A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕΣΙΤΡΙΑ ΚΑΙ ΒΟΗΘΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ


Στη συνείδηση των ορθοδόξων πιστών η Παναγία έχει καθιερωθεί ως μεσίτρια που ενώνει τη γη με τον ουρανό, τον αισθητό κόσμο με τη νοητή ωραιότητα. Η αλήθεια αυτή αποτυπώνεται στους βυζαντινούς ναούς με την Πλατυτέρα που εικονίζεται στην κόγχη του ιερού. Η Παναγία είναι η κλίμακα από την οποία κατέβηκε ο Θεός στη γη, για να μπορέσει ο άνθρωπος να αποδεσμευθεί από τις συνέπειες της φθοράς και του θανάτου, να ατενίσει την ωραιότητα του προπτωτικού κάλλους και να πορευθεί προς τη θέωση. Γι’ αυτό η κλίμακα του Ιακώβ εξεικονίζει την Θεοτόκο που ένωσε τα «διεστώτα» και συνάπτει αυτά για πάντα με τις πρεσβείες και τη μεσιτεία της προς τον Υιό και Θεό της.

Με ποιά σημασία όμως η Παναγία θεωρείται μεσίτρια, αφού είναι γνωστό ότι ένας είναι ο μεσίτης Θεού και ανθρώπων, ο Ιησούς Χριστός; Ο Χριστός με τη θυσία του έγινε το «αντίλυτρο» για την εξαγορά όλων των ανθρώπων από τα δεσμά της πτώσεως, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ Πάτερα και εκπεσμένου υιού. Ο Χριστός είναι μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων και η μεσιτεία του αυτή γίνεται δυνατή με την Παναγία που ως Μητέρα του Θεανθρώπου πρόσφερε σε όλους τη δυνατότητα να κοινωνούν με τον Θεό.

Βασική προϋπόθεση για την επανασύνδεση και προσέγγιση Θεού και ανθρώπων είναι η λύση της έχθρας γης και ουρανού και η επαναφορά των «αποστατών» στον Πατέρα, γράφει ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Με τη λύση της έχθρας ανοίγει ο δρόμος για την υιοθεσία του ανθρώπου από τον Θεό. Η υιοθεσία ενεργοποιεί τη μετοχή στη θεία δόξα με το φωτισμό και την ανακαίνιση του συντετριμμένου πλάσματος. Η Παναγία ως μεσίτρια οδηγεί τον άνθρωπο στον Χριστό και πρεσβεύει για τη σωτηρία του. Στην εικονογραφία και την υμνολογία της Εκκλησίας, που αποτυπώνεται στις ακολουθίες, στους κανόνες, τον Ακάθιστο Ύμνο, τα θεοτοκάρια, τις συναπτές και σε κάθε σχετικό ύμνο, η Θεοτόκος δέεται υπέρ των πιστών και δεομένη εκφράζεται ως Μητέρα όλων. Αυτό διαφαίνεται περισσότερο στις θεομητορικές εορτές που αποτελούν ειδικότερες αφορμές καταφυγής των Χριστιανών στη σκέπη και προστασία της.

Η Παναγία βρίσκεται πολύ κοντά στον Θεό. Από το προνόμιο αυτό απορρέει η παρρησία της ενώπιον του υπέρ των ανθρώπων. Όταν οι πιστοί απευθύνουν δεήσεις και ικεσίες προς την Παναγία ή τους αγίους αυτό δεν σημαίνει ότι λησμονούν το σωτήρα Χριστό. Ο Χριστός τελικά σώζει τους ανθρώπους. «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς» ψάλλεται στη θεία Λειτουργία. Η Θεοτόκος δεν σώζει, αλλά και δεν σωζόμαστε χωρίς αυτήν. Μέσω αυτής οικειούμαστε το σωτήρα Χριστό.

Στον Παρακλητικό Κανόνα, οι πιστοί απευθύνονται προς την Παναγία με την εξής ευχή: «Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν ως άρρηκτον τείχος και προστασίαν». Στον Κανόνα αυτόν αποτυπώνεται η θρησκευτική ευλάβεια προς το πρόσωπο της Παναγίας, την οποία επικαλούνται όλοι μετά τον Θεό Πατέρα για ενίσχυση και ενδυνάμωση. Η υμνολογική αυτή αναφορά αποτελεί μία ακόμη πτυχή της ορθόδοξης λατρείας όπου αποσαφηνίζεται ο μεσιτικός ρόλος της Θεοτόκου στις επικλήσεις σωτηρίας του κόσμου που απειλείται από την επικυριαρχία του κακού.

Ο Βασίλειος Σελευκείας προσδιορίζει το νόημα της μεσιτείας, όταν λέει: «Χαίρε κεχαριτωμένη, μεσιτεύουσα Θεώ και ανθρώποις, ίνα το μεσότοιχον αναιρεθή της έχθρας, και τοις επουρανίοις ενωθή τα επίγεια». Αυτή η υπέρβαση από τη σφαίρα της φθαρτότητας προς τα επουράνια και η επαγγελία της σωτηρίας και της αναστάσεως μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω της Παναγίας που πρώτη από όλους τους ανθρώπους δέχθηκε το χαρμόσυνο μήνυμα της αναστάσεως του Κυρίου.

Η άποψη αυτή είναι διάχυτη στη λειτουργική παράδοση, την υμνογραφία και την εικονογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Παρά την απουσία βιβλικής θεμελιώσεως αυτής της θέσεως, οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας στα ερμηνευτικά τους υπομνήματα πάνω σε χωρία των συνοπτικών Ευαγγελίων αφήνουν να διαφανεί ότι ο Χριστός μετά την ανάστασή του εμφανίστηκε πρώτα στην Παναγία. Η ίδια ποτέ δεν αμφισβήτησε τη θεότητα του υιού της, ενθυμούμενη όλα τα παράδοξα και θεϊκά που συνέβησαν κατά τη σύλληψη, τη γέννηση και την επί γης παρουσία του Χριστού.

Η σωτηρία και η ελπίδα της αναστάσεως προέρχεται από τον ίδιο τον Θεό. Η οικείωση όμως της σωτηρίας από τους ανθρώπους καθίσταται δυνατή με τις πρεσβείες της Θεοτόκου που, προσφέροντας το τέλειο πρότυπο αγίου βίου, οδηγεί τους πιστούς στην αρετή και τη μετάνοια. Η βαθιά αυτή πεποίθηση του λαού για τη διαρκή παρουσία της Παναγίας στο χειμαζόμενο άνθρωπο παγιώθηκε από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες στη συνείδηση των πιστών. Η Θεοτόκος γίνεται «τοις λυπουμένοις ευμενές παραμύθιον, πάσι τοις αιτούσιν ετοίμη βοήθεια». Η ίδια είναι κοντά στους ανθρώπους, αισθάνεται λύπη γι’ αυτούς και ποθεί τη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου. Αγκαλιάζει τους πάντες και είναι έτοιμη με την παρρησία και την εγγύτητά της στον Θεό να λύσει κάθε επώδυνη κατάσταση της ζωής, την οποία προκαλεί η αμαρτία .


Οι άνθρωποι έχουν το προνόμιο να διαθέτουν ισχυρό προστάτη και υπερασπιστή τους, την Παναγία, που με την παρέμβασή της αποδυναμώνει την επιρροή του κακού. Αυτή «δέεται και πρεσβεύει υπέρ ημών» ανατρέποντας τις ορμές των παθών και τον πόλεμο του πονηρού. Η Παναγία και επιθυμεί και μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των ποικίλων κακών, πριν ακόμη οι άνθρωποι τα αντιληφθούν. Τότε παρεμβαίνει η μεσίτρια, που με τις μητρικές της παρρησίες ικετεύει θερμά τον ουράνιο Πατέρα, σαν να πρόκειται για τον εαυτό της, προβάλλοντας τη συγγένεια της φύσεώς της με το ανθρώπινο γένος.

Η Παναγία επιβλέπει από ψηλά με συμπόνια ως «υπέρμαχος στρατηγός» το ποίμνιο που δεινοπαθεί από φανερές ή αφανείς επιθέσεις των εχθρών και κυρίως του παλαιού τυράννου, του πονηρού, κατά τη γραφή του αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου. Η μεσιτεία της είναι το υπέρλογο εκείνο μέσο που όχι μόνο τιμά το ανθρώπινο γένος, αλλά και το ενισχύει, αφού το απαλλάσσει από την κυριαρχία του αιτίου των κακών έξεων και συνηθειών. Οι πιστοί δέονται στην Θεοτόκο να καταστείλει τα πάθη της ψυχής τους και να απολεπτύνει σταδιακά το νέφος της σάρκας, το παχύ και γεώδες αυτό προκάλυμμα. Ζητούν ακόμη να ενδυναμώνει τις νοερές κινήσεις και ενέργειες της ψυχής τους και να τις προσανατολίζει προς το αιώνιο και πρωτότυπο κάλλος.

Συχνά η απροθυμία της ανθρώπινης φύσεως και η νωθρότητα της διάνοιας καθιστούν τον άνθρωπο ράθυμο στην αρετή, που απαιτεί κόπο. Στην κατάκτηση της αρετής παρεμβάλλονται εμπόδια και αδιέξοδα. Γι’ αυτό στην πρώτη εμφάνισή τους ο πιστός καταφεύγει στην Θεοτόκο που δεν παύει να αγαπά και να φροντίζει τους ανθρώπους ως φιλόστοργη Μητέρα. Έτσι μεταβιβάζει τις ευεργεσίες της προς όλους αδιακρίτως και τους προστατεύει από τους πειρασμούς και τους κινδύνους. Ο Ιωσήφ Υμνογράφος ομιλεί ποιητικά για την ακοίμητη πρεσβεία της Θεοτόκου προς τον Θεό, που καθαρίζει τα πάθη της ψυχής με τις ιερές μεσιτείες της, δωρίζοντας παράλληλα και σωτήρια εγρήγορση για την εκπλήρωση του θελήματος του Θεού.

Είναι τόσο πολλές οι θλίψεις, οι συμφορές του βίου και οι πειρασμοί που κυκλώνουν από παντού τον πιστό, ώστε αναζητά την «κραταιά σκέπη» της Παναγίας και ζητά προστασία, κάνοντας έκκληση προς αυτήν: «Διά σπλάχνα ελέους σου, Παρθένε, μη παρίδης σεμνή ποντούμενόν με σάλω βιοτικών κυμάτων, αλλά δίδου μοι χείρα βοηθείας καταπονουμένω κακώσεσι του βίου». Στον αγώνα του ενάντια στο κακό ο πιστός καταπονείται ανελέητα από τις ορμές των παθών, από τα βέλη του πονηρού και από τις επαναστάσεις της σάρκας. Γι’ αυτό ζητά συνεργό και βοηθό του την Παναγία, ώστε να καταστείλει τις σαρκικές εκρήξεις και να αποτρέψει την κυριαρχία και επικράτηση του υλικού φρονήματος που γεννά την αμαρτία. Ο πιστός επικαλείται επίσης και την άμεση παρουσία του Θεού Πατέρα από τον οποίο ζητά να του δωρίσει «γρήγορον νουν, σώφρονα λογισμόν και καρδίαν νήφουσαν». Έτσι η προσωπική άσκηση συμβαδίζει με τη θεία αντίληψη. Ο πιστός δεν στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις, αλλά περισσότερο στη βοήθεια του Θεού στον οποίο και προσφέρει όλη του την ύπαρξη, όπως έπραξαν οι άγιοι της Εκκλησίας, και κυρίως η Παναγία.
Οι πρεσβείες της Θεοτόκου στηρίζουν τον άνθρωπο μπροστά στους πειρασμούς και τη δύναμη του κακού. Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός εκτιμά ότι ο ανθρώπινος βίος θα ήταν αβίωτος, εάν οι πιστοί δεν είχαν την Παναγία «συνόμιλόν τους και μόνην επί γης καταλελειμμένην παρηγορίαν» .

Αν κάποιος επιθυμεί να πορευθεί προς τον Δεσπότη όλων, τον Θεό ή να ζητήσει συγγνώμη για τα παραπτώματά του, τότε στο πρόσωπο της Παναγίας θα βρει το χειραγωγό που θα τον οδηγήσει προς αυτόν. Η Θεοτόκος, λόγω της εγγύτητάς της προς τον Θεόν και της κοινής καταγωγής της με το ανθρώπινο γένος, γίνεται διαρκώς η μεσίτρια που συμφιλιώνει το πλάσμα με τον Πλάστη. Με τις πρεσβείες της χορηγεί στους πιστούς την εκπλήρωση των αιτημάτων τους. Και αν είναι υποχρέωση των τέκνων να αποδίδουν σεβασμό και τιμή στους κατά σάρκα γεννήτορες, ποιά ανταμοιβή θα ήταν αντάξια της Παναγίας που είναι η αιτία της πνευματικής γεννήσεως, ενηλικιώσεως, εμπλουτισμού και θεώσεώς τους;

Με δεδομένη την υπαιτιότητα του ιδίου του ανθρώπου για την πτώση του και την αμαύρωση του «κατ’ εικόνα», είναι φανερό ότι ο ίδιος δεν θα μπορούσε να ανακόψει την πορεία του προς τον όλεθρο. Αυτήν την καταλυτική πτώση του γένους διαπίστωνε με θλίψη και συμπόνια η Παρθένος και αναζητούσε το αντίρροπο φάρμακο για ένα τόσο μεγάλο πάθος. Διέγνωσε ότι μόνο μία κατεύθυνση υπήρχε· η ολοκληρωτική στροφή της προς τον Θεό και η μεσιτεία της για όλο το ανθρώπινο γένος. Κατά συνέπεια έγινε πρέσβειρα των ανθρώπων με τη δική της βούληση «ζητούσα όπως πιθανώς και γνησίως ομιλήσει Θεώ».

Η Θεοτόκος με τη συνεκτική δύναμη, το θεάνθρωπο υιό της που έφερε στους μητρικούς της κόλπους, γίνεται ενοποιός χώρα που συγκρατεί και ενώνει. Αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, συγκεντρώνει τους διασκορπισμένους και τους συμφιλιώνει μεταξύ τους και με τον Θεό, όπως ακριβώς το κέντρο του κύκλου όλες τις διερχόμενες ευθείες. Η Παναγία γίνεται η κοινή εστία, το θεμέλιο βάθρο και η απαράμιλλη πηγή των υπερφυσικών χαρισμάτων, από τα οποία αντλεί πλούσια η νοερή και λογική φύση χωρίς όμως να μπορεί να υπερβεί την τελειότητα εκείνης.

Η Παναγία ως μέση μεταξύ δύο ιστορικών κόσμων, προ και μετά Χριστόν, μεσίτευσε όχι μόνο μεταξύ αυτών των δύο, αλλά και μεταξύ του Θεού και όλου του ανθρώπινου γένους. Η θέση της στο μυστήριο της θείας οικονομίας της έδωσε το προνόμιο να συνδέει μόνη αυτή το ανθρώπινο με το θείο. Έτσι κατέστησε τον Θεό Υιό ανθρώπου και ανέδειξε τους ανθρώπους σε υιούς του Θεού, γράφει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς. Από αυτή τη θεία ιδιότητά της εκπορεύεται ο ρόλος της μεσιτείας και πρεσβείας της για τους ανθρώπους. Έκτοτε αναδύεται ως έμψυχο άγαλμα κάθε καλού, ως ζωντανή εικόνα κάθε αρετής, ως κοινωφελέστατη τιμή του ουρανού, της γης και των επέκεινα.

Πηγή: “Διακόνημα” 









ΚΥΡΙΑΚΗ Α' ΛΟΥΚΑ : Εὐγγέλιον - Ὁμιλία ἡ τήρησις τῶν θείων ἐντολών (Νικηφόρου Θεοτόκη)




Εὐαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. Ε’ 1-11



1 Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὁ ᾿Ιησοῦς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, 2 καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. 3 ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. 4 ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. 5 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. 6 καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. 7 καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. 8 ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν ᾿Ιησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· 9 θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, 10 ὁμοίως δὲ καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ ᾿Ιησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. 11 καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.


ΑΠΟΔΟΣΗ

Εκείνον τον καιρό ο Ιησούς στεκόταν κοντά στη λίμνη της Γεννησαρέτ και είδε δυο πλοιάρια κοντά στη λίμνη. Οι ψαράδες όμως είχαν βγει έξω και έπλεναν τα δίχτυα. Μπήκε λοιπόν ο Ιησούς σ' ένα από αυτά (πλοιάρια), πού ανήκε στον Σίμωνα και τον παρεκάλεσε να απομακρυνθεί λίγο από την ακρογιαλιά. 
Τότε εκάθισε και εδίδασκε από το πλοιάριο τα μαζεμένα πλήθη. Μόλις όμως τελείωσε να ομιλεί, είπε στον Σίμωνα: «Πήγαινε στα βαθιά και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψάρεμα». Και ο Σίμων αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε όλη τη νύχτα κοπιάσαμε χωρίς να πιάσουμε τίποτε. Άλλα, επειδή εσύ το λέγεις, θα ξαναρίξω το δίχτυ για χατήρι σου. Όταν το έκαναν, έπιασαν τόσα πολλά ψάρια, πού το δίχτυ τους άρχισε να σχίζεται. 
Και έκαναν νεύματα στους συντρόφους τους, πού ήσαν στο άλλο πλοιάριο, να έλθουν και να τους βοηθήσουν. Και ήλθαν. Και εγέμισαν και τα δυο πλοιάρια, ώστε να κινδυνεύουν να βυθιστούν. Όταν ο Σίμων Πέτρος είδε τι έγινε έπεσε στα γόνατα του Ιησού και είπε: «Απομακρύνσου απ' εδώ, Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός». Αυτό το είπε, γιατί και αυτός και οι άλλοι, όσοι ήταν μαζί του, εδοκίμασαν μεγάλη έκπληξη με τα ψάρια πού έπιασαν. Επίσης και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, υιοί Ζεβεδαίου, πού ήσαν συνεταίροι του Πέτρου.

Και είπεν ο Ιησούς στον Σίμωνα: «Μη φοβάσαι. Από εδώ και πέρα θα ψαρεύεις και θα πιάνεις ανθρώπους». Και όταν έφεραν τα πλοιάρια στην ξηρά, τα εγκατέλειψαν όλα και ακολούθησαν τον Χριστό.

Ομιλία Νικηφόρου Θεοτόκη, Αρχιεπισκόπου Αστραχάν και Σταυρουπόλεως, περί του ότι η τήρησις των θείων εντολών είναι χορηγός και των επιγείων αγαθών. 


Δύο προστάγματα του Θεού ακούει ο Πέτρος και οι άλλοι μαθηταί του Χριστού που ήσαν μαζί του. «Χαλάσατε (ρίψετε δηλαδή) τα δίκτυα υμών εις άγραν», και, «δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Οι μαθηταί, υπακούοντας προθύμως, στο μεν πρώτον είχαν επιτυχίαν, έπιασαν δηλαδή αναρίθμητον πλήθος ιχθύων, υπακούοντας δε ευθύς και στο δεύτερον, έγιναν σύνθρονοι του Ιησού Χριστού. Τούτο αποδεικνύει επαρκώς, ότι όσοι υποτάσσονται στα θεία προστάγματα, όχι μόνον κληρονομούν την αιώνιαν βασιλείαν, αλλά γίνονται ευτυχείς και σε αυτήν την πρόσκαιρον ζωήν. Επειδή όμως ορισμένοι, στοχαζόμενοι ότι το ανθρώπινον γένος, από την αμαρτίαν του προπάτορος, εξωρίσθη σ’ αυτήν την γη για να πάσχει πάντοτε και να τιμωρείται, νομίζουν ότι όλοι οι νόμοι και τα προστάγματα του Θεού δεν αποβλέπουν καθόλου στην ειρηνικήν και ευτυχή κατάσταση του ανθρώπου στον κόσμον αυτόν, αλλά αφορούν ειδικώς και μόνον στην ψυχικήν σωτηρία μας, γι’ αυτό είναι ωφέλιμο να λαλήσωμε σήμερα κατά της πεπλανημένης αυτής γνώμης, και να δείξωμε ότι αυτή εναντιώνεται όχι μόνον στην διδασκαλία των θείων Γραφών και στα ιστορούμενα και βλεπόμενα παραδείγματα, αλλά και σε αυτόν τον ορθόν λόγον.

Είναι αναρίθμητα τα ρητά των θείων Γραφών τα οποία υπόσχονται στους εργάτες των θείων εντολών αμοιβές επουρανίους, συγχρόνως δε και επιγείους.
Ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος ήλθε στον κόσμον όχι «ίνα καταλύσει, αλλά ίνα πληρώσει τον νόμον», δηλαδή για να διδάξει τα μαθήματα της τελειότητος, τα οποία δεν περιέχονται στον νόμον, υπεσχέθη φανερά και όλα τα αγαθά της γης σε όσους δια της δικαιοσύνης και αρετής ζητούν την κληρονομίαν της Βασιλείας του Θεού: «Ζητείτε», είπε, «πρώτον την βασιλείαν του Θεού και δικαιοσύνην Αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». Ομιλώντας δε περί εκείνων οι οποίοι για την αγάπην του εγκαταλείπουν υπάρχοντα και συγγενείς, εκήρυξε και αποφασιστικώς εβεβαίωσεν ότι αυτοί λαμβάνουν τις αμοιβές και σε αυτόν τον κόσμον: «Αμήν λέγω ημίν, ουδείς εστίν ος αφήκεν οικίαν ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, εάν μη λάβει εκατονταπλασίονα νυν εν τω καιρώ τούτο». Όποιος πιστεύει στον Θεόν, και είναι πεπεισμένος ότι τα λόγια των θείων Γραφών είναι λόγια Θεού, εκείνος, ακούοντας αυτά, δεν έχει καμμίαν αμφιβολίαν ότι για την υπακοή στα θεία προστάγματα λαμβάνουμε διπλή την μισθαποδοσίαν, επίγειον και ουράνιον, πρόσκαιρον και αιώνιον.

Και ιδού ένα παράδειγμα που αυξάνει την βεβαιότητα αυτής της αληθείας: Προστάσσει ο Θεός τον Αβραάμ λέγοντας: «Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου, και δεύρο εις γην ην αν σοι δείξω». Ο Αβραάμ επίστευσε και υπήκουσε, και ο Θεός του έδωσε πλούτον πολύν. Αληθώς η αμαρτία του προπάτορος, μας κατέστησε φθαρτούς και μας εξώρισεν από τον Παράδεισο. Αληθώς για την αμαρτία του προπάτορος ο Θεός κατηράσθη την γην και είπεν: «Επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου». Είπεν «εν λύπαις φαγή αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου». Είπεν «Ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι». Ναι, αληθώς, αλλά γιατί αυτό; Είναι φανερόν ότι για την αμαρτίαν. Εάν λοιπόν λείψει η αμαρτία, και αντί αυτής έλθει η αρετή, άραγε πάλι και μετά την αρετήν η γη επικατάρατος και λύπαι και άκανθαι και τρίβολοι; Όχι. Η αρετή ανεβάζει τον άνθρωπο στην κατάσταση του προπάτορος την προπτωτικήν. Εκείνη δε η κατάστασις είναι η κατάστασις της ευλογίας, της χαράς και της ανέσεως. Σ’ αυτήν την κατάστασιν ευρίσκετο ο Δαβίδ όταν έπραττε το θέλημα του Θεού. Όταν όμως έπραξε την αμαρτίαν, τότε ησθάνθη την κατάραν της γης, και τις λύπες και τις άκανθες και τούς τριβόλους της. Γι’ αυτό, ικετεύοντας μετά δακρύων έλεγεν: «Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου, και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με». Αυτό το ηγεμονικόν Πνεύμα, το οποίον είχεν ο άνθρωπος πριν από την αμαρτίαν, έρχεται πάλι στην καρδία του μετά την αρετήν. Αυτό τον κάνει ανώτερον από όλα τα γήινα, αυτό τον πείθει να τα θεωρεί όλα σαν απορρίματα.

Επειδή λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι φανερόν ότι όποιος θέλει τα αγαθά του κόσμου τούτου, εκείνος πρέπει να περιπατεί τον δρόμον της αρετής. Ενώ εμείς οι άθλιοι πιστεύουμε και πειθόμεθα ότι τρέχοντας στους κρημνούς της απωλείας, εκεί ευρίσκουμε την απόλαυση των αγαθών της παρούσης ζωής. Ο πανάγαθος Θεός έδωσε στους ανθρώπους τον νόμον του οδηγόν προς την ευτυχίαν, και τον διεμέρισε σε δέκα Εντολές. Λάτρευε, λέγει, και αγάπα μόνον τον αληθινόν Θεόν, και ποτέ να μην προσκυνήσεις, ούτε να λατρεύσεις την κτίση. Εμείς λησμονούμε τον Θεόν, και αφιερώνουμε τις καρδιές μας στα κτίσματα, δηλαδή στους αγρούς, στους αμπελώνες, στους κήπους, στα κειμήλια. Εμείς προσκυνούμε ως Θεόν τoν χρυσό και το αργύριον. Μην ορκίζεσαι, λέγει ο Θεός, στο όνομά μου. Εμείς σχεδόν κάθε μέρα και για πράγματα ευτελέστατα κάνουμε όρκους και φυλαττόμενους και αθετούμενους, και αληθείς και ψευδείς. Φύλαττε την εορτήν, λέγει ο Θεός. Και εμείς τις ημέρες των εορτών όχι μόνον δεν ερχόμεθα στην εκκλησία για να ακούσωμε τον λόγον του Θεού, να ζητήσωμε την συγχώρηση των αμαρτιών μας, και να τον δοξολογήσωμε για τις αμέτρητες ευεργεσίες του, όχι μόνον πωλούμε και αγοράζουμε και εργαζόμεθα κατά τις ημέρες των εορτών, αλλά περιμένουμε τις εορτές για να λύσωμε τον χαλινόν της εγκρατείας και της σωφροσύνης, και έτσι να εκτελέσωμε κάθε αμαρτία. Και παροργίζοντας με αυτόν τον τρόπον τον Βασιλέα της δόξης, ελπίζουμε μακρότητα ημερών και πλούτον πολύν και δόξαν μεγαλοπρεπή και τα λοιπά αγαθά της γης. Ω πλάνη σατανική!

Και άλλη όμως πλάνη, χειροτέρα από αυτήν κατακυριεύει πολλούς. Πιστεύουν πολλοί ότι ο πολιτικός άνθρωπος απολαμβάνει τα αγαθά του κόσμου. Ο πολιτικός, λέγουν, γίνεται στον κόσμον αυτόν ευτυχής. Όμως, για να ειπούμε την αλήθειαν φανερά, πολιτικός είναι ο υποκριτής, ο κόλαξ, ο δόλιος, ο ψεύστης, ο πανούργος και πονηρός. Η δε επιστήμη που καλείται πολιτική, και τόσον επαινείται από τους ανθρώπους και θαυμάζεται, είναι τέχνη φανερά διαβολική.

Ακούσετε και άλλην, τρίτην πλάνην, χειροτέραν από τις πρώτες. Πολλοί πιστεύουν ότι η ακριβής τήρησις του νόμου εμποδίζει την απόλαυση των επιγείων αγαθών. Πώς ημπορεί, λέγουν, ο ηγεμών ή ο άρχοντας να ευτυχεί στην διοίκηση του κράτους του, εάν μερικές φορές δεν καταφεύγει στο ψεύδος και στην αδικίαν, παρακινούμενος από τις περιστάσεις; Εάν ο έμπορος αποφεύγει τους όρκους, το ψεύδος, την απάτην, ούτε κερδίζει ούτε πλουτίζει. Εάν ο τεχνίτης απέχει από την δολιότητα, γίνεται πτωχός και δυστυχής.
Άνθρωπε πεπλανημένε, πώς δεν καταλαβαίνεις την απάτην σου και τους παραλογισμούς σου;

Αλλά εμείς βλέπουμε, λέγετε, ότι ορισμένοι τηρούν τους νόμους του Θεού και όμως δυστυχούν, ενώ πολλοί τους παραβαίνουν και όμως ζουν ευτυχισμένοι. Για μεν τούς πρώτους σας αποκρίνεται ο θείος Απόστολος Παύλος, λέγοντας: «τις γαρ οίδεν ανθρώπων τα του ανθρώπου, ει μη το πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ;», δηλαδή, κανείς δεν γνωρίζει τα απόκρυφα του ανθρώπου. Αλλά μήπως εκείνος, τον οποίον εσύ νομίζεις δίκαιον και άγιον είναι υποκριτής και ψεύστης, όπως οι Φαρισαίοι; Μήπως αυτός είναι άλλος Ιώβ, που δοκιμάζεται από τον Θεόν, και με την δοκιμήν καθαρίζεται και ευλογείται; Πράγματι, ο Θεός δοκιμάζει τους δικαίους «ως χρυσόν εν χωνευτηρίω», και αυτοί «ολίγα παιδευθέντες, μεγάλα ευεργετηθήσονται». Διότι ο Θεός τους ηύρεν αξίους του εαυτού Του, και τους στέφει βασιλείς της επουρανίου Ιερουσαλήμ, όπου θα αναλάμψουν ως φωστήρες.

Για δε τους δευτέρους, σου αποκρίνεται, ο Προφητάναξ λέγοντας: «Μη παραζήλου εν πονηρευομένοις μηδέ ζήλου τους εργαζομένους την ανομίαν», διότι «ωσεί χόρτος ταχύ αποξηρανθήσονται και ωσεί λάχανα χλόης ταχύ αποπεσούνται». Ο άδικος πλούτος φθείρεται ταχέως ωσάν τα χόρτα. Η ευτυχία η άνομος διασκορπίζεται ωσάν τον καπνόν. Σήμερα βλέπεις τον παράνομον να ευτυχεί, να υπερυψώνεται σαν τις κέδρους του Λιβάνου, και αύριο εξαφανίζεται από τους οφθαλμούς σου αυτός και όλη η ευτυχία του. Τον αναζητείς και ούτε την κατοικία του ευρίσκεις. Παρόμοιες μεταβολές βλέπουμε καθημερινώς. Βλέπουμε ορισμένους να πίπτουν από το ύψος της ευτυχίας στην άβυσσον των δυστυχημάτων. Ακούμε δε και την φωνήν του Παντοκράτορος να κηρύσσει: «Ο μη συνάγων μετ’ εμού, σκορπίζει», και όμως σαν κωφοί αποδίδουμε αυτές τις μεταβολές στην τύχη, στις συμπτώσεις, στην κακήν διοίκηση, και πάλιν εξακολουθούμε να παραβαίνωμε τις εντολές του Θεού, και να ελπίζωμε παράλληλα στην απόλαυση των αγαθών Αυτού.

Χριστιανοί, για την υπόθεσιν αυτήν ελάλησεν τόσον καθαρά ο Θεός, ώστε κανείς δεν ημπορεί να αμφιβάλλει: Ακούσετε τι λέγει: «Τάδε λέγει Κύριος, ιδού οι δουλεύοντές μοι φάγονται, υμείς δε πεινάσετε. Ιδού οι δουλεύοντές μοι πίονται, υμείς δε διψήσετε. Ιδού οι δουλεύοντές μοι ευφρανθήσονται, υμείς δε αισχυνθήσεσθε. Ιδού οι δουλεύοντές μοι αγαλλιάσονται εν ευφροσύνη, υμείς δε κεκράξετε δια τον πόνον της καρδίας υμών, και από συντριβής πνεύματος υμών ολολύξετε». Ποία άλλα λόγια είναι καθαρότερα ή αποφασιστικότερα από αυτά;

Εάν θέλεις πλούτον, εάν επιθυμείς τιμήν, εάν ζητείς ευτυχίαν, εάν ορέγεσαι τα αγαθά του κόσμου τούτου, πρώτον μεν δούλευε πάντοτε στον Κύριον, δηλαδή φύλασσε με κάθε προσοχήν και επιμέλειαν όλες τις εντολές Του, και ποτέ μην παραβείς ούτε μίαν. Δεύτερον δε, όταν βάλεις αρχήν σε κάποιο επάγγελμα, ή πολιτικόν ή δικαστικόν ή στρατιωτικόν ή ιερατικόν ή ηγεμονικόν ή στο εμπόριον ή σε κάποιαν τέχνην ή σε οποιοδήποτε άλλον έργο, μην εμπιστευθείς ούτε να καυχηθείς ούτε στην φρόνησή σου ούτε στην δύναμή σου ούτε στον πλούτο σου. Αλλά έχε όλην την ελπίδα και την πεποίθησίν σου στην φιλανθρωπίαν και το έλεος του Θεού. Να καυχηθείς για τούτο, για το ότι γνωρίζεις ότι τα πάντα είναι από τον Θεόν, και Αυτός είναι που δίδει και τα επίγεια και τα επουράνια αγαθά σε όσους Τον υπηρετούν. Να ζητείς πάντοτε με όλην σου την ψυχήν και την καρδίαν την Βασιλεία του Θεού και την κατόρθωση της αρετής σου, και να μην αμφιβάλλεις καθόλου ότι, ζητώντας αυτά, απολαμβάνεις και τα επίγεια αγαθά. Σου το υπόσχεται αυτό ο αψευδέστατος Θεός λέγοντας: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».

Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 301 και εξής.

Σύλληψις τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννη (23 Σεπτεμβρίου)




Ἔτσι προφήτευσε ὁ προφήτης Ἠσαΐας γιὰ τὸν Πρόδρομο τοῦ Κυρίου, Ἰωάννη: «Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ». 

Δηλαδή, φωνὴ ἀνθρώπου, ποὺ φωνάζει στὴν ἔρημο καὶ λέει: «Ἑτοιμάστε τὸν δρόμο, ἀπ’ ὅπου θὰ ἔλθει ὁ Κύριος σὲ σᾶς. Κάνετε ἴσιους καὶ ὁμαλοὺς τοὺς δρόμους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ περάσει». 

Ξεριζῶστε, δηλαδή, ἀπὸ τὶς ψυχές σας τὰ ἀγκάθια τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν καὶ ρίξτε μακριὰ τὰ λιθάρια τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς πώρωσης καὶ καθαρίστε μὲ μετάνοια τὸ ἐσωτερικό σας, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν Κύριο.

Ο Ιωάννης, γεννήθηκε με θαυμαστό τρόπο. Ο Πατέρας του Ζαχαρίας ήταν Ιερέας. Την ώρα του θυμιάματος μέσα στο θυσιαστήριο, είδε άγγελο Κυρίου, που του ανήγγειλε, ότι θα αποκτούσε γιο και θα ονομαζόταν Ιωάννης.

«Μὴ φοβοῦ, Ζαχαρία, διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καὶ ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱὸν σοί, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην. καὶ ἔσται χαρὰ σοὶ καὶ ἀγαλλίασις, καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται. ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου,
καὶ οἶνον καὶ σίκερα οὐ μὴ πῖη, καὶ Πνεύματος Ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πολλοὺς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν, καὶ αὐτὸς προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἡλιοῦ, ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπὶ τέκνα καὶ ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων, ἐτοιμᾶσαι Κυρίω λαὸν κατεσκευασμένον»(Λουκά 1, 13-17).



Ο Τίμιος Πρόδρομος είναι ο τελευταίος και μεγαλύτερος προφήτης του Ιησού Χριστού και προέρχεται από τη φυλή του αρχιερέα Ααρών και από την πατριά του Δαυίδ.
Είναι δε συγγενής του Ιησού Χριστού. Η συγγένεια που υπάρχει μεταξύ τους είναι εξ αίματος έκτου βαθμού, δηλ. β’ ξαδέρφια. Η σχέση αυτή προκύπτει μέσα από το λεγόμενο πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου του Αδελφοθέου. Σύμφωνα με αυτό ο ιερέας Ματθάν νυμφεύθηκε τη Μαρία και γέννησαν τέσσερα παιδιά:

    τον Ιακώβ, ο οποίος γέννησε τον Ιωσήφ, τον μνήστορα της Παναγίας
    τη Μαρία, η οποία γέννησε τη Σαλώμη τη μαία
    τη Σοβή, η οποία γέννησε την Ελισάβετ, τη μητέρα του Τιμίου Προδρόμου
    την Άννα, η οποία γέννησε τη Μαρία, τη Μητέρα του Ιησού Χριστού.

Η Ελισάβετ, λοιπόν, παντρέυτηκε τον προφήτη Ζαχαρία και αρχικά δεν μπορούσε να γεννήσει, γιατί ήταν στείρα. Θαυμαστά γεγονότα, όμως, οδήγησαν στην σύλληψη και γέννηση του Προδρόμου. Σύμφωνα με την διήγηση της Κ.Δ (Λουκά 1, 5-25 και 57-80) κατά την ημέρα της εορτής του Εξιλασμού ο προφήτης Ζαχαρίας, που ήταν ο εφημερεύων αρχιερέας, εισήλθε στο Ναό με σκοπό να προσφέρει θυμίαμα και τότε εμφανίσθηκε στα δεξιά του θυσιαστηρίου ο αρχάγγελος Γαβριήλ. Ο Αρχάγγελος διεμήνυσε στο Ζαχαρία ότι ο Θεός εισήκουσε τις προσευχές του και η γυναίκα του θα γεννήσει υιό και μάλιστα θα ονομαστεί Ιωάννης. Στο άκουσμα αυτό ο Ζαχαρίας δεν πείστηκε, λόγω του περασμένου της ηλικίας τους, και τότε ο Αρχάγγελος για να τον βεβαιώσει, πως είναι θέλημα Θεού να γεννηθεί ο Ιωάννης, του πήρε τη φωνή, ωσότου θα πραγματοποιούνταν οι υποσχέσεις του Κυρίου. Έτσι, την ογδόη ημέρα της γέννησης του Προδρόμου, όταν επρόκειτο να γίνει η περιτομή του, ρώτησαν οι συγγενείς πως θα ονομαστεί το παιδί και ο Ζαχαρίας έγραψε επάνω σε πλάκα:

«Ἰωάννης ἐστὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ». Τότε ακριβώς ξαναβρήκε τη φωνή του δοξολόγησε το Θεό και απευθυνόμενος στο βρέφος είπε: «Και σύ, παιδίον, προφήτης Ὑψίστου κληθήση• προπορεύση γὰρ πρὸ προσώπου Κυρίου ἐτοιμᾶσαι ὀδούς Αὐτοῦ, τοῦ δοῦναι γνῶσιν σωτηρίας τῷ λαώ Αὐτοῦ, ἐν ἀφέσει ἁμαρτιῶν αὐτῶν διὰ σπλάγχνα ἐλέους Θεοῦ ἠμῶν, ἐν οἲς ἐπεσκέψατο ἠμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους, ἐπιφάναι τοὶς ἐν σκότει καὶ σκιὰ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθύναι τοὺς πόδας ἠμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης»(Λουκά 1, 76-79).



Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἡ πρῴην οὐ τίκτουσα, στεῖρα εὐφράνθητι. Ἰδοὺ γὰρ συνέλαβες, Ἡλίου λύχνον σαφῶς, φωτίζειν τὸν μέλλοντα, πᾶσαν τὴν οἰκουμένην, ἀβλεψίᾳ νοσοῦσαν. Χόρευε Ζαχαρία, ἐκβοῶν παρρησίᾳ· Προφήτης τοῦ Ὑψίστου, ἐστὶν ὁ μέλλων τίκτεσθαι.



Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.

Εὐφραίνεται λαμπρῶς, Ζαχαρίας ὁ μέγας, καὶ ἡ πανευκλεής, Ἐλισάβετ ἡ σύζυξ, ἀξίως συλλαμβάνουσα, Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, ὃν Ἀρχάγγελος, εὐηγγελίσατο χαίρων, καὶ οἱ ἄνθρωποι, ἀξιοχρέως τιμῶμεν, ὡς μύστην τῆς χάριτος.

Μεγαλυνάριον.
Στεῖρα καὶ πρεσβῦτις θείᾳ βουλῇ, καρπὸν συλλαμβάνει, τὸν ὑπέρτερον Προφητῶν, τὸν τὴν ἀκαρπίαν, ψυχῶν μέλλοντα τέμνειν, ἀξίνῃ μετανοίας· ὃν μεγαλύνομεν.

ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ 400 ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ



Πρώτη Εκατοντάδα Κεφαλαίων Περί Αγάπης


1. Η αγάπη είναι μια αγαθή διάθεση της ψυχής, η οποία την κάνει να μην προτιμά κανένα από τα όντα περισσότερο από τη γνώση του Θεού. Είναι όμως αδύνατο να φτάσει ν’ αποκτήσει σταθερά αυτή την αγάπη όποιος έχει κάποια εμπαθή κλίση σε κάτι από τα γήινα.

2. Την αγάπη την γεννά η απάθεια. την απάθεια την γεννά η ελπίδα στον Θεό. την ελπίδα, η υπομονή και η μακροθυμία. Αυτές τις γεννά η καθολική εγκράτεια. την εγκράτεια, ο φόβος του Θεού. το φόβο του Θεού τον γεννά η πίστη.

3. Εκείνος που πιστεύει στον Κύριο, φοβάται την κόλαση. Κι εκείνος που φοβάται την κόλαση, εγκρατεύεται από τα πάθη. Εκείνος που εγκρατεύεται από τα πάθη, υπομένει όσα θλίβουν. Εκείνος που υπομένει όσα θλίβουν, θα αποκτήσει την ελπίδα στον Θεό. Η ελπίδα στο Θεό απομακρύνει το νου από κάθε εμπαθή κλίση προς τα γήινα. Και όταν χωριστεί από αυτήν ο νους, θα αποκτήσει την αγάπη προς τον Θεό.

4. Εκείνος που αγαπά το Θεό, πάνω από όλα τα κτίσματά Του προτιμά την γνώση Του κι αδιάλειπτα με πόθο την προσμένει.

5. Αν όλα τα όντα έγιναν από το Θεό και για το Θεό, και ο Θεός είναι καλύτερος από τα δημιουργήματά Του, εκείνος που εγκαταλείπει το Θεό και στρέφεται στα χειρότερα, φανερώνεται ότι προτιμά περισσότερο τα δημιουργήματα από το Θεό.

6. Εκείνος που έχει προσηλωμένο το νου του στην αγάπη του Θεού, καταφρονεί όλα τα ορατά, και το σώμα του ακόμη, σαν να είναι ξένο.

7. Αφού η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα, και ασυγκρίτως ανώτερος από τον κόσμο ο Δημιουργός Θεός, εκείνος που προτιμά το σώμα από την ψυχή και τον κόσμο από το Θεό που τον δημιούργησε, αυτός δε διαφέρει διόλου από αυτούς που λατρεύουν τα είδωλα.

8. Εκείνος που χώρισε το νου του από την αγάπη του Θεού και τη θεωρία, και τον έχει δεμένο σε κάποιο από τα αισθητά, αυτός είναι που προτιμά το σώμα από την ψυχή και τα κτίσματα από το Θεό που τα δημιούργησε.

9. Αν η ζωή του νου είναι ο φωτισμός που δίνει η πνευματική γνώση, κι αυτόν τον γεννά η αγάπη προς τον Θεό, ορθά έχει λεχθεί πως δεν είναι τίποτε πιο μεγάλο από τη θεία αγάπη.

10. Όταν με τον έρωτα της αγάπης ο νους μεταβαίνει προς το Θεό, τότε δεν έχει διόλου αίσθηση για κανένα από τα κτίσματα. Καθώς καταφωτίζεται από το θείο και άπειρο φως, γίνεται αναίσθητος για όλα τα κτίσματα, όπως τα μάτια δεν βλέπουν τα άστρα όταν ανατέλλει ο ήλιος.

11. Όλες οι αρετές βοηθούν το νου για να αποκτήσει τον θείο έρωτα, περισσότερο όμως απ’ όλες η καθαρή προσευχή. Γιατί με αυτήν ο νους παίρνει φτερά και πετά προς το Θεό, και βγαίνει έξω από όλα τα όντα.

12. Όταν ο νους αρπαχθεί μέσω της αγάπης από τη θεία γνώση, και αφού βρεθεί έξω από τα όντα, αισθάνεται την απειρία του Θεού. τότε, όπως συνέβη στον Ησαΐα, από την έκπληξη έρχεται σε συναίσθηση της μηδαμινότητάς του και λέει με κατάνυξη τα λόγια του προφήτη: «Ω έγω, ο άθλιος, τι συντριβή νιώθω! Εγώ, ένας άνθρωπος που έχω χείλη ακάθαρτα, και ανάμεσα σε λαό που έχει χείλη ακάθαρτα κατοικώ, είδα με τα μάτια μου τον Βασιλέα, τον Κύριο Σαββαώθ»(1).

13. Όποιος αγαπά το Θεό, δεν μπορεί να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του, αν και τον δυσαρεστούν τα πάθη εκείνων που δεν έχουν ακόμα καθαριστεί. Γι’ αυτό και χαίρεται με αμέτρητη και ανέκφραστη χαρά για τη διόρθωσή τους.

14. Ακάθαρτη είναι η ψυχή που είναι γεμάτη από κακούς λογισμούς, από επιθυμία και μίσος.

15. Εκείνος που βλέπει και ίχνος μόνο μίσους μέσα στην καρδιά του, προς οποιονδήποτε άνθρωπο για οποιοδήποτε φταίξιμό του, είναι εντελώς ξένος από την αγάπη προς τον Θεό. Γιατί η αγάπη προς το Θεό δεν ανέχεται διόλου το μίσος κατά του ανθρώπου.

16. «Όποιος με αγαπά – λέει ο Κύριος – θα τηρήσει τις εντολές Μου(2). Και η δική Μου εντολή είναι να αγαπάτε ο ένας τον άλλον(3)». Άρα λοιπόν εκείνος που δεν αγαπά τον πλησίον του, δεν τηρεί την εντολή του Κυρίου. Εκείνος που δεν τηρεί την εντολή, ούτε τον Κύριο μπορεί να αγαπήσει.

17. Μακάριος ο άνθρωπος που μπορεί να αγαπήσει κάθε άνθρωπο στον ίδιο βαθμό.

18. Μακάριος ο άνθρωπος που δεν προσηλώνεται σε κανένα πράγμα φθαρτό ή πρόσκαιρο.

19. Μακάριος ο νους που προσπέρασε όλα τα όντα και απολαμβάνει συνεχώς την θεία ωραιότητα.

20. Εκείνος που φροντίζει για τη σάρκα, πώς να ικανοποιεί τις επιθυμίες της, και για πρόσκαιρα πράγματα έχει μνησικακία προς τον πλησίον του, αυτός λατρεύει την κτίση αντί του Δημιουργού(4).

21. Εκείνος που διατηρεί το σώμα του γερό και μακριά από ηδονές, το έχει σύνδουλό του για να υπηρετεί τα πνευματικά.

22. Όποιος αποφεύγει όλες τις κοσμικές επιθυμίες, κάνει τον εαυτό του ανώτερο από κάθε κοσμική υλικότητα.

23. Όποιος αγαπά το Θεό, αγαπά δίχως άλλο και τον πλησίον του. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να φυλάει χρήματα. τα διαχειρίζεται κατά το θέλημα του Θεού και τα μοιράζει σ’ εκείνους που έχουν ανάγκη.

24. Όποιος κάνει ελεημοσύνη μιμούμενος το Θεό, δεν κάνει διάκριση καλού και κακού, δικαίου και αδίκου στα απαραίτητα της ζωής, αλλά μοιράζει ίδια σε όλους κατά τις ανάγκες τους, αν και προτιμά για την αγαθή του προαίρεση τον ενάρετο από τον κακό.

25. Ο Θεός εκ φύσεως αγαθός και απαθής, όλους τους αγαπά εξίσου ως δημιουργήματά Του, αλλά τον ενάρετο τον δοξάζει επειδή αποκτά και την γνώση, ενώ τον κακό άνθρωπο, τον ελεεί λόγω της αγαθότητάς Του, και παιδεύοντάς τον σ’ αυτόν τον κόσμο, τον φέρνει σε μετάνοια και διόρθωση. Έτσι και ο καλοπροαίρετος και απαθής άνθρωπος, όλους τους ανθρώπους τους αγαπά εξίσου. Τον ενάρετο και για την ανθρώπινη φύση του, και για την καλή του προαίρεση. τον κακό τον ελεεί και σαν συνάνθρωπό του, και από συμπάθεια, επειδή ως ανόητος βαδίζει στο σκοτάδι.

26. Η διάθεση της αγάπης δεν διαπιστώνεται μόνο με την παροχή χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο με τη μετάδοση λόγου και με τη σωματική διακονία.

27. Εκείνος που απαρνήθηκε ειλικρινά τα κοσμικά και υπηρετεί με αγάπη απροσποίητη τον πλησίον του, ελευθερώνεται γρήγορα από κάθε πάθος και μετέχει στη θεία αγάπη και γνώση.

28. Εκείνος που έκανε κτήμα του τη θεία αγάπη, δεν κουράζεται να ακολουθεί συνέχεια τον Κύριό του(5), όπως λέει ο θείος Ιερεμίας, αλλά υπομένει με γενναιότητα κάθε κόπο, κακολογία και ύβρη, χωρίς να σκέφτεται το κακό που του έκανε οποιοσδήποτε.

29. Όταν σε προσβάλλει κανένας ή σ’ εξευτελίσει σε κάτι, τότε φυλάξου από τους λογισμούς της οργής, μήπως με τη λύπη σε χωρίσουν από την αγάπη και σε μεταφέρουν στη χώρα του μίσους.

30. Όταν αισθανθείς πόνο επειδή κάποιος σε πρόσβαλε ή σε ντρόπιασε, να ξέρεις ότι ωφελήθηκες πολύ. με το ντρόπιασμα βγήκε από μέσα σου η κενοδοξία.

31. Όπως η μνήμη της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα, έτσι πίστη χωρίς αγάπη δεν φέρνει στην ψυχή τον φωτισμό της γνώσεως.

32. Όπως το φως του ήλιου ελκύει το υγιές μάτι, έτσι και η γνώση του Θεού τραβά φυσικώς τον καθαρό νου στον εαυτό της με την αγάπη.

33. Νους καθαρός είναι ο νους που απομακρύνθηκε από την άγνοια και καταφωτίζεται από το θείο φως.

34. Ψυχή καθαρή είναι εκείνη που ελευθερώθηκε από τα πάθη και ευφραίνεται ακατάπαυστα με τη θεία αγάπη.

35. Πάθος αξιοκατηγόρητο, είναι μια κίνηση της ψυχής παρά φύση.

36. Απάθεια είναι μια ειρηνική κατάσταση της ψυχής, κατά την οποία η ψυχή δύσκολα κινείται προς την κακία.

37. Εκείνος που απόκτησε τους καρπούς της αγάπης με το ζήλο του, δεν χωρίζεται από αυτή, ακόμη κι αν υποφέρει μύρια κακά. Ας σε πείσει γι’ αυτό ο Στέφανος ο μαθητής του Χριστού και οι όμοιοί του, που προσευχόταν για κείνους που τον φόνευαν και ζητούσε να τους συγχωρήσει ο Θεός, επειδή ενεργούσαν έτσι από άγνοια(6).

38. Αν ιδίωμα της αγάπης είναι η μακροθυμία και η χρηστότητα(7), τότε εκείνος που θυμομανιάζει και ενεργεί δόλια, είναι φανερό ότι αποξενώνεται από την αγάπη. Κι όποιος είναι ξένος από την αγάπη, είναι ξένος από το Θεό, αφού ο Θεός είναι αγάπη(8).

39. «Μην πείτε, λέει ο θείος Ιερεμίας, ότι είστε ναός του Κυρίου»(9). και συ μην πεις ότι «η απογυμνωμένη από έργα πίστη στον Κύριό μας Ιησού Χριστό μπορεί να με σώσει». Αυτό είναι αδύνατο, αν δεν αποκτήσεις και την αγάπη προς Αυτόν με τα έργα. Η γυμνή από έργα πίστη δεν ωφελεί, αφού και τα δαιμόνια πιστεύουν και τρέμουν(10).

40. Έργο αγάπης είναι η προς τον πλησίον ολόψυχη ευεργεσία και μακροθυμία και υπομονή, και η χρήση των πραγμάτων με ορθό λόγο.

41. Όποιος αγαπά το Θεό, δεν λυπεί κανέναν, ούτε λυπάται από κανέναν για πρόσκαιρα πράγματα. Μια μόνο λύπη προξενεί και δοκιμάζει, τη σωτήρια λύπη, την οποία ο μακάριος Παύλος και δοκίμασε και προξένησε στους Κορίνθιους(11).

42. Εκείνος που αγαπά το Θεό, ζει αγγελικό βίο πάνω στη γη. νηστεύει κι αγρυπνεί, ψάλλει και προσεύχεται, και για κάθε άνθρωπο σκέφτεται πάντοτε καλά.

43. Ό,τι επιθυμεί κανείς, εκείνο αγωνίζεται ν’ αποκτήσει. Κι από όλα τα αγαθά κι επιθυμητά, ασύγκριτα πιο αγαθό και επιθυμητό είναι ο Θεός. Πόση λοιπόν επιμέλεια έχομε χρέος να καταβάλομε για να επιτύχομε το φύσει αγαθό και επιθυμητό;

44. Μη μολύνεις τη σάρκα σου με αισχρές πράξεις και μην λερώνεις την ψυχή σου με πονηρούς λογισμούς. Και η ειρήνη του Θεού θα έρθει σ’ εσένα και θα φέρει την αγάπη.

45. Να καταπονείς το σώμα σου με νηστεία και αγρυπνία και ν’ ασχολείσαι ακούραστα με την ψαλμωδία και την προσευχή. και θα έρθει σ’ εσένα ο αγιασμός της σωφροσύνης και θα φέρει την αγάπη.

46. Εκείνος που αξιώθηκε να λάβει τη θεία γνώση και απόκτησε δια μέσου της αγάπης τον φωτισμό της, δε θα παρασυρθεί ποτέ από το πνεύμα της κενοδοξίας. Εύκολα όμως παρασύρεται από αυτήν όποιος δεν αξιώθηκε την θεία γνώση. Αλλά αν ο άνθρωπος αυτός σε κάθε τι που πράττει έχει στραμμένο το βλέμμα του στο Θεό, με την αίσθηση ότι όλα τα πράττει γι’ Αυτόν, εύκολα με τη βοήθεια του Θεού θα απαλλαγεί από την κενοδοξία.

47. Όποιος δεν απόκτησε ακόμη τη θεία γνώση, που εκδηλώνεται με την αγάπη, έχει μεγάλη ιδέα για όσα έργα κάνει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Εκείνος όμως που αξιώθηκε και την απόκτησε, λέει με βαθιά συναίσθηση τα λόγια που είπε ο Πατριάρχης Αβραάμ όταν είδε τον Θεό: «Εγώ είμαι χώμα και στάχτη»(12).

48. Εκείνος που φοβάται τον Κύριο, έχει πάντοτε σύντροφό του την ταπεινοφροσύνη, και με τις ενθυμήσεις που αυτή προκαλεί, φτάνει στην θεία αγάπη και ευχαριστία. Φέρνει στο νου του τη ζωή που έκανε πρωτύτερα στον κόσμο, και τα διάφορα αμαρτήματα και τους πειρασμούς που αντιμετώπισε από τον καιρό της νεότητάς του, και πώς απ’ όλα εκείνα τον γλύτωσε ο Κύριος, και τον μετέφερε από την ζωή των παθώνστον κατά Θεόν βίο. και μαζί με το φόβο, αποκτά και την αγάπη, ευχαριστώντας πάντοτε με πολλή ταπεινοφροσύνη τον Ευεργέτη και Κυβερνήτη της ζωής μας.

49. Μη λερώσεις το νου σου ανεχόμενος λογισμούς επιθυμίας και θυμού, για να μην ξεπέσεις από την καθαρή προσευχή και περιπέσεις στο πνεύμα της ακηδίας.

50. Τότε ο νους χάνει την οικειότητα που έχει με το Θεό, όταν δέχεται πονηρούς ή ακάθαρτους λογισμούς να παραμένουν.

51. Ο ανόητος, που τον οδηγούν τα πάθη, όταν αναστατώνεται από το θυμό, βιάζεται να φύγει ασυλλόγιστα μακριά από τους αδελφούς. Άλλοτε πάλι, όταν καίγεται από την επιθυμία, μετανοιωμένος τρέχει να τους συναντήσει. Ο φρόνιμος όμως, και στις δύο περιπτώσεις κάνει το αντίθετο. Στην περίπτωση του θυμού, αφού κόψει τις αιτίες της ταραχής, απαλλάσσει τον εαυτό του από την λύπη προς τους αδελφούς. στην περίπτωση της επιθυμίας, συγκρατεί τον εαυτό του από την παράλογη παρόρμηση για συνάντηση άλλων.


52. Στον καιρό των πειρασμών μην εγκαταλείψεις το Μοναστήρι σου, αλλά υπόμενε με γενναιότητα τα κύματα των λογισμών, και μάλιστα της λύπης και της ακηδίας. Έτσι αφού δοκιμαστείς κατά θεία οικονομία με τις θλίψεις, θα αποκτήσεις βέβαιη ελπίδα στο Θεό. Αν όμως το εγκαταλείπεις, θα φανείς ανάξιος, άνανδρος και άστατος.


53. Αν θέλεις να μην ξεπέσεις από την αγάπη του Θεού, μήτε τον αδελφό να αφήσεις να κοιμηθεί στενοχωρημένος από σένα, μήτε συ να κοιμηθείς στενοχωρημένος εναντίον του. Συμφιλιώσου με τον αδελφό σου και τότε πήγαινε και πρόσφερε στο Χριστό με καθαρή συνείδηση το δώρο της αγάπης(13), με ένθερμη προσευχή.


54. Αν εκείνος που έχει όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, και δεν έχει αγάπη, δεν ωφελείται τίποτε σύμφωνα με το θείο Απόστολο(14), πόση επιμέλεια πρέπει να καταβάλομε για να την αποκτήσομε;


55. Αν η αγάπη δεν κάνει κακό στον πλησίον(15), εκείνος που φθονεί τον αδελφό και λυπάται για την προκοπή του και με ειρωνείες προσπαθεί να κηλιδώσει την υπόληψή του ή με όποια κακοήθεια τον επιβουλεύεται, πώς αυτός δεν αποξενώνεται από την αγάπη και δεν κάνει τον εαυτό του ένοχο για την αιώνια Κρίση;


56. Αν η αγάπη είναι το πλήρωμα του νόμου(16), εκείνος που έχει μνησικακία για τον αδελφό και κάνει δόλια σχέδια εναντίον του και τον καταριέται και δοκιμάζει χαρά για κάθε πτώση του, πώς δεν καταπατεί το νόμο και δεν είναι άξιος για την αιώνια κόλαση;


57. Αν εκείνος που κατηγορεί και κρίνει τον αδελφό του κατηγορεί και κρίνει το θείο νόμο(17), και ο νόμος του Χριστού είναι η αγάπη, πώς δεν ξεπέφτει από την αγάπη του Χριστού εκείνος που καταλαλεί, και δεν προξενεί ο ίδιος στον εαυτό του την αιώνια κόλαση;


58. Μην παραδώσεις την ακοή σου στους λόγους όποιου καταλαλεί, ούτε τους δικούς σου λόγους στην ακοή ενός φιλοκατήγορου, μιλώντας ή ακούγοντας με ευχαρίστηση κατά του πλησίον σου, για να μη χάσεις την θεία αγάπη και βρεθείς απόκληρος από την αιώνια ζωή.


59. Μην δέχεσαι κατηγορίες κατά του πνευματικού σου πατέρα, μήτε να διευκολύνεις εκείνον που τον προσβάλλει, για να μην οργιστεί ο Κύριος για τα έργα σου και σε εξολοθρεύσει από τη χώρα της ζωής(18).


60. Κλείνε το στόμα εκείνου που κατηγορεί τον άλλον, για να μην αμαρτάνεις μαζί του διπλή αμαρτία. και συνηθίζοντας ο ίδιος σε καταστρεπτικό πάθος, και μη σταματώντας εκείνον που φλυαρεί κατά του πλησίον.


61. «Εγώ όμως σας λέω, είπε ο Κύριος, αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευεργετείτε όσους σας μισούν, προσεύχεσθε για όσους σας βλάπτουν»(19). Γιατί τα διέταξε αυτά; Για να σε ελευθερώσει από το μίσος, τη λύπη, την οργή και την μνησικακία και να σε αξιώσει να λάβεις το μέγιστο απόκτημα, την τέλεια αγάπη, που είναι αδύνατο να την έχει όποιος δεν αγαπά εξίσου όλους τους ανθρώπους, κατά μίμηση του Θεού, ο οποίος αγαπά εξίσου όλους τους ανθρώπους και θέλει να σωθούν και να λάβουν πλήρη γνώση της αλήθειας(20).


62. «Όμως σας λέω να μην αντισταθείτε στον πονηρό, αλλά αν κανείς σε χτυπήσει στο δεξί μέρος του προσώπου, γύρισέ του και το άλλο. και σ’ αυτόν που θέλει να σε πάει στο δικαστήριο για να σου πάρει το χιτώνα, άφησέ του και το ιμάτιο. και αν σε αγγαρεύει κάποιος για ένα μίλι, πήγαινέ μαζί του δύο»(21). Γιατί λέει αυτά ο Κύριος; Για να φυλάξει κι εσένα χωρίς οργή, ταραχή και λύπη, και να διδάξει κι εκείνον με την ανεξικακία σου. και τους δύο πάλι, σαν καλός Πατέρας, να σας φέρει στο ζυγό της αγάπης.


63. Των πραγμάτων, με τα οποία κάποτε μάς έδενε κάποιο πάθος, έχομε μέσα μας τις εμπαθείς φαντασίες. Όποιος λοιπόν νικά τις εμπαθείς φαντασίες, καταφρονεί οπωσδήποτε και τα πράγματα που αυτές απεικονίζουν. Γιατί ο πόλεμος εναντίον των ενθυμήσεων είναι τόσο χειρότερος από τον πόλεμο εναντίον των πραγμάτων, όσο είναι πιο εύκολο να αμαρτάνει κανείς με τη διάνοια από το να αμαρτάνει με έργα.


64. Άλλα από τα πάθη είναι σωματικά κι άλλα ψυχικά. Τα σωματικά έχουν τις αφορμές τους από το σώμα, τα ψυχικά από τα εξωτερικά πράγματα. Και τα δύο αυτά είδη παθών τα αφανίζουν η αγάπη και η εγκράτεια. η πρώτη τα ψυχικά, η δεύτερη τα σωματικά.


65. Από τα πάθη, άλλα ανήκουν στο θυμικό μέρος της ψυχής, άλλα στο επιθυμητικό. Και τα δύο αυτά είδη κινούνται δια μέσου των αισθήσεων. Και κινούνται τότε, όταν η ψυχή βρίσκεται έξω από τα όρια της εγκράτειας και της αγάπης.


66. Τα πάθη του θυμικού μέρους της ψυχής είναι πιο δυσκολοπολέμητα από τα πάθη του επιθυμητικού. Γι’ αυτό και δόθηκε από τον Κύριο εναντίον των παθών του θυμικού δυνατότερο φάρμακο, το οποίο είναι η εντολή της αγάπης.


67. Όλα τα άλλα πάθη, ερεθίζουν είτε το θυμικό μέρος της ψυχής, είτε το επιθυμητικό, είτε το λογιστικό, όπως είναι η λήθη και η άγνοια. Η ακηδία όμως, κυριαρχώντας σ’ όλες τις δυνάμεις της ψυχής, κινεί όλα μαζί τα πάθη. Γι’ αυτό και είναι το πιο βαρύ από όλα τα άλλα πάθη. Καλώς λοιπόν ο Κύριος, δίνοντας το αντίδοτό της, λέει: «Με την υπομονή σας, κερδίστε τις ψυχές σας»(22).


68. Μην προσβάλεις ποτέ κανένα αδελφό, και μάλιστα χωρίς εύλογη αιτία, μην τυχόν επιστρέψει στον κόσμο μη μπορώντας ν’ αντέξει τη θλίψη, και έτσι δε θα αποφύγεις τον έλεγχο της συνειδήσεως που θα σου προξενεί πάντα λύπη στην προσευχή και θα αποδιώχνει το νου από την παρρησία προς τον Θεό.


69. Μην ανέχεσαι τις υπόνοιες ή και τους ανθρώπους που σου μεταφέρουν σκάνδαλα άλλων. Γιατί εκείνοι που παραδέχονται σκάνδαλα με οποιοδήποτε τρόπο για εκείνα που συμβαίνουν προαιρετικά ή απροαίρετα, δεν γνωρίζουν τον δρόμο της ειρήνης, η οποία οδηγεί τους εραστές της δια μέσου της αγάπης στη γνώση του Θεού.


70. Δεν έχει τέλεια αγάπη εκείνος που αλλάζει διάθεση προς τους ανθρώπους ανάλογα με τον χαρακτήρα τους. τον έναν π.χ. τον αγαπά και τον άλλον τον μισεί, ή τον ίδιο άνθρωπο άλλοτε τον αγαπά και άλλοτε τον μισεί για τις ίδιες αιτίες.


71. Η τέλεια αγάπη δεν διαχωρίζει κατά τις διαθέσεις των επιμέρους ανθρώπων τη μία και κοινή ανθρώπινη φύση, αλλά αποβλέποντας σ’ αυτήν, αγαπά εξίσου όλους τους ανθρώπους. Αγαπά τους ενάρετους ως φίλους. τους κακούς τους αγαπά ως εχθρούς, και τους ευεργετεί και μακροθυμεί και υπομένει αν την βλάψουν, χωρίς να λογαριάζει διόλου το κακό, αλλά και πάσχει για χάρη τους, αν το καλέσει η περίσταση, για να τους κάνει και αυτούς φίλους, αν είναι δυνατόν. Αν δεν το κατορθώσει, δεν αλλάζει την διάθεσή της, αλλά φανερώνει τους καρπούς της αγάπης εξίσου προς όλους τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και ο Κύριός μας και Θεός Ιησούς Χριστός, δείχνοντας την αγάπη Του σ’ εμάς, έπαθε για χάρη όλης της ανθρωπότητας και χάρισε σε όλους εξίσου την ελπίδα της αναστάσεως – αν και καθένας κάνει τον εαυτό του άξιο είτε για δόξα, είτε για κόλαση.


72. Εκείνος που δεν καταφρονεί τη δόξα και την εξουδένωση, τον πλούτο και την φτώχεια, την ηδονή και την λύπη, δεν απόκτησε ακόμη τέλεια αγάπη. Γιατί η τέλεια αγάπη δεν καταφρονεί μόνον αυτά, αλλά και την πρόσκαιρη ζωή και το θάνατο.


73. Άκουσε τι λένε εκείνοι που αξιωθήκανε να έχουν την τέλεια αγάπη: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη ή στενοχώρια ή διωγμός ή γυμνότητα ή κίνδυνος ή μάχαιρα; Καθώς λέει η Γραφή, για χάρη Σου θανατωνόμαστε όλη την ημέρα. θεωρηθήκαμε ως πρόβατα για σφαγή. Αλλά σ’ όλα τούτα βγαίνομε νικητές με τη βοήθεια Εκείνου που μας αγάπησε. Πιστεύω απόλυτα ότι ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε άγγελοι, ούτε Αρχές, ούτε Δυνάμεις, ούτε τωρινά, ούτε μελλοντικά, ούτε ύψωμα, ούτε βάθος, ούτε καμιά άλλη κτίση θα μπορέσει να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού που εκδηλώνεται με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας»(23).


74. Άκουσε πάλι τι λένε για την αγάπη προς τον πλησίον: «Λέω αλήθεια, μάρτυς μου ο Χριστός, δεν ψεύδομαι. η συνείδησή μου, που φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα, μαρτυρεί κι αυτή, ότι έχω μεγάλη λύπη και πόνο αδιάκοπο στην καρδιά μου για τους ομοεθνείς μου Ιουδαίους. Θα ευχόμουν να χωριστώ εγώ από τον Χριστό για χάρη των αδελφών μου, των φυσικών συγγενών μου, οι οποίοι είναι Ισραηλίτες κλπ.»(24). Παρόμοια είπαν και ο Μωυσής(25) και οι άλλοι άγιοι.


75. Εκείνος που δεν καταφρονεί τη δόξα και την ηδονή, καθώς και την φιλαργυρία που συντελεί στην αύξησή τους και για χάρη τους υπάρχει, δεν μπορεί να κόψει τις αφορμές του θυμού. Εκείνος όμως που δεν τις κόβει, δεν μπορεί να επιτύχει την τέλεια αγάπη.

76. Η ταπείνωση και η κακοπάθεια ελευθερώνουν τον άνθρωπο από κάθε αμαρτία, καθώς κόβει η μια τα πάθη της ψυχής και η άλλη τα πάθη του σώματος. Αυτό έκανε και ο μακάριος Δαβίδ και προσευχόταν στον Θεό λέγοντας: «Δες την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου και συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες μου»(26).


77. Δια μέσου των εντολών Του, ο Κύριος κάνει απαθείς όσους τις εφαρμόζουν. Δια μέσου των θείων δογμάτων, χαρίζει σ’ αυτούς το φωτισμό της θείας γνώσεως.


78. Όλα τα δόγματα αναφέρονται ή στο Θεό, ή στα ορατά και τα αόρατα, ή στην πρόνοια και την κρίση του Θεού γι’ αυτά.


79. Η ελεημοσύνη θεραπεύει το θυμικό μέρος της ψυχής. η νηστεία μαραίνει την επιθυμία. η προσευχή καθαρίζει το νου και τον κάνει επιτήδειο για την θεωρία των όντων. Γιατί ανάλογα με τις δυνάμεις της ψυχής, ο Κύριος μάς χάρισε και τις εντολές Του.

80. «Μάθετε από εμένα, λέει ο Κύριος, ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά κτλ.»(27). Η πραότητα διατηρεί ατάραχο το θυμικό μέρος της ψυχής. η ταπείνωση ελευθερώνει το νου από την αλαζονεία και την κενοδοξία.

81. Ο φόβος του Θεού είναι δύο ειδών. Εκείνος που γεννιέται μέσα από τις απειλές της κολάσεως και κάνει να φυτρώνουν μέσα μας η εγκράτεια, η ελπίδα στο Θεό, η απάθεια και στη συνέχεια κατά φυσική τάξη η αγάπη. Και ο φόβος που είναι ενωμένος με την ίδια την αγάπη, και φέρνει πάντοτε στην ψυχή ευλάβεια, για να μην καταλήξει σε καταφρόνηση του Θεού εξαιτίας της παρρησίας που δίνει η αγάπη.

82. Τον πρώτο φόβο τον εκτοπίζει η τέλεια αγάπη(28), γιατί η ψυχή που την έχει δεν φοβάται πλέον την κόλαση. Τον δεύτερο φόβο τον έχει, όπως είπαμε, η αγάπη ενωμένο πάντοτε μαζί της. Στον πρώτο φόβο ταιριάζει ο λόγος: «Αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου»(30). Στο δεύτερο φόβο ταιριάζει ο λόγος: «Δε θα δοκιμάσουν στέρηση όσοι φοβούνται τον Κύριο»(31).


83. «Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που σέρνονται στη γη. την πορνεία, την ακαθαρσία , το πάθος, την κακή επιθυμία και την πλεονεξία κτλ.»(32). Με τη γη εννοεί το σαρκικό φρόνημα. Πορνεία ονόμασε την έμπρακτη αμαρτία. Ακαθαρσία είπε τη συγκατάθεση στην αμαρτία. Πάθος, τον εμπαθή λογισμό. Επιθυμία κακή ονόμασε την απλή παραδοχή του λογισμού και της επιθυμίας. Πλεονεξία είπε το υλικό που γεννά και αυξάνει το πάθος . Όλα λοιπόν αυτά, σαν μέλη του σαρκικού φρονήματος, διέταξε ο Απόστολος να νεκρώσομε.


84. Η μνήμη, στην αρχή, φέρνει στο νου το λογισμό χωρίς εμπάθεια. και όταν αυτός μένει στο νου για καιρό, κινείται το πάθος. Αν αυτό δεν εξολοθρευθεί, λυγίζει το νου στη συγκατάθεση. Μετά την συγκατάθεση αρχίζει η έμπρακτη αμαρτία. Ο πάνσοφος λοιπόν Απόστολος, γράφοντας προς τους Χριστιανούς που ήταν πρωτύτερα ειδωλολάτρες, διατάζει πρώτα να αφανίζουν το αποτέλεσμα της αμαρτίας. κι έπειτα με αντίστροφη σειρά, να καταλήγουν στην αιτία της αμαρτίας. Και η αιτία είναι, όπως είπαμε, η πλεονεξία, που γεννά και αυξάνει το πάθος. Νομίζω ότι εδώ σημαίνει τη γαστριμαργία, η οποία είναι μητέρα και τροφός της πορνείας. Γιατί η πλεονεξία είναι κακή όχι μόνο για τα χρήματα, αλλά και για την τροφή. όπως και η εγκράτεια δεν εννοείται μόνο για τα φαγητά, αλλά και για τα χρήματα.


85. Όπως ένα σπουργίτι δεμένο από το πόδι, όταν πάει να πετάξει, πέφτει στο χώμα, επειδή το τραβάει το σχοινί, έτσι και ο νους που δεν απόκτησε ακόμη την απάθεια και πετά προς την γνώση των επουρανίων, τραβιέται από τα πάθη στη γη.


86. Όταν ο νους ελευθερωθεί τελείως από τα πάθη, τότε πορεύεται προς την θεωρία των όντων χωρίς να γυρίζει πίσω, βαδίζοντας πλέον προς την γνώση της Αγίας Τριάδας.


87. Όταν είναι καθαρός ο νους, δεχόμενος τα νοήματα των πραγμάτων προχωρεί μέσω αυτών στην πνευματική θεωρία. όταν όμως από ραθυμία γίνει ακάθαρτος, τότε τα μεν νοήματα των άλλων πραγμάτων τα φαντάζεται απλώς (χωρίς να οδηγείται σε θεωρία), τα δε ανθρώπινα νοήματα που δέχεται, τα μετατρέπει σε αισχρούς ή πονηρούς λογισμούς.


88. Όταν πάντοτε, κατά τον καιρό της προσευχής, δεν ενοχλεί το νου σου κανένα νόημα του κόσμου, τότε να ξέρεις ότι δεν είσαι έξω από τα όρια της απάθειας.


89. Όταν η ψυχή αρχίζει να αισθάνεται την ίδια την υγεία της, τότε και τις φαντασίες του ύπνου τις βλέπει χωρίς εμπάθεια και ταραχή.


90. Όπως το μάτι το ελκύει η ομορφιά των ορατών, έτσι και τον καθαρό νου η γνώση των αοράτων. Αόρατα εννοώ τα ασώματα.


91. Μεγάλο πράγμα είναι να μην κινείται κανείς σε κάποιο πάθος από τα πράγματα. πολύ μεγαλύτερο όμως είναι να μένει απαθής απέναντι στις φαντασίες των πραγμάτων. Γιατί ο πόλεμος των δαιμόνων εναντίον μας με τους λογισμούς, είναι πολύ πιο φοβερός από τον πόλεμο μέσω των πραγμάτων.


92. Εκείνος που κατόρθωσε τις αρετές και πλούτισε με θεία γνώση, επειδή βλέπει τα πράγματα στη φυσική τους κατάσταση, πράττει τα πάντα και μιλά γι’ αυτά κατά τις υπαγορεύσεις του ορθού λόγου, χωρίς να σφάλλει καθόλου. Γιατί από την ορθή ή μη ορθή χρησιμοποίηση των πραγμάτων είναι που γινόμαστε ή ενάρετοι ή κακοί.


93. Σημάδι τέλειας απάθειας είναι να αναδύονται πάντοτε στην καρδιά χωρίς πάθος τα νοήματα των πραγμάτων, τόσο όταν είμαστε ξυπνητοί, όσο και στον ύπνο μας.


94. Ο νους αποβάλλει με την εκτέλεση των εντολών, τα πάθη. με την πνευματική θεωρία των ορατών, τα εμπαθή νοήματα των πραγμάτων. με τη γνώση των αοράτων, τη θεωρία των ορατών. τέλος κι αυτή την αποβάλλει, με τη γνώση της Αγίας Τριάδας.


95. Όταν ο ήλιος ανατέλλει και φωτίζει τον κόσμο, φανερώνει και τον εαυτό του και τα πράγματα που φωτίζονται από αυτόν. Έτσι και ο Ήλιος της δικαιοσύνης, όταν ανατέλλει στον καθαρό νου, φανερώνει και τον εαυτό Του, και τους λόγους όσων έχουν γίνει από Αυτόν και όσων μέλλουν να γίνουν.


96. Δεν γνωρίζομε το Θεό από την ουσία Του, αλλά από τα θαυμαστά έργα Του και την πρόνοιά Του για τα όντα. Απ’ αυτά, σαν μέσα από καθρέφτη, βλέπομε την άπειρη αγαθότητα και σοφία και δύναμή Του.


97. Ο καθαρός νους κινείται ή μέσα στα χωρίς πάθος νοήματα των ανθρωπίνων πραγμάτων, ή στη φυσική θεωρία των ορατών ή των αοράτων, ή μέσα στο φως της Αγίας Τριάδας.


98. Όταν ο νους φτάσει στη θεωρία των ορατών, ερευνά ή τους φυσικούς λόγους τους ή τους λόγους που αυτοί υποδηλώνουν, ή ζητεί την ίδια την αιτία τους.


99. Όταν πάλι κινείται στη θεωρία των αοράτων, ζητεί και τους φυσικούς τους λόγους και την αιτία της υπάρξεώς τους και τα επακόλουθά της, και ποια είναι η σχετική με αυτά πρόνοια και κρίση.


100. Όταν ο νους φτάσει στο Θεό, ζητεί πρώτα να μάθει τους λόγους περί της ουσίας Του, καθώς φλέγεται από τον πόθο. Δεν μπορεί όμως να ικανοποιήσει τον πόθο του αυτό (γιατί κάτι τέτοιο είναι τελείως αδύνατο σε όλα γενικώς τα λογικά δημιουργήματα). έτσι παρηγορείται από την γνώση των σχετικών με τις ιδιότητες του Θεού. Δηλαδή της αιωνιότητας, της απειρίας, της απεριοριστίας, της αγαθότητας, της σοφίας, της δυνάμεως να δημιουργεί, να προνοεί και να κρίνει τα όντα. Το μόνο που μπορούμε να καταλάβομε γι’ Αυτόν, είναι η απειρία Του και το ότι είναι αδύνατο να γίνει γνωστός, όπως έχουν πει οι θεολόγοι Γρηγόριος και Διονύσιος Αεροπαγίτης.




(ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ,  Τόμος Β’ σελ. 49-59.  Εκδόσεις  "ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ" -Θεσ/νίκη)



ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Ησαϊας  στ΄, 5
2. Ιω. 14, 23
3. Ιω. 15, 12
4. Ρωμ.  1, 25
5. Ιερ.  17, 16
6. Πραξ. 7, 60
7.  Α΄ Κορ. 13, 4
8.  Α΄Ιω.  4, 8
9.  Ιερ. 7, 4
10.  Ιακ. 2, 19
11. Β΄Κορ.  7, 8-11
12.  Γεν. 18, 27
13. Ματθ. 5, 24
14. Α΄ Κορ. 13,  2
15. Ρωμ. 13, 10
16. Ρωμ. 13, 10
17.  Ιακ. 4,11
18. Δευτ. 6, 15
19. Ματθ. 5,44
20. Α΄Τιμ. 2, 4
21.  Ματθ. 5, 39-41
22. Λουκ. 21,  19
23. Ρωμ.  8, 35-39
24.  Ρωμ.  9, 1-3
25. Εξ.  32, 32
26.  Ψαλμ. 24, 18
27. Ματθ. 11,  29
28.  Α΄Ιω. 4, 18
29. Παροιμ. 15, 27
30. Ψαλμ. 110, 10
31. Ψαλμ. 33, 10
32.  Κολ. 3,  5




Δείτε σχετικά:

1. Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (21 Ἰανουαρίου)

2. 
Ἄγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ

3. 
ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ Διάλογος με τον Θεοδόσιο, τον επίσκοπο Καισαρείας Βιθυνίας, κατά την πρώτη του εξορία στο φρούριο της Βιζύης της Θράκης.

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

ΠΑΝΤΕΣ ΔΕ ΟΙ ΘΕΛΟΝΤΕΣ ΕΥΣΕΒΩΣ ΖΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΙΗΣΟΥ ΔΙΩΧΘΗΣΟΝΤΑΙ



Διωγμοί καί παθήματα ἀπό μέρους τῶν ἀπίστων καί πονηρῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι λόγω τῆς κακίας των δέν ἤθελαν νά δεχθοῦν τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου....





Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Ὁ Ἃγιος Εὐστάθιος ἡ σύζυγός του Θεοπίστη καί τά παιδιά του Ἀγάπιο καί Θεόπιστο (20 Σεπτεμβρίου)

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο


-Ὁ πολύαθλος ἅγιος Ἰώβ κέρδισε τό ἀμάραντο στεφάνι τῆς ὑπομονῆς. Ἀλλά ὁ δεύτερος Ἰώβ, ὁ ἅγιος Εὐστάθιος κέρδισε καί τό ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Ἀνήκει δέ στήν ἐπίλεκτη ἐκείνη χορεία τῶν μεγαλομαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἀναδείχθηκαν «καί ἐν βίῳ περίδοξοι καί ἐν μάρτυσι ἔνδοξοι».- 


Ο γενναίος Στρατηγός

Ήταν αξιωματούχος εξαίρετος, διακεκριμένος. Ήταν επίσης ξακουστός για την υψηλή καταγωγή του και τα άφθονα πλούτη του... Ήταν εγκρατής στις επιθυμίες του. Δεν επέτρεπε στις ορέξεις του σώματος του να κυριαρχούν. Ήταν σώφρων Αγαπούσε την δικαιοσύνη. Έκανε ότι μπορούσε για ν’ ανακουφίσει τον πόνο και τη δυστυχία των φτωχών. Ήταν με μια λέξη ενάρετος. Ο Πλακίδας είχε δύο γιούς, πού του μοιάζανε στην αρρενωπή σωματική διάπλαση και στο χαρακτήρα. Είχε και την ενάρετη γυναίκα του πού ονομαζόταν Τατιανή.


Το μεγάλο θαύμα

Μια μέρα είχε βγει με τους στρατιώτες στο δάσος για κυνήγι. Ξαφνικά βλέπει ανάμεσα στους πυκνόφυλλους θάμνους εκεί κοντά του ένα μεγαλόσωμο ελάφι Πλημμυρίζει από χαρά ο στρατηγός και μονολογεί:
- Μάλιστα! Αυτό είναι κυνήγι... Δεν πρέπει να το χάσω! Το ελάφι όμως αρχίζει να τρέχει. Δρασκελίζει τους θάμνους μ’ ευκολία και φεύγει. Ο στρατηγός Πλακίδας κάνει συναγερμό στους στρατιώτες του και καβάλα όπως είναι στο άλογο του, ακολουθεί κατά πόδι το ελάφι.
Ξαφνικά, ενώ ίδρωτας λούζει τον ίδιο και το άλογό του, φθάνουν μπροστά σ’ ένα χάσμα. Είναι ένα αδιάβατο σημείο. Ένας επικίνδυνος απότομος λάκκος. Και το σημείο αυτό το περνάει εύκολα το ελάφι.

Αντιθέτως, για το άλογο είναι αδύνατο το πέρασμα. Κοιτάζει επίμονα ο στρατηγός να βρει κάποιο άλλο σημείο για να συνέχιση το κυνήγι του.
Ξαφνικά καθώς κοιτάζει προς την κατεύθυνση του ελαφιού και τα χάνει. Το ελάφι είναι εκεί απέναντι του, στην αντίπερα όχθη του λάκκου. Στέκεται εκεί σαν ήμερο. Ο στρατηγός αρχίζει ξαφνικά να χλωμιάζει και μένει εκστατικός, διότι τώρα βλέπει και κάτι άλλο. Στη μέση των κεράτων του ελαφιού βλέπει να λαμποκοπάει ένας Σταυρός.
Ο Σταυρός είχε επάνω του την θεία μορφή του Εσταυρωμένου Χριστού και άστραφτε σαν τον ήλιο.
Πάνω στην ταραχή του ακούει ο στρατηγός από το σημείο του Σταυρού μια φωνή να του λέγει:
- Γιατί, Πλακίδα με διώκεις; Εγώ είμαι ο Χριστός, τον οποίον συ τιμάς με τάς έργα και την αρετή σου, αν και δεν με γνωρίζεις, μολονότι, δεν είσαι χριστιανός!... Για σένα, ώ ΓΙλακίδα, φανερώθηκα πάνω στο ζώο. Πρέπει να γνωρίζεις, ότι είναι πάντοτε μπροστά μου οι καλοσύνες σου και οι ελεημοσύνες πού κάνεις. Ήρθα, λοιπόν, εδώ για να σε αμείψω για την αρετή. Ήρθα να σε πιάσω στα δίχτυα της φιλανθρωπίας μου. Δεν είναι σωστό εσύ ο καλός και δίκαιος να μένεις στην πλάνη των ειδώλων και να λατρεύεις αναίσθητα αντικείμενα...

Ο στρατηγός συγκλονισμένος από το όραμα και την θεϊκή φωνή, δεν μπορεί να συγκρατηθεί στο άλογό του και πέφτει στη γη. Ύστερα από λίγο συνέρχεται. Παίρνει θάρρος. Κοιτάζει ολόγυρα του και φωνάζει με δυνατή φωνή.


— Ποιος είσαι συ, πού μου μιλάς; Τίνος είναι η φωνή πού ακούω; Πες ποιος είσαι. Φανερώσου σ' εμένα για να σε πιστέψω!
Τότε ακούστηκε επιγραμματική η φωνή του Κυρίου:
— Είμαι ο δημιουργός του Ουρανού και της γης, Πλακίδα... Είμαι ο Χριστός πού σταυρώθηκα, πού τάφηκα και αναστήθηκα εκ νεκρών...
Σεισμός ψυχοσωτήριος γίνεται εκείνη την στιγμή στη ζωή του στρατηγού. Συγκινημένος και ταραγμένος δεν ξέρει πώς να ευχαριστήσει τον Κύριο. Το πρόσωπο του πέφτει στο χώμα και γεμάτο ευγνωμοσύνη και πίστη ομολογεί τον Χριστό:
— Πιστεύω, Κύριε, ότι πράγματι Συ είσαι ο κτίστης και Δημιουργός του κόσμου. Πιστεύω ότι Συ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός και κανείς άλλος!... Και τότε ακούει ο στρατηγός την θεία φωνή να του λέγει:
— Και τώρα, πού όπως λέγεις πιστεύεις, πήγαινε στον Αρχιερέα της Πατρίδος σου να βαπτιστής χριστιανός, όπως βαπτίζονται τόσοι και τόσοι...
Αναθαρρεί τότε ο στρατηγός και ρωτάει αν μπορεί, αν επιτρέπεται ν’ ανακοινώσει όλα αυτά στην οικογένειά του για να πιστέψουν στο Χριστό και η γυναίκα του και τα παιδιά του.
— Ναι, του απαντάει η θεία φωνή. Να βαπτισθείτε όλοι και έπειτα να ξαναέρθεις εδώ για να σού φανερώσω τί θα σού συμβεί εις το μέλλον...
Ο Πλακίδας βαπτίζεται και ονομάζεται Ευστάθιος

Συγκινημένος από το όραμα και τα λόγια του Χριστού έφθασε το βράδυ στο σπίτι του ο Πλακίδας. Άρχισε έπειτα γεμάτος παλμό να διηγείται όσα είδε και άκουσε την ημέρα εκείνη. Η γυναίκα του τον άκουγε με προσοχή και χωρίς να χάσουν χρόνου έτρεχαν στον Αρχιερέα για να τους βαπτίσει.
Βάπτισε πρώτα τον στρατηγό Πλακίδα, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος... και του έδωσε το χριστιανικό όνομα Ευστάθιος. Ακολούθως βάπτισε την Τατιανή και της έδωσε το νέο όνομα Θεοπίστη. Εν συνεχεία βαπτίστηκαν τα παιδιά τους τα οποία ονομάσθηκαν Αγάπιος και Θεόπιστος.

… «Θα πάθης όσα και ο Ιώβ»...

Λουσμένος με τη χάρι του Θεού πλέον ο Ευστάθιος έτρεξε προς το σημείο όπου είχε δει το όραμα. Πήγε, λοιπόν και γονάτισε εκεί απ’ όπου είχε ακούσει την προηγουμένη ημέρα την θεία φωνή. Γονάτισε μπρούμητα κλαίγοντας και ευχαριστώντας τον Θεό.
Άκουσε τότε την γνώριμη υπερκόσμια φωνή να του λέγει:
— Ευτυχής είσαι Ευστάθιε, διότι δέχθηκες το σωτήριο Βάπτισμα και κατετσάκισες την δύναμη του πονηρού διαβόλου. Να ξέρης όμως ότι ο διάβολος θα σου κηρύξει σκληρό πόλεμο. Δεν θα πάψει να σού προετοιμάζει πειρασμούς. Σχέδιο του και σκοπός του είναι να σε αναγκάσει να βλασφημήσεις, ν’ αρνηθείς την πίστη σου και να κολασθείς αιώνια. 
Θα πάθεις όσα ο Ιώβ τον καιρό εκείνο, τελικώς όμως θα νικήσεις τον διάβολο...
— Αγωνίσου με ανδρεία Ευστάθιε υπέρ των καλών έργων. Η χάρις μου θα σε συνοδεύει και σένα και την συντροφιά σου και θα φυλάξει τις ψυχές σας από τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού...


Οι δοκιμασίες αρχίζουν
Ο φθονερός Σατανάς κηρύττει ανοικτό πόλεμο εναντίον του. Ένα είδος χολέρας πέφτει στο μέρος εκείνο και οι δούλοι του καθώς και οι συγγενείς του πεθαίνουν. Δεν απογοητεύεται ο Άγιος. Δίνει κουράγιο στη γυναίκα του και στα παιδιά του... Προτού όμως συνέλθει από το κτύπημα αυτό πέφτει μια άλλη αρρώστια και ψοφάνε όλα τα ζωντανά του... Για ν’ απαλύνει την θλίψη, πού απλώνεται από τα αλλεπάλληλα κτυπήματα, παίρνει την οικογένειά του και πηγαίνει στην εξοχή. Κατά την διάρκεια της απουσίας εκείνης όμως, μπαίνουν κλέφτες στο σπίτι τους και το ερημώνουν. Έτσι από πλούσιοι έμειναν φτωχοί και αξιολύπητοι!

Χάνει την γυναίκα του

Έπιασε λοιπόν λιμάνι η οικογένεια και μπαρκάρησε για την Αίγυπτο. Ο Πλοίαρχος ζήτησε από τον άγιο υπέρογκα ναύλα. Έκανε εκβιασμό γιατί του άρεσε η Θεοπίστη και ήθελε να την κρατήσει σκλάβα του. Οι παρακλήσεις του Αγίου Ευσταθίου και οι υποσχέσεις δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Ο Άγιος επιμένει αγωνίζεται να σώσει την γυναίκα του. Τελικώς τον κατεβάζουν στο πρώτο λιμάνι βίαια με τα δύο παιδιά του. Τότε εκείνος, τα παιδιά του και η γυναίκα του κλαίνε γοερά και σπαραξικάρδια για τον φοβερό χωρισμό.


Χάνει τα παιδιά του

Καθώς προχωρούσαν έπεσαν πάνω στην κοίτη ενός ποταμού πού είχε πολύ νερό. Το ποτάμι αυτό έπρεπε να το προσπεράσουν και γέφυρα δεν υπήρχε πουθενά. Τότε ο Άγιος έκανε το σταυρό του πήρε το ένα παιδί και το έβαλε στην απέναντι όχθη. Γύρισε εν συνεχεία να πάρει και το άλλο. Ενώ δε βρισκόταν στο μέσον του πλάτους του ποταμού, βλέπει ένα λιοντάρι αγριεμένο να ορμάει και του αρπάζει το ένα παιδί. Κι εκεί πού αυτός κραυγάζει απελπισμένος, μη μπορώντας τίποτε άλλο να κάμει συμβαίνει κάτι πιο απελπιστικό.
Ένας μεγαλόσωμος λύκος του αρπάζει από την όχθη και το δεύτερο παιδί του το μικρότερο. Το αρπάζει και φεύγει, εξαφανίζεται σαν αστραπή μέσα στο δάσος.
Έκλαιγε σαν άνθρωπος, στον μεγάλο πόνο του, έκανε ευλαβικά τα παράπονα του στο Θεό, αλλά τελικά με θερμή προσευχή Τον παρεκάλεσε λέγοντάς:
— Κύριε, δός μου θάρρος και υπομονή. Θέλω και τώρα στις δύσκολες στιγμές να μείνω μαζί Σου, να είμαι δικό Σου. Κύριε μη με εγκαταλείψεις. Προστάτεψε την γυναίκα μου και σώσε τα παιδιά μου. Κάνε το θαύμα σου. Βοήθησέ με να ξαναβρώ την οικογένειά μου.
Περπατώντας μέρες ολόκληρες, νηστικός, άυπνος και συντετριμμένος έφθασε σε κάποια πόλη πού την λέγανε Βάδησσο. Εκεί στάθμευσε ο Άγιος και έπιασε δουλειά για να βγάζει το ψωμί του.


Πώς σώθηκαν τα παιδιά του και η γυναίκα του

Το λιοντάρι όταν απομακρύνθηκε από την όχθη το κυνήγησαν μερικοί βοσκοί και έσωσαν το παιδί από τα αιμοχαρή δόντια του. Το ίδιο συνέβη και με τον λύκο. Τον είδαν μερικοί γεωργοί πού κρατούσε το παιδί στο στόμα και τον κυνήγησαν επιμόνως. Τελικώς και ο λύκος πιεζόμενος εγκατέλειψε και το άλλο παιδί του Αγίου σώο. Το ένα, λοιπόν, από τα παιδιά μεγάλωσε μέσα στους τσοπάνους και το άλλο στους γεωργούς.
Αλλά και η γυναίκα του Αγίου γλύτωσε από την ατίμωση, διότι ο πλοίαρχος κατά θεία οικονομία αρρώστησε βαριά την ίδια μέρα πού κατέβασαν τον άγιο Ευστάθιο και τα παιδιά του από το καράβι και έτσι δεν μπόρεσε να εκπληρώσει την αισχρή επιθυμία του. Όταν μάλιστα έφθασε στην Πατρίδα του πέθανε ο αμαρτωλός εκείνος εκβιαστής.


Ξαναβρίσκει την οικογένεια του

Ο Αυτοκράτορας Τραϊανός έδωσε εντολή να βρουν τον Πλακίδα για να είναι επικεφαλής στον πόλεμο κατά των βαρβάρων που απειλούσαν την Ρώμη.
Ο άγιος επειδή είδε ότι υπήρχε λίγος στρατός έδωσε διαταγή να στρατολογηθούν και άλλοι, ανάμεσα σε αυτούς που στρατολογήθηκαν ήταν και οι δύο υιοί του. Ο Άγιος εν τω μεταξύ σημείωσε μεγάλες επιτυχίες στην εκστρατεία του εκείνη. Πολλές πόλεις, φρούρια κι οχυρά ελευθέρωσε. Έπειτα αφού πέρασε τον ποταμόν Χρύσπιν, κατεκυρίευσε την χώρα, φθάνοντας στην πόλη, πού ήταν η Θεοπίστη. Έστησε δε κατά θεία συγκυρία την σκηνή του στον κήπο της Θεοπίστης, διότι αυτό ήταν κτήμα του άρχοντα και πλουσίου πλοιάρχου, πού είχε κατακρατήσει την Θεοπίστη στο πλοίο και ο οποίος είχε πεθάνει. Εκεί με την Θεία Οικονομία η οικογένεια αναγνώρισε ο ένας τον άλλον και ξαναέσμιξε.


Πως μαρτυρεί η οικογένεια

Μετά το επιτυχές τέλος των επιχειρήσεων ο Άγιος σταμάτησε τον πόλεμο και γύρισε θριαμβευτής στην Ρώμη. Εν τω μεταξύ είχε πεθάνει ο αυτοκράτορας Τραϊανός και στο θρόνο είχε ανεβεί ο ανεψιός του Αδριανός, γνωστός για το μίσος πού έτρεφε εναντίον των Χριστιανών. Εκείνος βγαίνει να τον υποδεχθεί και να τον συγχαρεί. Τον συμβούλεψε δε να θυσιάσει στον Απόλλωνα και τους άλλους θεούς, διότι του έκανε αυτές τις ευεργεσίες.
Τότε ο Ευστάθιος, ο σταθερός εκείνος και αδαμάντινος οπαδός του Χριστού, γεμάτος ηρωικό μεγαλείο, γεμάτος θάρρος, και πίστη αληθινή ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν λέγοντας:
— Είμαι Χριστιανός αυτοκράτορα. Πιστεύω στο Θεό των Χριστιανών. Μην ελπίζεις λοιπόν, από μένα θυσίες στα ειδωλικά ξόανα, στα σιχαμερά κατασκευάσματα των ανθρώπων.
Ο Αδριανός διέταξε τότε οργισμένος να του βγάλουν την στολή του στρατηγού και συγχρόνως με διάφορα λόγια προσπαθούσε να τους πείσει όλους ν’ αλλάξουν γνώμη, αλλά όλοι τους, όλη η οικογένεια ήταν σταθερή. Μετά απ’ αυτά, τους έβαλε σε μια πεδιάδα κι άφησαν ένα λιοντάρι πεινασμένο να τους κατασπαράξει. Το λιοντάρι τρέχοντας, έφθασε κοντά τους, αλλά δεν τους πείραξε καθόλου. Τουναντίον, γύριζε χαρούμενο γύρω τους σαν ήμερο σκυλάκι.

Στη συνέχεια διατάσσει ο Αυτοκράτορας να κάψουν ένα μεγάλο χάλκινο βόδι και να τους βάλουν μέσα. Έτσι κι έγινε. Προηγουμένως όμως οι Άγιοι εκείνοι και γενναίοι του Χριστού Μάρτυρες παρεκάλεσαν τους στρατιώτες, να προσευχηθούν. Προσευχήθηκαν στο Θεό να τους δώσει δύναμη για να υποφέρουν τα βασανιστήρια και να θάψουν τα σώματά τους όλα μαζί.
Μετά τρεις μέρες άνοιξαν το χάλκινο βόδι κι είδαν με έκπληξη ότι οι μεν ψυχές τους είχαν ταξιδέψει στην αιώνια και ευτυχισμένη κατοικία των ουρανών, αλλά ούτε μία τρίχα δεν είχε θιγή από τα λείψανα των Αγίων. Είδε αυτά ο Αδριανός, φοβήθηκε κι έφυγε.
Ο κόσμος μόλις είδε το θαύμα, φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του:
— Μεγάλος ο Θεός των Χριστιανών. Αυτός μόνον είναι Θεός αληθινός και κανείς άλλος!
Οι χριστιανοί εκμεταλλεύτηκαν το θόρυβο και τη σύγχυση και πήραν τα λείψανα των Αγίων και τους ενταφίασαν μαζί. Όπως ήταν και η επιθυμία τους.





Ἀπολυτίκον. Ἦχος ἅ΄. Τῆς ἔρημου πολίτης
Ἀγρευθεῖς οὐρανόθεν πρός εὐσέβειαν ἔνδοξε, τή τοῦ σοί ὀφθέντος δυνάμει, δί’ ἐλάφου, Εὐστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς, καί ἤστραψας ἐν ἄθλοις ἱεροῖς σύν τή θεία σου συμβίω καί τοῖς υἱοῖς φαιδρύνων τούς βοώντας σοί• δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δείξαντι σέ ἐν παντί, Ἰώβ παμμάκαρ δεύτερον.



Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τή ὑπερμάχω

Ὡς τῆς ἀνδρείας τοῦ Ἰώβ ἔμψυχον ἄγαλμα. Καί τῶν Μαρτύρων κοινωνόν καί ἀκροθίνιον. Ἐπαξίως εὐφημοῦμεν σέ, Ἀθληφόρε• Ὡς ὁ Παῦλος γάρ θεοκλητός γενόμενος. Ἐμεγάλυνας τόν Λόγον δί’ ἀθλήσεως• Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Μάρτυς Εὐστάθιε.



Μεγαλυνάρια
Οὐρανόθεν μάκαρ καταυγασθεῖς, στήλη τῆς ἀνδρείας ἀνεδείχθης ἐν πειρασμοῖς, καί πανοικεσία, Εὐστάθιε, ἀθλήσας, τῆς ἄνω βασιλείας ἀξίως ἔτυχες.




Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Εὐσεβείας τοῖς τρόποις ἀνδραγαθῶν, καρτερίας τοῖς πόνοις ὑπεραθλῶν, νέος ἀνηγόρευσαι, Ἰὼβ Μάρτυς πανένδοξε· τῶν γὰρ τερπνῶν τοῦ βίου, παθῶν τὴν ἀφαίρεσιν, σὺν γυναικὶ καὶ τέκνοις, Θεῷ ηὐχαρίστησας· ὅθεν ἐπὶ τέλει, τῶν ἀγώνων ὡς νίκης, βραβεῖον παρέσχε σοι, τὴν τοῦ αἵματος πρόσχυσιν, Ἀθλοφόρε Εὐστάθιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων, ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.


Ὁ Οἶκος
Ὕμνον μοι δώρησαι ὁ Θεός μου, ἀνυμνῆσαι καὶ λέγειν νυνὶ τοὺς ἀγῶνας τοῦ Ἀθλοφόρου σου Κύριε, ὅπως εὐρύθμως ἐγκωμιάσω τὸν γενναῖον ἐν τοῖς ἄθλοις Εὐστάθιον, τὸν νικητὴν ἐν πολέμοις ἐχθρῶν γεγονότα ἀεί, τὸν μέγαν ἐν εὐσεβείᾳ, καὶ χορῷ τῶν Μαρτύρων ἐκλάμψαντα· σὺν τούτοις γὰρ ψάλλει ἀπαύστως σοι, μετ' Ἀγγέλων ὁ πάνσοφος, λαμβάνων ἐξ ὕψους θείαν ἄφεσιν.
Στίχος
Ευστάθιον δούς παγγενή χαλκούς φλέγει, και παγγενή ου του Θεού σώζεις, Λόγε.
Εικάδι Ευστάθιε γενεή άμα εν βοί καύθη.

"xristianos.gr"