A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

«ΕΠΙ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΜΕΤΕΜΟΡΦΩΘΗΣ» (π. Νικηφόρου Νάσσου)

Η ΦΩΤΟΦΟΡΟΣ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

ΚΑΙ ΤΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ 


Picture


ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου 


«Δεῦτέ μοι πείθεσθε λαοί, ἀναβάντες εἰς τὸ ὄρος τὸ Ἅγιον, τὸ ἐπουράνιον, ἀΰλως στῶμεν ἐν πόλει ζῶντος Θεοῦ, καὶ ἐποπτεύσωμεν νοῒ Θεότητα ἄϋλον, Πατρὸς καὶ Πνεύματος, ἐν Υἱῷ μονογενεῖ ἀπαστράπτουσαν». 1

 Ἡ Μεγάλη Δεσποτική Ἑορτή τῆς Θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου στό Ὄρος Θαβώρ εἶναι μιά ἑορτή Φωτός καί Χάριτος, μιά φαεσφόρος Πανήγυρις πνευματική! Εἶναι κυρίως μιά θεολογική Ἑορτή, χαρμόσυνη καί λαμπροτάτη, ἡ ὁποία «μεθᾶ νηφαλίως» καί πλημυρίζει φωτιστικῶς καί ἀπλέτως ὅσους τήν ἑορτάζουν μέ ἀγάπη καί μέθεξιν Θεοῦ. Περιλλάμπει δέ, ἡ Ἑορτή αὐτή μέ θεία Χάρη, ὅσους τήν προσεγγίζουν μέ ὑπαρξιακή ἀγωνία καί ἐπίμοχθη ἀναζήτηση τῆς Χάριτος πού αὐτή προχέει. Πολλά εἶναι τά θεολογικά μηνύματα πού ἐκπέμπει ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ἔχει κεντρική θέση στήν Ἐκκλησία καί στή Θεολογία. Ἐπιλεκτικῶς θά παρουσιάσουμε κάποια ἀπό αὐτά, στηρίζοντας τά γραφόμενα στήν ἁγιοπνευματική, πατερική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἡ ἐπί τοῦ Ὄρους Θαβώρ Φρικτή Μεταμόρφωση ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἄμεσα αἰσθητή φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ἐπίγειο ζωή Του. Ὁ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός θά γράψει σχετικά: «Ὡράθη τά τοῖς ἀνθρώποις ἀθέατα ὄμμασι, σῶμα γήινον θείαν ἀπαυγάζον λαμπρότητα, σῶμα θνητόν δόξαν ἀπαυγάζον θεότητος».2 Κατά τήν Μεταμόρφωση, ὁ Θεάνθρωπος Σωτῆρας τοῦ κόσμου ὁ Χριστός φανερώνει μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση Του τήν ἄκτιστη Δόξα τῆς θεότητός Του. Ταυτόχρονα προσλαμβάνει στήν ἄκτιστη θεϊκή δόξα τούς ἀνθρώπους πού τόν περιβάλλουν3. Ὁ Κύριος μέ τήν θεία Του Μεταμόρφωση ἐνισχύει τούς Μαθητές πρό τοῦ Πάθους Του ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στό Κοντάκιον τῆς Ἑορτῆς. Οἱ Μαθητές χρειάζονταν τήν ἐνίσχυση αὐτή, γιά νά ἀντιμετωπίσουν τόν Σταυρό τοῦ Διδασκάλου τους, ὅπως καί τόν δικό τους σταυρό ἀργότερα, χάριν τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.

Κατ᾿ ἐκείνη τήν ἀνεπανάληπτη ἡμέρα, οἱ πρόκριτοι τῶν Μαθητῶν ἀξιώθηκαν νά δοῦν τό μοναδικό γεγονός τῆς ἀνατολῆς δύο ἡλίων, τοῦ αἰσθητοῦ καί τοῦ νοητοῦ, ὅπως τό παρουσιάζει ποιητικά ἡ Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἕνα τροπάριο τοῦ Κανόνος τῆς Ἑορτῆς κάνει λόγο γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς τό γεγονός: «Ὡς μέγα καί φοβερόν, ὡράθη θέαμα σήμερον, ἐξ οὐρανοῦ αἰσθητός, ἐκ γῆς δέ ἀσύγκριτος, ἐξήστραψεν ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, νοητός ἐπί τοῦ ὄρους Θαβώρ». Ἀναλύεται δέ θαυμάσια ὁ ὕμνος αὐτός ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημος τόν Ἁγιορείτη στό περίφημο «Ἑορτοδόμιο». Εἶναι ἕνα βιβλίο ἑρμηνευτικό τῶν Κανόνων τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, στό ὁποῖο κενώνεται τό μέγα πέλαγος τῆς πολυμαθείας τοῦ Ἁγιορείτου Πατρός. Ὁ ἱερός Νικόδημος, στή θεολογική ἑρμηνεία του ἀναφέρεται στούς δύο ἡλίους πού ἀνέτειλαν τήν ἡμέρα ἐκείνη. Σημειώνει δέ ὅτι ὁ ἕνας ἥλιος εἶναι ὁ αἰσθητός ὁ ὁποῖος καθημερινά ἀνατέλλει στόν κόσμο ἀπό τόν οὐρανό καί ὁ ἄλλος εἶναι ὁ νοητός Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Κύριος τῆς Δόξης, ὁ Ὁποῖος ἀνέτειλε ἀπό τή γῆ μέ τήν ἀπαστράπτουσα Δόξα τῆς θεότητός Του. Καί εἶναι γεγονός ὅτι τόν αἰσθητό ἥλιο ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τόν βλέπουν, ἐνῶ τόν νοητό, μόνον οἱ κεκαθαρμένοι, ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἡ θέα τοῦ νοητοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ μιά μοναδική ὑπαρξιακή ἐμπειρία γιά τόν πηλοβάτη ἄνθρωπο, ἐμπειρία πού προϋποθέτει ἀγῶνα ἐπίπονο καί ἐπίμοχθο, καθαρότητα καί «ἄνοιγμα» τῆς καρδίας στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό μᾶς διαβεβαιοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι διά μέσου τῶν αἰώνων ἀξιώθηκαν νά δοῦν τήν «Δόξαν» καί νά μετάσχουν σ᾿ αὐτήν.

Στό Ὄρος Θαβώρ ἐκπληρώνεται ἡ προφητεία τοῦ Κυρίου μας στούς Μαθητές του, τήν ὁποία λίγες μέρες πρίν εἶχε ἐξαγγείλει σ᾿ αὐτούς. Τό ἀψευδές στόμα τοῦ Θεανθρώπου εἶπε ὅτι ὑπάρχουν κάποιοι ἀνάμεσά στούς Μαθητές, οἱ ὁποίοι δέν θά γευθοῦν θάνατο μέχρι νά δοῦν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ νά ἔρχεται μέ δύναμη. «Ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινές τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἄν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληληθεῖαν ἐν δυνάμει».4 Αὐτό πραγματοποιεῖται μετά ἀπό λίγο κατά τήν Μεταμόρφωση ὅπου φανερώνεται «ἐν δυνάμει» ἡ θεία Βασιλεία (ἄκτιστη Χάρη) τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἑρμηνεύουν πολλοί Πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, λ.χ. Ἐφραίμ Σῦρος, Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ζηγαβηνός κ.ἄ. Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος ἐν προκειμένῳ γράφει: «Εἰσι τινές τῶν ὧδε ἐστηκότων…οἵτινες οὐ μή ἀποθάνωσιν, ἄχρις ἄν δείξω αὐτοῖς ἐν τῇ Μεταμορφώσει μετά ποίας δόξης μέλλω παραγενέσθαι ἐν τῇ δευτέρᾳ παρουσίᾳ. Οὐδέν γάρ ἕτερον ἡ Μεταμόρφωσις ἦν, ἀλλ᾿ ἤ τῆς δευτέρας παρουσίας προμήνυμα».5

Ἡ προφητεία αὐτή περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τίθεται ἀπό τούς τρεῖς συνοπτικούς Εὐαγγελιστές, Μάρκο, Ματθαῖο καί Λουκᾶ ἀμέσως πρίν τήν διήγηση τῶν περί τῆς Μεταμορφώσεως. Γι᾿ αὐτό βλέπουμε στόν ἀμέσως ἑπόμενο εὐαγγελικό στίχο τοῦ κατά Μᾶρκον, ἀλλά καί στούς ἄλλους Εὐαγγελιστές, νά ἀναφέρεται ἔπειτα τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως:«Καί μεθ᾿ ἡμέρας ἕξ παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τόν Πέτρον καί Ἰάκωβον καί Ἰωάννην καί ἀναφέρει αὐτούς εἰς ὄρος ὑψηλόν…».6 Ἐδῶ πρέπει νά διευκρινιστεῖ, ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς ἄναρχη καί ἀτελεύτητη δέν περιορίζεται στό χρόνο, ἀλλά τόν ὑπερκαλύπτει καί τόν μεταμορφώνει. Δέν ἀρχίζει μετά τό τέλος τῆς ἱστορίας, ἀλλά ὑπάρχει ἤδη μέσα σ᾿ αὐτήν καί πάνω ἀπό αὐτήν, καί θά ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει πέρα ἀπό αὐτήν.7

Κατά τήν θεία ἔνδοξο Μεταμόρφωση, ἐπίσης, ἔχουμε τήν ἐμφάνιση τῶν δύο Προφητῶν, Μωυσέως καί Ἠλία, ὡς ἐκπροσώπων τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν. Κοντά στούς «προκρίτους τῆς χάριτος»βρίσκονται καί οἱ «πρόκριτοι τοῦ νόμου» γιά νά φανεῖ ἀρίδηλα ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁἈρχηγός καί τό κέντρο τῶν δύο Διαθηκῶν, ὁ Κύριος τοῦ Νόμου καί τῆς Χάριτος καί νά δηλωθεῖ ἡ μυστική ἐνότητα τῶν δύο Διαθηκῶν, Παλαιᾶς καί Καινῆς. Ὑπάρχει καί μιά ἐκπληκτική διατύπωση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ σέ ὁμιλία του στήν Μεταμόρφωση, περί συνδέσεως τῶν δύο Διαθηκῶν. Σήμερα, λέγει, στόν Παρθένο τῆς Νέας Διαθήκης, ὁ Παρθένος τῆς Παλαιᾶς εὐαγγελίζεται τόν Παρθένο Υἱό τῆς Παρθένου Μητέρας. Δηλαδή ὁ Ἠλίας εὐαγγελίζεται τόν Χριστό στόν Ἰωάννη. «Σήμερον τῷ παρθένῳ τῆς Νέας, ὁ παρθένος τῆς Παλαιᾶς, τόν ἐκ παρθένου παρθένον εὐαγγελίζεται Κύριον».8 Ἀξιοπρόσεκτο ἐπίσης εἶναι τό γεγονός ὅτι οἱ δύο μεγάλοι Προφῆτες πού ἐμφανίσθηκαν «ἐν δόξῃ» κατά τήν θεία Μεταμόρφωση καί συνομιλοῦσαν μέ τόν Κύριο εἶναι αὐτοί οἱ πνευματέμφοροι ἄνδρες πού εἶδαν στήν ἐπίγεια ζωή τους τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ μέν Μωυσῆς, ἐπάνω στό Σινᾶ, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τή θεία Γραφή, εἰσῆλθε στόν γνόφο«οὐ ἤν ὁ Θεός».9 Ὁ δέ ἄλλος, ὁ εἰσέτι ζωντανός καί πύρινος Προφήτης Ἠλίας εἶδε τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ στήν «φωνή αὔρας λεπτῆς».10 Θά μπορούσαμε ἀκόμη νά ὑπενθυμίσουμε πώς αὐτή ἡ παράδοξη ἐμφάνιση τῶν δύο Προφητῶν κατά τήν θεία Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἐπιβεβαιώνει περίτρανα τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας στήν μετά θάνατον ζωή. Ὁ Μωυσῆς εἶχε ζήσει περισσότερα ἀπό χίλια τριακόσια χρόνια πρίν ἀπό τήν Γέννηση τοῦ Κυρίου καί ὁ Ἠλίας πάνω ἀπό ὀκτακόσια. Καί ὅμως, ἐμφανίστηκαν ζωντανοί στό Θαβώρ, «συλλαλοῦντες τῷ Ἰησοῦ».11

Ὁ Μεταμορφωθείς Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι τό θεῖον Ἀρχέτυπο τοῦ ἀνθρώπου, ἐπάνω στό Θαβώρ ἀπεκάλυψε «τό ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος»12 καί ἐφανέρωσε τήν θεϊκή Του Δόξα ἐνώπιον τῶν τριῶν προκρίτων Μαθητῶν. Οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου δέν μπόρεσαν νά ἀντέξουν αὐτή τήν ὑπερκόσμια ἐμπειρία, τήν ἀπαστράπτουσα θείαν λαμπρότητα καί ὅπως μᾶς δαβεβαιώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, «ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα».13

Αὐτή ἡ φανέρωση τῆς θεϊκῆς Δόξης εἶναι οὐσιαστικά φανέρωση «ἐν δυνάμει» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ Βασιλεία συνδέεται πάντοτε μέ τόν Βασιλέα καί δέν μπορεῖ νά χωριστεῖ ἀπό αὐτόν. Ὅπου ὁ Βασιλεύς, ἐκεῖ καί ἡ Βασιλεία. Εἶναι πολύ σημαντικό νά κατανοηθεῖ ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶδαν ἔκθαμβοι οἱ Μαθηταί τοῦ Κυρίου στό Θαβώρ ἦταν ἡ φανέρωση τῆς θεουργηθεῖσης ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Εἶδαν δηλαδή ἕνα ἤδη συντελεσμένο γεγονός. Δέν ἦρθε τότε κάτι πού δέν ὑπῆρχε προηγουμένως, ἀλλά φανερώθηκε αὐτό πού ὑπῆρχε καί θά ὑπάρχει πάντοτε. Ἡ φωτεινή ἐπιφάνεια στό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως ἀποτελεῖ μιά ἀποκαλυπτική ἐκδήλωση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματος. Καί εἶναι γεγονός ὅτι «ὅπως τό Ἄκτιστο Φῶς, πού φανερώθηκε κατά τήν Μεταμόρφωση στούς Μαθητές, ὑπῆρχε ἐξαρχῆς καί παραμένει αἰώνια στή θεανθρώπινη ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού ἦρθε στόν κόσμο μέ τόν Χριστό, φανερώνεται μερικές φορές στούς πιστούς, ὡς προανάκρουσμα τοῦ Μέλλοντος Αἰῶνος».14

Εἶναι γνωστόν ὅτι κατά τήν δογματική Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τήν ἐκφράζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐθεώθη ἀπό τήν ὑποστατική ἕνωση καί κοινωνία της μέ τόν Θεό Λόγο, ἡ ὁποία ἕνωση ἔλαβε χώρα τή στιγμή τῆς συλλήψεως τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ἡγιασμένη γαστέρα τῆς Παναγίας. Τότε ἀκριβῶς, ἡ θεότητα, σύμφωνα μέ τήν Δογματική, ἐθέωσετήν ἀνθρώπινη φύση. Καί κατά τήν Μεταμόρφωση στό Θαβώρ φανερώνεται στούς Μαθητές αὐτό ἀκριβῶς τό γεγονός, δηλαδή ἡ θεουργηθεῖσα ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν πρόσληψή της ἀπό τόν Θεό Λόγο.

Ἐπιπλέον, σημειώνεται ἡ θεολογική ἀλήθεια ὅτι κατά τήν Φρικτή Μεταμόρφωση τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἐπέλαμψε τό φῶς τῆς θεότητος, τό ὁποῖο ἐλάμπρυνε τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου, αὐτή ἡ ὁποία εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός καί τῆς ἀκτίστου Χάριτος. Ὑπάρχει βεβαίως τό ἐρώτημα, πῶς μπόρεσαν, χοϊκά μάτια νά δοῦν τό φῶς, νά κατοπτεύσουν τά «ὑπέρ φύσιν»; Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τούς σωματικούς ὀφθαλμούς νά δεῖ τό ἄκτιστο, τό αἰώνιο καί ἄχρονο, τό ἄπειρο καί ἀπερίγραπτο; Ἔχουμε ἐν προκειμένῳ τήν Πατερική, θεολογική ἀπάντηση. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁμιλεῖ γιά «μετασκευή» τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Μαθητῶν, ὥστε νά δοῦν τό φῶς, τό ὁποῖο, ὡς ἄκτιστο εἶναι κατ᾿ οὐσίαν διάφορο ἀπό κάθε κτιστό φῶς. Ὁ Ἁγιορείτης μεγάλος καί ἐμπειρικόςθεολόγος15 γράφει ὅτι οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, μέ μιά ἁγιοπνευματική ἐναλλαγή τῶν αἰσθήσεωνμπόρεσαν καί εἶδαν τό ἄκτιστο, Θαβώριο φῶς, τό ὁποῖο ὁ ἴδιος ἀποκαλεῖ «προοίμιον τῆς Βασιλείας». Οὔτε τό φῶς, λέγει, ἦταν αἰσθητό, οὔτε οἱ Μαθητές τό εἶδαν μέ αἰσθητούς ὀφθαλμούς, ἀλλά μέ ὀφθαλμούς πού εἶχαν πρωτίστως μετασκευαστεῖ μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.«Οὐκοῦν, οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ἑώρων ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος. Ἐνηλλάγησαν οὖν, καί οὕτω τήν ἐναλλαγήν εἶδον».16 Ἔτσι, ὁ θεοφόρος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔρχεται νά μᾶς διασαφίσει ὅτι ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, ἡ κατόπτευση τοῦ ἀκτίστου φωτός τῆς Χάριτος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἱκανώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Παράκλητο. Αὐτό ἔλαβε χώρα κατά τήν Μεταμόρφωση. Πρόκειται δηλαδή περί Μεταμορφώσεως τῶν Μαθητῶν ἐπάνω στό Θαβώρ, προκειμένου νά δοῦν τό θεῖον φῶς.

Στόν Δ΄ Ἀντιρρητικό λόγο του ὁ ἁγιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Γρηγόριος θά ἐπανατονίσει τήν ἴδια θεολογική θέση, παρουσιάζοντας σχετική γνώμη τοῦ πρό αὐτοῦ μεγάλου θεολόγου, ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Ὁ ἱερός Μάξιμος, γράφει ὅτι οἱ μύσται τοῦ Λόγου καί Μαθηταί ἀνεβιβάσθησαν ἀπό τήν σάρκα στό πνεῦμα μέ τήν μεταβολή τῶν αἰσθήσεων τήν ὁποῖα ἐνήργησε σ᾿ αὐτούς τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Καί μετά ἀπό τήν παράθεση αὐτῆς τῆς θέσεως, ἐρωτᾶ ἀποφαντικῶς ὁ Ἀθωνίτης θεολόγος, Γρηγόριος: «Ὁρᾶς ὡς Πνεῦμα γεγονότας καί Πνεύματι ὁρῶντες ἐκεῖνο ἐθεάσαντο το φῶς»; Βλέπεις ὅτι εἶδαν ἐκεῖνο τό φῶς, ἀφοῦ ἔγιναν πνεῦμα καί εἶδον μέ Πνεῦμα; Πάντως, κατά τόν αὐτόν Πατέρα, τό φῶς δίδεται σέ ὅσους τό ζητοῦν, κατά τό μέτρο τοῦ καθενός καί μπορεῖ νά εἶναι μικρή ἤ μεγάλη ἡ ἐμπειρία τοῦ φωτός, ἀνάλογα μέ τήν ἀξία αὐτῶν πού τή δοκιμάζουν. «Καί τό μέν θεῖον τοῦτο φῶς, μέτρῳ δίδοται, καί μᾶλλον καί ἧττον ἐπιδέχεται, κατά τήν ἀξίαν τῶν ὑποδεχομένων ἀμερίστως μεριζόμενον»17…

Αὐτό τό θεῖον φῶς τῆς Μεταμορφώσεως πού περιβάλλει τόν Κύριο καί τούς Μαθητές καί εἶναι Χάρις καί ἄκτιστη ἐνέργεια Θεοῦ, ὁ ἐκ τῆς Δύσεως Βαρλαάμ Καλαβρός, ἐκπροσωπώντας τήν θεολογική ἀλλοίωση τοῦ δυτικοῦ κόσμου ἐξελάμβανε ὡς κτιστό. Τό θεωροῦσε ὡς ἀστραπή πού γίνεται καί ἀπογίνεται, δηλαδή ἕνα «σύμβολο», ἕνα φαινόμενο περιορισμένο μέσα στό χῶρο καί τόν χρόνο. Τότε ἀκριβῶς, τόν 14ο αἰῶνα ἔλαβε χώρα ἡ μεγάλη μάχη περί τοῦ φωτός καί περί τοῦ μεθεκτοῦ τοῦ Θεοῦ. Στήν κορυφαία αὐτή θεολογική σύγκρουση τῶν δύο κόσμων, πρωτοστάτης ὑπῆρξε ὁ Κορυφαῖος τῶν Ἡσυχαστῶν, ὁ φωτόμορφος Πατήρ, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, αὐτός ὁ βιωματικός καί ὄχι διανοούμενος διδάσκαλος, ὁ «κῆρυξ τῆς Χάριτος καί τοῦ φωτός». Οἱ ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου ἱεράρχου ὑπῆρξαν ἀνυπέρβλητοι! Ἔπρεπε νά θεολογηθεῖ ἀπλανῶς ἡ φύση τοῦ Θαβωρίου φωτός καί νά ἐξασφαλισθεῖ ἁγιοπνευματικά τό δυνατόν τῆς σωτηρίας καί θεώσεως πού συντελεῖται μέ τή μετοχή στήν ἄκτιστη Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας καί θεώσεως ἀπέκλειαν οἱ ὀρθολογιστές τῆς Δύσεως, ἀφοῦ ταύτιζαν οὐσία καί ἐνέργεια στόν Θεό. Ἡ διαφοροποίηση τούτη δέν εἶναι καθόλου ἀσήμαντη! Διότι, κατά τούς παπικούς, ὁ Θεός εἶναι ἕνας ἥλιος ὁ ὁποῖος κρατάει «γιά τόν ἑαυτό του» τό φῶς καί τήν λαμπρότητα καί δέν τά ἐξαποστέλλει στή γῆ. Ἀντίθετα, κατά τήν ὀρθόδοξη Θεολογία ὅπως τήν ἐξέφρασε ὁ ὑψίνους Παλαμᾶς, ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης Κύριος εἶναι «τοῖς πᾶσι μεθεκτός», ἀφοῦ οἱ θεῖες ἀκτῖνες-ἐνέργειές Του ἔρχονται δραστικῶς πρός ἐμᾶς. Οἱ θεῖες, ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Νοητοῦ Ἡλίου «πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν», ἔγραφε τόν 4ο αἰῶνα ὁ οὐρανοφάντωρ Μ. Βασίλειος καί μᾶς περιλάμπουν, φωτίζουν καί θεώνουν χαρισματικῶς. Ἡ Διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τήν φύση τοῦ Θαβωρείου φωτός κατοχυρώθηκε Συνοδικῶς, στίς λεγόμενες ἡσυχαστικές Συνόδους τοῦ 14ου αἰῶνος καί ἔγινε ὁμολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκοῦμε κάθε χρόνο στό γνωστό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας» πού διαβάζουμε τήν Α΄Κυριακή τῶν Νηστειῶν.18

Πέραν τῶν ὅσων ἀκροθιγῶς τονίστηκαν, εἶναι ἀνάγκη νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, κατά τήν ὁποία ὁ Θεάνθρωπος ἐπάνω στό Θαβώρ «ἀνοίγει παράθυρο» στόν κόσμο τῆς Βασιλείας Του, δέν ἀποτελεῖ μόνο ἕνα ἱστορικό γεγονός, ἀλλά καί ἐσχατολογικό. Δέν ἔχει δηλαδή μόνο ἱστορική διάσταση, ἀλλά καί ἐσχατολογική. Τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως ὑπογραμμίζει τήν ἐσχατολογική σπουδαιότητα πού ἔχει τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά τήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία. Στό Ὄρος Θαβώρ, κατά τήν Φρικτή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἡ θεία δόξα φανερώνεται καί διά τοῦ σώματος καί οἱ Μαθηταί βεβαιώνονται ὅτι «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς».19 Ὁμοίως καί γιά τούς πιστούς, ἡ μεταμόρφωση καί ἡ χαρισματική θέωσή τους δέν εἶναι μόνο γεγονός πνευματικό, ἀλλά καί σωματικό. Δηλαδή θεοῦται ὁ καθόλου ἄνθρωπος, καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα, ὅπως τονίζει πάλι ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Καί ὁ Ὁμολογητής Μάξιμος θά γράψει ὅτι «τό σῶμα συνθεοῦται τῇ ψυχῇ, κατά τήν ἀναλογοῦσαν αὐτῷ μέθεξιν τῆς θεώσεως».20 Ἔτσι, ἡ Μεταμόρφωση, ἐπισημαίνει τήν Δευτέραν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ21, ὅταν θά φανερωθεῖ «ἐν τῆ αὐτῇ δόξῃ», ὅπως καί στό Θαβώρ, φέροντας τό δεδοξασμένο σῶμα τῆς Ἀναστάσεως. Προεικονίζει δέ τήν κηρυττομένη Ἀνάσταση τῶν Νεκρῶν22, οἱ ὁποῖοι θά ἀναστηθοῦν φέροντες σώματα φωτεινά, ὅπως ἐκεῖνο τοῦ Ὄρους τῆς Μεταμορφώσεως. Ὁ μεγάλος βυζαντινός θεολόγος, Γρηγόριος Παλαμᾶς θά γράψει καί πάλι ὅτι«τό μέγα θέαμα τοῦ φωτός τῆς τοῦ Κυρίου Μεταμορφώσεως, τῆς ὀγδόης, ἤτοι τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἐστί τό μυστήριον».23

Ἡ Μεταμόρφωση, ἀκόμη, δείχνει τόν σκοπό τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός ὁ σκοπός δέν εἶναι μιά ἁπλή βελτίωση τῶν ἠθῶν, ἀλλά ἡ προσωπική ἀνάβαση τοῦ κάθε πιστοῦ στό πνευματικό Θαβώρ, ὅπου θά δεῖ τήν «Δόξαν τοῦ Θεοῦ», θά δεχθεῖ τήν κατά Θεόν ἀλλοίωση, θά «προσλάβει φῶς» καί θά μεταρσιωθεῖ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό Δοξαστικό τῆς Λιτῆς τῆς Ἑορτῆς (ψαλλόμενο μάλιστα στόν πανηγυρικό ἦχο πλ. τοῦ α΄) ἐκφράζει ἀκριβῶς αὐτή τήν πραγματικότητα καί τή θεία στοχοθεσία. Λέγει ὁ θεολογικώτατος ὕμνος: «Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου, καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ θεασώμεθα τὴν δόξαν τῆς Μεταμορφώσεως αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ Πατρός, φωτὶ προσλάβωμεν φῶς, καὶ μετάρσιοι γενόμενοι τῷ πνεύματι, Τριάδα ὁμοούσιον ὑμνήσωμεν εἰς τοὺς αἰῶνας». Ἡ φράση «φωτί προσλάβωμεν φῶς» ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, καθόσον ἡ θεία, ἄπλετος φωτοχυσία περιλάμπει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀλλοιώνει ἐν Πνεύματι, τόν καθιστᾶ ὅπως λέμε «πνευματικόν» μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου· ὄχι διανοητικά καί λογικά καλλιεργημένο, ἀλλά κατά Θεόν πεφωτισμένο. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά ἀκολουθοῦμε τήν προτροπή τῶν Ἁγίων καί ἐν προκειμένῳ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό μία ὁμιλία πού ἐξεφώνησε στό ποίμνιό του στήν Θεσσαλονίκη περί τοῦ φωτός, ἔδωσε αὐτή τήν πατερική προτροπή: «ὁδεύσωμεν τοίνυν προς τήν λάμψιν τοῦ φωτός ἐκείνου». Ἄς προχωρήσουμε πρός τήν λάμψη τοῦ θείου φωτός.

Εἶναι ἀνάγκη, τέλος, νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «ἡ προσωπική Μεταμόρφωση τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας ἀποτελεῖ τόν προάγγελο καί τῆς δικῆς μας μεταμορφώσεως ἀπό τή μεταπτωτική κατάσταση τῆς φθορᾶς πού βιώνουμε, ὡς μέτοχοι τῆς πεπτωκυΐας ἀνθρωπίνης φύσεως».24 Γι᾿ αὐτή τήν πνευματική «ἐπί τά βελτίῳ» μεταμόρφωση τῶν πιστῶν κάνει λόγο ὁ θεορρήμων Παῦλος στό ἐντυπωσιακό ἐκεῖνο χωρίο: «ἡμεῖς δέ οἱ πάντες ἀνακεκαλυμμένω προσώπῳ τήν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τήν αὐτήν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπό δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπό Κυρίου Πνεύματος».25 Αὐτό ἐφαρμόζεται μέσα στόν κόσμο ἀπό τούς δούλους τοῦ Θεοῦ, τούς ἀγωνιστάς τῆς ἀρετῆς. Κυρίως ὅμως πραγματώνεται στόν Ὀρθόδοξο Μοναχισμό, μέσα στά πλαίσια τοῦ ὁποίου σημειώνονται ἀναβάσεις «ἀπό δόξης εἰς δόξαν», σέ μιά πορεία ἀνοδική καί μεταμορφωτική, ἐν μέσῳ ὠδίνων καί ὀδυνῶν. Θαβώρ καί Μοναχισμός συνδέονται ἄρρηκτα καί θαυμαστά. Γιά τούς ἀφιερωμένους στόν Θεό ὀρθοδόξους Μοναχούς, ἡ Ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως εἶναι μιά πολύ μεγάλη καί φαεσφόρος Ἐορτή. Ἔχει γραφεῖ ὅτι ἡ Μεταμόρφωση εἶναι τό «Πάσχα τῶν Μοναχῶν»! Οἱ πραγματικοί Μοναχοί, «εὐφραινόμενοι καί μεθύοντες τῷ Πνεύματι» ὅπως θά ἔλεγε ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος26, χρησιμοποιώντας τήν κατά Θεόν ἄσκηση ὡς «ἐργαλεῖο» γιά τήν κάθαρση, εἰσχωροῦν μέ μέθεξη ψυχῆς καί παφλασμούς θείας ἀγάπης στά «ἄδυτα» τοῦ θείου, ἀποφατικοῦ Μυστηρίου τῆς «ὀγδόης ἡμέρας» καί ἀξιώνονται τῆς θέας τοῦ Θαβωρείου φωτός. Ἄγνωστα εἶναι ὅλα αὐτά στούς ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανούς. Ἀλλά αὐτά τά «ἄγνωστα» συνιστοῦν τήν πεμπτουσία τῆς Πίστεώς μας καί αὐτά κηρύττει ἡ Ἐκκλησία διαχρονικῶς! Δέν διδάσκει μιά στεῖρα ἠθικολογία (πού μπορεῖ νά ὑπάρχει καί σέ διάφορα θρησκεύματα ἤ ἰδεολογίες), οὔτε ἕναν καθωσπρεπισμό ἤ ἀκτιβισμό, ἀλλά φανερώνει τήνὀντολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτή συνίσταται στήν διά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος ἐπίτευξη τῆς θεωρία τοῦ φωτός. Ὄλες οἱ ἀρετές καί οἱ ἐντολές συντείνουν στήν ἐντός τοῦ ἀνθρώπουἐπενέργεια τῆς Χάριτος, σέ ὅποιο μέτρο μπορεῖ κανείς νά τήν ἀξιωθεῖ, ἔστω καί ὡς κάθαρση ἀπό τά πάθη. «Σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς, εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», θά μᾶς πεῖ ὁ κυριολεκτικά λουσμένος στό Θαβώριον φῶς, Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ.

Εἴθε νά μεταμορφωθοῦμε ἐν Χριστῷ καί νά βιώσουμε ὅλοι «ὅσον ἔνεστιν» ὑπαρξιακά τήν Δόξαν τοῦ Θαβωρίου φωτός, ὡς ἐσχατολογική πρόγευση τῶν ἐπουρανίων καί ἀτελευτήτων ἀγαθῶν, «ἅ ἠτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν».27

______________________________________________________


1 Τροπάριον τοῦ Κανόνος τῆς Ἑορτῆς, Ἑννάτη Ὠδή, Β΄Κανών.
2 MPG. 96, 548 C.
3 Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, Περιοδικό «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία» (Κύπρου), ἀρ. 49/ Ἄνοιξη-Καλοκαίρι 1996.
4 Μάρκ. 9, 1.
5 MPG. 123, 577.
6 Μάρκ. 9, 2.
7 Γ. Μαντζαρίδη ὅπου π. Ἡ Μεταμόρφωση…
8 ΕΠΕ, 9, 12.
9 Ἔξοδ. 20, 21.
10 Γ΄ Βασιλ. 19, 12.
11 Μάρκ. 9, 4.
12 Α΄ Τροπάριον τῆς Λιτῆς
13 Ματθ. 17, 6.
14 Γ. Μαντζαρίδη, ὅπου π. Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος…
15 «Ταῦτα ὑπό τῶν Γραφῶν ἐδιδάχθημεν, ταῦτα παρά τῶν ἡμετέρων Πατέρων παρελάβομεν.ταῦτα διά τῆς μικρᾶς ἔγνωμεν πεῖρας». Βλ. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἁγιορειτικός Τόμος,Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1957-1963, τόμ. Δ', σελ. 192.
16 Ὁμιλία ΛΔ΄, Εἰς τήν Σεπτήν Μεταμόρφωσιν…, ΕΠΕ, 10, 374.
17 MPG. 151, 448 B.
18 «Τοῖς φρονοῦσι καί λέγουσι, τό λάμψαν ἀπό τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς θείας αὐτοῦ Μεταμορφώσεως φῶς,ποτέ μέν εἶναι ἴνδαλμα, και κτίσμα, και φάσμα ἐπί βραχύ φανέν, και διαλυθέν παραχρῆμα…μή ὁμολογοῦσι δέ, κατά τάς τῶν Ἀγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα, μήτε κτίσμα εἶναι τό θειότατον ἐκεῖνο φῶς, μήτε οὐσίαν Θεοῦ, ἀλλ᾿ ἄκτιστον καί φυσικήν χάριν καί ἔλλαμψιν καί ἐνέργειαν, ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεί προϊοῦσαν, ΑΝΑΘΕΜΑ».
19 Κολ. 2, 9.
20 Κεφ. Γνωστικά, 2, 88, MPG. 90, 1168A.
21 Βλ. τροπάρια Κανόνος τοῦ Ὄρθρου τῆς Ἑορτῆς: «Ἵνα δείξῃς ἐμφανῶς τήν ἀπόρρητον δευτέραν κατάβασιν, ὅπως ὁ Ὕψιστος Θεός ὀφθήσῃ ἐστώς ἐν μέσῳ θεῶν, τοῖς Ἀποστόλοις ἐν Θαβώρ, Μωσεῖ σύν Ἠλίᾳ τε ἀρρήτως ἔλαμψας».( Ὠδή Ἑννάτη).
22 Βλ. Β΄ Ἰδιόμελο τοῦ ἐσπερινοῦ: «Δεῖξαι βουλόμενος τῆς Ἀναστάσεως την λαμπρὀτητα».
23  Ὁμιλία ΛΔ΄, 6.
24 Βλ. Λ. Σκόντζου, «Ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Ἄρθρο).
25 Κορ. Β΄, 3, 18.
26  Ὁμιλίαι πνευματικαί, 18, 7, MPG. 34, 640 B.
27 Α΄Κορ. 2, 9.



Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ !!! (ΒΙΝΤΕΟ)

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ (ΠΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ).... 



Οἱ Ἃγιοι Ἐπτά Παῖδες ἐν Ἐφέσῳ (4 Αὐγούστου)



Οι άγιοι επτά Παίδες, Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος, έζησαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Οι νέοι αυτοί, μόλις βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία και ύστερα από συνετή σκέψη και εκτίμηση, μοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς και μπήκαν και κρύφτηκαν μέσα σε ένα σπήλαιο. Εκεί, αφού προσευχήθηκαν να λυθούν από τα δεσμά του σώματος και να μην παραδοθούν στον αυτοκράτορα Δέκιο, παρέδωσαν τις ψυχές τους στο Θεό. Ο Αυτοκράτορας δε, όταν επέστρεψε στην Έφεσο, τους αναζήτησε, για να τους αναγκάσει να προσφέρουν θυσίες στα είδωλα. Μόλις όμως έμαθε ότι εκείνοι είχαν πεθάνει στο σπήλαιο, πρόσταξε και έφραξαν με μανδρότοιχο το στόμιο του σπηλαίου αυτού.
Έκτοτε λοιπόν πέρασαν εκατόν ενενήντα τέσσερα έτη και φτάνουμε μέχρι το τριακοστό όγδοο έτος της βασιλείας του Θεοδοσίου Β΄ του Μικρού (408-450 μ.Χ.), ήτοι μέχρι το έτος 446 μ.Χ. Τότε εμφανίστηκε στους κόλπους του Χριστιανισμού μια αίρεση, η οποία δε δεχόταν το δόγμα της αναστάσεως των νεκρών. Η αίρεση αυτή, στην οποία είχαν προσχωρήσει και μερικοί επίσκοποι, προκαλούσε μεγάλη αναταραχή και αναστάτωση στην Εκκλησία. Ο δε Αυτοκράτορας, βλέποντας την αναστάτωση αυτή της Εκκλησίας του Θεού, δεν ήξερε τι να κάνει. Όμως δεν απελπίστηκε, αλλά, αφού φόρεσε έναν τρίχινο σάκο και κάθισε κατά γης, θρηνούσε και παρακαλούσε το Θεό να του φανερώσει τον τρόπο διάλυσης της αίρεσης.

Ο Κύριος λοιπόν δεν παρέβλεψε τα δάκρυα του Αυτοκράτορα και ικανοποίησε το αίτημά του με τον ακόλουθο τρόπο: Ο κύριος του όρους, στο οποίο βρισκόταν το σπήλαιο των αγίων επτά Παίδων, θέλησε κατά τον καιρό εκείνο να χτίσει μαντρί για το ποίμνιό του. Έτσι λοιπόν, παίρνοντας επί δύο ημέρες πέτρες από τον μανδρότοιχο του σπηλαίου, για να οικοδομήσει το μαντρί του, ανοίχτηκε το στόμιο του σπηλαίου αυτού. Τότε ακριβώς, με προσταγή του Θεού, αναστήθηκαν οι άγιοι επτά Παίδες, που είχαν πεθάνει μέσα στο σπήλαιο αυτό, και συνομιλούσαν μεταξύ τους, σαν να είχαν κοιμηθεί την προηγούμενη ημέρα. Τα σώματά τους δε δεν είχαν αλλοιωθεί στο παραμικρό και τα ενδύματά τους δεν είχαν φθαρεί ούτε σαπίσει από την υγρασία του σπηλαίου, αν και είχαν περάσει εκατόν ενενήντα τέσσερα χρόνια.

Μετά την ανάστασή τους οι άγιοι επτά Παίδες είχαν έντονο στη μνήμη τους το γεγονός ότι ο Δέκιος ζητούσε να τους τιμωρήσει και περί αυτού ακριβώς συνομιλούσαν μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ο Μαξιμιλιανός έλεγε προς τους άλλους: “Και αν συλληφθούμε, αδελφοί, ας σταθούμε γενναίοι και να μην προδώσουμε την ευγένεια της πίστης μας. Εσύ δε, αδελφέ Ιάμβλιχε, πήγαινε να αγοράσεις άρτους, πλην όμως περισσότερους. Γιατί χθες το βράδυ έφερες λίγους, και κοιμηθήκαμε σχεδόν πεινασμένοι. Επιπλέον προσπάθησε να μάθεις τι σκέφτεται για εμάς ο Δέκιος”.

Όταν λοιπόν ο Ιάμβλιχος πήγε στην πόλη, είδε στην πύλη το σημείο του Σταυρού. Το γεγονός αυτό του προκάλεσε έκπληξη και θαυμασμό. Βλέποντας δε το Σταυρό και σε άλλους τόπους, καθώς επίσης και τα κτίρια να διαφέρουν από εκείνα που ήξερε και τους ανθρώπους επίσης κάπως διαφορετικούς, νόμισε ότι βλέπει όραμα ή ότι περιέπεσε σε έκσταση. Πήγε όμως στους αρτοπώλες, πήρε τους απαραίτητους άρτους και, αφού έδωσε τα χρήματα που έπρεπε, έσπευδε να επιστρέψει στο σπήλαιο. Ενώ λοιπόν ετοιμαζόταν να φύγει, είδε τους αρτοπώλες να δείχνουν ο ένας στον άλλο το ασημένιο νόμισμα, να κοιτάζουν προς αυτόν και να λένε ότι αυτός βρήκε κάποιο θησαυρό, αφού το νόμισμα που τους έδωσε για τους άρτους είχε στην επιφάνειά του τυπωμένη την εικόνα του αυτοκράτορα Δεκίου, ο οποίος είχε πεθάνει προ πολλού (πριν από 194 χρόνια).
Μετά από το γεγονός αυτό ο Ιάμβλιχος τρόμαξε πολύ και έμεινε άφωνος, νομίζοντας ότι αυτοί τον αναγνώρισαν και θα τον συνελάμβαναν για να τον παραδώσουν στον αυτοκράτορα Δέκιο. Έπεσε λοιπόν στα πόδια τους και τους παρακαλούσε λέγοντας: “Σας παρακαλώ, κύριοί μου, έχετε στα χέρια σας το αργύριό μου, πάρτε πίσω και τους άρτους σας. Μόνο αφήστε με να φύγω”. Οι αρτοπώλες τού απάντησαν: “Δείξε μας το θησαυρό που βρήκες και δώσε και σ’ εμάς μερίδιο απ’ αυτόν. Αλλιώς σε παραδίνουμε στο θάνατο”. Και συγχρόνως με τα λόγια αυτά του πέρασαν αλυσίδα στο λαιμό και τον έσυραν στη λεωφόρο (στον κεντρικό και μεγάλο δρόμο της πόλης). Εν συνεχεία τον οδήγησαν στον ανθύπατο προς ανάκριση. Εκείνος, μόλις τον είδε, του είπε: “Πες μας, νέε, πώς βρήκες το θησαυρό, πόσος είναι και πού βρίσκεται”. Ο Άγιος τού απάντησε: “Εγώ δε βρήκα ποτέ κανένα θησαυρό. Το νόμισμα που έδωσα στους αρτοπώλες το είχα από τους γονείς μου. Δεν ξέρω λοιπόν τι συμβαίνει με μένα τώρα”. Ο ανθύπατος τότε τον ρώτησε: “Από ποια πόλη είσαι;”. Ο Ιάμβλιχος απάντησε: “Από αυτήν, αν αυτή είναι η Έφεσος”. Τότε ο ανθύπατος είπε: “Ποιοι είναι οι γονείς σου; Ας έλθουν εδώ και, αν διαπιστωθεί η αλήθεια, θα σε πιστέψουμε”. Ο Άγιος του απάντησε: “Ο δείνα είναι ο πατέρας μου, ο δείνα είναι συγγενής και ο δείνα είναι ο παππούς μου”. Ο ανθύπατος, μόλις άκουσε τα ονόματα, είπε στον Ιάμβλιχο: “Τα ονόματα που ανέφερες είναι ξένα και ανυπόστατα και έξω από αυτά που κατά τη συνήθεια χρησιμοποιούνται. Επομένως δεν μπορείς να γίνεις πιστευτός”. Τότε ο Άγιος είπε στον ανθύπατο: “Αν, ενώ σου λέω την αλήθεια, δε με πιστεύεις, δεν ξέρω να σου πω πλέον τίποτε άλλο”.

Ύστερα από αυτά ο ανθύπατος είπε: ” Ασεβέστατε, το νόμισμά σου με την επιγραφή του μαρτυρεί ότι τυπώθηκε πριν από διακόσια χρόνια, επί αυτοκράτορα Δεκίου, κι εσύ, όντας νεότερος, προσπαθείς να μας εξαπατήσεις;”. Τότε ο Ιάμβλιχος έπεσε στα πόδια του ανθυπάτου και των παρευρεθέντων και τους παρακαλούσε λέγοντας: “Σας παρακαλώ, κύριοί μου, πέστε μου, που είναι ο Δέκιος, ο βασιλιάς, που ήταν στην πόλη αυτή;”. Εκείνοι του απάντησαν: “Κατά τους παρόντες χρόνους δεν υπάρχει βασιλιάς Δέκιος. Αυτός βασίλευσε πριν από πολλά χρόνια”. Τότε ο Ιάμβλιχος είπε: “Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, κύριοί μου, εκπλαγήκατε. Πλην όμως ακολουθήστε με να πάμε στο σπήλαιο και ίσως από τα σημεία που θα δείτε θα διαπιστωθεί η αλήθεια των λόγων μου. Εγώ πράγματι ξέρω ότι φύγαμε από την πόλη εξ αιτίας του Δεκίου και ότι χθες, ερχόμενος να αγοράσω άρτους, είδα ότι ο Δέκιος εισήλθε στην πόλη αυτή”.

Αυτά είπε ο άγιος Ιάμβλιχος, ο δε επίσκοπος Εφέσου Μαρίνος, μόλις τα άκουσε, είπε στον ανθύπατο: “Έχω τη γνώμη ότι κάτι θαυμαστό συμβαίνει με την υπόθεση αυτή. Έτσι, ας τον ακολουθήσουμε”. Και πράγματι ακολούθησαν τον Άγιο μέχρι το σπήλαιο ο ανθύπατος, ο επίσκοπος Μαρίνος και πολύς λαός. Πρώτος μπήκε στο σπήλαιο ο Ιάμβλιχος. Έπειτα μπήκε ο Επίσκοπος, ο οποίος, μόλις έστρεψε το βλέμμα του προς τα δεξιά μέρη του στομίου, είδε ένα κιβώτιο σφραγισμένο με δυο ασημένιες σφραγίδες. Το κιβώτιο αυτό το είχαν τοποθετήσει εκεί ο Ρουφίνος και ο Θεόδωρος ως χριστιανοί, οι οποίοι είχαν αποσταλεί εκεί από το Δέκιο μαζί με τους άλλους, στους οποίους ο Αυτοκράτορας αυτός είχε δώσει την εντολή να φράξουν με μανδρότοιχο το στόμιο του σπηλαίου. Οι δύο χριστιανοί, Ρουφίνος και Θεόδωρος, έγραψαν και τα Συναξάρια των αγίων επτά Παίδων και σημείωσαν τα ονόματά τους σε μολύβδινες πλάκες. Όταν λοιπόν συνάχτηκαν όλοι οι έγκριτοι άρχοντες μαζί με τον ανθύπατο, άνοιξαν το κιβώτιο και βρήκαν τις μολύβδινες πλάκες, τις οποίες διάβασαν και ένιωσαν όλοι τους απερίγραπτη έκπληξη από το θαυμαστό αυτό γεγονός. Αμέσως δε τότε προχώρησαν στα ενδότερα του σπηλαίου, όπου βρήκαν τους Αγίους και έπεσαν στα πόδια τους. Κατόπιν κάθισαν κατά γης και τους ρωτούσαν. Οι Άγιοι τους διηγήθηκαν τα σχετικά με τους εαυτούς τους και εν συνεχεία τα κακουργήματα του Δεκίου εις βάρος των Χριστιανών. Μόλις εκείνοι άκουσαν όσα οι Άγιοι τούς διηγήθηκαν, εκπλήττονταν και δόξαζαν το Θεό, τον ποιητή των θαυμασίων.

Τότε ο ανθύπατος και ο επίσκοπος Μαρίνος με αναφορά τους γνωστοποίησαν τα θαυμαστά αυτά γεγονότα στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Εκείνος δοκίμασε απέραντη χαρά για όλα αυτά και έσπευσε αμέσως στην Έφεσο. Στη συνέχεια ανήλθε στο σπήλαιο. Εκεί βρήκε τους αγίους επτά Παίδες και, αφού έπεσε κατά γης, τους έβρεχε τα πόδια με τα δάκρυά του και τα αποσπόγγιζε. Η αγαλλίαση δε και η χαρά του ήταν απερίγραπτη, αφού ο Κύριος δεν παρείδε το αίτημά του και έδειξε σ’ αυτόν οφθαλμοφανώς την ανάσταση των νεκρών. Ενώ δε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος συνομιλούσε με τους Αγίους, καθώς επίσης οι επίσκοποι και άλλοι άρχοντες, οι Άγιοι νύσταξαν λίγο και, έτσι, μπροστά σε όλους εξεδήμησαν προς Κύριον.

Τότε ο Αυτοκράτορας, αφού πρόσφερε πολύτιμα άμφια και αρκετό χρυσάφι και ασήμι, πρόσταξε να κατασκευάσουν επτά θήκες προς τιμήν των Αγίων και να τεθούν μέσα σ’ αυτές τα λείψανά τους. Αλλά κατά τη νύχτα που ακολούθησε εμφανίστηκαν σ’ αυτόν οι Άγιοι και του είπαν: “Άφησέ μας, βασιλιά, στο σπήλαιο που έγινε η ανάστασή μας”. Έτσι λοιπόν, αφού έγινε μεγάλη σύναξη επισκόπων και αρχόντων, ο Αυτοκράτορας κατέθεσε τα λείψανα των Αγίων στη γη του σπηλαίου, καθώς εκείνοι με οπτασία του ζήτησαν. Εν συνεχεία οργάνωσε και πραγματοποίησε στον τόπο εκείνο λαμπρή και χαρμόσυνη εορτή, φιλοξένησε με πλούσια αγαθά τους φτωχούς της Εφέσου, χαροποίησε όλο το λαό με λαμπρές βασιλικές τιμές και έβγαλε από τις φυλακές τους επισκόπους που είχαν φυλακιστεί, επειδή κήρυτταν το δόγμα της αναστάσεως των νεκρών. Ακολούθως έγινε από όλους κοινή εορτή, κατά την οποία αναπέμφθηκαν λόγοι και ύμνοι ευχαριστίας και δοξολογίας προς τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό.
Τον επτάριθμον τιμώ χορόν Μαρτύρων
Δείξαντα ανάστασιν νεκρών τω κόσμω


(Από το Συναξαριστή της Αποστολικής Διακονίας “Με τους Αγίους μας” του Γεωργίου Δ. Παπαδημητροπούλου)


Πηγή: www.xfd.gr


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείω Πνεύματι, ἀφθαρτισθέντες, πολυχρόνιον, ἤνυσαν ὕπνον, οἱ ἐν Ἐφέσῳ ἐπτάριθμοι Μάρτυρες, καὶ ἀναστάντες πιστοὺς ἐβεβαίωσαν, τὴν τῶν ἀνθρώπων κοινὴν ἐξανάστασιν ὅθεν ἅπαντες, συμφώνως τούτους τιμήσωμεν, δοξάζοντες Χριστὸν τὸν πολυέλεον.




Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Οἱ τὰ τοῦ κόσμου ὡς φθαρτὰ παριδόντες, καὶ τὰς ἀφθάρτους δωρεὰς εἰληφότες, διαφθορᾶς διέμειναν θανόντες παρεκτός· ὅθεν ἐξανίστανται, μετὰ πλείονας χρόνους, ἅπασαν ἐνθάψαντες, δυσμενῶν ἀπιστίαν· οὓς ἐν αἰνέσει σήμερον πιστοί, ἀνευφημοῦντες, Χριστὸν ἀνυμνήσωμεν.

Μεγαλυνάριον

Δόγμα ἀκυροῦται νεκροποιόν· οἱ γὰρ θεῖοι Παῖδες, ἀναστάντες ἐκ τῶν νεκρῶν, ἐδήλωσαν πᾶσι, τὴν μέλλουσαν γενέσθαι, ἐν τῇ ἐσχάτῃ ὥρᾳ, βροτῶν ἀνάστασιν. 

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ. ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΘΕΟΥ. ΓΝΟΦΟΣ ΚΑΙ ΦΩΣ

Picture


ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου 

Εἶναι γεγονός, ὅτι κατά τούς πνευματοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀλήθεια περί τοῦ Θεοῦ εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ἐμφανῶς δυσπρόσιτη καί δυσκατανόητη, καθώς ἀνέρχεται τά πνευματικά στάδια τῆς θεογνωσίας.

Πῶς μπορεῖ, ἀλήθεια, ὁ φθαρτός καί χοϊκός ἄνθρωπος, ὁ κτιστός καί πεπερασμένος, νά ἐκφρασθεῖ ἀρκούντως γιά τόν Ἄκτιστο καί Ἄπειρο Θεό; Προσφυῶς ἔχει γραφεῖ ὅτι «τό θεῖο εἶναι ἀκατονόμαστο. Τά κατηγορούμενα πού ἀποδίδονται στόν Θεό, ὅπως, ἀσώματος, ἀγέννητος, ἄναρχος, ἄφθαρτος, δηλώνουν τί δέν εἶναι ὁ Θεός καί ὄχι τί εἶναι».1

Τά ὅσα παρακάτω θά διατυπωθοῦν, ἀπαιτοῦν ἰδιαίτερη προσοχή, διότι εἶναι πράγματα ὑψηλά καί προσεγγίζονται «ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί», μέ νοῦ «ὑψηλό» καί διαυγῆ, μέ διάθεση πνευματική, μέ καρδιά φλεγόμενη ἀπό τό ἄυλον πῦρ. Γιατί ὁ Θεός δέν εἶναι γνώση κοσμική, ἀλλά ἐμπειρία πνευματική, γνώση ἄλλου εἶδους, μυστική. Δέν κατακτᾶται διανοητικά, ἀλλά φανερώνεται ἐσωτερικά καί μέ ἁγιοπνευματικό φωτισμό. Δέν ἀποτελεῖ προϊόν τῆς λογικῆς, ἀλλά συνιστᾶ ἀποκάλυψη καθαρῆς καρδιᾶς καί κρατεῖται ἔνδοθεν μυστικά.

Τί γνωρίζουμε ὅμως καί τί ἀγνοοῦμε ἀπό τόν Θεό; Πῶς ὑπάρχει ὁ Θεός; Σέ τί συνίσταται τό μυστήριό Του; Τί εἶναι τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ; Τί καλεῖται γνόφος καί πῶς ἑρμηνεύεται θεολογικά; Σέ ὅλα αὐτά θά καταθέσουμε τήν Πατερική μαρτυρία, ὥστε νά γίνει καταληπτός αὐτός ὁ ἀστείρευτος καί ἀναφαίρετος πνευματικός πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἀρχικά θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι γιά τόν Θεό κάνουμε λόγο καί καταφατικά καί ἀποφατικά. Τονίζουμε δηλαδή τί εἶναι, ἀλλά καί τί δέν εἶναι ὁ Θεός. Ὑπάρχουν δύο ὁδοί. Ἡ καταφατική λεγομένη ὁδός, ἤ καταφατική θεολογία, ἀναφέρεται στήν προσιτή, καταληπτή καί γνωστή ὄψη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀποφατική ὁδός, ἤ ἀποφατική θεολογία, ἀναφέρεται στήν ἀπρόσιτη, ἀκατάληπτη καί ἄγνωστη ὄψη Του. Καί ἔχει παρατηρηθεῖ ὀρθά, πώς ἡ ἀνάπτυξη τῶν δύο αὐτών θεολογικῶν ὁδῶν συνδέεται στενά μέ τήν ἀκμή τῆς πατερικῆς θεολογίας καί χαρακτηρίζει σχεδόν ὅλους τούς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Μάλιστα, «καμμία διαλεκτική ἀντίθεση δέν εἶναι νοητή μεταξύ καταφατικῆς καί ἀποφατικής θεολογίας, ὑπάρχει, μεταξύ τους καί μιά ἄρρηκτη καί λειτουργική ἑνότητα. Ποτέ μέσα στήν ὀρθόδοξη παράδοση δέν γίνεται χρήση τῆς μιᾶς αὐτόνομα καί ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἄλλη»2. Ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, θεωρεί ὅτι ὁ καταλληλότερος τρόπος γιά τήν ἀπόδοση τῶν διαφόρων ὀνομάτων στό Θεό δέν εἶναι ἡ αὐτόνομη καταφατική ἤ ἀποφατική θεώρηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ λειτουργική συνάφεια καί ταυτόχρονη χρήση τῆς καταφατικής καί τῆς ἀποφατικής θεολογίας. Αὐτήν ὁ ἅγιος χαρακτηρίζει ὡς «γλυκυτάτη…ἐξ ἀμφοῖν συνάφεια».3

Ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία, μᾶς καταθέτει ὅτι ἡ θεία Φύση «ὑπέρκειται παντός φυσικοῦ εἶναι», ξεπερνᾶ κάθε κατάληψη καί γνώση κτιστή. Γι᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά ἐκφράσει μέ δύο μόνο λέξεις αὐτή τήν ὑπερβατικότητα τοῦ θείου Ὄντος καί θά πεῖ ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι ὁ «πάντων ἐπέκεινα». Δηλαδή, πάνω καί πέρα ἀπ᾿ ὅλα. Ὁ τριαδικός Θεός, ὡς τό ἀπόλυτο, ἄκτιστο καί αἰώνιο πνεῦμα, εἶναι φύσει ἀκατάληπτος καί ἀκατανόητος. Αὐτό θά διατυπώσει μέ τήν περιεκτική ρήση του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ἄριστος Δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί ἀκατάληπτον, καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία»4.

Ἠσυχία καί σιωπή περιβάλλουν τό θεῖο σ᾿ ἐκείνη τήν ἀδιερεύνητη καί ἀπόκρυφη κατάσταση τῆς ὑπερβατικότητος, τήν ὁποία ὁ μέν Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης χαρακτηρίζει ὡς «κρυφιόμυστον σιγήν», ὁ δέ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὡς «θείαν ἀφθεγξίαν».5 Ἐπίσης, ἡ κατάσταση αὐτή τῆς ὑπερβατικότητας τοῦ Θεοῦ, χαρακτηρίζεται καί ἀπό τήν γνωστή λέξη «γνόφος». Εἶναι μάλιστα«ὑπέρφωτος γνόφος», πάλι κατά τόν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη6. Γνόφος, κατά τόν ἱερό Πατέρα, εἶναι τό ὑπέρλαμπρο καί ἀπρόσιτο ἐκεῖνο φῶς στό ὁποῖο λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεός. «Ὁ θεῖος γνόφος ἐστι τό ἀπρόσιτον φῶς, ἐν ᾧ κατοικεῖν ὁ Θεός λέγεται».

Ὅπως γνωρίζουμε, ἡ λέξη «γνόφος» σημαίνει, ἀντάρα, καταχνιά, ὁμίχλη. Ὑπέρφωτος δέ, γνόφος, θά λέγαμε ὅτι εἶναι ἕνα πολύ φωτεινό σκοτάδι, ἤ ἕνα πολύ δυνατό, ἤνἐκτυφλωτικό φῶς! Ὅ,τι λ.χ. θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχει, ἄν σέ ἕνα δωμάτιο τοποθετηθεῖ μία λάμπα τῶν χιλίων watt. Φῶς εἶναι αὐτό πού θά παράγει, ἀλλά φῶς πού τυφλώνει καί δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ. Ἔτσι, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, εἶναι και ὁ Θεός. Ὅσο πλησιάζεις, τόσο σέ τυφλώνει τό φῶς καί ὅσο νομίζεις ὅτι τόν γνωρίζεις, τόσο αἰσθάνεσαι τήν ἀγνωσία Του, ἀλλά σίγουρα θεωρεῖς μυστικά τήν παρουσία Του. Τόν βλέπεις, ἀλλά οὐσιαστικά διαπιστώνεις ὅτι δέν μπορεῖς νά Τόν δεῖς. «Ἐν τούτῳ τό ἰδεῖν, ἐν τῷ μή ἰδεῖν, -θά συμπληρώσει ὁ Νύσσης Γρηγόριος -, «ὅτι ὑπέρκειται πάσης εἰδήσεως τό ζητούμενον, οἷον τινι γνόφῳ τῇ ἀκαταληψίᾳ πανταχόθεν διειλημμένον».7Δηλαδή, σ᾿ αὐτό βρίσκεται ἡ θέα, στό νά μή βλέπεις, διότι αὐτό πού ζητᾶς εἶναι πάνω ἀπό κάθε γνώση καί περιβάλλεται ἀπό παντοῦ, σάν μέ ἄλλο γνόφο, ἀπό τήν ἀκαταληψία!

Γιά τό λόγο αὐτόν ἀκριβῶς, «τόσο ὁ Διονύσιος Αρεοπαγίτης ὅσο καί ὁ Μάξιμος Ὁμολογητής ὑπογραμμίζουν μέ ἔμφαση ὅτι, ἄν ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίσει πραγματικά τό Θεό, πέρα ἀπό τίς πνευματικές προϋποθέσεις τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ, πρέπει νά προσέλθει γυμνός ἀπό κάθε ἔννοια καί γνώση καί τότε μόνο θά μπορέσει νά δεῖ «ἀνομμάτως» καί νά γνωρίσει «ἀγνώστως» αὐτόν πού βρίσκεται πάνω ἀπό κάθε θέα καί γνώση8. Κι᾿ αὐτό γιατί ἡ πραγματική θεωρία καί γνώση τοῦ Θεοῦ συνίσταται γι᾿ αὐτούς στήν ἀορασία καί τήν ἀγνωσία του».9

Ὁ Θεός, λοιπόν, «δέν κρύπτεται μόνο ἀπό τήν σιγή, ἀλλά καί ἀπό τό σκότος, δέν εἶναι μόνο ὅτι δέν ἀκούγεται, ἀλλά καί ὅτι δέν βλέπεται. Κρυμμένος στό γνόφο, μένει ἄγνωστος, καί ἡ ἀγνωσία ἀποτελεῖ τόν μόνο τρόπο προσεγγίσεώς του, ἀλλά προφανῶς στήν περίπτωση αὐτή ἡ ἀγνωσία εἶναι θετική λειτουργία. Τοῦτο ὑποδεικνύει πραγματικά ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος, καθώς συμπληρώνει τήν εἰκόνα μέ τήν παράσταση τοῦ «ὑπερφώτου γνόφου», τοῦ ὑπερλάμπρου σκότους».10

Ὁ Θεός, ἐπίσης, ὡς πρός τήν ὑπερβατικότητά Του εἶναι καί ἀνώνυμος. Κανένα ὄνομα δέν ἀποδίδεται στό ἀπρόσιτον τοῦ Θεοῦ, στή θεία οὐσία Του. Πάλι κατά τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, τόν ἀποφατικῶς ὁμιλοῦντα, ὁ Θεός εἶναι ἀνώνυμος καί ἄγνωστος! Κατά δέ τήν Πατερική μας παράδοση, ὁ Θεός εἶναι «ἄλεκτος καί ἀνωνόμαστος».11 Αὐτά βεβαίως ἰσχύουν γιά τό ἄγνωστο μέρος τοῦ Θεοῦ, τό ὑπερβατικό. Ὅταν ὅμως ὁ Θεός ἐμφανίζεται στήν κτίση μέσῳ τῶν θείων ἐνεργειῶν Του ὅπως θά δοῦμε στά παρακάτω, τότε ἔχουμε κατά τήν καταφατική Θεολογία τήν ἀπόδοση ἰδιοτήτων στό Θεό μέ βάση τίς ἐνέργειές του πού ἐκδηλώνονται στήν Oἰκονομία12. Ἀποδίδονται δηλαδή στόν Θεό ἀπό τούς Πατέρες μας διάφορα ὀνόματα. Μέ ἄλλα λόγια, ἀνάλογα μέ τίς φανερώσεις τοῦ Θεοῦ, τίς λεγόμενες θεοφάνειες, ὀνοματίζεται μέ ποικιλία ὅρων καί εἰκόνων ἀπό τούς Ἁγίους.13 Ἔτσι, ὁ Θεός, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τον Ὁμολογητή θεωρεῖται ὡς «ὁ μόνος νοῦς τῶν νοούντων καί νοουμένων, καί λόγος τῶν λεγόντων καί λεγομένων. καί ζωή τῶν ζώντων καί ζωουμένων, καί πᾶσι πάντα καί ὤν καί γινόμενος, δι᾿ αὐτά τά ὄντα καί γινόμενα»14.

Εἶναι πρωταρχικῆς σημασίας νά γνωρίζουμε, ὅτι Ὁ Θεός μας ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια, διότι δέν ὑπάρχει φύση ἀνενέργητη. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, καί ἡ ἐνέργειά Του εἶναι ἐπίσης ἄκτιστη. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε οὐσία καί ἐνέργεια κτιστή· ἀφοῦ εἴμαστε κτίσματα, ἔχουμε ἀρχή καί βρισκόμαστε στό χρόνο καί στό χώρο. Ὁ Θεός ὅμως, ὅπως προελέχθη, εἶναι πάνω ἀπό κάθε ἀρχή, χρόνο καί τόπο, εἶναι ἄναρχος καί «φύσει ἄκτιστος», ὅπως λέγεται θεολογικά. Καί συνεπῶς, ὅ,τι δίνει ὁ Θεός, ὅ,τι παρέχει ἀπό τό θεῖο Εἶναι Του, ὁπωσδήποτε εἶναι ἄκτιστο, δέν εἶναι πεπερασμένο ὅπως τά ἀνθρώπινα.

Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι παντελῶς ἀκατάληπτη καί ἀμέθεκτη ὅπως ἀποκαλεῖται. Καί τυγχάνει ἀδύνατη κάθε προσέγγιση καί κατάληψή της ἀπό τόν πεπερασμένο ἀνθρώπινο νοῦ! Οὔτε οἱ ἄγγελοι, οὔτε οἱ Ἅγιοι κατενόησαν καί οὔτε θά κατανοήσουν ποτέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ! Καταληπτή ἀπό τά κτίσματα εἶναι μόνο ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνέργεια εἶναι ἡ φυσική ἔκφραση τῆς θείας οὐσίας. Αὐτή ἀποτελεῖ τήν «πρός τά ἔξω» κίνησή Του, τό ἀποκαλυπτικό καί ἐκστατικό ἅπλωμα τοῦ Θεοῦ στήν κτίση. Αὐτή ἡ θεία ἐνέργεια ὁδηγεῖ ἀγγέλους καί ἀνθρώπους, ὅλα τά νοερά καί αἰσθητά, στή θεία γνώση, τή μετοχή τοῦ Θεοῦ. Ἡ Πατερική μας Παράδοση ἐκφράζει αὐτήν τή θεία πραγματικότητα μέ τά λόγια τοῦ οὐρανοφάντωρος Μ. Βασιλείου: «Ἡμεῖς δέ ἐκ μέν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν ἡμῶν, τῇ δέ οὐσίᾳ αὐτοῦ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος»15.

Εἶναι λοιπόν ὁ Θεός μας, ταυτόχρονα καί ὑπερβατικός καί ἐνδοκοσμικός. Καί ἀπρόσιτος καί προσιτός. Καί ἀθέατος καί θεατός. Καί ἄγνωστος καί γνωστός. Ἄγνωστος, ἀπρόσιτος καί ἀθέατος ὡς πρός τήν θεία φύση Του, ἀλλά γνωστός καί καταληπτός ὡς πρός τήν ἐνέργειά Του. Αὐτή εἶναι θά λέγαμε ἡ γέφυρα πού παρεμβάλλεται μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῆς κτίσεως, διότι ὑπάρχει ὀντολογική διαφορά μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου καί ὁ μόνος τρόπος ἐπικοινωνίας μέ τό ἄκτιστο εἶναι μέσῳ τῶν θείων ἐνεργειῶν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μέγας Θεολόγος καί ἐξέχων Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπογράμμισε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του αὐτή τήν «διπλόην»τοῦ Θεοῦ, λέγοντας ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος καθ᾿ ἑαυτόν, ἀλλά καθίσταται γνωστός ἀπό τίς ἐνέργειές Του. «Τοῦ Θεοῦ τό μέν ἄγνωστον ἐστι τό δέ γνωστόν, καί τό μέν ἄρρητον τό δέ ρητόν· ἄγνωστος ἐστιν ὁ Θεός ἐκ τῶν κατ᾿ αὐτῶν, γνωστός δέ ἐκ τῶν περί αὐτόν φυσικῶν ἐνεργειῶν».

Ὁ Θεός, βεβαίως, ὁ Ὁποῖος εἶναι πάνω ἀπό κάθε φύση καί κάθε φυσική κατάληψη τοῦ ἀνθρώπου, «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτόν ἀφῆκεν» ὅπως διαβάζουμε στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.16Μέσῳ τῆς φυσικῆς καί ὑπερφυσικῆς ἀποκαλύψεως, φανέρωσε τόν ἑαυτό Του στήν κτίση. Ἔτσι, ὁμιλοῦμε καί κατά τρόπο καταφατικό καί λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ζωή, ὄν, ἀγάπη κλπ., προσαγορεύοντάς Τον μέ τά λεγόμενα «θεῖα ὀνόματα». Καί τελικά, ὁ «ἀνώνυμος» Θεός εἶναι καί«πολυώνυμος», λόγῳ τῶν ὀνομάτων πού Τοῦ ἀποδίδονται ἀνάλογα μέ τίς φωτοδοτικές θεοφάνειές Του στήν κτίση, τίς ποικίλες φανερώσεις Του μέσω τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν.

Στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε στό φῶς, περί τοῦ ὁποίου γίνεται λόγος στήν θεολγία καί τήν Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Τό φῶς εἶναι φυσική ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ. Βεβαίως, ὁ Θεός δέν καλεῖται φῶς κατά τήν οὐσία Του ἀλλά κατά τήν ἐνέργειά Του17. Ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων, μᾶς καταθέτει ὅτι ὁ Θεός, ὑπό κατάλληλες προϋποθέσεις, ἐμφανίζεται στόν ἄνθρωπο ὡς φῶς. Αὐτό τό φῶς δέν εἶναι κτιστό, ἀλλά ἄκτιστο, δηλαδή ἀδημιούργητο, χωρίς ἀρχή καί τέλος, ἄναρχο καί προαιώνιο. Εἶναι ἡ «Δόξα» τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ἄκτιστη Χάρις, ἡ θεία ἐνέργειά Του. «Τό φῶς τοῦτο, ἤ ἡ ἔλλαμψις, δύναται νά προσδιορισθῇ ὡς ὁ ὁρατός χαρακτήρ τῆς θεότητος, τῶν ἐνεργειῶν ἤ τῆς χάριτος, διά τῆς οποίας γνωρίζεται ὁ Θεός».18 Εἶναι τό Θαβώριον φῶς πού εἶδαν οἱ πρόκριτοι τῶν Μαθητῶν κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Πῶς ὅμως, χοϊκά μάτια εἶδαν τά «ὑπέρ φύσιν»; Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τούς σωματικούς ὀφθαλμούς νά δεῖ τό ἄκτιστο, τό αἰώνιο καί ἀΐδιο; Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐν προκειμένῳ κάνει λόγο γιά «μετασκευή» τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Μαθητῶν. Ὁ θεόπτης καί ἐμπειρικός Μέγας θεολόγος τοῦ 14ου αἰώνος, γράφει ὅτι οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, μέ μιά ἁγιοπνευματική ἐναλλαγή τῶν αἰσθήσεων μπόρεσαν καί εἶδαν τότε στό ὄρος Θαβώρ, το θεῖον, ἄκτιστον φῶς. Οὔτε τό φῶς ἦταν αἰσθητό, οὔτε οἱ Μαθητές τό εἶδαν μέ αἰσθητούς ὀφθαλμούς, ἀλλά μέ ὀφθαλμούς πού εἶχαν πρωτίστως μετασκευαστεῖ μέ τή δύναμη τοῦ Αγίου Πνεύματος. «Οὐκοῦν, οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ἑώρων ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος. Ἐνηλλάγησαν οὖν, καί οὕτω τήν ἐναλλαγήν εἶδον».19

Προσεγγίζοντας τίς ἔννοιες αὐτές, τοῦ φωτός καί τοῦ γνόφου, μποροῦμε νά καταθέσουμε ὅτι ἡ ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ καί ἡ «διπλόη» τῆς θείας φύσεως, δηλαδή τό ἄγνωστο καί τό γνωστό, σέ πολλές περιπτώσεις, ἐκφράζεται μέ μιά ἐναλλαγή φωτός καί σκότους, ὅπως το βλέπουμε στην περίπτωση τῆς Μεταμορφώσεως.. Ἔτσι, ἐνῶ βλέπουμε τούς Μαθητές ἐπάνω στό Θαβώρ νά βλέπουν τή θεία λαμπρότητα μέ ἐγρήγορση καί ἁγιοπνευματική ἱκάνωση, ἔπειτα ἀμέσως βλέπουμε τή νεφέλη νά τούς ἐπισκιάζει καί νά τούς φοβίζει. Ὁ γνόφος ἔγινε φωτεινός καί ἔπειτα πάλι σκοτεινός20. Ἡ ἐναλλαγή φωτός καί σκότους παρατηρεῖται καί στή θεοφάνεια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού ἐπισυνέβη κατά τήν πορεία του πρός Δαμασκό. Τόν θεοκήρυκα ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν «περιήστραψε φῶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» καί ἔπεσε στή γῆ. Ἄκουσε δέ, τήν φωνή τοῦ Θεοῦ:«Σαούλ, Σαούλ, τί μέ διώκεις»;21 Ὅταν ὅμως σηκώθηκε, δέν ἔβλεπε τίποτα, παρόλο πού τά μάτια του ἦσαν ἀνοιχτά. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι «τό σκότος τοῦ ὑπερβατικοῦ παραμένει ἀκέραιο, ἀλλά εἶναι σκότος φωτεινό. Ἔτσι, ὁ θεῖος γνόφος, κατά μία ἀντινομία πού προσιδιάζει στήν διπλότητα τῆς θείας φύσεως, μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ ὡς «ἀπρόσιτον φῶς», μέσα στό ὁποῖο κατοικεῖ ὁ Θεός».22 Ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια, μέ ἀσφάλεια μπορεῖ νά τονίσει κανείς, ὅτι τό «φῶς» καί ὁ «γνόφος» εἶναι ἀπό τίς σπουδαιότερες ἔννοιες τῆς χριστιανικῆς Θεολογίας23.

Θά πρέπει ὅμως νά κάνουμε λόγο καί γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Φῶς , ὁ Ὁποῖος εἶναι «τό Φῶς τό Ἀληθινόν, τό φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Εἶναι γεγονός ὅτι μέσα ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ βλέπουμε τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ψάλλουμε στήν Δοξολογία («ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς»). Καί στήν Ὑμνολογία τῆς Δεσποτική ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως, στό «Ἐξαποστειλάριο», τήν ἴδια θεολογική ἀλήθεια διατυπώνουμε ὑμνολογικῶς:

«Φῶς ἀναλλοίωτον Λόγε, φωτός Πατρός ἀγεννήτου ἐν τῷ φανέντι φωτί σου, σήμερον ἐν Θαβωρίῳ, φῶς εἴδομεν τόν Πατέρα, φῶς καί τό Πνεῦμα, φωταγωγοῦν πᾶσαν κτίσιν».

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «φῶς ἐκ φωτός», καθώς ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Εἶναι τό«σεσαρκωμένον φῶς», μέσῳ τοῦ ὁποίου θεᾶται ὁ ἀθέατος Πατήρ, τό ἀγέννητον φῶς. Στό σημεῖο αὐτό θά κάνουμε κάποιες διευκρινήσεις περί τοῦ δόγματος τῆς Χριστολογίας, πού συνεπάγεται γιά μᾶς τήν σωτηρία. Καί τοῦτο διότι οἱ μεγάλοι καί τιτάνειοι ἀγῶνες τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τήν κατοχύρωση καί ἑρμηνεία τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος, ἐξηγοῦνται ἀπό τό γεγονός ὅτι στήν πίστη μας μας ἡ χριστολογία ἐπέχει θέση σωτηριολογίας, φανερώνοντας τήν ἐξύψωση, ἐκλάμπρυνση καί θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μέσα ἀπό τήν ἄφραστη ἕνωσή της μέ τή θεία φύση.

Συνδέοντας τώρα τή χριστολογία μέ τό φῶς, μποροῦμε νά ποῦμε πώς τό μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγκειται στό γεγονός ὅτι λαμβάνει χώρα γιά πρώτη φορά στόν κόσμο ἡ φανέρωση τοῦ φωτός, δηλαδή τῆς Χάριτος, ὅπως ἐκχέεται ἀπό τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ Υἱός διά τοῦ Πνεύματος ἐκχέει αὐτή τήν Χάρη πάνω στήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἔτσι, ὁλόκληρη ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐμφανίζεται στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ πού θεώνεται«ἐξ ἄκρας συλλήψεως» ὅπως διατυπώνεται θεολογικά. Μέ αὐτό τό γεγονός, ὁλόκληρη ἡ κτίση, σύμπασα ἡ δημιουργία, ἑνώνεται μέ τόν Θεό καί μετέχει στή ζωή τοῦ Θεοῦ! Καί τοῦτο διότι αὐτή ἡ Χάρις εἶναι ἡ «Δόξα» τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία περιβάλλει τήν οὐσία Του. Αὐτή ἡ αἰώνια ἀκτινοβολία δόξης, ἁγιότητος, ἀπείρων δωρεῶν καί μεγάλων χαρίτων, εἶναι φῶς γνώσεως καί ζωῆς καί θεία ἔλαμψη, καθώς φῶς τό ὁποῖο δέν φωτίζει μόνο ἀλλά τρέφει καί ζωοποιεῖ καί ἀνακαινίζει, ἀφοῦ ὡς ζωντανή Χάρις καί ζωή τοῦ Θεοῦ πού ἐκδηλώνεται «πρός τά ἔξω», μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς, ἀφοῦ ὁ Θεός Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος, ἔχουμε αὐτήν τήν ὑπερφυῆ ἕνωση κτιστοῦ καί ἀκτίστου διά τοῦ Λόγου, διότι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἡ πηγή τῆς ἀκτίστου Δόξης καί Χάριτος. Μέχρι τότε, στήν πρό τῆς Σαρκώσεως ἐποχή, πολλοί ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, κυρίως προφῆτες καί δίκαιοι, ἀλλά ἀκόμη καί Ἕλληνες φιλόσοφοι διά τοῦ λεγομένου σπερματικοῦ λόγου24, ἔχουν μιά αἴσθηση τῆς Χάριτος καί τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, τότε, ἦταν ἐντελῶςἀνέφικτη ἡ ἕνωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ζωή τοῦ Θεοῦ. Δέν ἦταν δυνατόν ὁλόκληρος ὁ Θεός νά ἐγκατοικήσει μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Αὐτό ἔγινε μέ τήν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τόν Χριστό. Ἐκεῖ ἔχουμε τήν λεγομένη«ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων» τῆς καθεμιᾶς φύσεως πού ἑνώθηκαν στό Πρόσωπο τοῦ Λόγου, μέ ἄλλα λόγια τό μυστήριο τῆς συνεργίας τῶν δύο φύσεων, ὅπως διεκήρυξε θεολογικά ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας. Τό μέγα αὐτό μυστήριο φανερώνεται στόν κόσμο διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιά τό λόγο αὐτό θά πρέπει νά κατανοοῦμε ὅτι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, σώζει τόν κόσμο, ὄχι μέ αὐτά πού κάνει, ἀλλά μέ αὐτό πού εἶναι. Ἑπομένως, αὐτά πού ἐνεργεῖ ὁ Χριστός, δηλαδή θαύματα, ἰάσεις ἀσθενῶν κλπ., μᾶς βοηθοῦν νά καταλάβουμε αὐτό πού εἶναι, διότι αὐτό συνιστᾶ τήν σωτηρία μας! Καί αὐτό εἶναι ἡ ἀπόλυτη κοινωνία τῆς Χάριτος, τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, μέ τίς ἐνέργειες τοῦ ἀνθρώπου, πού πραγματοποιεῖται στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἔχουμε καί ἐμεῖς πλέον τόν τρόπο νά μετάσχουμε χαρισματικά στή θεία φύση μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, νά γίνουμε «θείας φύσεως κοινωνοί» ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος25. Ὅταν λ.χ. μεταλαβάνουμε «Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ», παρόλο πού τά θεῖα Δώρα εἶναι ὑλικά, κοινωνοῦμε μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποῖα εἶναι ἑνωμένη ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε κατά Χάριν αὐτό τό ὁποῖο Ἐκεῖνος ἔχει κατά φύσιν. Αὐτῆς τῆς δωρεᾶς ἀξιώνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν «πιστεύει στό φῶς».

Ὑπάρχει ἀκριβῶς σχετική προτροπή τοῦ Κυρίου μας στό ἱερό Εὐαγγέλιο, γιά ὅλους τούς Χριστιανούς: «Ἕως τό φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τό φῶς, ἵνα υἱοί φωτός γέννησθε».26 Ἕως ὅτου ἔχετε μεταξύ σας ἐμένα ἀνάμεσά σας, λέγει ὁ Θεάνθρωπος, πού εἶμαι τό φῶς, νά πιστεύετε στό φῶς καί νά ἀναγνωρίσετε ὅτι ἐγώ εἶμαι τό φῶς, ὥστε να γίνεται καί σεῖς παιδιά τοῦ φωτός, δηλαδή νά φωτισθεῖτε ἀπό τό δικό μου φῶς τῆς ἀληθείας καί τῆς ἁγιότητος. Δέν πρόκειται γιά ποιητική μεταφορά, σχῆμα λόγου, ἤ ἄλλη φράση, ἀλλά γιά πρόταση ἡ ὁποία ἐνέχει μέγα βάθος θεολογικό. Ὁμιλώντας στό συγκεκριμένο χωρίο ὁ Κύριος γιά τό φῶς, ἐννοεῖ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀναπαύεται σ᾿ Αὐτόν, στήν ἀνθρώπινη φύση Του. Συνεπῶς, εἶναι εὔκολο νά κατανοηθεῖ τί ἐννοεῖ ὁ Χριστός λέγοντας «πιστεύετε εἰς τό φῶς», ἐννοώντας ὅτι πρέπει νά πιστεύουμε ὑπαρξιακῶς στήν θεότητά Του, ἐκ τῆς ὁποίας λάβαμε τήν σωτηρία καί γίναμε «καινή κτίσις»27.

Καί τοῦτο διότι ὁ Γλυκύτατος Σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστός εἶναι δρόσος, ὕδωρ καί ποταμός. Ἔτσι τόν προσαγορεύει ἕνας μεγάλος Πατήρ καί βαθυστόχαστος, ὁ ὁποῖος μέ ἕναν μοναδικό θά λέγαμε τρόπο εἰσέδυσε στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, καί δρόσος λέγεται καί ἐστίν· καί ὕδωρ καί πηγή καί ποταμός ὡς γέγραπται· κατά τήν ὑποκειμένην δηλονότι τῶν δεχομένων δύναμιν, ταῦτα καί ὤν καί γενόμενος».28 

______________________________________________________


1 Δ. Τσάμη, Εἰσαγωγή στή σκέψη τῶν Πατέρων τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σελ. 294.
2 Βλ. Γ. Μαρτζέλου, Κατάφαση καί ἀπόφαση κατά τήν ὀρθόδοξη Πατερική Παράδοση (ἄρθρο).
3 MPG. 94, 848 Β.
4 Βλ. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 1, 4, MPG. 94, 800 Β.
5 Π. Χρήστου, Τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 35.
6 Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 5, MPG. 3, 1045 D.
7 Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τόν βίον τοῦ Μωυσέως, Εἰσαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια, ἀρχιμ. Παγκράτιος Μπρούσαλης, ἐκδ, Ἀποστολικῆς Διακονίας, σελ. 176.
8 Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, όπ. παρ., 2, PG 3, 1025 ΑΒ. Μαξίμου Ομολογητού, Πρός Θαλάσσιον, Περί διαφόρων ἀπόρων τῆς Θείας Γραφῆς 25, PG 90, 333 CD .
9 ὅπου π. Γ. Μαρτζέλου, Κατάφαση…
10 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 5, MPG. 3, 1045 D.
11 Εὐσεβίου, Εἰς Κωνσταντῖνον βασιλέα τριακονταετηρικός 12, MPG. 20, 1385 B.
12 Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί μυστικής Θεολογίας, Πρός Τιμόθεον, 1, 2, PG 3, 1000 B. 3, PG 3, 1033 C. Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία, Προοίμ., PG 91, 664 Β .
13 Ν. Ματσούκα, Δογματική Γ΄, σελ. 137
14 Βλ. Μυσταγωγία, Προοίμ., MPG 91, 664 Α.
15 Βλ. Μ. Βασιλείου Ἐπιστολή 234, 1, PG 32, 869 ΑΒ. Ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ὀνομάζει «δυνάμεις». Ἄλλοι Ἅγιοι τίς ὀνομάζουν «προόδους» κλπ., στοιχούμενοι βεβαίως στήν ἴδια ὀρθόδοξο Διδασκαλία. Αὐτήν τήν πατερική Παράδοση περί τοῦ θέματος αὐτοῦ ἀνέπτυξε διεξοδικῶς τόν 140ο αἰώνα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔχοντας ἐνώπιόν του τίς προκλήσεις τῆς δυτικῆς θεολογίας στό πρόσωπο τοῦ Βαρλαάμ Καλαβροῦ, ὁ ὁποίος κύρηττε ἕναν ἀμέθεκτο Θεό, ἀποκλείοντας τό ἄκτιστο τῆς θείας ἐνεργείας καί τό μεθεκτόν τοῦ Θεοῦ. Οὐσιαστικά ὁ Βαρλαάμ ἀπέκλειε τήν δυνατότητα τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ γκρέμιζε τή «γέφυρα» (τό «συνδοῦν», κατά τή φράση τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ), πού ἑνώνει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο.
16 Πρ. ιδ΄, 17
17 Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Κατά Ἀκινδύνου: «Ὅτι φῶς ὁ Θεός οὐ κατ᾿ οὐσίαν, ἀλλά κατ᾿ ἐνέργειαν λέγεται». MPG. 150, 823.
18 Βλ. Vladimir Lossky, Ἡ Μυστική Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, σελ. 264.
19 Ὁμιλία ΛΔ΄, Εἰς τήν Σεπτήν Μεταμόρφωσιν…, ΕΠΕ, 10, 374.
20 Π. Χρήστου, Τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, σελ. 35.
21 Πράξ. 22, 7.
22 ὅπου π.
23 Π. Χρήστου, Θεολογικά μελετήματα, Νηπτικά και Ἠσυχαστικά, σελ. 217
24 Τήν ὕπαρξη τοῦ σπερματικοῦ λόγου ὡς μιᾶς προπαιδείας τῆς ἐν Χριστῷ Ἀαποκαλύψεως, δέχονται πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως λ.χ. ὁ Μ. Ἀθανασιος, οἱ Καππαδόκες, ὁ ἱερός Χρυσόστομος, γράφοντας μάλιστα ὅτι «ὡς ἐν αἰνίγματι ὑπάρχει μέρος τῆς ἀληθείας» (MPG. 55, 498. 62, 20) κ.ἄ. (Βλ. Σπ. Τσιτσίγκου, περί σπερματικοῦ λόγου, ἄρθρο).
25 Β΄Πέτρ. 1, 14.
26 Ἰω. 12, 36.
27 Β΄ Κορ. 5, 17.
28  Περί θεολογίας καί τῆς ἐνσάρκου οίκονομίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, MPG. 90, 1153BC

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐαγγέλιον - Ἠ δύναμη τῆς πίστης (Ἁγιόυ Νικολάου Βελιμίροβιτς)




 Εὐαγγέλιο Κυριακῆς: Ματθ (ΙΖ΄ 14-23)

14 Καὶ ἐλθόντων αὐτῶν πρὸς τὸν ὄχλον προσῆλθεν αὐτῷ ἄνθρωπος γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· 15 Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. 16καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι.
17 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε. 18 καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἐξῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.
19 Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ ᾿Ιησοῦ κατ᾿ ἰδίαν εἶπον· διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; 20 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν. 21 τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
22 ᾿Αναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων 23 καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται. καὶ ἐλυπήθησαν σφόδρα.


ΑΠΟΔΟΣΗ

Και όταν ήλθαν προς το πλήθος, ένας άνθρωπος πλησίασε τον Χριστό, γονάτισε μπροστά του και είπε· Κύριε, λυπήσου το παιδί μου, πού σεληνιάζεται και βασανίζεται· πολλές φορές πέφτει στη φωτιά και πολλές φορές στο νερό. Και το έφερα στους μαθητές σου και αυτοί δεν μπόρεσαν να το γιατρεύσουν. Και αποκρίθηκε ο Ιησούς και είπε· Ω γενεά άπιστη και αναποδιασμένη.
Ως πότε θα είμαι μαζί σας; Ως πότε θα σας βαστάξω; Φέρτε μου εδώ το παιδί. Και πρόσταξε ο Ιησούς το δαιμόνιο και βγήκε από μέσα του και θεραπεύθηκε το παιδί από εκείνη την ώρα. Τότε πήραν κατά μέρος οι μαθητές τον Ιησού και είπαν γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλουμε; Και ο Ιησούς είπε· για την απιστία σας.
Στα αλήθεια σας λέγω πώς αν έχετε πίστη ίσα μ' ένα κόκκο σιναπιού, θα πείτε σε τούτο το βουνό πήγαινε από εδώ και θα πάει. Τίποτε δεν θα είναι αδύνατον για σας. Όσο για τα δαιμόνια, αυτά δεν φεύγουν, παρά μόνο με προσευχή και νηστεία.
 Και εκεί πού περιόδευαν στη Γαλιλαία τους είπε ο Ιησούς· πρόκειται ο υιός του ανθρώπου να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων και θα τον σκοτώσουν, άλλα την τρίτη ήμερα θα αναστηθεί.

Από τη δημιουργία του κόσμου και του χρόνου όλοι οι λαοί της γης πίστευαν πως υπάρχει πνευματικός κόσμος, αόρατα πνεύματα. Πολ­λοί άνθρωποι όμως απομακρύνθηκαν από τη θεωρία αυτή κι αποδίδουν μεγαλύτερη δύναμη στα πονηρά πνεύματα, παρά στα αγαθά. Με την πάροδο του χρό­νου θεοποίησαν τα πονηρά πνεύματα, έχτισαν ναούς προς τιμή τους, προσέφεραν θυσίες και προσευχές και κατέφευγαν σ' αυτά για κάθε πρόβλημά τους. Όσο περνούσαν τα χρόνια πολλοί άνθρωποι εγκατέλειψαν τελείως την πίστη τους στα αγαθά πνεύματα κι αφέ­θηκαν να πιστεύουν μόνο στα πονηρά, στους «κακούς θεούς», όπως τα ονόμαζαν. Ο κόσμος αυτός έμοιαζε πια με στάδιο, όπου άνθρωποι και πονηρά πνεύματα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Τα πονηρά πνεύματα βασάνιζαν τους ανθρώπους όλο και περισσότερο, τους τύφλωναν πνευματικά, μόνο και μόνο για να σβήσουν από τη μνήμη τους την ιδέα του καλού Θεού και της μέγιστης και θεόσδοτης δύναμης των αγαθών πνευ­μάτων.

Στις μέρες μας όλοι οι λαοί της γης πιστεύουν στα πνεύματα. Η πίστη αυτή από μόνη της είναι ορθή. Εκείνοι που απορρίπτουν τον πνευματικό κόσμο, το κάνουν επειδή η όρασή τους είναι μόνο σωματική κι έτσι δεν μπορούν να τον δουν. Ο πνευματικός κό­σμος όμως δε θα ήταν πνευματικός, αν ήταν ορατός στα σωματικά μάτια. Ο άνθρωπος που ο νους του δεν έχει τυφλωθεί και την καρδιά του δεν την έχει κάνει αναίσθητη η αμαρτία, μπορεί κάθε μέρα και κάθε ώρα να νιώσει με όλη του την ύπαρξη, πως στον κόσμο αυτόν δεν είμαστε μόνοι μας. Συντροφιά μας δεν είναι μόνο η βουβή και άλαλη φύση, οι βράχοι, τα φυτά, τα ζώα και τ' άλλα πλάσματα, στοιχεία και φαινόμενα. Οι ψυχές μας βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τον αόρατο κόσμο, με αόρατες υπάρξεις. Εκείνοι που από τη μια απορρίπτουν τα αγαθά πνεύματα κι από την άλλη θεοποιούν και προσκυνούν τα πονηρά, είναι πλανεμένοι.

Όταν ο Κύριος Ιησούς εμφανίστηκε στον κόσμο, όλοι σχεδόν οι λαοί πίστευαν πως τα πονηρά πνεύ­ματα ήταν δυνατά και τα αγαθά πνεύματα ανίσχυρα. Οι πονηρές δυνάμεις κυριαρχούσαν πραγματικά στον κόσμο, γι' αυτό και ο Χριστός ονόμασε τον αρχηγό τους άρχοντα αυτού του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο που κι οι άρχοντες των Ιουδαίων απέδιδαν όλη τη θεϊκή δύναμη του Χριστού στο διάβολο και τους αγγέλους

Ο Κύριος Ιησούς ήρθε στον κόσμο για να ξεριζώσει την πίστη των ανθρώπων στο πονηρό και να σπείρει στις ψυχές τους την πίστη στο αγαθό, στην παντοδυ­ναμία τού καλού και την ακατανίκητη δύναμή του. Ο Χριστός δεν κατήργησε, αλλ' επιβεβαίωσε την αρχαία και παγκόσμια πίστη στα πνεύματα. Αποκάλυψε όμως τον πνευματικό κόσμο όπως πραγματικά είναι κι όχι όπως φαινόταν στους ανθρώπους με τη φθοροποιό επιρροή των δαιμόνων. Ο ένας, αγαθός, σοφός και πα­ντοδύναμος Θεός, είναι ο Κύριος τόσο του πνευματικού όσο και του φυσικού κόσμου, ορατού και αοράτου. Τα αγαθά πνεύματα είναι οι άγγελοι κι ο αριθμός τους είναι αμέτρητος. Τα αγαθά πνεύματα, οι άγγελοι, είναι απείρως πιο δυνατά από τα πονηρά πνεύματα, που στην πραγματικότητα δεν έχουν εξουσία να κάνουν τίποτα, αν ο παντεπόπτης Θεός δεν το επιτρέψει.

Τα πονηρά πνεύματα είναι πολυάριθμα. Σ' ένα μόνο δαιμονισμένο στα Γάδαρα, που τον θεράπευσε ο Κύριος, κατοικούσε ολόκληρη λεγεώνα, δηλαδή μερικές χιλιάδες δαίμονες. Τα πονηρά αυτά πνεύματα πλα­νούσαν τους ανθρώπους, λαούς ολόκληρους, εκείνο τον καιρό, όπως και σήμερα πλανούν πολλούς αμαρτωλούς,προσπαθούν να τους πείσουν πως είναι παντοδύναμα· πως είναι στην ουσία οι μόνοι θεοί, πως εκτός απ' αυτούς δεν υπάρχουν άλλοι θεοί, αγαθά πνεύματα δεν υπάρχουν. Όπου κι αν εμφανίστηκε ο Κύριος Ιησούς όμως, εκείνα έφευγαν μακριά έντρομα. Αναγνώριζαν πως ο Κύριος είχε εξουσία και δύναμη, πως μπορούσε να τους διώξει απ' αυτόν τον κόσμο και να τους στείλει στην άβυσσο της κόλασης. Προκαλούσαν αναταραχή σ' αυτόν τον κόσμο μόνο με την παραχώρηση του Θεού. Πολεμούσαν το ανθρώπινο γένος με τόση ορμή, όπως τα όρνια πέφτουν στα θνησιμαΐα. Τον κόσμο αυτόν τον λογάριαζαν καταφύγιο, κρησφύγετό τους.

Ξαφνικά ο φορέας του αγαθού, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εμφανίστηκε μπροστά τους. Τρέμοντας από φόβο εκείνοι έκραξαν: «Τί ημίν και σοι, Ιησού υιέ του Θεού; ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;» (Ματθ. η' 29). Κανένας δε φοβάται τόσο πολύ, όσο εκείνος που βασανίζει τους άλλους. Τα πονηρά πνεύ­ματα βασάνιζαν τους ανθρώπους για χιλιάδες χρόνια, έβρισκαν ικανοποίηση στα βασανιστήρια αυτά. Όταν όμως είδαν το Χριστό, τρόμαξαν μπροστά στο μέγι­στο Κριτή τους. Ήταν έτοιμα να εγκαταλείψουν τον άνθρωπο και να μπουν στα γουρούνια ή και σε άλλα πλάσματα, φτάνει να μην τα εξόριζε ο Χριστός απ' αυτόν τον κόσμο. Ο Χριστός όμως δεν είχε τέτοια πρόθεση. Ο κόσμος αυτός είναι γεμάτος με ανάμικτες δυνάμεις. Είναι ένα πεδίο μάχης, όπου οι άνθρωποι έχουν να διαλέξουν εντελώς συνειδητά και ελεύθερα: Ή θ' ακολουθήσουν το Νικητή Χριστό, ή θα πάνε μαζί με τ' ακάθαρτα και νικημένα πνεύματα. Ο Χριστός ήρθε στους ανθρώπους ως Αγάπη, για να δείξει τη δύ­ναμη του καλού πάνω στο κακό και να στερεώσει την πίστη των ανθρώπων στο αγαθό - μόνο στο αγαθό.

***

Το σημερινό ευαγγέλιο περιγράφει ένα μόνο περιστατικό από αναρίθμητα άλλα ανάλογα. Μας λέει πώς ο Κύριος, με την αγάπη Του για τους ανθρώπους, έδειξε για μια ακόμα φορά τη δύναμη του καλού πάνω στο κακό και πώς προσπά­θησε να στερεώσει την πίστη στο παντοδύναμο και νικηφόρο αγαθό.

«Και ελθόντων αυτών προς τον όχλον προσήλθεν αυτώ άνθρωπος γονυπετών αυτόν και λέγων· Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει· πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ» (Ματθ. ιζ' 14-15). Το περιστατικό αυτό το αναφέρουν κι άλλοι δυο ευαγγελιστές: ο Μάρκος (θ’ 9-17) κι ο Λουκάς (θ' 37-42). Κι οι δυό τους αναφέρουν κάποιες λεπτομέρειες για την αρρώστια τού παιδιού. Ήταν ο μοναδικός γιος τού πατέρα και τον κατείχε πνεύμα άλαλο. Όταν το ακάθαρτο πνεύμα έμπαινε μέσα του, «εξαίφνης κράζει και σπαράσσει αυτόν μετά αφρού, και μόλις αποχωρεί απ' αυτού συντρίβων αυτόν» (Λουκ. θ' 39). Το πονηρό πνεύμα κυριεύει το παιδί κι αυτό έξαφνα κραυγάζει, συγκλο­νίζεται με σπασμούς όλο του το σώμα, συντρίβεται και βγάζει αφρούς από το στόμα. Πολύ δύσκολα φεύγει από μέσα του.

Τα βέλη τού πονηρού στόχευαν ταυτόχρονα τρεις στόχους: τον άνθρωπο, την κτίση του Θεού και τον ίδιο το Θεό. Το παιδί «σεληνιαζόταν». Πώς θα μπορούσε να ενοχοποιηθεί η σελήνη για την αρρώστια κάποιου ανθρώπου; Αν η σελήνη έχει τη δύναμη να προκαλέσει σ' έναν άνθρωπο αλαλία ή παραφροσύνη, γιατί δεν το κάνει σε όλους; Το κακό δε βρίσκεται στη σελήνη αλλά στο πονηρό και ακάθαρτο πνεύμα που πλανά τον άνθρωπο, ενώ το ίδιο κρύβεται. Ενοχοποιεί τη σελήνη, ώστε οι άνθρωποι να μη κατηγορήσουν το ίδιο.Μ' αυτόν τον τρόπο θέλει να οδηγήσει τον άνθρωπο στη σκέψη πως όλη η κτίση του Θεού είναι κακή, πως το κακό έρχεται στον άνθρωπο από τη φύση κι όχι από τα πονηρά πνεύματα που εξέπεσαν από το Θεό. Τα θύματά τους ενεργοποιούνται στις αλλαγές φάσης της σελήνης, ώστε οι άνθρωποι να σκεφτούν: «Ορίστε, το κακό αυτό προέρχεται από τη σελήνη!» Κι αφού τη σελήνη τη δημιούργησε ο Θεός, σημαίνει πως το κακό προέρχεται από το Θεό. Έτσι πλανιούνται οι άνθρωποι από τ' άγρια και πανούργα αυτά θηρία.

Όλα όσα έκανε ο Θεός είναι καλά λίαν. Αυτό είναι πέρα για πέρα αληθινό. Όλη η κτίση έγινε για να υπηρετήσει τον άνθρωπο, να τον βοηθήσει, όχι να τον βλάψει. Αν και υπάρχουν πράγματα που εμποδίζουν τη φυσική ικανοποίηση του ανθρώπου, ακόμα κι αυτά λειτουργούν για το καλό της ψυχής του, να την χαρο­ποιούν και να την εμπλουτίζουν. «Σοί εισιν οι ουρανοί και σή εστιν η γη· την οικουμένην και το πλήρωμα αυτής συ εθεμελίωσας» (Ψαλμ. πη' 12), αναφωνεί ο ιερός Ψαλμωδός. Κι ο ίδιος ο Θεός μάς λέει με το στόμα του προφήτη Ησαΐα:«πάντα γάρ ταύτα εποίησεν η χειρ μου» (ξστ’ 2).

Οτιδήποτε λοιπόν είναι του Θεού, είναι καλό. Η πηγή βγάζει μόνο ό,τι περιέχει, όχι ό,τι θέλει. Δεν υπάρχει κακό στο Θεό. Πώς λοιπόν μπορεί να προκύ­ψει κακό από Εκείνον, τη μοναδική πηγή του καλού; Πολλοί αδαείς κι απερίσκεπτοι άνθρωποι ονομάζουν μεγάλο κακό την αρρώστια. Είναι αλήθεια όμως πως δεν είναι κακή κάθε αρρώστια. Μερικές αρρώστιες είναι έργο του πονηρού κι άλλες είναι θεραπεία του κακού. Κακό είναι το πονηρό πνεύμα που ενεργεί σ' έναν παράφρονα ή παρανοϊκό άνθρωπο.

Οι αρρώστιες κι οι δυστυχίες που βρήκαν πολλούς από τους βασιλιάδες του Ισραήλ, επειδή έπραξαν το κακό ενώπιον του Κυρίου (βλ. Α7 Βασ. 25, 30), ήταν συνέπεια της αμαρτίας τους. Οι αρρώστιες κι οι δυστυχίες όμως που επιτρέπει ο Κύριος να επισκεφτούν τους δίκαιους, δεν είναι έργο του πονηρού αλλά φάρμακο, τόσο για τους ίδιους τους δίκαιους όσο και για τους δικούς τους, που κατανοούν πως τα βάσανα τα στέλνει ο Θεός για το καλό τους. Τα βάσανα που έρχονται από τις επιθέσεις των πονηρών πνευμάτων στον άνθρωπο ή είναι συνέπεια της αμαρτίας, είναι κακά. Εκείνα τα βάσανα που επιτρέπει ο Θεός, για να καθαρίσει τελείως τον άνθρωπο από την αμαρτία, να τον ελευθερώσει από την τυραννία του πονηρού και να τον φέρει κοντά Του, είναι καθαρκτικά. Αυτά δεν προέρχονται από το διάβολο ούτε και είναι από μόνα τους κακά. Προέρχονται από το Θεό και λειτουργούν για το καλό τού ανθρώπου.«Αγαθόν μοι ότι εταπείνωσάς με, όπως αν μάθω τα δικαιώματά σου» (Ψαλμ. ριη' 71), λέει ο προφητάνακτας Δαβίδ.

Ο πονηρός είναι κακός. Δρόμος του πονηρού είναι η αμαρτία. Εκτός από τον πονηρό και την αμαρτία, δεν υπάρχει κανένα κακό. Το πονηρό πνεύμα είναι ένοχο για τα βάσανα του παιδιού αυτού, όχι η σελήνη. Αν ο Θεός με την αγάπη Του για τον άνθρωπο δεν περι­όριζε τα πονηρά πνεύματα και δεν προστάτευε τον άνθρωπο απ' αυτά, είτε άμεσα είτε έμμεσα με τους αγγέλους Του, τα πονηρά πνεύματα θα εξολόθρευαν όλους τους ανθρώπους αστραπιαία, σωματικά και ψυχικά, όπως εξολοθρεύουν οι ακρίδες τους σπόρους στους αγρούς.

«Και προσήνεγκα αυτόν τοις μαθηταίς σου και ουκ ηδυνήθησαν αυτόν θεραπεύσαι» (Ματθ. ιζ' 16), είπε στον Κύριο ο πατέρας του άρρωστου παιδιού. Εκείνη τη στιγμή έλειπαν τρεις από τους μαθητές του Κυρίου: ο Πέτρος, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης, που είχαν ακολουθήσει τον Κύριο στο όρος Θαβώρ, τότε που μεταμορφώθηκεμπροστά τους. Όταν κατέβηκαν από το όρος μαζί με τον Κύριο, βρήκαν εκεί το πλήθος συγκεντρωμένο γύρω από τους άλλους αποστόλους, καθώς και το άρρωστο παιδί. Αφού δε βρήκε το Χρι­στό, ο δύστυχος πατέρας έφερε το παιδί στους μαθητές Του, εκείνοι όμως δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν. Δεν είχαν τη δύναμη να το κάνουν αυτό για τρεις λόγους: πρώτο, επειδή οι ίδιοι δεν είχαν αρκετή πίστη· δεύτερο, επειδή κι ο πατέρας του παιδιού δεν είχε πίστη· και τρίτο, επειδή η πίστη έλειπε κι από τους γραμματείς που παρευρίσκονταν εκεί και συζητούσαν με τους μα­θητές, όπως αναφέρει ο Μάρκος (θ' 16). Η απιστία του πατέρα τού παιδιού είναι φανερή από τα λόγια που είπε στο Χριστό. Δε μίλησε όπως ο λεπρός, που είπε: «Κύριε, εάν θέλης δύνασαί με καθαρίσαι» (Ματθ. η' 2).Τότε μίλησε ένας άνθρωπος που είχε δυνατή πίστη. Δε μίλησε όπως ο Ιάειρος, όταν κάλεσε το Χριστό για ν' αναστήσει την κόρη του: «ελθών επίθες επ' αυτήν την χείρά σου και ζήσεται» (Ματθ. θ' 18). Κι εδώ μίλησε ένας άνθρωπος με δυνατή πίστη. Πολύ λιγότερο μίλησε όπως ο εκατόνταρχος στην Καπερναούμ, που ήταν άρρωστος ο δούλος του: «μόνον ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου» (Ματθ. η' 8).Εδώ μίλησε η πολύ μεγάλη πίστη. Εκείνη που είχε τη μεγαλύτερη πίστη όμως, η αιμορροούσα γυναίκα, δεν είπε τίποτα. Σύρθηκε στα πόδια τού Χριστού και άγγιξε το ιμάτιό Του.

Ο πατέρας του παιδιού δε μίλησε σαν κι αυτούς. Αυτός είπε στο Χριστό: «εί τι δύνασαι, βοήθησον ημίν» (Μάρκ. θ' 22). Εί τι δύνασαι! Αν μπορείς, κάνε κάτι. Ταλαίπωρος άνθρωπος! Θα πρέπει να είχε μάθει πολύ λίγα για το Χριστό και τη δύναμή Του για να μιλάει έτσι σ' Εκείνον, που μπορεί να κάνει τα πάντα. Κι η αδύναμη πίστη του εξασθένησε ακόμα περισσότερο τη δύναμη των αποστόλων να τον βοηθή­σουν. Έτσι οι σκόπιμες συκοφαντίες των γραμματέων εναντίον του Χριστού και των μαθητών Του, βοήθησαν για να διατυπώσει με τόση αμφιβολία ο πατέρας του παιδιού την ερώτηση: εί τι δύνασαι. Η ερώτηση αυτή προδίδει μόνο μια αμυδρή ακτίνα πίστης, πολύ πολύ μικρής, έτοιμης να σβήσει.

«Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν· ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! έως πότε έσομαι μεθ' υμών; έως πότε ανέξομαι υμών;» (Ματθ. ιζ' 17). Ο Κύριος απευ­θύνθηκε επιτιμητικά σ' όλους γενικά: στους άπιστους και τους ολιγόπιστους του Ισραήλ, καθώς και σ' όλους εκείνους που ήταν μπροστά Του: στον πατέρα του άρρωστου παιδιού, στους μαθητές Του και κυρίως στους γραμματείς. Ω, γενεά άπιστος! Γενεά που έχεις υποταχθεί στον πονηρό, στο διάβολο, που πιστεύ­ει σταθερά στη δύναμη του πονηρού, που υπηρετεί δουλικά τον πονηρό και αρνείται το καλό, που αντι­τίθεται στο Θεό· γενεά που έχει λίγη ή και καθόλου πίστη στο καλό, που επαναστατεί στο καλό! Γι' αυτό και πρόσθεσε τη λέξη διεστραμμένη ο Κύριος. Ήθελε μ' αυτόν τον τρόπο να δείξει από πού προέρχεται η απιστία: από τη διαστροφή, τη διαφθορά ή -ακόμα πιο καθαρά- από την αμαρτία. Η απιστία είναι συνέπεια. Αιτία είναι η διαφθορά. Η απιστία είναι κοινωνία με το διάβολο. Η αμαρτία -διαφθορά- είναι ο δρόμος που οδηγεί στην κοινωνία αυτή. Διαφθορά είναι η κατάσταση αποστασίας από το Θεό. Απιστία είναι το σκοτάδι, η αδυναμία κι ο τρόμος όπου βυθίζεται ο άνθρωπος όταν απομακρύνεται από το Θεό.

Αξίζει να επισημάνουμε πόσο προσεχτικές εκφρά­σεις χρησιμοποιεί ο Κύριος. Μιλάει γενικά, δεν κατο­νομάζει κανέναν. Δεν τον ενδιαφέρει να κάνει κριτική στους ανθρώπους, αλλά να τους ευαισθητοποιήσει. Δε θέλει να τους προσβάλει ή να τους ταπεινώσει, αλλά να ξυπνήσει τη συνείδησή τους, να τους βοηθήσει να ξεπε­ράσουν τον εαυτό τους. Πόσο υπέροχη είναι η διδαχή Του για την εποχή μας, για τη γενιά μας, που είναι τόσο πρόθυμη στα λόγια, τόσο γρήγορη να προσβάλει! Αν οι άνθρωποι μπορούσαν σήμερα να περιορίσουν τη γλώσσα τους και να μετρήσουν τα λόγια τους, να σταματήσουν να προσβάλουν ο ένας τον άλλο, τότε το μισό κακό στον κόσμο θα εξαφανιζόταν, τα μισά πονηρά πνεύματα θα εγκατέλειπαν τους ανθρώπους. Ο απόστολος Ιάκωβος, που διδάχτηκε το καλό από το παράδειγμα του Διδασκάλου Του, λέει: «Πολλά γαρ πταίομεν άπαντες. εί τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ, δυνατός χαλιναγωγήσαι και όλον το σώμα. ίδε των ίππων τους χαλινούς εις τα στόματα βάλλομεν προς το πείθεσθαι αυτούς ημίν, και όλον το σώμα αυτών μετάγομεν» (Ιάκ. γ' 2-3).

Τί σημαίνουν τα λόγια τού Χριστού, έως πότε έσομαι μεθ' υμών; έως πότε ανέξομαι υμών; Φαντα­στείτε έναν ευγενή και φωτισμένο άνθρωπο, να τον έχουν αναγκάσει να ζήσει ανάμεσα σε αγρίους. Ή ένα βασιλιά που αφήνει το θρόνο του και κατεβαίνει στους αγύρτες κι απατεώνες, όχι μόνο για να ζήσει μαζί τους και να μάθει τον τρόπο ζωής τους, αλλά να τους διδάξει πώς να σκέφτονται, να εργάζονται και να νιώθουν σαν βασιλιάδες, με ευγένεια και μεγαλοκαρδία. Όταν περνούσαν τρεις μέρες, ακόμα κι ένας Βασιλιάς θα φώναζε: «Πόσο καιρό μπορώ να μείνω μαζί σας;». Θα μπούχτιζε από την υπερβολική αγρι­ότητα, την ανοησία, την ακαθαρσία και τη δυσωδία αυτών των τριών ημερών. Ο Κύριος Ιησούς όμως, ο «Βασιλεύς των βασιλέων», εβγάλε τέτοια φωνή μετά από τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια που ζούσε ανά­μεσα σε ανθρώπους, που απείχαν από την αρχοντιά Του πολύ περισσότερο απ' όσο απέχουν οι αγριότεροι των ανθρώπων από τον ευγενέστερο ανάμεσά τους, απ' όσο διαφέρει ο πιο βρώμικος αγύρτης από τον μέγιστο των επίγειων βασιλιάδων.

Σίγουρα ο Κύριος δε θα μετρούσε το χρόνο σε μέρες και έτη, αλλά με τα έργα και τα θαύματα που είχε κάνει μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους, με τη δι­δασκαλία Του που είχε διαδοθεί σε πολλές χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές. Μετά από τόσα έργα και θαύματα, μετά από τόσες διδαχές και άπειρα θαυμαστά πε­ριστατικά που θα μπορούσαν να καλύψουν χιλιάδες χρόνια, ξαφνικά είδε πως οι μαθητές Του δεν μπο­ρούσαν να θεραπεύσουν έναν επιληπτικό νέο και να βγάλουν ένα δαιμόνιο από τον άνθρωπο, μ' όλο που τους είχε διδάξει με λόγια και με το παράδειγμά Του πώς να εκβάλουν λεγεώνες δαιμόνων. Κι άκουσε έναν αμαρτωλό με πολύ αδύναμη πίστη να του λέει: εί τι δύνασαι, βοήθησον ημίν.

Αφού ο Κύριος επιτίμησε εκείνους που ήταν μπρο­στά για την απιστία τους, μετά τους έδωσε εντολή να φέρουν το άρρωστο παιδί μπροστά Του: φέρετέ μοι αυτόν ώδε. Τότε επιτίμησε το δαιμόνιο κι εκείνο βγήκε αμέσως από το σώμα του παιδιού. Την ίδια στιγμή το παιδί έγινε καλά. Αυτά αναφέρει ο Ματθαίος. Οι άλλοι δύο ευαγγελιστές δίνουν λεπτομέρειες για όσα έγιναν πριν από την πραγματική θεραπεία του παιδιού. Οι τρεις αυτές λεπτομέρειες είναι οι εξής: πρώτη, πως ο Χριστός ρώτησε τον πατέρα από πότε είναι άρρωστο το παιδί· δεύτερη, πως έδωσε έμφαση στην πίστη, ως προϋπόθεση της θεραπείας· και τρίτη, πως την ώρα που οδηγούσαν το παιδί μπροστά στο Χριστό, τρομοκρατη­μένος ο διάβολος εγκατέλειψε το παιδί κι έφυγε.

«Πόσος χρόνος εστίν ως τούτο γέγονεν αυτώ;», ρώτησε ο Ιησούς τον πατέρα του άρρωστου παιδιού (Μάρκ. θ' 21). Και βέβαια δεν έκανε την ερώτηση αυτή για τον εαυτό Του, αλλά για να την ακούσουν οι συγκε­ντρωμένοι άνθρωποι. Ο ίδιος το ήξερε καλά, γνώριζε πως η αρρώστια του παιδιού ήταν μακροχρόνια. Ο πατέρας απάντησε: «παιδιόθεν». Ας αναλογιστεί ο καθένας πόσα τρομερά βάσανα προκαλούνται από τα πονηρά πνεύματα και πόσο μεγάλη είναι η προστασία τού Θεού. Χωρίς την προστασία Του, τα πονηρά πνεύ­ματα σίγουρα θα είχαν κυριολεκτικά αφανίσει τόσο το σώμα όσο και την ψυχή τού παιδιού. Και τελικά ας σκεφτούμε πόσο μεγάλη είναι η δύναμη του Υιού τού Θεού πάνω στα πονηρά πνεύματα. Βοήθησον ημίν, είπε στο Χριστό ο πατέρας τού παιδιού. Δεν ανέφερε μόνο το παιδί, γιατί τα βάσανα του παιδιού ήταν και του πατέρα του βάσανα, όπως και όλης της οικογέ­νειας. Αν το παιδί θεραπευόταν, θα ελευθερώνονταν από το βάρος πολλές ανθρώπινες ψυχές. Κι ο Χριστός τού απάντησε: «ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μάρκ. θ' 23).

Όπως συνήθιζε να ενεργεί ο Κύριος, ήθελε να κάνει κι εδώ το μέγιστο δυνατό καλό με μια πράξη. Ένα καλό ήταν ν' αποκαταστήσει την υγεία του παιδιού. Αλλά γιατί να μην ωφελήσει και τους άλλους; Γιατί να μην ενισχύσει και να σταθεροποιήσει την πίστη του πατέρα; Γιατί να μην κάνει ταυτόχρονα κι ένα τρίτο καλό, να δείξει δηλαδή τη δύναμή Του όσο πιο καθαρά γινόταν, ώστε να τον πιστέψουν οι άνθρω­ποι; Και γιατί να μην κάνει κι ένα τέταρτο καλό, να καταγγείλει την απιστία και τη διαφθορά, καθώς και τη χαμερπή τάση των ανθρώπων προς το κακό, προς τα πονηρά πνεύματα και την αμαρτία; Και γιατί να μην επιτύχει κι έναν πέμπτο καλό, κι ένα έκτο κι ένα έβδομο κι όλα τα καλά που μπορούν να προκύψουν από μια καλή πράξη; Μια καλή πράξη συνήθως σέρνει μαζί της πολλές άλλες, όπως το τρένο σέρνει πολλά βαγόνια.

Προσέξτε επίσης πως ο Κύριος συνδυάζει με πολλή σοφία την ακρίβεια με τη λεπτότητα. Όταν κατάγ­γειλε αυστηρά την απιστία, μίλησε γενικά, για να διεγείρει όλων την πίστη, χωρίς να ταπεινώσει κα­νέναν προσωπικά. Μετά, όταν στράφηκε σ' εκείνον που τον ικέτευε, δε μίλησε αυστηρά, αλλά με μεγάλη προσοχή και ευγένεια:ει δύνασαι πιστεύσαι... Αυτή η προσεχτική διατύπωση κι η ευγένεια του Χριστού έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο πατέρας έκραξε με δάκρυα στα μάτια:«πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία» (Μάρκ. θ' 24).

Δεν υπάρχει τίποτα που να λιώνει ευκολότερα τον πάγο της απιστίας όσο τα δάκρυα. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος αυτός έκλαψε μπροστά στον Κύριο καιμετανόησε για την προηγούμενη ζωή του, από μέσα του ξεπήδησε η πίστη όπως το νερό από την πηγή. Και τότε είπε τα λόγια που έμειναν ως ένα δυνατό μήνυμα σε όλες τις γενιές των ανθρώπων: πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία.

Τα λόγια αυτά δείχνουν πως ο άνθρωπος δεν μπο­ρεί ούτε να πιστέψει χωρίς τη βοήθεια του Θεού. Από μόνος του μπορεί να φτάσει σε μια υποψία πίστης, να πιστεύει δηλαδή στο καλό και στο κακό ή, με άλλα λόγια, ν' αμφιβάλλει για το καλό και το κακό. Ο δρόμος όμως από τη μερική πίστη στην αληθινή είναι πραγματικά μακρύς. Χωρίς το καθοδηγητικό χέρι του Θεού κανένας άνθρωπος δεν μπορεί ν' ακολουθήσει το δρόμο αυτό. Το νόημα των λόγων του πατέρα του παιδιού, πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία, είναι: «Βοήθησέ με, Κύριε, να πιστέψω σε Σένα! Βοήθησε με να μην πιστέψω στο κακό! Βοήθησε με ν' απαλλαγώ εντελώς από τον πονηρό και να ενωθώ μαζί Σου!»

«Έτι δε προσερχομένου αυτού έρρηξεν αυτόν το δαιμόνιον και συνεσπάραξεν» (Λουκ. θ' 42). Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που επέτρεψε ο Θεός στο δαίμονα. Κι αυτό ώστε να δουν όλοι οι άνθρωποι το φόβο και τον τρόμο που μπορεί να προκαλέσει ο διάβολος στον άνθρωπο. Να καταλάβουν πόσο ανε­παρκής είναι η δύναμη των ανθρώπων, ακόμα και των καλλίτερων γιατρών του κόσμου, για να γλιτώσουν από το φόβο και τον τρόμο τη ζωή έστω και ενός μόνο άνθρωπου. Έτσι όταν οι άνθρωποι δουν τη δύναμη του διαβόλου και συνειδητοποιήσουν τη δική τους αδυ­ναμία, θα κατανοήσουν πόσο μεγαλειώδης και θεϊκή είναι η δύναμη του Χριστού. Ο ευαγγελιστής Μάρκος καταγράφει τα λόγια που είπε ο Κύριος στο πονηρό πνεύμα: «Το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν» (Μάρκ. θ' 25). Σοι επιτάσσω, είπε ο Κύριος. Είναι η πηγή της δύναμης και της εξουσίας. Δεν τη δανείζεται από κάποιον άλλο. «Πάντα όσα έχει ο πατήρ εμά εστι» (Ιωάν. ιστ' 15),είχε πει σε άλλη περίπτωση ο Κύριος Ιησούς. Και τώρα βλέπουμε πως το επιβεβαιώνει αυτό στην πράξη. «Σου μιλάω Εγώ· σε διατάζω με την εξουσία που έχω και σε διώχνω από το παιδί με τη δύναμή μου». Ας το καταλάβουν καλά οι άνθρωποι πως ο Χριστός δεν είναι ένας από τους προφήτες, που έκαναν κάποια θαυμαστά πράγ­ματα με τη βοήθεια του Θεού, αλλά είναι ο Υιός του Θεού, Εκείνος που προανήγγειλαν οι προφήτες και ανέμενε ο κόσμος.

Θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα και το δεύτερο σκέλος τής εντολής τού Χριστού προς το διάβολο: και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν. Ο Κύριος του έδωσε την εντολή όχι μόνο να φύγει, μα και να μην ξαναγυρίσει στον άνθρωπο που είχε τόσο πολύ ταλαιπωρήσει. Αυτό σημαίνει πως ακόμα κι όταν καθαριστεί και θεραπευ­τεί ο άνθρωπος, μπορεί να προσβληθεί ξανά από τ' ακάθαρτα πνεύματα. Ο διάβολος μπορεί να ξανάρθει στον άνθρωπο από τον οποίο διώχτηκε. Αυτό γίνεται όταν ο αμαρτωλός που μετάνιωσε και συχωρέθηκε από το Θεό, ξαναγυρίσει στην παλιά αμαρτία του. Τότε ο διάβολος βρίσκει ανοιχτή την είσοδο και ξαναμπαίνει στον άνθρωπο.

Ο Κύριος εδώ διατάζει το διάβολο όχι μόνο να ελευθερώσει το παιδί, μα και να μην ξαναγυρίσει ποτέ.

Κι αυτό για δυο λόγους: πρώτο, ώστε το θεϊκό δώρο που του έδωσε να είναι ολοκληρωμένο και τέλειο· και δεύτερο, για να διδαχτούμε πως, αφού λάβουμε την άφεση από το Θεό, δεν πρέπει να ξαναγυρίσουμε στην αμαρτία, «ώσπερ κύων επί το ίδιον εξέραμα» (Β’ Πέτρ. β' 22), για να μην εκτεθούμε στον κίνδυνο κι ανοίξουμε πάλι την πόρτα στο πονηρό πνεύμα για να μπει μέσα μας και να μας κυριεύσει.

Μετά το μεγάλο αυτό θαύμα τού Χριστού, «εξεπλήσσοντο πάντες επί τη μεγαλειότητι του Θεού», γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς (θ' 43). Πόσο καλό θα ήταν να έμενε ο θαυμασμός αυτός διαρκής κι ανεξά-λειπτος από τις ψυχές τών ανθρώπων!Να μην έσβηνε τόσο γρήγορα όσο οι σαπουνόφουσκες στο νερό! Ο Θεός όμως δε σπέρνει μάταια. Αν ο σπόρος που πέ­φτει στο δρόμο, στην πέτρα ή ανάμεσα στα ζιζάνια χάνεται, εκείνος που πέφτει σε καλή γη μένει ζωντανός και αποδίδει καρπούς εκατονταπλάσιους.

Αργότερα που ο Χριστός έμεινε μόνος με τους μα­θητές Του, εκείνοι τον ρώτησαν:«Τότε προσελθόντες οι μαθηταί τω Ιησού κατ' ιδίαν είπον· διατί ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό; ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· δια την απιστίαν υμών. αμήν γαρ λέγω υμίν, εάν έχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατίσει υμίν» (Ματθ. ιζ' 19-20). Η ρίζα της αδυναμίας των αποστόλων επομένως ήταν η απιστία. Όσο μεγαλύτερη είναι η πίστη, τόσο μεγαλύτερη κι η δύναμη. Λιγότερη πίστη, λιγότερη δύναμη. Νωρίτερα ο Κύριος είχε δώσει στους αποστόλους «εξουσίαν πνευμάτων ακαθάρτων, ώστε εκβάλλειν αυτά και θεραπεύειν πάσαν νόσον και μαλακίαν» (Ματθ. ι’ 1). Οι μαθητές έκαναν για κάποιο διάστημα καλή χρήση αυτής της εξουσίας. Στο μέτρο όμως που εξασθένησε η πίστη τους, είτε από το φόβο των ανθρώπων είτε από υπερηφάνεια, εξασθένησε και η δύναμη που τους έδωσε. Στον Αδάμ είχε δοθεί εξουσία πάνω σ' όλα τα πλάσματα. Με την παρακοή, την απληστία και την υπερηφάνειά του όμως, έχασε την εξουσία αυτή. Οι απόστολοι τώρα, από κάποιο δικό τους σφάλμα, είχαν χάσει τη δύναμη και την εξουσία που τους είχε δώσει ο Κύριος. Η χαμένη αυτή δύναμη τώρα μπορεί ν' ανακτηθεί μόνο με πίστη, πίστη και περισσότερη πίστη.

Σ' αυτήν την περίπτωση ο Κύριος έδωσε μεγάλη έμφαση στο θέμα της πίστης. Η πίστη μπορεί να με­τακινήσει και όρη. Δεν αδυνατεί τίποτα μπροστά της. Ο κόκκος του σιναπιού είναι πολύ μικρός, το άρωμά του όμως μπορεί να διαπεράσει ένα μπωλ ολόκληρο με φαγητό. Γράφει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων στην Κατήχησή του αρ. 5: «Όπως ο κόκκος του σιναπιού, που είναι μικρός σε μέγεθος αλλά μεγάλος σε ενέργεια, όταν σπαρεί σ' έναν τόπο βγάζει πολλούς κλάδους, ώστε σ' αυτούς να κάθονται και πουλιά, έτσι είναι κι η πίστη. Σύντομα κάνει έργα μεγάλα. Γι' αυτό έχετε πίστη σ' Εκείνον, για να σας δώσει πίστη δυνατή, που ενεργεί πέρα από την ανθρώπινη δύναμη». Αν έχετε πίστη έστω όσο ο κόκκος του σιναπιού, τα βουνά θα υποχωρήσουν μπροστά σας και θα μετακινηθούν από το ένα μέρος σε άλλο.

Γιατί ο ίδιος ο Κύριος δε μετακίνησε βουνά; Επειδή δεν του ήταν απαραίτητο να το κάνει. Έκανε εκείνα μόνο τα θαύματα, που χρειάζονταν για να ωφελήσουν τους ανθρώπους, για τη σωτηρία τους. Είναι όμως μεγαλύτερο θαύμα να μετακινήσεις ένα βουνό ή να με­τατρέψεις το νερό σε κρασί, να πολλαπλασιάσεις τους άρτους, να εκβάλεις πονηρά πνεύματα, να θεραπεύσεις όλων των λογιών τις αρρώστιες, να περπατήσεις πάνω στο νερό ή να γαληνέψεις μ' ένα λόγο - ή και μία σκέψη - τις καταιγίδες και τους ανέμους; Δεν απο­κλείεται πιστοί του Χριστού, που είχαν πολύ μεγάλη πίστη και σε ειδικές περιπτώσεις, νά 'καναν και το θαύμα αυτό, να μετακίνησαν δηλαδή όρη. Είναι όμως τα ψηλά βουνά πιο φοβερά φορτία για τον άνθρωπο από τις εγκόσμιες μέριμνες, τους εγκόσμιους δεσμούς και τις αλυσίδες των παθών; Εκείνος που μπορεί να σηκώσει τα βάρη αυτά από την ψυχή του ανθρώπου και να τα ρίξει στη θάλασσα, σίγουρα έχει μετακινήσει το μεγαλύτερο βουνό του κόσμου.

«Τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Ματθ. ιζ' 21).Η νηστεία κι η προσευχή είναι οι δύο πυλώνες της πίστης, δυο δυ­νατές φλόγες που κατακαίουν τα πονηρά πνεύματα. Με τη νηστεία καταπραΰνονται και νεκρώνονται όλα τα σωματικά πάθη, κυρίως τα σαρκικά. Με την προ­σευχή πολεμούνται κι αφανίζονται όλα τ' άλλα πάθη της ψυχής, της καρδιάς και του νου, όπως πονηρές επιθυμίες, κακές πράξεις, φθόνος, εκδίκηση, μίσος, κα­κία, υπερηφάνεια, κενοδοξία και άλλα. Με τη νηστεία καθαρίζονται τα δοχεία τού σώματος και της ψυχής από το ακάθαρτο περιεχόμενο των εγκόσμιων παθών και της κακίας τους. Με την προσευχή έλκεται το Αγιο Πνεύμα στο άδειο και καθαρό δοχείο κι εγκαθίσταται στον άνθρωπο η πληρότητα της πίστης.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει από χρόνια αμνημό­νευτα τονίσει τη δοκιμασμένη συνταγή της νηστεί­ας για όλα τα σωματικά πάθη και σαν ένα δυνατό όπλο εναντίον των πονηρών πνευμάτων. Εκείνοι που υποβαθμίζουν ή απορρίπτουν τη νηστεία, στην ουσία υποβαθμίζουν κι απορρίπτουν μια θεμελιακή εντολή του Κυρίου Ιησού, που αφορά στη σωτηρία του ανθρώ­που. Η προσευχή ενισχύεται με τη νηστεία, η πίστη εδραιώνεται κι από τη μια (την προσευχή) κι από την άλλη (τη νηστεία). Κι η πίστη μετακινεί όρη, εκβάλλει δαιμόνια και κάνει δυνατά τα αδύνατα.

Τα τελευταία λόγια του Χριστού στο σημερινό ευαγ­γέλιο δε φαίνεται να έχουν σχέση με το περιστατικό που προηγήθηκε. Μετά το μεγάλο θαύμα της θερα­πείας του δαιμονισμένου παιδιού κι ενώ οι άνθρω­ποι θαύμαζαν το γεγονός, ο Κύριος άρχισε να μιλάει στους μαθητές για το Πάθος Του. «Μέλλει ο υιός τού ανθρώπου παραδίδοσθαι εις χείρας ανθρώπων, και αποκτενούσιν αυτόν, και τη τρίτη ημέρα εγερθήσεται. και ελυπήθησαν σφόδρα» (Ματθ. ιζ' 22, 23). Γιατί μετά το θαύμα, όπως και μετά από κάποια άλλα από τα θαύματά Του, ο Κύριος μιλούσε στους μαθητές για το Πάθος Του; Το έκανε αυτό ώστε, όταν ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου, να μην αποκαρδιωθούν, να μην ολιγοπιστήσουν. Τά 'λεγε αυτά στους μαθητές μετά από τα μεγάλα θαύματα Του, ώστε οι προρρήσεις αυτές, κοντά στα μεγάλα γεγονότα, τη δόξα και τα εγκώμια με τα οποία τον υποδέχονταν, να χαραχτούν καλύτερα στο νου τους. Τά 'λεγε όμως και για να διδάξει, όχι μόνο τους αποστόλους αλλά και μας. Να κατανοήσουμε πως μετά από τόσο μεγάλα έργα δεν πρέπει να ζητούμε και να περιμένουμε ανταμοιβή από τους ανθρώπους, αλλά να είμαστε έτοιμοι για το χειρότερο, για τα σκληρότερα χτυπήματα και τις ταπεινώσεις, ακόμα κι απ' αυτούς που βοηθήσαμε κι ευεργετήσαμε πολύ.

***

Ο Κύριος δεν προείπε μόνο το πάθος και το θά­νατό Του, αλλά και την ένδοξη Ανάστασή Του. Στο τέλος όλων υπάρχει η Ανάσταση, η νίκη κι η αιώνια δόξα. Ο Κύριος προείπε στους μαθητές Του κάτι που φαινόταν αδύνατο. Ήθελε να τονώσει την πίστη τους, για ν' αντιμετωπίσουν όσα θ' ακο­λουθούσαν, να τους διδάξει πως πρέπει να πιστέψουν όσα τους είπε. Πίστη όση ο κόκκος του σιναπιού ή ακόμα λιγότερη, πρέπει νά ‘χει κάθε άνθρωπος για νά 'ναι προετοιμασμένος και να περιμένει κάθε είδος βασάνων σ' αυτόν τον κόσμο. Νά 'ναι σίγουρος όμως πως στο τέλος υπάρχει η ανάσταση. Κάθε επίγεια δόξα και κάθε έπαινο πρέπει να τα λογαριάζουμε σαν μηδέν. Μετά απ' όλους τους θριάμβους που μπορεί να προσφέρει ο κόσμος, πρέπει ν' αναμένουμε τον πειρασμό. Όλα όσα μας στέλνει ο ουράνιος Πατέρας μας, πρέπει να τα δεχόμαστε με ταπείνωση και υπα­κοή. Δεν πρέπει ν' απαριθμούμε τα καλά που έχουμε κάνει για το λαό, την πόλη ή το χωριό, για το έθνος ή για την πατρίδα μας. Δεν πρέπει να επαναστατούμε όταν μας πιέζουν προβλήματα. Αν κάναμε κάτι για τους πλησίον μας, αυτό έγινε με τη βοήθεια του Θεού. Έτσι είναι. Κάθε καλό γίνεται από το Θεό, εμείς είμαστε απλά όργανά Του. Επομένως δεν πρέπει να γογγύζουμε όταν μας στείλει ο Θεός βάσανα μετά την εγκόσμια δόξα, ταπείνωση μετά από επαίνους, φτώχεια μετά τον πλούτο, περιφρόνηση μετά από ματαιοδοξία, αρρώστια μετά την υγεία, μόνωση και εγκατάλειψη μετά από την απόλαυση πολλών φίλων.

Ο Θεός γνωρίζει γιατί μας τα στέλνει όλ' αυτά. Γνωρίζει πως όλα είναι για το καλό μας. Πρώτο, για να μάθουμε να εκτιμούμε τις αιώνιες κι άφθαρτες άξι­ες και να μην οδηγηθούμε στο θάνατο παρασυρμένοι από την ψεύτικη και παροδική λαμπρότητα αυτού του κόσμου. Δεύτερο, πως δεν πρέπει να λάβουμε αντα­πόδοση από τους ανθρώπους για τα καλά που κάναμε σ' αυτόν τον κόσμο, γιατί έτσι δε θα μείνει τίποτα να περιμένουμε για να λάβουμε στη μέλλουσα ζωή. Όταν φτάσουμε στην πύλη της ουράνιας βασιλείας, εύχομαι να μήν ακούσουμε: «Πορεύεσθε απ' εμού, ότι ήδη απέχετε τον μισθόν υμών».

Ελπίζω να μη συμβεί αυτό σε μας. Για να μη χα­θούμε αιώνια όταν έρθει το σίγουρο τέλος αυτού του κόσμου, απ' όπου λάβαμε δόξα και τιμή, ο Κύριος Ιησούς Χριστός,ο μοναδικός μας Φίλος, μας διδάσκει πως μετά τη μέγιστη δόξα, τον έπαινο και την τιμή που μπορεί να μας προσφέρει αυτός ο κόσμος, πρέπει να προετοιμαστούμε για ν' αναλάβουμε το σταυρό μας. Γι' αυτό πρέπει δόξα και ύμνος στον Κύριο Ιησού Χρι­στό, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το Πανάγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλίες Δ’ – Κυριακοδρόμιο, Εκδ. Πέτρου Μπότση, 2012)

Πηγή: www.alopsis.gr