A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Κυριακή Στ’ Ματθαίου - Ἀπόστολος (Χαρίσματα καἰ ἐνότητα)


πόστολος Κυριακής: Ρωμ. ιβ’ 6-14
Ἀδελφοί, ἔχοντες χαρίσματα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα, εἴτε προφητείαν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως, 7 εἴτε διακονίαν, ἐν τῇ διακονίᾳ, εἴτε ὁ διδάσκων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ, 8 εἴτε ὁ παρακαλῶν, ἐν τῇ παρακλήσει, ὁ μεταδιδούς, ἐν ἁπλότητι, ὁ προϊστάμενος, ἐν σπουδῇ, ὁ ἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητι. 9  Ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος. ἀποστυγοῦντες τὸ πονηρόν, κολλώμενοι τῷ ἀγαθῷ, 10 τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς ἀλλήλους φιλόστοργοι, τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι, 11 τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες, 12 τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες, 13 ταῖς χρείαις τῶν ἁγίων κοινωνοῦντες, τὴν φιλοξενίαν διώκοντες. 14 εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε.

 Χαρίσματα και ενότητα

Τα χαρίσματα

Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα ο απόστολος Παύλος μας διδάσκει ότι όλοι οι πιστοί έχουμε «χαρίσματα κατά την χάριν την δοθείσαν ημίν διάφορα». Έχουμε διάφορα χαρίσματα ανάλογα με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που μας δόθηκε. Γι’ αυτό ας αρκούμαστε σ’ αυτά κι ας μη ζητούμε εγωιστικά εκείνα που δεν έχουμε. Όποιος δηλαδή έχει το χάρισμα της προφητείας, ας διδάσκει σύμφωνα με το βαθμό του χαρίσματος, που του δόθηκε ανάλογα με την πίστη του. Όποιος έχει χάρισμα διακονίας, ας μένει στο χάρισμα αυτό της διακονίας· κι όποιος είναι διδάσκαλος των θείων αληθειών, ας αρκείται να εξηγεί τις αλήθειες που περιλαμβάνονται στο λόγο του Θεού. Κι εκείνος που έχει το χάρισμα να προτρέπει στην αρετή και στην εφαρμογή των θείων αληθειών, ας μένει στο έργο της προτροπής. Εκείνος που έχει κλίση να μοιράζει από τα αγαθά του στους φτωχούς, ας το κάνει αυτό με απλότητα, χωρίς επίδειξη ή άλλα εγωιστικά ελατήρια. Εκείνος στον οποίο ανατέθηκε η φροντίδα και η επιμέλεια οποιουδήποτε καλού έργου, ας επιστατεί με προθυμία και δραστηριότητα. Κι εκείνος που κάνει ελεημοσύνη, ας ελεεί με χαρά και καταδεκτικότητα.

Μέσα στην Εκκλησία του Χριστού όλοι οι πιστοί έχουμε πολλά και διαφορετικά χαρίσματα. Συχνά όμως παρατηρείται το φαινόμενο κάποιοι πιστοί να κάνουν συγκρίσεις, να ζηλεύουν και να γογγύζουν. Γιατί εγώ να έχω λιγότερα χαρίσματα και ο άλλος περισσότερα; Μας απαντά λοιπόν ο απόστολος Παύλος ότι ο Θεός δεν έδωσε τυχαία και άδικα στον καθένα μας τα διάφορα χαρίσματα. Αλλά μας τα έδωσε ανάλογα με τη δεκτικότητα και την πίστη του καθενός μας. Ο καθένας από μας γίνεται αίτιος να λάβει μεγαλύτερο ή μικρότερο χάρισμα. Διότι τα χαρίσματα μας τα έδωσε ο Θεός ανάλογα με τη χωρητικότητα του σκεύους που προσφέρουμε στον Θεό, ανάλογα δηλαδή με τη δεκτικότητα και την πίστη μας.

Αυτό τι έχει να πει για μας; ότι ο καθένας μας θα πρέπει να αρκείτε στα χαρίσματα που του δόθηκαν και να τα καλλιεργεί όσο μπορεί περισσότερο, χωρίς να παρασύρεται από τη φιλαυτία και τη ζήλεια. Άλλοι είναι αξιοθαύμαστοι στη διδασκαλία και άλλοι όχι. Κάποιοι έχουν χάρισμα στην επικοινωνία κι άλλοι είναι ψυχροί και αδέξιοι. Και από την άλλη πλευρά: Κάποιος έχει ανάγκη να διδαχθεί από κάποιο φωτισμένο διδάσκαλο, κάποιος άλλος επιζητεί να παρηγορηθεί από μια θερμή καρδιά. Τα χαρίσματα δεν συγκεντρώνονται όλα σ’ ένα πρόσωπο, αλλά είναι κατανεμημένα σε διάφορα πρόσωπα. Έτσι το ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας επιτελείται καλύτερα με μια σωστή κατανομή του έργου της. Και όλοι απαρτίζουμε μια ενότητα, μια οικογένεια, όπου όλοι είμαστε απαραίτητοι, όλοι πρέπει να επιτελούμε το έργο, που μας ανέθεσε ο Θεός.

Αγάπη έμπρακτη

Στη συνέχεια ο απόστολος Παύλος τονίζει ότι ανεξάρτητα από τα διαφορετικά χαρίσματα που έχει ο καθένας μας, κοινό χάρισμα και καθήκον όλων μας είναι η ανυπόκριτη αγάπη. Η αγάπη μας, λέει, ας είναι ειλικρινής και ελεύθερη από υποκρισία. Και στη συνέχεια αναφέρει κάποιες πρακτικές συμβουλές εφαρμογής αυτής της αγάπης. Η αγάπη σας αυτή να μην έχει πονηρία, τονίζει. Να είστε φιλόστοργοι μεταξύ σας. Να προλαβαίνει ο καθένας τους άλλους και να τους αποδίδει πρώτος την τιμή. Να μην είστε δυσκίνητοι στα θεάρεστα έργα αλλά πρόθυμοι. Οι πνευματικές σας δυνάμεις να είναι γεμάτες αφοσίωση και ζέουσες από την πνευματική φλόγα του Αγίου Πνεύματος. Και μ’ όλα αυτά να υπηρετείτε τον Κύριο ως αφοσιωμένοι δούλοι του. Η ελπίδα σας στα αιώνια αγαθά να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στις θλίψεις. Να επιμένετε στην προσευχή, από την οποία θα παίρνετε μεγάλη βοήθεια. Να βοηθάτε στις ανάγκες των χριστιανών και να επιδιώκετε τη φιλοξενία χωρίς να σας τη ζητήσουν. Να εύχεστε για εκείνους που σας καταδιώκουν· και ποτέ να μην τους καταριέσθε.

Όπως γίνεται αντιληπτό, κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των προτροπών του αποστόλου Παύλου είναι η ανυπόκριτη αγάπη. Αγάπη όχι πλασματική αλλά ειλικρινής. Αγάπη που δεν περιορίζεται σε ωραία λόγια χωρίς ουσία. Μια αγάπη θερμή και διάπυρη, αυθόρμητη και εγκάρδια και όχι αναγκαστική. Και αυτή η αγάπη μας πρέπει να είναι το κύριο έργο μας. Όποια διακονία κι αν κάνουμε, όταν την κάνουμε με ανυπόκριτη αγάπη, τότε επιδιώκουμε με όλες μας τις δυνάμεις να την κάνουμε άρτια· δεν την επιτελούμε πρόχειρα, με χλιαρότητα και ραθυμία, ούτε δυσκολευόμαστε να θυσιάσουμε την άνεση και την ανάπαυσή μας. Όταν έχουμε αγάπη ανυπόκριτη, τότε όλα γίνονται με πνευματική θερμότητα και ζέση. Με θερμό πόθο προς τον Θεό και τα του Θεού. Η θερμότητα της αφοσιώσεώς μας αυτής μας προσφέρει ασύγκριτη χαρά στη διακονία μας. Αυτή μας τελειοποιεί και μας ανοίγει τις πύλες του Παραδείσου.


Περιοδικό «Ο Σωτήρ», αριθ. 2004


Πηγή: www.xfd.gr




ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ - Εύαγγέλιο - Ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ (Ὁμιλία Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)


Εὐαγγέλιο Κυριακής  (Ματθαίου Θ´ 1-8)

Τῷ καιρῷ εκείνω, ἐμβὰς ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον· καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παραλυτικῷ· θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου.
Καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτος βλασφημεῖ.
Καὶ ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; Τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; Ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου.
Καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις.

Ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος


(Ματθ θ’, 1-8)


«Καὶ ἀφοῦ μπῆκε στὸ πλοῖο πέρασε διὰ μέσου τῆς λίμνης στὸ ἀπέναντι μέρος καὶ ἦλθε στὴ δική του πόλη. Καὶνὰ ἔφεραν σ’ αὐτὸν ἕνα παραλυτικὸ πάνω στὸ κρεβάτι. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ὅταν εἶδε τὴν πίστη τους, εἶπε στὸν παραλυτικό· Ἔχε θάρρος, παιδί μου, σοῦ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου»

Δική του πόλη ὀνομάζει ἐδῶ τὴν Καπερναούμ. Ἡ Βηθλεὲμ τὸν ἔφερε στὴ ζωή, ἡ Ναζαρὲτ τὸν μεγάλωσε, ἡΚαπερναοὺμ τὸν εἶχε μόνιμο κάτοικό της. Ὁ παραλυτικὸς ἐδῶ εἶναι ἄλλος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀναφέρει ὁεὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Ἐκεῖνος ἦταν κατάκοιτος στὴν κολυμβήθρα, αὐτὸς ἦταν στὴν Καπερναούμ. Ἐκεῖνοςἦταν ἄρρωστος τριάντα ὀκτὼ χρόνια· γι’ αὐτὸν ἐδῶ δὲ λέγεται τίποτα τέτοιο. Ἐκεῖνος δὲν εἶχε κανένα νὰ τὸν προστατέψει, αὐτὸς ὅμως εἶχε αὐτοὺς ποὺ τὸν φρόντιζαν, ποὺ τὸν σήκωσαν κιόλας καὶ τὸν ἔφεραν. Καὶ σ’ αὐτὸν λέει, «παιδί μου, συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου» σ’ ἐκεῖνον, «θέλεις νὰ βρεῖς τὴν ὑγεία σου»; Κι ἐκεῖνον τὸν θεράπευσε τὸ Σάββατο, αὐτὸν ὅμως ὄχι. Γιατί βέβαια θὰ τὸν κατηγοροῦσαν ἂν τὸ ἔκανε· καὶ γι’ αὐτὸ οἱἸουδαῖοι σ’ αὐτὸν σιώπησαν, σ’ ἐκεῖνον ὅμως ἐπιτέθηκαν καὶ τὸν καταδίωκαν. Αὐτὰ τὰ εἶπα ὄχι χωρὶς λόγοἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανένας πὼς ὑπάρχει διαφωνία, ἐπειδὴ σχημάτισε τὴν ὑποψία πὼς ἦταν ὁ ἴδιος παραλυτικός.

Ἐμεῖς ἂς προσέξουμε τὴ μετριοφροσύνη καὶ τὴν καλωσύνη τοῦ Κυρίου. Γιατί καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὸ ἀπέφυγε τὸν κόσμο· κι ὅταν τὸν ἔδιωξαν οἱ Γαδαρηνοί, δὲν ἀντιστάθηκε. Ἔφυγε καὶ μόνο ποὺ δὲν πῆγε μακρυά. Καὶ πέρασεἀφοῦ ξαναμπῆκε στὸ πλοῖο, ἐνῶ μποροῦσε νὰ πάει περπατώντας. Δὲν ἤθελε νὰ πραγματοποιεῖ πάντα θαύματα, ὥστε νὰ μὴν καταστρέψει τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας.

Ὁ Ματθαῖος λοιπὸν γράφει ὅτι τὸν ἔφεραν κοντὰ στὸν Κύριο. Οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, ὅτι ἀφοῦ ἄνοιξαν καὶ τὴσκεπὴ τὸν κατέβασαν. Κι ἔβαλαν μπροστὰ στὸ Χριστὸ τὸν ἄρρωστο χωρὶς νὰ τοῦ ποῦν τίποτα ἀλλὰ ἀφήνοντάς τα ὅλα στὴ διάθεσή του. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἔργου του ὁ Χριστὸς πήγαινε ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος στὸ ἄλλο, καὶ δὲζητοῦσε τόσο μεγάλη πίστη σ’ ὅσους τὸν πλησίαζαν. Ἐδῶ καὶ τὸν πλησίασαν καὶ φανέρωσαν τὴν πίστη τους.Ὅταν εἶδε, γράφει, τὴν πίστη τους, δηλ. ἐκείνων ποὺ ἄνοιξαν τὴ σκεπή. Δὲν γυρεύει παντοῦ τὴν πίστη ἀπὸ τοὺςἀρρώστους μονάχα, π.χ. ὅταν παραφέρονται ἢ τὰ ἔχουν χαμένα ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Ἐδῶ φαίνεται, πὼς ἡ πίστηἦταν καὶ τοῦ ἀρρώστου• δὲ θὰ δεχόταν νὰ τὸν κατέβαζαν ἀπὸ τὴ σκεπή, ἂν δὲν πίστευε.

Ἀφοῦ αὐτοὶ ἔδειξαν τόση πίστη, δείχνει κι αὐτὸς τὴ δύναμή του, συγχωρώντας τὶς ἁμαρτίες μὲ πλήρη ἐξουσία, καὶ μὲ ὅλη του τὴ συμπεριφορὰ δείχνοντας ὅτι εἶναι ἰσότιμος μ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν γέννησε. Προσέξτε· προηγουμένως τὸ ἔδειξε αὐτὸ μὲ τὴ διδασκαλία του, ὅταν τοὺς μιλοῦσε σὰν ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἐξουσία· μὲ τὸν λεπρό, ὅταν εἶπε θέλω, καθαρίσου· μὲ τὸν ἑκατόνταρχο, ποὺ τὸν θαύμασε καὶ τὸν ἀνέβασε ψηλότερα ἀπ’ὅλους· μὲ τὴ θάλασσα, ὅταν τὴν ὑπόταξε μὲ τὸ λόγο μόνο· μὲ τοὺς δαίμονες, ὅταν τὸν παραδέχονταν ὡς κριτή, καὶ τοὺς ἔδιωξε μὲ πολλὴ ἐξουσία. Ἐδῶ πάλι μὲ ἄλλο ἀνώτερο τρόπο τοὺς ἴδιους τοὺς ἐχθροὺς ἀναγκάζει νὰπαραδεχτοῦν τὴν ἰσοτιμία καὶ μὲ τὸ στόμα τους τὸ κάνει φανερό. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος φανερώνει ὅτι δὲν ἀγαποῦσε τὶς τιμὲς -ἦταν πολλοὶ θεατὲς ποὺ ἔκλειναν τὴν εἴσοδο, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν κατέβασαν ἀπὸ ψηλὰ – δὲν βιάστηκε νὰθεραπεύσει ἀμέσως τὸ σῶμα ποὺ εἶναι ὁρατὸ ἀλλὰ παίρνει τὴν ἀφορμὴ ἀπ’ αὐτοὺς καὶ θεραπεύει τὸ ἀόρατο πρῶτα, τὴ ψυχή, συγχωρώντας τὶς ἁμαρτίες. Τοῦτο τὸν ἄρρωστο τὸν ἔσωζε, στὸν ἴδιο ὅμως δὲν προξενοῦσε μεγάλη δόξα. Ἐκεῖνοι κινημένοι ἀπὸ πονηρία καὶ θέλοντας νὰ ἐπιτεθοῦν ἔκαναν τὸ θαῦμα νὰ λάμψει παρὰ τὴθέλησή τους. Γιατί ἔτσι ὅπως ἦταν ἐκεῖνος ἐφευρετικός, χρησιμοποίησε τὸ φθόνο τους γιὰ τὴν ἀνάδειξη τοῦθαύματος. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔκαναν θόρυβο μεταξύ τους κι ἔλεγαν «Αὐτὸς βλασφημεῖ· ποιὸς μπορεῖ νὰ συγχωρεῖἁμαρτίες παρὰ μόνο ὁ Θεός;». Ἂς δοῦμε τί λέει ὁ ἴδιος. «Ἄραγε διέλυσε τὴν ὑποψία;». Καὶ βέβαια ἂν δὲν ἦτανἴσος μὲ τὸν Πατέρα ἔπρεπε νὰ πεῖ· Γιατί μοῦ ἀποδίδετε δύναμη ποὺ δὲν μοῦ ταιριάζει; Πολὺ ἀπέχω ἐγὼ ἀπὸ τὴδύναμη αὐτή. Τώρα ὅμως δὲν εἶπε κάτι τέτοιο. Ἴσα -ἴσα βεβαίωσε καὶ ἐπικύρωσε τὸ ἀντίθετο καὶ μὲ τὸ λόγο του καὶ μὲ τὸ θαῦμα. Ἐπειδὴ ἡ περιαυτολογία φαινόταν ὅτι στενοχωροῦσε τοὺς ἀκροατές, μὲ τὸ στόμα τῶν ἄλλων βεβαιώνει ὅ,τι τὸν ἀφορᾶ. Καὶ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι τὸ κάνει ὄχι μόνο μὲ τὸ στόμα τῶν φίλων ἀλλὰ καὶ τῶνἐχθρῶν. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ πλῆθος τῆς σοφίας του.

Μὲ τὸ στόμα τῶν φίλων του ἐπιβεβαιώθηκεὅταν εἶπε «θέλωκαθαρίσου» καὶ ὅταν εἶπε «οὔτε ἀνάμεσα στοὺςἙβραίους δὲ βρῆκα τόση πίστη». Μὲ τὸ στόμα τῶν ἔχθρων του τώρα. Ἐπειδὴ εἶπαν κανένας δὲν μπορεῖ νὰσυγχωρεῖ ἁμαρτίες παρὰ μόνο ὁ Θεός, συμπλήρωσε: «Γιὰ νὰ μάθετε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσία νὰσυγχωρεῖ ἁμαρτίες πάνω στὴ γῆ ἀκοῦστε». Γυρίζει τότε καὶ λέει στὸν παράλυτο. Σήκω πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶπήγαινε στὸ σπίτι σου. Κι ὄχι ἐδῶ μονάχα ἀλλὰ κι σὲ ἄλλη περίπτωση, ὅταν ἐκεῖνοι τοῦ ἔλεγαν ὅτι δὲ σὲλιθοβολοῦμε γιὰ μία καλή σου πράξη, ἀλλὰ γιὰ τὴ βλασφημία σου κι ὅτι ἐνῶ εἶσαι ἄνθρωπος, κάνεις τὸν ἑαυτό σου Θεό, οὔτε ἐκεῖ δὲν ἀνέτρεψε τὴ γνώμη αὐτή, ἀλλὰ τὴν ἐπικύρωσε λέγοντας· «Ἂν δὲν κάνω τὰ ἔργα τοῦπατέρα μου, μὴ μὲ πιστεύετε· ἂν ὅμως τὰ ἐκτελῶ, κι ἂν δὲν πιστεύετε σὲ μένα, πιστέψτε στὰ ἔργα.

Ἐδῶ ὡστόσο παρουσιάζει κι ἄλλο σημάδι τῆς θεότητάς του -ὄχι μικρὸ – καὶ τῆς ἰσοτιμίας μὲ τὸν Πατέρα.Ἐκεῖνοι ἔλεγαν ὅτι ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων ἀνήκει μόνο στὸ Θεό. Αὐτὸς ὅμως ὄχι μόνο τὰ ἁμαρτήματα συγχωρεῖ ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὸ κάνει κάτι ἄλλο ποὺ εἶναι ἀποκλειστικὸ προνόμιο τοῦ Θεοῦ· ἀποκαλύπτει τὰμυστικὰ ποὺ εἶναι κρυμμένα στὴν καρδιά. Δὲν εἶχαν ἐκφράσει αὐτὸ ποὺ σκέφτηκαν. Μερικοὶ γραμματεῖς εἶπαν μέσα τους· Αὐτὸς βλασφημεῖ. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἤξερε τὶς σκέψεις τους εἶπε· «Γιατί κάνετε μὲ τὸ νοῦ σας πονηρὲς σκέψεις;». Ὅτι μόνο στὸ Θεὸ ἀνήκει νὰ γνωρίζει τὰ μυστικά, ἄκουσε τί λέει ὁ προφήτης· «Σὺ μόνος ἀπ’ὅλους γνωρίζεις τὶς καρδιές»· καὶ πάλι· «σὺ ὁ Θεὸς ποὺ ἐξετάζεις τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο». Καὶ ὁ Ἱερεμίας λέει· «Βαθύτερη ἀπ’ ὅλα εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου· καὶ ποιὸς θὰ τὸν κατανοήσει;»

Καὶ τοῦτο· «ὁ ἄνθρωπος κοιτάζει τὸ πρόσωπο, ὁ Θεὸς βλέπει τὴν καρδιά». Καὶ ἀπὸ ἄλλα πολλὰ χωρία τῆς Γραφῆς μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἀνήκει στὸ Θεὸ νὰ γνωρίζει τὴ ψυχή. Ἀποδεικνύοντας λοιπὸν ὅτι εἶναι Θεὸς ἴσος μὲ τὸν Πατέρα τοῦ ἀποκαλύπτει καὶ φανερώνει αὐτὰ ποὺ συλλογίζονταν. Γιατί αὐτοὶ ἐπειδὴφοβοῦνταν τὸν κόσμο, δὲν τολμοῦσαν νὰ διατυπώσουν μπροστὰ σ’ ὅλους τὴ γνώμη τους. Κι ἐδῶ δείχνει πολλὴπραότητα. Γιατί, λέει, κάνετε μέσα στὴν καρδιὰ σας πονηρὲς σκέψεις; Καὶ βέβαια, ἂν ἔπρεπε κάποιος ν’ἀγανακτήσει, αὐτὸς ἦταν ὁ ἄρρωστος, ἐπειδὴ εἶχε ξεγελαστεῖ. Μποροῦσε νὰ πεῖ· «γιὰ ἄλλο ἦρθα νὰ μὲθεραπεύσεις κι ἄλλο σὺ διορθώνεις; Ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερὸ ὅτι συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες μου;». Τώρα ὡστόσο αὐτὸς τίποτα τέτοιο δὲ λέει ἀλλὰ παραδίδει τὸν ἑαυτό του στὴ διάκριση ἐκείνου ποὺ τὸν θεραπεύει. Ἐνῶἐκεῖνοι, ὑπερβολικοὶ καὶ φθονεροὶ καθὼς εἶναι, ὑπονομεύουν τὴ φιλάνθρωπη δράση τῶν ἄλλων. Γι’ αὐτὸ τοὺςἐπιπλήττει βέβαια ἀλλὰ μὲ ὅλη τὴν ἐπιείκεια. Ἂν δὲν σᾶς φαίνεται πιστευτὸ τὸ πρῶτο καὶ νομίζετε εἶναι μεγάλα λόγια ὅ,τι εἶπα, ὁρίστε προσθέτω σ’ αὐτὸ καὶ κάτι ἀκόμα· θ’ ἀποκαλύψω τὰ μυστικά σας. Κι ἄλλο πάλιἔπειτα ἀπ’ αὐτό. Τὸ ὅτι θὰ σφίξω τὶς ἀρθρώσεις τοῦ παραλυτικοῦ.

Κι ὅταν μίλησε στὸν παράλυτο δὲν φανέρωσε καθαρὰ τὴν ἐξουσία του μὲ τοὺς λόγους του. Δὲν εἶπε «συγχωρῶτὶς ἁμαρτίες σου», ἀλλὰ «συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου». Κι ὅταν αὐτοὶ τὸν ἀνάγκασαν, παρουσιάζει λαμπρότερα τὴν ἐξουσία του, λέγοντας· «Καὶ γιὰ νὰ μάθετε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρεῖἁμαρτίες πάνω στὴ γῆ». Βλέπετε πόσο ἤθελε νὰ θεωρεῖται ἴσος μὲ τὸν πατέρα; Οὔτε εἶπε ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπὸκάποιον ἄλλο ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἢ ὅτι τοῦ ἔδωσε ἐξουσία, ἀλλὰ ὅτι ἔχει ἐξουσία, καὶ δὲν τὸ λέει αὐτὸ γιὰἐπίδειξη ἀλλὰ «γιὰ νὰ σᾶς πείσω», λέγει, «ὅτι δὲ βλασφημῶ κάνοντας τὸν ἑαυτό μου ἴσο μὲ τὸ Θεό». Παντοῦθέλει νὰ δίνει ἀποδείξεις σαφεῖς, ἀναντίρρητες, ὅπως ὅταν λέει· «Πήγαινε, δεῖξε τὸν ἑαυτό σου στὸν ἱερέα». Κιὅταν δείχνει τὴν πεθερὰ τοῦ Πέτρου νὰ ὑπηρετεῖ. Κι ὅταν ἐπιτρέπει νὰ κατακρημνιστοῦν οἱ χοῖροι. Ἔτσι λοιπὸν κι ἐδῶ.

Τὴ σύσφιξη τῶν ἀρθρώσεων τὴν κάνει ἀπόδειξη τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτημάτων. Καὶ τὸ σήκωμα τοῦκρεβατιοῦ ἀπόδειξη τῆς σύσφιξης. Ὥστε νὰ μὴ νομισθεῖ ὅτι εἶναι φαντασία αὐτὸ ποὺ εἶχε γίνει. Καὶ δὲν τὸἔκανε αὐτὸ παρὰ ἀφοῦ τοὺς ρώτησε· «Τί εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ πεῖς συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου ἢ νὰ πεῖς σήκωσε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου». Αὐτὸ ποὺ λέει εἶναι τὸ ἑξῆς. «Τί σᾶς φαίνεται εὐκολότερο νὰ σφίξετε χαλαρωμένες ἀρθρώσεις ἢ νὰ συγχωρήσετε ἁμαρτίες; Φανερὸ ὅτι νὰ σφίξετε τὶς ἀρθρώσεις». Ὅσοἡ ψυχὴ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὸ σῶμα τόσο ἀνώτερη εἶναι ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ ἕνα εἶναιἀόρατο καὶ τὸ ἄλλο φανερό, γι’ αὐτὸ προσθέτω καὶ τὸ κατώτερο ἀλλὰ φανερότερο. Ἔτσι τὸ μεγαλύτερο κιἀόρατο νὰ λάβει μ’ αὐτὸ τὴν ἀπόδειξη. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὥρα φανέρωνε προκαταβολικὰ μὲ τὰ ἔργα του αὐτὸ ποὺ ὁἸωάννης εἶχε πεῖ, ὅτι αὐτὸς σηκώνει τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου.

Ἀφοῦ τὸν θεράπευσε, τὸν στέλνει στὸ σπίτι. Καὶ πάλι ἐδῶ δείχνει μετριοφροσύνη κι ὅτι δὲν ἦταν φαντασία ὅ,τι εἶχε γίνει. Τοὺς μάρτυρες τῆς ἀρρώστιας, τοὺς κάνει καὶ τῆς ὑγείας μάρτυρες. Ἐγὼ θὰ ἤθελα, λέει, μὲ τὴ δική σου ἀσθένεια, νὰ θεραπεύσω κι αὐτοὺς ποὺ νομίζουν πὼς εἶναι ὑγιεῖς ἐνῶ τὸ πνεῦμα τους νοσεῖ. Ἐπειδὴ ὅμως δὲ θέλουν πήγαινε στὸ σπίτι, γιὰ νὰ διορθώσεις τοὺς δικούς σου. Βλέπετε πῶς δείχνει ὅτι εἶναι δημιουργὸς καὶψυχῆς καὶ σωμάτων; Τοῦ καθενὸς ἀπ’ αὐτὰ θεραπεύει τὴν παράλυση καὶ κάνει φανερὸ τὸ ἀόρατο ἀπὸ τὸ ὁρατό. Σέρνονται ὅμως ἀκόμα στὴ γῆ. «Ὅταν εἶδε ὁ κόσμος θαύμασαν καὶ δόξασαν τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε τέτοια ἐξουσία στοὺς ἀνθρώπους». Τοὺς ἐμπόδιζε ἡ σάρκα.

Αὐτὸς ὅμως δὲν τοὺς κατηγόρησε ἀλλὰ προχωρεῖ ἀνεβάζοντάς τους μὲ τὰ ἔργα καὶ κάνοντας ψηλὸ τὸ φρόνημάτουςἘπὶ τέλους δὲν ἦταν μικρὸ νὰ θεωρεῖσαι πὼς εἶσαι μεγαλύτερος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους κι ὅτι ἔρχεσαιἀπὸ τὸ Θεό. Ἂν εἶχαν ἀποκτήσει γι’ αὐτὰ σὲ σημαντικὸ βαθμὸ βεβαιότητα, προχωρώντας θὰ καταλάβαιναν, ὅτιἦταν καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Δὲν τὰ συνέλαβαν ὅμως αὐτὰ καθαρὰ γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μποροῦν νὰ τὸν πλησιάσουν.Ἔλεγαν πάλι· αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔρχεται ἀπὸ τὸ Θεό. Πῶς εἶναι αὐτὸς ἀπὸ τὸ Θεό; Καὶ συνεχῶς ἔλεγαν τὰἴδια, σὰν προκαλύμματα τῶν παθῶν τους. Τὸ ἴδιο κάνουν πολλοὶ καὶ τώρα, παρόλο ποὺ νομίζουν ὅτιὑπερασπίζουν τὸ Θεό, ἱκανοποιοῦν δικά τους πάθη, ἐνῶ πρέπει σ’ ὅλα νὰ εἴμαστε μετριοπαθεῖς.

Πρέπει λοιπὸν νὰ θεραπεύουμε τὸ πάθος μὲ μετριοπάθεια. Γιατί αὐτὸς ποὺ γίνεται καλύτερος ἀπὸ φόβοἀνθρώπων, γρήγορα θὰ γυρίσει πάλι στὴν κακία. Γι’ αὐτὸ διέταξε νὰ ἀφεθοῦν τὰ ζιζάνια, παραχωρώντας πάλι μιὰ προθεσμία γιὰ μετάνοια. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς λοιπὸν μετάνιωσαν κι ἔγιναν σπουδαῖοι ἀπὸ κακοὶ ποὺ ἦσανὅπως ὁ Παῦλος, ὁ τελώνης, ὁ ληστής. Αὐτοὶ ἦσαν ζιζάνια, ἔγιναν ὅμως σιτάρι μεστωμένο. Στοὺς σπόρους φαίνεται τοῦτο δύσκολο· εἶναι ὅμως εὔκολο καὶ κατορθωτὸ σχετικὰ μὲ τὴ θέληση· δὲν ἔχει αὐτὴ δεθεῖ μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους ἀλλὰ ἔχει τιμηθεῖ μὲ ἐλευθερία.

Ὅταν συναντήσεις λοιπὸν ἐχθρό της ἀλήθειας, θεράπευσέ τον, περιποιήσου τον, ξανάφερέ τον στὴν ἀρετὴδείχνοντάς του τέλεια ζωή, παρέχοντας λόγο ἀκατηγόρητο, γίνε προστάτης καὶ κηδεμόνας του. Χρησιμοποίησε κάθε τρόπο γιὰ διόρθωση ὅπως κάνουν οἱ ἄριστοι γιατροί. Οὔτε αὐτοὶ δὲν θεραπεύουν μὲ ἕνα τρόπο μόνο· ὅταν δοῦν ὅτι δὲν ὑποχωρεῖ ἡ πληγὴ μὲ τὸ πρῶτο φάρμακο, προσθέτουν δεύτερο, κι ἔπειτα τρίτο. Κάνουνἐγχειρήσεις, χρησιμοποιοῦν ἐπιδέσμους. Καὶ σὺ λοιπὸν ποὺ εἶσαι γιατρὸς τῶν ψυχῶν, μεταχειρίσου κάθε θεραπευτικὸ τρόπο κατὰ τοὺς νόμους τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ λάβεις μισθὸ καὶ τῆς δικῆς σου καὶ τῆς ὠφέλειας τῶνἄλλων. Πράξε τα ὅλα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι θὰ δοξαστεῖς καὶ σύ. «Θὰ δοξάσω», λέει, «ὅποιους μὲδοξάσουν. Κι ὅποιοι μὲ περιφρονοῦν θὰ τοὺς περιφρονήσω».

Ἂς τὰ πράττουμε λοιπὸν ὅλα γιὰ τὴ δόξα τουγιὰ νὰ ἐπιτύχουμε αὐτὸ τὸ μακάριο τέλοςΑὐτὸ μακάρι ὅλοι μας νὰ τὸ ἐπιτύχουμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δική του ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες.

Ἀμήν.



Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Περὶ τῆς Καταργήσεως τῆς Κυριακῆς Ἀργίας


Ἐπιστολὴ γιὰ τὸ θέμα τῆς Κυριακῆς Ἀργίας ἀπέστειλε πρὸς τὸν Πρόεδρο καὶ τὰ μέλη τοῦ Ἐμπορικοῦ Συλλόγου Πειραιῶς ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιῶς καὶ Σαλαμῖνος κ. Γερόντιος. Σὲ αὐτὴν σημειώνει:


Κύριε πρόεδρε.


Μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καὶ θλίψη δυστυχῶς, ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω, παρακολουθῶ τὶς ἐξελίξεις γύρω ἀπὸ τὴν λεγόμενη «ἀπελευθέρωση» τοῦ ὡραρίου τῶν καταστημάτων τὰ ὁποῖα ὅπως ὅλα δείχνουν ὁδηγοῦνται στὸ νὰ λειτουργοῦν ἑπτὰ ἡμέρες τὴν ἑβδομάδα, λὲς καὶ στὸ ταμεῖο τῆς Κυριακῆς βρέθηκε ἡ λύση τῶν προβλημάτων αὐτοῦ του τόπου.


Οἱ θιασῶτες αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ὑποστηρίζουν πὼς ἔτσι θὰ αὐξηθεῖ ἡ ἀπασχόληση, πὼς θὰ ὑπάρξουν ἐπιπλέον ἔσοδα στοὺς ἐπιχειρηματίες, πὼς ἡ χώρα θὰ μπορέσει πιὸ γρήγορα νὰ ἀνακάμψει καὶ εἰδικότερα οἱ περιοχὲς ἐκεῖνες ποὺ θεωροῦνται τουριστικὲς καὶ ἐμπορικές.


 Ὅλη αὐτὴ ἡ συλλογιστική, ἀγαπητέ μου κύριε Πρόεδρε, ἔφερε στὸ νοῦ μου τὴν ἱστορία τοῦ μυθικοῦ βασιλέα τῆς Φρυγίας, Μίδα, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ μετατρέπει σὲ χρυσὸ ὅτι ἄγγιζε.


 Ἂν λοιπὸν ὑποθέσουμε πὼς οἱ ἐκτιμήσεις ἀκόμη καὶ τῶν πλέον αἰσιόδοξων ἐπιβεβαιώνονταν, καὶ πράγματι ἡ ἐργασία τὶς Κυριακὲς ἀποφέρει Πακτωλὸ χρημάτων στοὺς καταστηματάρχες, στοὺς ἐργαζόμενους, στὸ κράτος μας, σὲ ὅλους... εἴμαστε βέβαιοι ὅτι αὐτὸ θὰ εἶναι κάτι καλὸ γιὰ ἐμᾶς;


 Ὁ Μίδας δὲν ἔμεινε στὴν Ἱστορία γιὰ τὴν «εὐλογία» τοῦ μετατρέπει σὲ χρυσάφι ὅτι ἄγγιζε, ἀλλὰ γιὰ αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν κατάρα, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας ὄχι μόνο δὲν μποροῦσε καν νὰ τραφεῖ ἀλλὰ καὶ ἀπώλεσε τὴν μονάκριβη κόρη του τὴν ὁποία ὁ ἴδιος μετέτρεψε ἄθελά του σὲ στήλη χρυσοῦ.

Ξέρετε ὅμως κι ἐσεῖς, καὶ σᾶς συγχαίρω μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτή, πὼς ἡ ἐργασία τὶς Κυριακὲς δὲν εἶναι ἡ λύση, οὔτε ἡ συνταγὴ ποὺ θὰ μᾶς χαρίσει τὸ «ἄγγιγμα» τοῦ Μίδα.


 Δέκα πράγματα μᾶς ζήτησε ὁ Θεός, ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἕβδομη ἡμέρα.


Μᾶς τὸ εἶπαν καὶ οἱ Ἅγιοί μας, μᾶς τὸ δίδαξαν οἱ Πατέρες μας.


Ἀκόμη ὅμως κι ἂν κάποιος δὲν ἔχει τὴν ἴδια πίστη μὲ ἐμᾶς, ὑπάρχει κάτι τὸ ὁποῖο εἶναι κοινὸ καὶ ἐξίσου ἱερὸ γιὰ ὅλους.


Ἡ Οἰκογένεια!


 Ἂν τὰ καταστήματα δουλεύουν κάθε Κυριακή, πότε θὰ καθίσει γύρω ἀπὸ τὸ ἴδιο τραπέζι ἡ οἰκογένεια τοῦ μικρομεσαίου ἐμπόρου ποὺ δὲν ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ προσλάβει ἐπιπλέον προσωπικό;


Πότε θὰ μπορέσει ἡ μητέρα ἐμποροϋπάλληλος, ἀλλὰ καὶ ὁ πατέρας ἐπίσης, νὰ ζήσουν τὴν ὀμορφιὰ τῆς οἰκογενειακῆς ζεστασιᾶς;


 Ἁπλὰ καὶ λαϊκὰ θὰ σᾶς πῶ πὼς δὲν ζοῦμε γιὰ νὰ δουλεύουμε ἀλλὰ δουλεύουμε γιὰ νὰ ζοῦμε.


 Αὐτὴ ἡ νέα κατάσταση δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ προσπάθεια αὔξησης τοῦ συλλογικοῦ μας πλούτου ὡς Ἔθνος.


Ἀντίθετα, εἶναι μιὰ ἐνέργεια ποὺ μόνο κακὸ θὰ μᾶς κάμει.


Εἶναι μιὰ «βόμβα» στὰ θεμέλια της κοινωνίας μας.


 Κύριε Πρόεδρε,


 Παρακαλῶ Ἐσᾶς καὶ δι’ Ὑμῶν τοὺς συναδέλφους σας.


Μείνετε ἀκλόνητοι στὶς θέσεις σας.


Μὴν ἐπιτρέψετε νὰ ἔρθει αὐτὸ τὸ κοινωνικὸ καὶ ἠθικὸ τερατούργημα στὴν πόλη μας.


 Ὁ Πειραιᾶς εἶναι μιὰ πόλη ἁγνῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων τοῦ μόχθου καὶ τῆς βιοπάλης.


Μὴν μετατρέψουμε τὸ μεγάλο μας σπίτι, τὴν πόλη μας σὲ μιὰ μεγάλη «γραμμὴ παραγωγῆς» ἡ ὁποία θὰ ἔχει ὡς καύσιμη ὕλη τὶς οἰκογένειές μας.


 Γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, τὸ θέμα τῆς Κυριακῆς Ἀργίας δὲν ἔχει νὰ κάνει μόνο μὲ τὸν Ἐκκλησιασμὸ ἢ μόνον μὲ τὰ ὅσα κατὰ καιροὺς ἔχουν πεῖ οἱ Πατέρες.


Μιλᾶμε γιὰ ἐντολὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ μὲ συνέπειες ποὺ θὰ εἶναι ἄμεσα ὁρατὲς ὄχι μόνο σὲ ὅσους πιστεύουμε ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν.



 Εὔχομαι κι ἐλπίζω νὰ ἐπικρατήσει ἡ λογική.




Προσεύχομαι γι’ αὐτό.




 Μετ’ εὐχῶν

† Ὁ Πειραιῶς καὶ Σαλαμῖνος ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ Β΄


Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Ο ΠΑΥΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΟΥ

Picture


ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου

Κατ᾿ ἔτος, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πανηγυρίζει (29 Ἰουνίου) γηθοσύνως καί μεγαλοπρεπῶς τὴν πολιτεία καὶ τὸ ἔργο τῶν Κορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου καί τιμᾷ αὐτούς τούς ποταμούς τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, «τούς θεοκηρύκων πρωτοστάτας», κατά τό ὑμνολογικόν. Οἱ Ὀρθόδοξοι, ὀφείλουμε εὐγνωμόνως νά ἑορτάζουμε αὐτούς οἱ ὁποῖοι τόσο ἐκοπίασαν γιά τήν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. 

Στό κείμενο πού ἀκολουθεῖ, γίνεται λόγος γιά τόν πρωτοκορυφαῖο Ἀπόστολο Παῦλο, τόν ἁγιώτατο πρῶτο θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν, αὐτόν ὁ ὁποῖος δέν ἐγνώρισε προσωπικῶς τόν θειότατο Διδάσκαλο καί Ἀρχηγό τῆς Πίστεώς μας Ἰησοῦ Χριστό κατά τήν ἐπί γῆς διά σώματος Παρουσία Του, ἀλλ᾿ ἀξιώθηκε νά τόν γνωρίσει κατά τήν ἀποκάλυψή Του σ᾿ αὐτόν, ὅπου ἔλαβε καί τήν κλῆση στό ἀποστολικό ἀξίωμα. Θά ἀναφερθοῦμε εἰδικά στήν θεοπτική ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ «σκεύους τῆς ἐκλογῆς», Παύλου, «τοῦ φθάσαντος ἕως τρίτου οὐρανοῦ», ὥστε νά καταδειχθεῖ ἀφενός μέν ἡ μεγάλη του ἁγιότητα, ἀφετέρου δέ ἡ κοινή γιά τούς Ἁγίους ἐμπειρία τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μετοχῆς στήν «Δόξαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ», δηλ. ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Αὐτό θά γίνει προσεγγίζοντας κάποια κείμενα καί Πατερικές ἑρμηνείες σχετικά μέ αὐτή τή μοναδική γιά τόν ἄνθρωπον τιμῆς, τῆς ὁποίας ἀξιώθηκε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δηλ. τῆς ἑνώσεώς του μετά τοῦ Θεοῦ καί τῆς μετοχῆς του «κατά Χάριν» στήν θεοποιόν «Δόξαν», μέσῳ τῶν ἀκτίστων Θείων ἐνεργειῶν.

Ὁ θεοείκελος καί πνευματέμφορος ἀπόστο­λος τῶν ἐθνῶν εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος στά θεόπνευστα κείμενά του μᾶς δια­βε­βαιώ­νει ὅτι ἀνθρώ­πι­νος ὀφθαλμός δέν εἶδε, ἀνθρώ­πι­νον αὐτί δὲν ἄκου­σε καὶ ἀνθρώ­πι­νος νοῦς καί καρ­διά δέν συ­νέ­λα­βε καί δέν μπόρεσε νά ἐπι­θυ­μή­σει ἐκεῖνα τά ἀνεί­πω­τα ἀγα­θά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, αὐτά τά ὁποῖα ἔχει ἑτοι­μά­σει ὁ Θε­ός γι᾿ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἀλη­θινά καὶ ἔμπρά­κτα Τόν ἀγά­πη­σαν ἤδη ἀπό τὴν πα­ροῦσα ζω­ή: «Ἅ ὀφθαλ­μός οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκου­σε καί ἐπί καρ­δί­αν ἀνθρώ­που οὐκ ἀνέ­βη, ἅ ἡτοί­μα­σεν ὁ Θε­ός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»1. Τά κα­τα­θέ­τει στήν Ἐκκλη­σί­α ὁ νοῦς ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖ­ος, με­τά ἀπό τήν θε­ο­πτι­κή ἐμπει­ρί­α τὴν ὁποία εἶχε, ἄρδευ­σε πλου­σίως τήν Ἐκκλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ μέ τήν ὑψη­λή του Θεολο­γί­αν καί τίς πο­λυ­τι­μότατες Ἐπι­στο­λές του, οἱ ὁποῖες, κα­τά τόν ἱε­ρό Χρυσό­στο­μο, ἀπο­τελοῦν κι­βω­τό πνευ­μα­τι­κή, πο­λύ ἀνώτερη τῆς πα­λαιᾶς ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε, κι­βω­τοῦ, ἡ ὁποία ἅρπα­ξε ἀπό τά κύ­μα­τα τῆς ἀπι­στί­ας ὅλη τήν Οἰκουμένη, γιά νά τή σώ­σει ἀπό τόν πνευμα­τικό κα­τα­πο­ντισμό2.

Αὐτός ὁ μα­κά­ριος Παῦλος ἀξιώθηκε μιᾶς μικρᾶς γεύ­σεως αὐτῶν τῶν ὑπερ­κο­σμί­ων ἀγαθῶν, τά ὁποῖα ὑπερ­βαί­νουν κά­θε νοῦ, διάνοια καὶ σκέ­ψη, κά­θε αἴσθη­ση καὶ ἐπι­θυ­μί­α. Στήν Β’ πρὸς Κο­ριν­θί­ους Ἐπι­στο­λή του μᾶς ὁμι­λεῖ γιά «ὀπτασίας καί ἀπο­κα­λύ­ψεις Κυ­ρί­ου», τίς ὁποίας ἀξιώθηκε νά βιώσει3, ἐφόσον «ἡρπά­γη» στόν Πα­ρά­δει­σον καί ἄκου­σε «ἄῤῥη­τα ῥή­μα­τα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»4. Περι­πά­τη­σε ὁ Παῦλος στόν Οὐρανόν, θά λέ­γαμε, ὅπως ἐμεῖς περι­πα­τοῦμε στούς δρό­μους καί τίς οἰκί­ες μας! Ἔφθα­σε «ἕως τρί­του Οὐρα­νοῦ»!

Πρίν ἀναφερθοῦμε στὰ «ἄῤῥη­τα ῥή­μα­τα» τοῦ Παῦλου, ἄς δοῦμε συνοπτικά πῶς ἡ Πατερική μας Παράδοση ἑρμηνεύει τήν οὐράνια ἄκτιστη ἀποκάλυψη, τὴν ὁποία εἶχε, δηλ. αὐτό τό ὁποῖο ὀνομάζεται ἀπό τούς θεοφόρους Ἁγίους «ἁρπαγή».

Μεταξύ τῶν σχολιαζόντων τόν ἄρρητον χαρακτῆρα τῆς «ἁρπαγῆς» τοῦ Παῦλου, αὐτὴ τήν θεωτική ἐμπειρία του, εἶναι καί ὁ «ἄριστος θεολόγος» τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, αὐτός ὁ ὁποῖος εἶχε τήν ἴδια μέ τόν θεόπτη Ἀπόστολο ἐμπειρία, καί γι᾿ αὐτό μποροῦσε νά ὁμιλεῖ καί νά τήν ἑρμηνεύει αὐθεντικά.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κάνει λόγο γιά τήν ἑνότητα τῆς θεωτικῆς ἐμπειρίας, ἡ ὁποία λειτουργεῖ σέ ὅλους τοὺς Ἁγίους, τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης (διότι πράγματι ὑφίσταται ἑνότητα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Ἁγίων μέσα στήν Ἱστορία μέσῳ τῶν θεοφανειῶν), προκειμένου νά ἀνατρέψει τήν ἄποψη τῶν Εὐνομιανῶν περί τῆς δυνατότητος γνώσεως τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς κτιστότητος τοῦ Υἱοῦ ἀλλὰ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐφόσον δὲ ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται σέ διαφόρους Ἁγίους θεόπτες, καταλήγει στόν ἀπόστολον τῶν ἐθνῶν Παῦλον, τοῦ ὁποίου τήν ἐμπειρία ὀνομάζει «μυστήριον τῆς ἁρπαγῆς». Σέ ἄλλο δὲ σημεῖο τήν ὀνομάζει«πρόοδον, ἤ ἀνάβασιν ἤ ἀνάληψιν»5. Ὁμολογεῖ δέ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος ὅτι καί αὐτός εἶχε ἀνάλογη ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου πραγματικότητος, τήν ὁποία περιγράφει ὡς πορεία καί ἀνάβαση ἕως ὅτου ὁ ἄνθρωπος καταληφθεῖ «ὑπό ἐκπλήξεως» ἐνώπιον τοῦ ἀκαταλήπτου ὄχι μόνο τῆς ἀπροσίτου φύσεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του, τίς ὁποίας καί ὀνομάζει«κρίματα». Ὁ Παῦλος, λοιπόν, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο, «πειρᾶται (προσπαθεῖ) μέν ἀφικέσθαι, οὔπω λέγω τῆς τοῦ Θεοῦ φύσεως, τοῦτο γάρ ἤδει παντελῶς ἀδύνατον ὄν, ἀλλά μόνον τῶν τοῦ Θεοῦ κριμάτων»6.

Μιάν ἄλλη πνευματικότατη ἑρμηνεία συναντοῦμε στόν Ὅσιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη, τόν συγγραφέα τῆς περιφήμου «Κλίμακος». Ἐκεῖ ἡ «ἁρπαγή» ταυτίζεται, μᾶλλον προέρχεται, ἀπό τήν τελεία προσευχή, ἡ ὁποία κατορθώνεται μετά ἀπό πολύν ἀγῶνα καί ἄνοδο πνευματική. Συγκεκριμένα ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης γράφει ὅτι «ἀρχή μέν προσευχῆς, προσβολαί μονολογίστως διωκόμενοι ἐκ προοιμίων αὐτῶν∙ μεσότης δὲ τό ἐν τοῖς λεγομένοις καί νοουμένοις εἶναι τήν διάνοιαν∙ τό δέ ταύτης τέλειον, ἁρπαγή πρὸς Κύριον»7. Ἑπομένως, μποροῦμε ἀμυδρῶς νά ἀναλογισθοῦμε πόση δύναμη προσευχῆς εἶχε ὁ Μέγας Παῦλος τῶν ἐθνῶν!... Εἶχεν τόση καί τέτοια, ὥστε νά ἀξιωθεῖ νά κατοπτεύσει τά κάλλη τοῦ πνευματικοῦ οὐρανοῦ, «ἑωρακέναι αὐτόν τοῦ παραδείσου τό κάλλος καί τάς ἐν ἐκείνῳ τῶν ἁγίων χορείας, καί τήν παναρμόνιον τῆς ὑμνωδίας φωνήν»8.

Ἐπίσης, διάφορες ἑρμηνείες παρέχουν οἱ ἱεροί σχολιασταί σχετικά καί μέ τόν «τρίτον οὐρανόν», ὅπως λέγεται, στόν ὁποῖον ἔφθασε τό «θεήλατον ὄργανον» καί «σκεῦος τῆς ἐκλογῆς» τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἀπό τίς πολλές ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τήν ἀναγωγική ἑρμηνεία, τὴν ὁποίαν παρέχει ὁ Θεοφύλακτος, γράφοντας τά ἑξῆς σημαντικά: «Ἔστι γάρ πρῶτος οὐρανός, τό πέρας καί ὁ ὅρος τῆς ἠθικῆς, ὅταν τις τά ἤθη ἑαυτοῦ ῥυθμίσῃ. Εἶτα ἡ φυσική, δεύτερος οὐρανός, ὅταν τις τήν γνῶσιν τῆς τοῦ παντός φύσεως, ὡς ἐφικτόν,περιορίσῃ. Εἶτα ἡ θεολογική, τρίτος οὐρανός, ὅταν τις τό ἐφικτόν τέως αὐτῷ μέτρῳ τῆς τῶν θειοτέρων καί ὑπέρ γνῶσιν καταλήψεως φθάσῃ διά θεωρίας»9.

Ὁ «τρίτος οὐρανός», λοιπόν, κατά τόν Θεοφύλακτο, ταυτίζεται μέ τήν κατάληψη τῶν «θειοτέρων», ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τὴ γνῶση, ἀποκτᾶται μέ τόν νοῦ καί κατορθώνεται «διά θεωρίας»10.

Στήν κατάσταση αὐτή, ὁ θεούμενος ἄνθρωπος ἁρπάζεται «ἐν τοῖς περί τήν Τριάδα τόποις», ὅπως χαρακτηριστικά λέγει ὁ προρρηθείς ἱερός Θεοφύλακτος11, καί αὐτοί οἱ «τόποι» τῆς Ἁγίας Τριάδος ταυτίζονται μέ τίς ἄκτίστες ἐνέργειες τοῦ Παναγίου Θεοῦ, ὅπως ἐξηγεῖ καί ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Συμβουλευτικόν του Ἐγχειρίδιο.

Στό αὐτὸ ἑρμηνευτικό πλαίσιο κινεῖται καί ἡ ἀνάλυση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος καί αὐτός μέ τόν δικό του τρόπο, θεολογεῖ καὶ παρουσιάζει τήν ἴδια πνευματική καί θεοπτική ἐμπειρία τῶν Ἁγίων στήν ἱστορία. Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, κήρυκα τῆς Χάριτος καί τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ὑπάρχει ταυτότης πνευματικότητος καί ἐμπειριῶν στήν Παλαιά καί τὴν Καινή Διαθήκη, ἀλλ᾿ ἁπλῶς ὑφίσταται κάποια λεκτική διαφοροποίηση.

Ἡ πνευματική ἐμπειρία ἐκφράζεται ποικιλοτρόπως. Ἔτσι, βλέπουμε λ.χ. τόν Κύριό μας νά λέγει στούς Μαθητάς του: «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τόν λόγον μου τηρήσῃ, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν»12. Αὐτή ἡ ἀναφερομένη ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό «ἔλευσις» εἶναι, κατά τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ, «ἡ πρός αὐτόν ἡμῶν δι᾿ ἀποκαλύψεως ἄνοδος», δηλαδή ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως, τά «ἄκτιστα ῥήματα» τοῦ Παύλου τῶν ἐθνῶν. Τά ἴδια, λοιπόν, πράγματα, σημειώνονται μέ διαφορετικά ὀνόματα σέ κάθε ἐποχή. Συνεπῶς, ἡ χρῆση τῶν ὅρων «ἁρπαγή», «ὑπερουράνιος ἄνοδος», «ἔλευσις», «μονή» καὶ«ἐμφάνεια» προσδιορίζουν τήν ἴδια πραγματικότητα. Ὁ θεόπτης καί πνευματέμφορος Παλαμᾶς ἑρμήνευε τήν ἁρπαγή τοῦ Παύλου ὡς ἔχων καί αὐτός προσωπική πεῖρα τῶν ἀρρήτων μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, τῶν προσγινομένων στήν καθαρά ψυχή.

Ὡστόσο, ὁ ἴδιος «ἐπιμένει κυρίως στή συμμετοχή ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου στή θεοποιό χάρη, δόξα καί Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, σημειώνοντας ὅτι στήν κατάσταση αὐτή ὁ νοῦς ἁρπάζεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό σῶμα μεταστοιχειώνεται σέ σῶμα πνευματικό, δεκτικό δηλ. τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό εἶναι δυνατόν, διότι τό φῶς τῆς θεωρίας, τό ὁποῖον ταυτίζεται μέ τή δόξαν καί τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἄκτιστον καί, κατά συνέπεια, ἡ μετοχή εἰς αὐτό καταργεῖ κατά Χάριν τήν κτιστότητα τῆς δημιουργημένης φύσεως τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀγγέλων»13. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς, στήν περίπτωση τῆς «ἁρπαγῆς» τοῦ Παύλου θὰ μᾶς πεῖ ὅτι ὁ θεόπτης ἀπόστολος«κατά τήν ἐξαισίαν ἁρπαγήν ἐκείνην, ἀγνοεῖν ἑαυτόν φησί τί ἦν»· λέγει δηλ. ὅτι δέν γνώριζε τί ἦταν ὁ ἑαυτός του! Ἔβλεπε, λέγει τόν ἑαυτό του ὁ Παῦλος, ἀλλά πῶς; Αἰσθητῶς ἤ λογικῶς ἤ νοερῶς; Ἀλλ᾿ ἐφόσον εἶχε ὑποστεῖ «ἁρπαγήν», ἀνυψώθη ἐπάνω ἀπό αὐτές τίς δυνάμεις. Ἄρα (λέγει ὁ Γρηγόριος), ὁ ἀπόστολος «διά τοῦ τήν ἁρπαγήν ἐξειργασμένου Πνεύματος ἑώρα ἑαυτόν», δηλ. ἔβλεπε τόν ἑαυτό του διά τοῦ Πνεύματος τό ὁποῖο πραγματοποίησε τήν«ἁρπαγή».14

Ὑπογραμμίζει ἐπίσης ὁ ἱερός Γρηγόριος τήν μεγάλη ἀλήθεια ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος (ὅπως συμβαίνει μέ κάθε ἄνθρωπο πού φθάνει στήν χαρισματική θέωση), ὅταν ἔπαυσε ἀπό ἐδῶ νά ζεῖ τήν ζωή πού ἔχει χρόνο, ἀλλά τήν ἄλλη ζωή, τήν «θείαν καί ἀΐδιον» ὅπως τήν ὀνομάζει, πού προέρχεται ἀπό τό Λόγο ὁ Ὁποῖος κατοίκησε μέσα του, τότε κατέστη ἄναρχος κατά χάριν καί ἀτελεύτητος, «ἄναρχος καί ἀτελεύτητος γέγονε τῇ χάριτι». 15

Κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες τήν ἄκτιστη ἐμπειρία τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν!

Ποιά εἶναι, ὅμως, τά ἀνέκ­φρα­στα ἐκεῖνα λόγια, τά «ἄρρη­τα ρή­μα­τα», πού ἄκου­σε ὁ Ἀπό­στο­λος κα­τά τή μο­να­δι­κή ἐκείνη, γλυ­κυ­τά­τη καί πα­νευφρό­συ­νη Θεί­α «περιοδεία» στόν κό­σμον τοῦ Οὐρα­νοῦ; Ὑπάρ­χει ἐν προ­κει­μένῳ μί­α θε­ο­λο­γι­κότατη ἀνά­λυ­ση, προ­σφε­ρόμε­νη ἀπό ἄνθρω­πο, ὁ ὁποῖος ἦταν καί αὐτός θε­ό­πτης, μέ ἐμπει­ρί­ες Χά­ρι­τος, ἁγιο­πνευ­μα­τικές. Πρό­κειται γιά τόν Ἅγιο Συ­με­ών τόν Νέ­ο Θε­ο­λό­γο, ὁ ὁποῖος, ὡς θε­ού­μενος, ἐλλα­μπό­με­νος καί κα­ταυ­γα­ζό­με­νος ἀπό τὸ Θεῖο καὶ Ἄκτι­στο Φῶς τοῦ Τρια­δι­κοῦ Θε­οῦ, μπο­ροῦσε πραγ­μα­τι­κά νά ἑρμη­νεύ­σει αὐτήν τήν ἐμπει­ρί­α τοῦ Παῦλου, ὅπως καί τό ἔπρα­ξε, καί μᾶς πε­ριέ­γραψε τί εἶναι ἐκεῖνα τά «ἄρρη­τα ρήματα», πού ἀνέφε­ρε ὁ Παῦλος. Στόν 52ο λό­γο του ὁ ἅγιος Συ­με­ών ἀνα­λύ­ει τό θέ­μα αὐτό, λέ­γο­ντας ὅτι «ρῆμα» εἶναι ὁ λό­γος καί ὁ λό­γος λέ­γε­ται ρῆμα. Τὰ ρήμα­τα καί οἱ λό­γοι τῶν ἀνθρώ­πων λα­λοῦνται μέ τά στό­μα­τα καί ἀκού­γο­νται ἀπό τούς ἀνθρώ­πους μέ τά αὐτιά. Ἀλλά, ἐνῶ αὐτά ἰσχύ­ουν γιά τούς κτι­στούς ἀνθρώ­πους, στόν Ἄκτι­στον Θε­όν τά δε­δο­μένα εἶναι διαφορε­τι­κά. Ἔτσι, κατά τόν αὐτόν πνευ­μα­τέμ­φο­ρο Πατέ­ρα, τό ρῆμα καὶ ὁ λό­γος, πού ἐξέρ­χονται ἀπό τό «στό­μα» τοῦ Θε­οῦ, «εἶναι τε­λεί­ως ἀνε­κλά­λη­τος καί ἀνερ­μή­νευ­τος ἀπό ἀνθρω­πί­νην γλῶσσαν, καί πα­ντελῶς ἀχώ­ρη­τος εἰς ἀνθρω­πί­νην ἀκο­ήν»16.

Ποιό, ὅμως εἶναι τό «στό­μα» τοῦ Θε­οῦ; Κα­τά τήν ἀνω­τέ­ρω θε­ολο­γι­κή ἀνά­λυση τοῦ Ὁσίου Συμε­ών,ρῆμα ἤ λόγος τοῦ Θε­οῦ εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θε­οῦ καί Πα­τρός, ὁ Κύ­ριος Ἰη­σοῦς Χριστός. Καὶ «στό­μα» τοῦ Θε­οῦ, τό ὁποῖο λα­λεῖ τά ἄρρη­τα, εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως τό βλέ­που­με στό προ­φη­τικό χω­ρί­ο «Τό γάρ στό­μα Κυ­ρί­ου ἐλά­λη­σε ταῦτα»17. Στή συνέχεια, ὁ Ἅγιος ἀνα­λύ­ει ὅτι, ὅπως ἐδῶ στά ἀνθρώ­πι­να δε­δο­μέ­να, δέν μπορεῖ νά ἐξέλ­θει ὁ λό­γος, ἐάν δέν ἀνοί­ξουμε τό στό­μα μας, ἔτσι,«καί ὁ Υἱός τοῦ Θε­οῦ καί Λό­γος δέν δύ­να­ται να γνω­ρι­σθῇ, ἤ να ἀκου­σθῇ, ἀνί­σως καὶ δὲν ἀπο­κα­λυ­φθῇ διά τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος». Καί ὅπως δέν ἐξέρχεται ὁ λό­γος ἀπό τό δι­κό μας στό­μα, ἄν δέν τό ἀνοί­ξου­με, ἔτσι καί τό «στό­μα» τοῦ Θε­οῦ, τό Ἅγιον Πνεῦμα, δεν μπορεῖ νά λα­λή­σει, «ἄν δέν ἀνοι­χθῇ διά τῆς ἐλλάμ­ψε­ως», δη­λα­δή, ἄν δέν φω­τι­σθεῖ ὁ δι­κός μας νοῦς μέ τή δι­κή Του ἔλλαμ­ψη. Καί, ἔπει­τα, φθά­νει πλέ­ον ὁ ἅγιος Συ­με­ών σ᾿ αὐτό τό γεγο­νός τῆς ἁρπαγῆς τοῦ Παύ­λου στόν Πα­ρά­δει­σο, γιά νά μᾶς ἐξη­γή­σει ὅτι τά ἀνε­κλά­λη­τα ἐκεῖνα ρή­μα­τα, πού ἄκου­σε ὁ κο­ρυ­φαῖος Ἀπό­στο­λος, εἶναι ἄρρη­τα, εἶναι δηλ. οὐρά­νιες καί ἀγνώ­ρι­στες γνώ­σεις καί θε­ω­ρί­ες τῆς ἀκα­ταλήπτου Δό­ξης τοῦ Θε­οῦ, πού ἀπο­κα­λύ­πτο­νται στούς ἀξί­ους νά τά δε­χθοῦν…Εἶναι «αἱ ἀπό­κρυ­φοι, καὶ ἐπ᾿ ἀλη­θεί­ας ἀνερ­μή­νευ­τοι, καί ἀθέ­α­τοι διά τῆς ἐλλάμ­ψε­ως τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος θε­ω­ρί­αι, καί αἱ με­γα­λο­πρε­πεῖς καί ἀγνώ­ρι­στοι γνώ­σεις τῆς ὑπερ­φώ­του, καί ὑπε­ρα­γνώ­στου δό­ξης τε και Θε­ό­τη­τος τοῦ Υἱοῦ και Λό­γου τοῦ Θε­οῦ, αἱ ὁποῖαι ἀπο­κα­λυ­πτό­με­ναι δεί­χνονται εἰς ἐκείνους ὁποῦ εἶναι ἄξιοι φανερώτε­ρα καί κα­θα­ρώ­τε­ρα∙ αὐτά λέ­γω τά ἀνή­κου­στα ἀκούσμα­τα τῶν ἀνε­κλα­λή­των ρη­μά­των∙ ἡ μέ ἀκα­τα­νο­η­σί­αν κα­τα­νό­η­σις τῶν ἀκα­τα­νο­ή­των πραγ­μά­των»18!

Ἡ νο­ερὰ ἁρπαγὴ τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου στὰ ὑπε­ρου­ρά­νια σκηνώμα­τα, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυ­σό­στο­μο, δη­λώνει τὴν κατὰ Χά­ριν θέ­ω­ση τοῦ Ἀπο­στό­λου, ὅπου «ἐν τούτῳ γὰρ ἡ ἀληθής ἐστιν εἴδη­σις τοῦ ζη­τουμένου καὶ ἐν τούτῳ τὸ ἰδεῖν ἐν τῷ μὴ ἰδεῖν, ὅτι ὑπέρκειται πάσης εἰδήσε­ως τὸ ζη­τούμε­νο, οἷόν τι­νι γνόφῳ τῇ ἀκα­τα­ληψίᾳ πα­νταχόθεν διει­λημ­μένον»19, σύμ­φω­να μὲ τὸν σοφότατο τῆς Νύσ­σης ἐπί­σκο­πο, τον μυστιπόλο Γρη­γόριο.

Στὴν με­τα-λο­γική, ποι­η­τικὴ καὶ μυ­στικὴ αὐτὴ ἱερὰ γλῶσσα, ὁ θε­ο­λό­γος – μύ­στης, ἑνού­με­νος κατ᾿ ἐνέργειαν, μὲ τὸ Θεῖον, ἀπευ­θύ­νε­ται προ­σωπικά σ᾿ Αὐτὸ εὐχε­τικά, πα­ρα­κλη­τι­κά, εὐχαρι­στιακά καὶ δο­ξο­λο­γι­κά: «ἐλθέ τό ἀνεκ­φώ­νη­τον πρᾶγμα, ἐλθέ τό ἀκα­τα­νό­η­τον πρό­σω­πον»20, ὁμι­λῶν παρα­δο­ξο­λο­γικῶς διὰ μία ἀκα­τα­νό­η­το κα­τα­νόη­ση: «Ὅν οἱ πε­πλου­τη­κό­τες ὁρῶσιν ἀο­ρά­τως αὐτοῦ τοῦ Θε­οῦ τό ἄφρα­στον κάλ­λος· κρα­τοῦσιν ἀνε­πά­φως, κα­τα­νο­οῦσιν ἀκα­τα­νο­ή­τως τό ἀνεί­δε­ον εἶδος αὐτοῦ, τήν ἄμορ­φον μορ­φήν καί τό ἀσχη­μά­τι­στον σχῆμα ἐν ἀθε­άτῳ θέᾳ καί ἀσυν­θέτῳ κάλ­λει ἀποι­κίλ­τως πε­ποι­κιλ­μέ­νον»21.

Νά λοπόν, γιατί εἶναι μέγας θεολόγος ὁ Παῦλος! Γι᾿αὐτό τόν τιμᾶ ἰδιαζόντως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῆς ὁποίας τόσο κοπίασε! Ἀλλά κατακλείοντας τήν ταπεινή αὐτή ἀναφορά, ἐνῶ θα μπορούσαμε νά ἀφήσουμε νά μιλήσει γιά τόν Παῦλο, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κατ᾿ ἐξοχήν γνώρισε, κατενόησε καί ἑρμήνευσε τόν Παῦλο καί αὐτός εἶναι τό «στόμα τοῦ Παύλου», ὅπως ἔχει χαρακτηρισθεῖ, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ θεορρήμων καί Χρυσόστομος ὁ ὁποῖος παρουσιάζει τό ὕψος καί τό μεγαλεῖο τοῦ ὄντως μεγίστου τῶν ἀποστόλων, μέσα ἀπό τήν ἐμπνευσμένην γραφίδα του, δεν θα το κάνουμε διότι θα ἐκφύγουμε τῶν ὁρίων τοῦ κειμένου αὐτοῦ, ἀλλά καί τοῦ θέματος πού ἐδῶ ἐξετάζουμε. Θά συστήσουμε, ὡστόσο, στούς εὐλαβεῖς ἀναγνῶστες νά μελετήσουν τούς σχετικούς χρυσοστομικούς λόγους «Εἰς τόν Ἅγιον Ἀπόστολον Παῦλον». (ΕΠΕ, 36). Θά κατακλείσουμε μόνο μέ τά ἐξυμνητικά λόγια τῆς θεοπνεύστου ὑμνολογίας πρός τόν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν, τά σχετικά μέ τήν θεοπτική ἐμπειρία του:

«Ἐν ἐκστάσει ἐπαρθείς, τόν τρίτον φθάσας πόλον Πανόλβιε, καί ἐπακούσας ἀρρήτων λόγων βοᾶς, Δόξα τῷ Ἀνωτάτῳ Πατρί, καί τῶ Υἱῷ ἀπαυγάσματι συνθρόνῳ, τῷ ἐρευνῶντι σαφῶς Πνεύματι Θεοῦ τά βάθη».22

___________________________________________________


1 Α’ Κορ. 2, 9.
2 Εἰς τὸν Ἅγιον Παῦλον, ὁμι­λί­α Α’, Ε­ΠΕ 36, 404: «Και έ­κεῖνος μέν (ὁ Νῶε), ἑαυ­τόν μετά τῶν παί­δων διέ­σω­σε μό­νον∙ οὖτος δέ, πο­λύ χα­λε­πω­τέ­ρου τήν οἰκου­μέ­νην κα­τα­κλυ­σμοῦ κα­τα­λα­βό­ντος, οὐ σα­νί­δας πη­ξά­με­νος καί κι­βω­τόν ποι­ή­σας, ἀλλ’ἀντί σανί­δων τάς ἐπι­στο­λάς συν­θείς, οὐ δύ­ο και τρεῖς καί πέ­ντε συγ­γε­νεῖς, ἀλλά τήν οἰκου­μέ­νην ἅπα­σαν, κα­τα­πο­ντίζε­σθαι μέλ­λου­σαν, ἐκ μέ­σων ἥρπα­σε τῶν κυ­μά­των».
3 Β’ Κορ. 12, 1: «Ἐλεύ­σο­μαι γάρ εἰς ὀπτα­σί­ας καί ἀπο­κα­λύ­ψεις Κυ­ρί­ου».
4 Ὅπ.π., σ. 1-4.
5 Λόγ. 28, 20, ΕΠΕ 4, 72, MPG 36, 52 C: «Παῦλῳ δέ εἰ μέν ἔκφορα ἦν ἅ παρέσχεν ὁ τρίτος οὐρανός και ἡ μέχρις ἐκείνου πρόοδος ἤ ἀνάβασις ἤ ἀνάληψις, τάχα ἄν τι περί Θεοῦ πλέον ἔγνωμεν, εἴπερ τοῦτο τῆς ἁρπαγῆς μυστήριον. Ἐπεί δέ ἄρρητα ἦν καί ἡμῖν σιωπῇ τιμάσθῳ».
6 Λόγ. 28, 21. ΕΠΕ, 4,74. MPG. 36, 53 C.
7 Λόγ. 28, MPG. 28, 1132D.
8 Θεοδωρήτου Κύρου, Ἑρμηνεία εἰς Β΄πρός Κορ. 12, 2-5, MPG. 82, 448 C.
9 Ἐξήγ. τῆς Β΄προς Κορ. MPG. 124, 929 C
10 Βλ. Δέσπως Λιάλιου, Ἡ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου Β΄Κορ. 12, 2-4 κατά τήν παράδοση τῶν Πατέρων,«Θεολογία»τ. 54, 1983, 4.
11 ὅπ.π.
12 Ἰω. ΙΔ’ 23.
13 ὅπου π. Δ. Λιάλιου, Ἡ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου Β΄ Κορ. 12, 2-4…
14 Ὑπέρ τῶν Ἱερῶς Ἠσυχαζόντων, 2, 3,37, ΕΠΕ, 1, 404.
15 Γ΄πρός Ἀκίνδυνον, ΕΠΕ, Ι, 612-614.
16 Συ­με­ών τοῦ Νέ­ου Θε­ο­λό­γου, Τά Εὑρι­σκό­με­να, ἐκδ. Ρη­γο­πού­λου, Θεσ­σα­λονίκη 1977, σ. 260.
17 Ὅπ.π.
18 Ὅπ.π., σ. 261.
19 Περὶ τοῦ βί­ου Μω­ϋ­σέ­ως 2, 163,. Ε­ΠΕ 9, 256.
20 Συ­με­ών Ν. Θε­ο­λό­γου, Εὐχή μυ­στι­κή, δι᾿ ἧς ἐπι­κα­λεῖται τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ὁ αὐτό προ­ορῶν, 33, τοῦ ἰδί­ου, Λό­γος Κ’, Εὐχα­ρι­στί­α καί ἐξο­μο­λό­γη­σις σύν θε­ο­λογίᾳ˙ καί πε­ρί δω­ρεᾶς καί με­του­σί­ας Πνεύ­μα­τος Ἁγί­ου, 145: «ὅλον κα­τα­νο­οῦσα ὅλον ἀκα­τα­νό­η­τον θε­ό­τη­τι τῇ θείᾳ, τόν τοῖς πᾶσιν ἀό­ρα­τον καί ἀπο­κε­κρυμ­μέ­νον».
21 Συ­με­ών Ν. Θε­ο­λό­γου, Λό­γος Δ’, Πε­ρί ἀπα­θεί­ας καί τῶν ἐν αὐτῇ κα­τά προκοπήν χα­ρι­σμά­των καί δω­ρεῶν· καί τίς ἡ τε­λεί­ω­σις τῆς κα­τά Χρι­στόν πνευμα­τικῆς ἡλι­κί­ας, 303.
22 Τροπάριον τοῦ Κανόνος, Ὠδή Ζ΄.

Πηγή



Κατάθεσις Τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου ἐν Βλαχέρναις (2 Ίουλίου)

Φωτογραφία του Αθανάσιος Καλαμαρινός.


Δυὸ πατρίκιοι, οἱ αὐτάδελφοι Γάλβιος καὶ Κάνδιδος, πηγαίνοντας στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ προσκυνήσουν, ἔφτασαν στὴν Παλαιστίνη. Κατὰ τὴν ἐπίσκεψή τους στοὺς Ἁγίους Τόπους, συνάντησαν μία Ἑβραία, ἡ ὁποία εἶχε στὴν κατοχή της καὶ φύλαγε μὲ πάρα πολὺ μεγάλη εὐσέβεια, μέσα σὲ εἰδικὸ κιβώτιο τὴν τίμια Ἐσθῆτα (φόρεμα) τῆς Παναγίας. Τότε οἱ Γάλβιος καὶ Κάνδιδος, ἀφοῦ προσκύνησαν τὸ ἱερὸ ἔνδυμα, ἔβαλαν σκοπὸ νὰ τὸ μεταφέρουν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀφοῦ ἔφτασαν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ προσκύνησαν, στὴν συνέχεια κατασκεύασαν ἕνα εἰδικὸ κιβώτιο, ὅμοιο μὲ αὐτὸ ποὺ εἶχε ἡ Ἑβραία γυναῖκα καὶ φύλαγε τὸ φόρεμα τῆς Θεοτόκου. Τὸ κιβώτιο αὐτό, χωρὶς νὰ τοὺς πάρει εἴδηση ἡ γυναῖκα, τὸ ἄλλαξαν μὲ αὐτὸ ποὺ περιεῖχε τὴν τιμία Ἐσθῆτα.

Ἔτσι λοιπὸν πῆραν τὸ κιβώτιο μὲ τὸ ἱερὸ ἔνδυμα καὶ ξεκίνησαν γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν ἔφθασαν στὴν Πόλη, προσπάθησαν νὰ κρύψουν αὐτὸν τὸν πολύτιμο θησαυρὸ στὶς Βλαχέρνες. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ κρύψουν, γνωστοποίησαν αὐτὸ τὸ γεγονὸς στὸν αὐτοκράτορα τῆς Πόλης. Ἐκεῖνος μόλις πληροφορήθηκε τὴ μεταφορὰ τῆς τιμίας Ἐσθῆτος στὴν Κωνσταντινούπολη ἀσπάστηκε μὲ μεγάλη εὐλάβεια τὸ ἱερὸ ἔνδυμα καὶ ἀμέσως ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κατασκευαστεῖ Ναὸς καὶ ἀργότερα μέσα σ' αὐτὸν τοποθέτησε τὸ ἱερὸ ἔνδυμα, τὸ ὁποῖο βρίσκεται μέχρι καὶ σήμερα σ' αὐτὸν τὸν τόπο, ἀποτελῶντας φυλακτήριο καὶ συνάμα πολύτιμο κειμήλιο γιὰ τοὺς χριστιανούς.

 www.synaxarion.gr


Στο ναό των Βλαχερνών, που είχε κτίσει η βασίλισσα Πουλχερία, κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου και σύζυγος του αυτοκράτορα Μαρκιανού (451 - 457 μ.Χ.), είχαν κατατεθεί τα σπάργανα (εντάφια) της Θεοτόκου, τα όποια είχαν σταλεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο (βλέπε ίδια ημέρα). Όταν δε ήταν αυτοκράτορας ο Λέων Α' ο Θράξ (457 - 474 μ.Χ.), οι πατρίκιοι Γάλβιος και Κάνδιδος έφεραν από τα Ιεροσόλυμα και την τίμια εσθήτα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο Λέων την παρέλαβε και την κατέθεσε στο ναό των Βλαχερνών, μέσα σε χρυσή λάρνακα.

Η εσθήτα αυτή υπήρχε μέσα στο ναό των Βλαχερνών μέχρι το έτος 820 μ.Χ. Αλλά ο ναός αυτός το 1070 μ.Χ. κάηκε και κατόπιν, αφού ανοικοδομήθηκε, από απροσεξία ξανακάηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1434 μ.Χ. Βέβαια, πάντα τα τίμια αντικείμενα της Υπεραγίας Θεοτόκου γίνονται αφορμή στους αγωνιζόμενους χριστιανούς να μιμηθούν την αρετή της. Και όπως, λοιπόν, αυτή «διετήρει πάντα τὰ ρήματα (τοῦ Κυρίου) ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκά, θ' 51.), διατηρούσε, δηλαδή, τα λόγια του Υιού της βαθειά χαραγμένα στην καρδιά της, έτσι ας κάνουμε κι εμείς.



www.saint.gr



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.


Θεῖον ἔνδυμα, τῶν οίκτιρμῶν σου, καὶ ἱμάτιον ἀθανασίας, τὴν ἁγίαν σου Ἐσθῆτα καὶ ἄφθαρτον, τῇ κληρουχίᾳ σου Κόρη δεδώρησαι, εἰς περιποίησιν πάντων καὶ σύναψιν. Ὅθεν Ἄχραντε, τὴν θείαν αὐτῆς κατάθεσιν, τιμῶντες εὐσεβῶς σὲ μεγαλύνομεν.





Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς.

Περιβολὴν πᾶσι πιστοῖς ἀφθαρσίας, θεοχαρίτωτε Ἁγνὴ ἐδωρήσω, τὴν Ἱερὰν Ἐσθῆτά σου, μεθ᾽ ἧς τὸ ἱερόν, σῶμά σου ἐσκέπασας, σκέπη πάντων ἀνθρώπων, ἧς περ τὴν κατάθεσιν, ἑορτάζομεν πόθῳ, καὶ ἐκβοῶμεν φόβῳ σοι σεμνή· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.



Κάθισμα

Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Οἱ τῶν θαυμάτων ποταμοὶ Θεοτόκε, ἐκ τῆς πανσέπτου σου σοροῦ προερχόμενοι, ὡς ἐξ Ἐδὲμ ποτίζουσι τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, χάριτας προχέοντες, τοῖς πιστῶς σε τιμῶσιν· ὅθεν ἀνυμνοῦμέν σε, καὶ σεπτῶς εὐφημοῦμεν, καὶ εὐχαρίστως κράζομεν ἀεί· Χαῖρε ἡ μόνη, ἐλπὶς τῶν ὑμνούντων σε.



Ὁ Οἶκος


Τὴν καθαρὰν καὶ ἀληθῆ σκηνὴν τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὴν ἔμψυχον νεφέλην, καὶ στάμνον τὴν τοῦ Μάννα, τὴν Θεοτόκον Μαριάμ, πάντες οἱ σωθέντες διὰ τοῦ τόκου αὐτῆς ἐν πίστει μακαρίσωμεν, καὶ τὴν σεπτήν, Ἐσθῆτα προσπτυξώμεθα, ᾗπερ τὸν Δεσπότην περισχοῦσα, ὡς βρέφος ἐβάστασε φορέσαντα σάρκα, δι' ἧσπερ τῶν βροτῶν ἡ φύσις ἐπήρθη πρὸς μετάρσιον ζωὴν καὶ βασιλείαν· ὅθεν γεγηθότες, κραυγάζομεν μεγαλοφώνως· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα. 



Μεγαλυνάριον


Τῆς ἀθανασίας τὸν χορηγόν, τέξασα Παρθένε, ἠθανάτισας τὸν Ἀδάμ· τοῦτο γοῦν δηλοῦσα, ἡ ἄφθαρτος Ἐσθής σου, φθορᾶς παθῶν λυτροῦται, τοὺς προσπελάζοντας. 

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Ἐκκλησιοκτόνος ἡ Αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

Καταλύει τὴν Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας


Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς κ. Κυπριανοῦ


Cyprian1a


Μακαριώτατε·

Σεβασμιώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς·
Σεβαστοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί·
Ὁσιώτατοι Μοναχοί, Γέροντες καὶ Γερόντισσες·
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοὶ καὶ Ἀδελφές·

1. Ἡ εὐγνωμοσύνη μας πρὸς τὸν Ἅγιο Ἀπόστολο Παῦλο

Σήμερα, ἐν  καιρῷ  θέρους, δροσιζόμενοι  ὑπὸ τὴν σκιὰν  τοῦ πλατύφυλλου Δένδρου τῆς  προσφάτου καὶ θεοφιλοῦς  Ἑνώσεώς  μας, ἡ Χάρις τοῦ Ἀγίου Πνεύματος  μᾶς συνήγαγε,  προκειμένου νὰ ἐκφράσωμε  προσευχητικά, ἐν ὕμνοις  καὶ  ᾠδαῖς πνευματικαῖς, τὴν  εὐγνωμοσύνη  μας ἐξαιρετικὰ πρὸς τὸν οὐρανοβάμονα  Ἅγιο Ἀπόστολο  Παῦλο· τὸν Φωτιστὴ  τῆς Πατρίδος  μας· τὸν Ἱδρυτὴ τῶν πρώτων Ἐκκλησιῶν ἐπὶ εὐρωπαϊκοῦ  ἐδάφους· τὸν θεμελιωτὴ τῆς Τοπικῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν· τὸν θεοκίνητο  Μυσταγωγό  μας στὸ Μυστήριο τοῦ Σωτῆρός μας Χριστοῦ· τὸν ἄριστο Καθηγητὴ  τῆς Μυστικῆς-Ἐμπειρικῆς-Εὐχαριστιακῆς Θεολογίας· τὴν ἀστείρευτη αὐτὴ Πηγὴ τῆς Ὀρθοδόξου Χριστοκεντρικῆς Ἐκκλησιολογίας.

Τὸν Παῦλο ἀναφέρομε εὐλαβικά, καὶ οἱ καρδιές μας στρέφονται πρὸς τὴν Ἁγία Πίστι μας, τὴν Ὁποία  Αὐτὸς μᾶς παρέδωσε· ἡ Ὁποία  εἶναι ταυτόσημος  μὲ τὴν διαιώνια Πίστι τῆς Ἐκκλησίας· ἡ Ὁποία  ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ εἶναι  καὶ  λέγεται Ἀποστολική· καὶ  ἐξ αἰτίας  τῆς  Ὁποίας,  ἡ Ἁγία  Ἐκκλησία μας εἶναι  καὶ καλεῖται καὶ ὁμολογεῖται  Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.

Ναί, ὁπωσδήποτε, «ἡ ἔλευση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν Ἑλλάδα εἶχε κοσμογονικὸ χαρακτῆρα  καὶ γιὰ τὴν Εὐρώπη καὶ προπάντων γιὰ τὴν Πατρίδα μας»[1].

Ναί,  πράγματι,  «ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὑπῆρξε “ὁ πατὴρ” τῆς Χριστιανικῆς Ἑλλάδος·  “ὁ Θεμελιωτὴς  καὶ  Οἰκοδόμος  τοῦ Ἑλληνικοῦ Χριστιανισμοῦ”· “ὁ μεγάλος  ἀφυπνιστὴς τοῦ Ἔθνους μας”· ὁ Ἱδρυτὴς τῆς Τοπικῆς  Ἑλλαδικῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας»[2].

Ναί, εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὁ χριστοκίνητος Παῦλος, ὅπως ἐπιγραμμα- τικὰ λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «τὴν Ἑλλάδα,  τὴν βάρβαρον πᾶσαν», λόγῳ  τῆς  εἰδωλολατρίας, αὐτὸς  «ὁ σκηνοποιὸς ἐπέστρεψε»  στὴν ἐπίγνωσι τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[3].

Ναί, ἀναμφισβήτητα, ὁ θεοφόρος Παῦλος  εἶναι  Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐβάπτισε στὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὥστε νὰ μὴν εἴμεθα πλέ- ον «ξένοι καὶ πάροικοι,  ἀλλὰ συμπολῖται τῶν Ἁγίων  καὶ οἰκεῖοι  τοῦ Θεοῦ, οἰκοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν Ἀποστόλων καὶ Προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ»[4].

Ναί, γιὰ ὅλα αὐτά, ἀνέκαθεν καὶ σήμερα καὶ τὴν στιγμὴ αὐτή, καταστέφομε τὴν Μνήμη καὶ τὴν Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου μὲ ἄνθη εὔωσμα εὐχαριστίας καὶ  δοξολογίας· μὲ τὰ  νοητὰ μύρα τῆς Πίστεως,  τῆς Ἐλπίδος καὶ τῆς Ἁγάπης·  ἀλλά,  καὶ μὲ τὰ δάκρυα τῆς αὐτομεμψίας καὶ μετανοίας, διότι δὲν ἀποδειχθήκαμε ἄξιοι τῶν οὐρα- νίων αὐτῶν δωρεῶν.

* * *


2. Τὸ «Μυστήριο τῆς Ἀνομίας» καὶ ὁ συγκρητιστικὸς Οἰκουμενισμὸς


Παρὰ ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα βεβαίως εἶναι πηγὴ ἐμπνεύσεως  καὶ ἀφυπνίσεως,  θὰ ἤθελα  ἀπόψε  νὰ στρέψωμε  τὴν  προσοχή  μας στὸ πολὺ ἐπίκαιρο  θέμα τῆς Ἀποστολικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Ἡ τετάρτη αὐτὴ ἰδιότης τῆς Ἐκκλησίας, συναπτομένη ἀρρήκτως μὲ τὴν Μοναδικότητα, τὴν Ἁγιότητα καὶ τὴν Καθολικότητά Της, βάλλεται στὶς  ἡμέρες μας συνεχῶς  καὶ  ἀπροκαλύπτως ἀπὸ τὴν ἐκκλησιοκτόνο αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου στὸ «θεμέλιο τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Προφητῶν»[4]  ἔχει σήμερα ἐξαιρετικὴ σημασία, ἐφ᾿ ὅσον τόσο οἱ Προφῆται, ὅσο καὶ οἱ Ἀπόστολοι, βεβαίως δὲ καὶ οἱ Διάδοχοί τους, κατεπολέμησαν σθεναρῶς τὸν Συγκρητισμό, δηλαδὴ τὴν ἀνάμειξι τῆς Ἀληθοῦς Πίστεως μὲ τὰ ἀλλότρια στοιχεῖα τῆς Εἰδωλολατρίας καὶ τῆς Αἱρέσεως· ἀντεστάθησαν στὴν νόθευσι τῆς Ἀληθείας· κατεδίκασαν τὴν σταδιακὴ  ἐπικράτησι τῆς ἀδιαφορίας  ἔναντι  τῆς Ἀληθείας· ἐμαρ- τύρησαν γιὰ νὰ μὴν ἀκυρωθῆ ἡ σχέσις  μὲ τὸν ἀποκεκαλυμμένο Θεὸ τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Σωτηρίας.

Ὀφείλομε νὰ εἴμεθα εἰλικρινεῖς: ἡ διαρκῶς  αὐξανομένη  συγκρητιστικὴ ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια  καὶ  ἡ ἀλλοίωσις Αὐτῆς  μέσῳ τοῦ ψεύδους,  ὡς καὶ ἡ ἐξίσωσις Αὐτῆς μὲ τὴν πλάνην-αἵρεσιν, εἶναι τὸ ἐνεργούμενον διὰ  μέσου τῶν  αἰώνων Μυστήριον τῆς  Ἀνομίας»[5], τὸ ὁποῖο  προηγεῖται τῆς  τελικῆς «Ἀποστασίας»[6], ἀλλὰ καὶ προπαρασκευάζει Αὐτήν, μέχρι τῆς ἐμφανίσεως-ἀποκαλύψεως τοῦ κατ᾿ἐξοχὴν «Ἀνόμου»[7], τοῦ «Υἱοῦ τῆς Ἀπωλείας»[6], τοῦ «Ἀντικειμένου»[8] καὶ «Ἀντιχρίστου»[9].

Στὴν προοπτικὴ  αὐτή, ἡ λεγομένη Οἰκουμενικὴ Κίνησις, ἡ ὁποία ἐνεφανίσθη καὶ ἀνεπτύχθη κατὰ  τὸν προηγούμενο αἰῶνα, μὲ σκοπὸ τὴν ἐπανένωσι τοῦ διηρημένου καὶ πολυδιασπασμένου Χριστιανισμοῦ, ἔχει συγκρητιστικὸ χαρακτῆρα καὶ ἐντάσσεται στὸ ἐνεργούμενο «Μυστήριον τῆς Ἀνομίας»[5]:

διεκηρύχθη ἐπισήμως  τὸ ἔτος 1920· μετὰ ἀπὸ ὀλίγα  ἔτη, τὸ 1924, προκειμένου νὰ ἐφαρμόση τὸ πρόγραμμα-σχέδιό του, εἰσήγαγε τὴν Ἡμερολογιακὴ-Ἑορτολογικὴ Μεταρρύθμισι, ἡ ὁποία διέρρηξε τὴν ἑνότητα τῶν Τοπικῶν  Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν·  κατόπιν, κατέρριψε τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο καὶ μετέθεσε «Ὅρια Αἰώνια,  ἃ ἔθεντο  οἱ Πατέρες»[10  ἡμῶν· καὶ σήμερα, ὁμιλεῖ ἀπροκάλυπτα γιὰ ἕναν χριστιανοφανῆ Συγκρητισμό,

ὅταν διαπιστώνη, ὅτι δῆθεν «ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὶς ἄλλες [ἑτερόδοξες] Ἐκκλησίες στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία»·

ὅταν «ἀναγνωρίζει τὴν ὀντολογικὴ ὕπαρξη τῶν ἄλλων  ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων», δηλαδὴ  «τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἄλλων [ἑτεροδόξων]  Ἐκκλησιῶν»·

ὅταν λαμβάνη «στάση περιεκτική», «περιχωρητική», «ἔναντι τῶν ἄλλων  Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν»·

ὅταν γίνεται λόγος  γιὰ «“εὐρύχωρη” ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογικὴ θεώρηση τῶν ἄλλων  Ἐκκλησιῶν»·

ὅταν υἱοθετῆται  ἡ ὑπέρβασις  τῆς  «παλαιᾶς αἱρεσιολογίας», ὡς καὶ τῆς «ἐκκλησιολογικῆς καὶ σωτηριολογικῆς ἀποκλειστικότητος»[11].

Αὐτὸς  ὁ προφανὴς  ἐκκλησιολογικὸς Συγκρητισμός, κινούμενος στὰ ὅρια τοῦ Χριστιανισμοῦ,  ἦταν ἑπόμενο  νὰ εἰσέλθη καὶ στὰ ὅρια τῶν ἄλλων  Θρησκειῶν,  ὡς Διαθρησκειακὸς Συγκρητισμός, ἐν τέλει  δὲ νὰ διατυπωθῆ  ἀπὸ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὰς ὡς ἑξῆς:
«Παραδέχεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ὕπαρξιν Ἐκκλη- σίας ἐν εὐρυτάτῃ ἐννοίᾳ, ἢ μᾶλλον Ἐκκλησιῶν ἐκτὸς τῆς ἀληθοῦς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ecclesia extra ecclesiam), ὡς καὶ χριστιανῶν ἔξω τῶν τειχῶν καὶ τῶν ὁρίων αὐτῆς (extra muros), ἔνθα ἐπεκτείνεται ἀνεμποδίστως ἡ πανσθενουργὸς σωτήριος χάρις τοῦ Θεοῦ»[12].

* * *


3. Ἀποστολικότης Διδαχῆς καὶ Διαδοχῆς


Ἀνέφερα προηγουμένως, ὅτι ἡ Ἀποστολικότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας βάλλεται ἀπὸ τὸν συγκρητιστικὸ Οἰκουμενισμὸ συνεχῶς καὶ ἀπροκαλύπτως.

Εἶναι λοιπὸν ἀναγκαῖο νὰ ἀναφερθοῦν ἐν συντομίᾳ τὰ δύο κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς Ἀποστολικότητος, ὥστε νὰ κατανοηθῆ ἔτι βαθύτερον, γιατὶ  ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι  ἐκκλησιοκτόνος καὶ ἑπομένως  ἐντάσσεται στὶς σύγχρονες  ἐκφράσεις τοῦ «Μυστηρίου τῆς Ἀνομίας»[5].

Ἡ Ὀρθόδοξος Πατερικὴ Διδασκαλία διέκρινε ἀνέκαθεν τὴν Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, πρῶτον σὲ Ἀποστολικότητα Διδασκαλίας καὶ δεύτερον σὲ Ἀποστολικότητα Διαδοχῆς-Χειροτονίας.
Ἐν τούτοις,  ἂν καὶ διακρίνωνται ἡ Διδασκαλία καὶ ἡ Διαδοχή, αὐτὲς εἶναι  ἑνωμένες  ἀδιαιρέτως, ὥστε ἡ μὲν Ἀποστολικὴ Διδασκαλία εἶναι αὐτὴ ἡ βάσις τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, ἡ δὲ κανονικὴ Χειροτονία εἶναι τὸ ἐξωτερικὸ  ἐκεῖνο γνώρισμα, τὸ ὁποῖο ἐπιβεβαιώνει τὴν ἑνότητα μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἡ Ὁποία  θεμελιώθηκε  ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων.
Ἄλλαις λέξεσιν,  ἡ μὲν Ἀποστολικότης τῆς Διδασκαλίας καθιστᾶ  τὴν Ἐκκλησία στόμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων, ἡ δὲ Ἀποστολικότης Διαδοχῆς-Χειροτονίας εἶναι ὁ σύνδεσμος τοῦ Λειτουργοῦ τῶν Μυστηρίων μὲ τὸν Χριστὸν καὶ τοὺς Ἀποστόλους.
Ὡς ἐκ τούτου, ἡ Ἀποστολικότης τῆς Ἐκκλησίας διασπᾶται καὶ καταλύεται, ὅταν ἀναιρῆται  ἡ Ἀποστολικὴ Διδασκαλία μόνον ἢ ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ μόνον ἢ βεβαίως, ὅταν ἀναιροῦνται ἀμφότερα.
Ἡ Ἀποστολικότης τῆς Ἐκκλησίας συνδέει τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Πηγὴ τῆς Χάριτος, μὲ αὐτὸ τοῦτο τὸ Ὑπερῶον τῆς Πεντηκοστῆς: διὰ  μέσου τῶν  Ὀρθοδόξων,  ἀλλὰ  καὶ  Κανονικῶν καὶ  Κοινωνικῶν Λειτουργῶν, τὰ  Μέλη  τῆς  Ἐκκλησίας πίνουν  ἀπὸ  τὴν  Πηγὴν  τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ζωῆς, χριστοποιοῦνται διὰ τῶν Μυστηρίων.
Ἀποστολικότης ἀποκεκομμένη ἀπὸ τὴν Πηγὴ τῆς Ἀληθείας  καὶ τῆς Ζωῆς, εἶναι  κενὴ  ἐκκλησιαστικοῦ περιεχομένου, εἶναι  ψευδεπίγρα- φος, δὲν εἶναι ἐκκλησιαστική, ἔχει ἐκπέσει  ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Σωτῆρα Χριστό, τὸν πρῶτο καὶ μέγιστο «Ἀπόστολον»[13],  ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τοὺς «Δώδεκα Ἀποστόλους  τοῦ Ἀρνίου»[14].
Πολὺ χαρακτηριστικά, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἐρωτᾶ γιὰ τοὺς Ἀρειανούς:  «Πῶς τῆς  Καθολικῆς  Ἐκκλησίας εἰσὶν  οἱ τὴν  Ἀποστολικὴν ἀποτιναξάμενοι Πίστιν;»[15].

Ἐν  συμπεράσματι:  Ἀποστολικότης Διδασκαλίας καὶ  Ἀποστολικότης Διαδοχῆς, ἀδιασπάστως συνυπάρχουσες, ἀλληλο-περιχωρούμενες καὶ ἀλληλο-επιβεβαιούμενες, εἶναι  τὰ  ἀπαραίτητα ἐκεῖνα  στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα  ἐγγυῶνται τὴν Μοναδικότητα, τὴν Ἁγιότητα καὶ  τὴν Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, μαρτυροῦν τὴν Γνησιότητα  τῆς Ἐκκλησίας, τὸν χαρακτῆρα  τῆς Ἀληθοῦς Ἐκκλησιας.

* * *


4. Ὁ Οἰκουμενισμὸς καταλύει τὴν Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας


Οἱ αἱρέσεις, ὅπως  καὶ  ὁ συγκρητιστικὸς Οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος μάλιστα  εἶναι μία παμπεριεκτικὴ αἵρεσις, μία παναίρεσις, ἀποτελοῦν –ὅπως προελέχθη– βασικὴ παράμετρο τοῦ «Μυστηρίου τῆς Ἀνομίας»[5].

Μὴν θεωρηθῆ τοῦτο ὡς ὑπερβολή· εἶναι διδασκαλία Πατερική, μᾶς τὸ ὑπενθυμίζει  ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός:
«“Μυστήριον Ἀνομίας” τὰς τῶν αἱρέσεων διδασκαλίας εἶναί φησι καὶ τὰ ψευδῆ αὐτῶν δόγματα. Ἐκείνου [τοῦ Μυστηρίου] γὰρ προβαδίζουσιν ὁδοποιοῦντες αὐτῷ [τῷ Μυστηρίῳ] καὶ καιρὸν ἀπάτης παρεχόμεναι· ἐξεληλύθεισαν δὲ ἤδη ἀπὸ τοῦ καιροῦ τῶν Ἀποστόλων αἱ αἱρέσεις»[16].

Καί, ἐπίσης, νὰ μὴ λησμονῆται, ὅτι «δὲν ὑπάρχουν μικρὲς ἢ μεγάλες αἱρέσεις, μικρὴ ἢ μεγάλη ἀπόκληση ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία. Ἡ Ἀλήθεια  δὲν εἶναι  ποτὲ θέμα ποσότητας. Ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη μας, τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Ἦθος καὶ ἡ Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα καὶ μοναδικὸ  μέγεθος, ποὺ δὲν τεμαχίζεται»[17].

Ἐπισημαίνει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Καθάπερ ἐν τοῖς βασιλικοῖς νομίσμασιν ὁ μικρὸν τοῦ χαρακτῆρος περικόψας, ὅλον τὸ νόμισμα κίβδηλον εἰργάσατο· οὕτω καὶ ὁ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καὶ τὸ βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντὶ λυμαίνεται, ἐπὶ τὰ χείρονα προϊὼν ἀπὸ τῆς ἀρχῆς»[18].

Ὁ συκρητιστικὸς Οἰκουμενισμὸς δὲν ἔχει ἀνατρέψει  μόνον τὸ βραχύτατον τῆς ὑγιοῦς Πίστεως, ἀλλ᾿ ἔχει καταλύσει τὴν Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας· ἦταν ἀνέκαθεν καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι  ἀλλότριος τῆς Συνοδικῆς  καὶ Πατερικῆς  Παραδόσεώς μας· συνενώνει  τοὺς ὁπαδούς του στὴν  λεγομένη  «Εὐρεῖα Παγκόσμια  Οἰκουμενικὴ Οἰκογένεια» (Broad Ecumenical World Family)[19], ἐντὸς τῆς ὁποίας διενεργεῖται μία de facto Συγκρητιστικὴ Διαδικασία, ἐξελισσομένη  δυναμικὰ  σὲ πολλὰ ταυτοχρόνως ἀλληλεξαρτώμενα ἐπίπεδα  (Θεολογία,  Λατρεία,  Διακονία, Μαρτυρία, Παιδεία, Διάλογοι, Συνέδρια, Συμβούλια, Ἐκδόσεις κ.ἄ.), βάσει πάντοτε –ὅπως ἐνασμενίζονται νὰ διακηρύσσουν οἱ Οἰκουμενισταὶ– τῆς δῆθεν «Πρωτοπορειακῆς καὶ Δυναμικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1920»[20]!

Γιὰ τὴν τεκμηρίωσι τῆς θέσεώς μας αὐτῆς, δηλαδὴ τῆς καταλύσεως τῆς  Ἀποστολικότητος τῆς  Ἐκκλησίας ὑπὸ τῆς  αἱρέσεως  τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δὲν θὰ προστρέξω σὲ πολλὲς μαρτυρίες, ἀλλὰ  θὰ ἀρκεσθῶ σὲ μία καὶ μόνο, τῆς ὁποίας  ἡ βαρύτητα εἶναι ἐξαιρετικῆς σημασίας, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι  συνοδικῆς-συλλογικῆς φύσεως: «εὐλογίᾳ καὶ ἐγκρίσει τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου»[21].

Πρόκειται  γιὰ  τὴν  «Ὁμολογία Θυατείρων»[21],  ἡ ὁποία  περιέχει μίαν  «τελείως αἱρετικήν, προτεσταντικὴν ἢ οἰκουμενιστικὴν διδα- σκαλίαν  περὶ τῆς Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας»[22], ὅπως  ἔγραφε ὀρθότατα τὴν 6.12.1975 ὁ ἐν Ἁγίοις  Ὁμολογητὴς Μητροπολίτης Φιλάρετος, τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς.

«Οἱ χριστιανοὶ πιστεύουν», διδάσκει  μεταξὺ  ἄλλων  αἱρέσε- ων καὶ  πλανῶν ἡ «Ὁμολογία» αὐτή,  «ὅτι ἀληθινὴ χειροτονία καὶ ἱερωσύνη ἔχουν καὶ μεταδίδουν οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ ἐπίσκοποι, οἱ κοπτοαρμένιοι καὶ αἰθίοπες ἐπίσκοποι, οἱ ἀγγλικανοὶ ἐπίσκοποι»· «δι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ μυστήρια τῶν ἀγγλικανῶν εἶναι μυστήρια τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας, ὡς εἶναι καὶ τὰ μυστήρια τῶν ρωμαιοκα- θολικῶν»· «ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ρωμαιοκαθολικοί, ἀγγλικανοί, κοπτοαρμένιοι καὶ αἰθίοπες, λουθηρανοὶ καὶ ἄλλοι προτεστάνται εἶναι χριστιανοὶ βαπτισμένοι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»· «ὅλοι οἱ χριστιανοὶ μὲ τὸ ἴδιον βάπτισμα ἐγίναμεν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία»[23]!...

Στὴν «Ὁμολογία» αὐτή, ἡ ὁποία  εἶναι  ἡ ἐπίσημος Ὁμολογία τῆς ἐκπεσούσης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἶναι ἡλίου φαεινό- τερον, ὅτι καταλύονται καὶ οἱ δύο συνιστῶσες τῆς Ἀποστολικότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ᾿ ὅσον ἀναγνωρίζονται συνοδικῶς τόσο ἡ Διδασκαλία, ὅσο καὶ ἡ Διαδοχὴ-Χειροτονία τῶν πολυειδῶν αἱρέσεων Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, μάλιστα ἀκόμη καὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖες ἔχουν καταδικασθῆ ρητῶς καὶ ὑπὸ Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

* * *


5. Ἡ κλῆσίς μας σήμερα


Δόξα τῷ Θεῷ πάντων  ἕνεκεν!...  Ὁ  Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος,  ὁ Φωτιστὴς  τοῦ Γένους μας καὶ  Ἱδρυτὴς  τῆς  Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας, μὲ τὸ κῦρος καὶ τὴν αὐθεντία  τοῦ Ἀπο- στολικοῦ  Χαρίσματός  του, μᾶς  ἐμύησε στὴνἈποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας· μᾶς ἐβοήθησε νὰ συνειδητοποιήσωμε βαθύτερα  τὴν  καταστροφικότητα τῆς  ἐκκλησιομάχου αἱρέσεως  τοῦ Οἰκουμενισμοῦ· μᾶς εὐαισθητοποίησε περισσότερα  στὴν νηφάλια  καὶ προσεκτικὴ ἀνάλυσι σοβαρῶν πτυχῶν τῆς Αἱρέσεως· μᾶς ἐνίσχυσε στὸ νὰ ἐπιδεικνύωμε θεάρεστη ἐμμονὴ στὴν Ἀποστολικὴ Διδασκαλία καὶ στὴν Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ-Ἱερωσύνη.

Σήμερα, χάριτι Θεοῦ, βιώνομε τὴν Ἑνότητά μας ἐν τῇ Ἀγάπῃ καὶ τῇ Ἀληθείᾳ τοῦ Σωτῆρός μας Χριστοῦ· οἱ Ὀρθόδοξοι Ἀντι-οικουμενισταὶ τοῦ Πατρίου Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου, συγκροτοῦντες πλέον ἕνα Σῶμα, καὶ  μάλιστα  διεθνοποιημένο· ἔχοντες συναντηθῆ σὲ μία ἰσχυρὰ  βάσι, ἤτοι στὸ θεολογικὸ-ἐκκλησιολογικὸ Κείμενο: «Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι  τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ»[24],  καλούμεθα νὰ δώσωμε μία Μαρτυρία αὐθεντική,  ὥστε «τῶν Ἀποστόλων τὸ Κήρυγ- μα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ Δόγματα»[25] νὰ εἶναι ὁ ἀσφαλὴς καὶ ἀπλανὴς ὁδηγός  μας· ὥστε, ἡ εὐαγγελικὴ καὶ  ἀποστολικὴ «ὑγιαίνουσα  διδα- σκαλία»[26]  νὰ διατηρηθῆ  ἀνόθευτος  ἀπὸ τὶς  συγκρητιστικὲς ἐπιδράσεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Κάθε αἵρεσις, ἐφ᾿ ὅσον πλήττει  καὶ ἀναιρεῖ τὴν Ἀποστολικότητα καὶ Πατερικότητα τῆς Ἐκκλησίας, «ἀποτελεῖ μία ἄλλη πίστη, μία ἄλλη στά- ση ζωῆς, τὴν ὁποίαν  –ὅπως λέγει  ὁ Ἅγιος  Εἰρηναῖος  Λυῶνος– “οὔτε Προφῆται ἐκήρυξαν, οὔτε ὁ Κύριος ἐδίδαξεν, οὔτε οἱ Ἀπόστολοι πα- ρέδωσαν”»· «κάθε αἵρεση, ὡς σύστημα πλάνης,  στερεῖται ἀκριβῶς τὸν τρόπο θεραπείας τῆς ἀνθρώπινης  ὕπαρξης, ποὺ φανέρωσε ὁ Χριστὸς καὶ τὸν βλέπουμε στὴν ἁγιοπνευματικὴ ἄθληση καὶ στὸ χριστομίμητο ἦθος τῶν Ἁγίων  μας»[17].

* * *


Εἴθε οἱ ταπεινὲς αὐτὲς  σκέψεις  καὶ ὑπομνήσεις  νὰ θεωρηθοῦν ὡς μία ἀνθοδέσμη εὐγνωμοσύνης στὸν Μέγα Φωτιστὴ  τοῦ Γένους καὶ τῆς Πατρίδος μας Ἅγιο Ἀπόστολο Παῦλο· ἀλλά, καὶ ὡς μία ὤθησις γιὰ περαιτέρω προσευχὴ καὶ ἐγρήγορσι ἔναντι τοῦ ἐνεργουμένου «Μυστηρίου τῆς Ἀνομίας»[5], μέσῳ τῆς συγκρητιστικῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ·
καὶ ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τοῦ Πατρός·
καὶ ἡ Κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος·
ἄς εἶναι μαζί μας,
πάντοτε, νῦν καὶ ἀεί,
καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!


Τῷ Δοτῆρι Θεῷ Δόξα καὶ Εὐχαριστία, εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν!


[Ἑόρτιος Ὁμιλία ἐπὶ τῇ ἱερᾷ Μνήμῃ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου - 29η Ἰουνίου 2014 - Ἱερὸς Ναὸς Ἁγίας Παρασκευῆς - Μοναστηράκι Ἀθηνῶν]



***********************************************



1.  Παύλου Παλούκα καὶ Θεοδώρου Ἀνθίμου, Τὸ Αἰώνιο Χρέος πρὸς τὸν Ἀπόστολο  Παῦλο, σελ. 47, Ἀθῆναι 2002.
2.  Αὐτόθι.
3.  Ἱ. Χρυσοστόμου, ΡG τ. 60, σελ. 407/Εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, Ὁμιλία Β΄, § ε΄.
4.  Ἐφεσ. β΄ 19-20.
5.  Β΄ Θεσσαλ. β΄ 7.
6.  Β΄ Θεσσαλ. β΄ 3.
7.  Β΄ Θεσσαλ. β΄ 8.
8.  Β΄ Θεσσαλ. β΄ 4.
9.  Α΄ Ἰωάν. β΄ 18, β΄ 22, δ΄ 3· Β΄ Ἰωάν. 7.
10.  Πρβλ. Παροιμ. κβ΄ 28.
11.  Στυλιανοῦ Χ. Τσομπανίδου, Ἐκκλησία καὶ Ἐκκλησίες – Ἡ θέση τῶν ἄλλων  Χριστια- νικῶν  Ἐκκλησιῶν στὴν  ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς  Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας στὰ πλαίσια  τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, σελ. 10, 283, 286, 287, 294, 295 κ.ἀ., ἐκδόσεις
«Ἁρμός», Ἀθῆναι 2013.
12.  Ἰωάννου Καρμίρη, «Ἡ σωτηρία τῶν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ», Πρακτικὰ
Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν 56 (1981) 391-434, σελ. 401-402.
13.  Γαλ. δ΄ 4· Ἑβρ. γ΄ 1.
14.  Ἀποκαλ. κα΄ 14.
15.  Μ. Ἀθανασίου, ΡG τ. 26, στλ. 20Α/Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος Α΄, § 4.
16.  Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ΡG τ. 95, στλ. 924ΑΒ/Εἰς τὴν Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς, κεφ. Β΄, στχ. 7.
17.  Πρωτοπρεσβυτέρου π. Βασιλείου Ἀ. Γεωργακοπούλου, Λέκτορος  Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ., «Τὸ μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ φαινόμενον τῶν αἱρέσεων», ἐφημερ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 2010/14.2.2014, σελ. 3.
18.  Ἱ. Χρυσοστόμου, ΡG τ. 61, στλ. 622/Εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας, Κεφ. Α΄, § Ϛ ΄.
19.  Ἐκ τῆς Ἱστοσελίδος τοῦ «Π.Σ.Ε.»: World Council of Churches Μedia relations office, Ρress update, 6 June 2003, cf. Ρress Release, ΡR-03-20, of 28 Μay 2003: «Orthodox participation in ecumenical movement: “There is no alternative to dialogue”», accessed 13.12.2003.
20.  Γρηγορίου Λαρεντζάκη, «Βασικαὶ ἀρχαὶ τηρήσεως καὶ ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος – Ὀρθόδοξοι Ἀπόψεις», στὸ «Ἐπιστημονικὴ Παρουσία Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης», τ. Α΄, σελ. 351, ἐν Ἀθήναις  1987.
21.  Ἀρχιεπισκόπου Θυατείρων καὶ Μ. Βρετανίας Ἀθηναγόρου (Κοκκινάκη), Ἡ Ὁμολογία Θυατείρων  – Ἡ Πίστις  καὶ  ἡ Προσευχὴ  τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, Ἐκδίδεται τῇ εὐλογίᾳ καὶ ἐγκρίσει τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, Λονδῖνον 1975, ἀγγλιστὶ (σελ. 1-151), καὶ ἑλληνιστὶ (σελ. 153-286).
■  Στὶς  σελίδες  4-5 παρατίθεται τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο  καὶ ἡ ἀγγλικὴ μετάφρασις τοῦ ἐγκριτικοῦ πατριαρχικοῦ γράμματος  (10.1.1975).
22.  Ἱερομονάχου Καλλινίκου Ἁγιορείτου (ἐπιμ.), Ὀρθόδοξος Μαρτυρία – Ἀντιοικουμενιστικὰ Κείμενα τῆς περιόδου 1966-1983 τοῦ Προκαθημένου τῆς ἐν Διασπορᾷ Ὀρθοδόξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Πανιερωτάτου Μητροπολίτου κ. Φιλαρέτου,  σελ. 66, Ἅγιον  Ὄρος-Ἀθῆναι
1985.
23.  Ἀρχιεπισκόπου Θυατείρων καὶ Μ. Βρετανίας Ἀθηναγόρου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 203, 159 καὶ
204.
24.  Βλ. περιοδ.  «Ὀρθόδοξος  Παρέμβασις», Ἱερᾶς  Μητροπόλεως  Ὠρωποῦ  καὶ  Φυλῆς  τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν  Ἑλλάδος, ἀριθ. 1/Μάρτιος-Ἀπρίλιος- Μάϊος 2014, σελ. 11-19.
25.  Κοντάκιον, Κυριακὴ τῶν Ἁγίων  ΤΙΗ΄ (318) Θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ.
26.  Α΄ Τιμ. α΄ 10· Β΄ Τιμ. δ΄ 3· Τίτ. α΄ 9, β΄ 1.

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΤΟΝ ΑΘΩΝΙΤΗ





Κατὰ τὸ ἔτος 963, συνέβη λιμὸς στὴν Αὐτοκρατορία, ἕνεκα τοῦ ὁποίου ἐδημιουργήθη ἔλλειψη τροφῶν καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐπειδὴ εἶχε ἀρχίσει ἡ οἰκοδομὴ τῆς Λαύρας καὶ νὰ ἐξαντλοῦνται τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ τρόφιμα, ὁ Ὅσιος ἀπεφάσισεν νὰ μεταβεῖ στὶς Καρυές, γιὰ νὰ συμβουλευθεῖ τὸν Πρῶτο καὶ τοὺς γέροντες ἐπὶ τοῦ πρακτέου. Ἐνῶ λοιπὸν ἐπορεύετο πρὸς τὶς Καρυές, σὲ ἀρκετὴ ἀποσταση ἀπὸ τὴν Μονή, συναντᾶ μίαν σεμνοτάτην καὶ ὡραιωτάτην γυναίκα. Ἀπὸ τὴν θέα τῆς ἐταράχθη. Ἀλλὰ πρώτη ἡ γυνὴ ἐρώτα τὸν Ἀθανάσιον «Πόθεν ἔρχεσαι, Ἀθανάσιε, καὶ ποῦ πορεύεσαι;».
Ἔκπληκτος ὁ Ὅσιος ἀπάντησε «Ποία εἶσαι ἐσύ, ἡ ὁποία μου ὁμιλεῖς καὶ γνωρίζεις τὸ ὄνομά μου;».

«Ἐγὼ εἶμαι ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου καὶ προστάτις σου», ἀπαντᾶ ἐκείνη, καὶ συνεχίζει «Ἀλλ’ εἶπε μοι, διατὶ ἐγκατέλιπες τὴν Λαύραν, καὶ ποῦ μεταβαίνεις;»
Καὶ ὁ Ὅσιος: «Δὲν πιστεύω ὅτι εἶσαι ἡ Κεχαριτωμένη, ἐὰν δὲν ἰδῶ κάποιο σημεῖον».
«Δίκαιον ἔχεις, Ἀθανάσιε, διὰ νὰ πιστεύσης, ἰδοὺ», ἀπάντησε. «Χτύπησε σταυροειδῶς μὲ τὴν ράβδο σου αὐτὴν τὴν πέτρα ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος καὶ θὰ ἰδεῖς εὐθὺς νὰ ἀναβλύζει ἄφθονον καὶ ἀστείρευτον ὕδωρ».
Πεισθεὶς ὁ Ὅσιος, ἐκτύπησε τὴν ἐνώπιόν του πέτρα καὶ ἀμέσως ἀνέβλυσεν ὕδωρ, καὶ τὸ σημεῖον ἐκεῖνο ἔκτοτε ὀνομάσθηκε ὕδωρ τοῦ ἁγιάσματος, ἔνθα ἐκτίσθη ναΰδριον τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.

Μετὰ τὸ γεγονὸς τοῦτο, προσέπεσε ἐνώπιον τῆς Παναγίας καὶ ἐζήτησε συγγνώμη. Τότε ἡ Παναγία ὑποσχέθηκε στὸν Ὅσιο νὰ ἀναλάβει τὴν τροφοδοσία τῆς Μονῆς καὶ τῶν ἄλλων ἀναγκαίων, καὶ τὸν προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Λαύρα, καὶ ἔγινε εὐθὺς ἄφαντος.

Ὁ Ἀθανάσιος ἐπέστρεψε στὴν Μονή. Μόλις διέβη τὴν κεντρικὴν πύλη καὶ εἰσῆλθεν στὴν αὐλή, βλέπει ἐνώπιόν του καὶ πάλι τὴν Ὑπεραγίαν θεοτόκον, ἡ ὁποία τὸν ὁδήγησε στὴν ἀποθήκη τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία ἦταν πλέον πλήρης τροφίμων. Δεικνύουσα δὲ ἡ Παναγία τὴν εὐλογία ἐκείνη τοῦ θεοῦ, λέγει στὸν Ὅσιο «θέλω, τέκνον μου Ἀθανάσιε, εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὴ ὁρίσης ἐσὺ καὶ οἱ διάδοχοι σου Οἰκονόμον εἰς τὴν Μονήν, διότι ἐγὼ θὰ εἶμαι ἡ Οἰκονόμισσα τῆς Λαύρας μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων» καὶ ἔγινε πάλι ἄφαντος. Πράγματι, ὁ Ὅσιος κατόπιν αὐτῶν συνέχισε τὴν ὁλοκλήρωση τῆς Λαύρας, μέχρι συντελέσεως τῆς ὁποίας ἐπήρκεσεν ἡ εὐλογία ἐκείνη τῶν τροφίμων. Στὸ σημεῖο ὅπου ἐνεφανίσθη ἡ Παναγία ἀνηγέρθη ὕστερα, καὶ ὑπάρχει ἕως σήμερον τὸ Προσκυνητάριον τῆς Παναγίας τῆς Οἰκονομίσσης, μετ’ ἀκοιμήτου κανδήλας.




Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

Λόγος στούς Δώδεκα Ἀποστόλους (Ἁγίου Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου)



  Αδελφοί και πατέρες, ιδού τα εμφορώτατα κλήματα της αγίας και αθάνατης και αποτελούσης την αρχή της ζωής αμπέλου, που είναι ο ίδιος ο Χριστός) «Εγώ είμαι», λέγει, «η άμπε­λος, εσείς τα κλήματα». Ιδού (ποίοι, κατά τους λόγους του Κυρίου, μπορούν να γίνουν και να είναι) οι φίλοι του Θεού Λόγου και Σωτήρα μας . «Εσείς είστε φίλοι μου», λέγει, «εάν πράττετε όσα εγώ σας παραγγέλλω. Δεν σας λέγω πλέον δούλους, διότι ο δούλος δεν γνωρίζει τι πράττει ο Κύριός του».

Εγώ όμως «έχω ονομάσει εσάς φίλους, διότι εκείνα τα οποία άκουσα από τον Πατέρα μου, σας τα γνωστοποίησα». Ιδού (ποίοι, κατά τους λόγους του Κυρίου, μπορούν να γίνουν και να είναι) οι Απόστο­λοι και οι κήρυκες της αλήθειας. «Εγώ είμαι», λέγει, «η (απόλυτη) αλή­θεια» και καθώς «με έχει αποστείλει» ο Πατήρ «να κηρύξω την άφεση (συγχώρηση) σε εκείνους που είναι αιχμάλωτοι (της αμαρτίας) και (να χαρίσω) την ανάβλεψη (το φως) σε εκείνους που είναι τυφλοί (από το σκοτισμό των παθών και των αδυναμιών τους)», κατά τον ίδιο τρόπο και εγώ αποστέλλω εσάς με σκοπό να θερα­πεύετε «κάθε ασθένεια και κάθε αδιαθεσία», και (όλα) εκείνα τα οποία ακούσατε (κατ’ ιδίαν) στους ιδιαίτερους χώρους προσευχής από εμένα, «να τα κηρύξετε από τα δώματα (ώστε να τα ακούσουν και να τα μάθουν όλοι)».Ιδού (ποίοι, κατά τους λόγους του Κυρίου, μπορούν να γίνουν και να είναι) οι αλιείς των ανθρώπων».

«Ακολουθήστε με», λέγει, «και θα σας κάνω αλιείς ανθρώπων (δηλαδή ικανούς να ψαρεύετε με τα δίκτυα του ευαγγελικού λόγου ανθρώπους και να τους προσελκύετε στη Βασιλεία του Θεού)». Ιδού (ποίοι, κατά τους λόγους του Κυρίου, μπορούν να γίνουν και να είναι) οι σωτήρες του κόσμου και ξένοι (προς τον υλιστικό και αμαρτωλό τρόπο ζωής) του κόσμου (αυτού). Δεν είναι, λέγει, από τον κόσμο τούτον, όπως (και) εγώ δεν είμαι από τον κόσμο αυτόν, και «φύλαξε αυτούς, Πάτερ, (ώστε να παραμείνουν ενωμένοι με­ταξύ τους) στο όνομά μου».

Ιδού (ποίοι, κατά τους λόγους του Κυρίου, μπορούν να γίνουν και να είναι) τα ευπειθέστατα (πάρα πολύ υπάκουα) πρόβατα που φέρουν τη σφραγίδα του παναγίου ποιμένος (δηλαδή του Χριστού). «Ιδού», λέγει, «εγώ (ο Χριστός) σας αποστέλλω ως (ήμερα) πρόβατα μέσα σε (αιμοβόρους) λύκους».

Και για να αφήσω πίσω τα περισσότερα από αυτά τα εγκώμια (επαίνους), που δίδουν μαρτυρία του Θεού, ιδού, προς εμάς σήμερα επανήλθαν, οι κατά χάριν του Χριστού και Σωτήρα μας αδελφοί -αφού επιστρέφετε, λέγει (ο Χριστός, μετά την Ανάστασή Του, στις Μυροφόρες), πέστε «στους αδελφούς μου» (δη­λαδή στους Αποστόλους)- οι λιμένες της σωτηρίας, οι πύργοι της χάριτος, οι λογικοί ουρανοί, οι νεφέλες του γλυκασμού που φέρνουν βροχή, οι ευαγγελιστές της ειρήνης, οι γρήγοροι της (Θείας) χάριτος ίπ­ποι, οι στύλοι της Εκκλησίας, οι κήρυκες της (Αγίας) Τριάδος -και γι­ατί πρέπει να λέγω και να απαριθμώ πολλά; -τα μουσικά όργανα, λύρες του Πνεύματος και οι σάλπιγγες της σωτηρίας και (οι) κλειδούχοι της Βασιλείας (του Θεού), «διδάσκοντας και νουθετώντας» μας ομόφωνα ο καθένας τους, όπως από κάθε μεν κακία απέχουμε, κρατούμε όμως μπροστά μας (ως ασπίδα) κάθε αρετή.

Και προηγουμένως μεν κηρύττουν ομόφωνα το σωτηριώδες μυστήριο της κατ’ οικονομίαν ενσάρκωσης (του Χριστού) και το άκτιστο και όμοιο στη φύση του (μυστήριο) της (Αγίας) Τριάδος, έπειτα δε διδάσκουν αρμονικά και σε μάς όλα τα «συνδεόμενα με τη σωτηρία». Γι’ αυτό και εγώ έχω κρίνει ότι είναι δί­καιο (ορθό) να μην πω σήμερα κάτι από τον εαυτό μου προς την αγάπη σας, αλλά (κάτι) από εκείνα τα οποία εκείνοι θεοπνεύστως διδάσκουν, (δηλαδή) να εισάξω στο μέσο (σας) (να φέρω ενώπιον σας) προς υπενθύμισή σας λίγα από τα πολλά από εκείνα τα οποία προτρέπει (συμ­βουλεύει) πρώτος ο θείος και αδελφόθεος Ιάκωβος.

«Ποιό είναι το όφελος, αδελφοί μου», λέγει, «εάν κάποιος λέγει (ισχυρίζεται) ότι έχει πίστη, δεν έχει όμως (ενάρετα) έργα; Μήπως μπορεί η (χωρίς έργα θεω­ρητική) πίστη (του) να τον σώσει; Αλλά θα πει κάποιος: συ έχεις (θεω­ρητική) πίστη και εγώ έχω (ενάρετα) έργα (χωρίς όμως και να έχω πίστη). Απόδειξέ μου την πίστη σου από τα έργα σου και θα σου αποδείξω και εγώ την πίστη μου από τα έργα μου. Εσύ πιστεύεις ότι ο Θεός είναι ένας. Καλά κάνεις. (Όμως) και τα δαιμόνια πιστεύουν (στην ύπαρξη του Θεού) και ανατριχιάζουν (μπροστά στη δικαιοσύνη και στη δύναμή Του). Θέλεις να μάθεις, κενέ (ανόητε) άνθρωπε, ότι η (θεωρη­τική) πίστη χωρίς τα (ενάρετα) έργα είναι νεκρή (και δεν μπορεί να σε σώσει);» Μάθε (λοιπόν) ότι «ο Αβραάμ ο προπάτοράς μας δικαιώθηκε (έγινε δίκαιος) από τα (ενάρετα) έργα (του), αφού έφερε (ανέβασε) πάνω στο θυσιαστήριο τον Ισαάκ τον υιό του. Βλέπεις ότι η πίστη τελειοποι­ήθηκε από τα έργα;».
«Βλέπετε ότι ο άνθρωπος δικαιώνεται (γίνεται δίκαιος) από τα (ενάρετα) έργα, και όχι από τη (θεωρητική) πίστη» μόνη της;

«Γι’ αυτό, αφού περιμαζέψετε όλο σας το μυαλό» με σωφροσύνη, λέγει ο θείος Πέτρος, «στηρίξετε πλήρως τις ελπίδες σας στη θεία Χάρη, που προσφέρεται σε σας με την αποκάλυψη του Ιησού Χριστού, ως παιδιά της υπακοής, χωρίς να συσχηματίζεστε με τις πρότερον επιθυμίες σας, οι οποίες σας εξουσίαζαν, όταν βρισκόσασταν στην άγνοια, αλλά σύμφωνα με τον άγιο Θεό, που σας κάλεσε στο δρόμο του αγιασμού, να γίνεστε και σεις οι ίδιοι άγιοι σε κάθε συναναστροφή, διότι είναι γραμ­μένο: Να γίνεστε άγιοι, διότι εγώ (ο Πατέρας σας) είμαι άγιος. Και εάν ονομάζετε Πατέρα σας τον Θεό, ο Οποίος κρίνει αμερόληπτα όλους σύμφωνα με τις πράξεις του καθενός, με φόβο Θεού να συμπεριφερθείτε κατά το χρόνο της παροικίας σας στη γη, που δεν είναι η παντοτινή σας πατρίδα, γιατί γνωρίζετε ότι όχι με φθαρτά λύτρα, δηλαδή με αργυρά ή χρυσά νομίσματα, λυτρωθήκατε από τη μάταιη και αμαρτωλή  ζωή και συναναστροφή σας, αλλά με το τίμιο αί­μα του Χριστού, το οποίο προσφέρθηκε θυσία ως αίμα αμώμου και καθαρού από κάθε ηθική κηλίδα αμνού».

Για τούτο, «αφού αποθέσετε κάθε κακία και κάθε δόλο και υποκρισίες και φθόνους και όλες τις καταλαλιές , ως νεογέννητα βρέφη να επιθυμήσετε πολύ το θρεπτικό ανόθευτο γάλα της θείας Χάριτος, για να μεγαλώσετε με αυτό, εάν βεβαίως γευθήκατε (και από την πείρα σας μάθατε) ότι ο Κύριος είναι πάντοτε ευεργετικός και αγαθός». Και αυτός ο οποίος, αφού έπαθε σωματικά (συσταυρούμενος με τον Χριστό), έχει παύσει να αμαρτάνει, έτσι ώστε να μην επιθυμεί πλέον να ζήσει τον υπόλοιπο χρόνο των ανθρώπων μέσα στην αμαρτία, αλλά σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Διότι είναι αρκετός ο χρόνος της ζωής σας, που έχει περάσει μέσα στις ακολασίες».

«Διότι, εάν ο Θεός δε λογάριασε τους αγγέλους που αμάρτησαν, αλλά, αφού τους έριξε στα τάρταρα, τους παρέδωσε να είναι φυλαγμένοι σε σειρές από βαθύ σκότος μέχρι να δικαστούν κατά την ημέρα της Κρίσεως, και εάν δεν λυπήθηκε τον παλαιό κόσμο (προ του κατακλυσμού) και εάν, αφού μετέβαλε σε στάχτη τις πόλεις των Σοδόμων και των Γομόρρων, τις καταδίκασε σε καταστροφή, αφού τις είχε βάλει ως φοβερό παράδειγμα σε εκείνους που έμελλαν να ασεβούν», τότε να είστε βέ­βαιοι ότι, «θα έλθει η ημέρα του Κυρίου κατά την οποία θα κρί­νει τον κόσμο. Και θα έλθει ξαφνικά, όπως ο κλέφτης μέσα στη νύκτα, κατά την οποία οι ουρανοί με θορυβώδη ήχο θα παρέλθουν, τα δε  στοιχεία, αφού θα καούν, θα διαλυθούν και η γη και τα έργα που θα υπάρχουν σ’ αυτήν, θα κατακαούν.

Αφού λοι­πόν όλα αυτά με αυτόν τον τρόπο διαλύονται, σκεφθείτε πόσο ταπει­νοί πρέπει να είστε σεις οι Χριστιανοί κατά τις αγίες συναναστροφές και τις ευσέβειές σας, προσδοκώντας και επιταχύνοντας την παρουσία (τον ερχομό) της ημέρας του Θεού;».
«Παιδιά μου», λέγει ο Ιωάννης ο Θεολόγος, «τελευταία και κρίσιμη είναι η σημερινή εποχή, και καθώς ακούσατε από τη διδασκαλία των Αποστόλων ότι έρχεται ο αντίχριστος, και τώρα ακριβώς έχουν παρουσιαστεί πολλοί αντίχριστοι· Απ’ αυτό μαθαίνουμε ότι είναι κρίσιμη η εποχή μας», «και σας αναγγέλλουμε, ότι ο Θεός είναι το  φως, και ουδέν ίχνος σκό­τους υπάρχει εις Αυτόν. Εάν λοιπόν πούμε ότι έχουμε κοινωνία μαζί Του και ζούμε στο σκότος της αμαρτίας, ψευδόμαστε και δεν λέμε την αλήθεια. Εάν όμως περπατούμε μέσα στο φως. ζώντας σύμφωνα με τον ευαγγελικό λόγο, όπως ο ίδιος ο Θεός είναι στο φως, τότε έχουμε κοινωνία με­ταξύ μας, και το αίμα του Ιησού Χριστού του Υιού του μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία». «Και τώρα, παιδάκια μου, μένετε σταθερά ενωμένοι με Αυτόν, ώστε, όταν φανερωθεί, να έχουμε παρρησία (θάρρος), και να μην αισθανθούμε ντροπή απ’ Αυτόν , όταν Τον δούμε κατά τη (Δευτέρα) Παρου­σία Του».

Και γι’ αυτό λέγει ο Ιούδας ο Ιακώβου: «Τους αγγέλους, οι οποίοι δεν φύλαξαν το (υψηλό) αξίωμά τους, αλλά εγκατέλειψαν την κατοικία τους (στους ουρανούς), τους έχει κρατήσει δεμένους  με αιώνια δεσμά κάτω από σκότος για να δικαστούν στην Κρίση της μεγάλης ημέρας (δηλαδή κατά τη Δευτέρα Παρουσία). Όπως τα Σόδομα και τα Γόμορρα, έτσι και οι πόλεις που βρίσκονταν γύρω απ’ αυτά, οι οποίες με τον ίδιο με τα Σόδομα και τα Γόμορρα τρόπο, αφού παραδόθηκαν στην πορνεία και αφού  παρασύρθηκαν σε παρά φύση ασέλγειες, βρίσκονται μπροστά μας ως παράδειγμα αμαρτωλών, που έχουν να δώσουν λόγο με την ποινή του αιωνίου πυρός».

«Ας μη βασιλεύει λοιπόν η αμαρτία», διδάσκει ο Παύλος, «στο θνητό σας σώμα, ώστε να υπακούετε σ’ αυτήν παρασυρόμενοι από τις επιθυμίες του, ούτε να προσφέρετε τα μέλη σας ως όργανα της αδικίας, με αποτέλεσμα να σας νικά και να σας εξουσιάζει με αυτά η αμαρτία, αλλά να προσφέρετε τους εαυτούς σας στο Θεό, ως άνθρωποι οι οποίοι, αφού αναστηθήκατε με το βάπτισμα από τους νεκρούς, είστε ζωντανοί έχοντας μία νέα και αγία ζωή», και «όπως ακριβώς προσφέρατε τα μέλη σας να εί­ναι δούλα στην αμαρτία, και με την παράβαση του νόμου (να είναι δού­λα) στην ανομία, έτσι και τώρα να προσφέρετε τα μέλη σας (να είναι) δούλα στη δικαιοσύνη προς αγιασμό (σας)».

Γνωρίζετε, αγαπητοί μου αδελφοί, λύρα με δώδεκα χορδές, η οποία να παίζει με θεία έμπνευση και να ομοφωνεί ως προς το πόσο κακό (πράγμα) είναι η αμαρτία; Ας προσέχουμε λοι­πόν, αδελφοί (μου), τους εαυτούς μας, για να σωθούμε. Ας προσέχου­με (σ’ αυτές) τις προτροπές της Αγίας Γραφής και σ’ αυτά εδώ τα σωτηριώδη διδάγματα των Αποστόλων, και ας μη δίδουμε δευτερεύουσα σημασία στους λόγους του Α­γίου Πνεύματος. Διότι, γι’ αυτόν τον λόγο δεν σας είπα και σήμερα (πράγματα) από τον εαυτό μου, αλλά όλα όσα σας είπα είναι αγιοπνευματικά και αποστολικά (λόγια), ώστε να είναι βέβαιη η πίστη (σας σ’ αυτά).

Και τώρα μνημονεύω τον θείο Πέτρο, για να μου επι­σφραγίσει (επιβεβαιώσει) το λόγο και να προσευχηθεί θεόπνευστα για όλους σας, λέγοντας τα εξής: «Ο Θεός, που είναι η πηγή και ο χορηγός κάθε δωρεάς, ο Οποίος σας κάλεσε διά του Ιησού Χριστού στην αιώνια δόξα Του, Αυτός είθε να σας καταρτίσει, να σας στηρίξει, να σας ενδυναμώσει, να σας θεμελιώσει. Εις Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν».


(Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, Κατήχησις ΙΖ΄, Εις τους Αγίους και Πανευφήμους Αποστόλους και περί της αγίας και θεοπνεύστου αυτών διδαχής και περί του μη παρέργως ακούειν των σωτηριωδών τούτων διδαγμάτων. Συγγράμματα τ. Β. Έκδ. Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγ. Νεοφύτου, σ.278-282.)

Πηγή: nefthalim.blogspot.gr

Δείτε σχετικά: