A
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015
Περί Οικουμενικού Πατριάρχη: «Αλήθεια συμβαδίζει η Ορθοδοξία με την Ορθοπραξία του;»
Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015
ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΣΕ ΕΠΛΑΣΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΣΟΥ (Μέγας Βασίλειος)
Και όταν δοξολογήσεις από τις Γραφές, όπως μπορείς, και αναπέμψεις αίνο στο Θεό, τότε άρχισε με ταπεινοφροσύνη να λες: «Εγώ, Κύριε, δεν είμαι άξιος να μιλήσω μαζί Σου, διότι είμαι πολύ αμαρτωλός». Και αν ακόμη δεν σε ελέγχει η συνείδησή σου για κάτι κακό, έτσι πρέπει να λες· διότι κανείς δεν είναι αναμάρτητος, παρά μόνο ο Θεός- και διότι ενώ κάνουμε πολλές αμαρτίες, τις περισσότερες ούτε καν τις συνειδητοποιούμε. Όταν λοιπόν απευθύνεις λόγο ταπεινοφροσύνης και πεις: «Σε ευχαριστώ, Κύριε, που μακροθύμησες για τα παραπτώματά μου και μέχρι τώρα με άφησες ατιμώρητο, διότι εγώ ήμουν άξιος να πάθω πολλά δεινά και να απορριφθώ από το πρόσωπό σου, αλλά η ανεξίκακη φιλανθρωπία σου μακροθύμησε σε μένα· Σε ευχαριστώ, αν και δεν επαρκώ να ευχαριστήσω την ανεξικακία σου…». Και τότε, όταν συμπληρώσεις τα δύο αυτά μέρη, της δοξολογίας και της ταπεινοφροσύνης, ζήτησε ό,τι οφείλεις να ζητήσεις: όχι πλούτο, όπως είπα πριν, όχι επίγεια δόξα, όχι σωματική υγεία. Διότι αυτός που σε έπλασε ενδιαφέρεται για τη σωτηρία σου και γνωρίζει τί συμφέρει στον καθένα, να υγιαίνει ή να ασθενεί -αλλά ζήτησε, όπως προστάχθηκες, τη βασιλεία του Θεού. Διότι, όπως είπα, αυτός θα φροντίσει για την υγεία του σώματος. Επειδή ο βασιλιάς μας έχει πολλές αξιώσεις από εμάς και αγανακτεί εάν κάποιος του ζητήσει κάτι μικρό, εάν του ζητήσει πράγματα που δεν του αρμόζουν. Μη λοιπόν προκαλέσεις με την προσευχή σου την αγανάκτηση του Θεού, αλλά ζήτησε για τον εαυτό σου πράγματα αντάξια του βασιλέως Θεού. Όταν δε ζητάς πράγματα αντάξια του Θεού, μη σταματήσεις μέχρι να τα λάβεις. Διότι αυτό εννοούσε ο Κύριος στο Ευαγγέλιο λέγοντας: «Ποιός από σας θα είχε φίλο και πηγαίνοντας σ’ αυτόν μεσάνυκτα θα του έλεγε: φίλε, δάνεισέ μου τρία ψωμιά, επειδή με επισκέφθηκε φίλος από ταξίδι και δεν έχω τί να του δώσω να φάει, κι εκείνος θα αποκρινόταν από μέσα: μη με ενοχλείς, επειδή η πόρτα έχει ήδη κλείσει και τα παιδιά μου είναι μαζί μου στο κρεβάτι, δεν μπορώ να σηκωθώ να σου δώσω; Σας λέω, ακόμη και εάν δεν σηκωθεί να του δώσει επειδή είναι φίλος του, έστω για την αναίδειά του θα σηκωθεί και θα του δώσει όσα χρειάζεται» (Λουκ. 11, 5-8). Μην πεις λοιπόν είμαι αμαρτωλός και δεν θα εισακουστώ. Διότι ακριβώς για να μην απελπίζεσαι, είπε «και αν δεν του δώσει επειδή είναι φίλος του, έστω για την αναίδειά του…».
Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015
Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ από την καινοτομήσασα Εκκλησία της Ελλάδος
Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015
Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015
Ο ΑΟΙΔΗΜΟΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΚΑΒΟΥΡΙΔΗΣ
῾Ο
῾Ομολογητὴς ῾Ιεράρχης Μητροπολίτης,πρώην
Φλωρίνης κ.Χρυσόστομος Καβουρίδης,῾Ηγέτης
τῆς Μαρτυρικῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Πατρίου
῾Ημερολογίου ῾Ελλάδος 1870 - 7.9.1955.
Ως
ελάχιστη ἀπότισι τιμῆς στὴν ἱερὰ
μνήμη τοῦ συγχρόνου ῾Ομολογητοῦ τῆς
᾿Ορθοδοξίας,Μητροπολίτου πρώην
Φλωρίνης Χρυσοστόμου Καβουρίδη,ὑπενθυμίζουμε
συνοπτικῶς ὡρισμένα βιογραφικὰ
στοιχεῖα του,τὰ ὁποῖα παρουσιάζουν
ἀνάγλυφα τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τοῦ
ἐκλεκτοῦ αὐτοῦ σκεύους τῆς Θείας
Χάριτος,πρὸς παραδειγματισμόν,στήριξιν
καὶ ἐνίσχυσιν ἰδίως τῆς νεωτέρας
γενεᾶς τοῦ ᾿Ακαινοτομήτου Πληρώματος
τῆς ᾿Εκκλησίας,ἀλλὰ καὶ ἀναζωπύρωσι
τῆς ὁμολογιακῆς του παρρησίας στὶς
δύσκολες ἡμέρες μας.Ο ἀείμνηστος
῾Ιεράρχης Χρυσόστομος Καβουρίδης
ἐγεννήθη στὶς 13.11.1870 στὴν Μάδυτο τῆς
᾿Αν.Θράκης ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς.Λόγῳ
τῆς ἰδιαιτέρας κλήσεώς του στὰ
ἐκκλησιαστικὰ καὶ τῆς ὀξυνοίας
του,ἐπεθύμησε νὰ φοιτήση στὴν Θεολογικὴ
Σχολὴ τῆς Χάλκης,ὅπου καὶ ὡλοκλήρωσε
τὶς σπουδές του τὸ 1901 μὲ βαθμὸ ἄριστα.Τὸ
ἴδιο ἔτος ἐχειροτονήθη Διάκονος ἀπὸ
τὸν Πατριάρχη ᾿Ιωακεὶμ τὸν Γ' καὶ
διετέλεσε ῾Ιεροκῆρυξ Πανόρμου καὶ
ἀργότερα Μέγας Πρωτοσύγκελλος τῶν
Πατριαρχείων.
Διεκρίνετο ἐξ ἀρχῆς γιὰ τὸ σεμνοπρεπὲς καὶ ἀκέραιον τοῦ χαρακτῆρος του,γιὰ τὴν μεγάλη ἐμβρίθεια καὶ τὴν ρέουσα ρητορικότητά του,γιὰ τὰ διοικητικά του χαρίσματα καὶ γιὰ τὸν ἡρωϊσμὸ τῆς ψυχῆς του.Τὴν 6.8.1908,σὲ ἡλικία 38 ἐτῶν,ἐχειροτονήθη ᾿Επίσκοπος ῎Ιμβρου καὶ Τενέδου καὶ τὸ 1912 προήχθη σὲ Μητροπολίτη Πελαγονίας,μὲ ἕδρα τὸ Μοναστήριον (Βιτώλια) τῆς Βορείου Μακεδονίας,στὴν ἰδιαίτερα νευραλγικὴ αὐτὴ θέσι κατὰ τὴν ἐξαιρετικὰ δύσκολη ἐποχὴ τοῦ Α' Παγκοσμίου Πολέμου καὶ τῶν ταραγμένων χρόνων μετὰ ἀπὸ αὐτόν,ὅπου καὶ ἀνέπτυξε θαυμαστὴ ἐθνικοθρησκευτικὴ δρᾶσι.᾿Αγωνίσθηκε ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος γιὰ τὰ δίκαια τῆς ᾿Ορθοδοξίας καὶ τοῦ ῾Ελληνισμοῦ καὶ ἐτιμήθη γιὰ τὴν δραστηριότητά του.῞Ομως,ἐξ αἰτίας πολιτικῶν μεταβολῶν στὸν χάρτη τῆς περιοχῆς τῆς ᾿Επαρχίας του,εὑρέθη ἐξόριστος στὸ ῞Αγιον ῎Ορος τὸ 1918 μὲ ἀκόλουθο τὸν Διάκονό του ᾿Αθηναγόρα Σπύρου,τὸν μετέπειτα Οἰκουμενιστή,δυστυχῶς, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως!Στὴν ἐντελῶς παράνομη καὶ ἀντικανονικὴ ἐκλογὴ ὡς Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τοῦ διαβοήτου Μελετίου Μεταξάκη τὸ 1921,ὁ ἐραστὴς τῆς Κανονικῆς Τάξεως πρώην Πελαγονίας Χρυσόστομος ἀντετάχθη σθεναρῶς καὶ κατέφυγε στὴν ᾿Αλεξάνδρεια γιὰ νὰ ἀποφύγη πιθανὴ δεύτερη ἄδικο ἐξορία.῾Ο Μελέτιος Μεταξάκης προσεπάθησε νὰ τὸν καθαιρέση,ἀλλὰ ἡ προσπάθειά του ἐναυάγησε.Περὶ τὸ ἔτος 1926,μετὰ ἀπὸ σύντομο ἐκλογή του ὡς Μητροπολίτου Φιλιατῶν καὶ Γηρομερίου, ὁ θαρραλέος ῾Ιεράρχης Χρυσόστομος ἐτοποθετήθη στὴν νεοϊδρυθεῖσα τότε Μητρόπολι Φλωρίνης,τὴν ὁποία καὶ διεποίμανε θεοφιλῶς μέχρι τὸ 1932,ὁπότε καὶ παρητήθη τῆς ἐνεργοῦ δράσεως διὰ λόγους ὑγείας,παραμείνας στὴν ᾿Αθήνα καὶ ἀφοσιωθεὶς στὸ κήρυγμα,τὴν συγγραφὴ καὶ τὴν φιλανθρωπία.Τότε ἦταν ποὺ ἄρχισε νὰ συνεργάζεται μὲ τοὺς ᾿Ακαινοτομήτους τοῦ Πατρίου ῾Ημερολογίου, συγγράφων ἄρθρα στὸ ἐπίσημο περιοδικό τους «Κῆρυξ τῶν ᾿Ορθοδόξων» μὲ τὴν ὑπογραφὴν «᾿Εκκλησιαστικός».Οἱ συνθῆκες πλέον εἶχαν ὡριμάσει.Η Χάρις τοῦ Θεοῦ,ἡ ῾Οποία προετοίμαζε μέσα ἀπὸ τὶς ἀνεξιχνίαστες ὁδούς Της τὸν ἀγωνιστὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας κατὰ τῆς Καινοτομίας τοῦ νέου ἡμερολογίου,τῆς ἀπαρχῆς αὐτῆς τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὸν χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καλοῦσε τώρα τὸν ὑπάκουο δοῦλο Της σὲ δρᾶσι ἀπὸ μία νέα ἔπαλξι.Καὶ ὁ ἐκλεκτὸς ἐργάτης τοῦ Κυρίου,ὡς πιστὸς καὶ φρόνιμος Οἰκονόμος συγκατετέθη καὶ ἔτσι ἄρχισε ἡ πιὸ ἔνδοξη καὶ δύσκολη περίοδος τῆς ζωῆς του,ἡ ὁποία τοῦ ἔπλεξε τὸν ἀμαράντινο χρυσοῦν στέφανο τῆς ῾Ομολογίας...Τὸ ἔτος 1935,μαζὶ μὲ τοὺς Μητροπολῖτες Δημητριάδος Γερμανὸ καὶ Ζακύνθου Χρυσόστομο, ἀποτειχίζονται ἐκ τῆς καινοτόμου ἐκκλησίας τοῦ νέου ἡμερολογίου καὶ ἀναλαμβάνουν τὴν διαποίμανσι τοῦ στερουμένου μέχρις ἐκείνης τῆς στιγμῆς ᾿Αρχιερέως ἡρωϊκοῦ Ποιμνίου τοῦ Πατρίου ῾Ημερολογίου.Τὸ χαρμόσυνο καὶ ἱστορικὸ αὐτὸ γεγονός,ἀνυπολογίστου πνευματικῆς ἀξίας καὶ σπουδαιότητος, ἐπεσφραγίσθη μὲ Θεία Λειτουργία στὸν Κολωνὸ ᾿Αθηνῶν τὴν 13.5.1935 τῇ συμμετοχῇ πλέον τῶν 25.000 πιστῶν τοῦ Πατρίου!Αμέσως συνεκροτήθη ἡ ῾Ιερὰ Σύνοδος τῶν ᾿Ακαινοτομήτων καὶ ἐχειροτονήθησαν τέσσερις νέοι ᾿Αρχιερεῖς,ἐφ᾿ ὅσον ἡ σύνοδος τῆς Καινοτομίας,ὄχι μόνον δὲν ἀνένηψε,μετὰ ἀπὸ τὴν ἔκκλησιν ἐπανορθώσεως ποὺ τῆς ἀπηύθυναν οἱ τρεῖς ῾Ομολογηταὶ ῾Ιεράρχαι,ἀλλὰ καταθορυβηθεῖσα καὶ καταταραχθεῖσα,προέβη σὲ διώξεις καὶ ἐξορίες αὐτῶν.Ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος καὶ οἱ μετ᾿ αὐτὸν «καθηρέθησαν» ὑπὸ τῶν Καινοτόμων,πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ τίτλον τιμῆς καὶ διάσημον ᾿Ορθοδοξίας, καὶ ὁ ἴδιος συνελήφθη καὶ ἐξωρίσθη στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου Διονυσίου ᾿Ολύμπου. ᾿Εκεῖ παρέμεινε ἐπ᾿ ὀλίγον διότι ἀνεκλήθη συντόμως.῎Εκτοτε ἀφιερώθη ψυχῇ τε καὶ σώματι στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀναστύλωσι τῆς Πατρώας Παραδόσεως,στὴν ἐνίσχυσι καὶ διαποίμανσι τῶν διωκομένων προβάτων τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀντιμετώπισι τῶν πειρασμῶν τῆς διασπάσεως τῶν ᾿Ακαινοτομήτων ἐξ αἰτίας θεολογικῆς ἀγνοίας καὶ ἀκαμψίας,ὡς καὶ τραγικῆς ἐλλείψεως ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους καὶ χαρισματικῆς εὐλυγισίας.Χάριτι Θεοῦ,ἀντεπεξῆλθε σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς δυσκολίες μὲ αληθινή γαλήνη ψυχῆς,λειτουργῶν,προσευχόμενος,παραδειγματίζων,ὁμιλῶν,κηρύττων ή συγγράφων,περιοδεύων και ἀπολογούμενος είναι αλήθεια,ἐν μέσῳ πολλών δυσκόλων και από κάθε απόψεως ποικίλων ἀντιξοοτήτων:λοιδορούμενος,διωκόμενος,ὑστερούμενος,θλιβόμενος,κακουχούμενος,συρόμενος στὰ εἰδώλια τῶν δικαστηρίων καὶ ἀδικούμενος...Καὶ ὅλα αὐτὰ ὄχι μόνον,δυστυχῶς,ἀπὸ τοὺς Καινοτόμους διώκτας του,ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του ἐν Χριστῷ καὶ συναγωνιστάς του!... Καὶ δὲν θὰ ἦταν ἀνθρωπίνως δυνατὸν νὰ τὰ ἀνθέξη,ἂν δὲν εἶχε αἰσθητὴ τὴν ἀντίληψι τῆς Θείας Χάριτος καὶ μία σιδηρᾶ πίστι καὶ ἀποφασιστικότητα ἕως θανάτου.Τὸ 1951 ξέσπασε ὁ νέος φοβερὸς διωγμὸς τῶν καινοτόμων κατὰ τῶν ᾿Ορθοδόξων τοῦ Πατρίου ἐπὶ ἀρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος Βλάχου.Ο ῾Ομολογητὴς ῾Ιεράρχης πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος συλλαμβάνεται καὶ ἐξορίζεται ἐπὶ δεκαπεντάμηνον στὴν ἀπομακρυσμένη ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Υψηλοῦ Μιτυλήνης,διανύων ἤδη τὸ 81ο ἔτος τῆς ἡλικίας του!Καὶ πάλι τὸ ἀδαμάντινον τῆς ψυχῆς του ἔμεινε στερρὸ καὶ λαμπερὸ καὶ ἡ δρόσος τῆς Χάριτος τὸν ἐπαρηγόρει θαυμασίως.Εἶναι ἐνδεικτικόν,ὅτι ὅταν κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ φύλακάς του στὸ κελλὶ τῆς ἐξορίας του,εἶδε αὐτὸν νὰ προσεύχεται περιβαλλόμενον φῶς οὐράνιον καὶ ἀστραπηβόλον!...Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐξορίας του αὐτῆς,τοῦ ἔγινε πρότασις ἀπὸ τὸν πρώην Διάκονό του καὶ ἤδη πατριάρχη ᾿Αθηναγόρα νὰ ἐπανέλθη στὴν Καινοτομία καὶ νὰ «ἀποκαταστασθῆ», ἐγκαταλείπων ἔτσι τὸν ῾Ιερὸν ᾿Αγῶνα καὶ τὶς ᾿Αρχές του.Η ἀξιοπρεπεστάτη ἀπάντησις τοῦ ῾Ομολογητοῦ ῾Ιεράρχου ἦταν βεβαίως ἀρνητική,ὡς ἀπόρροια δὲ μιᾶς ἀρχιερατικῆς καρδιᾶς,φλεγομένης ἀπὸ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία,πέρασε στὴν ῾Ιστορία.Μετὰ τὴν ἐπανάκαμψή του καὶ ἕως τῆς τελευτῆς του συνέχισε τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως καὶ ἀρετῆς.Η ἁγιότης τοῦ βίου του,τὸ σεμνὸν,κόσμιον, ἀφιλοχρήματον καὶ ἀξιοπρεπές,ἡ εὐγένεια,τὸ ἦθος καὶ ἡ διάχυτος καλωσύνη του, τὸ ταπεινὸν καὶ πρᾶον τοῦ χαρακτῆρος του ἀκόμη καὶ στὶς πλέον θυελλώδεις στιγμὲς τοῦ ἀγῶνος του,ἡ λεπτότης τῶν τρόπων του καὶ ὁ σεβασμός,μὲ τὸν ὁποῖον ἀντιμετώπιζε πάντα ἄνθρωπον καὶ τὸν πλέον «κατώτερόν» του ἀπὸ πάσης ἀπόψεως,προσέδιδαν στὴν ἁγνή του ὕπαρξι μίαν οὐράνια διάστασι.Απέπνεε ἀπέραντο σεβασμὸ στὸ περιβάλλον του,στοὺς συνεργάτες καὶ στὰ πνευματικά του τέκνα,ὅμως ποτὲ δὲν τὸ ἐκμεταλλευόταν αὐτό,ὥστε νὰ ἐπιβάλλη κάτι παρὰ τὴν θέλησι ἢ τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεσί τους.Εἶχε μεγάλη ἀνεξικακία καὶ οὐδέποτε παραφέρθηκε κατὰ τῶν διωκτῶν καὶ συκοφαντῶν του.Ποτὲ ἐπίσης δὲν μέμφθηκε ἢ κατέκρινε κάποιον γιὰ ὁποιοδήποτε ἁμάρτημα,λάθος ἢ ἐλάττωμα ἀντιλαμβανόταν.'Ηταν ὑπεράνω μικροπρεπειῶν καὶ ἀπρεπειῶν καὶ τὸν διέκρινε τὸ λιτὸν καὶ ἀπέριττον σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς του.῾Η περιβολή του,ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ναοῦ,ἦταν ἡ ἁρμόζουσα σὲ ῾Ιεράρχη μαρτυρικοῦ,ἐμπεριστάτου καὶ διωκομένου Ποιμνίου,χωρὶς ἴχνος ματαιοδοξίας,αὐταρεσκείας καὶ προκλητικῆς ἐπιδεικτικότητος.
Η ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)
Για να φάει κανείς, πρέπει να είναι ζωντανός. Όποιος δεν έχει ζωή, δεν είναι δυνατό να δεχθεί τροφή. Για να ζήσει κανείς αιώνια, πρέπει να έχη πίστη στο Χριστό, πίστη που τρέφεται και με τα καλά έργα. Όποιος δεν έχει πίστη στο Χριστό, ακόμα κι αν κάνει καλά έργα, δεν είναι δυνατό να κερδίσει την ουράνια βασιλεία, αν έχει ζωντανή πίστη. Και θα σας το αποδείξω στη συνέχεια.
Ο ληστής, που σταυρώθηκε μαζί με τον Κύριο, κέρδισε τον παράδεισο μόνο και μόνο με την πίστη του.
Ο εκατόνταρχος Κορνήλιος έκανε πολλές ελεημοσύνες και προσευχές, αλλά δεν γνώριζε το Χριστό. Επειδή, λοιπόν, τα έργα δίχως πίστη είναι νεκρά, ο αγαθός και δίκαιος Θεός, για να επιβραβεύσει τα έργα του Κορνήλιου, του έστειλε έναν άγγελό Του, που του είπε: «Κορνήλιε, οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν ως το Θεό, κι Αυτός δεν σε ξεχνάει» (Πραξ. 10: 4). Θα απόρησε, βέβαια, ο εκατόνταρχος. “Μα αν οι προσευχές μου και οι ελεημοσύνες μου έγιναν δεκτές από τον Θεό, τι μου λείπει ακόμα για να είμαι δίκαιος;”, θα αναρωτήθηκε. Και ο άγγελος του εξήγησε: «Στείλε ανθρώπους στην Ιόππη και κάλεσε τον Σίμωνα, που λέγεται και Πέτρος. Αυτός θα σε διδάξει, πώς θα σωθείς κι εσύ και όλη η οικογένειά σου» (Πραξ. 11:13- 14). Αν, λοιπόν, ο Κορνήλιος σώθηκε με όσα τον δίδαξε ο Πέτρος, αυτό σημαίνει ότι δεν ήταν δυνατό να σωθεί μόνο με τα καλά του έργα. Χρειαζόταν και την πίστη.
Λένε για έναν ειδωλολάτρη φιλόσοφο, ότι, μπαίνοντας στο μέγαρο κάποιου άρχοντα και βλέποντας τους τοίχους καλυμμένους μ’ αστραφτερά μάρμαρα, την οροφή χρυσοστόλιστη και το πάτωμα στρωμένο μ’ ακριβά χαλιά, γύρισε κι έφτυσε τον οικοδεσπότη καταπρόσωπο∙ και όταν τον ρώτησαν, γιατί το έκανε αυτό, απάντησε, πως, επειδή δεν ήταν δυνατό να φτύσει κάπου αλλού, μια και το σπίτι όλο ήταν τόσο λαμπρά διακοσμημένο, αναγκάστηκε να φτύσει στο πρόσωπο του άρχοντα.
Βλέπεις, πόσο καταγέλαστος γίνεται εκείνος που φροντίζει μόνο για τα εξωτερικά, τα υλικά, τα φθαρτά, και πόσο περιφρονείται από τους συνετούς ανθρώπους; Και πολύ σωστά, βέβαια. Γιατί, όταν στολίζεις τοίχους και πατώματα, αδιαφορείς όμως για την αθάνατη ψυχή και την αφήνεις με κουρέλια, την αφήνεις πεινασμένη και πληγωμένη, την αφήνεις να κατασπαράζεται από τα νοητά θηρία, πες μου, δεν είσαι αξιοκατάκριτος, δεν είσαι για γέλια και για κλάματα;
Αν χάσεις χρήματα, μπορείς ν’ αποκτήσεις πάλι∙ το ίδιο αν χάσεις το σπίτι σου, το ζώο σου, οτιδήποτε από τα υπάρχοντά σου. Αν όμως χάσεις την ψυχή σου, άλλη ψυχή δεν θα μπορέσεις ν’ αποκτήσεις. Κι αν όλος ο κόσμος είναι δικός σου, δεν θα μπορέσεις, δίνοντας όσα έχεις και την οικουμένη ολόκληρη, ν’ αγοράσεις μια ψυχή.
Φοράς όχι ένα αλλά χίλια βασιλικά στέμματα; Αν το σώμα σου προσβληθεί από αγιάτρευτη αρρώστια, δεν θα μπορέσεις να αποκαταστήσεις την υγεία του, δίνοντας ακόμα και το βασίλειό σου ολόκληρο. Κι ας εξουσιάζεις τόσα και τόσα υγιή σώματα, τα σώματα των υπηκόων σου. Αυτό, λοιπόν, που δεν μπορείς να κάνεις για το σώμα σου, πολύ περισσότερο δεν μπορείς να το κάνεις για την ψυχή σου.
Ο Θεός μας έδωσε δυο χέρια, δυο πόδια, δυο μάτια, δυο αυτιά. Έτσι, αν το ένα απ’ αυτά πάθει κάποια βλάβη, μπορούμε να εξυπηρετηθούμε με το άλλο. Ψυχή, όμως, μας έδωσε μόνο μία. Αν τη χάσουμε, πού θα βρούμε άλλη;
Η ψυχή, όταν κυριεύεται ολοκληρωτικά από ένα πάθος, εύκολα λέει και αδίσταχτα πράττει όσα προξενούν την οργή του Θεού, αφού γίνεται δούλα κάποιου άλλου, που της επιβάλλει τα αντίθετα ακριβώς από τον Κύριο.
Η ψυχή, όταν απελπίζεται ολότελα για τη σωτηρία της, δεν απέχει πολύ από την παραφροσύνη. Τότε, αφού παραδώσει τα χαλινάρια της σωτηρίας της στις άλογες επιθυμίες, τρέχει ασυγκράτητη παντού, όπου υπάρχει αμαρτία, ώσπου να γκρεμιστεί στο βάραθρο της αιώνιας απώλειας.
Η ψυχή, όταν συμβιβαστεί με την αμαρτία, που είναι ανελέητη, επιδεικνύει τρομακτικά την ασθένειά της. Όπως το γουρούνι, όταν κυλιέται στη λάσπη, ευχαριστιέται, έτσι και η ψυχή, όταν αιχμαλωτιστεί από την κακή συνήθεια, δεν αντιλαμβάνεται τη δυσωδία των αμαρτιών της. Και όπως η γη, όσο σπόρο κι αν της ρίξεις, όταν δεν ποτιστεί από τη βροχή, δεν είναι δυνατό να δώσει σιτάρι, έτσι και η ψυχή, όσα λόγια κι αν σπείρεις μέσα της, όταν δεν φωτιστεί πρώτα από τις άγιες Γραφές, δεν είναι δυνατό να παρουσιάσει κάποιο έργο αρετής. Τι δίνει η γη που δεν καλλιεργείται; Αγριόχορτα, αγκάθια και τριβόλια. Τι κάνει η ψυχή που δεν καλλιεργείται πνευματικά; Άνομα και πονηρά έργα. Όσο πιο ακαλλιέργητη μένει η γη, τόσο αυξάνονται και θεριεύουν τ’ αγριόχορτά της. Όσο πιο ακαλλιέργητη μένει η ψυχή, τόσο αυξάνονται και θεριεύουν τα πάθη της, τόσο περισσότερες και βαρύτερες γίνονται οι αμαρτίες της, που την οδηγούν τελικά στο θάνατο.
Τι παράξενο, αλήθεια! Όλοι παρακολουθούν με το στόμα ανοιχτό τα φευγαλέα επίκαιρα θέματα της πρόσκαιρης τούτης ζωής∙ για τα μελλοντικά και αιώνια θέματα, όμως, ούτε σκέψη δεν περνάει από το νου τους. Για τα φαγοπότια και τις σωματικές απολαύσεις είναι πάντοτε βιαστικοί∙ τις ψυχές τους, όμως, τις αφήνουν να λιώνουν από πνευματική πείνα. Για την περιποίηση και τον καλλωπισμό του σώματος φροντίζουν όσο μπορούν∙ για την ψυχή, όμως, αδιαφορούν. Για το σώμα, όταν αρρωστήσει, και γιατρούς καλούν και φάρμακα χρησιμοποιούν και χρήματα πολλά ξοδεύουν, ώσπου να το θεραπεύσουν∙ για την ψυχή, όμως, που υποφέρει από τη θανάσιμη αρρώστια της αμαρτίας, δεν κάνουν τίποτα. Και το χειρότερο είναι, ότι, ύστερ’ από τόσες φροντίδες για το θνητό σώμα, όχι μόνο αυτό πεθαίνει, αλλά και η ψυχή καταδικάζεται στην ατελεύτητη κόλαση.
Επειδή, λοιπόν, λυπάμαι κατάκαρδα για την αφροσύνη, το σκοτισμό και την πώρωση των ανθρώπων, θα ήθελα να έχω φωνή τόσο βροντερή, που να φτάνει στου κόσμου τα πέρατα, και, αφού βρω ένα σημείο πολύ ψηλό, το πιο ψηλό της γης, ν’ ανεβώ εκεί πάνω και να φωνάξω σ’ όλα τα έθνη και τις φυλές εκείνο που είπε οι προφήτης Δαβίδ: «Άνθρωποι, ως πότε θα είστε σκληρόκαρδοι (προσηλωμένοι στη γη);» (Ψαλμ. 4:3). Πονάω και κλαίω για το κατάντημά σας. Ναι, κλαίω, γιατί παραγνωρίζετε τη μακροθυμία του Θεού, που σας ανέχεται, περιμένοντας τη μετάνοιά σας, και δεν σας τιμωρεί παιδαγωγικά.
Δεν πρέπει, βλέπετε, να κλαίμε τον πληγωμένο, που βογγάει σπαραχτικά από τους πόνους, όταν ο γιατρός καυτηριάζει τις πληγές του∙ γιατί τους πόνους, που προξενεί η καυτηρίαση, τους ακολουθεί η επούλωση των τραυμάτων. Ας κλαίμε τον πληγωμένο, που κείτεται στο κρεβάτι του πόνου δίχως καμιάν ιατρική φροντίδα∙ γιατί οι πληγές του θα κακοφορμίσουν και θα τον οδηγήσουν στο θάνατο. Όμοια, στην περίπτωση μιας ψυχής πληγωμένης από την αμαρτία, δεν πρέπει να λυπόμαστε, όταν ο Θεός της επιβάλλει παιδαγωγικές τιμωρίες, γιατί αυτές τη θεραπεύουν. Ας λυπόμαστε και ας θρηνούμε για την ψυχή που αμαρτάνει χωρίς να τιμωρείται, γιατί την περιμένει τιμωρία αιώνια.
Όποιος καθαρίσει την ψυχή του από την αμαρτία και τη στολίσει με την αρετή, θα την κάνει κατοικία του Χριστού. Και ποιός είναι πιο μακάριος, ποιός είναι πιο ευτυχισμένος από κείνον που έχει στην ψυχή του το Χριστό, την Πηγή της ζωής, της χαράς, της αθανασίας;
Ο προφυλακισμένος εγκληματίας βασανίζεται ψυχικά από τη λύπη, ειδικά τη μέρα που πρόκειται να οδηγηθεί από τη φυλακή στο δικαστήριο. Εκεί, όταν, στο τέλος της δίκης, σηκωθεί από το εδώλιο, για ν’ ακούσει την αυστηρή φωνή του δικαστή, που θ’ αναγγέλλει την καταδίκη του, παγώνει από το φόβο του και μοιάζει σαν νεκρός. Έτσι και η ψυχή, όταν στον κόσμο τούτο διαπράττει αμαρτίες, υποφέρει και στενοχωριέται. Πολύ περισσότερο όμως, βασανίζεται, όταν, αφού εγκαταλείψει τον κόσμο, πρόκειται να οδηγηθεί στο φοβερό δικαστήριο του Θεού, όπου θα λογοδοτήσει για τις πράξεις της. Γι’ αυτό συχνά τρέμει και φοβάται και κάνει πίσω, όταν έρθει η στιγμή ν’ αποχωριστεί από το σώμα. Γιατί τότε ακριβώς κάθε αμαρτία, που έκανε στην παρούσα ζωή, παρουσιάζεται μπροστά της σαν σκληρός κατήγορός της.
Ας φροντίσουμε, λοιπόν, την αθάνατη ψυχή μας, ας προτιμήσουμε τα ουράνια από τα γήινα και τα άφθαρτα από τα φθαρτά αγαθά, τα οποία εύχομαι ν’ απολαύσουμε όλοι, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015
ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Η Παναγία βρισκόταν σε τέλεια και συνεχή κοινωνία με τον υιό της· παντού και πάντοτε. Από τη στιγμή της ενσαρκώσεως έως τη στιγμή του θανάτου του. Δεν τον γέννησε μόνο, ούτε τον μεγάλωσε και τον ανέθρεψε, αλλά συνεχώς ήταν κοντά του. Τα ευαγγέλια δεν μας λένε λεπτομέρειες πολλές, γιατί ιστορούν κυρίως το πρόσωπο του Χριστού και τις ενέργειες του. Αλλά το ότι η Παναγία βρέθηκε μαζί του στον σταυρό, όταν ακόμη και οι μαθητές του τον είχαν εγκαταλείψει –εκτός του Ιωάννη του θεολόγου βεβαίως–, αυτό δείχνει ότι πορευόταν συνεχώς κοντά του. Συνώδινε και συνέπασχε μαζί του. Αυτό που έκανε την ημέρα της Υπαπαντής, που αφιέρωσε τον Χριστό ως άνθρωπο στον Θεό, το ολοκλήρωσε την ημέρα της σταυρώσεως.
Ακόμα και όταν ήταν απούσα σωματικά απ’ αυτόν, ήταν κοντά του με τη σκέψη της, την προσευχή της, το ενδιαφέρον της, την έννοια της γι’ αυτόν. Ο Χριστός ήταν το κέντρο της ζωής της. Τα πάντα έσβηναν μπροστά στη θύμηση του. Αυτό που είπε ο Χριστός στο δεκάλογο, στην πρώτη εντολή, «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεό σου εξ’ όλης της ψυχής σου και εξ’ όλης ισχύος σου και εξ’ όλης της διανοίας σου» (Λουκ. 10,27), ίσχυε πλήρως για την Παναγία. Αυτό που δεν μπορούσε να κάνει ο πλούσιος νεανίσκος (Ματθ. 19,16-27) και άλλοι πολλοί, το έκανε η Παναγία. Και ο Ιωάννης ο Θεολόγος βέβαια. Αυτοί ήταν που αγάπησαν πλήρως τον Χριστό και δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ. Γι’αυτό ο Χριστός εμπιστεύθηκε την μητέρα του στον Ιωάννη αλλά και τον Ιωάννη στην μητέρα του. Τα πρόσωπα που τον στήριξαν πλήρως, τώρα, έπρεπε να στηρίζονται μεταξύ τους.
Η Παναγία δεν ήταν μόνο συνοδοιπόρος του Χριστού στη ζωή του και στα προβλήματά του αλλά και συνοδοιπόρος στη σκέψη του, στο φρόνημά του, στη θέληση του να θυσιασθεί για τη σωτηρία του κόσμου. Η Παναγία ήθελε ότι ήθελε ο Χριστός, όπως και ο Χριστός ως άνθρωπος ήθελε ό,τι ήθελε ο ουράνιος πατέρας του. Δεν φαίνεται πουθενά η Παναγία να εμποδίζει τον Χριστό να σταυρωθεί, όπως ο Πέτρος. Πράγμα που θα ήταν πολύ φυσικό για μια μητέρα. Δεν φαίνεται πουθενά να φρονεί τα των ανθρώπων και όχι τα του Θεού (Ματθ. 16,24). Αντιθέτως συμπορεύεται μαζί του. Απαρνείται τον εαυτό της, αίρει τον σταυρό της και τον ακολουθεί. Δεν τον εγκαταλείπει, μαζί με το Ιωάννη βέβαια, όπως ο Πέτρος και οι άλλοι μαθητές. Το περίεργο είναι ότι ο Πέτρος και ο Ιάκωβος είδαν τη μεταμόρφωση του Χριστού και έπρεπε να μην κλονισθούν. Η Παναγία δεν την είδε -είχε δει βέβαια άλλα θαύματα- κι όμως δεν κλονίσθηκε. Πέρασε η ρομφαία μέσα στην ψυχή της, όπως προείπε ο Συμεών ο πρεσβύτης την ημέρα της Υπαπαντής, αλλά δεν λύγισε και δεν κάμφθηκε ούτε στιγμή. Το ίδιο και ο Ιωάννης. Αυτοί που αγαπούν πολύ δεν κάμπτονται ποτέ. Γι’αυτό λέγει ο άγιος Αυγουστίνος· «Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις». Όταν αγαπάς τελείως τον Θεό, ούτε κάμπτεσαι ούτε τον αρνείσαι ούτε τον προδίδεις ούτε αμαρτάνεις. Γι’αυτό η πρώτη εντολή του δεκάλογου αυτό επιζητεί. Αγάπη τέλεια στον Θεό και αγάπη στον συνάνθρωπο.
Η Παναγία και ο Ιωάννης αγάπησαν τέλεια το Χριστό αλλά και τους συνανθρώπους τους. Ακόμη και τους σταυρωτές. Όπως ο Χριστός τους συγχώρεσε και είπε· «πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. 23,34), έτσι και αυτοί δεν στρέφονται εναντίον τους. Το ίδιο κάνουν όλοι οι άγιοι μετά την πεντηκοστή. Δεν φαίνεται πουθενά η Παναγία να καταριέται τους σταυρωτές του υιού της, πράγμα πολύ συνηθισμένο για μια μητέρα, όταν το παιδί της άδικα βασανίζεται. Ακολουθούν τον Χριστό στο πάθος αλλά και στο φρόνημα. Η Παναγία και ο Ιωάννης συμπάσχουν με τον Χριστό αλλά και συμπνευματίζονται με αυτόν. Αφήνουν τον Χριστό να άρει το σταυρό του, εφ’ όσο ο ίδιος θέλει και το επιθυμεί, και αυτοί μένουν κοντά του· συμπαραστάτες του και συσταυρούμενοι μ’ αυτόν. Η Παναγία και ο Ιωάννης συσταυρώθηκαν μαζί με τον Χριστό. Τόσο ενεργά συμμετείχαν στο πάθος του. Ίσως γι’ αυτό δεν μαρτύρησαν σωματικώς στο τέλος της ζωής τους. Γιατί ήδη είχαν μαρτυρήσει. Ο Πέτρος έκοψε το αυτί του υπηρέτη κι όμως αρνήθηκε τον Χριστό. Ο Ιωάννης και η Παναγία δεν έκαναν καμμία βίαια πράξη εναντίων των σταυρωτών του Χριστού και δεν αρνήθηκαν το Χριστό.
Η αγάπη μας κάνει ένα με το αντικείμενο της αγάπης μας. Μας κάνει να κοινωνούμε ανεπιφύλακτα όχι μόνο στο πάθος του αγαπημένου προσώπου μας, αλλά και στους τρόπους που αντιμετωπίζει το πρόσωπο αυτό το πάθος των δημίων του. Όπως αντιμετώπισε ο Χριστός το πάθος των σταυρωτών του, έτσι το αντιμετωπίζουν η Παναγία και ο Ιωάννης και όλοι οι μάρτυρες ανά τους αιώνες. Οι μάρτυρες βοηθούσαν ο ένας τον άλλο. Συμπαραστεκόταν με σιωπηλή ηρεμία και θάρρος και χαρά και αισιοδοξία. Δεν εξαντλούσαν τον δυναμισμό τους σε κατάρες και βρισιές και απειλές εναντίον των δημίων τους.
«Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» (Πραξ. 7,60), προσευχόταν ο πρωτομάρτυρας Στέφανος την ώρα του μαρτυρίου του. Η μόνη αντίδραση εναντίων των διωκτών ήταν η προσευχή·να φωτισθούν και οι κακούργοι δήμιοι και να σωθούν, όπως σώθηκε ο ληστής πάνω στο σταυρό. Όπως σώθηκε κι ο Παύλος με την προσευχή του αγίου Στεφάνου. Ο άγιος Στέφανος πήρε την εκδίκησή του, κάνοντας των αρχηγό των λιθοβολούντων Ιουδαίων μέγιστο απόστολο των εθνών, με τη χάρη του Θεού βέβαια. Η μέγιστη εκδίκηση των χριστιανών είναι η προσευχή υπερ των διωκτών τους.
«Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Έτσι προσεύχεται σίγουρα η Παναγία μας και ο Ιωάννης ο θεολόγος και όλοι οι άγιοι που συμπορεύτηκαν με τον Χριστό και συμπνευματίστηκαν μ’ αυτόν και απόκτησαν «νούν Χριστού». Βάσει αυτής της συμπορεύσεως και του συμπνευματισμού τους με τον Χριστό, δέονται και πρεσβεύουν υπέρ ημών των αμαρτωλών. Εφ’όσον ο Χριστός είναι «ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτία του κόσμου» (Ιω. 1,29), η Παναγία και οι άγιοι πρεσβεύουν να εξακολουθήσει να τη σηκώνει και να συγχωρεί τους αμαρτωλούς και να τους φωτίζει προς μετάνοια. Και ο Χριστός δεν μπορεί να παραβλέψει αυτές τις πρεσβείες, αυτές τις ικεσίες, αφού αυτός τις δίδαξε και τις ενέπνευσε.
Κυριακή 23 Αυγούστου 2015
Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015
Πῶς μποροῦμε νά ἀναγνωρίσουμε τήν ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς Παναγίας Θεοτόκου (Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς)
Μοῦ παρέθεσες μαζί μέ τό γράμμα μία γυναικεία εἰκόνα, πού μέσα στόν λαό διαδίδεται μέ τό ὄνομα τῆς Παναγίας Θεοτόκου.
Ἡ εἰκόνα παρουσιάζει μία νέα, εὔθυμη γυναίκα, μέ ἀφημένα μαλλιά στούς ὤμους, μέ χοντρό πρόσωπο, μέ χείλη δυνατά, μέ παρδαλά φορέματα. Χωρίς παιδί στά χέρια. Καί μόνος κατάλαβες, ὅτι αὐτή δέν εἶναι ἡ ὀρθόδοξη μορφή τῆς Θεομήτορος, ἀλλά ρωτᾶς πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος εὔκολα νάἀναγνωρίσει τήν ὀρθόδοξη μορφή της;
Ὁ πιό γρήγορος τρόπος ἀναγνώρισης τῆς ὀρθόδοξης εἰκόνας τῆς Θεομήτορος εἶναι τά τρία ἀστέρια: τό ἕνα ἐπάνω ἀπό τό κούτελο, τό δεύτερο στόν δεξιό ὦμο, καί τό τρίτο στόν ἀριστερό ὦμο. Αὐτά τά τρία ἀστέριασημειώνουν τήν παρθενία τῆς Παρθένου Μαρίας πρίν τή γέννα, κατά τή γέννα καί μετά τή γέννα.
Καί ὕστερα τά χρώματα τῶν ρούχων. Κατά κανόνα τά ροῦχα τῆς Θεομήτορος ζωγραφίζονται σέ τρία κύρια χρώματα: τό χρυσό, τό κόκκινο καί τό γαλάζιο. Τό κάτω φόρεμα εἶναι γαλάζιο, ἐνῶ τό πανωφόρι κόκκινο, καί τά δυό εἶναι ὑφασμένα καί στολισμένα μέ χρυσό. Τό χρυσό χρῶμα σημειώνει τήνἀθανασία, τό κόκκινο τή δόξα καί τό γαλάζιο τά οὐράνια.
Τό πρόσωπο τῆς Παναγίας Θεοτόκου στίς ὀρθόδοξες εἰκόνες ποτέ δέν εἶναι γεμάτο καί στρογγυλό,ἀλλά μακρύ καί λίγο ἀδύνατο. Τά μάτια μεγάλα καί σκεπτόμενα. Μιά ἥσυχη λύπη, ἕτοιμη γιά τόχαμόγελο παρηγοριᾶς· ἡ λύπη λόγω τῶν ἀθλιοτήτων τοῦ κόσμου καί τό χαμόγελο λόγω τῆς ἐμπιστοσύνης στόν Θεό Παρηγορητή. Ὅμως καί ἡ λύπη καί τό χαμόγελο συγκρατημένα κι ὅλα ὑποταγμένα στό πνεῦμα. Τοῦτο εἶναι τό πρόσωπο τῆς νικήτριας, ἡ ὁποία ἔζησε ὅλες τίς πίκρες τοῦ πόνου καί τοῦ καημοῦ, ὥστε μπορεῖ νά βοηθήσει ἐκείνους πού παλεύουν μέ τόν πόνο καί μέ τόν καημό. Τά μαλλιά της εἶναι πάντα ἐντελῶς κρυμμένα.
Γιά τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ποτέ δέν λέγεται ὅτι εἶναι φυσικά ὄμορφο. Εἶναι τέτοιο ὥστε νά αἴρει κάθε σκέψη περί τοῦ σωματικοῦ. Εἶναι ὑπερφυσικῆς ὀμορφιᾶς, ἡ ὁποία δέν δείχνει ἀλλιῶς παρά μέσω τῆς ἁγιοσύνης. Στρέφει σκέψεις τοῦ θεατῆ στήν ἀνώτερη πνευματική πραγματικότητα καίτό κάλλος τῆς ψυχῆς.
Τό κεφάλι τῆς Θεομήτορος εἶναι ἁπλά σκυμένο πρός τό Θεῖο Βρέφος, τό ὁποῖο ἐκείνη κρατᾶ στόστῆθος της. Τοῦτο τό ἁπλό σκύψιμο σημειώνει τήν ὑποταγή στή θέληση τοῦ Θεοῦ, πού κάποτε ἐκείνη ἐξέφρασε στόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ λέγοντας: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ῥῆμα σου» (Λουκ. Α΄ : 38). Ἀκόμα σημειώνει τήν ἀναγνώριση ἀπό μέρους Της τοῦ μεγαλείου Ἐκεῖνου πού κρατᾶ στά χέρια Της.
Στίς ὀρθόδοξες εἰκόνες ἡ Θεομήτωρ ἐντελῶς σπάνια ἁγιογραφεῖται χωρίς τό Θεῖο Βρέφος. Καί ὅταν ἁγιογραφεῖται μόνη, ὁ καλλιτέχνης ἁγιογράφος τή φαντάζεται ὡς μητέρα τοῦ πόνου κάτω ἀπό τόν σταυρό, μέτά χέρια σταυρωμένα καί τό κεφάλι γερμένο, καμιά φορά ἀκόμα μέ τά συμβολικά ξίφη κατευθυνόμενα πρόςτήν καρδιά της. Ὅμως ἡ καρδιά ποτέ δέν ἁγιογραφεῖται ἔτσι ὥστε νά φαίνεται.
Ἡ πλέον συχνή εἰκόνα Της ὅμως εἶναι μέ τόν Υἱό στά χέρια Της. Ἐκείνη ἀναγγέλθηκε στόν κόσμο λόγω τοῦ Υἱοῦ. Ἡ ἀποστολή Της στόν κόσμο ἦταν ὁ Υἱός Της. Ὥστε κανένας ποτέ νά μήν βλέπει μέσα Της τή γυναίκα, ἀλλά πάντα καί πάντοτε τήμητέρα. Ἐκείνη παρουσιάζει τήν ἀνώτατη, καθαρότατη καί ἁγιότατη μητρότητα διαχρονικά. Εἶναι ἡ Μητέρατοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἶναι καί ἡ δική μας μητέρα, ἡ παρηγορήτρια καί γρήγορη βοηθός.
(Ἀπό τό βιβλίο: “Δρόμος δίχως Θεό δέν ἀντέχεται – Ἱεραποστολικές ἐπιστολές Α΄“, Ἐκδόσεις: “Ἐν πλῷ” σελ. 156-158)
Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015
Ἅγιος Νεομάρτυρας Τριαντάφυλλος ἐκ Ζαγορᾶς τοῦ Πηλίου (8 Αὐγούστου)
Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015
Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΟΖΕΒΙΤΗΣ ΕΚ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ (5 Αὐγούστου)
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, κατὰ κόσμον Ἠλίας Ἰακώβ, γεννήθηκε στὴν Ρουμανία τὸ 1913 καὶ νέος ἔγινε Μοναχός. Μετέβη στοὺς Ἁγίους Τόπους γιὰ νὰ ἀκολουθήση ἀνενόχλητα τὸ Πάτριο Ἡμερολόγιο, τοῦ ὁποίου ὑπέρμαχος ὑπῆρξε σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς συντόμου ἐπιγείου ζωῆς του. Στοὺς Ἁγίους Τόπους διεκρίθη ὡς Ἐρημίτης καὶ Ἀσκητής. Ἄν καὶ ἔλαβε τὴν Ἱερωσύνη ἀπὸ Ἀρχιερέα τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων τὸ 1947, διατελοῦσε ἐν ἀπομονώσει καὶ ἀπέφευγε τὴν ἐκκλησιαστκὴ συγκοινωνία, γιὰ νὰ μὴ ὑποπέση ἐξ ἀγνοίας σὲ κάποια σχέσι μὲ τοὺς Καινοτόμους καὶ Οἰκουμενιστάς. Ἐκοιμήθη στὶς 5.8.1960, σὲ ἡλικία μόλις 47 ἐτῶν, καὶ ἐτάφη στὸ Σπήλαιο τῆς Ἀσκήσεώς του, στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης στὴν Μονὴ Χοζεβᾶ παρὰ τὴν Ἰεριχώ.
Ἡ Ἀδελφὴ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας τιμοῦσε Αὐτὸν ἀνέκαθεν ὡς σύγχρονο Ὁμολογητὴ καὶ Ἀσκητὴ Ὅσιο, ἡ δὲ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας τῆς Ἑλλάδος ἀπεδέχθη Συνοδικῶς τὴν ἐπίσημο τιμή του ὡς Ἁγίου ἀπὸ τοῦ παρελθόντος ἔτους.
Εἴθε οἱ ἅγιες πρεσβεῖες του νὰ στηρίζουν ἅπαντας στὴν ὁδὸ τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἀρετῆς!
[...] ΕΙΣ τῶν εὐλαβεστέρων Πατέρων, τοὺς ὁποίους συνεβουλευόμην, ἤδη κοιμηθεὶς πρὸ δεκαετίας, ἦτο ὁ Ἱερομόναχος Ἰωάννης, Ρουμᾶνος τὴν καταγωγήν, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔζησεν ἔτη πολλὰ μετὰ τῶν Ἑλλήνων, ἡ ὁμιλία καὶ ἡ Λειτουργία του ἦτο καθαρῶς Ἑλληνική. Κατὰ τὴν εὐλάβειαν καὶ σοβαρότητα καὶ παντελῆ ἀποφυγὴν τῶν περιττῶν καὶ ἀναρμοδίων εἰς Μοναχοὺς ὁμιλιῶν καὶ ἐνασχολήσεων, δὲν συνήντησα πολλοὺς ὁμοίους εἰς ὅλον τὸν κόσμον, ὅπου περιώδευσα.
Μείνας ὀρφανὸς καὶ ἀπολαύσας τὰ «ἀγαθὰ» τῆς... κακῆς μητρυιᾶς, ἐγνώρισε παιδιόθεν τὰς θλίψεις ἐν ὑπομονῇ. Διαμείνας ἔτη τινὰ εἰς τὸ Μοναστήριον Νεάμτζου τοῦ Ἁγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ, ὅπου διετέλεσε Βιβλιοθηκάριος, ἀνεχώρησεν ἐκ Ρουμανίας ἕνεκα τοῦ Νέου Ἡμερολογίου καὶ ἄλλων λόγων καὶ ἦλθεν εἰς προσκύνησιν τῶν Ἁγίων Τόπων, ὅπου καὶ διέμεινε πολλὰ ἔτη εἰς τὴν Λαύραν τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ὤν φιλάσθενος πάντοτε ὁ ἴδιος καὶ ἔχων ἀρκετὰς γνώσεις νοσοκόμου, μὲ συμπάθειαν καὶ ὑπομονὴν καὶ ἀγαθότητα καὶ ἀγάπην ὑπηρέτησε τοὺς γέροντας καὶ ἀσθενεῖς μὲ ζῆλον καὶ ἀδελφικὸν ἐνδιαφέρον, ἐκεῖ δὲ καὶ ἐχειροτονήθη.
Ἔτη τινὰ διέμεινε παρὰ τὸν Ἰορδάνην καὶ εἰς ἀπόκρημνον λαξευτὸν σπήλαιον τῆς περὶ τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Γερασίμου ἐρήμου τοῦ Ἰορδάνου, μέχρι τοῦ τελευταίου παγκοσμίου πολέμου. Ἕνεκα τούτου ὑποχρεωθεὶς νὰ ἀναχωρήσῃ ἐκεῖθεν, διέμεινεν ἀκολούθως εἰς τὴν Μονὴν Χοζεβᾶ καὶ εἰς τὴν ἐντὸς στενῆς χαράδρας καὶ παρὰ τὴν Μονὴν ταύτην Σκήτην τῆς Ἁγίας Ἄννης μέχρι τῆς κοιμήσεώς του.
Ἡ εὐλάβεια, ἡ συστολή, ἡ προσοχή του εἰς ἑαυτὸν δὲν ἀπαντῶνται εὐκόλως σήμερον. Οὐδέποτε τὸν ἤκουσα ἐπιδιδόμενον εἰς τὴν ἄσκοπον φλυαρίαν καὶ πολυλογίαν, τὸ προχειρότερον ἀλλ’ ὄχι τὸ μικρότερον τοῦτο παράπτωμα. Ἄν ποτε παρενέπιπτεν ἀργολογία, ἤ καταλαλιά, ἤ ἤλλασσε τὴν ὁμιλίαν ἤ ἀνεχώρει. Οὐδὲ ἅπαξ ἠκούσθη λέγων καὶ τὸ πλέον «ἀθῶον ἀστεῖον» ἤ γελῶν πέραν τοῦ συνεσταλμένου μειδιάματος. Τὸ βλέμμα του δὲν «ἐχόρτανε» ποτὲ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου ἤ τοῦ συνομιλητοῦ του, ἀλλ’ ὀλίγον πρὸς τὰ κάτω βλέπων ὡμίλει βραδέως μὲ εὐλάβειαν καὶ ἡσυχίαν.
Συνήθως ἀπέφευγε νὰ συλλειτουργῇ μὲ ἄλλους διὰ τὸν λόγον ὅτι ἐπόθει ν’ ἀναγινώσκῃ τὰς εὐχάς, ἰδίᾳ τὰς μυστικάς, ἀργῶς καὶ μὲ κατάνυξιν, ἐνῷ οἱ ἄλλοι «βιάζονται». Τὸ Ψαλτήριον, ὡς ἔλεγε, προετίμα ν’ ἀναγινώσκῃ εἰς τὴν Ἑλληνικήν, διότι εὕρισκεν εἰς αὐτὸ ἰδιαιτέραν τινὰ χάριν παρὰ εἰς τὴν Ρουμανικὴν μετάφρασιν.
Πῶς ἀκριβῶς δῆγεν ἐν τῷ κελλίῳ εἶναι ἄγνωστον, διότι ἑκάστου ἡ διαμονὴ ἦτο κατάμονος μετὰ μόνου τοῦ Θεοῦ. Πολλὴν ὑπομονὴν εἶχεν εἰς τὸν ἐγκλεισμόν· ἄν καὶ φιλάσθενος, εἰς τὰς πόλεις δὲν ἐξήρχετο καὶ εἰς ἰατροὺς δὲν προσέφευγεν, ἀρκούμενος εἰς ἅς ἐγνώριζε θεραπείας καὶ εἰς τὴν ἐμπιστοσύνην πρὸς τὸν Θεόν.
Τὰ τελευταῖα 6 ἔτη τὸ μόνον ταξίδιόν του ἦτο ἀπὸ τοῦ σπηλαίου του μέχρι τοῦ ἰδικοῦ μου (εἰς 50 περίπου μέτρων ἀπόστασιν ἀλλὰ κρημνώδη) διὰ τὴν τέλεσιν Θ. Λειτουργίας.
Πολιτικὰς ἐφημερίδας δὲν ἀνεγίνωσκεν εἰ μὴ ἄν θέμα τι ἦτο ἐκ τῶν ἀπασχολούντων αὐτὸν θρησκευτικῶς. Ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν «πατρικῶν παραδόσεων», παρηκολούθει κατὰ τὸ δυνατὸν τὰς «νεωτέρας κινήσεις», ἐλυπεῖτο καὶ ὤκτειρε τὴν κενότητα καὶ πτωχότητα τῶν καινοφανῶν πνευμάτων, τὰ ὁποῖα κατεβίβασαν τὴν θειότητα τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὰ μέτρα τῆς ἀνθρωπίνης συναλλαγῆς. Ἐφρόνει ὅτι ὅλοι οἱ ἀντίπαλοι τοῦ Θεοῦ, αἱ σκοτειναὶ δνάμεις, ὁ κομμουνισμός, ὁ παπισμός, ὁ μασσωνισμός, αἱ αἱρέσεις καὶ ὅλα τὰ ἐφευρήματα τῶν δαιμόνων εἶναι καπνός, οὐδεμίαν ἔχουσι δύναμιν, ἀλλὰ μόνον διὰ τῆς ἀληθοῦς ἐπιστροφῆς μας εἰς τὸν Θεὸν καὶ μόνον οὕτω ἀντιμετωπίζονται.
Ἔχων καὶ ποιητικὸν χάρισμα, λαμβάνων ἄπειρα θέματα ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς ὅλης ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, συνέτασσεν εἰς στίχους τὰ ἄγοντα εἰς θερμὴν κατάνυξιν, εἰς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, εἰς ζῆλον τῆς Ορθοδοξίας, εἰς ἔπαινον τῆς ἀρετῆς, τὰ δάκρυα, τὴν ταπείνωσιν, τὴν νηπτικὴν προσευήν, περιστατικὰ ἐκ τῶν Βίων τῶν Ἁγίων, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων, ἐν γένει πᾶν ὅ,τι τρέφει ψυχὴν πεινῶσαν τὸν Θεόν. Ἐκ τούτων ἐξέδωσεν ἐσχάτως, διὰ βοηθειῶν, ὁ μαθητής του [Μοναχὸς Ἰωαννίκιος] ἕνα τόμον, κατὰ δὲ τοὺς εἰδότας τὴν γλῶσσαν, μόνον διὰ πνεύματος Θεοῦ ἠδύναντο νὰ ἐμπνευσθῶσι καὶ συνταχθῶσιν.
Τρίτη 18 Αυγούστου 2015
Η ΑΓΙΑ ΝΕΦΕΛΗ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΘΑΒΩΡ (Φώτο - Βίντεο)
Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015
ΣΧΕΣΗ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)
Εμείς παραδεχόμαστε ότι το σώμα είναι κατώτερο από την ψυχή και υποδεέστερο· αυτό όμως δεν σημαίνει, ότι το σώμα είναι αντίθετο από την ψυχή, ότι δηλαδή την πολεμά και ότι είναι πονηρό· αλλ’ έχει ανάγκη από την ψυχή, όπως ακριβώς η κιθάρα από τον κιθαριστή και το πλοίο από τον κυβερνήτη. Αυτά δηλαδή που δεν είναι αντίθετα με εκείνους που τα οδηγούν και τα μεταχειρίζονται, μπορεί να είναι πάρα πολύ σπουδαία, δεν έχουν όμως την ίδια αξία με τον τεχνίτη.Όταν το σώμα γίνει ασθενικό, αναγκαστικά και η ψυχή συμμετέχει σ’ αυτή τη βλάβη· γιατί ως επί το πλείστον οι ενέργειες της ψυχής συμβαδίζουν με τη διάθεση του σώματος. Γιατί και κατά τη διάρκεια των ασθενειών είμαστε διαφορετικοί εξαιτίας της αδυναμίας του σώματος και διαφορετικοί, όταν είμαστε υγιείς. Όπως ακριβώς δηλαδή στην περίπτωση της χορδής του οργάνου, όταν οι φθόγγοι είναι απαλοί και άτονοι και αδύνατοι, υποβαθμίζεται και η αξία της μουσικής τέχνης, επειδή αναγκάζεται να ακολουθεί την αδυναμία των χορδών· έτσι και στην περίπτωση του σώματος, η ψυχή δέχεται απ’ αυτό πολλές βλάβες, πολλές ανάγκες. Γιατί, όταν το σώμα έχει ανάγκη από πολλή περιποίηση, και η ψυχή υπομένει την σκλαβιά εκείνη.
Αν ήσουνα ασώματος, ο Χριστός θα σου παρέδιδε τα ασώματα δώρα των Μυστηρίων γυμνά· επειδή όμως η άυλη ψυχή είναι στενά συνδεδεμένη με το υλικό σώμα, σου παραδίδει με αισθητά και υλικά σημεία τα αόρατα, τα οποία μόνον με το νου του μπορεί να συλλάβει ο άνθρωπος.
Είναι στενός ο σύνδεσμος της ψυχής με το σώμα· και το επινόησε αυτό ο Δημιουργός, ώστε να μη πείθουν μερικοί να μισούμε το σώμα σαν να είναι ξένο και εχθρικό…Ο διάβολος όμως κυριάρχησε τόσο πολύ, ώστε έπεισε μερικούς να μισούν και το ίδιο το σώμα τους…Γιατί, αν το σώμα είναι όργανο του διαβόλου, τότε πού οφείλεται η τόσο μεγάλη συμφωνία που υπάρχει ανάμεσα στο σώμα και στην ψυχή, που είναι τόσο μεγάλη, ώστε το σώμα να είναι κατάλληλο να υπηρετεί την ευσεβή ψυχή από όλες τις πλευρές; Αλλά αν είναι κατάλληλο, ίσως πει κανείς, πώς συμβαίνει να σκοτίζει την ψυχή; Δεν είναι το σώμα που τυφλώνει την ψυχή, μακριά μια τέτοια σκέψη, άνθρωπε, αλλά οι αμαρτωλές απολαύσεις.
Και από πού προέρχεται η επιθυμία των αμαρτωλών απολαύσεων; Δεν προέρχεται καθόλου από το σώμα, αλλά από την πονηρή εσωτερική διάθεση…Δεν είναι όργανα του διαβόλου ούτε το σώμα, ούτε οι τροφές, αλλά μόνον οι αμαρτωλές απολαύσεις.
Και γιατί σου μιλάω για το θάνατο; Αφού βέβαια και στη ζωή την ίδια σου δείχνω, πως όλα τα καλά είναι δικά της. Γιατί, αν η ψυχή ευφρανθεί, τότε ρόδα σκορπίζει στο πρόσωπο· και αν πονέσει, αφού πάρει πίσω εκείνο το κάλλος, περιβάλλει το παν με μαύρη στολή. Και αν μεν ευφραίνεται συνεχώς η ψυχή, το σώμα γίνεται απαθές· αν όμως πονέσει, το κάνει πιο αδύνατο και πιο ασθενικό από τον ιστό της αράχνης. Αν πάλι θυμώσει η ψυχή, πάλι το κάνει αποκρουστικό και αισχρό· αν δείξει γαλήνιο μάτι, του χαρίζει μεγάλο κάλλος· αν φθονεί, χύνει πολλή ωχρότητα και το μαραζώνει· αν αγαπά, του χαρίζει μεγάλη ομορφιά. Έτσι πολλές γυναίκες, που δεν είναι όμορφες στο πρόσωπο, παίρνουν πολλή χάρη από την ψυχή. Άλλες πάλι που ακτινοβολούν με την ωραιότητά τους, επειδή έχουν ψυχή χωρίς χάρη, καταστρέφουν και την ομορφιά τους. Σκέψου, πως κοκκινίζει ένα πρόσωπο λευκό και πως με την ποικιλία του χρώματος προσφέρει πολλή ευχαρίστηση, όσες φορές βέβαια πρέπει κανείς να νιώθει ντροπή και να κοκκινίζει. Όπως ακριβώς επίσης, όταν η ψυχή είναι αναίσχυντη, κάνει τη μορφή αηδέστερη και αγριότερη από τη μορφή του θηρίου.
«Ο στολισμός του ανθρώπου, το γέλιο των δοντιών του και το βάδισμά του φανερώνουν τι άνθρωπος είναι αυτός». Σαφής δηλαδή εικόνα της ψυχικής καταστάσεως θα μπορούσε να γίνει το εξωτερικό παρουσιαστικό του ανθρώπου, και η κίνηση των μελών του σώματος δείχνει ιδιαίτερα την ομορφιά της ψυχής. Η τάξη των εξωτερικών μελών του σώματος απεικονίζει κατά ένα τρόπο την ψυχική κατάσταση του ανθρώπου.
«Υπερηφανεύτηκαν οι γυναίκες της Ιερουσαλήμ και βάδισαν με το κεφάλι ψηλά». Εδώ και τις γελοιοποιεί και φανερώνει τη γυναικεία αλαζονεία, που δεν μπορεί να περιοριστεί μέσα στη σκέψη, αλλ’ εκδηλώνεται και επιδεικνύεται και με τις κινήσεις του σώματος… Γιατί με όλα, με τα μάτια, με τα φορέματα, με τα πόδια, με το βάδισμα φανερώνεται και η σωφροσύνη και η ασέλγεια. Γιατί οι κινήσεις των αισθητηρίων οργάνων είναι κατά κάποιο τρόπο οι κήρυκες της ψυχής που κατοικεί μέσα στο σώμα. Και όπως ακριβώς οι ζωγράφοι, αφού αναμείξουν τα χρώματα, ζωγραφίζουν τις εικόνες που θέλουν, έτσι λοιπόν και οι κινήσεις των μελών του σώματος εκφράζουν και θέτουν μπροστά στα μάτια μας τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ψυχής. Γι’ αυτό και κάποιος άλλος σοφός έλεγε: «Η ενδυμασία του ανθρώπου, ο τρόπος με τον οποίον γελάει και το βάδισμά του φανερώνουν το ποιόν του».
Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015
ΕΤΣΙ ΓΙΝΟΜΑΣΤΕ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (Μέγας Βασίλειος)
Εάν μέσα του βεβαιωθεί ότι μπροστά του είναι ο Θεός. Διότι εάν κάποιος που βλέπει έναν άρχοντα ή προϊστάμενο και συζητεί μαζί του έχει το βλέμμα προσηλωμένο σ’ αυτόν, πόσο μάλλον αυτός που προσεύχεται στο Θεό θα έχει το νου προσηλωμένο σ’ Αυτόν που ελέγχει καρδίες και νεφρούς -«ετάζων καρδίας και νεφρούς ό Θεός» (Ψαλμ. 10)- εφαρμόζοντας αυτό που λέγει η Γραφή: «…και τα χέρια που υψώνουν στον ουρανό να είναι καθαρά, χωρίς οργή και εριστικότητα» (Α’ Τιμόθ. 2, 8),
Όταν ο Κύριος είπε στην προσευχή του: «Πάτερα μου, αν είναι δυνατόν, ας μην πιω αυτό το ποτήρι» (Ματθ. 26′, 39), ύστερα συμπλήρωσε: «αλλά ας μη γίνει το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου». Συνεπώς πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν μας έχει επιτραπεί να ζητούμε ό,τι θέλουμε, αφού δεν γνωρίζουμε ούτε καν το συμφέρον μας: «…εμείς δεν ξέρουμε ούτε τι ούτε πως να προσευχηθούμε…» (Ρωμ. 8′ 26). Ώστε τα αιτήματα πρέπει να τα υποβάλλουμε στο Θεό με πολλή περίσκεψη, σύμφωνα με το θέλημά του· κι εάν δεν εισακουσθούμε πρέπει να γνωρίζουμε ότι χρειάζεται επίμονη και καρτερία, σύμφωνα με την παραβολή του Κυρίου για το ότι «πρέπει πάντοτε να προσευχόμαστε και να μην αποκάμουμε» (Λουκ. 18, 1) και με τον άλλο λόγο του Κυρίου που είπε σε άλλη περίσταση ότι: «… για την αναίδειά του θα σηκωθεί και θα του δώσει ό,τι χρειάζεται» (Λουκ. 11′ 8)· ή χρειάζεσαι διόρθωση και επιμέλεια, σύμφωνα με αυτό που είπε ο Θεός σε κάποιους ανθρώπους διά μέσου του Προφήτη: «όταν εκτείνετε τα χέρια σας, θα αποστρέψω τα μάτια μου από σας. Και εάν αυξήσετε τις δεήσεις σας, δεν θα εισακουστείτε, γιατί τα χέρια σας είναι γεμάτα αίματα. Λουσθείτε, και γίνετε καθαροί…» κ.λπ. (Ησ. Α’ 15-16). Ότι δε και τώρα γίνονται και είναι τα χέρια των πολλών γεμάτα αίματα, δεν πρέπει καθόλου ν’ αμφιβάλλουν αυτοί που πιστεύουν σ’ εκείνη την κρίση του Θεού…
Ταμείο συνήθως ονομάζουμε ένα χώρο κενό και απόμερο, που βάζουμε ό,τι θέλουμε να αποθηκεύσουμε, ή που είναι δυνατόν να κρυφτούμε, όπως αναφέρεται από τον Προφήτη: «Βάδιζε, λαέ μου, μπες μέσα στο ταμείο σου, κλείσε τη πόρτα σου, κρύψου…» (Ησ. 26′ 20). Η δύναμη της εντολής γίνεται σαφής από τα συμφραζόμενα, διότι ο λόγος απευθύνεται σ’ αυτούς που πάσχουν από ανθρωπαρέσκεια. Ώστε αν κάποιος ενοχλείται από αυτό το πάθος, καλά κάνει που αποσύρεται στην προσευχή και απομονώνεται, μέχρι να μπορέσει ν’ αποκτήσει τη διάθεση να μην προσέχει τους επαίνους των ανθρώπων, αλλά να αποβλέπει μόνο στο Θεό, όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «όπως τα μάτια των δούλων είναι προσηλωμένα στα χέρια του Κυρίου τους, και τα μάτια της δούλης στα χέρια της Κυρίας της, έτσι και τα δικά μας μάτια να είναι στραμμένα προς τον Κύριο και Θεό μας…» (Ψαλμ. 122′ 2). Εάν όμως κάποιος με τη χάρη του Θεού είναι καθαρός από εκείνο το πάθος, δεν έχει ανάγκη να κρύβει το καλό.
Όταν ο διάβολος επιχειρεί να μας επιβουλευθεί και προσπαθεί να εκτοξεύσει τους λογισμούς του σαν πυρακτωμένα βέλη με πολλή σφοδρότητα μέσα στην αμέριμνη και ήσυχη ψυχή και ξαφνικά να την πυρπολήσει και να υπενθυμίζει μακροχρόνια και επίμονα εκείνα που έσπειρε μία φορά, τότε πρέπει αυτές τις επιβουλές να τις αντιμετωπίσουμε με εγρήγορση και εντατική προσοχή, όπως ο αθλητής που αποτρέπει τις λαβές των αντιπάλων με την ακριβέστατη επιφυλακή και την ταχύτητα του σώματος, και να αναθέσουμε στην προσευχή και την πρόσκληση της συμμαχίας του Θεού τη διεξαγωγή του πολέμου και την αποφυγή των βελών. Διότι αυτό μας δίδαξε ο Παύλος, λέγοντας: «… εκτός από όλα αυτά, κρατάτε πάντα την πίστη σαν ασπίδα, πάνω στην οποία θα μπορέσετε να σβήσετε τα φλογισμένα βέλη του πονηρού…» (Εφ. 6, 16). Και αν λοιπόν υποβάλλει τις πονηρές φαντασίες του κατά την ώρα της προσευχής, να μη σταματήσει η ψυχή να προσεύχεται, ούτε να νομίζει ότι αυτή είναι υπεύθυνη για την σπορά του εχθρού στον αγρό της και για τις ποικίλες φαντασίες του πονηρού, αλλά σκεπτόμενη ότι η φαντασία των άτοπων σκέψεων οφείλεται στην αναίδεια του εφευρέτη της πονηρίας, ας εντείνει τη γονυκλισία και ας ικετεύει το Θεό να διαλυθεί το πονηρό τείχος της μνήμης των άτοπων λογισμών, ώστε ανεμπόδιστα, με τη δύναμη του νου να διαβεί στη στιγμή ακάθεκτη προς το Θεό, χωρίς να διακόπτεται σε κανένα σημείο από τις εφόδους των πονηρών ενθυμήσεων.
Εάν στέκεσαι ενώπιον του Θεού όπως πρέπει και προσφέρεις όλες σου τις δυνάμεις,μην απομακρυνθείς μέχρι να λάβεις το αίτημά σου· εάν όμως σε κατακρίνει η συνείδησή σου ότι καταφρονείς και εάν, ενώ μπορείς, δεν προσεύχεσαι συγκεντρωμένος, μην τολμήσεις να σταθείς ενώπιον του Θεού, για να μη γίνει η προσευχή σου αφορμή αμαρτίας. Εάν όμως, επειδή εξαντλήθηκες από την αμαρτία, δεν μπορείς να προσεύχεσαι απερίσπαστα, να βιάζεις όσο μπορείς τον εαυτό σου και να στέκεσαι επίμονα ενώπιον του Θεού, έχοντας το νου σου σ’ Αυτόν και συμμαζεύοντάς τον στον εαυτό του· και ο Θεός συγχωρεί, επειδή αδυνατείς να σταθείς όπως πρέπει ενώπιόν Του, όχι από καταφρόνηση, αλλά από αδυναμία. Εάν βιάζεις τον εαυτό σου μ’ αυτό τον τρόπο σε κάθε καλό έργο, μην αποκάμεις μέχρι να λάβεις το αίτημά σου, αλλά κτύπα την πόρτα Του ζητώντας το αίτημά σου. Διότι λέγει: «όποιος ζητάει παίρνει, όποιος ψάχνει βρίσκει και όποιος χτυπάει του ανοίγεται» (Λουκ. 11′, 10). Διότι τι άλλο θέλεις να επιτύχεις παρά μόνο την κατά Θεό σωτηρία;