A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Νέο Βιβλίο - Ἐπισκόπου Γαρδικίου Κλήμεντος: Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς - Ἕνας Σύγχρονος Ἀσκητὴς καὶ Ὁμολογητὴς Ἱεράρχης (1903-1985)

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ - Ἀπόστολος - (Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ)




Ἀδελφοί, δικαιωθέντες ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν  Ἰησοῦ Χριστοῦ, 2 δι᾿ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. 3 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, 4 ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, 5 ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος  Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν. 6 ἔτι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε. 7 μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν. 8 συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε. 9 πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. 10 εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ·


Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ


Εἰρήνευση μἐ τόν Θεό


Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα ο απόστολος Παύλος μας εξηγεί πώς οι άνθρωποι, που με την αποστασία μας είχαμε γίνει εχθροί του θεού, ειρηνεύσαμε μαζί Του. Λέει λοιπόν ότι το έργο αυτό το επιτέλεσε ο Κύριός μας.
Αυτός ειρήνευσε όλους εμάς τους αποστάτες ανθρώπους με τον Θεό Πατέρα μας. Με την ενανθρώπησή του και το απολυτρωτικό του έργο μας χάρισε τη συγχώρηση και τη σωτηρία μας. Τώρα πλέον όσοι πιστεύουμε σ’ Αυτόν «ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν». Διότι ο Κύριος μάς έχει ήδη οδηγήσει από την κατάσταση της εχθρότητας στην κατάσταση της χάριτος. Όσοι ζούμε πλέον σ’ αυτήν την κατάσταση δεν τρέμουμε πλέον, όπως οι άνθρωποι της Παλαιάς Διαθήκης, την οργή του Θεού. Αντίθετα επειδή ζούμε την κοινωνία και την αγάπη του Θεού καυχιόμαστε ελπίζοντας ότι θα απολαύσουμε και τη δόξα του. Καυχιόμαστε ακόμη και για τις θλίψεις μας· διότι γνωρίζουμε ότι κάθε θλίψη που υπομένουμε καλλιεργεί σιγά-σιγά μέσα μας την υπομονή και την κάνει τέλεια. Κι έτσι η υπομονή αυτή θα μας βοηθήσει να αποκτήσουμε δοκιμασμένη αρετή, κι αυτή με τη σειρά της θα μας γεμίσει με την ελπίδα στον Θεό. και η ελπίδα αυτή δεν θα μας διαψεύσει ποτέ.

Μέσα σε λίγες γραμμές ο άγιος Απόστολος μας περιγράφει την ασύλληπτη αλλαγή που έφερε ο Κύριός μας στις σχέσεις των ανθρώπων με τον Θεό. Και μας εξηγεί ότι οι άνθρωποι με τις αμαρτίες μας είχαμε γίνει εχθροί του Θεού. Τυφλοί και παράλυτοι ούτε είχαμε τις δυνάμεις, αλλά ούτε και ξέραμε το δρόμο να πλησιάσουμε κοντά Του και να βρούμε την ειρήνη που αναζητούσαμε. Μας πήρε λοιπόν από το χέρι ο Ιησού Χριστός και μας έφερε κοντά στον Θεό Πατέρα. Και μας χάρισε όχι μόνο την ειρήνη μας μαζί Του αλλά και την αποκατάσταση της κοινωνίας μαζί Του.

Τι όμως σημαίνει ειρήνευση με τον Θεό; και πώς μπορούμε να ζήσουμε την κατάσταση αυτή σήμερα; Ζούμε την ειρήνευση με τον Θεό, σημαίνει, ζούμε ζωή μετανοίας και αγάπης, ζούμε μέσα στην κατάσταση της χάριτος. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ευτυχία που μπορούμε να ζήσουμε, η αδιάλειπτη σχέση μας με τον Θεό της αγάπης. Αυτό μας πρόσφερε ο Χριστός: τη δυνατότητα να ζούμε μέσα στη χάρη του Θεού, μια χάρη που δεν έχει όρια. Και όσο περισσότερο ζούμε στην κατάσταση αυτή, τόσο περισσότερο αποκτούμε ανώτερα βιώματα. Η κατάσταση της χάριτος είναι ουσιαστικά μια εμπειρία που αρχίζει από αυτή τη ζωή και συνεχίζεται στην αιωνιότητα. Είναι μια κατάσταση που ζούμε ιδιαιτέρως μετά από μία ειλικρινή εξομολόγηση, ή από τη βιωματική μας συμμετοχή στη θεία λατρεία και πολύ περισσότερο στο ποτήριο της ζωής. Για να ζούμε όμως μόνιμα μέσα μας αυτήν την ιερή εμπειρία της ειρηνεύσεώς μας με τον Θεό, χρειάζεται μεγάλη προσοχή και αγώνας. Διότι πολύ εύκολα μπορεί να τη χάσουμε όταν είμαστε αμελείς και ράθυμοι και επανερχόμαστε εύκολα στις πτώσεις μας. Ας αγωνιζόμαστε λοιπόν για να ζούμε διαρκώς την ειρήνη του Θεού και την αίσθηση της χάριτός του.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ


Στη συνέχεια ο απόστολος Παύλος περιγράφει το μεγαλείο της αγάπης του Θεού. Η αγάπη που έδειξε σε μας ο Θεός, λέει, εκχύθηκε και πλημμύρισε τις καρδιές μας: «Η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών». Και είναι μοναδική η αγάπη που μας έδειξε ο Θεός. Διότι ενώ εμείς ήμασταν πνευματικά ασθενείς, ο Χριστός πέθανε για να σώσει εμάς τους αμαρτωλούς. Αυτό αποδεικνύει τη μεγάλη αγάπη του Θεού· διότι ενώ με πολύ δυσκολία μπορεί να βρεθεί άνθρωπος να πεθάνει για κάποιον δίκαιο, ο Χριστός όμως δεν πέθανε για κάποιους δίκαιους, αλλά για μας που ήμασταν γεμάτοι αμαρτίες, για να σωθούμε από την οργή της κολάσεως.

Πόσο πολύ λοιπόν μας αγάπησε ο Χριστός; Ο απόστολος Παύλος παρομοιάζει την άπειρη αγάπη του με ένα ποτάμι αστείρευτο που πλημμυρίζει τις καρδιές μας· ένα ποτάμι που εκχύνεται από τον ωκεανό της αγάπης του στις καρδιές μας. εκχύνεται σαν μύρο κάνοντας την ψυχή μας να ευωδιάζει. Εκχύνεται σαν βροχή του ουρανού που καθιστά την ψυχή μας καρποφόρα. Και σε ποιους εκχύνεται η αγάπη του Θεού; Έχουμε σκεφθεί ποτέ ποιους αγάπησε ο Θεός; Εμάς που ήμασταν αρνητές και προδότες της αγάπης του. Δεν έδειξε ο Θεός την αγάπη του σε φίλους του αλλά σε μας τους εχθρούς του. Κι αυτό ακριβώς δείχνει το μεγαλείο της αγάπης του Θεού. Για τέτοιους αποστάτες θυσιάστηκε ο Ιησούς Χριστός. Αλλά και από τον ουράνιο θρόνο του, όπου κάθισε με την Ανάληψή του, ως Μέγας Αρχιερεύς εξακολουθεί να εκχέει διαρκώς την ανεξάντηλη χάρη της αγάπης του σε μας τους αμαρτωλούς και να μεσιτεύει για μας. Μας προσφέρει μία αγάπη που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να την κατανοήσουμε. Σ’ όλη την αιωνιότητα θα προσπαθούμε να την εξιχνιάσουμε και θα λατρεύουμε όλο και περισσότερο τον Κύριό μας. Κι αν αυτήν την αγάπη του Χριστού δεν μπορούμε να την εννοήσουμε τώρα, πώς θα μπορέσουμε κάπως να υποψιαστούμε πόση ακόμη αγάπη θα μας δείχνει ο Κύριός μας στην αιωνιότητα; Σ’ Αυτόν λοιπόν που μας αγαπά άπειρα, ας αντιπροσφέρουμε τη δική μας φτωχή αγάπη· αγάπη όμως έμπρακτη και αληθινή.

Περιοδικό «Ο Σωτήρ», αριθ. 2003


Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΙΤΙΟΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ Ο ΘΕΟΣ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ)


Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η Αγία Γραφή συνηθίζει να αποκαλεί την παραχώρηση του Θεού, «ενέργεια». Λέει, για παράδειγμα, ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους Επιστολή του: «Μήπως δεν έχει εξουσία ο αγγειοπλάστης, χρησιμοποιώντας το ίδιο υλικό, να κατασκευάζει άλλα σκεύη για τι­μητική χρήση και άλλα για ατιμωτική;».

Ο ίδιος δηλαδή τεχνίτης πλάθει και τα πρώτα και τα δεύτερα. Ο Θεός είναι ο Δημιουργός των πάντων, αλλ’ όμως δεν είναι Εκείνος που κατασκευάζει αγγεία για διαφορετικές χρήσεις, αλλά η προσωπική προ­αίρεση του κάθε ανθρώπου. Αυτό το λέει ξεκάθαρα ο Απόστολος Παύλος στην Δεύτερη Επιστολή του προς τον Τιμόθεο: «Σ’ ένα αρχοντόσπιτο», λέει, «δεν υπάρχουν μονάχα χρυσά και ασημένια σκεύη, αλλά και ξύλινα και οστράκινα και προορίζονται άλλα για τιμητική χρήση και άλλα για ατιμωτική. Αν λοιπόν κάποιος καθαρίσει τον εαυτό του από τις αμαρτίες είναι σκεύος που θα τιμηθεί, θα αγιασθεί και θα είναι πολύ χρήσιμο στον Θεό που το εξου­σιάζει και επιπλέον θα είναι ετοιμασμένο για κάθε έργο αγαθό».

Είναι βέβαια ολοφάνερο ότι αυτή η κάθαρση γίνεται, αν ο ίδιος ο άνθρωπος το θελήσει. «Αν κά­ποιος καθαρισθεί», λέει ο Απόστολος. Αν όμως δεν το κάνει, αν δεν καθαρίσει δηλαδή τον εαυτό του, θα είναι αγγείο για ατιμωτική χρήση, άχρηστο στον Δεσπότη Χριστό, δοχείο που θά ’πρεπε καλύτερα να γίνει κομμάτια.

Το ρητό λοιπόν του ’Αποστόλου Παύλου που λέει «επέτρεψε ο Θεός να πέσουν όλοι μαζί στην απείθεια», καθώς και το άλλο που λέει «τους έδωσε ο Θεός πνεύμα κατανύξεως, μάτια που δεν μπορούσαν να δουν και αυτιά που δεν μπορούσαν να ακούνε», πρέπει να τα εννοήσουμε ότι έγιναν, όχι γιατί τα θέλησε και τα δημιούργησε έτσι ο Θεός, αλλά γιατί τα παραχώρησε ο Θεός.

Γιατί το καλό είναι δημιούργημα της ελευ­θερίας του ανθρώπου και κατά συνέπεια, δεν μπορεί να επιβληθεί με τη βία.

Συνηθίζει λοιπόν η Αγία Γραφή να ονομάζει την παραχώρηση του Θεού, ενέργεια και δημιουργία. Όταν όμως λέει ότι «ο Θεός δημιουργεί κακά» και «δεν υπάρχει κακία σε μια πόλη που να μην τη δημιούργησε ο Θεός·», δεν εννοεί ασφαλώς ότι ο Θεός είναι αίτιος του κακού.

Η λέξη κακία έχει δύο έννοιες και δύο ση­μασίες. Άλλοτε σημαίνει το κακό κατά τη φύση του. Αυτό δηλαδή που είναι αντίθετο προς την αρετή και προς το θέλημα του Θεού. Άλλοτε πάλι φανερώνει αυτό που το αντιλαμβάνεται η αίσθησή μας ως κακό και κοπιαστικό, δηλαδή οι θλίψεις και οι συμφορές. Οι θλίψεις όμως φαινομενικά είναι κακό πράγμα, γιατί μας προξενούν πόνο. Στην πραγματικότητα όμως οι θλίψεις -για εκείνους που καταλαβαίνουν την αλήθεια των πραγμάτων- είναι καλές και ευερ­γετικές, γιατί γίνονται αιτία να επιστρέψουμε στον Θεό και να σωθούμε.

Αυτού του είδους οι θλίψεις, η Αγία Γραφή θεωρεί ότι συμβαίνουν «κατά παραχώρησιν» του Θεού.

Πρέπει όμως να γνωρίζουμε καλά ότι και γι’ αυτές τις θλίψεις, εμείς πάλι είμαστε υπεύθυνοι. Γιατί τα ακούσια κακά είναι καρποί εκείνων που εμείς ελεύθερα επιλέγουμε να κάνουμε.

Πρέπει ακόμα να ξέρουμε ότι η Αγία Γραφή συνηθίζει να ονομάζει μερικά πράγματα, που είναι αποτέλεσμα κάποιων άλλων ενεργειών μας, ως αιτία. Για παράδειγμα, το αγιογραφικό χωρίο που λέει: «Ενώπιον Σου έχω αμαρτήσει και απέναντι σε Σένα έχω κάνει την παρανομία. Το ομολογώ αυτό δημόσια, ώστε να μη θεωρήσουν Εσένα άδικο για όποια τιμωρία μου δώσεις. Έτσι δεν θα κατακρίνουν Εσένα, αλλά θα αναγνωρίσουν όλοι ότι δίκαια μου επιβάλεις ό,τι όρισες για τιμωρία μου».

Δεν αμάρτησε δηλαδή ο Προφήτης για να αποδειχθεί δικαιοκρίτης ο Θεός, ούτε είχε ανάγκη ο Θεός την αμαρτία μας, για να φανερώσει τη δικαι­οσύνη Του. Αναδεικνύεται νικητής και υπερέχει στη δόξα και στη δύναμη έναντι όλων των ανθρώπων, ακόμα και έναντι εκείνων που δεν εμπλέκονται στις αμαρτίες. Γιατί είναι ο Ίδιος Δημιουργός, ακατάληπτος, άκτιστος και έχει τη δόξα ως φυσικό ιδίωμα και όχι ως κάτι που έλαβε εκ των υστέρων. Ο Θεός αναδεικνύεται επιπλέον ως νικητής έναντι της κακίας μας, όταν δεν μας τιμωρεί τη στιγμή που αμαρτάνουμε, αλλά αντίθετα μας συγχωρεί μόλις μετανοήσουμε. Δεν αμαρτάνουμε, συνεπώς, γιατί έτσι έχει ορίσει για μας ο Θεός, αλλά γιατί η αμαρτία είναι επακόλουθο της πτώσεως του ανθρώπου.

Αν πούμε δηλαδή ότι ο Θεός δημιούργησε το κακό, είναι σαν να λέει κάποιος, που δέχεται την επίσκεψη ενός φίλου του, ότι αυτός ήρθε για να μην μπορέσω να δουλέψω σήμερα. Ο φίλος βέβαια δεν έκανε την επίσκεψη, για να εμποδίσει τον νοικοκύρη από τη δουλειά, αλλά αυτό ήρθε ως συνέπεια της επίσκεψής του. Επειδή δηλαδή έπρεπε να ετοιμασθεί κατάλληλα η υποδοχή, δεν ήταν δυνατόν παράλληλα και να εργάζεται. Αυτές λοιπόν οι εκφράσεις βασίζο­νται στο αποτέλεσμα και αναφέρονται στο πως εξε­λίσσονται, ως επακόλουθο προγενέστερης πράξης, τα διάφορα γεγονότα.

Ο Θεός όμως δεν θέλει να είναι Εκείνος μόνο Άγιος, -ώστε να μας περάσει η ιδέα ότι δημιούργησε το κακό, για να αποκλείσει εμάς από την αγιότητα- αλλά θέλει όλοι, κατά το μέτρο τους, να αγιασθούν και να γίνουν όμοιοι με Αυτόν «κατά Χάριν».
Πηγή: lllazaros.blogspot.ca



Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΣΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΟΜΟΡΡΩΝ

Μετά τη φιλοξενία του Αβραάμ, όταν ο Κύριος έφευγε από το σπίτι του είπε στον Αβραάμ: «Η κακή φήμη των Σοδόμων και των Γομόρρων διαδόθηκε πολύ και η αμαρτία τους είναι πολύ βαριά. Θα κατεβώ, λοιπόν, να εξακριβώσω αν αληθεύουν όλες αυτές οι διαδόσεις που έφτασαν ως εμένα». Οι δυο άγγελοι έφυγαν από το σπίτι του Αβραάμ και κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Αλλά ο Κύριος παρέμεινε ακόμη μαζί με τον Αβραάμ.

Πλησίασε τότε ο Αβραάμ και του είπε: «θα καταστρέψεις τους δικαίους μαζί με τους αμαρτωλούς; Ίσως υπάρχουν κάποιοι δίκαιοι στην πόλη. θα τους καταστρέψεις κι αυτούς; Δε θα συγχωρήσεις την περιοχή για χάρη των λίγων δικαίων που βρίσκονται σ' αυτήν; Δε γίνεται να θανατώσεις δικαίους κι αμαρτωλούς μαζί, σαν να ήταν όλοι το ίδιο. Δεν είναι δυνατό! Ο κριτής όλης της γης δεν πρέπει να αποδώσει δικαιοσύνη;»

Ο Κύριος του απάντησε: «Αν βρω στην πόλη των Σοδόμων έστω και δέκα δικαίους, δε θα καταστρέψω την πόλη και την περιοχή για χάρη των δέκα».

Οι δυο άγγελοι έφτασαν στα Σόδομα το βράδυ. Ο Λωτ τους φιλοξένησε, τους περιποιήθηκε και τους ετοίμασε το δείπνο. Πριν όμως κοιμηθούν, οι άντρες των Σοδόμων περικύκλωσαν από παντού το σπίτι. Ήταν εκεί όλος ο αντρικός πληθυσμός της πόλης, νέοι και γέροι. Φώναζαν στο Λωτ και του έλεγαν: «Πού είναι εκείνοι οι άνθρωποι που ήρθαν σπίτι σου απόψε; Φέρ' τους μας έξω, να συνευρεθούμε μαζί τους!»

Τότε ο Λωτ τους παρακάλεσε και τους έλεγε, «μην τους κάνετε κανένα κακό, γιατί είναι φιλοξενούμενοι μου κι ήρθαν να προστατευτούν στο σπίτι μου».

Εκείνοι όμως φώναζαν και έλεγαν: «Ήρθε ένας ξένος και θέλει να μας κρίνει!» «Τώρα θα σου κάνουμε χειρότερα απ' ότι σ' εκείνους». Και σπρώχνοντας με βία το Λωτ προσπαθούσαν να του σπάσουν την πόρτα.

Τότε οι δύο άγγελοι άπλωσαν το χέρι τους και τράβηξαν το Λωτ μέσα στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα. Κατόπιν τύφλωσαν όλους όσοι ήταν απ' έξω, μικρούς και μεγάλους, έτσι που άδικα προσπαθούσαν να βρουν την πόρτα του σπιτιού.

Είπαν τότε οι δυο άγγελοι στο Λωτ: «Πάρε τη γυναίκα σου, το γαμπρό σου, τους γιους σου και τις κόρες σου και όποιον δικό σου έχεις στην πόλη και φύγετε γιατί θα καταστρέψουμε αυτό τον τόπο. Είναι μεγάλη η κατακραυγή που υψώνεται στον Κύριο ενάντια στους κατοίκους της περιοχής και ο Κύριος μας έστειλε να καταστρέψουμε τα Σόδομα».

Ο Λωτ πήγε και μίλησε στους γαμπρούς του, που επρόκειτο να παντρευτούν τις θυγατέρες του και τους είπε: «Σηκωθείτε και φύγετε από 'δω, γιατί ο Κύριος θα καταστρέψει την πόλη». Αυτό όμως φάνηκε αστείο στους γαμπρούς του και τον ειρωνεύτηκαν.

Όταν ξημέρωσε, οι άγγελοι είπαν στο Λωτ: «Σήκω, πάρε τη γυναίκα σου και τις δυο σου κόρες, για να μην καταστραφείς για τις αμαρτίες της πόλης. Φύγε και μην κοιτάξεις πίσω σου και μη σταθείς πουθενά σε όλη την περιοχή».

Όταν ο Λωτ απομακρύνθηκε, τότε ο Κύριος άφησε από τον ουρανό να βρέξει θειάφι και φωτιά στα Σόδομα και στα Γόμορρα. Οι πόλεις εκείνες και οι κάτοικοί τους καθώς και όλη η γύρω περιοχή και η βλάστηση της καταστράφηκαν. Η γυναίκα όμως του Λωτ παρέβη την προειδοποίησή του αγγέλου και κοίταξε πίσω για να δει τι συνέβαινε και αμέσως έγινε στήλη άλατος. Σε όλη την περιοχή ανέβαινε από τη γη καπνός, σαν να έβγαινε από καμίνι.

Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

Ἁγίες Μάρθα καί Μαρία οἱ ἀδελφές τοῦ Λαζάρου (4 Ἰουνίου)



Χαίρετε αὐτάδελφοι ἱεραί, Μάρθα καὶ Μαρία, σεμναὶ ἤθεσι καὶ ζωῆς χαίρετε Λαζάρου, αἱ σύγγονοι αἱ θεῖαι, μεθ᾿ οὗ ἡμῖν αἰτεῖσθε, τὸ θεῖον ἔλεος.

Ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό τους Λάζαρο, ἦταν γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἡ πιὸ ἀγαπητὴ καὶ ἁγία οἰκογένεια τῆς Βηθανίας. 

Τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς παρουσιάζει τὴν Μαρία νὰ ἀποῤῥοφᾶται ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ, ἐνῷ ἡ Μάρθα, ποὺ ἦταν μεγαλύτερη ἀδελφή, φροντίζει πολὺ γιὰ τὸ τραπέζι τῆς φιλοξενίας. Γι᾿ αὐτὸ ἀκούει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Διδασκάλου τὸ πασίγνωστο καὶ διδακτικότατο «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς» (Λουκ. ι´ 38-42). 

Ἡ Μαρία ἐπίσης ἄλειψε καὶ μὲ πολύτιμο μύρο τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ σπόγγισε ὕστερα με τὴν παρθενική της κόμη. 

Καὶ οἱ δυὸ ἀδελφές, εὐσεβῆ καὶ διακεκριμένα μέλη τῆς πρώτης χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ἀξιώθηκαν νὰ πεθάνουν εἰρηνικὰ καὶ ὄχι ἐν διωγμῷ. Διότι ὁ Κύριος δὲν θέλησε ν᾿ ἀφήσει νὰ πονέσουν οἱ καρδιές, τῶν ὁποίων κάτω ἀπὸ τὴν στέγη τοῦ σπιτιοῦ τους, εἶχε ἀπολαύσει τόση ἁγία γαλήνη τὶς παραμονὲς τῶν παθῶν Του.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.

Τῷ Σωτῆρι ἀμέμπτως διακονήσασαι, αἱ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου θεῖαι αὐτάδελφοι, σὺν τῇ Μάρθᾳ τῇ κλεινῇ, Μαρία πάνσεμνε, καὶ τὴν Ἀνάστασιν Αὐτοῦ, σὺν Μυροφόροις Γυναιξί, μαθοῦσαι ἐκ τοῦ Ἀγγέλου, φωτὸς ἐμπλήσθητε θείου, ἡμῖν αἰτοῦσαι τὰ σωτήρια.

Κοντάκιον
Ἦχος β´. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τῶν ἀδελφῶν τὴν δυάδα τὴν πάντιμον, τὰς τοῦ Λαζάρου συγγόνους τιμήσωμεν, Μαρίαν καὶ Μάρθαν ἐν ᾄσμασιν, ὡς ἂν αὐτῶν ἱκεσίαις πρὸς Κύριον, πταισμάτων συγχώρησιν λάβωμεν.

Κάθισμα
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Χριστοῦ διάκονοι, ὄντως ἐδείχθησαν, ὡς πλήρεις πίστεως, καὶ σκεύη τίμια, αἱ τοῦ Λαζάρου ἀδελφαί, ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία· ἡ μὲν γὰρ ἐδέσματα, τούτῳ πίστει ἡτοίμασεν, ἡ δὲ μύρῳ ἤλειψε, καὶ θριξὶ κεφαλῆς αὐτῆς, ἐξέμαξε Κυρίου τοὺς πόδας· ὅθεν αὐτὰς ἄμφω τιμῶμεν.

Ὁ Οἶκος
Τῷ σαρκωθέντι δι᾿ ἡμᾶς, καὶ σώσαντι τὸν κόσμον, Χριστῷ τῷ πάντων Βασιλεῖ, πιστεύσασαι προθύμως, τούτου μαθήτριαι ἀληθεῖς, καὶ μυροφόροι ὤφθητε, ὦ Μάρθα καὶ Μαρία, δυὰς ἡγιασμένη· καὶ τὸν ὁμαίμονα ὑμῶν, ἤδη τετραήμερον καὶ ὀδωδότα ἐν τάφῳ κείμενον, τῇ ζωοποιῷ αὐτοῦ φωνῇ ζῶντα ἀπολαβοῦσαι, τὰ τῆς θεότητος Αὐτοῦ μεγαλεῖα, καὶ τὴν μεγίστην ἐξουσίαν ᾐνέσατε φωνῇ μεγάλῃ· καὶ ἑκουσίως θανόντι καὶ ταφέντι, καὶ τάφῳ τεθειμένῳ, μύρα προσκομίσασαι σὺν ταῖς λοιπαῖς Ἁγίαις Μυροφόροις, καὶ τῆς ἐγέρσεως Αὐτοῦ κήρυκες πᾶσιν ὤφθητε· ὅν δυσωπεῖτε δεόμεθα, ὡς ἄν πταισμάτων συγχώρησιν λάβωμεν.

Μεγαλυνάριον
Χαίρετε αὐτάδελφοι ἱεραί, Μάρθα καὶ Μαρία, σεμναὶ ἤθεσι καὶ ζωῆς χαίρετε Λαζάρου, αἱ σύγγονοι αἱ θεῖαι, μεθ᾿ οὗ ἡμῖν αἰτεῖσθε, τὸ θεῖον ἔλεος.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΧΩΡΙΣ ΕΥΛΑΒΕΙΑ (Ἃγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος)


Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αμαρτία, από το να προσεύχεται κανείς χωρίς φόβο Θεού, χωρίς προσοχή και ευλάβεια. 


Εκείνος που προσεύχεται ή ψάλλει απρόσεκτα και ασυναίσθητα, είναι φανερό πως δεν ξέρει ποιος είναι ο Θεός. Ο Θεός πάλι, σαν εύσπλαχνος, θέλει να ελεήσει αυτό τον άνθρωπο και δεν μπορεί. Είναι καλύτερα, τολμώ να πω, να μην προσεύχεται κανείς καθόλου, παρά να προσεύχεται χωρίς προσοχή.

Η σωστή προσευχή είν᾿ εκείνη που δεν γίνεται απλά με το στόμα, αλλά και με το νου και με την καρδιά. Όποιος λοιπόν δεν προσεύχεται ολοκληρωμένα, ουσιαστικά δεν κάνει προσευχή, και είναι υπόλογος γι᾿ αυτό απέναντι στο Θεό. Εκείνος που προσεύχεται χωρίς συμμετοχή του νου και της καρδιάς του, κατά βάθος περιφρονεί το Θεό. Και πώς θα ελεηθούμε από Εκείνον, όταν προσευχόμαστε με κενά λόγια, κι όταν ο νους μας συντυχαίνει με τους δαίμονες; Πώς να μην παροργίζουμε τον Κύριο, όταν από τη μια απευθυνόμαστε σ᾿ Εκείνον κι από την άλλη ο νους μας συλλογίζεται πράγματα άσχετα, άτοπα ή και αισχρά; Ένας τέτοιος νους δεν ανήκει στο Χριστό και δεν θα παραδοθεί ποτέ σ᾿ Αυτόν.


Πώς όμως θα μπορέσουμε να προσευχόμαστε με προσοχή, θείο φόβο, ευλάβεια και κατάνυξη; Πώς θα μπορέσουμε να προσευχόμαστε με τη σταθερή και ενεργητική συμμετοχή του νου και της καρδιάς μας;

Δεν θα το κατορθώσουμε μόνοι μας. Στην τέλεια προσευχή θα φτάσουμε, μόνοαν ζητήσουμε από τον ίδιο τον Κύριο να μας φωτίσει με το Πνεύμα Του το Άγιο, για ν᾿ αποκτήσουμε επίγνωση της άπειρης μεγαλοσύνης Του, να νιώσουμε σε ποιο φοβερό Θεό μπροστά στεκόμαστε. Και ακόμα, αν Τον παρακαλούμε θερμά όχι για μάταια και πρόσκαιρα πράγματα, αλλά για την κάθαρσή μας από τα πάθηκαι, προπαντός, την απόκτηση ταπεινού φρονήματος. Όποιος, αλήθεια, γνωρίσει την απέραντη αγαθότητα του Θεού, δεν μπορεί παρά να ταπεινωθεί βαθιά μπροστά στη μακροθυμία Του.

Είναι λοιπόν αδύνατο να προσεύχεται τέλεια ο νούς – και επομένως αδύνατο να κατανυχθεί και η καρδιά – αν δεν δεχθεί πρώτα το φωτισμό και την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, το μυστικό φως της θείας γνώσεως, που δίνεται κατεξοχήν μ᾿ έναν τρόπο: με την επίμονη και έμπονη επίκληση του Κυρίου και του ελέους Του.

Εκείνος που έμαθε γράμματα και μορφώθηκε πολύ, πώς μπορεί να διαβάσει τα βιβλία του χωρίς φως; Έχει τα βιβλία. Αν όμως δεν έχει και το φως, πώς θα τα μελετήσει; Το ίδιο συμβαίνει και με την προσευχή. Πώς θα «μελετήσουμε» και θα γνωρίσουμε το Θεό, χωρίς το μυστικό φως της θείας γνώσεως; Αυτό το φως δεν είναι παρά μια νοητή, θεόσταλτη δύναμη, που περικυκλώνει και μαζεύει το νου, τον εμποδίζει να φεύγει και να διασκορπίζεται στα γήινα και τον καθηλώνει στην πανευφρόσυνη θέα και κοινωνία του Θεού.

Όσο το φως του Αγίου Πνεύματος δεν φωτίζει το νου μας, η προσευχή μας είναιάστατη και άκαρπη. Και ο νους, λογιάζοντας πράγματα άτοπα – ακόμα κι αυτά που οι άνθρωποι θεωρούν αναγκαία – πλανιέται, χωρίς να συνειδητοποιεί πως γίνεται σκλάβος στο νοητό τύραννο, που τον τραβάει εδώ κι εκεί, σε μέριμνες, φροντίδες, υποθέσεις, προβλήματα «του κόσμου τούτου».

Ας αγωνιστούμε λοιπόν μ᾿ όλες μας τις δυνάμεις για να νικήσουμε το «σπερμολόγο» διάβολο, που με πονηρές ενθυμήσεις και άκαιρες σκέψεις μας κλέβει τον ανεκτίμητο πνευματικό καρπό της προσευχής και κρατάει την ψυχή μας στο σκοτάδι. Ας παρακαλέσουμε θερμά τον Κύριο, «το φως του κόσμου», να στείλει το Άγιό Του Πνεύμα και να διαλύσει με το άκτιστο φως Του το σκοτάδι αυτό της ψυχής μας, που μόνο έτσι θα μπορέσει να ενωθεί με το Θεό, «τον πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρούντα».



(Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”, Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού-Πηγή:alopsis.gr)

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (2 Ἰουνίου)



Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος, ὁ Ὁμολογητής, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 758 μ.Χ., ἀπὸ περιφανεῖς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸ βασιλικὸ γραμματέα καὶ νοτάριο Θεόδωρο καὶ τὴν Εἰρήνη. Ὁ πατέρας του ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ τὸν Κοπρώνυμο (741 – 775 μ.Χ.) στὰ Μύλασσα τῆς Καρίας καὶ μετὰ στὴ Νίκαια, ὅπου μετὰ ἑξαετία ἀπέθανε, διότι ἦταν ὑπέρμαχος τῶν ἱερῶν εἰκόνων.

Ὁ Νικηφόρος εἶχε καλὴ ἐκπαίδευση καὶ ἐχρημάτισε βασιλικὸς γραμματέας, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶχε κλίση στὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀποσύρθηκε σὲ κάποιο λόφο ἀπέναντι τοῦ Θρακικοῦ Βοσπόρου, ὅπου μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχοὺς διήνυε τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως.
Γενόμενος γνωστὸς γιὰ τὶς ἀρετές του στὴν Κωνσταντινούπολη, προσκλήθηκε καὶ ἀνέλαβε τὴ διεύθυνση κάποιου πτωχοκομείου τῆς πόλεως. Ὅταν ἐκοιμήθηκε ὁ Ἅγιος Ταράσιος († 25 Φεβρουαρίου), ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Α’ τοῦ Λογοθέτου (803 – 811 μ.Χ.), μὲ τὴν ψῆφο τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, ἐξελέγη, στὶς 5 Ἀπριλίου 806 μ.Χ., Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐχειροτονήθηκε στὶς 12 τοῦ ἰδίου μηνὸς κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Πάσχα.

Ὅσο ζοῦσε ὁ βασιλεὺς Νικηφόρος καὶ οἱ διάδοχοί του Σταυράκιος (811 μ.Χ.) καὶ Μιχαὴλ Α’ ὁ Ραγκαβὲς (811 – 813 μ.Χ.), ἡ πατριαρχεία τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου ἦταν ὁμαλὴ καὶ ἀπερίσπαστη. Ὄταν ὅμως αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ Λέων Ε’ ὁ Ἀρμένιος (813 – 820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν εἰκονομάχος, ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἦταν ἀντίπαλος καὶ ἀτρόμητος ἐπιτιμητὴς τῆς βασιλικῆς ἀσέβειας. Ὁ Πατριάρχης παρέλαβε τὸν Ὅσιο Θεοφύλακτο Νικομηδείας, τὸν Ἅγιο Αἰμιλιανὸ Κυζίκου, τὸν Ἅγιο Εὐθύμιο Σαρδέων, τὸν Εὐδόξιο Ἀμορίου, τὸν Ἅγιο Μιχαὴλ Συνάδων καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωσὴφ Θεσσαλονίκης, καὶ ἐπῆγε στὸ παλάτι, γιὰ νὰ ἐλέγξει τὸν αὐτοκράτορα καὶ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἐπιστρέψει στὴν ὀρθὴ πίστη. Ὁ αὐτοκράτορας ἔμενε ἀμετάπειστος καὶ τοὺς κατεδίκασε ὄλους σὲ ἐξορία. Ὁ Πατριάρχης Νικηφόρος ἐξορίσθηκε ἀρχικὰ στὴ Χρυσούπολη καὶ στὴ συνέχεια στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου κοντὰ στὸν Ἀκρίτα. Ἐκεῖ συνδέθηκε περισσότερο μὲ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὸς ἐξορισμένος.
Ὄταν μετὰ ἀπὸ λίγο, δολοφονηθέντος τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος, ἔγινε βασιλέας ὁ Μιχαὴλ Β’ ὁ Τραυλὸς (820 – 829 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐζήτησε τὴν ἀποκατάστασή του. Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ ἐδέχθηκε τὴν πρόταση αὐτή, ἀλλ’ ὑπὸ τὸν ὅρο ὁ Ἅγιος νὰ ἀναγνωρίσει τὴν ὑφιστάμενη ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ νὰ μὴν κινήσει τὸ θέμα τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ὁ Ἅγιος ἀπέκρουσε τὸν ὅρο αὐτὸ καὶ ἐπροτίμησε τὴν ἐξορία, ὅπου καὶ ἀπέθανε τὸ 829 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητὴς εἶναι ἐπίσημος στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο διότι μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ἱερὸ ζῆλο ἐπολέμησε τοὺς εἰκονομάχους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ σπάνια αὐτοῦ συγγραφικὴ ἱκανότητα. Ἐπισημότερα τῶν συγγραμμάτων του εἶναι ἡ «Σύντομος Ἱστορία», τὸ «Χρονολογικὸν σύντομον», ἡ«Στιχομετρία», «Λόγοι ἀντιρρητικοί», «Ἐπιστολαί», καὶ διάφοροι ἐκκλησιαστικοὶ κανόνες.
Ἡ μεγάλη συμβολὴ τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου στὴν ὑπερίσχυση καὶ ἐπικράτηση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπόψεων ἔγκειται στὴν ὑπ’ αὐτοῦ συστηματικὴ ἀνασκευὴ καὶ ἀναίρεση τῶν εἰκονοκλαστικῶν θέσεων καὶ μάλιστα καὶ τῶν ἀναφερομένων στὸ Χριστολογικὸ δόγμα.
Οἱ εἰκονομάχοι, ἀθετήσαντες τὴν τιμὴ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀπέβαλαν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς καὶ τὶς εἰκόνες τῶν Ἀγγέλων. Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἀπέδειξε μὲ βάση τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅτι οἱ Ἀγγελικὲς δυνάμεις, ἂν καὶ ἀσώματοι, ἄυλοι καὶ (σχετικῶς) ἀπεριόριστοι, εἰκονίζονται καὶ οἱ εἰκόνες προσαγορεύονται διὰ τοῦ ὀνόματος τῶν ἀρχετύπων, διὰ τοῦ ὁποίου μεταβιβάζονται σὲ αὐτὲς ἡ χάρη καὶ ἡ εὐλογία ἐκείνων, τῶν ὁποίων καὶ μεταλαμβάνουν οἱ ἀξίως τιμῶντες αὐτές. Ἔτσι, κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, οἱ εἰκόνες τῶν Ἀγγέλων δὲν εἶναι ἄψυχα, ἀναίσθητα, ἀπὸ ἄψυχη καὶ ἄλογη ὕλη, ἐπιτεύγματα ἀνθρωπίνων χειρῶν, δὲν εἶναι εἴδωλα, ἀλλὰ τῶν ἐπουρανίων Δυνάμεων «ἀφομοιώματα τίμια καὶ ἅγια»,«ἱερὰ ἀπεικάσματα καὶ ἀπεικονίσματα», τὴν κατασκευὴ τῶν ὁποίων «Θεός ἐστιν ὁ προστάττων, Θεὸς ὁ κελεύων».
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτοῦ στὶς 13 Μαρτίου.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νίκην ἤνεγκε, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ σὴ ἔνθεος, ὁμολογία, Νικηφόρε Ἱεράρχα θεόληπτε· τὴν γὰρ Εἰκόνα τοῦ Λόγου σεβόμενος, ὑπερορίᾳ ἀδίκως ὡμίλησας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.




Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸν τὴν νίκης στέφανον, ὦ Νικηφόρε, οὐρανόθεν ἔνδοξε, ὡς εἰληφὼς παρὰ Θεοῦ, σῶζε τοὺς πίστει τιμῶντάς σε, ὡς Ἱεράρχην Χριστοῦ καὶ Διδάσκαλον.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας ἔμπνους εἰκών, καὶ Εἰκονομάχων, καθαιρέτης ὁ ἰσχυρός· χαίροις θεοσδότων, δογμάτων ὁ προστάτης, θεόφρον Νικηφόρε, πίστεως ἔρεισμα.



Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΒΑΠΤΙΣΑΝ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΜΕ ΡΩΤΗΣΟΥΝ;

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Γιατί δεν αποφασίζουμε μόνοι μας, αν θέλουμε να βαπτιστούμε και να γίνουμε Χριστιανοί;

Γιατί μας βαπτίζουν νήπια καταστρατηγώντας την ελευθερία μας;

Ερωτήματα που ακούγονται συχνά και μας προκαλούν, με τη σειρά μας, να ρωτήσουμε:

Όταν το νήπιο είναι άρρωστο και χρειάζεται γιατρό, μήπως πρέπει πρώτα να το ρωτήσουμε για να τον φωνάξουμε;

Μήπως το φάρμακο που του δίνουμε του στερεί την ελευθερία να επιλέξει αν θα γιατρευτεί;

πηγή προσκυνητής
Ζητάμε προηγουμένως τη συγκατάθεσή του, όταν το εμβολιάσουμε;

Καταστρατηγούμε την ελευθερία του, όταν του δίνουμε φαγητό ή το ντύνουμε;

Το ρωτάμε ποια γλώσσα επιθυμεί να μιλάει;

Το ρωτάμε αν θέλει να πάει στο σχολείο;

Τη σωματική και νοητική υγεία και ανάπτυξη του παιδιού τη φροντίζουμε, χωρίς να το ρωτήσουμε. Την πνευματική υγεία και ανάπτυξή του δεν πρέπει να τη φροντίσουμε; Με βάσει ποιο αυθαίρετο θεώρημα, κρίνουμε ότι είναι μικρότερης σημασίας η πνευματική του υγεία;

Σε όλους τους τομείς της ζωής οι γονείς προσφέρουν στα παιδιά τους ό,τι καλύτερο μπορούν από κάθε άποψη. Έτσι είναι φυσικό, για τους γονείς, που είναι πιστοί οι ίδιοι, να νιώθουν την ανάγκη το παιδί τους να γίνει σύντομα μέλος του σώματος του Χριστού. Να γεμίσει από Άγιο Πνεύμα, έστω και αν η ώρα της Βάπτισης δεν είναι συνειδητή γι’ αυτό. Με το βάπτισμα το παιδί «εγκεντρίζεται» (μπολιάζεται) κατά κάποιον τρόπο, ενσωματώνεται μυστικά στο άχραντο σώμα του Χριστού, γίνεται επίσημα μέλος της Εκκλησίας και έχει το δικαίωμα συμμετοχής και στα υπόλοιπα μυστήρια. Όλα αυτά μπορούν να τα πιστοποιήσουν άνθρωποι που βαπτίστηκαν σε μεγαλύτερη ηλικία και έζησαν το συγκλονισμό των θείων ενεργειών στην ψυχή τους.

Αν, τώρα, μας πείτε ότι δεν πιστεύετε στην ύπαρξη αυτών των ενεργειών, τότε γίνεστε αντιφατικός, επειδή αρνείστε στους γονείς το δικαίωμα να δώσουν στα παιδιά τους κάτι που εσείς δεν παραδέχεστε. Δηλαδή τι αρνείστε; Αυτό που είναι ανύπαρκτο για σας; Αν είναι ανύπαρκτο, δεν μπορεί καθόλου να βλάψει τον άνθρωπο. Αν πάλι είναι υπαρκτό, τότε πρέπει να το δεχτείτε.

Τη σωτήρια και υπέροχη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, που παίρνει ο Χριστιανός με το Βάπτισμα, τη γνωρίζουν οι άγγελοι και την τρέμουν οι δαίμονες. Μπορείτε να αμφισβητήσετε την ύπαρξη και δράση αυτού του αόρατου κόσμου; Αν όχι, σας ξαναλέμε ότι το βάπτισμα το κάνουμε στα νήπια για να περιφρουρήσουμε την ελευθερία τους από τις μεθοδείες του διαβόλου. Γι’ αυτό, οι δαίμονες φεύγουν τρέχοντας από το βαπτισμένο και οι άγγελοι τον φρουρούν σαν γνώριμο και παιδί του Θεού. Δεν δίνονται απλώς κάποια χαρίσματα στον πιστό, αλλά όλο το πλήρωμα του Αγίου Πνεύματος εκχύνεται σ’ αυτόν, μορφώνει μέσα του τη μορφή του Χριστού και τον κάνει παιδί του Θεού Πατέρα. Επομένως, ο νηπιοβαπτισμός δεν εμποδίζει, αλλά εξασφαλίζει και διασφαλίζει την ουσιαστική ελευθερία του προσώπου. Τη δυνατότητά του για μια ζωντανή και αγαπητική σχέση με το Θεό.

Γιατί, λοιπόν, πρέπει να αρνούμαστε στα παιδιά το ΔΙΚΑΙΩΜΑ να έχουν από την αρχή της ζωής τους την πανσθενουργό Χάρη του Αγίου Πνεύματος; Αν καθώς μεγαλώνουν αποφασίσουν ότι δεν θέλουν πια το Άγιο Πνεύμα, ας το αρνηθούν. Και ο Θεός αυτήν την κίνηση την σέβεται και αφήνει αυτόν που Τον αρνείται. Η Βάπτισή μας και γενικά η σχέση μας με τον Θεό δε μας δεσμεύει. Ούτως ή άλλως διαλέγουμε. Αν κανείς θέλει να αλλάξει πίστη, δε δεσμεύεται από το βάπτισμα. Το βάπτισμα σώζει τελικά όσους με τον καθημερινό τους αγώνα ενεργοποιούν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Αλλιώς αυτή μένει ανενέργητη στην ψυχή του. Όπως δηλαδή το μολύβι που γράφουμε ή το βέλος για να κινηθούν χρειάζονται το ανθρώπινο χέρι, έτσι και η Χάρη του Αγίου Πνεύματος απαιτεί την προαίρεση των ανθρώπων που πιστεύουν για να ενεργήσει. Το βάπτισμα δεν μας απαλλάσσει από τον προσωπικό αγώνα για τη διατήρηση και την καρποφορία του πνευματικού δώρου.

Τα λόγια του αγίου Κυρίλλου, Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων, τον 4ο αιώνα, «προς τους φωτιζόμενους» μπορούν να λειτουργήσουν αφυπνιστικά και στην εποχή μας:

«Δεν παίρνεις λοιπόν όπλο φθαρτό, αλλά πνευματικό. Φυτεύεσαι στο νοητό Παράδεισο. Παίρνεις καινούργιο όνομα που δεν το είχες πριν. Πριν από το βάπτισμα ήσουνα κατηχούμενος, ενώ τώρα θα ονομαστείς πιστός. Από την αμαρτία μετατίθεσαι και περνάς στη δικαιοσύνη, από το μολυσμό στην καθαρότητα. Αυτό όμως δε φτάνει… Έργο του Θεού είναι το φύτεμα και το πότισμα, και δικό σου η καρποφορία. Έργο του Θεού είναι να σου δώσει τη χάρη Του, ενώ δικό σου να τη δεχτείς και να τη διατηρήσεις. Μην καταφρονείς τη Χάρη, επειδή σου δίνεται δωρεάν, αλλά δέξου τη και συντήρησέ την, λειτουργώντας την μέσα στην ύπαρξή σου με πραγματική ευλάβεια».

(Αναρτήθηκε από εκδόσεις ”Χρυσοπηγή”  πηγή: orthognosia.blogspot.gr)

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΑΓΙΟΙ ΣΗΜΕΡΑ; (Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου)





Πολλές φορές ἀκοῦμε  τούς χριστιανούς νά λένε:
«Ἄν ζούσαμε κι’ ἐμεῖς στήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων καίἀξιωνόμασταν νά δοῦμε τό Χριστό, ὅπως Τόν εἶδαν ἐκεῖνοι, θάγινόμασταν ἅγιοι, ὅπως ἔγιναν κι’ αὐτοί». Ὅσοι σκέφτονται ἔτσι, ξεχνοῦν ὅτι Ἐκεῖνος πού μιλοῦσε στόν καιρό τῶν ἀποστόλων, μιλάει καί τώρα. Ἴσως ὅμως καί πάλι νά πεῖ κάποιος: «Μά δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα νά δεῖ κανείς τό Χριστό μέ τά μάτια του, ὅπως Τόν εἶδαν οἱ ἀπόστολοι, καί ν’ ἀκούει μόνο τά λόγια Του ἀπό ἄλλους ἤ νά τά διαβάζει στή Γραφή, ὅπως ἐμεῖς σήμερα».
Κι’ ἐγώ ἀπαντῶ, ὅτι δέν εἶναι ὁπωσδήποτε τό ἴδιο τό τότε καί τό τώρα. Ἀλλά τό τωρινό εἶναι πολύ μεγαλύτερο ἀπό ἐκεῖνο πού ἔζησαν οἱ Ἀπόστολοι, κι’ εὐκολότερα μᾶς φέρνει  στήν πίστη!


Μήν παραξενεύεστε. Μόνο ἀκοῦστε με.
Τότε ὁ Κύριός μας φαινόταν στούς ἀχάριστους Ἰουδαίους ὡς ἕνας πλάνος καί τιποτένιος ἄνθρωπος, ἐνῶ τώρα κηρύσσεται σέ μᾶς ὡς Θεός ἀληθινός. Τότε ἔτρωγε μέ τελῶνες καί ἄλλους ἁμαρτωλούς, τώρα ὅμως κάθεται στά δεξιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί τρέφει ὁλόκληρο τόν κόσμο. Τότε καταφρονιόταν κι’ ἀπό τούς πιό ἀσήμαντους ἀνθρώπους. Τώρα προσκυνεῖται ἀπό βασιλεῖς καί ἄρχοντες ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί δοξάζει αὐτούς πού Τόν προσκυνοῦν  «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ».

Τότε Τόν θεωροῦσαν σάν ἕναν ἄνθρωπο φθαρτό καί θνητό, πού ἔτρωγε καί ἔπινε καί κοιμόταν καί κοπίαζε καί ἵδρωνε καί γενικά, ἔκανε ὅλα τ’ ἀνθρώπινα. Τότε λοιπόν, καί ὄχι τώρα, ἦταν παράξενο καί δύσκολο ν’ ἀναγνωρίσει κανείς ὡς Θεό Ἐκεῖνον, πού εἶχε αὐτά τά ταπεινά καί ἀνθρώπινα στοιχεῖα. Γι’ αὐτό καί τόν Πέτρο, πού εἶπε «σύ εἶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος», τόν μακάρισε ὁ Χριστός, λέγοντας: «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σάρξ καί αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ Πατήρ Μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

Ὅποιος λοιπόν δέν ὑπακούει μέ πίστη καί ταπείνωση στό Χριστό, πού μιλάει καί τώρα μεσα ἀπό τό ἅγιο Εὐαγγέλιό Του, ὅποιος ἀμφισβητεῖ ἤ ἀπορρίπτει ὅσα εἶπε καί ἔκανε τότε ὁ Χριστός, ἐκεῖνος, ἔστω κι ἄν ἔβλεπε τόν ἴδιο τόν Κύριο νά θαυματουργεῖ καί Τόν ἄκουγε νά διδάσκει, θά ὀλιγοπιστοῦσε. Τί λέω; Ὄχι μόνο θά ὀλιγοπιστοῦσε, ἀλλά φοβᾶμαι πώς θά γινόταν τελείως ἄπιστος καί θά βλασφημοῦσε τό Χριστό, νομίζοντάς Τον σάν ἀντίθετο ἤ μάγο ἤ τσαρλατάνο, καί ὄχι ἀληθινό Θεό…

Ἄλλοι πάλι λένε: «Ἄν ζούσαμε στήν ἐποχή τῶν ἁγίων Πατέρων, θ’ ἀγωνιζόμασταν περισσότερο, γιατί, βλέποντας τήν καλή πολιτεία καί τούς ἀγῶνες τους, θά τούς μιμούμασταν. Ἐνῶ τώρα, πού ζοῦμε μαζί μέ ὀκνηρούς καί χλιαρούς καί ἁμαρτωλούς, χωρίς νά τό θέλουμε παρασυρόμαστε μαζί τους στήν ἀπώλεια». Ὅσοι ὅμως τά λένε αὐτά, ξεχνοῦν ὅτι ἐμεῖς βρισκόμαστε σέ λιμάνι ἀσφαλέστερο ἀπό ἐκεῖνο πού ἦταν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Γιατί στήν ἐποχή τους ὑπῆρχαν πολλές καί φοβερές αἱρέσεις – φοβερότερες ἀπό τίς σημερινές – καί πολλοί «ψευδόχριστοι καί ψευδοπροφῆται», πού πέτυχαν νά πλανέψουν πολλούς ἀνθρώπους καί νά καταστρέψουν τίς ψυχές τους. Αὐτό πού σᾶς λέω, μπορεῖτε νά τό διαπιστώσετε λ.χ. ἀπό τούς βίους τῶν μεγάλων  ὁσίων Ἀντωνίου, Εὐθυμίου καί Σάββα, πού ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων μαζί μέ πολλούς ἄλλους ἁγίους. Καί ποῦ νά διηγηθῶ τί ἔγινε στήν ἐποχή τῶν ἁγίων πατέρων Βασιλείου καί Χρυσοστόμου, πού ἦταν γεμάτη ἀπό ζιζάνια τοῦ πονηροῦ;

Βέβαια, ὄχι μόνο τότε, ἀλλά καί τώρα ἔχουμε ν’ ἀντιμετωπίσουμε φοβερά δεινά μέ τούς αἱρετικούς. Πολλοί λύκοι καί πολλά φίδια ζοῦν ἀνάμεσά μας. Ὅμως δέν ἔχουν καμμιά ἐξουσία πάνω μας, γιατί βρίσκονται κρυμμένοι στό σκοτάδι τῆς πονηρίας καί δέν βλάπτουν παρά μόνο ὅσους θεληματικά τούς ἀκολουθοῦν καί αὐτοπροαίρετα βαδίζουν στό δρόμο τῆς καταστροφῆς τους. Ἐκείνους πού βαδίζουν στό φῶς τῶν θείων Γραφῶν καί πορεύονται στή στράτα τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, δέν τολμοῦν νά τούς ἀντιμετωπίσουν, ἀλλά, βλέποντάς τους νά περνᾶνε, ἀπομακρύνονται σάν ἀπό φωτιά.

Ἴσως ὅμως ἀναρωτηθεῖτε: ποιούς αἱρετικούς ἐννοῶ; Μήπως τούς Ἀρειανούς, τούς Εὐνομιανούς, τούς Σαβελλιανούς, τούς Ἀπολλιναριστές ἤ τούς Διοσκουρίτες; Ὄχι, δέν ἐννοῶ αὐτούς, τούς ἀσεβεῖς καί ἄθεους, πού, ζώντας στό σκοτάδι, ἀφανίστηκαν ἀπό τήν πνευματική λάμψη τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν θεόπνευστων συγγραμάτων τους.

Αἱρετικούς ὀνομάζω ἐδῶ ἐκείνους πού λένε, πώς ἄν ἤμασταν στήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων, θά μπορούσαμε νά φυλάξουμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί νά γίνουμε ἅγιοι, ἐνῶ σήμερα ὄχι. Αὐτοί πού κάνουν τέτοιες σκέψεις, τολμώντας μάλιστα καί νά τίς διαδίδουν, δέν ἔχουν πέσει μόνο σέ μιά αἵρεση , ἀλλά σ’ ὅλες τίς αἱρέσεις μαζί. Γιατί ὅποιος ἰσχυρίζεται αὐτό τό πράγμα – ὅτι δηλαδή θά ἁγίαζε ἄν ζοῦσε στήν ἐποχή τῶν ἀποστόλων – ἀνατρέπει ὅλες τίς ἱερές Γραφές καί τά συγγράμματα τῶν Πατέρων. Ἄν δηλαδή πιστεύουμε, ὅτι σήμερα εἶναι  ἀδύνατο νά πραγματοποιηθοῦν ὅσα ὁρίζει ὁ Θεός, τότε ὅλοι οἱ ἅγιοι, τόσο τοῦ παλαιοῦ καιροῦ ὅσο καί τῶν ἡμέρων μας, πῶς τά κατόρθωσαν; Καί πῶς ἔγραψαν τόσα πολλά ἀπό τήν πείρα τῆς χριστομίμητης ζωῆς τους, γιά νά νουθετοῦν κι’ ἐμᾶς; Πιστεύοντας λοιπόν καί διακηρύσσοντας τέτοιες πλανεμένες ἀπόψεις, πού διαψεύδονται ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων καί τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο τούς ἑαυτούς μας ὁδηγοῦμε στήν ἀπώλεια, μά καί τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τίς ψυχές σπέρνουμε τά  ζιζάνια τῆς ἀμφιβολίας καί τῆς λιποψυχίας. Ἔτσι μοιάζουμε στούς Φαρισαίους, στούς ὁποίους εἶπε φοβερά λόγια: «Οὐαί ὑμῖν, ὁδηγοί τυφλοί… ὅτι κλείετε τήν Βασιλείαν τῶν Οὐράνων ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γάρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδέ τούς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν».

Ἄς μή γελιόμαστε. Κι ἄς μήν παίρνουμε στό λαιμό μας καί ἄλλες ψυχές, «πλανῶντες καί πλανώμενοι». Μποροῦμε καί σήμερα καί πάντα νά μιμηθοῦμε τούς ἁγίους στήν προαίρεση, τήν προθυμία, τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη. Γιατί καί οἱ ἅγιοι σάν κι’ ἐμᾶς ἦταν, ἀλλά ἄφηναν τή ζωή τους νά ὁδηγηθεῖ ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄς συντριβοῦμε κι’ ἄς χύσουμε καυτά δάκρυα μετάνοιας, γιά νά μαλακώσει ἡ σκληρή, ἡ πέτρινη καρδιά μας. Ἔτσι θά καθαρθοῦμε, ἔτσι θά μοιάσουμε στούς ἁγίους. Τά δάκρυα αὐτά, πού θά χύσουμε μέ κόπο καί πόνο καί βία, δέν εἶναι πικρά, ἀλλά γλυκά σάν τό μέλι. Ἔτσι τά κάνει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί μή μοῦ πεῖτε πώς ὁρισμένοι ἄνθρωποι ἔχουν φυσική ἰδιοσυγκρασία τόσο ψυχρή καί σκληρή, πού δέν μποροῦν νά βγάλουν δάκρυα. Τά δάκρυα εἶναι δῶρο τῆς Χάριτος, ἐμεῖς βάζουμε τήν προαίρεση καί τή βία.

Ἑπομένως, μ’ αὐτή τήν προϋπόθεση, ὅλοι μποροῦν νά συντριβοῦν καί νά κλάψουν. «Πάντες δάκρυα πάντες κάθαρσιν, πάντες ἀνάβασιν καί τό τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτείνεσθαι», λέει τό θεόπνευστο στόμα τοῦ Θεολόγου Γρηγόριου. Πῶς λέτε τότε ἐσεῖς, ὅτι μερικοί εἶναι ἀπό τή φύση τους σκληροί, καί δέν μποροῦν νά ἔρθουν  σέ κατάνυξη, νά πενθήσουν καί νά κλάψουν γιά τίς ἁμαρτίες τους;

Γιά νά καταλάβετε ὅτι εἶναι φυσικό νά κλαίει κάθε ἄνθρωπος, θυμηθεῖτε τά βρέφη, πού μόλις βγοῦν ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας τους, ἀρχίζουν νά κλαῖνε.  Κι ἄν δέν κλάψουν, σημαίνει πώς δέν εἶναι ζωντανά. Εἶναι λοιπόν τά δάκρυα φυσικά στόν ἄνθρωπο. Φυσικά καί ἀπαραίτητα.

Ὁ ὅσιος Συμεών ὁ Στουδίτης ἔλεγε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἄν θέλει νά σωθεῖ, πρέπει νά περάσει τή ζωή του μέ πένθος καί κλάμα, κι’ αὐτά νά τόν συνοδεύουν μέχρι νά πεθάνει. Καί ὅπως τό φαγητό εἶναι ἀπαραίτητο γιά νά ζήσει τό σῶμα μας, ἔτσι καί τά δάκρυα τῆς μετάνοιας εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν ψυχή μας. Ἐκεῖνος πού δέν κλαίει κάθε μέρα – δέν λέω κάθε ὥρα, γιά νά μήν κουραστεῖτε ὑπερβολικά -, ἀφήνει τήν ψυχή του νά πεθάνει ἀπό πείνα καί νά χαθεῖ αἰώνια.

Ἀφοῦ λοιπόν εἶναι φυσικά στόν ἄνθρωπο τά δάκρυα καί τό πένθος, ἄς μήν  ἀρνηθοῦμε αὐτό τό καλό της φύσεως. Ἄς ἀποβάλουμε κάθε κακία καί πονηρία καί  σκληρότητα, καί ἄς καλλιεργήσουμε μέ προθυμία τό μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἄς φυλάξουμε τό πένθος μέ προσοχή, σάν ἐντολή τοῦ Κυρίου, μέ τήν ταπείνωση, μέ τήν ἁπλότητα, μέ τήν ἀκακία τῆς ψυχῆς μέ τήν  ὑπομονή στούς πειρασμούς, μέ τή συνεχῆ  μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν, προπαντός ὅμως μέ τή συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί τή βίωση βαρειᾶς ἐνοχῆς ἀπέναντι στόν Κύριο.

Ὅποιός λοιπόν εἶναι ὀκνηρός καί ἀμελής καί δέν νοιάζεται γιά τή σωτηρία του, ἄς μή λέει πώς εἶναι ἀδύνατο νά σωθεῖ κανείς σήμερα, γιατί ἔτσι κλείνει τήν πόρτα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐράνων καί σέ ἀλλούς ἀνθρώπους. Καί ἡ εὐθύνη του γι’ αὐτό εἶναι ἀνυπολόγιστη. Φυσικά αὐτός, ἀφοῦ θεωρεῖ ἀδύνατη τή σωτηρία, θεωρεῖ ἀδύνατο – ἤ μᾶλλον – περιττό – καί τό πένθος.Ὑπάρχουν ὅμως, δυστυχῶς καί χριστιανοί, πού πιστεύουν στή σωτηρία ἀλλά ἀπορρίπτουν τό πένθος. Σ’ αὐτούς τονίζω τοῦτο: Ὅποιος λέει πώς εἶναι ἀδύνατο ἤ περιττό νά πενθεῖ καί νά κλαίει κανείς, αὐτός δέν πρόκειται νά καθαρθεῖ. Καί χωρίς κάθαρση, κανένας δέν θά σωθεῖ καί δέν θά δεῖ τόν Κύριο.

Ὅσοι πενθοῦν, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Χριστοῦ, αὐτοί καί θά παρακληθοῦν:  «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται». Ὅσοι δέν πενθοῦν, ἔχουν πέσει στή χειρότερη ἀπ’ ὅλες τίς αἱρέσεις: Νομίζουν ὅτι ἡ σωτηρία μπορεῖ ν’ ἀποκτηθεῖ μόνο μέ τά ἐξωτερικά σχήματα τῆς εὐσέβειας. Ξεχνοῦν ὅμως ὅτι θά παρασταθοῦμε ὅλοι στό βῆμα τοῦ Χριστοῦ «Γυμνοί καί τετραχηλισμένοι (ὁλοφάνεροι)», γιά νά πάρει ὁ καθένας μας τό μισθό του σύμφωνα μέ τά ἀλάθητα κριτήρια Ἐκείνου, ὄχι τά δικά μας.

Ἀφοῦ λοιπόν θά βρεθοῦμε γυμνοί μπροστά στόν Θεό,
γιατί σκεπάζουμε τό σῶμα μας μέ πολυτελεῖς στολές, μέ λαμπρά ἐνδύματα καί μέ ὡραῖα ὑποδήματα;
Γιατί τρέχουμε νά  προϋπαντήσουμε τούς ἄρχοντες;
Γιατί μᾶς ἀρέσει νά μᾶς χαιρετοῦν;
Γιατί ἐπιδιώκουμε τίς πρωτοκαθεδρίες στά ἐπίσημα γεύματα;
Γιατί ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ κενοδοξία καί ὁ ἀκόρεστος πόθος νά ἐξουσιάζουμε;
Γιατί τά ὡραῖα σπίτια καί οἱ ὑπηρέτες, πού μᾶς ξεχωρίζουν ἀπό τούς ἄλλους;
Γιατί τά ἄκαιρα γέλια καί οἱ ἄπρεπες συζητήσεις;…
Γυμνοί, μπροστά στό μεγάλο Κριτήριο!
Ποῦ τότε τό καλό ὄνομα καί ἡ ἁγιοσύνη, πού νομίζουμε πώς ἔχουμε;
Ποῦ οἱ κόλακες καί οἱ ἀνήξεροι, πού μᾶς ὀνομάζουν ἁγίους;
Ποῦ οἱ ὑψηλές θέσεις καί οἱ μεγάλες ἰδέες γιά τόν ἑαυτό μας;
Ποῦ οἱ συγγενικοί δεσμοί;
Ποῦ ἡ δόξα τῶν ἀρχόντων;
Ποῦ ἡ σοφία τῶν σοφῶν τοῦ κόσμου;
Ποῦ ἡ πεποίθηση πώς εἴμαστε καλύτεροι ἀπό τούς ἄλλους ΕΝΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΙΠΟΤΑ;
Ποῦ ἡ γλώσσα καί οἱ ρητορεῖες, πού τρέχουν σάν πηγή; «Ποῦ σοφός, ποῦ γραμματεύς, ποῦ συζητητής τοῦ αἰῶνος τούτου;».
Τί φόβος καί τρόμος τήν ὥρα ἐκείνη!

Γι’ αὐτό μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, πού ταπεινωμένος καί συντριμμένος, πενθεῖ καί κλαίει νύχτα καί μέρα μπροστά στόν Θεό. Αὐτός θά καθήσει ὁλόλαμπρος στά δεξιά Του. Καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος, πού ἀκούει τά λόγια τοῦ Κυρίου καί δέν περνάει ἀνώφελα τή ζωή του, ἀλλά βρίσκεται συνεχῶς σέ κατάσταση μετανοίας. Αὐτός θά ἐλεηθεῖ καί θά ἀπολαύσει στή μέλλουσα ζωή τά ἀνεκλάλητα ἀγαθά τῆς Οὐράνιας Βασιλείας.Αὐτός θά γίνει ἅγιος!

(ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ – Πηγή: “ΟΜΟΛΟΓΙΑ”)

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΕΩΣ




Η Ορθόδοξος Παράδοσις θεωροῦσε ἀνέκαθεν τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους,ἔστω καὶ ἄν ἦσαν ἀκόμη ἄκριτοι,ὡς μὴ κοινωνικούς,ὡς εὑρισκομένους ἐκτὸς τῆς κοινωνίας Πίστεως,ἐκτὸς τῆς κοινωνίας τῆς ᾿Εκκλησίας.Ο Μέγας Βασίλειος ἐπίστευε,ὅτι ἡ κοινωνία δὲν εἶναι κάτι τυπικόν,ἀλλὰ θέμα οὐσίας,θέμα Πίστεως, θέμα σωτηρίας.

Γράφων πρὸς τοὺς Εὐαισηνούς,εὔχεται νὰ μὴν ἐκπέση ἐκ τῆς κοινωνίας μὲ ἐκεῖνο τὸ τμῆμα τῆς ᾿Εκκλησίας,τὸ ὁποῖο παραμένει ἐπὶ τῆς βάσεως «τῆς ὑγιοῦς καὶ ἀδιαστρόφου διδασκαλίας»,ἐφ᾿ ὅσον ἡ ὀρθὴ Πίστις εἶναι τὸ θεμέλιον τῆς κοινωνίας καὶ ἡ κοινωνία μὲ τοὺς ᾿Ορθοδόξους σημαίνει τοποθέτησι στὴν «μερίδα» τῶν δικαίων «ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τῇ δικαίᾳ,ὅταν ἔλθῃ δοῦναι ἡμῖν ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ» (PG τ. 32, στλ. 937D-940Α:᾿Επιστολὴ ΣΝΑ´ «Εὐαισηνοῖς», § 4).῾Η κοινωνία μὲ αἱρετικούς,κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον εἶναι ἀνεπίτρεπτος,ἐφ᾿ ὅσον διὰ τῆς ἀθετήσεως ἐν ὅλῳ ἤ ἐν μέρει τῆς ᾿Ορθοδόξου ῾Ομολογίας,αὐτοὶ τίθενται αὐτομάτως ἐκτὸς τῆς κοινωνίας τῆς ᾿Εκκλησίας.Ο Οὐρανοφάντωρ,ἤδη,ὡς Διάκονος,διέκοψε τὸ 361 τὴν κοινωνίαν μὲ τὸν ᾿Επίσκοπο Καισαρείας Διάνιον καὶ κατέφυγε στὴν ἐρημία τοῦ Πόντου,παρὰ τὸ,ὅτι ἀγαποῦσε καὶ ἐσέβετο αὐτὸν βαθύτατα καὶ παρὰ τὸ,ὅτι ὁ Διάνιος τὸν εἶχε βαπτίσει καὶ χειροτονήσει·γιατί ἔπραξε τοῦτο;γιατί «ἀπετειχίσθη»;Διότι ὁ Διάνιος,ἐξ ἀδυναμίας χαρακτῆρος,εἶχε ὑπογράψει τὴν μὴ ὀρθόδοξο ὁμολογία πίστεως τῆς ἡμιαρειανικῆς συνόδου Κωνσταντινουπόλεως [360,ἔξαρχος ὁ «῾Ομοιανὸς» ᾿Ακάκιος Καισαρείας Παλαιστίνης] (PG τ. 32, στλ. 388C-392Α: Επιστολὴ ΝΑ´ «Βοσπορίῳ ᾿Επισκόπῳ»).Αργότερα,ὡς ᾿Επίσκοπος πλέον,δὲν ἐδίστασε νὰ διασπάση καὶ τὴν παλαιὰν φιλία του μὲ τὸν ἀρειανόφρονα ἐπίσκοπο Σεβαστείας Εὐστάθιον καὶ νὰ διακόψη κάθε ἐπαφὴ μαζί του· ἐπεξηγῶν τὴν αὐστηρὰν στάσι του,ἔγραφε:Τώρα ὅμως,ἐὰν μήτε μὲ ἐκείνους (τοὺς περὶ τὸν Εὐστάθιον) συμφωνοῦμε,ἀλλὰ καὶ τοὺς ὁμόφρονάς των ἀποφεύγουμε,δικαίως θὰ τύχωμε ἀσφαλῶς συγγνώμης,«μηδὲν προτιμότερον τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἑαυτῶν ἀσφαλείας τιθέμενοι»(PG τ.32,στλ.925BC:Επιστολὴ ΣΜΕ´,«Θεοφίλῳ ᾿Επισκόπῳ»).Την 29.6.1995 στὸ Βατικανό,ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαῖος καὶ ὁ Πάπας ᾿Ιωάννης Παῦλος Β´ ὑπέγραψαν «Κοινὸ ᾿Ανακοινωθέν».Μὲ τὸ κείμενο αὐτό,σαφῶς κείμενο πίστεως,διεκηρύχθη ἡ Θεολογία τῶν «᾿Αδελφῶν ᾿Εκκλησιῶν»,ἡ Βαπτισματικὴ Θεολογία,ἡ δυνατότης «ἤδη ἀπὸ τοῦ νῦν εἰς τοὺς Καθολικοὺς καὶ ᾿Ορθοδόξους νὰ δίδουν μίαν κοινὴν μαρτυρίαν πίστεως»,ἡ Θεολογία τῆς «Κοινῆς Διακονίας» καὶ ἡ προοπτικὴ τοῦ Διαθρησκειακοῦ Διαλόγου.(Βλέπε ᾿Αρχιμ.Κυπριανοῦ ῾Αγιοκυπριανίτου, ᾿Ορθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις,σελίδα 19,᾿Αθήνα 1997).Η ἐνέργεια αὐτή, ἀποκορύφωμα πολλῶν ἄλλων παρομοίων οἰκουμενιστικῶν διαβημάτων,συνιστᾶ ἀναμφισβητήτως πτῶσιν πίστεως·παραδέχεται καὶ διακηρύσσει μίαν νέα «῾Ομολογία Πίστεως»,μίαν αἱρετικὴ ὁμολογία.Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι «κοινωνικὸς»,ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ οἱ ὁμόφρονές του οἰκουμενισταὶ ἐπίσκοποι,οἱ ὁποῖοι σαφῶς καὶ συνεχῶς καὶ ἐκ πεποιθήσεως, δηλαδή,ὄχι ἐξ ἀδυναμίας χαρακτῆρος,ἀρνοῦνται τὴν ἐκκλησιολογικὴ καὶ σωτηριολογικὴ ἀποκλειστικότητα τῆς Μιᾶς (καὶ Μοναδικῆς) ᾿Εκκλησίας,τοῦτ᾿ ἔστιν τῆς ᾿Ορθοδοξίας;Περαιτέρω,πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι «κοινωνικοὶ» οἱ Οἰκουμενισταί,ἐφ᾿ ὅσον συμμετέχουν πλήρως στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνησι καὶ ἀνήκουν ὀργανικῶς στὰ θεσμικά της ὄργανα,ἐντὸς τῶν ὁποίων καλλιεργεῖται ἀποδεδειγμένως ἕνας ἀντορθόδοξος δογματικός,κανονικὸς καὶ ἠθικὸς «μινιμαλισμός»;


῎Αν ζοῦσε σήμερα ὁ Μέγας Βασίλειος,θὰ κοινωνοῦσε μὲ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστάς;Βεβαιότατα,ὄχι· καὶ τοῦτο,διότι ἡ ἀρχή,τὴν ὁποία διεκήρυξε ἔχει αἰώνιον κῦρος: «μηδὲν προτιμότερον τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἑαυτῶν ἀσφαλείας τιθέμενοι».(τίποτε ἄλλο δὲν θεωροῦμε προτιμότερον ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν εὐστάθειά μας στὴν ὀρθὴ Πίστι).


 Περιοδικό:«᾿Ορθόδοξος ᾿Ενημέρωσις»,ἀριθμός 26,᾿Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1997,σελ.101-102.Επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

ΠΡΟΣΕΥΧΗ (Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως)





Το κύριο έργο του ανθρώπου είναι η προσευχή. Ο άνθρωπος πλάστηκε για να υμνεί το Θεό. Αυτό είναι το έργο που του αρμόζει. Αυτό μόνο εξηγεί την πνευματική του υπόσταση. Αυτό μόνο δικαιώνει την εξέχουσα θέση του μέσα στη δημιουργία. Ο άνθρωπος πλάστηκε για να λατρεύει το Θεό και να μετέχει στη θεία Του αγαθότητα και μακαριότητα.

Ως εικόνα του Θεού που είναι, λαχταράει για το Θεό και τρέχει με πόθο να ανυψωθεί προς Αυτόν. Μέ την προσευχή και την υμνωδία ευφραίνεται. Το πνεύμα του αγάλλεται και η καρδιά του σκιρτάει. Όσο περισσότερο προσεύχεται, τόσο η ψυχή του απογυμνώνεται από τις κοσμικές επιθυμίες και γεμίζει από τα ουράνια αγαθά. Και όσο αποχωρίζεται τα γήινα και τις ηδονές του βίου, τόσο περισσότερο απολαμβάνει την ουράνια ευφροσύνη. Η δοκιμή και η πείρα μάς επιβεβαιώνουν την αλήθεια αυτή.

Ο Θεός ευαρεστείται στις προσευχές εκείνες που προσφέρονται με τον πρέποντα τρόπο δηλαδή με συναίσθηση της ατέλειας και της αναξιότητάς μας. Για να υπάρξει όμως τέτοια συναίσθηση, απαιτείται τέλεια απάρνηση του κακού μας εαυτού και υποταγή στις εντολές του Θεού απαιτείται ταπείνωση και αδιάλειπτη πνευματική εργασία.

Αναθέστε όλες τις φροντίδες σας στο Θεό. Εκείνος προνοεί για σας. Μη γίνεστε ολιγόψυχοι και μην ταράζεστε. Αυτός που εξετάζει τα απόκρυφα βάθη της ψυχής των ανθρώπων, γνωρίζει και τις δικές σας επιθυμίες και έχει τη δύναμη να τις εκπληρώσει όπως Αυτός γνωρίζει. Εσείς να ζητάτε από το Θεό και να μη χάνετε το θάρρος σας. Μη νομίζετε ότι, επειδή ο πόθος σας είναι άγιος, έχετε δικαίωμα να παραπονείστε όταν οι προσευχές σας δεν εισακούονται. Ο Θεός εκπληρώνει τους πόθους σας με τρόπο που εσείς δεν γνωρίζετε. Να ειρηνεύετε λοιπόν και να επικαλείσθε το Θεό.

Οι προσευχές και οι δεήσεις από μόνες τους δεν μας όδηγούν στην τελειότητα. Στην τελείωση οδηγεί ο Κύριος που έρχεται και κατοικεί μέσα μας, όταν εμείς εκτελούμε τις εντολές Του. Και μια από τις πρώτες εντολές είναι να γίνεται στη ζωή μας το θέλημα όχι το δικό μας, αλλά του Θεού. Και να γίνεται με την ακρίβεια που γίνεται στον ουρανό από τους αγγέλους. Για να μπορούμε κι εμείς να λέμε: «Κύριε, όχι όπως εγώ θέλω, αλλ' όπως Εσύ· "γενηθήτω το θέλημά Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης"». Χωρίς λοιπόν το Χριστό μέσα μας, οι προσευχές και οι δεήσεις οδηγούν στην πλάνη.


Η ΥΠΑΚΟΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ (Ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Αποτέλεσμα εικόνας για Ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης
Ας σκεφτούμε, αδελφοί, ότι ο Δεσπότης του σύμπαντος, που Τον υπακούουν όλα τα όντα, έκανε αυστηρή υπακοή στην «κατὰ φύσιν» μητέρα Του, την Παναγία, που Τον βάσταξε στη μήτρα της εννιά μήνες και Τον έθρεψε με το γάλα της. Και σ’ εκείνη μεν είχε χρέος να υπακούει, σα γνήσιος γιος της και σα νομοθέτης της πέμπτης εντολής του Δεκαλόγου, που λέει: «Να σέβεσαι …τη μητέρα σου για να ζήσεις χρόνια ευτυχισμένος πάνω στη γη» (Εξ. 20:12).

Στον δίκαιο Ιωσήφ όμως δεν ήταν υποχρεωμένος να υπακούει, γιατί δεν ήταν ο πραγματικός «κατὰ φύσιν» πατέρας του. Μολαταύτα, ο Κύριος έκανε αδιάκριτη υπακοή και στους δύο. Γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής Λουκάς είπε: «Και ζούσε υποταγμένος σ’ αυτούς» (2:51).

Ο Κύριος με την υπερβολική Του υπακοή, ξεπέρασε όλους τους ανθρώπινους κανόνες και τους φυσικούς νόμους. Σύμφωνα μ’ αυτούς, τα παιδιά πρέπει να υποτάσσονται στους γονείς τους μέχρι ν’ αποκτήσουν φρόνηση και διάκριση καλού και κακού· δηλαδή μέχρι να γίνουν δεκαπέντε ή το πολύ είκοσι χρόνων, όπως είναι γραμμένο και στο βιβλίο των Αριθμών: «Όσοι είναι από είκοσι χρονών και πάνω γνωρίζουν ποιο είναι το καλό και ποιο είναι το κακό» (32:11). Μετά την ηλικία αυτή τα παιδιά είναι ελεύθερα και αυτεξούσια.
Ο Χριστός όμως δεν αρκέστηκε στον παραπάνω κανόνα. Διπλασίασε τα χρόνια της υπακοής προς τους γονείς και ήταν υποταγμένος σ’ αυτούς τριάντα ολόκληρα χρόνια. Γι’ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, εξηγώντας τα λόγια που είπε ο Κύριος στην Παναγία, στο γάμο της Κανά –«Τι επεμβαίνεις εσύ στο δικό Μου έργο, Γυναίκα; Δεν ήρθε ακόμα η ώρα Μου» (Ιωάν. 2:4)– λέει, πως ο Κύριος φάνηκε σα να παραπονέθηκε στη μητέρα Του. Δηλαδή σα να της έλεγε: «Δεν έφτασαν τόσα χρόνια που έκανα υπακοή; Ζητάς ακόμα να κάνω ό,τι μου λες; Δεν ήρθε η ώρα να γίνω κι εγώ ελεύθερος και αυτεξούσιος;». Παρ’ όλ’ αυτά, πάλι υπάκουσε σ’ αυτήν και έκανε εκείνο που Του ζήτησε, δηλαδή το νερό κρασί.

Ο Χριστός μας, υποτασσόταν και υπάκουε στους γονείς Του μ’ όλη Του την προθυμία, μ’ όλη Του τη χαρά, μ’ όλη Του την αγάπη, με απόλυτη ταπείνωση, χωρίς κανένα γογγυσμό και χωρίς καμιά εσωτερική ή εξωτερική αντιλογία. Και αμέσως εκτελούσε όχι μόνο τις ελαφριές υπηρεσίες, αλλά και τις πιο βαριές και κοπιαστικές· όχι μόνο τις ευπρεπείς και σπουδαίες εργασίες, μα και τις πιο ευτελείς και ταπεινές.

Ω, τι ανέκφραστη συγκατάβαση! Εκείνον, που καλεί με τη φωνή Του τα σύννεφα, και στη στιγμή έντρομα υπακούουν και φέρνουν ραγδαία βροχή –όπως αναφέρει το βιβλίο του Ιώβ: «Καλείς με τη φωνή Σου το νέφος και με τρόμο Σε υπακούει το λάβρο νερό» (38:34)– Τον πρόσταζε ο Ιωσήφ να του φέρει νερό, κι αμέσως το έκανε. Εκείνον, που στέλνει τους κεραυνούς, και παρευθύς πηγαίνουν όπου θέλει –«Αποστέλλεις τους κεραυνούς και αυτοί πηγαίνουν» (Ιώβ 38:35)– Τον έστελνε η μητέρα Του να φέρει ξύλα για τη φωτιά, κι αμέσως πήγαινε. Εκείνος, που με τον ένα λόγο Του δημιούργησε όλα τα κτίσματα –«Αυτός είπε και όλα δημιουργήθηκαν» (Ψαλμ. 148:5)– και που τα προστάγματά Του δεν πρόκειται ποτέ να καταργηθούν –«Έθεσε πρόσταγμα που δεν πρόκειται να σαλευτεί» (Ψαλμ. 148:6)– υπάκουε σ’ όλες τις εντολές του «πατέρα» Του και της μητέρας Του: σκούπιζε το σπίτι, ετοίμαζε το τραπέζι, άναβε τη φωτιά, έπλενε τα πιάτα…

Τώρα, τι λες εσύ που τα διαβάζεις αυτά; Αν ο Βασιλιάς των αγγέλων έκανε τέτοια υπακοή στους γονείς Του –δηλαδή στη λάσπη και στον πηλό, που ο ίδιος έπλασε με τα χέρια Του– τι υπακοή πρέπει να κάνεις εσύ στους γονείς σου; Πόση τιμή πρέπει να τους απονέμεις; Πόση αγάπη να τους δείχνεις; Και πόση ευγνωμοσύνη να τους χρωστάς;

Σκέψου τώρα, αγαπητέ, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, αφότου απέκτησε σαν άνθρωπος τις απαιτούμενες σωματικές δυνάμεις, δεν πέρασε τη ζωή Του με αργία και αμέλεια. Δούλευε χειρωνακτικά. Ήταν μαραγκός και καταγινόταν να πελεκάει ξύλα και να κατασκευάζει διάφορα έπιπλα ως τα τριάντα του χρόνια. Όσο ζούσε ο δίκαιος Ιωσήφ, δούλευε μαζί του και τον βοηθούσε σ’ αυτή την τέχνη. Εφαρμόστηκε έτσι στον Κύριο εκείνο το γραμμένο για κάθε στοργικό γιο, ότι, «σαν κυρίους θα υπηρετήσει αυτούς που Τον γέννησαν» (Σοφ. Σειρ. 3:7). Γιατί οι γονείς Του ήταν φτωχοί και με πολύ κόπο έβγαζαν το καθημερινό τους ψωμί. Έπρεπε λοιπόν και ο Κύριος να τους συμπαραστέκεται.

Μετά το θάνατο του δικαίου Ιωσήφ, ο Κύριος, δεκαπέντε περίπου ετών τότε, συνέχισε να ασκεί μόνος Του την ξυλουργική, που δεν ήταν μια τέχνη ή επιστήμη από τις θεωρούμενες ανώτερες και σπουδαίες, όπως η φυσική, η γεωμετρία, η αριθμητική ή μουσική, αλλά τέχνη ευτελής, κοπιαστική και φτωχική. Κι αυτό το έκανε τόσο για να ζήσει ο ίδιος, σαν άνθρωπος, όσο και για να θρέψει τη μητέρα Του και ξένους φτωχούς. Πιο πολύ όμως το έκανε για δυο άλλους λόγους: Πρώτα, για να δώσει σε όλους παράδειγμα φιλεργίας και φιλοπονίας. Και ύστερα, για να διδάξει έμπρακτα τους ανθρώπους, ότι ακόμα κι οι πιο ταπεινές εργασίες δεν είναι κακές ούτε μπορούν να εμποδίσουν τον άνθρωπο από τη σωτηρία του και την ευαρέστηση του Θεού. Εκείνο μόνο που πρέπει να προσέχει ο άνθρωπος, όταν δουλεύει την οποιαδήποτε τέχνη του, είναι οι αμαρτίες της ψευτιάς, της απάτης και τις κλεψιάς.

Ω, τι θαύμα! Ο Δεσπότης των όλων, που έχει «όλα τα σύμπαντα δούλους» (Ψαλμ. 118:91), καταδέχτηκε να δουλεύει στους ανθρώπους και να κοπιάζει καθημερινά. Ο πάνσοφος Θεός, που με θαυμαστή τέχνη κατασκεύασε τον ουρανό και τη γη και που φώτισε τις διάνοιες των ανθρώπων να επινοήσουν όλες τις τέχνες, Αυτός καταδέχτηκε να δουλεύει τέχνη χειρωνακτική και τόσο κοπιαστική.

Αληθινά, είναι παράδοξο θαύμα να βλέπει κανείς Εκείνον, που κρατάει μέσα στην παλάμη Του όλο τον κόσμο, να σηκώνεται πρωί–πρωί και να πιάνει δουλειά στο ξυλουργικό Του εργαστήρι, ή να παίρνει στον ώμο το ζεμπίλι με τα εργαλεία, και να πηγαίνει πότε στον ένα και πότε στον άλλο, ιδροκοπώντας μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριού και ξεπαγιάζοντας μέσα στο κρύο του χειμώνα. Αυτός, που τρέφει όλο τον έμβιο κόσμο, «χορταίνοντας την επιθυμία κάθε ζωντανού» (Ψαλμ. 144:16), μοχθούσε από το πρωί ως το βράδυ για το μεροκάματο!

Δεν το χωράει το ανθρώπινο μυαλό! Δεν μπορεί να το εκφράσει η ανθρώπινη γλώσσα! Όταν το αναλογίζεται κανείς, παγώνει από την έκπληξη και το θαυμασμό. Είχε λοιπόν δίκιο ο Ιησούς Χριστός, όταν με το στόμα του Δαβίδ έλεγε: «Φτωχός είμαι Εγώ και ήδη από τα χρόνια της νιότης Μου μέσα σε κόπους» (Ψαλμ. 87:16). Είχε, επίσης, δίκιο όταν ο Ίδιος ρητά μάς διαβεβαίωνε: «Δεν ήρθε ο Υιός του ανθρώπου σ’ αυτόν τον κόσμο για να υπηρετηθεί από άλλους, αλλά για να υπηρετήσει» από αγάπη (Ματθ. 20:28).


(Μαθητεία στον Άγιο Νικόδημο»κεφ.3,εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου, πηγή: “ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ”)

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

ΜΕ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΓΙΝΟΜΕΘΑ ΔΟΚΙΜΟΙ (Ἃγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ)




Εξηγώντας μας πόσο αναγκαίες είναι οι θλίψεις για τον αθλητή του Χριστού ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει:

«Οι δοκιμασίες είναι ωφέλιμες σε όλους ανεξαιρέτως. Αν ήσαν ωφέλιμες σε ένα Παύλο, ας σιωπήση από μόνο του το κάθε στόμα, που λέει, πως δεν ωφελούν! Γιατί διαφορετικά, θα το κάνη να σιωπήση ο ίδιος ο Θεός! Γιατί, όποιος ειπή πως οι δοκιμασίες δεν είναι ωφέλιμες, αυτόματα γίνεται υπόδικος ενώπιον του Θεού[92].

Οι αγωνιστές δοκιμάζονται, για να αυξήσουν τον πνευματικό τους πλούτο.

Οι χλιαροί, για να αναγκαστούν να προφυλάξουν τον εαυτό τους από εκείνα που τους βλάπτουν.

Οι κοιμισμένοι, για να ξυπνήσουν.

Οι απομακρυσμένοι, για να ξαναπλησιάσουν τον Θεό.

Και οι φίλοι του Θεού, για να μπορέσουν να μπουν με παρρησία στον Παράδεισο, αφού θα έχουν τόσα υπομείνει για τον Θεό.

Ο αδιαπαιδαγώγητος υιός δεν μπορεί να εκτιμήση τον πλούτο του σπιτιού του πατέρα του• ότι είναι γι’ αυτόν μια βοήθεια στην ζωή του. Και γι’ αυτό ο Θεός πρώτα δοκιμάζει τον άνθρωπο και τον ξελαμπικάρει, και μετά του δίνει χαρίσματα.

Ας έχη δόξα ο Κύριός μας, που την γλυκύτητα της υγείας μας την χαρίζει ποτίζοντάς μας με φάρμακα πικρά (δηλ. φαρμάκια).

Υπάρχει άνθρωπος, που δεν κουράζεται την ώρα που κάνει γυμναστική;

Υπάρχει άνθρωπος, που να μη του είναι κακή η ώρα, που πίνει το δηλητήριο κάποιας δοκιμασίας;

Όμως, αν δεν προηγηθούν αυτά, μπορεί ο άνθρωπος να αποκτήση γερή κράση;

Αλλά και η δύναμη να υπομένωμε, δεν είναι δική μας. Που θα την εύρισκε το χωματένιο σκεύος, που είναι φτιαγμένο με λάσπη, την δύναμη να αντέξη στην ροή του νερού, χωρίς να διαλυθή, αν δεν το είχε ψήσει και δεν το είχε κάνει στερεό το πυρ το θεϊκό;

Ιδού το συμπέρασμα: Αν δείξωμε στον Θεό υποταγή• αν αντιμετωπίζωμε τις δοκιμασίες μας με υπομονή και καρτερία • αν Τον παρακαλούμε με ταπείνωση και αδιάλειπτη την επιθυμία να μας δώση πρώτα την βασιλεία Του, τότε θα αξιωθούμε να τα λάβωμε όλα, όσα Του ζητούμε• εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Αμήν»[93]


----------------------------------------------------------

[92] Ρωμ. 3, 16.
[93] Ισαάκ Σύρου, Λόγος ΜΗ’ (έ.α. σελ. 198).


(Θαύματα και σημεία - Άγιος Ιγνάτιος Αλεξάνδροβιτς Μπριαντσιανίνωφ, Κεφάλαιο Β' - Τι λένε οι Άγιοι Πατέρες,πηγή: orthodoxfathers.com/).