φαρμακερά φίδια σκορπούσαν το θάνατο. Ο σατανάς, ο όφις ο αρχαίος, με τα φαρμακερά τσιμπήματά του νεκρώνει την ψυχή του ανθρώπου.

 Στην έρημο ο Μωυσής κρέμασε πάνω στο ξύλο ένα χάλκινο φίδι, που ήταν το ομοίωμα των φαρμακερών φιδιών. Στο σταυρό κρεμάστηκε ο ίδιος ο Κύριος, ο Οποίος θεωρήθηκε το ομοίωμα της αμαρτίας, καθώς σήκωσε επάνω του όλες τις αμαρτίες του κόσμου. Στην έρημο οι Ιουδαίοι ατενίζοντας το χάλκινο φίδι διέφυγαν τον πρόσκαιρο θάνατο, εμείς οι πιστοί ατενίζοντας τον Σταυρό του Χριστού λυτρωνόμαστε από τη σκλαβιά της αμαρτίας, από τον αιώνιο θάνατο, μπορούμε να εισέλθουμε όχι στη γη της επαγγελίας, αλλά στη Βασιλεία του Θεού.

Πόσο μας αγάπησε!

Ο Κύριος στη συνέχεια εξηγεί στον Νικόδημο το νόημα της δικής του υψώσεως πάνω στο ξύλο του Σταυρού: Ο υιός του ανθρώπου, λέει, θα υψωθεί πάνω στο Σταυρό, για να μη χαθεί κανένας από όσους θα πιστεύουν σ’ Αυτόν στον αιώνιο θάνατο, αλλά να έχει ζωή αιώνια. Διότι τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε σε θάνατο τον μονάκριβο Υιό του, για να μη χαθεί στον αιώνιο θάνατο κανένας πιστός, άλλα να έχει ζωή αιώνια. Διότι δεν απέστειλε ο Θεός τον Υιό του στο αμαρτωλό γένος των ανθρώπων για να κατακρίνει και να καταδικάσει το γένος αυτό, αλλά για να σωθεί ολόκληρος ο κόσμος.

Με τα υπέροχα αυτά λόγια του ο Κύριος απεκάλυψε στον Νικόδημο την άπειρη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Πόσο πολύ μας αγάπησε ο Θεός; Το πόσο πολύ μας αγάπησε φαίνεται όχι μόνον από το ότι ήθελε να μας σώσει, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο μας έσωσε και από τη σωτηρία την οποία μας χάρισε. Διότι δεν έστειλε κάποιον άνθρωπο ή άγγελο να μας σώσει, αλλά τον μονογενή του Υιό, τον συνάναρχο και σύνθρονο, τον άπειρο και πανυπερτέλειο Υιό του. Κι Αυτόν Τον παρέδωσε σε θάνατο.
Και για ποιους Τον παρέδωσε σε θάνατο; Ποιους αγάπησε; Μήπως πλάσματα που Τον λάτρευαν και Τον αγαπούσαν; Εμάς τους αποστάτες ανθρώπους, που είχαμε γίνει εχθροί του και καταντήσαμε «κτηνώδεις και δαιμονιώδεις». Ο άπειρος Θεός αγάπησε έναν τέτοιον ανάξιο κόσμο. Αγάπησε τον διεφθαρμένο άνθρωπο, ενώ αυτός δεν είχε να παρουσιάσει τίποτε άξιο της αγάπης του. Και έγινε άνθρωπος ο ίδιος ο Υιός του Θεού για να μας σώσει από την καταδυνάστευση του διαβόλου. Και υψώθηκε επάνω στο Σταυρό, για να μη χαθούμε στο αιώνιο σκοτάδι, αλλά να ζούμε μαζί του αιωνίως τη δική του πανευτυχή ζωή. Και μας δέχθηκε ως παιδιά του, ως μέλη της Εκκλησίας του, και μας τροφοδοτεί με τα άγια Μυστήρια, μας προσφέρει άφεση αμαρτιών, αγιασμό και σωτηρία ψυχής.

Εμείς κατανοούμε άραγε το ύψους αυτό της αγάπης του; Αντιλαμβανόμαστε την άπειρη αυτή και ύψιστη ευεργεσία του; Γι’ αυτό ας παρακαλούμε Αυτόν που τόσο πολύ μας αγάπησε, να μας φωτίζει να κατανοούμε όσο μπορούμε το ύψος της αγάπης του. Και να ζούμε πλέον μόνο για τον Θεό και με τον Θεό.


Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΡΕΤΗ (Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου)


Ἀδελφοί μου, θέλω νά σᾶς μιλήσω γιά κεῖνα τά πράγματα πού συμβάλλουν στήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς,καί ντρέπομαι τήν ἀγάπη σας, γνωρίζοντας τήν ἀναξιότητά μου. Θά προτιμοῦσα νά  σιωπήσω, γιατί δέντολμῶ νά σηκώσω τά μάτια μου καί  ν’ ἀντικρύσω πρόσωπο ἀνθρώπου. Ἡ συνείδησή μου μέ κατακρίνει, καίμέ πληροφορεῖ πώς εἶμαι ἀνάξιος νά γίνω ὀδηγός σας. Λυπᾶμαι πού προκρίθηκα νά ὁδηγῶ ἐσᾶς ἐγώ ὁ ταπεινός, ἐγώ πού εἶμαι κατώτερος ἀπ’ ὅλους σας καί δέν ἔχω λόγο «μεμαρτυρημένο» ἀπό τίς πράξεις μου καίτήν πολιτεία μου. Γνωρίζω καλά πώς ὁ Κύριος δέν μακαρίζει ὅποιον διδάσκει μόνο, μά ὅποιον  ἐφαρμόζειπρῶτα τίς ἐντολές Του καί ὕστερα διδάσκει. «Ὁ ποιήσας καί διδάξας» λέγει, «μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳτῶν οὐρανῶν». Γιατί μόνον ὅσοι ἀκοῦνε ἕνα τέτοιο δάσκαλο, προθυμοποιοῦνται νά τόν μιμηθοῦν. Καί δένὠφελοῦνται ἀπό τά λόγια του τόσο, ὅσο παρακινοῦνται ἀπό τά καλά του ἔργα. Σᾶς παρακαλῶ ὅμως, νά  μήβλέπετε τή δική μου ραθυμία, ἀλλά ν’ ἀκοῦτε τά προστάγματα τοῦ Θεοῦ καί τίς ὑποθῆκες τῶν ἁγίωνΠατέρων. Γιατί οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες μας δέν ἔγραφαν καμιά ἐντολή, ἄν πρῶτα δέν τήν ἐφάρμοζαν.


Οἱ ἐντολές λοιπόν τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνας δρόμος, πού μᾶς ἀνεβάζει ὅλους στόν οὐρανό, μᾶς ὁδηγεῖ στόνΘεό.
Πολλοί εἶναι οἱ δρόμοι καί οἱ τρόποι, πού φέρνουν τόν ἄνθρωπο στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἤ μᾶλλονοἱ δρόμοι αὐτοί φαίνονται πολλοί ἀλλά στήν πραγματικότητα εἶναι ἕνας, πού χωρίζεται σέ πολλούς, ἀνάλογαμέ τή δύναμη καί τήν προαίρεση τοῦ καθενός.
Λέγοντας δρόμους, ἐννοοῦμε τίς πνευματικές ἀρετές. Προπαντός τίς τρεῖς  μεγάλες ἀρετές, τήν πίστη,τήν ἐλπίδα καί τήν ἀγάπη, καί ἰδιαίτερα τήν μεγαλύτερη ἀπό ὅλες, τήν ἀγάπη, πού πάνω της θεμελιώθηκανἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα.
Τά ὀνόματα τῆς ἀγάπης εἶναι πολλά, τά ἔργα της ἐπίσης πολλά, τά γνωρίσματά της περισσότερα καί τάἰδιώματά της πάμπολλα. Δέν μπορεῖ κανείς νά  τήν περιγράψει μέ λόγια. Ὅταν θυμᾶμαι τό κάλλος της,εὐφραίνεται ἡ καρδιά μου, γεμίζω μέ γλυκύτητα καί περιέρχομαι σέ ἔκσταση. Ὄταν τή συλλογίζομαι, χάνω τίςσωματικές μου αἰσθήσεις, βγαίνω τελείως ἀπό τήν παρούσα ζωή καί λησμονῶ τά πράγματα τοῦ κόσμου.
Καλότυχος εἶν’ ἐκεῖνος, πού ἀγκάλιασε τήν ἀγάπη τή θεϊκή. Αὐτός δέν θά ἐπιθυμήσει μέ ἐμπάθειακανένα κάλλος ἀνθρώπινο.
Εὐτυχισμένος εἶν’ ἐκεῖνος, πού ἐρωτεύθηκε τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, σαγηνεύθηκε ἀπό τήν ὀμορφιά τηςκαί τήν ἀπόλαυσε μέ πολύ πόθο. Αὐτός θ’ ἁγιασθεῖ στήν ψυχή.
Καλότυχος καί τρισευτυχισμένος εἶν’ ἐκεῖνος, πού πόθησε μ’ ὅλη του τήν καρδιά τήν ἀγάπη καίἀλλοιώθηκε ἀπ’ αὐτήν πνευματικά. Αὐτός θά γεμίσει τήν ψυχή του μ’ εὐφροσύνη καί τήν καρδιά του μέ χαράἀνέκφραστη.
Αὐτός πού ἀπέκτησε την ἀγάπη, ἀδιαφορεῖ τελείως γιά τούς θησαυρούς τοῦ κόσμου. Αὐτός γεμίζει μέτόν πλοῦτο τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ἀνεξάντλητος.
Μακάριος καί τρισμακάριος αὐτός πού ἐνστερνίσθηκε τήν ἀγάπη. Μολονότι ἐξωτερικά φαίνεται ἄδοξος,στήν πραγματικότητα εἶναι ἐνδοξότερος ἀπ’ ὅλους τούς ἐνδόξους.
Ἐπαινετός εἶν’ ἐκεῖνος πού ζήτησε τήν ἀγάπη, ἐπαινετότερος ἐκεῖνος πού τή βρῆκε καί μακαριότεροςἐκεῖνος πού τήν ἀγάπησε.
Ὦ ἀγάπη θεία, πού μέσα σου  βρίσκεται ὁ Χριστός! Ἄνοιξε καί σέ μᾶς τήν πόρτα σου, γιά νά δοῦμε τόνΧριστό, πού ἔπαθε γιά μᾶς, καί νά ἐλπίσουμε στό ἔλεός Του. Νά Τόν δοῦμε, γιά νά μήν πεθάνουμε πιά. Γέμισετήν ὕπαρξή μας, γιά νά νοιώσουμε τό μυστήριο τῆς ἔνσαρκης οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐσύ πού βίασες τ’ἀβίαστα καί πλουσιόδωρα σπλάχνα τοῦ Κυρίου μας, γιά νά σηκώσει τίς ἁμαρτίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἔλακαί στη δική μας ταλαίπωρη ψυχή.
Ὦ θεία ἀγάπη, θέλουμε νά σέ γνωρίσουμε καί νά μᾶς γνωρίσεις, γιατί σοῦ εἴμαστε ἄγνωστοι.Κατοίκησε μέσα μας, γιά νά ‘ρθει ὁ Δεσπότης Χριστός νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ. Μολονότι εἴμαστε ἀνάξιοι, ἔλα νάμᾶς ἁγιάσεις.
Ἀλλά γιά νά σέ νοιώσουμε, πρέπει νά  γνωρίσουμε πρῶτα τόν Χριστό. Μόνον σάν προσπέσουμε στ’ἄχραντα πόδια Του, θά βιώσουμε στή ζωή μας τήν ἀγάπη. Μόνον σάν λυτρωθοῦμε ἀπό τό χρέος τῶνἁμαρτιῶν μας, θ’ ἀρχίσει νά ζεῖ μέσα μας ἡ ἀγάπη.
Ἄς βάλουμε λοιπόν μέσα στήν καρδιά μας τήν ἀγάπη, πού εἶναι «ἡ διδάσκαλος τῶν Προφητῶν, ἡσύνδρομος τῶν Ἀποστόλων, ἡ δύναμις τῶν Μαρτύρων, ἡ ἔμπνευσεις τῶν Πατέρων καί ἡ τελείωσις ὅλων τῶνἉγίων».
Ἄς μάθουμε νά δουλεύουμε καί νά ὑποτασσόμαστε στόν Χριστό, γιά ν’ ἀρχίσει ν’ ἀνθίζει μέσα στήνψυχή μας τό λουλούδι τῆς ἀγάπης. Ὁ Χριστός μᾶς ἄνοιξε τό δρόμο, πού πρέπει ν’ ἀκολουθήσουμε γιά νάφτάσουμε στήν ἀγάπη. Ἔγινε φτωχός, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς πλούσιοι σέ ψυχικά χαρίσματα.
Ἄς συγχωρέσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, γιά νά ἀπολαύσουμε τ’ ἀγαθά τοῦ Θεοῦ καί νά δοκιμάσουμε τήγλυκύτητα πού δοκιμάζει ὅποιος ἀκολουθεῖ τόν Θεό τῆς ἀγάπης.
Ἐκεῖνος πού δέν ἀγάπησε τόν Χριστό, τρέχει μάταια καί ποτέ δέν πρόκειται νά Τόν φτάσει, ἄν δένἀγαπήσει πρῶτα τόν ἀδελφό του.
Ἐκεῖνος πού ἔφτασε τήν ἀγάπη, πλησίασε τόν ἴδιο  τόν Χριστό, γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι τό πλήρωμα τοῦνόμου Του. Χωρίς ἀγάπη ἡ καρδιά μας εἶναι στείρα καί δέν εὐφραίνεται μέ τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ.
Σᾶς παρακαλῶ, λοιπόν νά βιώσετε τήν ἀγάπη καί νά μήν ἀποκάμετε καί σταματήσετε πρίν τή φτάσετε.Γιατί κάθε ἄσκηση καί κάθε πνευματικός ἀγώνας, πού δέν ἔχει στόχο τήν ἀγάπη, εἶναι μάταιος. Δέν εἶναιδυνατόν νά ἀναγνωρισθεῖ κανείς σάν μαθητής του Χριστοῦ μέ ἄλλη ἀρετή ἤ ἐντολή, παρά μόνον μέ τήνἀγάπη. Τό λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐνἀλλήλοις».
Γιά τήν ἀγάπη ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος κι’ ἔζησε ἀνάμεσά μας καί ὑπέμεινε θεληματικά καί φρικτά πάθη, γιά νά ἐλευθερώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας καί νά τόν ἀνεβάσει στούς οὐρανούς.
Γιά τήν ἀγάπη ἔτρεξαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐκεῖνον τόν ἀτέλειωτο δρόμο, γιά νά βγάλουν ἀπό τόβυθό τῆς εἰδωλολατρείας καί νά φέρουν στό λιμάνι τῆς οὐράνιας βασιλείας ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη, τραβώντας την μέ τ’ ἀγκίστρια καί τά δίχτυα τοῦ Θείου Λόγου.
Γιά τήν ἀγάπη θυσίασαν μέ προθυμία τή ζωή τους οἱ θεοφόροι διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης, γιά νάδοξασθεῖ ἡ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.

Ἄς ἀγωνιστοῦμε, λοιπόν, νά εὐαρεστήσουμε τόν Χριστό μέ τήν ἀγάπη. Ὅταν ἀγαπᾶμε τούς ἀνθρώπουςκαί τόν Θεό, τότε Αὐτός μᾶς προσφέρει τ’ ἀνεκτίμητα δῶρα Του: τήν ΠΙΣΤΗ, τήν ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ καί τήνΕΥΛΑΒΕΙΑ. Μᾶς χαρίζει ἀκόμα τήν ΚΑΤΑΝΥΞΗ καί τά ΔΑΚΡΥΑ, πού καθαγιάζουν τήν ψυχή, καί  μᾶς γεμίζειμέ ΘΕΙΟ ΦΩΣ καί ΠΝΕΥΜΑ ΑΓΙΟ.

(«ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ», Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)


Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Ὁ Προφήτης Μωυσῆς ὁ Θεόπτης (4 Σεπτεμβρίου)




Ο Προφήτης και Θεόπτης Μωυσής, υπολογίζεται ότι γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 1569 π.χ. Ο πατέρας του ήταν Εβραίος, ονομαζόταν Άβραμ (ή Αμράμ) και καταγόταν από τη φυλή του Λευί και η μητέρα του Ιωχαβέδ. Όταν ο Φαραώ διέταξε να σφάξουν τα νήπια των Εβραίων η μητέρα του τον έβαλε σ' ένα κιβώτιο και τον άφησε στις όχθες του Νείλου εγκαταλείποντας το στην θεία πρόνοια. Το βρέφος το βρήκε η κόρη του Φαραώ Θέρμουθιν (ή Mέρις ή Mέρρινα), η οποία το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, που σημαίνει «σεσωσμένος από τα ύδατα». Ανατράφηκε ως γνήσιος υιός της πριγκίπισσας και έμαθε όλη την σοφία και την γνώσι των Αιγυπτίων, χωρίς εν τούτοις να αποξενωθεί από την πίστη των πατέρων του και την αγάπη προς το έθνος του.

Όταν ήταν σαράντα χρονών σκότωσε κάποιον Αιγύπτιο, που είχε επιτεθεί εναντίον ενός Ισραηλίτη και για να σωθεί κατέφυγε στη γη Μαδιάμ, όπου έγινε βοσκός. Εκεί παντρεύτηκε την Σαπφώρα, θυγατέρα του Iοθόρ, και απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσάμ, που σημαίνει «είμαι πάροικος σε ξένη γη», και τον Ελιέζερ, που σημαίνει «ο Θεός βοηθός». Κατά την πολυχρόνιο εξορία του μακριά από τον λαό του ο Μωυσής, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του στην ησυχία των βουνών και της ερήμου, καταρτιζόταν στην αποστολή για την οποία τον προόριζε ο Θεός, να ποιμάνει το λογικό Του ποίμνιο. Συγχρόνως καθάριζε την καρδιά και τον νου του με την προσευχή και την συνεχή αδολεσχία του Θεού.

Μια ήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια ξενιτιάς στην Μαδιάμ, όπως έβοσκε τα πρόβατα στο όρος Χωρήβ, του φανερώθηκε ο Θεός υπό μορφήν πυρός, εξερχόμενου μέσα από μία βάτο, η οποία φλεγόταν αλλά δεν καιγόταν. Με την θεοφάνεια αύτη, η οποία προεικόνιζε το μέγα μυστήριο του παρθενικού τοκετού και της εν σαρκί ελεύσεως του Σωτήρος, ο Θεός κάλεσε τον Μωυσή να επιστρέψει στην Αίγυπτο, για να ελευθέρωση τον λαό του από την πικρή δουλεία και να τον επαναφέρει στην γη των πατέρων του. Επειδή αυτός ήταν βραδύγλωσσος και δίσταζε να αναλάβει το έργο, του έδωσε ως βοηθό και διερμηνέα τον αδελφό του Ααρών (βλέπε εδώ). Παρουσιάσθηκαν λοιπόν μαζί στον Φαραώ και του ζήτησαν να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να λατρεύσουν τον θεό τους στην έρημο. Κατά θεία παραχώρηση η υπερήφανη καρδιά του Φαραώ σκληρύνθηκε και δεν τους άφηνε να φύγουν. Τους κράτησε να εργάζονται ως δούλοι στις μεγάλες οικοδομικές εργασίες, πού είχε επιχειρήσει η ματαιοδοξία του.

Τότε ο Κύριος διά μέσου του Μωυσή κτύπησε την Αίγυπτο με δέκα φοβερές πληγές. Ταπεινωμένος από την δύναμη του θεού του Ισραήλ ο Φαραώ εξαναγκάσθηκε να τους αφήσει να φύγουν. Μαζί τους πήραν τα οστά του Ιωσήφ και πολλά χρυσά και αργυρά σκεύη, που τους έδωσαν οι Αιγύπτιοι. Στην πορεία τους ο θεός τους οδηγούσε την μεν ήμερα με στύλο νεφέλης την δε νύκτα με στύλο πυρός. Μετά την αναχώρηση τους ο Φαραώ άλλαξε πάλι γνώμη και στράφηκε με όλα του τα άρματα προς καταδίωξη τους. Το αιγυπτιακό ιππικό βρήκε τους Ισραηλίτες στρατοπεδευμένους στην ακτή της Ερυθράς θαλάσσης. Ο Μωυσής κατ' εντολή του θεού χτύπησε τα νερά της με το ραβδί του και τα διαχώρισε στα δύο. Έτσι, οι Ισραηλίτες διέβησαν «διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης». Όταν εξήλθαν όλοι στην στεριά, σήκωσε το ραβδί του πάνω από τα ύδατα και τα επανέφερε στην φυσική τους θέση, καταποντίζοντας όλα τα άρματα του Φαραώ που τους ακολουθούσαν.

Αμέσως μετά την θαυμαστή σωτηρία τους ο Μωυσής συνέθεσε την ευχαριστήριο προς τον θεό ωδή, «ᾄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν, βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν· οὗτός μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτόν, Θεὸς τοῦ πατρός μου, καὶ ὑψώσω αὐτόν» (Έξ. 15, 1-2), που έψαλε όλος ο λαός στην παραλία με τύμπανα, χωρισμένος σε δύο χορούς, ένα των ανδρών με επί κεφαλής τον Μωυσή και ένα των γυναικών με επί κεφαλής την αδελφή του Μαριάμ.

Στην έρημο από την Ερυθρά θάλασσα ως το Σινά, παρά τους συνεχείς γογγυσμούς τους, ο Θεός με έκτακτες θαυματουργίες τους έδειχνε την παρουσία του και την στοργική του προστασία μέσω του δούλου του Μωυσέως. Στην Μερρά γλύκανε τα πικρά νερά, για να ανακούφιση την δίψα τους. Στην έρημο Σίν χάρις στην προσευχή του Μωυσέως έστειλε το μάννα, που ποίκιλλε στην γεύση ανάλογα με την επιθυμία του καθενός. Τέλος, στην βραχώδη Ραφιδείν, κοντά στο Σινά, όταν ο γογγυστής λαός εξ αιτίας της δίψας παρά λίγο θα λιθοβολούσε τον Μωυσή, ο Θεός του έδωσε εντολή να κτυπήσει με το ραβδί του ένα βράχο, από όπου ανέβλυσε άφθονο νερό. Εκεί τους επετέθησαν και οι αλλόφυλοι Αμαληκίτες, τους οποίους κατατρόπωσε ο Ιησούς του Ναυή (βλέπε 1 Σεπτεμβρίου).
Στην αρχή του τρίτου μηνός από την έξοδο τους, έφθασαν και στρατοπέδευσαν στο Σινά. Ο Κύριος κάλεσε τον Μωυσή να ανέβει μόνος στην κορυφή του όρους. Εκεί του αποκαλύφθηκε υπό μορφή πυρός μέσα σε γνοφώδη νεφέλη με βροντές, αστραπές και ήχο σαλπίγγων. Όλο το όρος καπνιζόταν. Ο Μωυσής μιλούσε στον Θεό με πολλή οικειότητα, όπως ομιλεί κάποιος προς τον φίλο του. Ο Θεός του απαντούσε με βροντές. Κατά την φοβερή αυτή αποκάλυψη της δόξης του ο Κύριος του παρέδωσε τις εντολές του Νόμου γραμμένες σε δύο πέτρινες πλάκες. Κατά τις σαράντα ήμερες και νύκτες που παρέμεινε επάνω στο όρος, διδάχθηκε από τον Θεό ό, τι ήταν αναγκαίο, για να αποκτήσει ο λαός την θεογνωσία. Στο διάστημα αυτό έλαβε και τις ακριβείς διατάξεις για την κατασκευή του επιγείου θυσιαστηρίου και την οργάνωση της λατρείας, την οποία έπρεπε να προσφέρει ο περιούσιος λαός στον Δημιουργό του σύμπαντος.
Ενώ ο Μωυσής κατέβαινε κρατώντας τις πλάκες του Δεκάλογου, άκουσε τις φωνές των μεθυσμένων Ισραηλιτών και είδε τους χορούς τους γύρω από το χρυσό μοσχάρι, που κατά την απουσία του είχαν κατασκευάσει. Πλήρης θυμού πέταξε από τα χέρια του τις πλάκες και τις συνέτριψε στους πρόποδες του βουνού. Ο Θεός αγανακτισμένος για την ειδωλομανία του σκληροτράχηλου λαού θα τον εξολόθρευε, αν δεν μεσολαβούσε ο Μωυσής με την θερμή του ικεσία: «καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας.» (Έξ. 32, 32).

Ο προφήτης ανέβηκε πάλι στο όρος και έγραψε, ο ίδιος αυτήν την φορά, σε δύο νέες πλάκες τις δέκα εντολές καθ' υπαγόρευση του θεού. Εισερχόμενος στην νεφέλη έγινε μέτοχος της θεϊκής δόξης. Έτσι, όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο, το θείο φώς, λαμπρότερο από κάθε αισθητό φώς, είχε διαπεράσει τόσο βαθιά την καρδιά του, ώστε εκχυνόταν σε όλο του το σώμα. Το πρόσωπο του ακτινοβολούσε από υπερφυσική λάμψη. Αμύητοι οι Ισραηλίτες στα μυστήρια του θεού δεν μπορούσαν να τον ατενίσουν, και ο προφήτης κάλυψε το πρόσωπο του με κάλυμμα, που αφαιρούσε μόνον όταν εισερχόταν στην σκηνή του μαρτυρίου, για να μιλήσει με τον Θεό.

Αφού έμειναν ένα χρόνο στο Σινά, στην αρχή του δευτέρου έτους ο Μωυσής αρίθμησε τον λαό και συνέχισαν την πορεία στην έρημο, ώσπου έφθασαν στην έρημο Κάδης, στα σύνορα της γης της Επαγγελίας. Ο λαός, επηρεασμένος από τους κατασκόπους που έστειλε ο Μωυσής στην Χαναάν, αποθαρρύνθηκε για την κατάληψη της χώρας, στασίασε εναντίον του και ζήτησε νέους αρχηγούς για να επιστρέψει στην Αίγυπτο. Ο θεός ήταν έτοιμος για μία ακόμη φορά να τους αφανίσει τελείως, αλλά ο Μωυσής με την θερμή του προσευχή άλλαξε την θεία βουλή και καταδικάσθηκαν σε τριάντα οκτώ χρόνια περιπλάνηση, αφ' ενός μεν για να παιδαγωγηθούν, αφ' έτερου δε για να πεθάνουν στην έρημο και να μην εισέλθουν στην γη της Επαγγελίας όλοι οι γογγυσταί ηλικίας είκοσι ετών και άνω.

Κατά την μακροχρόνια αυτή περιπλάνηση έξω από την γη Χαναάν, ο Μωυσής με θαυμαστή πραότητα και σύνεση αντιμετώπιζε τις συνεχείς μεμψιμοιρίες, τις αντιζηλίες και τις ανταρσίες του δυσκυβέρνητου λαού.

Στην αρχή του τεσσαρακοστού από τη έξοδο τους έτους έφθασαν πάλι στην έρημο Κάδης. Οι επιλήσμονες «υιοί του Ισραήλ» δυσφόρησαν και πάλι από την έλλειψη νερού και ξέσπασαν σε νέους γογγυσμούς κατά του ηγέτη τους. Ο θεός είπε στον Μωυσή να τους δώσει νερό από τον βράχο, αλλά αυτός, κυριευμένος από αθυμία για την νέα τους απείθεια, δίστασε προς στιγμήν και τους είπε: «ἀκούσατέ μου, οἱ ἀπειθεῖς· μὴ ἐκ τῆς πέτρας ταύτης ἐξάξομεν ὑμῖν ὕδωρ;» (Άρ. 20, 10). Το νερό ανέβλυσε άφθονο από τον βράχο, όταν τον κτύπησε με το ραβδί του ο Μωυσής· ο ίδιος όμως εξ' αιτίας της «αντιλογίας» του τιμωρήθηκε από τον θεό να μην εισέλθει στην γη της Επαγγελίας.

Ύστερα από πολλούς αγώνες πού διεξήγαγε με την βοήθεια του Ιησού του Ναυή εναντίον των Αμορραίων, των Μαδιανιτών και των Μωαβιτών, κατέλαβε την χώρα ανατολικά του Ιορδανού, απέναντι από την Χαναάν.

Εκεί, στις στέπες της Μωάβ, υπενθύμισε στον λαό τις ευεργεσίες του θεού και τις αποκαλύψεις κατά την τεσσαρακονταετή πορεία τους στην έρημο, τους τόνισε τις υποχρεώσεις τους έναντι της Διαθήκης του Κυρίου και τους έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. Έπειτα έχρισε ως διάδοχο του τον Ιησού του Ναυή, έψαλε προς τον θεό την ωδή, «Πρόσεχε οὐρανέ, καὶ λαλήσω, καὶ ἀκουέτω ἡ γῆ ρήματα ἐκ στόματός μου....» (Δευτ. 32, 1-43) και ευλόγησε για τελευταία φορά τις δώδεκα φυλές. Πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαύ (ή Νεβώ), όπου είχε ανεβεί για να του δείξη ο Κύριος την επηγγελμένη γη. Εκεί ετάφη, χωρίς ποτέ να μάθη κανείς τον ακριβή τόπο της ταφής του.

Να σημειώσουμε τέλος, ότι στους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εφέρθη η θαυματουργός ράβδος του προφήτη Μωυσή στην Κωνσταντινούπολη, και βγήκε ο αυτοκράτωρ πεζός και την προϋπάντησε. Έκτισε δε Ναό της Θεοτόκου και έβαλε τη ράβδο μέσα σ' αυτόν. Έπειτα την μετέφερε στο παλάτι, όπως γράφει ο Γεώργιος ο Κωδινός.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γνόφον ἄυλον, τεθεαμένος, νόμον ἔνθεον, πλαξὶν ἐδέξω, ὡς θεάμων μυστηρίων τοῦ Πνεύματος καὶ καταπλήξας τὴν Αἴγυπτον θαύμασι, δημαγωγὸς Ἰσραὴλ ἐχρημάτισας. Μωυσῆ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμιν τὸ μέγα ἔλεος.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Μωϋσέως τὴν μνήμην, Κύριε, ἑορτάζοντες, δι᾽αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν. 

Πηγή: saint.gr

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΟ ΑΓΑΘΟ ΝΑ ΠΑΡΑΔΙΝΟΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (Ἃγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης

Τότε στην ψυχή είναι Μόνος ο Κύριος και δεν έρχεται καμιά ξένη σκέψη, η ψυχή προσεύχεται με καθαρό νου και αισθάνεται την αγάπη του Θεού, έστω και αν υποφέρει σωματικά.

Όταν η ψυχή παραδοθεί ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού, τότε ο Ίδιος ο Κύριος αρχίζει να την καθοδηγεί, και η ψυχή διδάσκεται απευθείας από τον θεό, ενώ προηγουμένως την οδηγούσαν οι άνθρωποι και η Γραφή. Αλά το να είναι Δάσκαλος της ψυχής ο Ίδιος ο Κύριος με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος είναι σπάνιο και λίγοι γνωρίζουν αυτό το μυστήριο, εκείνοι μόνο που ζουν κατά το θέλημα του Θεού.

Ο υπερήφανος δεν αναζητεί το θέλημα του Θεού , αλλά προτιμά να κατευθύνει ο ίδιος τη ζωή του. Και δεν καταλαβαίνει πώς , χωρίς τον Θεό , δεν επαρκεί το λογικό του ανθρώπου για να τον καθοδηγεί. Κι εγώ , όταν εζούσα στον κόσμο προτού να γνωρίσω τον Κύριο και το Άγιο Πνεύμα , εστηριζόμουν στο λογικό μου. Όταν όμως εγνώρισα με το Άγιο Πνεύμα τον Κύριο μας Ιησού Χριστό , τον Υιό του Θεού , τότε παραδόθηκε η ψυχή μου στον Θεό και δέχομαι οτιδήποτε θλιβερό μου συμβεί και λέω : «Ο Κύριος με βλέπει … Τι να φοβηθώ ;» Προηγουμένως όμως δεν μπορούσα να ζω κατ ‘ αυτό τον τρόπο .

Για όποιον παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού η ζωή γίνεται πολύ ευκολότερη , γιατί στις αρρώστιες , στη φτώχεια και στο διωγμό σκέφτεται : «Έτσι ευδόκησε ο Θεός και πρέπει να υπομείνω για τις αμαρτίες μου» .

Να , εδώ και πολλά χρόνια πάσχω από πονοκέφαλο και δύσκολα τον υποφέρω , αλλά με ωφελεί , γιατί με την ασθένεια ταπεινώνεται η ψυχή . Η ψυχή μου επιθυμεί διακαώς να προσεύχεται και να αγρυπνεί αλλά η ασθένεια με εμποδίζει , διότι το άρρωστο σώμα απαιτεί ανάπαυση . Και παρακάλεσα πολύ τον Κύριο να με θεραπεύσει , αλλά δεν με άκουσε . Κι αυτό σημαίνει πώς αυτό δεν θα ήταν προς όφελός μου .

Να όμως και μια άλλη περίπτωση , που ο Κύριος με άκουσε και με έσωσε . Σε μια γιορτή πρόσφεραν στην τράπεζα ψάρι . Ενώ λοιπόν έτρωγα , ένα κόκαλο μπήκε πολύ βαθιά στο λαιμό μου . Επικαλέστηκα τον Άγιο Παντελεήμονα , παρακαλώντας να με θεραπεύσει , γιατί ο γιατρός του Μοναστηριού δεν θα μπορούσε να μου βγάλει το κόκαλο από το φάρυγγα . Και μόλις είπα : «γιάτρεψέ με» , η ψυχή μου πήρε απάντηση : «Βγες , έξω από την τράπεζα , κάνε μια βαθιά εισπνοή και μια απότομη εκπνοή και το κόκαλο θα βγει με αίμα» . Έτσι κι έκαμα και βγήκε ένα μεγάλο κόκαλο με αίμα . Και κατάλαβα πώς , αν ο Κύριος δεν με θεραπεύει από τον κεφαλόπονο , αυτό σημαίνει ότι είναι ωφέλιμο για την ψυχή μου να υποφέρω τον πόνο . ……

Όταν η χάρη είναι μαζί μας , είμαστε δυνατοί στο πνεύμα . Όταν όμως την χάσομε , βλέπομε την αδυναμία μας , βλέπομε πως χωρίς τον Θεό δεν μπορούμε ούτε να σκεφτούμε το καλό . Πώς μπορείς να ξέρεις αν ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Θεού ; Να η ένδειξη : Αν στενοχωριέσαι για κάτι , αυτό σημαίνει πως δεν παραδόθηκες τελείως στο θέλημα του Θεού , έστω κι αν σου φαίνεται πως ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Θεού . Όποιος ζει κατά το θέλημα του Θεού , αυτός δεν μεριμνά για τίποτε . Κι αν κάτι του χρειάζεται , παραδίνει τον εαυτό του και την ανάγκη του στον Θεό .

Κι αν πάρει ότι θέλει , μένει ήρεμος , σαν να το είχε . Ψυχή που παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού δεν φοβάται τίποτε : ούτε θύελλες ούτε ληστές ούτε τίποτα άλλο . ‘Ότι κι αν έλθει , λέγει : «Έτσι ευδοκεί ο Θεός» , κι έτσι διατηρείται η ειρήνη στην ψυχή και στο σώμα . Το καλύτερο έργο είναι να παραδοθούμε στο θέλημα του Θεού και να βαστάζομε τις θλίψεις με ελπίδα . Ο Κύριος βλέποντας τις θλίψεις μας δεν θα επιτρέψει ποτέ κάτι που να ξεπερνά τις δυνάμεις μας .

Αν οι θλίψεις μας φαίνονται υπερβολικές , αυτό σημαίνει πως δεν έχομε παραδοθεί στο θέλημα του Θεού . …
Όποιος κάνει το θέλημα του Θεού , είναι ευχαριστημένος με όλα , έστω κι αν είναι φτωχός και ίσως ασθενής και πάσχει , γιατί τον ευφραίνει η χάρη του Θεού . Όποιος όμως δεν είναι ικανοποιημένος με την μοίρα του και γογγύζει για την αρρώστια του ή εναντίον εκείνου που τον προσέβαλε , αυτός να ξέρει πως κατέχεται από υπερήφανο πνεύμα και έχασε την ευγνωμοσύνη για τον Θεό . Αλλ ‘ ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση μη στενοχωριέσαι , αλλά ζήτησε μ ‘ επιμονή από τον Κύριο πνεύμα ταπεινό .

Κι όταν έλθει σ ‘ εσέ το ταπεινό Πνεύμα του Θεού που αναζητάς , τότε θα Τον αγαπήσεις και θα έχεις βρει ανάπαυση , παρ ‘ όλες τις θλίψεις σου . Ψυχή που απέκτησε την ταπείνωση θυμάται πάντα τον Θεό και αναλογίζεται : «Ο Θεός με έκτισε ΄ έπαθε για μένα ΄ συγχωρεί τις αμαρτίες μου και με παρηγορεί ΄ με τρέφει και φροντίζει για μένα . Γιατί λοιπόν να μεριμνώ εγώ για τον εαυτό μου ή τι έχω να φοβηθώ , έστω κι αν με απειλή ο θάνατος» . …

Κάθε ψυχή που ταράζεται από οποιαδήποτε αιτία πρέπει να καταφεύγει στον Κύριο και ο Κύριος θα την καθοδηγήσει . Αυτό όμως γίνεται κυρίως σε καιρό συμφοράς και απροσδόκητου συγχύσεως – κανονικά πρέπει να ρωτάμε τον πνευματικό , γιατί αυτό είναι ταπεινότερο . …

Και όλα , όλα δίνουν τότε αγάπη στην καρδιά , διότι όλα είναι του Θεού. Ο Κύριος νουθετεί με το έλεος Του τον άνθρωπο , για να δέχεται μ” ευγνωμοσύνη τις θλίψεις .
Ποτέ σ ‘ όλη μου τη ζωή , ούτε μια φορά δεν εγόγγυσα για τις θλίψεις , αλλά τα δεχόμουν όλα σαν φάρμακο από τα χέρια του Θεού και πάντα Τον ευχαριστούσα και γι ‘ αυτό ο Κύριος μου έδωσε να υπομένω ελαφρά τον αγαθό ζυγό Του . Όλοι οι κάτοικοι της γης υφίστανται αναπόφευκτα θλίψεις . Και παρόλο που δεν είναι μεγάλες οι θλίψεις που παραχωρεί ο Κύριος , όμως φαίνονται στους ανθρώπους αφόρητες και συντριπτικές . Κι αυτό γίνεται , διότι οι άνθρωποι δεν θέλουν να ταπεινωθούν ενώπιον του Θεού και να παραδοθούν στο θέλημά Του .

Όσοι όμως άφησαν τον εαυτό τους στο θέλημα του Θεού , αυτούς τους καθοδηγεί ο Ίδιος ο Κύριος με τη χάρη Του και υπομένουν με ανδρεία τα πάντα για χάρη του Θεού , τον Οποίο αγάπησαν και με τον Οποίο θα δοξάζονται αιώνια . Όταν η Παναγία βρισκόταν κοντά στον Σταυρό , η θλίψη Της ήταν ακατάληπτα μεγάλη , επειδή Αυτή αγαπούσε τον Υιό της περισσότερο απ ‘ ότι μπορεί κανείς να φαντασθεί .

Κι εμείς ξέρομε πως όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη , τόσο μεγαλύτερη είναι και η λύπη . Κατά την ανθρώπινη φύση η Θεοτόκος δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να μην υποκύψει στις θλίψεις Της ΄ παραδόθηκε όμως στο θέλημα του Θεού και το Άγιο Πνεύμα Την ενίσχυσε ν ‘ αντέξει στον πόνο της . Μετά την Ανάληψη του Κυρίου η Παναγία έγινε η μεγάλη παρηγοριά στις θλίψεις για όλο τον λαό του Θεού .

Ο Κύριος έδωσε επί γης το Άγιο Πνεύμα και όσοι Το έλαβαν αισθάνονται τον παράδεισο μέσα τους . Ίσως πεις : Γιατί λοιπόν δεν έχω κι εγώ μια τέτοια χάρη ; Διότι συ δεν παραδόθηκες στο θέλημα του Θεού , αλλά ζεις κατά δικό σου θέλημα . Παρατηρήστε εκείνον που αγαπά το θέλημά του . Αυτός δεν έχει ποτέ ειρήνη στην ψυχή και δεν ευχαριστιέται με τίποτε ΄ γι ‘ αυτόν όλα γίνονται όπως δεν έπρεπε . Όποιος όμως δόθηκε ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού , έχει την καθαρή προσευχή και η ψυχή του αγαπά τον Κύριο.

«Ο Αγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», γ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), σ. 408-417

Πηγή: http://ekklisiaonline.gr/

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐαγγέλιον - Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάνου τοῦ Χρυσοστόμου





Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Νομικός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦς, πειράζων αὐτὸν, καὶ λέγων· Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται. Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων, ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς, λέγων· Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; Λέγουσιν αὐτῷ· Τοῦ Δαυΐδ. Λέγει αὐτοῖς· Πῶς οὖν Δαυΐδ, ἐν πνεύματι, Κύριον αὐτὸν καλεῖ: λέγων· Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. Εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; Καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον· οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι.

Ἀπόδοση

Εκείνο τον καιρό, κάποιος νομοδιδάσκαλος πλησίασε τον Ιησού και, για να τον φέρει σε δύσκολη θέση, του είπε: «Διδάσκαλε, ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή στο νόμο;» Αυτός του απάντησε: «Ν’ αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδία σου, μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλο το νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και η πιο μεγάλη εντολή. Δεύτερη, εξίσου σπουδαία μ’ αυτήν: ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ’ αυτές τις δύο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες». Εκεί που ήταν συγκεντρωμένοι οι Φαρισαίοι, τους ρώτησε ο Ιησούς: «Τι νομίζετε για το Μεσσία; Ποιανού απόγονος είναι;» «Του Δαβίδ», του απαντούν. Τους λέει: «Πως τότε ο Δαβίδ, οδηγημένος από το Πνεύμα, τον ονομάζει «Κύριο»; Λέει: Ο Κύριος είπε στον Κύριό μου: κάθισε στα δεξιά μου ώσπου να υποτάξω τους εχθρούς σου κάτω από τα πόδια σου. Αν, λοιπόν, ο Δαβίδ τον ονομάζει «Κύριο», πως είναι απόγονός του;» Κανένας δεν μπορούσε να του απαντήσει, ούτε τολμούσε πια κανείς από κείνη τη μέρα να του θέσει ερωτήματα.

Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Εὐαγγελιστὴν Ματθαῖον,
ὁμιλία ΟΑ΄ 
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

α΄. Πάλι θέτει ὁ εὐαγγελιστὴς τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ σωπάσουν κι ἀπ’ αὐτὸ δείχνει καὶ τὴ θρασύτητα ἐκείνων. Μὲ ποιὸ τρόπο; Ὅτι μόλο ποὺ ἀποστομώθηκαν ἐκεῖνοι, κάνουν ξανὰ ἐπίθεση αὐτοί. Γιατὶ ἐνῶ ἔπρεπε καὶ ἀπ’ αὐτὸ νὰ μείνουν ἥσυχοι, αὐτοὶ συναγωνίζονται τοὺς προηγούμενους καὶ χρησιμοποιοῦν τὸ νομικό, ὄχι γιὰ νὰ μάθουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσαν καὶ ρωτοῦν ποιά εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή. Ἐπειδὴ πρώτη ἦταν ἡ ἐντολὴ θ’ ἀγαπήσης τὸν Κύριο τὸ Θεό σου. Περιμένουν ὅτι θὰ τοὺς δώση ἀφορμὴ ἐπειδὴ θὰ τὴν τροποποιοῦσε, ἀφοῦ παρουσιαζόταν κι ὁ ἴδιος ὡς Θεός. Γι’ αὐτὸ τοῦ θέτουν τὴν ἐρώτηση. Κι ὁ Χριστός; Ἀποκαλύπτοντας γιὰ ποιοὺς λόγους τὸ εἶχαν ἀποφασίσει αὐτό, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε μέσα τους καθόλου ἀγάπη, ἐπειδὴ τοὺς ἔκαιγε ὁ φθόνος κι εἶχαν αἰχμαλωτισθῆ ἀπὸ τὴ ζήλεια, τοὺς λέει. Θὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο καὶ Θεό σου, αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἡ μεγάλη ἐντολή. Δεύτερη ὅμοια μ’ αὐτὴ, θ’ ἀγαπήσης τὸν πλησίον σου, καθὼς τὸν ἑαυτό σου. Γιατὶ ὅμοια μ’ αὐτή; Γιατὶ ἡ μιὰ προετοιμάζει τὸ δρόμο τῆς ἄλλης κι ἀπ’ αὐτή ὁλοκληρώνεται. Γιατὶ καθένας ποὺ πράττει φαυλότητες μισεῖ τὸ φῶς καὶ δὲν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς. Ἀλλοῦ λέει «Εἶπε μέσα του ὁ ἀνόητος δὲν ὑπάρχει Θεός». Καὶ τὶ προέκυψε ἀπ’ αὐτό; «Ἔζησαν διεφθαρμένη ζωὴ καὶ βδελυρή». Καὶ πάλι ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία, ποὺ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία της μερικοὶ ἔχασαν τὸ δρόμο τῆς πίστης. Καὶ ὅποιος μὲ ἀγαπᾶ θὰ τηρήση τὶς ἐντολές μου. Ἐντολές του καὶ ἀπόσταγμά τους εἶναι τοῦτο·  θὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο τὸ Θεό σου καὶ τὸν πλησίον σου καθὼς τὸν ἑαυτό σου. Ἄν λοιπὸν τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον σου (γι’ αὐτὸ λέει, ἄν μ’ ἀγαπᾶς, Πέτρε, γίνε βοσκὸς τῶν προβάτων μου) καὶ τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον σου προκαλεῖ τήρηση τῶν ἐντολῶν, εὔλογα συμπεραίνει σ’ αὐτές περιέχονται τὸ σύνολο τοῦ νόμου· κι οἱ προφῆτες. Ἀκριβῶς γι’  αὐτό, ποὺ ἔκαμε πρῶτα, κάμει καὶ τοῦτο ἐδῶ. Ἐκεῖ ὅταν τὸν ρώτησαν γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἀναστάσεως μίλησε καὶ γιὰ τὴν ἀνάσταση  τὴν ἴδια, δίνοντάς τους περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι τοῦ εἶχαν ζητήσει. Κι ἐδῶ ἐνῶ εἶχε ἐρωτηθῆ προσθέτει καὶ τὴ δεύτερη ποὺ δὲν ἦταν πολὺ κατώτερη ἀπὸ τὴν πρώτη, ἦταν δεύτερη, ἀλλὰ ὅμοια μὲ τὴν πρώτη. Ἔτσι τοὺς ἔκαμε ἕνα ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν αἰτία τῆς ἐρωτήσεως, τὸ μῖσος τους. Γιατὶ ἡ ἀγάπη δὲν ζηλεύει. Ἀπ’ αὐτὸ δείχνει ὅτι αὐτὸς πείθεται στοὺς νόμους καὶ τοὺς προφῆτες. Ἀλλὰ γιατὶ ὁ Ματθαῖος λεέι ὅτι ρώτησε πειραχτικά, ἐνῶ ὁ Μᾶρκος τὸ ἀντίθετο; Γιατὶ εἶδε ὁ Χριστὸς ὅτι ἀπάντησε σωστὰ καὶ τοῦ εἶπε· δὲν εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἀντίθετοι μεταξύ τους, συμφωνοῦν ὁλότελα. Στὴν ἀρχὴ ρώτησε πειρακτικὰ ἐπειδὴ ὅμως ὠφελήθηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, δέχθηκε ἔπαινο. Δὲν τὸν ἐπαίνεσε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀλλὰ ὅταν εἶπε ὅτι τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον ἀξίζει περισσότερον ἀπὸ τὰ ὁλοκαυτώματα, τότε τοῦ λέει, δὲν εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γιατὶ περιφρόνησε τὰ μικρὰ καὶ συνέλαβε τὴν ἀρχὴ τῆς ἀρετῆς. Γιατὶ ὅλα αὐτὰ γίνονται γιὰ τοῦτο καὶ τὸ Σάββατο καὶ τὰ ἄλλα. Κι ἔτσι ὅμως δὲν ὁλοκλήρωσε ἀκόμα τὴν σύνθεση ἑνὸς ἐπαίνου ἀλλὰ τὴν ἔκαμε ἐλλειπῆ. Τὸ ὅτι εἶπε δὲν εἶσαι μακρυά, δὲν δείχνει ν’ ἀπέχη ἀκόμα, γιὰ νὰ ζητήση ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔλειπε. Κι ἄν τὸν ἐπαίνεσε, ἐπειδὴ εἶπε, ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ κανένας ἄλλος ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸν, μὴν ἀπορήσης. Ἀλλὰ κι ἀπ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο σκέψου ὅτι ἀποκρίνεται σύμφωνα μὲ τὸ ἐπίπεδο αὐτῶν ποὺ πλησίαζαν. Γιατὶ κι ἄν λένε γιὰ τὸ Χριστὸ μύρια ἀνάξια τῆς δόξας του, αὐτὸ βέβαια δὲ θὰ τολμήσουν, ὅτι δὲν εἶναι καθόλου Θεός. Γιατὶ λοιπὸν ἐπαινεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεός; Ὄχι γιατὶ δὲν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του Θεό. Μακριὰ τέτοια σκέψη. Ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἦταν καιρὸς νὰ φανερώση τὴν θεότητά του, τὸν ἀφήνει νὰ μείνη στὴν παλαιὰ του γνώμη, καὶ τὸν ἐπαινεῖ γιὰ τὴν καλὴ γνώση του τῶν παλιῶν, ὤστε νὰ τὸν κάμη κατάλληλο καὶ γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἰσάγοντάς τον ὅταν ἔρχόταν ἡ ὥρα. Ἐξ ἄλλου καὶ ἡ φράση ἕνας ὁ Θεὸς καὶ κανένας ἄλλος ἐκτὸς ἀπ’ αὐτόν, δὲ λέγεται γιὰ νὰ παραμερισθῆ ὁ Γιός, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνη ἀντιδιαστολή, μὲ τὰ εἴδωλα. Ὥστε ἐπαινῶντας αὐτὸν ποὺ μίλησε ἔτσι, ἐπαινεῖ αὐτὴ τὴ γνώμη. Μετὰ τὴν ἀπάντησή του ξαναρωτᾶ. Τί νομίζετε γιὰ τὸ Χριστό; Τίνος Γιὸς εἶναι; τοῦ Δαυΐδ, τοῦ λένε. Προσέξετε ὕστερ’ ἀπὸ πόσα θαύματα, πόσα σημεῖα, πόσες ἐρωτήσεις, ἔπειτ’ ἀπὸ πόσα δείγματα ὁμόνοιας μὲ τὸν Πατέρα καὶ μὲ τὸ λόγο καὶ μὲ τὰ ἔργα, ἀφοῦ ἐπαίνεσε αὐτὸν ποὺ εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, τότε μονάχα ρωτᾶ. Γιὰ νὰ μὴν μποροῦν νὰ λένε ὅτι ἔκαμε θαύματα, ἀλλὰ ἦταν ἐχθρὸς τοῦ νόμου καὶ τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ θέτει τὴν ἐρώτηση ὕστερ’ ἀπὸ τόσα ἄλλα, θέλοντας νὰ τοὺς κάμη νὰ ὁμολογήσουν κι αὐτὸν χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν. Καὶ πρῶτα ρώτησε τοὺς μαθητάς, τί λένε οἱ ἄλλοι. Κι ἔπειτα τοὺς ἄλλους ἀλλοιώτικα·  γιατὶ βέβαια καὶ πλάνο μποροῦσαν νὰ τὸν ποῦν καὶ πονηρό, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τίποτα νὰ φοβηθοῦν. Γι’ αὐτὸ ἐξετάζει καὶ τὴ δική τους  γνώμη.


β΄. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἄρχισε νὰ βαδίζη πρὸς τὸ πάθος, θέτει τὴν προφητεία ποὺ ρητὰ τὸν ἀνακηρύττει Κύριο. Οὔτε τυχαία, οὔτε ἀπὸ πρῶτα ἀλλὰ ἀπὸ κάποια εὔλογη αἰτία. Ἐρώτησε πρῶτος καὶ δὲν ἀπάντησαν τὴν ἀλήθεια γι’ αὐτόν- εἶπαν ὅτι εἶναι ἁπλὸς ἄνθρωπος. Ἀνατρέποντας λοιπὸν τὴν ἐσφαλμένη γνώμη τους φέρνει τὸ Δαυΐδ ποὺ ἀνακηρύττει τὴ θεότητά του. Ἐκεῖνοι ἐνόμιζαν πὼς ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ γι’ αὐτὸ ἔλεγαν ὅτι εἶναι γιὸς τοῦ Δαυΐδ. Αὐτὸς ὅμως γιὰ νὰ τοὺς διορθώση, φέρνει τὸν προφήτη ποὺ μαρτυρεῖ, ὅτι ἦταν Κύριος καὶ γνήσιος Υἱὸς, καὶ ὁμότιμος μὲ τὸν Πατέρα. Δὲν σταματᾶ σ’ αὐτὸ ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς φοβίσει προσθέτει καὶ τοῦτο. Ὥσπου νὰ κάμω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν σου· γιὰ νὰ τοὺς προσελκύση ἀκόμα καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτόν. Καὶ νὰ μὴν ἰσχυρίζωνται ὅτι ἀπὸ ἀνθρώπινη κολακεία τὸν ἔλεγε ἔτσι κι ὅτι ἡ γνώμη αὐτὴ ἦταν γνώμη ἀνθρώπου, προσέξετε τὴν ἐρώτησή του· πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο; Προσέξετε μὲ πόση μετριοπάθεια παρουσιάζει τὴ γνώμη καὶ τὴν ἰδέα ποὺ τὸν ἀφορᾶ. Πρῶτα τοὺς εἶπε· τί νομίζετε; Τίνος Γιὸς εἶναι; Ὥστε μὲ τὴν ἐρώτηση νὰ τοὺς ὁδηγήση στὴν ἀπάντηση Κι ὅταν ἀπάντησαν· τοῦ Δαυΐδ, δὲν τοὺς εἶπε· κι ὅμως αὐτὰ ὁ Δαυΐδ τὰ λέει, ἀλλὰ συνεχίζει μὲ τὴ μορφὴ ἐρωτήσεως πάλι· πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριό του; Γιὰ νὰ μὴν τοὺς φέρη μπροστὰ σὲ δυσκολία. Γι’ αὐτὸ κιόλας δὲν τοὺς ρώτησε, τί γνώμη  γιὰ μένα, ἀλλὰ γιὰ τὸ Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀπόστολοι μὲ μετριοπάθεια μιλοῦσαν κι ἔλεγαν, ἐνῶ ἦταν δυνατὸ νὰ ποῦν μὲ θάρρος γιὰ τὸν Πατριάρχη ὅτι πέθανε καὶ ἐτάφη. Γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖνος ὅμοια μ’ αὐτοὺς παρουσιάζει τὸ πρᾶγμα μὲ μορφὴ ἐρωτήσεως καὶ ἁπλῆς σκέψης καὶ τοὺς λέει· Πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο καὶ λέει· Εἶπε ὁ Κύριος στὸν Κύριό μου· κάθησε στὰ δεξιά μου ὥσπου νὰ κάμω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν σου; Καὶ συμπληρώνει· Ἄν ὁ Δαυΐδ τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο, πῶς εἶναι γιός του; Μ’ αὐτὸ βέβαια δὲν ἀναιρεῖ τὸ ὅτι εἶναι γιός του, πρὸς Θεοῦ.  Δὲ θὰ ἐπιτιμοῦσε τότε τὸν Πέτρο γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς -ἀλλὰ διορθώνει τὴν ἀντίληψή τους. Ὥστε ὅταν λέγη· Πῶς εἶναι γιός του, ἐννοεῖ, δὲν εἶναι γιός του ὅπως σεῖς νομίζετε. Ἐκεῖνον ἔλεγαν ὅτι ἦταν μονάχα γιὸς ἐκείνου καὶ ὄχι συνάμα καὶ Κύριος. Καὶ τὸ ἔλεγαν μετὰ τὴ μαρτυρία,  μὲ τρόπο μετριοπαθῆ. Ἄν λοιπὸν ὁ Δαυΐδ τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο, πῶς εἶναι γιός του; Κι αὐτὰ ὅμως τὰ ἄκουσαν, δὲν εἶπαν τίποτα. Γιατὶ δὲν ἤθελαν νὰ μάθουν κάτι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε. Γι’ αὐτὸ ἀναγκάζεται νὰ συμπληρώση ὁ ἴδιος λέγοντας ὅτι εἶναι Κύριός του. Κι αὐτὸ πάλι δὲν τὸ λέγει μὲ τρόπο ἀπόλυτο ἀλλὰ προβάλλοντας τὸν προφήτη, ἐπειδὴ πολὺ δυσπιστοῦσαν γι’ αὐτὸν καὶ εἶχε συκοφαντηθῆ μεταξύ τους. Αὐτὸ πρέπει νὰ σκεπτώμαστε καὶ νὰ μὴ σκανδαλιζώμαστε, ἄν λέγεται κάτι ἀπὸ τὸν ἴδιο περιωρισμένο καὶ μετριπαθές. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία, ἄν καὶ ὄχι μοναδική, ὅτι μιλάει σ’ ἐκείνους μὲ συγκατάβαση. Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα διδάσκει μὲ μορφὴ ἐρωτήσεως καὶ ἀπαντήσεως. Καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο κάμει ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν ἀξία του. Δὲν  ἦταν ἴσο νὰ ὠνομασθῆ Κύριος τῶν Ἰουδαίων καὶ Κύριος τοῦ Δαυΐδ. Ἐμεῖς ἄς προσέξωμε καὶ τὴν ἐκλογῆ τῆς εὐκαιρίας. Ὅταν εἶπε, ἕνας Κύριος ὑπάρχει τότε εἶπε καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶναι Κύριος, χρησιμοποιῶντας τὴν ἀποδεικτικὴ δύναμη τῆ προφητείας, ὄχι μόνο τῶν ἔργων. Καὶ παρουσιάζει τὸν Πατέρα καὶ τὸν ὑπερασπίζει· λέγει, ὥσπου νὰ κάμω τους ἐχθρούς σου ὑποπόδιο τῶν ποδῶν σου. Δείχνει συνάμα τὸ μεγάλο σύνδεσμο μαζί του, ἐκείνου ποὺ τὸν γέννησε καὶ τὴν τιμήν. Αὐτὸ τὸ τέλος θέτει στὶς ὁμιλίες του, ὑψηλὸ καὶ μεγάλο ἱκανὸ νὰ ράψη τὰ στόματά τους. Ὕστερ’ ἀπ’ αὐτὸ ἐσώπασαν, ὄχι μὲ τὴ θέλησή τους, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τίποτα νὰ ποῦν. Τόσο καίριο τραῦμα δέχτηκαν ὥστε νὰ μὴν τολμήσουν πιὰ νὰ ξαναεπιχειρήσουν τό ἴδιο. Κανένας, σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής, δὲν τόλμησε νὰ τὸν ρωτήση ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Καὶ τοῦτο δὲν ὠφελοῦσε λίγο τὰ πλήθη. Γι’ αὐτὸ καὶ σ’ αὐτὰ στρέφει τὸ λόγο ἀφοῦ ἀπομάκρυνε τοὺς λύκους κι ἀπέκρουσε τὶς ἐπιβουλές τους.
Αὐτοὶ τίποτα δὲν μποροῦσαν νὰ κερδίσουν κυριευμένοι ἀπὸ τὴν κενοδοξία, τὸ φοβερὸ αὐτὸ πάθος. Εἶναι φοβερὸ πάθος καὶ πολυκέφαλο. Ἄλλοι ἐξαίτιας της ἐπιθυμοῦν τὴν ἐξουσία, ἄλλοι τὰ χρήματα, ἄλλοι τὴ δύναμη. Καὶ σιγὰ σιγὰ καθὼς βαδίζει τὸ δρόμο της φτάνει καὶ στὴν ἐλεημοσύνη καὶ στὴ νηστεία καὶ στὶς προσευχὲς καὶ στὴ διδασκαλία. Πολλὲς εἶναι οἱ κεφαλὲς αὐτοῦ τοῦ θηρίου. Καὶ νὰ κενοδοξῆς γιὰ τὰ πρῶτα δὲν εἶναι παράδοξο· ἐκεῖνο ποῦ εἶναι παράξενο καὶ ἀξιοδάκρυτο εἶναι νὰ κενοδοξῆς γιὰ τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν κατηγοροῦμε πάλι μονάχα ἐλᾶτε νὰ πουμε καὶ τὸν τρόπο, ποὺ θὰ ξεφύγωμε ἀπ’ αὐτὴν. Ποιοὺς ν’ ἀντιμετωπίσωμε πρώτους; Ἐκείνους ποὺ κενοδοξοῦν γιὰ τὰ χρήματά τους, ἤ γιὰ τὰ ροῦχα τους, ἤ γιὰ τὰ ἀξιώματά τους, ἤ γιὰ τὴ διδακτικὴ τους δύναμη, ἤ γιὰ τὴν τέχνη τους ἤ γιὰ τὸ σῶμα τους, ἤ διὰ τὰν ὀμορφιά τους, ἤ γιὰ τὰ στολιδια τους, ἤ γιὰ τὴ σκληρότητά τους, ἤ γιὰ τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη τους, γιὰ τὴν πονηρία τους, ἤ γιὰ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους; Γιατὶ ὅπως πολλὲς παγίδες ἔχει τὸ πάθος αὐτὸ καὶ προχωρεῖ ἀκόμα καὶ πέρα ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ὁ τάδε πέθανε λένε· γιὰ νὰ τὸν θαυμάσουν ἄφησε ἐντολὴ νὰ γίνουν τὰ καὶ τά. Γι’ αὐτὸ τὸ ἴδιο ὁ ἕνας εἶναι φτωχὸς καὶ πλούσιος ὁ ἄλλος. Γιατὶ τὸ δύσκολο εἶναι ὅτι γεννιέται καὶ ἀπὸ τὰ ἀντίθετα.

γ΄. Ἐναντίον ποιῶν λοιπὸν θὰ σταθοῦμε πρῶτα καὶ ποιοὺς θἀ ἀντιμετωπίσωμε; Γιατὶ δὲ φτάνει ὁ ἴδιος λόγος γιὰ ὅλους. Θέλετε νὰ ἀπαντήσωμε πρῶτα σ’ ἐκείνους ποὺ κενοδοξοῦν γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη τους; Εἶναι καὶ δική μου γνώμη. Πολὺ ἀγαπῶ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ πονῶ νὰ τὴ βλέπω νὰ κακοποιῆται. Σὰν βασιλικὴ κόρη τὴ βλέπω, ποὺ τὴν ἐπιβουλεύεται ἡ ξεμυαλίστρα παραμάνα της, ἡ κενοδοξία. Τὴν μεγαλώνει βέβαια ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ντροπιάση καὶ νὰ τὴ βλάψη, τὴν παρασύρει,  τὴ συμβουλεύει νὰ περιφρονῆ τὸν πατέρα της, καὶ νὰ φτιασιδώνεται γιὰ νὰ γίνη ἀρεστὴ σὲ ἀκαθάρτους καὶ γελοίους πολλὲς φορὲς ἄνδρες. Καὶ τὴ στολίζει μὲ στολίδια ποὺ θέλουν οἱ ἔξω, αἰσχρὰ κι ἀνάξια, κι ὄχι ὅπως θέλει ὀ πατέρας. Ἄς ἀπευθυνοῦμε λοιπὸν πρὸς αὐτοὺς κι ἄς ὑποθέσωμε μιὰ ἐλεημοσύνη ποὺ γίνεται πλούσια, ποὺ γίνεται γιὰ ἐπίδειξη στοὺς πολλούς. Αὐτὴν πρῶτα τὴ βγάζει ἀπὸ τὸν πατρικὸ θάλαμο κι ἐνῶ ὁ πατέρας συμβουλεύει νὰ μὴ γίνεται φανερὴ μήτε στὸ ἀριστερὸ χέρι, αὐτὴ τὴν δείχνει στοὺς δούλους καὶ στοὺς τυχόντες καὶ σ’ ἀνθρώπους ποὺ δὲν τὴν γνωρίζουν. Βλέπετε τὴν πόρνη καὶ μαστροπὸ πῶς τὴν κάμη νὰ ἐπιθυμῆ ἀνθρώπους ποὺ δὲν πρέπει καὶ νὰ συμμορφώνεται στὶς ἐπιθυμίες τους; Θέλετε νὰ δῆτε ὅτι δὲν κάμει μόνο πόρνη ἀλλὰ καὶ μανιακὴ μιὰ τέτοια ψυχή; Προσέξετε τὴ σκέψη της. Ὅταν ἀφήση τὸν οὐρανὸ καὶ τρέχει πίσω ἀπὸ δραπέτες καὶ δούλους, κυνηγῶντας στὶς γειτονιὲς καὶ τὰ στενὰ αὐτοὺς ποὺ τὴ μισοῦν, τοὺς αἰσχροὺς καὶ δύσμορφους ποὺ δὲν θέλουν οὔτε νὰ τὴν ἀντικρύσουν, ἀλλὰ τὴ μισοῦν, ἐπειδὴ φλογίζεται ἀπὸ τὸν ἔρωτά τους τί πιὸ μανιακὸ ὑπάρχει; Κανένα δὲν μισοῦν τόσο οἱ πολλοί, ὅσο ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη νὰ δοξάζωνται ἀπ’ αὐτούς. Πλῆθος κατηγορίες ἐξυφαίνουν γιὰ λόγου τους, κι εἶναι τὸ ἴδιο, μὲ τὸ νὰ κατεβάσης ἀπὸ τὸ θρόνο ἁγνὴ κόρη τοῦ βασιλιᾶ, καὶ νὰ τὴν προστάξης νὰ ἐκδίδη ἡ ἴδια τὸν ἑαυτό της σὲ μονομάχους κι ἀνθρώπους ποὺ τὴ περιφορνοῦν. Αὐτοὶ ὅσο τοὺς ἀναζητεῖς τόσο σὲ ἀποστρέφονται. Ὁ Θεὸς ὅμως ἄν ζητᾶς τὴ δική του δόξα, τόσο πιὸ πολὺ σὲ παίρνει κοντά του καὶ σὲ ἐπαινεῖ καὶ σοῦ δίνει ἄφθονη ἀμοιβή. Θέλετε νὰ διαπιστώσετε κι ἀπὸ ἄλλη ἄποψη τὴ ζημία ποὺ προκαλεῖ; Ἀναλογισθῆτε τὴ λύπη ποὺ δοκιμάζετε καὶ τὴν ἀδιάκοπη στενοχώρια, ὅταν ἀντηχῆ στ’ αὐτιὰ σας ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει ὅτι ἔχασες ὅλο τὸ μισθό σου. Σ’ ὅλες τὶς περιπτώσεις εἶναι κακὸ ἡ κενοδοξία, περισσότερο ὅμως στὴ φιλανθρωπία. Γιατὶ καταλήγει στὴν ἄκρα σκληρότητα, ποὺ ἐκπομπεύει τὶς συμφορὲς τοῦ ἄλλου καὶ σχεδὸν κατηγορεῖ τοὺς φτωχούς. Γιατὶ ἄν εἶναι κατηγορία νὰ μιλᾶς γιὰ τὶς εὐεργεσίες σου, τὸ νὰ τὶς ἀποδίδης σὲ πολλοὺς ἄλλους, τί νομίζεις πῶς εἶναι; Πῶς θ’ ἀποφύγωμε τὸ κακό; Ἄν μάθωμε νὰ ἐλεοῦμε, ἄν διευκρινήσωμε τίνων δόξα ἐπιδιώκομε. Πέστε μου, πιός ἔφτιαξε τὴν ἐλεημοσύνη; Ὁ Θεὸς ποὺ τὴν ἔδειξε στοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸς ποὺ καλύτερα  ἀπ’ ὅλους τὴ γνωρίζει καὶ τὴν ἀσκεῖ στὴν αἰωνιότητα. Σὲ ποιὸν λοιπὸν ἀπευθύνεσαι ὅταν μαθαίνης παλαιστὴς καὶ σὲ ποιούς παρουσιάζεις τὶς ἐπιδόσεις σου στὴν παλαίστρα; Σὲ κείνους ποὺ πουλοῦν λάχανα καὶ ψάρια ἤ στὸν προπονητή; Βέβαια αὐτοὶ εἶναι πολλοὶ κι ἐκεῖνος ἕνας. Τί κι ἄν κοροϊδεύουν οἱ ἄλλοι, ὅταν αὐτὸς θαυμάζη; Δὲ θὰ περιγελάσης κι ἐσὺ μαζί μ’ αὐτὸν ἐκείνους; Κι ἄν μαθαίνης πυγμαχία δὲ θὰ προσέξης αὐτὸν ποὺ τὴ διδάσκει; Κι ἄν ἀσχολῆσαι μὲ τοὺς λόγους, δὲ θὰ ζητήσης τὸν ἔπαινο τοῦ ρήτορα καὶ δὲ θὰ περιφρονήσεις τοὺς ἄλλους; Πῶς λοιπὸν δὲν ἀποτελεῖ ἀντίφαση, στὶς ἄλλες τέχνες μονάχα, ν’ ἀποβλέπωμε στὶ διδάσκαλό τους κι ἐδῶ νὰ κάνωμε τὸ  ἀντίθετο;  Μόλο ποὺ δὲν εἶναι ἴση ἡ ζημία. Ἐκεῖ, ἄν παλεύης σύμφωνα μὲ τὴ γνώμη τῶν πολλῶν καὶ ὄχι τοῦ δασκάλου ἡ ζημία περιορίζεται στὸ πάλαιμα, ἐδῶ ὅμως ἡ ζημία ἀναφέρεται στὴν αἰώνιο ζωή. Ἄν ἔχης γίνει ὅμοιος μὲ τὸ Θεὸ κατὰ τὴν ἐλεημοσύνη, γίνου ὅμοιος καὶ στὸ νὰ μὴν ἐπιδεικνύεσαι. Ὅταν ἐθεράπευε, ἔλεγε νὰ μὴν τὸν ἀναφέρουν σὲ κανένα. Θέλεις μήπως νὰ ὀνομαστῆς ἐλεήμων ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους; Ποιὸ τὸ κέρδος; Δὲν ὑπάρχει κέρδος ἀλλὰ ζημία ἀπέραντη. Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ποὺ καλεῖς σὰν μάρτυρες, γίνονται ληστὲς τῶν θησαυρῶν τῶν οὐρανῶν. Κι ὄχι αὐτοὶ ἀλλὰ ἐμεῖς, ποὺ λαφυραγωγοῦμε τὸ δικό μας θησαυρὸ καὶ διασκορπίζομε τὸν οὐράνιο μισθό μας. Καινούργια συμφορὰ καὶ παράδοξο πάθημα. Ὅπου δὲν ἀφανίζει τὸ σαράκι καὶ δὲν ἁρπάζει ὁ κλέφτης, σκορπίζει ἡ κενοδοξία. Αὐτὸ εἶναι τὸ σαράκι τῶν θησαυρῶν τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτὴ κρυφὰ ἀφαιρεῖ τὸν ἀσύλητο πλοῦτο. Αὐτὴ ὅλα τ’ ἀφανίζει καὶ τὰ καταστρέφει. Ἐπειδὴ βλέπει ὁ διάβολος ὅτι κι ἀπὸ ληστὲς κι ἀπὸ σκουλήκι κι ἀπὸ ἄλλες ἐπιβουλὲς εἶναι ἄπαρτο αὐτὸ τὸ ὀχυρὸ ἀφαιρεῖ κρυφὰ τὸν πλοῦτο μὲ τὴν κενοδοξία.

δ΄. Ἀλλὰ ποθεῖς τὴ δόξα; Δὲν σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ δόξα τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, ποὺ δέχεται τὴν ἐλεημοσύνη ἀλλὰ ἐπιθυμεῖς καὶ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων; Πρόσεξε μὴν πάθης τὸ ἀντίθετο. Μὴ σὲ κατηγορήση κανένας ὅτι δὲν ἐλεεῖς ἀλλὰ κάμεις θέατρο καὶ ζητᾶς τιμές, ὅτι θεατρίζεις τὶς ξένες συμφορές. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι μυστήριο. Κλεῖσε λοιπὸν τὴν θύρα σου, γιὰ νὰ μὴ δῆ κανένας αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι σωστὸ νὰ δῆ. Γιατὶ τὰ δικά μας τὰ μυστήρια εἶναι αὐτά, ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ μὲ τὴν ἀπέραντη εὐσπλαχνία του μᾶς ἐλέησε ἄν καὶ εἴμαστε ἀνυπάκουοι. Καὶ ἡ πρώτη παράκλησι εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἔλεος, ὅταν παρακαλοῦμε γιὰ τὶς πράξεις μας. Καὶ ἡ δεύτερη πάλι παράκληση, γιὰ αὐτοὺς ποὺ περνοῦν τὸν κανόνα τῆς μετάνοιάς τους, πολὺ  ἔλεος ἐπιζητεῖ. Ἀλλὰ καὶ ἡ τρίτη γιὰ μᾶς τοὺς ἴδιους, κι αὐτὴ τὰ ἀθῶα παιδιὰ τοῦ λαοῦ προβάλλει, νὰ παρακαλοῦν τὸ Θεὸ γιὰ νὰ δείξη τὴν ἀγάπη του. Ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι ἀναγνωρίσαμε τ’ ἀμαρτήματά μας, ἐμεῖς ὑψώνομε φωνὴ παρακλήσεως γιὰ κείνους ποὺ ἔχουν ἁμαρτήσει πολὺ καὶ ποὺ ἀξίζει νὰ κατηγορηθοῦν·  γιὰ μᾶς πάλι ὑψώνουν φωνὴ τὰ παιδιὰ ποὺ τοὺς μιμητὲς τῆς ἁπλότητάς τους περιμένει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὁ τύπος αὐτὸς θέλει νὰ δείξη τοῦτο ἀκριβῶς, ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν παιδικὴ ταπεινοσύνη κι εἰλικρίνεια, αὐτοὶ μποροῦν νὰ ζητήσουν τὴ σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν. Πόση συμπόνια καὶ φιλανθρωπία περικλείει αὐτὸ τὸ μυστήριο, τὸ γνωρίζουν ὅσοι τὸ σκέπτονται. Καὶ σὺ λοιπὸν ὅταν ἐλεῆς κάποιον κατὰ τὴ δύναμή σου, κλεῖσε τὴ θύρα σου. Ἄς τὸ γνωρίζη μόνο αὐτὸς ποὺ δέχεται τὴν ἐλεημοσύνη σου καὶ μήτε αὐτὸς ἄν εἶναι δυνατό. Ἄν διαπλατώσης τὶς θύρες, διαπομπεύεις τὸ μυστήριό σου. Πρέπει νὰ καταλάβωμε ὅτι κι ὁ ἴδιος ἐκεῖνος, ποὺ ἐπιδιώκομε τὴ δόξα του, κι αὐτὸς θὰ μᾶς καταδικάση, κι ἄν εἶναι φίλος μας θὰ μᾶς κατηγορῆ μέσα του, ἄν εἶναι ἐχθρός μας θὰ μᾶς γελάση καὶ σ’ ἄλλους. Ἔτσι θὰ πάθωμε τ’ ἀντίθετα ἀπὸ ὅτι ἐπιθυμοῦμε. Σὺ ἐπιθυμεῖς νὰ σὲ ἀποκαλέση ἐλεήμονα κι αὐτὸς θὰ σὲ πῆ κενόδοξο, ἀνθρωπάρεσκο καὶ πολλὰ ἄλλα χειρότερα ἀπὸ τοῦτα. Μὸνο ἄν κρύψεις τὴν ἐλεημοσύνη του τότε θὰ σὲ ὀνομάσει φιλάνθρωπο καὶ σπλαχνικό. Ὁ Θεὸς δὲν ἀφήνει νὰ μείνη κρυφὴ ἀλλὰ ἄν σὺ τὴν κρύψης ἐκεῖνος θὰ τὴν κάνη ὁλοφάνερη καὶ ἔτσι θὰ εἶναι ὁ θαυμασμὸς μεγαλύτερος καὶ περισσότερο κέρδος. Ὥστε καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴ δόξα εἶναι ἀντίθετη ἡ ἐπίδειξη. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ ἐπιδιώκομε θερμά, αὐτὸ τὸ ἴδιο συναντοῦμε σὰν ἀντίπαλο. Ὄχι μονάχα δὲν κερδίζομε τὴ δόξα τοῦ ἐλεήμονος, ἀλλὰ τὴν ἀντίθετη κι ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸ δεχόμαστε καὶ πολλὴ ἄλλη ζημία. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἄς τὴν ἀποφεύγωμε κι ἄς ἐπιθυμοῦμε μόνο τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι θὰ ἐπιτύχωμε καὶ τὴ δόξα τῆς γῆς καὶ θ’ ἀπολαύσωμε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.



Περί Οικουμενικού Πατριάρχη: «Αλήθεια συμβαδίζει η Ορθοδοξία με την Ορθοπραξία του;»

papas-bartholomaios

Επικειμένης της επισκέψεως του οικουμενιστή Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στη Χίο, συντάσσονται αυτές οι γραμμές των οποίων η δημοσίευσή θα συμπέσει με την άφιξή του, την 11η Σεπτ. 2015. Με την ευκαιρία τούτη επιθυμώ να φέρω εις γνώση των αναγνωστών ή να ανασύρω στη μνήμη των, κάποια γεγονότα από το παρελθόν, που δεν είναι ικανός ο χρόνος να σκιάσει.


Αναμφιβόλως η επίσκεψίς του, αποτελεί ιστορικό και μόνον γεγονός, επ” ουδενί όμως θρησκευτικό. Κλήρος και λαός θα υποδεχθεί αυτόν όπως προγραμματίζεται από την Μητρόπολη Χίου μετά πάσης Τιμής ως τον Προκαθήμενο πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών, ως τον κατέχοντα το ύπατο θρησκευτικό αξίωμα και τον θεσμό τον οποίον εκπροσωπεί, αλλά και ως τον συνεχιστή της σκλαβωμένης Εκκλησίας του Γένους μας εις την Κωνσταντινούπολη, την Βασιλεύουσα των καρδιών μας, παρ” όλα τα σοβαρότατα και επαναλαμβανόμενα δυστυχώς ατοπήματά του, εις βάρος του Σώματος της Ορθοδόξου Αγίας μας Εκκλησίας, όπως ο διάλογος μετά των αιρετικών παπικών, τα συλλείτουργα και οι συμπροσευχές με αυτούς (αφού η αίρεσις του παπισμού ούτε καν θρησκεία είναι, επειδή δεν γίνεται παραδεκτό το Άγιο και ζωοποιό Πνεύμα από εκείνους).
Και όχι μόνον, ο προκαθήμενος έχει μακράν «ιστορία» πολύ πέρα από τις επαφές με τους παπικούς:
1. Kοινή Ορθοδοξομουσουλμανική εμφάνισίς του στην Ατλάντα της Τζώρτζια ΗΠΑ στις 29 Οκτωβρίου 2009 με προσφορά από τον κ. Βαρθολομαίο του Κορανίου προς τον πρόεδρο της Coca Cola, αποκαλώντας ο κ. Βαρθολομαίος το Κοράνι Άγιο Βιβλίο (!!!)
(Αλήθεια συμβαδίζει η Ορθοδοξία με την Ορθοπραξία του;;;)
2. Kοινή Ορθοδοξοεβραϊκή εμφάνισή του σε Συναγωγή της Νέας Υόρκης την 28η Οκτωβρίου 2009, αποκαλώντας την συναγωγή Ευλογημένη (!!!) ενώ συνεχίζοντας επί λέξει ανέφερε: Έχουμε κοινό παρελθόν που μας ενώνει όπως τα θρησκευτικά βιβλία που μοιραζόμαστε, όπως οι Πατριάρχες και οι προφήτες. (Και τότε εμείς οι Ορθόδοξοι τι την θέλουμε την Κενή Διαθήκη; αφού κατά τον Πατριάρχη καλή είναι και η Παλαιά που μας «ενώνει»;)
Κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο [Λόγος Β” §γ”] : «δεν τρομάζεις με το να έρχεσαι και να κοινωνείς από την Αγία τράπεζα και να παίρνεις μέρος στην κοινωνία του Τιμίου αίματος εσύ που επικοινώνησες μ” εκείνους πού έχυσαν το αίμα του Χριστού; Δεν ανατριχιάζεις; δε φοβάσαι που έκανες τέτοιες παρανομίες;
Και τι λέγει ο 65ος Αποστολικός Κανόνας της Εκκλησίας μας;
«Εί τις κληρικός, ή λαϊκός εισέλθοι εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών προσεύξασθαι, ο μεν καθαιρείσθω, ο δε αφοριζέσθω».
«Αν ένας κληρικός (ιερωμένος) ή λαϊκός (απλός πιστός) εισέλθει σε συναγωγή Ιουδαίων, ή προσευχηθεί με αιρετικούς, ο μεν πρώτος καθαιρείται, ο δε δεύτερος αφορίζεται».
3. Εις την Καμπέρα της Αυστραλίας το 1991, σε Γροιλανδία 2007 και Ασσίζη της Ιταλίας 2011 εις πανθρησκειακάς συμπροσευχάς του με τον Πάπα, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες, Ιουδαίους Ραββίνους, Ισλαμιστές, Θιβετιανούς Μοναχούς, Μάγους ακόμη και Ινδιάνους, Βουδιστές, Ειδωλολάτρες, Παγανιστές και Σατανιστές. (!!!) Εις δε την Γροιλανδία η συμπροσευχή εγένετο εμπρός σε μια κρυστάλλινη σφαίρα, στο ειδώλιο της Γαίας, στο υπέρτατο Όν της ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΤΗΣ ΓΑΙΑΣ (!!!) (Λησμόνησε τον όντως, Μόνον Έναν Τριαδικό Θεό. Πατέρα, Υιόν και το Άγιον Πνεύμα.)
Τοιουτοτρόπως, κατ” επέκτασιν και ένεκα της παγίας τακτικής του, ο κ. Βαρθολομαίος, ο επιφανής Πατριάρχης της παγκοσμιοποιήσεως, κατέστη φίλος των αιρετικών και εχθρός των Ορθοδόξων και όλων όσων Τιμίως τον ήλεγξαν ως παραβάτην του Ορθοδόξου δόγματος διά τα οικουμενιστικά έκτροπα εις τα οποία μετά μεγίστης σπουδής επεδώθη. (διωκόμενοι Εσφιγμενίτες Μοναχοί, αείμνηστος Θεολόγος Νικόλαος Σωτηρόπουλος – επιβολή επαισχύντου αφορισμού του μέχρις εσχάτων!!!).
Παρά ταύτα, τινές ελλαδικές Μητροπόλεις του αποδίδουν Τιμάς ως να είναι «Ευλογημένος ο Ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου», ανεπαίσχυντα κωφεύουσες και σιωπούσες!!! Όμως, εν τη προσπαθεία τους αυτή, και καθ” υπερβολήν του μέτρου, παραβαίνουν κατά πολύ τον ψυχοσωτήριο προορισμό που ετάχθησαν να υπηρετούν, τον οποίο και λίαν προκλητικώς επικαλούνται (!!!) ευκαίρως και ακαίρως, περιοριζόμεναι κατ” ουσίαν, αποκλειστικώς εις τα γηϊνα, τα πρόσκαιρα και τα φθαρτά και τα ματαιόδοξα.
Όμως ο κ. Βαρθολομαίος είναι μόνον ενάντιος του πνεύματος της Ορθοδοξίας – Ορθοπραξίας; Όχι δυστυχώς. Κατέστη ενάντιος και του πνεύματος της Εθνικής Παλιγγενεσίας του 1821, το οποίον εορτάζομε και Τιμούμε εκάστην 25η Μαρτίου. Ιδού τι είπε: «Δυστυχώς οι δύο λαοί διέκοψαν την υπέροχη συμβίωση των 400 χρόνων όταν ξεσηκώθηκαν κάτι ξεβράκωτοι το 1821 και δημιούργησαν τις γνωστές προστριβές». Η είδηση κατεγράφη από τις εφημερίδες «Αυριανή» της 26ης Οκτωβρίου 1991 και «Ελεύθερη Ώρα» της 30ης Οκτωβρίου 1991. Με απλές κουβέντες λοιπόν διεκήρυξε ότι οι ξεβράκωτοι ήρωες και απελευθερωτές πρόγονοί μας, χάλασαν την «ωραία σχέση» που είχαμε με τους Τούρκους.
Αυτά τα ολίγα θεωρώ ότι αρκούν και έκαστος συμπολίτης μας, ας πράξει κατά την καρδία του.
Σταμάτης Κουτσοδόντης
Εφημερίδα «Πολίτης» 9 Σεπτ. 2015
Εφημερίδα «Χιώτικη Διαφάνεια» 10 Σεπτ. 2015


Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΣΕ ΕΠΛΑΣΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΣΟΥ (Μέγας Βασίλειος)


Υπάρχουν, αγαπητέ, δύο τρόποι προσευχής: ο ένας είναι της με ταπεινοφροσύνη δοξολογίας και ο δεύτερος, που ακολουθεί, της αιτήσεως. Όταν λοιπόν προσεύχεσαι, μην αρχίζεις αμέσως με αίτηση αλλιώς γίνεται ύποπτη η προαίρεσή σου, ότι δηλαδή προσεύχεσαι στο Θεό πιεζόμενος από ανάγκη.


Όταν λοιπόν αρχίσεις την προσευχή, άφησε τον εαυτό σου κατά μέρος, τη γυναίκα, τα παιδιά σου· άφησε τη γη, πέρασε πάνω από τον ουρανό, άφησε όλη την κτίση, ορατή και αόρατη, και άρχισε από τη δοξολογία του Ποιητή των όλων. Και όταν τον δοξολογείς, να μην περιπλανάται ο νους σου εδώ κι εκεί, ούτε να μυθολογείς όπως οι εθνικοί, αλλά διαλέγοντας από τις άγιες Γραφές να λέγεις: «Σε ευλογώ, Κύριε, τον μακρόθυμο, τον ανεξίκακο που μακροθυμείς κάθε μέρα για τα πλημμελήματά μου και που έδωσες σε όλους μας το δικαίωμα της μετανοίας. Γι’ αυτό σιωπάς και μας ανέχεσαι, Κύριε, για να Σε δοξολογούμε που οικονομείς τη σωτηρία του γένους μας, άλλοτε με το φόβο, άλλοτε με συμβουλές, άλλοτε με τους προφήτες, και τελευταία με την επίσκεψή Σου, την παρουσία του Χριστού Σου. Διότι «Συ μας έπλασες και όχι εμείς. Συ είσαι ο Θεός μας» (Ψαλμ. 99, 3).

Και όταν δοξολογήσεις από τις Γραφές, όπως μπορείς, και αναπέμψεις αίνο στο Θεό, τότε άρχισε με ταπεινοφροσύνη να λες: «Εγώ, Κύριε, δεν είμαι άξιος να μιλήσω μαζί Σου, διότι είμαι πολύ αμαρτωλός». Και αν ακόμη δεν σε ελέγχει η συνείδησή σου για κάτι κακό, έτσι πρέπει να λες· διότι κανείς δεν είναι αναμάρτητος, παρά μόνο ο Θεός- και διότι ενώ κάνουμε πολλές αμαρτίες, τις περισσότερες ούτε καν τις συνειδητοποιούμε. Όταν λοιπόν απευθύνεις λόγο ταπεινοφροσύνης και πεις: «Σε ευχαριστώ, Κύριε, που μακροθύμησες για τα παραπτώματά μου και μέχρι τώρα με άφησες ατιμώρητο, διότι εγώ ήμουν άξιος να πάθω πολλά δεινά και να απορριφθώ από το πρόσωπό σου, αλλά η ανεξίκακη φιλανθρωπία σου μακροθύμησε σε μένα· Σε ευχαριστώ, αν και δεν επαρκώ να ευχαριστήσω την ανεξικακία σου…». Και τότε, όταν συμπληρώσεις τα δύο αυτά μέρη, της δοξολογίας και της ταπεινοφροσύνης, ζήτησε ό,τι οφείλεις να ζητήσεις: όχι πλούτο, όπως είπα πριν, όχι επίγεια δόξα, όχι σωματική υγεία. Διότι αυτός που σε έπλασε ενδιαφέρεται για τη σωτηρία σου και γνωρίζει τί συμφέρει στον καθένα, να υγιαίνει ή να ασθενεί -αλλά ζήτησε, όπως προστάχθηκες, τη βασιλεία του Θεού. Διότι, όπως είπα, αυτός θα φροντίσει για την υγεία του σώματος. Επειδή ο βασιλιάς μας έχει πολλές αξιώσεις από εμάς και αγανακτεί εάν κάποιος του ζητήσει κάτι μικρό, εάν του ζητήσει πράγματα που δεν του αρμόζουν. Μη λοιπόν προκαλέσεις με την προσευχή σου την αγανάκτηση του Θεού, αλλά ζήτησε για τον εαυτό σου πράγματα αντάξια του βασιλέως Θεού. Όταν δε ζητάς πράγματα αντάξια του Θεού, μη σταματήσεις μέχρι να τα λάβεις. Διότι αυτό εννοούσε ο Κύριος στο Ευαγγέλιο λέγοντας: «Ποιός από σας θα είχε φίλο και πηγαίνοντας σ’ αυτόν μεσάνυκτα θα του έλεγε: φίλε, δάνεισέ μου τρία ψωμιά, επειδή με επισκέφθηκε φίλος από ταξίδι και δεν έχω τί να του δώσω να φάει, κι εκείνος θα αποκρινόταν από μέσα: μη με ενοχλείς, επειδή η πόρτα έχει ήδη κλείσει και τα παιδιά μου είναι μαζί μου στο κρεβάτι, δεν μπορώ να σηκωθώ να σου δώσω; Σας λέω, ακόμη και εάν δεν σηκωθεί να του δώσει επειδή είναι φίλος του, έστω για την αναίδειά του θα σηκωθεί και θα του δώσει όσα χρειάζεται» (Λουκ. 11, 5-8). Μην πεις λοιπόν είμαι αμαρτωλός και δεν θα εισακουστώ. Διότι ακριβώς για να μην απελπίζεσαι, είπε «και αν δεν του δώσει επειδή είναι φίλος του, έστω για την αναίδειά του…».

(Από το βιβλίο «Ο κόσμος της Προσευχής», εκδ. Κάλαμος)


Πηγή: alopsis.gr




Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ από την καινοτομήσασα Εκκλησία της Ελλάδος

Αποτέλεσμα εικόνας για Ο ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ





(ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΚΛΕΚΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ κ. ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΝΟΥΣΗ, Ο ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ, Ζ΄ ΈΚΔΟΣΙΣ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2010, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ, ΑΘΗΝΑ, ΣΕΛ. 72)

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Ο ΑΟΙΔΗΜΟΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΚΑΒΟΥΡΙΔΗΣ



῾Ο ῾Ομολογητὴς ῾Ιεράρχης Μητροπολίτης,πρώην Φλωρίνης κ.Χρυσόστομος Καβουρίδης,῾Ηγέτης τῆς Μαρτυρικῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Πατρίου ῾Ημερολογίου ῾Ελλάδος 1870 - 7.9.1955. 

Ως ελάχιστη ἀπότισι τιμῆς στὴν ἱερὰ μνήμη τοῦ συγχρόνου ῾Ομολογητοῦ τῆς ᾿Ορθοδοξίας,Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου Καβουρίδη,ὑπενθυμίζουμε συνοπτικῶς ὡρισμένα βιογραφικὰ στοιχεῖα του,τὰ ὁποῖα παρουσιάζουν ἀνάγλυφα τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τοῦ ἐκλεκτοῦ αὐτοῦ σκεύους τῆς Θείας Χάριτος,πρὸς παραδειγματισμόν,στήριξιν καὶ ἐνίσχυσιν ἰδίως τῆς νεωτέρας γενεᾶς τοῦ ᾿Ακαινοτομήτου Πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας,ἀλλὰ καὶ ἀναζωπύρωσι τῆς ὁμολογιακῆς του παρρησίας στὶς δύσκολες ἡμέρες μας.Ο ἀείμνηστος ῾Ιεράρχης Χρυσόστομος Καβουρίδης ἐγεννήθη στὶς 13.11.1870 στὴν Μάδυτο τῆς ᾿Αν.Θράκης ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς.Λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας κλήσεώς του στὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ τῆς ὀξυνοίας του,ἐπεθύμησε νὰ φοιτήση στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης,ὅπου καὶ ὡλοκλήρωσε τὶς σπουδές του τὸ 1901 μὲ βαθμὸ ἄριστα.Τὸ ἴδιο ἔτος ἐχειροτονήθη Διάκονος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη ᾿Ιωακεὶμ τὸν Γ' καὶ διετέλεσε ῾Ιεροκῆρυξ Πανόρμου καὶ ἀργότερα Μέγας Πρωτοσύγκελλος τῶν Πατριαρχείων.


Διεκρίνετο ἐξ ἀρχῆς γιὰ τὸ σεμνοπρεπὲς καὶ ἀκέραιον τοῦ χαρακτῆρος του,γιὰ τὴν μεγάλη ἐμβρίθεια καὶ τὴν ρέουσα ρητορικότητά του,γιὰ τὰ διοικητικά του χαρίσματα καὶ γιὰ τὸν ἡρωϊσμὸ τῆς ψυχῆς του.Τὴν 6.8.1908,σὲ ἡλικία 38 ἐτῶν,ἐχειροτονήθη ᾿Επίσκοπος ῎Ιμβρου καὶ Τενέδου καὶ τὸ 1912 προήχθη σὲ Μητροπολίτη Πελαγονίας,μὲ ἕδρα τὸ Μοναστήριον (Βιτώλια) τῆς Βορείου Μακεδονίας,στὴν ἰδιαίτερα νευραλγικὴ αὐτὴ θέσι κατὰ τὴν ἐξαιρετικὰ δύσκολη ἐποχὴ τοῦ Α' Παγκοσμίου Πολέμου καὶ τῶν ταραγμένων χρόνων μετὰ ἀπὸ αὐτόν,ὅπου καὶ ἀνέπτυξε θαυμαστὴ ἐθνικοθρησκευτικὴ δρᾶσι.᾿Αγωνίσθηκε ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος γιὰ τὰ δίκαια τῆς ᾿Ορθοδοξίας καὶ τοῦ ῾Ελληνισμοῦ καὶ ἐτιμήθη γιὰ τὴν δραστηριότητά του.῞Ομως,ἐξ αἰτίας πολιτικῶν μεταβολῶν στὸν χάρτη τῆς περιοχῆς τῆς ᾿Επαρχίας του,εὑρέθη ἐξόριστος στὸ ῞Αγιον ῎Ορος τὸ 1918 μὲ ἀκόλουθο τὸν Διάκονό του ᾿Αθηναγόρα Σπύρου,τὸν μετέπειτα Οἰκουμενιστή,δυστυχῶς, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως!Στὴν ἐντελῶς παράνομη καὶ ἀντικανονικὴ ἐκλογὴ ὡς Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τοῦ διαβοήτου Μελετίου Μεταξάκη τὸ 1921,ὁ ἐραστὴς τῆς Κανονικῆς Τάξεως πρώην Πελαγονίας Χρυσόστομος ἀντετάχθη σθεναρῶς καὶ κατέφυγε στὴν ᾿Αλεξάνδρεια γιὰ νὰ ἀποφύγη πιθανὴ δεύτερη ἄδικο ἐξορία.῾Ο Μελέτιος Μεταξάκης προσεπάθησε νὰ τὸν καθαιρέση,ἀλλὰ ἡ προσπάθειά του ἐναυάγησε.Περὶ τὸ ἔτος 1926,μετὰ ἀπὸ σύντομο ἐκλογή του ὡς Μητροπολίτου Φιλιατῶν καὶ Γηρομερίου, ὁ θαρραλέος ῾Ιεράρχης Χρυσόστομος ἐτοποθετήθη στὴν νεοϊδρυθεῖσα τότε Μητρόπολι Φλωρίνης,τὴν ὁποία καὶ διεποίμανε θεοφιλῶς μέχρι τὸ 1932,ὁπότε καὶ παρητήθη τῆς ἐνεργοῦ δράσεως διὰ λόγους ὑγείας,παραμείνας στὴν ᾿Αθήνα καὶ ἀφοσιωθεὶς στὸ κήρυγμα,τὴν συγγραφὴ καὶ τὴν φιλανθρωπία.Τότε ἦταν ποὺ ἄρχισε νὰ συνεργάζεται μὲ τοὺς ᾿Ακαινοτομήτους τοῦ Πατρίου ῾Ημερολογίου, συγγράφων ἄρθρα στὸ ἐπίσημο περιοδικό τους «Κῆρυξ τῶν ᾿Ορθοδόξων» μὲ τὴν ὑπογραφὴν «᾿Εκκλησιαστικός».Οἱ συνθῆκες πλέον εἶχαν ὡριμάσει.Η Χάρις τοῦ Θεοῦ,ἡ ῾Οποία προετοίμαζε μέσα ἀπὸ τὶς ἀνεξιχνίαστες ὁδούς Της τὸν ἀγωνιστὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας κατὰ τῆς Καινοτομίας τοῦ νέου ἡμερολογίου,τῆς ἀπαρχῆς αὐτῆς τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὸν χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καλοῦσε τώρα τὸν ὑπάκουο δοῦλο Της σὲ δρᾶσι ἀπὸ μία νέα ἔπαλξι.Καὶ ὁ ἐκλεκτὸς ἐργάτης τοῦ Κυρίου,ὡς πιστὸς καὶ φρόνιμος Οἰκονόμος συγκατετέθη καὶ ἔτσι ἄρχισε ἡ πιὸ ἔνδοξη καὶ δύσκολη περίοδος τῆς ζωῆς του,ἡ ὁποία τοῦ ἔπλεξε τὸν ἀμαράντινο χρυσοῦν στέφανο τῆς ῾Ομολογίας...Τὸ ἔτος 1935,μαζὶ μὲ τοὺς Μητροπολῖτες Δημητριάδος Γερμανὸ καὶ Ζακύνθου Χρυσόστομο, ἀποτειχίζονται ἐκ τῆς καινοτόμου ἐκκλησίας τοῦ νέου ἡμερολογίου καὶ ἀναλαμβάνουν τὴν διαποίμανσι τοῦ στερουμένου μέχρις ἐκείνης τῆς στιγμῆς ᾿Αρχιερέως ἡρωϊκοῦ Ποιμνίου τοῦ Πατρίου ῾Ημερολογίου.Τὸ χαρμόσυνο καὶ ἱστορικὸ αὐτὸ γεγονός,ἀνυπολογίστου πνευματικῆς ἀξίας καὶ σπουδαιότητος, ἐπεσφραγίσθη μὲ Θεία Λειτουργία στὸν Κολωνὸ ᾿Αθηνῶν τὴν 13.5.1935 τῇ συμμετοχῇ πλέον τῶν 25.000 πιστῶν τοῦ Πατρίου!Αμέσως συνεκροτήθη ἡ ῾Ιερὰ Σύνοδος τῶν ᾿Ακαινοτομήτων καὶ ἐχειροτονήθησαν τέσσερις νέοι ᾿Αρχιερεῖς,ἐφ᾿ ὅσον ἡ σύνοδος τῆς Καινοτομίας,ὄχι μόνον δὲν ἀνένηψε,μετὰ ἀπὸ τὴν ἔκκλησιν ἐπανορθώσεως ποὺ τῆς ἀπηύθυναν οἱ τρεῖς ῾Ομολογηταὶ ῾Ιεράρχαι,ἀλλὰ καταθορυβηθεῖσα καὶ καταταραχθεῖσα,προέβη σὲ διώξεις καὶ ἐξορίες αὐτῶν.Ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος καὶ οἱ μετ᾿ αὐτὸν «καθηρέθησαν» ὑπὸ τῶν Καινοτόμων,πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ τίτλον τιμῆς καὶ διάσημον ᾿Ορθοδοξίας, καὶ ὁ ἴδιος συνελήφθη καὶ ἐξωρίσθη στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου Διονυσίου ᾿Ολύμπου. ᾿Εκεῖ παρέμεινε ἐπ᾿ ὀλίγον διότι ἀνεκλήθη συντόμως.῎Εκτοτε ἀφιερώθη ψυχῇ τε καὶ σώματι στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀναστύλωσι τῆς Πατρώας Παραδόσεως,στὴν ἐνίσχυσι καὶ διαποίμανσι τῶν διωκομένων προβάτων τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀντιμετώπισι τῶν πειρασμῶν τῆς διασπάσεως τῶν ᾿Ακαινοτομήτων ἐξ αἰτίας θεολογικῆς ἀγνοίας καὶ ἀκαμψίας,ὡς καὶ τραγικῆς ἐλλείψεως ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους καὶ χαρισματικῆς εὐλυγισίας.Χάριτι Θεοῦ,ἀντεπεξῆλθε σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς δυσκολίες μὲ αληθινή γαλήνη ψυχῆς,λειτουργῶν,προσευχόμενος,παραδειγματίζων,ὁμιλῶν,κηρύττων ή συγγράφων,περιοδεύων και ἀπολογούμενος είναι αλήθεια,ἐν μέσῳ πολλών δυσκόλων και από κάθε απόψεως ποικίλων ἀντιξοοτήτων:λοιδορούμενος,διωκόμενος,ὑστερούμενος,θλιβόμενος,κακουχούμενος,συρόμενος στὰ εἰδώλια τῶν δικαστηρίων καὶ ἀδικούμενος...Καὶ ὅλα αὐτὰ ὄχι μόνον,δυστυχῶς,ἀπὸ τοὺς Καινοτόμους διώκτας του,ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του ἐν Χριστῷ καὶ συναγωνιστάς του!... Καὶ δὲν θὰ ἦταν ἀνθρωπίνως δυνατὸν νὰ τὰ ἀνθέξη,ἂν δὲν εἶχε αἰσθητὴ τὴν ἀντίληψι τῆς Θείας Χάριτος καὶ μία σιδηρᾶ πίστι καὶ ἀποφασιστικότητα ἕως θανάτου.Τὸ 1951 ξέσπασε ὁ νέος φοβερὸς διωγμὸς τῶν καινοτόμων κατὰ τῶν ᾿Ορθοδόξων τοῦ Πατρίου ἐπὶ ἀρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος Βλάχου.Ο ῾Ομολογητὴς ῾Ιεράρχης πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος συλλαμβάνεται καὶ ἐξορίζεται ἐπὶ δεκαπεντάμηνον στὴν ἀπομακρυσμένη ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Υψηλοῦ Μιτυλήνης,διανύων ἤδη τὸ 81ο ἔτος τῆς ἡλικίας του!Καὶ πάλι τὸ ἀδαμάντινον τῆς ψυχῆς του ἔμεινε στερρὸ καὶ λαμπερὸ καὶ ἡ δρόσος τῆς Χάριτος τὸν ἐπαρηγόρει θαυμασίως.Εἶναι ἐνδεικτικόν,ὅτι ὅταν κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ φύλακάς του στὸ κελλὶ τῆς ἐξορίας του,εἶδε αὐτὸν νὰ προσεύχεται περιβαλλόμενον φῶς οὐράνιον καὶ ἀστραπηβόλον!...Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐξορίας του αὐτῆς,τοῦ ἔγινε πρότασις ἀπὸ τὸν πρώην Διάκονό του καὶ ἤδη πατριάρχη ᾿Αθηναγόρα νὰ ἐπανέλθη στὴν Καινοτομία καὶ νὰ «ἀποκαταστασθῆ», ἐγκαταλείπων ἔτσι τὸν ῾Ιερὸν ᾿Αγῶνα καὶ τὶς ᾿Αρχές του.Η ἀξιοπρεπεστάτη ἀπάντησις τοῦ ῾Ομολογητοῦ ῾Ιεράρχου ἦταν βεβαίως ἀρνητική,ὡς ἀπόρροια δὲ μιᾶς ἀρχιερατικῆς καρδιᾶς,φλεγομένης ἀπὸ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία,πέρασε στὴν ῾Ιστορία.Μετὰ τὴν ἐπανάκαμψή του καὶ ἕως τῆς τελευτῆς του συνέχισε τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως καὶ ἀρετῆς.Η ἁγιότης τοῦ βίου του,τὸ σεμνὸν,κόσμιον, ἀφιλοχρήματον καὶ ἀξιοπρεπές,ἡ εὐγένεια,τὸ ἦθος καὶ ἡ διάχυτος καλωσύνη του, τὸ ταπεινὸν καὶ πρᾶον τοῦ χαρακτῆρος του ἀκόμη καὶ στὶς πλέον θυελλώδεις στιγμὲς τοῦ ἀγῶνος του,ἡ λεπτότης τῶν τρόπων του καὶ ὁ σεβασμός,μὲ τὸν ὁποῖον ἀντιμετώπιζε πάντα ἄνθρωπον καὶ τὸν πλέον «κατώτερόν» του ἀπὸ πάσης ἀπόψεως,προσέδιδαν στὴν ἁγνή του ὕπαρξι μίαν οὐράνια διάστασι.Απέπνεε ἀπέραντο σεβασμὸ στὸ περιβάλλον του,στοὺς συνεργάτες καὶ στὰ πνευματικά του τέκνα,ὅμως ποτὲ δὲν τὸ ἐκμεταλλευόταν αὐτό,ὥστε νὰ ἐπιβάλλη κάτι παρὰ τὴν θέλησι ἢ τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεσί τους.Εἶχε μεγάλη ἀνεξικακία καὶ οὐδέποτε παραφέρθηκε κατὰ τῶν διωκτῶν καὶ συκοφαντῶν του.Ποτὲ ἐπίσης δὲν μέμφθηκε ἢ κατέκρινε κάποιον γιὰ ὁποιοδήποτε ἁμάρτημα,λάθος ἢ ἐλάττωμα ἀντιλαμβανόταν.'Ηταν ὑπεράνω μικροπρεπειῶν καὶ ἀπρεπειῶν καὶ τὸν διέκρινε τὸ λιτὸν καὶ ἀπέριττον σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς του.῾Η περιβολή του,ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ναοῦ,ἦταν ἡ ἁρμόζουσα σὲ ῾Ιεράρχη μαρτυρικοῦ,ἐμπεριστάτου καὶ διωκομένου Ποιμνίου,χωρὶς ἴχνος ματαιοδοξίας,αὐταρεσκείας καὶ προκλητικῆς ἐπιδεικτικότητος.

῾Ο φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ καθήκοντος τὸν συνεῖχαν μέχρι τῆς τελευταίας ἡμέρας τῆς ἐπιγείου ζωῆς του.῎Ετσι,ἀρχὰς Σεπτεμβρίου τοῦ 1955,προαισθανόμενος τὸ τέλος του,ἐκάλεσε τὸν Πνευματικό του,τὸν χαρισματικὸ π. ᾿Ιωάννη τῆς ᾿Αμφιάλης,γιὰ νὰ ἐξομολογηθῆ.Καθαρμένος ψυχικῶς καὶ σωματικῶς,ἐζήτησε νὰ τοῦ στρώσουν σὲ καθαρὰ ὁλόλευκα σεντόνια καὶ παρέδωσε ἀνώδυνα καὶ εἰρηνικὰ τὴν ὁλόλευκη ψυχή του στὸν Κύριο καὶ Θεό, γιὰ νὰ ἀναπαυθῆ ἐκ τῶν κόπων καὶ πόνων του! ῎Οντως,«τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ᾿Αρχιερεύς»!...᾿Ετάφη στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Πάρνηθος, κατὰ δὲ τὴν ἐκταφὴ τῶν ἱερῶν του Λειψάνων ἐξεχύθη μία λεπτὴ ἄρρητος εὐωδία σὲ ὅλο τὸ Μοναστήρι...Εἴθε ἡ εὐχή του νὰ μᾶς σκεπάζη,νὰ μᾶς συνοδεύη καὶ νὰ μᾶς ἐνισχύη στὴν διακράτησι τῆς ἱερᾶς Παρακαταθήκης αὐτοῦ!... 




Αντιγραφή από το περιοδικό ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ,αριθμός 298,Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2000,σελίδες 350,351,354.Τίτλος,επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.



Μακαριστός Ιεράρχης,πρώην Φλωρίνης κ.Χρυσόστομος Καβουρίδης

Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)





ΟΣΟΙ υπερηφανεύονται για τα καλά τους έργα και δεν έχουν πίστη στο Θεό, μοιάζουν με λείψανα νεκρών, που είναι ντυμένα με ωραία ρούχα, αλλά δεν αισθάνονται την ωραιότητά τους. Σε τι ωφελείται, δηλαδή, ο άνθρωπος, όταν έχει ψυχή ντυμένη με καλά έργα αλλά νεκρή; Τα έργα γίνονται για τον Κύριο και με την ελπίδα των επουράνιων βραβείων. Αν, λοιπόν, αγνοείς Εκείνον που προκηρύσσει τα βραβεία, τότε για ποιόν αγωνίζεσαι;

Για να φάει κανείς, πρέπει να είναι ζωντανός. Όποιος δεν έχει ζωή, δεν είναι δυνατό να δεχθεί τροφή. Για να ζήσει κανείς αιώνια, πρέπει να έχη πίστη στο Χριστό, πίστη που τρέφεται και με τα καλά έργα. Όποιος δεν έχει πίστη στο Χριστό, ακόμα κι αν κάνει καλά έργα, δεν είναι δυνατό να κερδίσει την ουράνια βασιλεία, αν έχει ζωντανή πίστη. Και θα σας το αποδείξω στη συνέχεια.

Ο ληστής, που σταυρώθηκε μαζί με τον Κύριο, κέρδισε τον παράδεισο μόνο και μόνο με την πίστη του.

Ο εκατόνταρχος Κορνήλιος έκανε πολλές ελεημοσύνες και προσευχές, αλλά δεν γνώριζε το Χριστό. Επειδή, λοιπόν, τα έργα δίχως πίστη είναι νεκρά, ο αγαθός και δίκαιος Θεός, για να επιβραβεύσει τα έργα του Κορνήλιου, του έστειλε έναν άγγελό Του, που του είπε: «Κορνήλιε, οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν ως το Θεό, κι Αυτός δεν σε ξεχνάει» (Πραξ. 10: 4). Θα απόρησε, βέβαια, ο εκατόνταρχος. “Μα αν οι προσευχές μου και οι ελεημοσύνες μου έγιναν δεκτές από τον Θεό, τι μου λείπει ακόμα για να είμαι δίκαιος;”, θα αναρωτήθηκε. Και ο άγγελος του εξήγησε: «Στείλε ανθρώπους στην Ιόππη και κάλεσε τον Σίμωνα, που λέγεται και Πέτρος. Αυτός θα σε διδάξει, πώς θα σωθείς κι εσύ και όλη η οικογένειά σου» (Πραξ. 11:13- 14). Αν, λοιπόν, ο Κορνήλιος σώθηκε με όσα τον δίδαξε ο Πέτρος, αυτό σημαίνει ότι δεν ήταν δυνατό να σωθεί μόνο με τα καλά του έργα. Χρειαζόταν και την πίστη.

Λένε για έναν ειδωλολάτρη φιλόσοφο, ότι, μπαίνοντας στο μέγαρο κάποιου άρχοντα και βλέποντας τους τοίχους καλυμμένους μ’ αστραφτερά μάρμαρα, την οροφή χρυσοστόλιστη και το πάτωμα στρωμένο μ’ ακριβά χαλιά, γύρισε κι έφτυσε τον οικοδεσπότη καταπρόσωπο∙ και όταν τον ρώτησαν, γιατί το έκανε αυτό, απάντησε, πως, επειδή δεν ήταν δυνατό να φτύσει κάπου αλλού, μια και το σπίτι όλο ήταν τόσο λαμπρά διακοσμημένο, αναγκάστηκε να φτύσει στο πρόσωπο του άρχοντα.

Βλέπεις, πόσο καταγέλαστος γίνεται εκείνος που φροντίζει μόνο για τα εξωτερικά, τα υλικά, τα φθαρτά, και πόσο περιφρονείται από τους συνετούς ανθρώπους; Και πολύ σωστά, βέβαια. Γιατί, όταν στολίζεις τοίχους και πατώματα, αδιαφορείς όμως για την αθάνατη ψυχή και την αφήνεις με κουρέλια, την αφήνεις πεινασμένη και πληγωμένη, την αφήνεις να κατασπαράζεται από τα νοητά θηρία, πες μου, δεν είσαι αξιοκατάκριτος, δεν είσαι για γέλια και για κλάματα;

Αν χάσεις χρήματα, μπορείς ν’ αποκτήσεις πάλι∙ το ίδιο αν χάσεις το σπίτι σου, το ζώο σου, οτιδήποτε από τα υπάρχοντά σου. Αν όμως χάσεις την ψυχή σου, άλλη ψυχή δεν θα μπορέσεις ν’ αποκτήσεις. Κι αν όλος ο κόσμος είναι δικός σου, δεν θα μπορέσεις, δίνοντας όσα έχεις και την οικουμένη ολόκληρη, ν’ αγοράσεις μια ψυχή.

Φοράς όχι ένα αλλά χίλια βασιλικά στέμματα; Αν το σώμα σου προσβληθεί από αγιάτρευτη αρρώστια, δεν θα μπορέσεις να αποκαταστήσεις την υγεία του, δίνοντας ακόμα και το βασίλειό σου ολόκληρο. Κι ας εξουσιάζεις τόσα και τόσα υγιή σώματα, τα σώματα των υπηκόων σου. Αυτό, λοιπόν, που δεν μπορείς να κάνεις για το σώμα σου, πολύ περισσότερο δεν μπορείς να το κάνεις για την ψυχή σου.

Ο Θεός μας έδωσε δυο χέρια, δυο πόδια, δυο μάτια, δυο αυτιά. Έτσι, αν το ένα απ’ αυτά πάθει κάποια βλάβη, μπορούμε να εξυπηρετηθούμε με το άλλο. Ψυχή, όμως, μας έδωσε μόνο μία. Αν τη χάσουμε, πού θα βρούμε άλλη;

Η ψυχή, όταν κυριεύεται ολοκληρωτικά από ένα πάθος, εύκολα λέει και αδίσταχτα πράττει όσα προξενούν την οργή του Θεού, αφού γίνεται δούλα κάποιου άλλου, που της επιβάλλει τα αντίθετα ακριβώς από τον Κύριο.

Η ψυχή, όταν απελπίζεται ολότελα για τη σωτηρία της, δεν απέχει πολύ από την παραφροσύνη. Τότε, αφού παραδώσει τα χαλινάρια της σωτηρίας της στις άλογες επιθυμίες, τρέχει ασυγκράτητη παντού, όπου υπάρχει αμαρτία, ώσπου να γκρεμιστεί στο βάραθρο της αιώνιας απώλειας.

Η ψυχή, όταν συμβιβαστεί με την αμαρτία, που είναι ανελέητη, επιδεικνύει τρομακτικά την ασθένειά της. Όπως το γουρούνι, όταν κυλιέται στη λάσπη, ευχαριστιέται, έτσι και η ψυχή, όταν αιχμαλωτιστεί από την κακή συνήθεια, δεν αντιλαμβάνεται τη δυσωδία των αμαρτιών της. Και όπως η γη, όσο σπόρο κι αν της ρίξεις, όταν δεν ποτιστεί από τη βροχή, δεν είναι δυνατό να δώσει σιτάρι, έτσι και η ψυχή, όσα λόγια κι αν σπείρεις μέσα της, όταν δεν φωτιστεί πρώτα από τις άγιες Γραφές, δεν είναι δυνατό να παρουσιάσει κάποιο έργο αρετής. Τι δίνει η γη που δεν καλλιεργείται; Αγριόχορτα, αγκάθια και τριβόλια. Τι κάνει η ψυχή που δεν καλλιεργείται πνευματικά; Άνομα και πονηρά έργα. Όσο πιο ακαλλιέργητη μένει η γη, τόσο αυξάνονται και θεριεύουν τ’ αγριόχορτά της. Όσο πιο ακαλλιέργητη μένει η ψυχή, τόσο αυξάνονται και θεριεύουν τα πάθη της, τόσο περισσότερες και βαρύτερες γίνονται οι αμαρτίες της, που την οδηγούν τελικά στο θάνατο.

Τι παράξενο, αλήθεια!
Όλοι παρακολουθούν με το στόμα ανοιχτό τα φευγαλέα επίκαιρα θέματα της πρόσκαιρης τούτης ζωής∙ για τα μελλοντικά και αιώνια θέματα, όμως, ούτε σκέψη δεν περνάει από το νου τους. Για τα φαγοπότια και τις σωματικές απολαύσεις είναι πάντοτε βιαστικοί∙ τις ψυχές τους, όμως, τις αφήνουν να λιώνουν από πνευματική πείνα. Για την περιποίηση και τον καλλωπισμό του σώματος φροντίζουν όσο μπορούν∙ για την ψυχή, όμως, αδιαφορούν. Για το σώμα, όταν αρρωστήσει, και γιατρούς καλούν και φάρμακα χρησιμοποιούν και χρήματα πολλά ξοδεύουν, ώσπου να το θεραπεύσουν∙ για την ψυχή, όμως, που υποφέρει από τη θανάσιμη αρρώστια της αμαρτίας, δεν κάνουν τίποτα. Και το χειρότερο είναι, ότι, ύστερ’ από τόσες φροντίδες για το θνητό σώμα, όχι μόνο αυτό πεθαίνει, αλλά και η ψυχή καταδικάζεται στην ατελεύτητη κόλαση.

Επειδή, λοιπόν, λυπάμαι κατάκαρδα για την αφροσύνη, το σκοτισμό και την πώρωση των ανθρώπων, θα ήθελα να έχω φωνή τόσο βροντερή, που να φτάνει στου κόσμου τα πέρατα, και, αφού βρω ένα σημείο πολύ ψηλό, το πιο ψηλό της γης, ν’ ανεβώ εκεί πάνω και να φωνάξω σ’ όλα τα έθνη και τις φυλές εκείνο που είπε οι προφήτης Δαβίδ: «Άνθρωποι, ως πότε θα είστε σκληρόκαρδοι (προσηλωμένοι στη γη);» (Ψαλμ. 4:3). Πονάω και κλαίω για το κατάντημά σας. Ναι, κλαίω, γιατί παραγνωρίζετε τη μακροθυμία του Θεού, που σας ανέχεται, περιμένοντας τη μετάνοιά σας, και δεν σας τιμωρεί παιδαγωγικά.

Δεν πρέπει, βλέπετε, να κλαίμε τον πληγωμένο, που βογγάει σπαραχτικά από τους πόνους, όταν ο γιατρός καυτηριάζει τις πληγές του∙ γιατί τους πόνους, που προξενεί η καυτηρίαση, τους ακολουθεί η επούλωση των τραυμάτων. Ας κλαίμε τον πληγωμένο, που κείτεται στο κρεβάτι του πόνου δίχως καμιάν ιατρική φροντίδα∙ γιατί οι πληγές του θα κακοφορμίσουν και θα τον οδηγήσουν στο θάνατο. Όμοια, στην περίπτωση μιας ψυχής πληγωμένης από την αμαρτία, δεν πρέπει να λυπόμαστε, όταν ο Θεός της επιβάλλει παιδαγωγικές τιμωρίες, γιατί αυτές τη θεραπεύουν. Ας λυπόμαστε και ας θρηνούμε για την ψυχή που αμαρτάνει χωρίς να τιμωρείται, γιατί την περιμένει τιμωρία αιώνια.

Όποιος καθαρίσει την ψυχή του από την αμαρτία και τη στολίσει με την αρετή, θα την κάνει κατοικία του Χριστού. Και ποιός είναι πιο μακάριος, ποιός είναι πιο ευτυχισμένος από κείνον που έχει στην ψυχή του το Χριστό, την Πηγή της ζωής, της χαράς, της αθανασίας;

Ο προφυλακισμένος εγκληματίας βασανίζεται ψυχικά από τη λύπη, ειδικά τη μέρα που πρόκειται να οδηγηθεί από τη φυλακή στο δικαστήριο. Εκεί, όταν, στο τέλος της δίκης, σηκωθεί από το εδώλιο, για ν’ ακούσει την αυστηρή φωνή του δικαστή, που θ’ αναγγέλλει την καταδίκη του, παγώνει από το φόβο του και μοιάζει σαν νεκρός. Έτσι και η ψυχή, όταν στον κόσμο τούτο διαπράττει αμαρτίες, υποφέρει και στενοχωριέται. Πολύ περισσότερο όμως, βασανίζεται, όταν, αφού εγκαταλείψει τον κόσμο, πρόκειται να οδηγηθεί στο φοβερό δικαστήριο του Θεού, όπου θα λογοδοτήσει για τις πράξεις της. Γι’ αυτό συχνά τρέμει και φοβάται και κάνει πίσω, όταν έρθει η στιγμή ν’ αποχωριστεί από το σώμα. Γιατί τότε ακριβώς κάθε αμαρτία, που έκανε στην παρούσα ζωή, παρουσιάζεται μπροστά της σαν σκληρός κατήγορός της.

Ας φροντίσουμε, λοιπόν, την αθάνατη ψυχή μας, ας προτιμήσουμε τα ουράνια από τα γήινα και τα άφθαρτα από τα φθαρτά αγαθά, τα οποία εύχομαι ν’ απολαύσουμε όλοι, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

(Από το βιβλίο: «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Β΄» ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2006)

Πηγή: alopsis.gr