A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: - Ὁμιλία εἰς τό ''ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;'' (Ἀρχιεπισκόπου Ἀστραχάν καί Σταυρουπόλεως Νικηφόρου Θεοτόκη)

Ο κατά του Πέτρου έλεγχος, τον οποίον ηκούσαμε σήμερα στο Ιερόν Ευαγγέλιον, μας δίδει αφορμή να ερευνήσωμε με ακρίβεια τα περί της ολιγοπιστίας, η οποία ψυχραίνει τον πόθο της αρετής, και κατακρημνίζει εύκολα στα βάραθρα της αμαρτίας. 


Ο ολιγόπιστος διαφέρει από τον πιστό και από τον άπιστο, όπως το χλιαρό νερό από το θερμό και το ψυχρό. Το χλιαρό νερό έχει πυρ συσσωρευμένο μέσα του, αλλά λίγο, το θερμό έχει πολύ, το ψυχρό καθόλου. Ο ολιγόπιστος έχει πίστη, όμως ολίγη, ο πιστός πολλή, ο άπιστος καθόλου. Το χλιαρό νερό έχει δύναμη, όμως ολίγη, το θερμό έχει πολλή, το ψυχρό καθόλου. Ο ολιγόπιστος έχει ζήλον, όμως πολύ ολίγον, ο πιστός έχει πολύν, ο άπιστος καθόλου. Γι’ αυτό ο άπιστος, επειδή καθόλου δεν πιστεύει στον Θεό, χωρίς καμία συστολή περιφρονεί τις εντολές Του. Επειδή δεν έχει κανένα ζήλο, δεν λαμβάνει καμία φροντίδα για την κατόρθωση της αρετής, ο δε πιστός, επειδή και θερμώς πιστεύει και πολύν ζήλον έχει, δύσκολα παραβαίνει τις εντολές του Θεού, δύσκολα αμελεί της αρετής τα έργα. Ενώ ο ολιγόπιστος, επειδή διστάζει στα λόγια του Θεού και έχει ολίγον ζήλον, εύκολα περιφρονεί τους θείους νόμους, εύκολα απογυμνώνεται από το επουράνιον ένδυμα της αρετής. Αυτό μας διδάσκει ο λόγος, αυτό μας δεικνύουν τα πράγματα.


Η πίστις κηρύττει ότι ο Θεός, ως άπειρος, είναι πάντοτε πανταχού παρών και πληροί τα πάντα: «εάν αναβώ εις τον ουρανόν, Συ εκεί εί. Εάν καταβώ εις τον άδην, πάρει. Εάν αναλάβομαι τας πτέρυγάς μου κατ’ όρθρον και κατασκηνώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης, και γαρ εκεί η χειρ σου οδηγήσει με, και καθέξει με η δεξιά σου». Ουδείς τόπος κατ’ ουδένα καιρόν, ούτε καν εν ριπή οφθαλμού, μένει στερημένος της παρουσίας του Θεού. Ο πιστός, ο οποίος το πιστεύει αυτό αδιστάκτως, βλέπει με τα όμματα της πίστεως τον Δεσπότην Σαβαώθ ιστάμενον πάντοτε ενώπιόν του. Όθεν είναι πολύ δύσκολο να τολμήσει εμπρός στο πρόσωπο του Θεού να πράξει την αμαρτία. Ποίος, ευρισκόμενος ενώπιον επιγείου βασιλέως, πράττει, δεν λέγω καν αμαρτίαν, αλλά και μικροτάτην ακόμα αταξίαν; Ουδείς. Ο Προφήτης Δαυίδ, ο οποίος είχε τη θερμότητα της πίστεως, έλεγε: «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν, ίνα μη σαλευθώ». Για τον ίδιον λόγο, ο Πατριάρχης Ιωσήφ απέφυγε τη μοιχεία και εφύλαξε τη σωφροσύνη. Η ασελγής αιγυπτία τον επίεζε: «Κοιμήθητι μετ’ εμού» του έλεγε. Ο δε Ιωσήφ, πιστεύοντας αδιστάκτως ότι ο Θεός είναι ενώπιόν του, αντέκρουσε την πίεση λέγοντας: «Και πώς ποιήσω το ρήμα το πονηρόν τούτο, και αμαρτήσομαι ενώπιον του Θεού;».


Ο ολιγόπιστος, επειδή με τους σωματικούς μεν οφθαλμούς δεν βλέπει ότι παρίσταται ο Θεός ενώπιόν του, οι δε οφθαλμοί της ψυχής του μυωπάζουν και σχεδόν είναι κλεισμένοι εξ αιτίας της ολιγοπιστίας του, γι’ αυτό εύκολα κλονίζεται και σαλεύεται από τον άνεμο των παθών, εύκολα τον καταποντίζουν τα κύματα της αμαρτίας. Τί συλλογίζεσθε για τον Ιούδα τον Ισκαριώτη; Αραγε αυτός δεν επίστευε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Υιός τού Θεού; Και βέβαια επίστευε. Διότι, εάν δεν επίστευε, δεν θα τον ακολουθούσε, ούτε θα εγίνετο μαθητής του. Επίστευε, αλλά λίγο. Επίστευε, αλλά εδίσταζε. Γι’ αυτό την ολίγη πίστη του την έσβησε το πάθος της φιλαργυρίας, και έτσι από μαθητής έγινε προδότης. Είχε η Εύα πίστη στον Θεό. Αλλά η πίστη της ήταν ολίγη και χλιαρή. Ο Θεός είπε σ’ αυτήν και στον Αδάμ: «Η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, αποθανείσθε». Ο όφις της είπε το αντίθετο, δηλαδή, το «ου θανάτω αποθανείσθε, αλλά έσεσθε ως θεοί». Αυτή επίστευσε περισσότερο στα λόγια του όφεως, παρά στα λόγια του Θεού. Κι έτσι η ολιγοπιστία την κατακρήμνισε στην αμαρτία της παρακοής, την απογύμνωσε από τη Θεία Χάρη, και την εξώρισε σ’ αυτή την αθλία γη.


Κατεφρονήθη παντελώς η εργασία της αρετής, ελύθη της αμαρτίας ο χαλινός, καθένας από εμάς χωρίς καμία συστολή και φόβο αμαρτάνει κάθε είδος αμαρτίας. «Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών αγαθόν, ουκ έστιν έως ενός». Πού οφείλεται αυτό; Στην ολιγοπιστία. Πώς, λέγετε, είμεθα εμείς ολιγόπιστοι; Εμείς καθημερινώς αναγινώσκουμε και κηρύττουμε το Σύμβολον της Πίστεως. Εμείς καθημερινώς κραυγάζουμε μεγαλοφώνως «Πιστεύω εις έναν Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, Ποιητήν ουρανού και γης», και τα υπόλοιπα όσα περιέχει το «Πιστεύω». Είμεθα λοιπόν ολιγόπιστοι; Τα έργα, αδελφοί, και όχι τα λόγια είναι η απόδειξη της πίστεως, καθώς θεοπνεύστως εδίδαξεν ο αδελφός του Κυρίου, ο Ιάκωβος. «Δείξον μοι», λέγει, «την πίστιν σου εκ των έργων σου, καγώ δείξω σοι εκ των έργων μου την πίστιν μου».


Ποίαν όμως πίστη δεικνύουν τα έργα μας; Αυτά δεικνύουν φανερά ότι είμεθα υπερβολικά ολιγόπιστοι. Όχι τα λόγια, αλλά τα πράγματα κηρύττουν ότι έχουμε πολύ ολίγη πίστη στον Θεό.


Ο Θεός προστάσσει να αγαπούμε τους εχθρούς μας: «εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Ο Θεός προστάσσει, λέγοντας: «ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς». Υπόσχεται δε σε όποιους αγαπούν τους εχθρούς των και τους ευεργετούν, μεγάλες ανταμοιβές: «και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί του Υψίστου». Εκτός αυτού, μας αναγγέλλει ότι Αυτός φροντίζει για την εκδίκηση εκείνων που μας αδικούν, αυτός υπόσχεται να τους ανταποδώσει την πρέπουσα τιμωρία. «Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος». Ο κόσμος συμβουλεύει το αντίθετο. Κατάτρεχε, λέγει, και βλάπτε, όσον ημπορείς τον εχθρόν σου, διότι εάν τον συγχωρήσεις χωρίς την πρέπουσα εκδίκηση, χάνεις την αξιοπρέπειά σου, όλοι σε καταφρονούν, σου επιτίθενται και σε βλάπτουν με κάθε τρόπο. Και εμείς πειθόμεθα περισσότερο στις συμβουλές του κόσμου παρά στα προστάγματα του Θεού, πιστεύουμε περισσότερο στα λόγια του κόσμου παρά στις υποσχέσεις του Θεού΄ όθεν μισούμε τους εχθρούς μας και τους εχθρευόμεθα έως θανάτου. Και για να τους εκδικηθούμε, χρησιμοποιούμε ύβρεις, επιβουλές, συκοφαντίες, καταδρομές, προδοσίες, πληγές, φόνους, κακά μέγιστα και αμαρτήματα φοβερότατα.


Είναι αυτά έργα πίστεως; Όχι, αυτά είναι έργα ολιγοπιστίας, για να μην ειπώ απιστίας. Βλέπε τι έπρατταν οι άγιοι Απόστολοι, οι οποίοι είχαν θερμή την πίστη στον Χριστόν. Αυτοί, «υβριζόμενοι, ευλογούσαν. Διωκόμενοι υπέμεναν, βλασφημούμενοι παρεκάλουν» τους εχθρούς των να μετανοούν. Βλέπε από τα έργα τι πίστη είχεν ο Πρωτομάρτυς Στέφανος. Αυτός, λιθοβολούμενος, έκλινε τα γόνατα και προσηυχήθη υπέρ εκείνων που τον λιθοβολούσαν, λέγοντας: «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην. Και τούτο ειπών, εκοιμήθη».


Ο Θεός προστάσσει, λέγοντας, «πλην τα ενόντα (τα υπάρχοντα δηλαδή) δότε
ελεημοσύνην». Θρέψε, λέγει, αυτόν που πεινά, πότισε αυτόν που διψά, ένδυσε τον γυμνόν, υποδέξου τον ξένον, επισκέφου τον ασθενή, επιμελήσου τον φυλακισμένο». Ο πτωχός, λέγει, είναι αδελφός μου, ο πτωχός με αντιπροσωπεύει, ό,τι κάμεις στον πτωχό, σ’ εμέ το κάμεις: «αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Υπόσχεται στους ελεήμονες αμοιβές εκατονταπλάσιες στον κόσμον αυτό, και βασιλείαν αιωνία στη μέλλουσα ζωή. «Εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει». Τα πιστεύεις αυτά;
- Ναι, λέγεις, πιστεύω και ομολογώ.
- Καλώς. Αλλά έπειτα παρουσιάζεται ενώπιόν σου ο πεινασμένος, ο διψασμένος, ο γυμνός, ο ξένος, ο ασθενής, και συ όχι μόνον αποστρέφεις το πρόσωπο σου από αυτόν, αλλά μερικές φορές τον περιφρονείς και τον ελέγχεις. Αυτά είναι τα έργα της πίστεώς σου; Αυτή είναι η πίστις σου; Αυτή δεν είναι πίστις, αλλά ολιγοπιστία. Ο πεπλανημένος λογισμός της φιλαργυρίας σου λέγει: μη δώσεις, για να μη γίνεις και συ πτωχός όπως εκείνος. Ο αψευδής Θεός σου λέγει: εάν δώσεις ένα, λαμβάνεις εκατό. Και συ πιστεύεις περισσότερο στην πλάνη του νοός σου παρά στον Παντοκράτορα Θεό.


Εάν είχε η καρδία μου πίστη θερμή, όσο θερμός είναι ο κόκκος του σινάπεως, θα φοβόμουν την ημέρα της κρίσεως και την κόλαση που περιμένει αυτούς που αμαρτάνουν, και έτσι θα συνέστελλα τα χέρια μου από την αρπαγή και την αδικία, θα έφευγα μακριά από την ξένη κλίνη, θα εδάμαζα τα πάθη της σαρκός μου, θα απέστρεφα τους οφθαλμούς μου από κάθε αμαρτία. Εάν είχε η καρδία μου πίστη θερμή, όσο θερμή ήταν η πίστις των Αγίων, θα άπλωνα τα χέρια μου σε ευεργεσίες πτωχών, θα ηγόραζα τον άγιο χιτώνα της σωφροσύνης, θα απέφευγα τη ματαιότητα του κόσμου, θα εφύλαττα τις εντολές του Θεού, και θα έτρεχα αόκνως τον δρόμο της αρετής.


Αλλά προς αυτό αποκρίνονται κάποιοι και λέγουν: Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είπε: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Εμείς επιστεύσαμε και βαπτισθήκαμε, άρα είμεθα σωσμένοι. Ναι, αληθώς. Αλλά γιατί ο ίδιος, ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήλεγξε τον Πέτρον ως ολιγόπιστον; «Ολιγόπιστε», είπε, «εις τι εδίστασας;». Τον ήλεγξε για να μάθωμε ότι άλλο πίστις και άλλο ολιγοπιστία. Πίστιν ονόμασεν ο Κύριος την πίστιν την τελείαν, την μεγάλην, την θερμήν, και η πίστις αυτή ποτέ δεν είναι χωρισμένη από τα καλά έργα. Γι’ αυτό και ο αδελφός του Κυρίου, ο Ιάκωβος, έλεγε: «Δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου, καγώ δείξω σοι εκ των έργων μου την πίστιν μου». Αυτή είναι η σωτηριώδης πίστις, για την οποίαν ο Σωτήρ είπεν: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Η ολιγοπιστία είναι πίστις νεκρά και πολλές φορές ξένη και εντελώς γυμνή από τα καλά έργα. Είναι αυτή για την οποίαν ο ίδιος Ιάκωβος είπε: «Η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστί».


Εμείς θαυμάζουμε και απορούμε που δεν βλέπουμε σήμερα το πλήθος των θαυμάτων, τα οποία υπεσχέθη ο Κύριος σε όσους πιστεύουν. «Σημεία» είπε «τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει. Εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς, όφεις αρούσι. Καν θανάσιμόν τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει. Επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι, και καλώς έξουσιν». Ευκολότατα όμως λύεται το θάμβος και η απορία. Διότι ο Κύριος είπεν ότι αυτά τα σημεία θα επακολουθήσουν «τοις πιστεύουσι», όχι «τοις ολιγοπίστοις» . Όταν οι θερμοί στην πίστη ήσαν πολλοί, την εποχή δηλαδή των Αποστόλων και στους μετά ταύτα αιώνες, τότε εγίνοντο καθημερινώς αμέτρητα θαύματα. Σήμερα πολύ ολίγοι είναι αυτοί που έχουν τη θερμή και φλογερή πίστη. Όλοι σχεδόν είναι ολιγόπιστοι. Εάν όμως και σήμερα έχει κάποιος πίστη θερμή σαν τον κόκκο του σινάπεως, «ερεί τω όρει τούτω. Μετάβηθι εντεύθεν εκεί», και μεταβήσεται. Έπαυσε λοιπόν το πλήθος των θαυμάτων, επειδή έσβησεν η θερμότης της πίστεως. «Διατί», είπαν στον Κύριον οι Απόστολοι, «ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν το δαιμόνιον;» «Δια την απιστίαν υμών», τους απεκρίθη ο Κύριος, δηλαδή, «δια την ολιγοπιστίαν υμών». Διότι δεν ήσαν άπιστοι οι Απόστολοι, αλλά ατελείς ακόμη στην πίστη.


Βλέπετε, λοιπόν, αδελφοί, ότι η ολιγοπιστία είναι η ρίζα όλων των κακών, η δε πίστις είναι η ρίζα κάθε αρετής και αγαθοεργίας; Αλλά άραγε ημπορεί ο άνθρωπος να θερμάνει την ψυχράν του πίστη; Ναι, ημπορεί, εάν θέλει. Η πίστις οδηγεί στην αρετή, και η αρετή θερμαίνει την πίστη. Γίνε λοιπόν πράος, ταπεινός, φιλοδίκαιος, εύσπλαχνος, σώφρων, μακρόθυμος, «φρόνιμος ως ο όφις, ακέραιος ως η περιστερά», «οικτίρμων ως ο πατήρ σου ο επουράνιος». Αυτά ανάπτουν στην καρδιά του ανθρώπου εκείνο το πυρ, την πίστη δηλαδή, την οποίαν ήλθε να βάλει ο Ιησούς στη γη, δηλαδή στην καρδία όσων θα πιστεύσουν σ’ Αυτόν.


Κύριε Ιησού Χριστέ, μονογενή Λόγε του Θεού, Συ είσαι και της πίστεως χορηγός, και της αρετής δοτήρ. Εγώ πιστεύω και ομολογώ ότι Συ είσαι αληθώς ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο οποίος ήλθες εις τον κόσμον για να σώσεις τους αμαρτωλούς, ων πρώτος είμαι εγώ, αλλά η πίστις μου είναι ολίγη και ψυχρά, δεν είναι τόσο θερμή όσον είναι αναγκαίο για τη σωτηρία μου. Προς Σε, λοιπόν, πανοικτίρμων, κλίνω τα γόνατά μου και με δάκρυα, όπως ο πατέρας του παιδιού που είχε το πνεύμα το άλαλον, κράζω και βοώ «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τη απιστία».


(18ος αιών, Κυριακοδρόμιον Νικηφόρου Θεοτόκη, έκδοσις Ζ', τομ. Α' σελ. 260 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 209 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς. 
Πηγή:alopsis.gr)










Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ ΠΕΡΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΦΗΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑ

Λόγος εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου (Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά)




Αν «ο θάνατος των οσίων είναι τίμιος και η μνήμη δικαίου συνοδεύεται από εγκώμια», πόσο μάλλον τη μνήμη της αγίας των αγίων, δια της οποίας επέρχεται όλη η αγιότης στους αγίους, δηλαδή τη μνήμη της αειπάρθενης και Θεομήτορος, πρέπει να την επιτελούμε με τις μεγαλύτερες ευφημίες.

 Αυτό πράττουμε εορτάζοντας την επέτειο της αγίας κοιμήσεως ή μεταστάσεώς της, 
που αν και με αυτή είναι λίγο κατώτερη από τους αγγέλους, όμως ξεπέρασε σε ασύγκριτο βαθμό και τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις δια της εγγύτητός της προς τον Θεό και δια των από παλαιά γραμμένων και πραγματοποιημένων σ’ αυτή θαυμασίων.

Ο θάνατός της είναι ζωηφόρος, μεταβαίνοντας σε ουράνια και αθάνατο ζωή, και η μνήμη τούτου είναι χαρμόσυνη εορτή και παγκόσμια πανήγυρις, που όχι μόνο ανανεώνει τη μνήμη των θαυμασίων της Θεομήτορος, αλλά και προσθέτει τη κοινή και παράδοξη συνάθροιση των ιερών Αποστόλων από κάθε μέρος της γης για την πανίερη κηδεία της, με θεολήπτους ύμνους, με τις αγγελικές επιστασίες και χοροστασίες και λειτουργίες γι΄ αυτήν.

Οι Απόστολοι προπέμπουν, ακολουθούν, συμπράττουν, αποκρούουν, αμύνονται και συνεργούν με όλη τη δύναμη μαζί με εκείνους που εγκωμιάζουν το ζωαρχικό και θεοδόχο εκείνο σώμα, το σωστικό φάρμακο του γένους μας, το σεμνολόγημα όλης της κτίσεως.

Ενώ ο ίδιος ο Κύριος Σαβαώθ και Υιός αυτής της αειπάρθενης, είναι αοράτως παρών και αποδίδει στη μητέρα την εξόδιο τιμή. Σε αυτού τα χέρια εναπέθεσε και το θεοφόρο πνεύμα, δια του οποίου έπειτα από λίγο μεταθέτει και το συζυγικό προς εκείνο σώμα σε χώρο αείζωο και ουράνιο. Διότι μόνο αυτή, ευρισκομένη ανάμεσα στο Θεό και σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, τον μεν Θεό κατέστησε υιόν ανθρώπου, τους δε ανθρώπους έκανε υιούς Θεού, ουρανώσασα τη γη και θεώσασα το γένος. Και μόνο αυτή από όλες τις γυναίκες αναδείχθηκε μητέρα του Θεού εκ φύσεως πάνω από κάθε φύση. Υπήρξε βασίλισσα κάθε εγκοσμίου και υπερκοσμίου κτίσματος.

Τώρα έχοντας και τον ουρανό κατάλληλο κατοικητήριο, ως ταιριαστό της βασίλειο, στον οποίο μετατέθηκε σήμερα από τη γη, στάθηκε και στα δεξιά του παμβασιλέως με διάχρυσο ιματισμό ντυμένη και στολισμένη, όπως λέγει ο προφήτης. (Ψαλμ. 44,11). Διάχρυσο ιματισμό, που σημαίνει στολισμένη με τις παντοειδείς αρετές. Διότι μόνο αυτή κατέχει τώρα μαζί με το θεοδόξαστο σώμα και με τον Υιό, τον ουράνιο χώρο. Δεν μπορούσε πραγματικά γη και τάφος και θάνατος να κρατεί έως το τέλος το ζωαρχικό και θεοδόχο σώμα της και αγαπητό ενδιαίτημα ουρανού και του ουρανού των ουρανών.
Αποδεικτικό για τους μαθητές στοιχείο περί της αναστάσεώς της από τους νεκρούς γίνονται τα σινδόνια και τα εντάφια, που μόνα απέμειναν στο τάφο και βρέθηκαν από εκείνους που ήλθαν να την ζητήσουν, όπως συνέβηκε προηγούμενα με τον Υιό και δεσπότη. Δεν χρειάσθηκε να μείνει και αυτή επίσης για λίγο πάνω στη γη, όπως ο Υιός της και Θεός, γι’ αυτό αναλήφθηκε αμέσως προς τον υπερουράνιο χώρο από τον τάφο.
Με την ανάληψή της η Θεομήτορ συνήψε τα κάτω με τα άνω και περιέλαβε το πάν με τα γύρω της θαυμάσια, ώστε και το ότι είναι ελαττωμένη πολύ λίγο από τους αγγέλους, γευόμενη το θάνατο, αυξάνει τη υπεροχή της σε όλα . Και έτσι είναι η μόνη από όλους τους αιώνες και από όλους τους αρίστους που διαιτάται με το σώμα στον ουρανό μαζί με τον Υιό και Θεό.

Η Θεομήτωρ είναι ο τόπος όλων των χαρίτων και πλήρωμα κάθε καλοκαγαθίας και εικόνα κάθε αγαθού και κάθε χρηστότητος, αφού είναι η μόνη που αξιώθηκε όλα μαζί τα χαρίσματα του Πνεύματος και μάλιστα η μόνη που έλαβε παράδοξα στα σπλάχνα της εκείνον στον οποίο βρίσκονται οι θησαυροί όλων των χαρισμάτων. Τώρα δε με το θάνατό της προχώρησε από εδώ προς την αθανασία και δίκαια μετέστη και είναι συγκάτοικος με τον Υιό στα υπερουράνια σκηνώματα και από εκεί επιστατεί με τις ακοίμητες προς αυτόν πρεσβείες εξιλεώνοντας αυτόν προς όλους μας.

Είναι τόσο πολύ πλησιέστερη από τους πλησιάζοντας το Θεό, όχι μόνο από τους ανθρώπους, αλλά και από αυτές τις αγγελικές ιεραρχίες. «Τα Σεραφίμ στέκονταν γύρω του» (Ησαϊας 6,2) και ο Δαβίδ λέγει: «παρέστη η βασίλισσα στα δεξιά σου». Βλέπετε τη διαφορά της στάσεως; Από αυτή μπορείτε να καταλάβετε και τη διαφορά της, κατά την αξία της τάξεως. Διότι τα Σεραφίμ ήταν γύρω από το Θεό, πλησίον δε στον ίδιο μόνο η βασίλισσα και μάλιστα στα δεξιά του. Όπου κάθισε ο Χριστός στον ουρανό, δηλαδή στα δεξιά της μεγαλωσύνης, εκεί στέκεται και αυτή τώρα που ανέβηκε από τη γη στον ουρανό.

Ποιός δεν γνωρίζει ότι η Παρθενομήτωρ είναι εκείνη η βάτος που ήταν αναμμένη αλλά δεν καταφλεγόταν. (Ψαλμ.44,19) Και αυτή η λαβίδα, που πήρε το Σεραφίμ, τον άνθρακα από το θυσιαστήριο, που συνέλαβε δηλαδή απυρπολήτως το θείο πυρ και κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να έλθει προς το Θεό. Επομένως μόνη αυτή είναι μεθόριο της κτιστής και της άκτιστης φύσεως.

Ποιός θα αγαπούσε το Υιό και Θεό περισσότερο από τη μητέρα, η οποία όχι μόνο μονογενή τον γέννησε, αλλά και μόνη της αυτή χωρίς ανδρική ένωση, ώστε να είναι το φίλτρο διπλάσιο.

Όπως λοιπόν, αφού μόνο δι’ αυτής επεδήμησε προς εμάς, φανερώθηκε και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους, ενώ πρίν ήταν αθέατος, έτσι και στον μελλοντικό ατελεύτητο αιώνα κάθε πρόοδος και αποκάλυψη μυστηρίων χωρίς αυτήν θα είναι αδύνατος.

Δια μέσου της Θεομήτορος θα υμνούν το Θεό γιατί αυτή είναι η αιτία, η προστάτης και πρόξενος των αιωνίων. Αυτή είναι θέμα των προφητών, αρχή των Αποστόλων, εδραίωμα των μαρτύρων, κρηπίς των διδασκάλων, η ρίζα των απορρήτων αγαθών, η κορυφή και τελείωση κάθε αγίου.

Ω Παρθένε θεία και τώρα ουρανία, πως να περιγράψω όλα σου τα προσόντα; Πως να σε δοξάσω, το θησαυρό της δόξας; Εσένα και η μνήμη μόνο αγιάζει αυτόν που την χρησιμοποιεί.

Μετάδωσε πλούσια λοιπόν τα χαρίσματά σου στο λαό σου, Δέσποινα, δώσε τη λύση των δεινών μας, μετάτρεψε όλα προς το καλύτερο με τη δύναμή σου, δίδοντας τη χάρη σου για να δοξάζουμε το προαιώνιο Λόγο που σαρκώθηκε από σένα για μας μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους ατελευτήτους αιώνες. Γένοιτο.

Πατερικές Εκδόσεις “Γρηγ. Παλαμάς”, τόμ. 10

pemptousia.gr

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'.
Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.








Δείτε σχετικά:
 1. 
Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: Εγκώμιον εις την κοίμησιν της Aγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου
2. Λόγος εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου (Αγίου Μαξίμου του Ὁμολογητού)

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Ο Αόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ-ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΓ'



Πως πρέπει να πολεµά κάποιος εναντίον της παραλόγου
θελήσεως των αισθήσεων και σχετικά µε τις πράξεις που πρέπει
να πραγµατοποιήση η θέλησις, προκειµένου να αποκτήση τις
συνήθειες των αρετών.

Κάθε φορά, που παραλόγη επιθυµία των αισθήσεων από το ένα
µέρος και η θέλησις του Θεού από το άλλο, πολεµούν την λογική
σου επιθυµία και θέλει κάθε µία να νικήση, πρέπει να γυµνάζεσαι
εσύ µε πολλούς τρόπους για να νικήση ολοκληρωτικά η επιθυµία του
Θεού.
Καί α΄, όταν πολεµηθής από τις κινήσεις καµµάς παράλογης
επιθυµίας των αισθήσεων, πρέπει να αντισταθής δυνατά, για να µη
γίνη αποδεχτή απο εκείνες η ανωτέρω θέλησις του λογικού.
β΄. Αφού σταµατήσουν, σήκωσε αυτές πάλι κατεπάνω σου για
να τις νικήσης και να τις διώξης µακριά σου µε µεγαλύτερη
σφοδρότητα και δύναµι.
Καί πάλι, µετά απο αυτά, ανακάλεσε αυτές στον γ΄ πόλεµο, στον
οποίο θα συνηθίσης να τις µισήσης µε όλη σου την ψυχή και τις
συχαίνεσαι.23 Αυτοί οι τρεις πόλεµοι, πρέπει να γίνωνται σε κάθε µας άτακτη
επιθυµία (εκτός από τα πάθη τα σαρκικά, για τα οποία θά µιλήσω στο
κατάλληλο σηµείο).
Τελευταία, πρέπει να κάνης και πράξεις αντίθετες µε καθένα απο
τα πάθη σου.
Για παράδειγµα, αν κάποιος σε ατίµασε και σύ νιώθης πόλεµο από
τις κινήσεις της ανυποµονησίας, πρόσεχε καλά και θά νιώσης οτι αυτές
οι κινήσεις, πολεµούν πάντα την ανώτερη και λογική θέλησι και
προσπαθούν να την υποτάξουνε και να την κάνουν να συγκατατεθή·
οπότε, εσύ στον α΄ πόλεµο αντιστάσου στις κινήσεις αυτές µε όλες
σου τις δυνάµεις και βιάσου να µη παρεκλίνης, ούτε να κάνης
συγκατάθεσι σε αυτές η λογική σου επιθυµία, λέγοντας και συ µαζί µε
τον Ώσηέ. «Αντιτασσόµενος θα τους συντρίψω» (1,2), και να µη
σταµατήσης ποτέ αυτή την µάχη, έως ότου γνωρίσεις, οτι ο εχθρός
σχεδόν κουρασµένος παρέµεινε σάν νεκρωµένος και νικηµένος·
(πρόσεχε όµως καλά και φυλάξου από την πονηριά του διαβόλου. Γιατί,
όταν αυτός καταλάβη ότι αντιστεκόµαστε δυνατά στις κινήσεις κάποιου
πάθους, οχι µόνο δεν τις ξεσηκώνει τότε καταπάνω µας, αλλά και αν
είναι σηκωµένες, προσπαθεί να τις σταµατήση, να µη µας πολεµούνε, για
να µην αποκτήσουµε µε την εκγύµνασι εκείνη την συνήθεια των
αρετών και επιπλέον, για να µας κάνη να πέσουµε και σε κενοδοξία και
σε υπερηφάνεια, κάνοντάς µας µε τρόπο επιδέξιο να νοµίσουµε πως σάν
γενναίοι στρατιώτες κατατροπώσαµε γρήγορα τους εχθρούς µας).
Γι’ αυτό εσύ, αγαπητέ, πέρασε στον β΄ πόλεµο, δηλαδή ξεσήκωσε
κατεπάνω σου µε την ενθύµησι εκείνους τους λογισµούς, που σου έγιναν
αίτια της ανυποµονησίας· και µε συχνές επιθυµίες και µε περισσότερη
βία από την πρώτη, καταδίωξε τις κινήσεις τους µακριά από σένα·
λέγοντας µε τον ∆αβίδ· «Θα κυνηγήσω τους εχθρούς µου και δεν θα
υποχωρήσω µέχρις ότου να τους εξολοθρεύσω» (Ψαλµ. 17,41). Μα
επειδή δεν είναι αρκετό το να διώξουµε µόνο τους εχθρούς µας, αλλά
πρέπει και να τους µισήσουµε από την καρδιά µας για να µη
νικηθούµε από αυτούς άλλη φορά, για αυτό και εσύ µε τον γ΄ πόλεµο
πρέπει να εναντιωθής µε τόση σφοδρότητα στους λογισµούς της ανυποµονησίας, εως να τους µισήσης και να τους συχαθής λέγοντας
εκείνο το ψαλµικό. «Την αδικία την µίσησα και την σιχάθηκα» (Ψαλµ.
118,162), και, «Με τέλειο µίσος τους µίσησα· έγιναν προσωπικοί µου
εχθροί» (Ψαλµ. 118,21). Τελευταία, για να κάνης τέλεια την ψυχή σου
µε τις έξεις24 των αρετών, πρέπει να κάνης ακόµη και πράξεις
εσωτερικές που να είναι αντίθετες απευθείας στην ανυποµονησία σου·
κατά το «Αποµακρύνσου από το κακό και κάνε το καλό» (Ψαλµ.
33,14).
Για παράδειγµα· αν επιθυµής να αποκτήσης τελείως την συνήθεια της
υποµονής, δεν φθάνει µόνον να εξασκήσαι µε τους τρόπους του
πολέµου, που είπα, άλλα πρέπει ακόµη και να αγαπάς την
περιφρόνησι, που έλαβες από εκείνον που σε ατίµασε ή σε έβρισε,
επιθυµώντας να ατιµασθής πάλι και να βριστθής όπως και πρώτα απο
τον ίδιο τον άνθρωπο· και να είσαι προετοιµασµένος να υποµείνης
ακόµη βαρύτερες ατιµίες και βρισιές, επειδή και οι παρόµοιες πράξεις
είναι αναγκαίες, για να µας κάµουν τέλειους στις αρετές. Γιατί αλλιώς,
οι άλλες πράξεις οσο πολλές και δυνατές και αν είναι, δεν είναι όµως
ικανές να αποσπάσουν την κακία απο τις ρίζες της. Γι’ αυτό είναι
ανάγκη, εκεί που ήταν προηγουµένως φυτευµένη και ριζωµένη η
κακία, εκεί αντί αυτής να φυτευθή και να ριζωθή η αντίθετή της
αρετή,
25 για να γίνουν κατά τους ιατρούς τα αντίθετα θεραπεία των
αντιθέτων.
Έτσι εάν εµείς δεν συνηθίσουµε µε πολλές και συχνές πράξεις να
αγαπάµε την καταφρόνησι και να χαιρώµαστε µε αυτήν, πάνω στην
οποία αγάπη της καταφρονήσεως θεµελιώνεται και ριζώνει η υποµονή, δεν
θα ελευθερωθούµε ποτέ από την κακία της ανυποµονησίας, η οποία
θεµελιώνεται πάνω στο µίσος της καταφρονήσεως· γι αυτό και
µένοντας ζωντανή η ρίζα της κακίας, φυτρώνει πάντα µε τρόπο που
µαραίνει την αρετή, µερικές φορές δε και την πνίγει εντελώς· και εµάς
κάνει να κινδυνεύουµε, για να ξαναπέσουµε πάλι µε κάθε ευκαιρία
που θα µας τύχη· είναι, λοιπόν, βέβαιο, οτι χωρίς τις αντίθετες πράξεις
που είπαµε, δέν είναι δυνατόν να αποκτήσουµε την αληθινή συνήθεια
των αρετών.
Γνώριζε δε και αυτό, οτι αυτές οι πράξεις πρέπει να είναι τόσο
συχνές και τόσο πολλές, που να µπορούν να καταστρέψουν τελειωτικά
την συνήθεια της κακίας, η οποία καθώς ριζώθηκε και κατέκτησε την
καρδιά µας από τις πολλές κακές πράξεις, έτσι πρέπει να ξερριζωθή από
αυτή µε τις πολλές καλές πράξεις, και τότε να ριζώσουµε στην καρδιά
µας την συνήθεια των αρετών· µάλιστα λέω, ότι πρέπει να είναι πολύ
περισσότερες οι καλές πράξεις από τις κακές για να γίνη η συνήθεια
ενάρετη· επειδή οι καλές πράξεις δεν είναι σάν τις πράξεις της κακίας
που υποστηρίζονται από την φύση, η οποία είναι διεφθαρµένη απο την
αµαρτία.
Σου λέω ακόµη και τούτο· οτι αν η αρετή που ασκείσαι το απαιτή,
πρέπει ακόµη να κάνης και εξωτερικές πράξεις παρόµοιες µε τις
εσωτερικές· για παράδειγµα· για να αποκτήσης την υποµονή όχι µόνο
πρέπει να αγαπάς µε την καρδιά ν σου εκείνους που σε εξευτέλισαν ή σε
ενόχλησαν µε κάθε τρόπο, αλλά και να λές σε αυτούς λόγια
πραότητας και αγάπης· και αν µπορής και να τους υπηρετείς ακόµη µε
έργα και να τους βάλλης µετάνοια.
26 Και αυτές οι πράξεις και οι
εσωτερικές και οι εξωτερικές, να σου φαίνωνται δύσκολες τόσο για την
αδυναµία του νου σου, όσο και για την δυσκολία που σου φέρνει σε
αυτά η επιθυµία σου, όµως µε κανένα τρόπο δεν πρέπει να τις
εγκαταλείψης, αλλά να αγωνίζεσαι να τις κάνης. Γιατί, όσο αδύνατες και
αν είναι, σε κρατούνε σταθερό και γενναίο στόν πόλεµο και σου
διευκολύνουν τον δρόµο για να νικήσης.
Στάσου µε προσοχή και συµµαζέψου καλά στόν εαυτό σου για να
πολεµήσης οχι µόνο τις µεγάλες και αποτελεσµατικές επιθυµίες σου,
άλλα ακόµη και τις µι-κρές και ελαφριές του κάθε σου πάθους· γιατί
οι µικρές ανοίγουν τον δρόµο στις µεγάλες, οπότε και µετά απο αυτά
γεννιούνται µέσα µας οι κακές επιθυµίες· και από την λίγη φροντίδα
που έχουν µερικοί στο να αποσπάσουν από την καρδιά τους τις µικρές
επιθυµίες, αφού κυρίευσαν τις µεγάλες του ιδίου πάθους, ακολουθεί σε
αυτούς ανέλπιστα και ξαφνικά, να βλαφθούν και να νικηθούν από τους
εχθρούς τους µε δύναµι και φθορά περισσότερη παρά απο ό,τι πριν.
Σου υπενθυµίζω ακόµη να περικόβης και να απονεκρώνης τις
επιθυµίες και τα θελήµατά σου, ακόµη και για πράγµατα που
επιτρέπονται µεν αλλά δεν είναι απαραίτητα (και τέτοια είναι οι πολλές
συνοµιλίες, τα λιπαρώτερα φαγητά και τα παρόµοια). Γιατί απο αυτό θα
σε ακολουθήσουν πολλά καλά. Γιατί αυτά θα σε κάνουν περισσότερο
προετοιµασµένο και πιό πρόθυµο να νικάς τον εαυτό σου και στα άλλα.
Γιατί θα γίνης δυνατώτερος και εµπειρότερος στον πόλεµο των πειρα-
σµών· γιατί θα αποφύγης διάφορες παγίδες του διαβόλου και θα
κατορθώσης πράγµατα πολύ αρεστά στό Θεό.
Λοιπόν εάν ακολουθήσης, αγαπητέ, µε τον τρόπο αυτόν που σου
είπα αυτά τα άγια γυµνάσµατα, να είσαι βέβαιος πως σε λίγο καιρό θά
προκόψης πολύ και θα γίνης άνθρωπος πνευµατικός αληθινά και
πραγµατικά και όχι ψεύτικα και στό όνοµα µόνο. Γιατί αν επιχειρίσης
άλλο τρόπο και άλλα γυµνάσµατα ευχάριστα στην επιθυµία σου, τόσο
που να νοµίζης ότι ενώθηκες µε τον Θεό και του συνοµιλείς γλυκά,
γνώριζε, οτι δεν είναι δυνατόν να αποκτήσης τη χάρι του αγίου
Πνεύµατος ή καµµία αρετή επειδή η χάρις του Πνεύµατος, καθώς είπα
στο α΄ κεφάλαιο, δεν αποτελείται ούτε γεννιέται από γυµνάσµατα
ευχαριστήσεως και παρόµοια µε τη φύσι µας, αλλά από εκείνα που
βάζουν τη φύση στους σταυρούς και τις κακοπάθειες, και από εκείνα που
ανακαινίζεται ο άνθρωπος µέσα απο τις επιθυµίες των ευαγγελικών
αρετών και ενώνεται µε τον εσταυρωµένο του Ποιητή.
Γνώριζε και αυτό, οτι καθώς οι συνήθειες των κακών γίνονται µε
πολλές και συχνές πράξεις της λογικής θελήσεως, επειδή αυτή είναι
που παραδίνεται στις παράλογες επιθυµίες της αισθήσεως. Έτσι και οι
συνήθειες των ευαγγελικών αρετών, αποκτώνται µε το να κάνης πράξεις
συχνές και πολλές και να παραδίνεσαι στο θέληµα του Θεού, από το
οποίο είµαστε προσκαλεσµένοι πότε στη µία αρετή και πότε στην άλλη.
Γιατί καθώς η λογική θέλησί µας, δεν µπορεί ποτέ να είναι κακή και
γήινη, όσο και αν πολεµήται από την παράλογη επιθυµία της σάρκας
και από την κακία, αν δεν παραδοθεί µόνη της σε αυτή και ύποταχτεί·
έτσι πάλι αυτή, δεν µπορεί ποτέ να είναι ενάρετη και ενωµένη µε τον
Θεό, αν και προσκαλήται από την χάρι του, αν δεν παραδοθή ολοκληρωτικά στο θέληµα και στη χάρι αυτού, τόσο µε τις εσωτερικές
πράξεις όσο και µε τις εξωτερικές.
----------------------------------------------------


23 Οσοι µεν αφού πρόκοψαν στην πρακτική έγιναν δυνατοί στο λογισµό, µε το να ελευθερωθούν απο
κάθε ψεύτικη και παράλογη δόξα, απόκτησαν δε σωστό λόγο µέσα απο τη θεωρία των αληθινών
και πνευµατικών λόγων, αυτών που βρίσκονται µέσα στην θεία Γραφή, όσο και στην κτίσι,
αυτοί µπορούν να αντιστέκωνται και να πολεµούν τα πάθη και τους λογισµούς µε αντίδρασι
οξύθυµη, δηλαδή, πότε µε ρητά της αγίας Γραφής, τα αντίθετα στα πάθη που τους πολεµούν
και στους λογισµούς, καθώς µε αυτήν την αντιλογία ο Κύριος πολέµησε και νίκησε τις τρείς
προσβολές που του έφερε ο πεορασµός, της φιληδονίας, φιλοδοξίας και φιλαργυρίας. Και
άλλοτε µε τον ορθό και φυσικό λόγο, τον αποδεικνύοντα το ψεύδος και την απάτη των
σπαρµένων λογισµών και των πολεµούντων παθών, γι’ αυτό και αυτοί λέγονται αληθινά οτι
πολεµούν κατ' ευθείαν τους εχθρούς και τους νικούν και στεφανώνονται. Οσοι όµως είναι
αδύνατοι στο λογισµό, είναι καλύτερα να πολεµούν τους λογισµούς και τα πάθη πλάγια·
δηλαδή, αµέσως µόλις τους πολεµήσουν οι λογισµοί ή τα πάθη, να τρέχουν στον Θεον µε την
προοευχή, εως που να καταπαύσουν µε την προσευχή και τις κινήσεις των παθών και τις οµιλίες
των λογισµών, καθώς διδάσκει ο Άββάς Ισαάκ. (Αν και αυτό δεν λέγεται κυρίως πόλεµος, αλλά
φυγή πολέµου για την αδυναµία που υπάρχει). Οµως, και οι ασθενείς αυτοί, κάποτε, ή όταν µε
υπερβολή τους ενοχλούν τα πάθη και οι λογισµοί, ή οταν γνωρίζουν τον εαυτόν τους πως
έχει δύναµι κατά καιρό, πρέπει ν α πολεµούν και κατ’ ευθείαν τους λογισµούς και τα
πάθη, για να φανή και η δική του ανδρεία και το ελεύθερο της προαιρέσεως αυτών και
µισόκακο, καθώς και αυτό βλέπουµε στο ίδιο τον Αββά Ισαάκ. «Εάν δε γένηται φησι
καιρός αντιστήναι και παλαίσαι προς αυτά (τα πάθη δηλ.) και τούτο ποιήσωµεν». Πλην, οταν κατ' ευθεία πολεµούµε τα πάθη και τους λογισµούς, ακαταµάχητη βοήθεια είναι το να κρατούµεν
ως όπλο πολεµικό, ή µε την καρδιά ν ή µε τα χείλη, το όνοµα του Κυρίου Ίησού, ήτοι το
«Κύριε Ίησοῦ Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν µε», καθώς και µπροστά λέµε στο ις΄ κεφάλαιο.
Γιατί µε αυτόν τον τρόπο και τους εχθρούς πολεµούµε και νικούµε και σε αυτό δεν
υπερηφανευόµαστε, µε το να καταγράφουµε τη νίκη αυτή στο νικοποιό όνοµα του Κυρίου.
Σηµείωσε, οτι όχηµα µέγιστο και δυνατώτατο είναι στον πόλεµο των λογισµών και των παθών η
καταφρόνησις. ∆ηλαδή, το να καταφρονή κάποιος σαν γαυγίσµατα σκύλων τις προσβολές των
λογισµών και τις κινήσεις των παθών και µάλιστα τους λογισµούς εκείνους και τα πάθη, που
έφθασε να πολεµήση προτύτερα και να διώξη, αυτά δε πάλι µε αναίδεια τον ενοχλούν και
γενόµενος σοβαρός και σιωπηλός στον εαυτό του, να µη θέλη, ούτε να γυρίση να τα δη, ούτε να
τα ακούση εκπληρώνοντας το ψαλµικό εκείνο που λέει «Εγώ όµως έκανα σαν κουφός που δεν
θέλει να νακούη και άλαλος που δεν ανοίγει το στόµα του» (Ψαλµ. 37,14). Αλλά να τρέχη στο
δρόµο της αρετής και της προκοπής του, χωρίς να εµποδίζεται από τα µηδαµινά φόβητρα των
λογισµών και όποιος το αγαπά, ας χρησιµοποιήση αυτό το όπλο και θα ωφεληθή πολύ. 24 Συνήθεια θα πεί, µία µεγάλη ευκολία, που λαµβάνει κάποιος στην άρετή ή στην κακία ή σε
κάποιο άλλο κανένα έργο και τέχνη, η οποία ευκολία αποκτάται και γίνεται, από
πολυχρόνιους και συνεχείς πράξεις και ενέργειες της αρετής ή κακίας ή του έργου και της
τέχνης· γι’αυτό και αυτή η συνήθεια, δεύτερη φύση ονοµάζεται επειδή, καθώς η φύση, ούτως
και αυτή µε ευκολία προβάλλει τις ενέργειές της.
25 Άριστα τούτο εδώ διδάσκεται δε σύµφωνα µε τον Αββά Ισαάκ που λέει, ότι είναι καλλίτερο
να εξαπατούµε και να νικάµε τα πάθη µε την ένθύµησι των αντιθέτων σε αυτά αρετών, παρά µε
την αντίστασι. «Κρείσσον εν τη µνήµη των αρετών υποκλέπτειν τα πάθη, ή τη άντιστάσει».
Οπότε, επειδή και τα τρία είναι τα µέρη της ψυχής, λογιστικό, έπιθυµητικό και θυµικό, γνώριζε,
ότι από αυτά τα τρία γεννούνται και οι τριών ειδών λογισµοί. Και από µεν το λογιστικό
γεννούνται οι λογισµοί της απιστίας, της αχαριστίας προς τον Θεό και του γογγυσµού, της
αδιακρισίας, της άγνωσίας και απλά, όλοι οι καλούµενοι καθολικά βλάσφηµοι λογισµοί, από δε το
επιθυµητικό γεννούνται οι λογισµοί της φιληδονίας, φιλοδοξίας, φιλαργυρίας και απλά, όλοι οι
καλούµενοι αισχροί λογισµοί· από δε το θυµικό νεννούνται οι λογισµοί των φόνων, της
έκδικήσεως, φθόνου, µίσους, ταραχής και απλά, όλοι οι καλούµενοι πονηροί λογισµοί. Λοιπόν εσύ
πρέπει να νικάς αυτά µε τις αντίθετες τους αρετές· δηλαδή, την απιστία, µε την αδίστακτη πίστι
στο Θεό, την αχαριστία και τον γογγυσµό προς τον Θεό, µε την εύχαριστία, την αδιακρισία, µε
την διάκρισι του καλού και κακού· την άγνωσία, µε την αληθινή γνώσι αυτών που υπάρχουν
αληθινά και τις βλασφηµίες, µε τις δοξολογίες. Παρόµοια την φιληδονία µε την εγκράτεια και
την νηστεία, την φιλοδοξία µε την ταπείνωσι και την φιλαργυρία µε την λιτότητα. Παροµοίως,
τον φθόνο και µίσος, µε την άγάπη, την έκδίκηση µε την πραότητα και ύποµονή, την ταραχή µε
την ειρήνη της καρδιάς. Και για να πώ γενικά µε τον Αγιο Μάξιµο: Το µεν λογιστικό της
ψυχής σου, στόλιζε το µε την αρετή της προσευχής, και θείας γνώσεως. Το επιθυµητικό, µε την
αρετή της εγκράτειας· και το θυµικό, µε την αρετή της αγάπης· και βέβαια το φως του νου σου
δεν θα σκοτισθή ποτέ, οι δέ προηγούµενοι λογισµοί, µπορούν εύκολα να γεννηθούν από αυτούς. 26 Ό θείος Χρυσόστοµος οµιλ. ιε', Κεφαλ. ε' του κατά Ματθαίον λέει, οτι ο Κύριος στο Κεφάλαιο
αυτό διδάσκει εννέα βαθµούς, στους οποίους ανεβάζει όλους τους Χριστιανούς µε τις αγίες του
εντολές α΄, οτι, οι Χριστιανοί δεν πρέπει να αδικούν κάποιους· β΄, οτι αν αδικήση κάποιος
αυτούς, αυτοί πρέπει να µη τον εκδικούνται µε την ίδια αδικία· γ΄, οτι να µη κάνουν στους
άλλους, εκείνα τα κακά που τους έκαναν εκείνοι, αλλά να τα υποµένουν και να ησυχάζουν· δ΄,
όχι µόνο να ησυχάζουν, αλλά και να δώσουν θεληµατικά τον εαυτό τους στο να πάθουν τα
κακά· ε', το και να δώσουν τον εαυτό τους στα πάθη περισσότερο και προθυµώτερα, παρά όπου
θέλει εκείνος που τους κακοποιεί· ς', το να µη µισήσουν εκείνο που τους κακοποιεί· ζ΄, το και να
αγαπήσουν αυτόν απο την καρδιά τους· η΄. το και να τον ευεργετήσουν· θ', το να παρακαλούν
και τον Θεό γι’ αυτόν. Ο δε άγιος Συµεών ο νέος θεολόγος, στο λόγο σχετικά µε την απάθεια και
των χαρισµάτων της, προσθέτει κοντά στους εννέα βαθµούς και άλλους τρεις µεγαλύτερους,
δηλαδή, ένα µεν, το, όχι µόνο να προσευχώµεθα για αυτούς που µας κακοποιήσαν, αλλά και το να
τυπώνουµε νοερά στην φαντασία µας τα πρόσωπα τους και να τα φιλάµε µε απάθεια, µε δάκρυα
αγάπης, σαν γνήσιους φίλους. ∆εύτερο δε, το να φυλάµε προς αυτούς και στον ίδιο χρόνο που
µας κακοποιούν, ίδια και χωρίς αλλαγές την διάθεσι της καρδιάς µας. Και τρίτον, τα να ξεχνά
κανείς τελείως όλα όσα έπαθε και να µη τα ένθυµήται, τόσο όταν είναι παρόντες αυτοί που τον
κακοποίησαν, όσο και όταν λείπουν, αλλά να φέρεται σε αυτούς χωρίς καµµία σκέψι, καθώς
φέρεται και στους φίλους του, συνοµιλώντας και συντρώγοντας µε αυτούς.

Ο Αόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ-ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ IB'


Τα πολλά θελήµατα και οι επιθυµίες, που υπάρχουν στον
άνθρωπο και η µάχη που υπάρχει ανάµεσά τους

Γνώριζε ότι στόν πόλεµο αυτό, δύο θελήσεις υπάρχουν µέσα µας
αντίθετες αναµεταξύ τους· η µία, του λογικού και για αυτό λέγεται,
θέλησις λογική, και ανώτερη· η άλλη, της αισθήσεως και γι αυτό
ονοµάζεται, θέλησις αισθητική και κατώτερη, η οποία ακόµη πιο συνηθισµένα, ονοµάζεται θέλησις άλογη, θέλησις διαθέσεως σάρκας και
πάθους· µε την ανώτερη και λογική θέλησι επιθυµούµε όλα τα καλά·
και µε την κατώτερη και παράλογη θέλησι, επιθυµούµε όλα τα κακά·
λοιπόν, οταν εµείς θέλουµε κανένα πράγµα µε µόνον την αίσθησι, έως
που δεν ταιριάζουµε µε την ανώτερη και λογική θέλησι να το θέλουµε,
δεν λογαριάζεται, οτι το θέλουµε στα αλήθεια. Οπότε όλος ο αόρατος
πόλεµος, πρώτα σε αυτό µένει, δηλαδή, στο να µη γέρνει η ανώτερη
θέλησι στη κατώτερη. Γιατί, η λογική θέλησι, η οποία βρίσκεται
ανάµεσα στη θέλησι του Θεού, που µένει πάνω της και σε εκείνη της
αισθήσεωςς, που είναι κάτω της, πολεµείται πάντα και από τη µία και
από την άλλη. Επειδή και κάθε µία από αυτές θέλει να την παρασύρη
και να την υποτάξη στον εαυτό της.
19
Γι αυτό, µεγάλη δοκιµασία και κόπο, και µάλιστα στην αρχή,
δοκιµάζουν εκείνοι, που συνήθισαν στο κακό, όταν αποφασίσουν να
αλλάξουν την κοσµική και σαρκική τους ζωή και να παραδοθούν στην
αγάπη και υπηρεσία του Θεού. Γιατί, τις αντιθέσεις που δέχεται η
λογική θέλησί τους, από την θέλησι του Θεού και από την θέλησι της
αισθήσεως, οι οποίες µένουν από το ένα µέρος και από το άλλο και την
πολεµούν, είναι τόσο δυνατές, που µε µεγάλη δοκιµασία τις
αισθάνονται, πράγµα το οποίο δεν συµβαίνει σε εκείνους, που
συνήθισαν ήδη, ή στις αρετές ή στις κακίες και που αναπαύονται να
ζουν ή σε εκείνες ή σε αυτές.
Γιατί, οι µεν ενάρετοι, συµφωνούν εύκολα στην θέλησι του Θεού,
οι δε κακοί, κλίνουν σε εκείνη της αισθήσεως, χωρίς καµία αντίθεσι.
20
Οπότε, ας µην καυχάται κανείς, πως µπορεί να αποκτήση τις αληθινές
χριστιανικές άρετές και να υπηρετήση τον Θεό, καθώς πρέπει, αν δεν
βιάση στα αλήθεια τον εαυτό του για να εγκαταλείψη όχι µόνο τις
µεγαλύτερες ευχαριστήσεις, αλλά ακόµη και τις µικρότερες, στις οποίες
ήταν πρίν αφοσιωµένος µε κοσµική αγάπη. Και από αυτό συµβαίνει να
φθάνουν στην τελειότητα πολύ λίγοι.
21 Γιατί, αφού κατάκτησαν µε κόπο
τις µεγαλυτέρες ευχαριστήσεις, δεν θέλουν µετά απο αυτά να πιέσουν
τον εαυτό τους, στο να νικήσουν και τις µικρότερες και ασήµαντες
επιθυµίες τους, οι οποίες κάθε ώρα τους κατακτούν. Για παράδειγµα· υπάρχουν µερικοί, που δεν παίρνουν το ξένο
πράγµα, αλλά όµως αγαπάνε µε υπερβολή το δικό τους· είναι άλλοι που
δεν ζητάνε τιµές µε αθέµιτα και άπρεπα µέσα· οµως, δεν τις
συχαίνονται, καθώς έχουν χρέος, αλλά και τις επιθυµούν, και κάποιες
φορές τις γυρεύουν µε άλλους διαφόρους τρόπους. Αλλοι πάλι, κρατάνε
τις νοµοθετηµένες νηστείες κατά την υποχρεώσί τους, οµως
κυριεύονται από την αδηφαγία και την βουλιµία, τρώγοντας περισσότερο
από αυτό που τους είναι αρκετό. Αλλοι ζούν µε εγκράτεια, οµως δεν
ξεκολλάνε από κάποιες παρέες, που τους αρέσουν, οι οποίες τους
προξενούν µεγάλο εµπόδιο στην πνευµατική ζωή και στη ενωσι µε το
Θεό· και µάλιστα, οι εκείνες οι συναναστροφές, που γίνονται µε
πρόσωπα νέα και ευλαβή, από τα οποία οσο λιγώτερο φοβάται
κάποιος, τόσο περισσότερο πρέπει να τα αποφεύγη.
22
Οπότε, απο αυτά που είπαµε, ακολουθεί σε αυτούς το γεγονός οτι
κάνουν τα καλά έργα, ατελή, ελλιπή και ταιριασµένα µε την επιθυµία
της τιµής και των επαίνων του κόσµου. Απο αυτά, σαν επακόλουθο
έρχεται το να µη προκόβουν στό δρόµο της σωτηρίας, αλλά να
επιστρέφουν και πίσω και να ξαναπέφτουν στα πρώτα κακά· γιατί δεν
αγαπάνε την αληθινή αρετή, ούτε φαίνονται ευχάριστοι στο Θεό, που
τους λύτρωσε πρίν από την τυραννία του διαβόλου· απο αυτά ακόµη
ακολουθεί να είναι αυτοί αµαθείς πάντα και τυφλοί στο να µη βλέπουν
τον κίνδυνο που βρίσκονται σε κάποια στιγµή, που νοµίζουν πως είναι
ασφαλείς και ακίνδυνοι.
Καί εδώ φανερώνεται µία πλάνη, τόσο περισσότερο επιζήµια, όσο
είναι λιγώτερο γνωστή· επειδή, είναι πολλοί που ακολουθούν την
πνευµατική ζωή, αγαπάνε όµως περισσότερο από ό,τι πρέπει τον εαυτό
τους (αν και στην πραγµατικότητα δεν γνωρίζουν να τον αγαπούν).
Γιατί, καταπιάνονται περισσότερο, µε εκείνα τα αγωνίσµατα, που γέρνει
η επιθυµία τους και αφήνουν τα άλλα, που έρχονται σε αντίθεσι µε τη
φυσική τους κλίσι και στις επιθυµίες των αισθήσεων, στις οποίες,
έπρεπε µε κάθε δίκαιο να πολεµούν µέ όλες τους τις δυνάµεις.
Για αυτό, αγαπητέ εν Κυρίω, αδελφέ µου, σου παραγγέλνω να
αγαπάς πάντα την δυσκολία και τη δοκιµασία, που φέρνει µαζί του
αυτός ο πόλεµος, ακόµη και αν νικηθής κάποτε σε αυτόν. Γιατί λέει ο
Σειράχ· «Μη µισήσης κουραστική εργασία» (7,16). Γιατί εδώ βρίσκονται τα πάντα. Επειδή και όσο πιό δυνατά αγαπήσης τη
δυσκολία που δείχνει στους αρχάριους η αρετή και ο πόλεµος, τόσο
περισσότερο και πιό γρήγορα θα νικήσης· τί λέω; εάν εσύ αγαπήσης πε-
ρισσότερο τον βασανιστικό πόλεµο των παθών, παρά τις δικές σου
αρετές και τις νίκες, φυσικά πολύ πιο γρήγορα θα αποκτήσης κάθε
καλό.
---------------------------------------------------

19 Οι τρεις αυτές θελήσεις, ονοµάζονται και νόµοι από τον Άπόστολο ΙΙαύλο (Ρωµ. κεφ. 7). Η λογική
θέλησις, νόµος του νού, η παράλογη νόµος που βρίσκεται στα µέλη και αντιστρατεύεται το νόµο
του νού, η επιθυµία του Θεού, νόµος πνευµατικός και νόµος του Θεού, µε τον οποίο συνδέεται ο
νόµος του νού, προσθέτει δε και τέταρτο νόµο, τον της αµαρτίας· ο οποίος είναι, κατά την
ερµηνεία του θείου ∆αµασκηνού, η από τον εχθρό εξαπολυµένη επίθεσις των κακών λογισµών,
στην οποία αιχµαλωτίζει τον νου ο νόµος που βρίσκεται στα µέλη· την δε λογική επιθυµία, και
νόµο του νοός, ο Θείος ∆αµασκηνός, ονοµάζει συνείδησι.(Βιβλ. Θεολόγ. κεφ. 99).
20 Επειδή, κατά τον Σολοµώντα «Οταν έλθη ασεβής εις βάθος κακών, καταφρονεί».(Παρ. ιη' 3).
21 Γιατί τόσο µεγάλο και λεπτό πράγµα είναι η τελειότητα και η ένωσις µε τον Θεόν, ώστε ένα τόσο
µικρό εµπόδιο, οσο είναι µία µοναχή τρίχα, µπορεί να την στερήση απο µας και να µη µας αφήση να
ενωθούµε µε τον Θεό, καθώς λέγει ο άγιος Συµεων ο νέος θεολόγος (Λογ. νζ'). «Ηγουν, αν έχωµεν
από άµέλειάν µας κανένα µικρό λογισµόν, ή δισταγµόν απιστίας, ή διψυχίας, ή δειλίας, ή άλλο
κανένα πάθος και προσπάθειαν, δεν θέλοµεν αξιωθή να έχωµεν έγκάτοικον τον Θεόν εις την
ψυχήν µας».22Σηµείωσε εδώ, αδελφέ, και για κάποιες φυσικές κλίσεις ή πάθη, τα οποία ούτε θανάσιµα
αµαρτήµατα λέγονται, ούτε συγγνωστά, µε το να µη γίνωνται απο την προαίρεσί µας, είναι
έξαρτηµένα από την ιδιοσυγκρασία των σωµάτων αυτά δε ονοµάζονται ατελειότητες, ελαττώµατα
και ψεγάδια φυσικά, καθώς λόγου χάρι, είναι πολλοί από τη φύσι τους πικροί και
µελαγχολικοί· άλλοι αυστηροί και οξύθυµοι· άλλοι ελαφροί στο λογισµό και ασύστατοι, άλλοι
πεισµατώδεις· άλλοι φιλόφιλοι και άλλοι έχουν άλλα φυσικά ελαττώµατα. Οπότε και κατά
αυτών των ελαττωµάτων πρέπει να πολεµάµε, διορθώνοντας τις υπερβολές και τις ελλείψεις τους
µε την διάκρισι του σωστού λόγου και µετατρέποντας αυτά σε άαρετές. Γιατί κανένα φυσικό,
όσο και αν είναι άγριο, δεν αντιστέκεται τόσο στην προαίρεσι, που µε την χάρι του Θεού και µε
τον κόπο και την επιµέλεια τη δική µας, να µην µπορή να νικηθή. Λέγω δε να πολεµούµε και
αυτά, γιατί αν και φυσικά και όχι και προαιρετικά, µας εµποδίζουν όµως από την τελειότητα.

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Λόγος στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος (τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)




Ἐμπρός, φίλοι μου, ἂς ἁπλώσουμε σήμερα χωρὶς δισταγμὸ τὸ χέρι στοὺς θησαυροὺς τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ νὰ ἀντλήσουμε ἀπὸ ἐκεῖ κατὰ τὴν συνήθειά μας πλοῦτο, πού ἄφθονα σὲ ὅλους διαμοιράζεται καὶ οὔτε στὸ ἐλάχιστο ποτὲ δὲν ξοδεύεται. Ἐλᾶτε, τὸν πάνσοφο καὶ πάλι ἂς ἀκολουθήσουμε, τὸν ὡραῖο ὁδηγό μας, τὸν Λουκᾶ, νὰ δοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ ἀνεβαίνει σὲ ὄρος ὑψηλὸ καὶ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη νὰ παίρνει μάρτυρες τῆς θεϊκῆς Μεταμορφώσεως. Διότι «πῆρε μαζί Του», λέει, «αὐτοὺς πού ἀποτελοῦσαν τὴν συντροφιὰ τοῦ Πέτρου καὶ σὲ ὄρος ὑψηλὸ ἀνέβηκε» ὁ Δεσπότης. Ὄρος ὑψηλό, στὸ ὁποῖο ἡ δυάδα Μωυσῆς καὶ Ἠλίας συζητοῦσε μὲ τὸν Χριστό.

Ὄρος ὑψηλό, ἐπάνω στὸ ὁποῖο ὁ Νόμος καὶ οἱ Προφῆτες συνομιλοῦσαν μὲ τὴν Χάρη. Ὄρος ὑψηλό: σ’ αὐτὸ ὁ Μωυσῆς, πού ἔγινε σφαγέας τοῦ ἀμνοῦ γιὰ τὸ πάσχα τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ ἔτσι μὲ τὸ αἷμα τὰ ἀνώφλια τῶν Ἑβραίων ράντισε.

Ὄρος ὑψηλό, σ’ αὐτὸ ὁ Ἠλίας, πού κοντὰ σ’ ἐκείνους τὸ βόδι εἶχε τεμαχίσει, τὴν θυσία τὴν περιχυμένη μὲ νερὸ εἶχε ἀφανίσει μὲ φωτιά. Ὄρος ὑψηλό, ὅπου ὁ Μωυσῆς, ὁ ἄνθρωπος πού ἄνοιξε καὶ ἔκλεισε τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας τὰ πολλὰ καὶ πάντοτε ἀξεχώριστα νερά. Ὄρος ὑψηλό, γιὰ νὰ μάθουν ὅσοι ἀνῆκαν στὸν κύκλο τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰακώβου ὅτι Αὐτὸς εἶναι τὸ πρόσωπο, ἐμπρὸς στὸ ὁποῖο κάθε γόνατο θὰ λυγίσει τῶν ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων.

Βέβαια, ἀνέβηκε μόνο μὲ τρεῖς, δὲν τοὺς πῆρε ὅλους μαζί Του, δὲν τοὺς ἄφησε κάτω ὅλους, δὲν ἀπέκλεισε τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν φανέρωση τῆς δόξας Του, δὲν τοὺς ἔκρινε ὑποδεέστερους, ἀφοῦ, καθὼς εἶναι δίκαιος, μὲ δικαιοσύνη τὰ πάντα τακτοποιεῖ. Ἔχοντας ὅλους στὸν νοῦ Του, δὲν χωρίζει ἀπὸ τὴν μεταξύ τους ἀγάπη αὐτοὺς πού ἕνωσε. Ἀλλά, ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἄξιος νὰ δεῖ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο καὶ τὴν φοβερὴ ἐκείνη ὀπτασία ὁ Ἰούδας, ὁ μελλοντικὸς προδότης, γιὰ τοῦτο ὁ Κύριος καὶ τοὺς ἄλλους ἀφήνει, γιὰ νὰ ἀφήσει ὕστερα κι ἐκεῖνον, πού δὲν ἀφέθηκε μόνος, τελείως ἀναπολόγητο, καὶ τοὺς τρεῖς, σύμφωνα μὲ τὸν μωσαϊκὸ Νόμο, νὰ πάρει ἐπαρκεῖς μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεως. Αὐτοὶ ἐσωτερικά, ψυχικά, καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἔφεραν μαζί τους. Διότι λέει ὁ Ἴδιος: «Φύλαξέ τους, Πάτερ δίκαιε, γιὰ νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ ἕνα, ὅπως καὶ ἐμεῖς ἕνα εἴμαστε». Διότι, ἂν ἔβλεπε ὁ Ἰούδας σιμὰ στὸ ὅρος τὸν Ἀνδρέα, τὸν Θωμᾶ, τὸν Φίλιππο καὶ τοὺς ὑπόλοιπους νὰ βρίσκονται μαζί Του καὶ οὔτε νὰ γογγύζουν, νὰ μὴν ἀγανακτοῦν, νὰ μὴν κακολογοῦν, ἀλλά νὰ χαίρονται καὶ κοινὴ νὰ λογαριάζουν γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους καὶ τοὺς ἀπόντες τὴν χάρη ἀπὸ ψηλά, ἦταν ἀπὸ κάθε ἀπολογία στερημένος, ἀφοῦ ποτὲ γιὰ κανένα θαῦμα δὲν τὸν παρέβλεψε ὁ Χριστός. Ἀπεναντίας, καὶ τὸ κουτὶ τῶν συνεισφορῶν εἶχε, μόλο πού τὴν διάθεση τοῦ μύρου (ἀπὸ τὴν εὐγνώμονα Μαρία στὴν Βηθανία) χωρὶς λόγο ζήλευε, καὶ τὸν Διδάσκαλο στοὺς ἐχθροὺς τόλμησε νὰ προδώσει.

Τί λέει, λοιπόν, ὁ Εὐαγγελιστής; «Καὶ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καὶ ἐμφανίστηκαν ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας νὰ συζητοῦν μαζί Του». Ἀλλά ὁ Πέτρος, σὰν θερμὸς πάντα γύρω ἀπὸ ὅλα τὰ θέματα, παρότι μὲ τὰ μάτια τῆς διάνοιας εἶδε κάποια στιγμὴ αὐτοὺς πού δὲν γνώριζε νὰ συνομιλοῦν μ’ Αὐτόν, ἐλάχιστα λογαριάζοντας τὸ θαῦμα, ὑπολογίζοντας ὄχι τὸν παράδοξο χαρακτήρα τῆς θείας ἐλλάμψεως, ὀνόμαζε ὡραῖο τὸν ἔρημο τόπο. Σκηνοποιὸς ἀπὸ ψαρᾶς νὰ γίνει ἤθελε, ἀφοῦ φώναζε στὸν Σωτήρα: «Ἂς κάνουμε τρεῖς σκηνές· μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία» δίχως νὰ ξέρει τί λέει.

Ἀλλά, Πέτρο, κορυφαῖε καὶ πρῶτε στὴν χορεία τῶν Μαθητῶν, γιατί μὲ οὐτιδανὲς σκέψεις ἀπερίσκεπτα προτρέχεις καὶ μὲ συλλογισμοὺς ἀνθρώπινους μιλᾶς ὁλότελα εἰς βάρος τῶν θείων, θέλοντας νὰ στήσεις τρεῖς σκηνὲς σὲ ἐρημιά; Ὅμοια μὲ τῶν δούλων ἀξία καθορίζεις γιὰ τὸν Δεσπότη; Καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ μία σκηνὴ καὶ γιὰ τοὺς δύο ἐξίσου βιάζεσαι νὰ φτιάξεις; Μήπως, λοιπόν, ἀπὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως Αὐτός, συνελήφθη ὁ Μωυσῆς; Μήπως παρθένος γέννησε τὸν Ἠλία, ὅπως Αὐτὸν ἡ Παναγία Παρθένος Μαρία; Μήπως ὡς ἔμβρυο μέσα ἀπὸ τὴν μήτρα τὸν ἀντιλήφθηκε ὁ Πρόδρομος; Μήπως ὁ οὐρανὸς ἔδωσε μήνυμα γιὰ τοῦ Ἠλία τὴν γέννηση, οἱ μάγοι προσκύνησαν τοῦ Μωυσῆ τὰ σπάργανα; Μήπως λοιπὸν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας ἔκαμαν τόσα θαύματα ἤ ἀπὸ σπήλαιο ἀνθρώπινο ἔδιωξαν πονηρὰ πνεύματα; Ὁ Μωυσῆς, βέβαια, ὀργίστηκε κάποτε καί, σὰν χτύπησε τὸ πέλαγος μὲ ράβδο, τὸ διάβηκε· ὁ διδάσκαλός σου ὅμως Ἰησοῦς πάνω στὴν θάλασσα περπάτησε μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ βατὸν ἔκαμε τὸν βυθό. ὁ Ἠλίας μετὰ ἀπὸ ἱκεσία πλήθυνε τῆς χήρας τὸ ἀλεύρι καὶ τὸν γιὸ της ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς, ἐνῶ Ἐκεῖνος μαθητὴ Του μέσα ἀπό τούς ψαράδες σὲ πῆρε καὶ μὲ λίγους ἄρτους χιλιάδες ἀνθρώπους χόρτασε καὶ τὸν Ἅδη ἄφησε γυμνὸν ἀπὸ ἅρματα καὶ ἅρπαξε αὐτοὺς πού, ἀφότου φάνηκαν ἄνθρωποι στὴν γῆ, ἤσαν παραδομένοι σὲ ὕπνο.

Γι’ αὐτό, Πέτρο, μὴ λὲς «ἂς φτιάξουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές», μήτε «ὄμορφα εἶναι ἐδῶ νὰ εἴμαστε», μήτε λόγο πού ἀναφέρεται σὲ κάτι ἀνθρώπινο ἡ μικροπρεπές, μήτε κάτι γήινο ἤ εὐτελές. Τὰ ἄνω νὰ σκέφτεσαι, τὰ ἄνω ν’ ἀναζητεῖς, καθὼς ὁ Παῦλος μήνυσε, ὄχι τὰ ἐπίγεια. Διότι πῶς εἶναι ὄμορφο νὰ βρισκόμαστε ἐμεῖς ἐδῶ, ὅπου ὁ Ὄφις κακομεταχειρίστηκε καὶ ἔβλαψε τὸν πρωτόπλαστο καὶ ἔτσι τὸν παράδεισο ἔκλεισε; Ὅπου τὸ ψωμὶ μὲ ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του νὰ τρώει ἀκούσαμε; Ὅπου μάθαμε ὅτι εἰπώθηκε σ’ αὐτὸν νὰ στενάζει καὶ νὰ τρέμει γιὰ τὴν παρακοὴ τοῦ ἐπάνω στὴν γῆ; Ὅπου τὰ πάντα εἶναι σκιά; Ὅπου τὰ πάντα θὰ παρέλθουν καὶ θὰ χαθοῦν, σὲ χρόνο τόσο, ὅσο διαρκεῖ μιὰ ἁπλή κίνηση; Πῶς λοιπὸν τὸ νὰ βρισκόμαστε ἐδῶ εἶναι ὡραῖο; Ἐὰν ἐδῶ ὁ Χριστὸς ἤθελε νὰ μᾶς παρατήσει, γιατί πῆρε αἷμα καὶ σάρκα; Ἐὰν ἐδῶ ὁ Χριστὸς ἤθελε νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει, γιατί ἔσκυψε στὸν πεσόντα ἄνθρωπο μὲ συγκατάβαση; γιατί αὐτὸν πού βρισκόταν χάμω ἀνέστησε;

Ἐὰν νομίζεις ὅτι εἶναι ὡραῖο νὰ εἴμαστε ἐπάνω στὴν γῆ, ματαίως ἔλαβες τὴν προσωνυμία «κλειδοῦχος τῶν οὐρανῶν». Σὲ ποιὰ περίπτωση, λοιπόν, μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθοῦν τῶν οὐρανῶν τὰ κλειδιά; Ἀφοῦ τὸ ὅρος τοῦτο ποθεῖς, παράτησε στὸ ἑξῆς τοὺς οὐρανούς. Ἂν σκηνὲς νὰ σηκώσεις θέλεις, μὴ συνεχίσεις νὰ εἶσαι τῆς Ἐκκλησίας θεμέλιος. Διότι μεταμορφώθηκε ὁ Χριστὸς ὄχι χωρὶς ἰδιαίτερο λόγο, ἀλλά γιὰ νὰ φανερώσει σ’ ἐμᾶς μέσ’ ἀπ’ τὰ πράγματα τὴν μεταμόρφωση, πού μέλλει νὰ ὑποστεῖ ἡ φύση μας, καὶ τὸν δεύτερο σωτήριο ἐρχομό Του, ὁ ὁποῖος θὰ γίνει πάνω στὶς νεφέλες, μέσα στὶς φωνὲς τῶν Ἀρχαγγέλων. Διότι ὁ Ἴδιος εἶναι πού τὸ φῶς σὰν πανωφόρι περιβάλλεται, καθὼς εἶναι κριτὴς ζωντανῶν καὶ νεκρῶν. Γι’ αὐτὸ ἐμφάνισε τὸν Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία, γιὰ νὰ παρουσιάσει τὰ δείγματα τῶν ἀρχαίων προσώπων.

Καὶ τί λέει ὁ μεγάλος συγγραφέας; «Ἐνῶ ἀκόμη αὐτὸς μιλοῦσε, νά, νεφέλη φωτεινὴ ἀπὸ πάνω τους κάλυψε. Καὶ ἰδού, φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ λέει: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ὁ ὁποῖος ἔχει πλήρη τὴν εὐαρέσκειά μου. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Ὅσο ἀκόμη, λέει ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ Πέτρος μιλοῦσε, εἶπε ὡς ἀπάντηση στὰ λόγια του ὁ Πατήρ: «Γιατί, Πέτρο, λὲς ὅτι εἶναι ὄμορφα,
ἀφοῦ δὲν ξέρεις αὐτὸ πού λές; λησμόνησες τὸν ἑαυτό σου ἤ μήπως φθονεῖς τὸ γένος; Ἀκόμη δὲν ἔχεις παιδαγωγηθεῖ; Μέχρι τώρα δὲν ἀπέκτησες τὴν ἀσφαλῆ γνώση σχετικὰ μὲ τὴν υἱότητα, ἐσύ πού λές: «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ». Τόσα θαύματα εἶδες καθαρά, γιὲ τοῦ Ἰωνᾶ, καὶ ἀκόμα εἶσαι Σίμων; Τῶν οὐρανῶν κλειδοῦχο σὲ τοποθέτησε καὶ τῆς θαλασσινῆς δουλειᾶς ἀκόμα τὸ ροῦχο δὲν πέταξες ἀπὸ πάνω σου; Ὁρῖστε, γιὰ τρίτη φορὰ ἀντιστέκεσαι στοῦ Σωτήρα τὸ θέλημα, δίχως νὰ ξέρεις αὐτὸ πού λές. Σοῦ εἶπε δηλαδή: «Πρέπει νὰ ὑποστῶ τὸ πάθος» καὶ λές: «Νὰ μὴ σοῦ συμβεῖ αὐτό». Εἶπε πάλι: «Ὅλοι θὰ σκανδαλισθεῖτε», καὶ λές: «Ἂν ὅλοι σκανδαλισθοῦν, ἐγώ δὲν θὰ σκανδαλισθῶ». Ὁρίστε, καὶ τώρα νὰ σηκώσεις θέλεις σκηνὴ γιὰ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος μαζὶ μὲ μένα θεμελίωσε τὴν γῆ, ὁ Ὁποῖος μαζὶ μὲ μένα ἕνωσε ὑδάτινους ὄγκους σὲ σύνολο ὀργανικό, τὴν θάλασσα, καὶ τὸ στερέωμα κάρφωσε, στὸν αἰθέρα ἔδωσε φωτιά· καὶ μαζὶ μὲ μένα δημιούργησε ὅλα τὰ πρὶν ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ κτίση· σκηνὴ γι’ Αὐτόν, πού γεννήθηκε ἀπὸ μένα, σκηνὴ γι’ Αὐτὸν πού ὑπάρχει μέσα σὲ μένα καὶ μαζί σας, σκηνὴ γιὰ τὸν χωρὶς πατέρα Ἀδάμ, σκηνὴ γιὰ τὸν χωρὶς μητέρα Θεό, σκηνὴ γι’ Αὐτὸν πού ἔκαμε δική του σκηνὴ διαλεγμένη, κοιλία παρθενική. Λοιπόν, ἐπειδὴ ἐσύ τρεῖς σκηνὲς θέλεις νὰ φτιάξεις, ἔχοντας ἄγνοια γι’ αὐτὸ πού λές, ἐγώ νεφέλη φωτεινὴ χρησιμοποίησα γιὰ σκηνή. Ἔτσι, ἔκρυψα τοὺς παρόντες καὶ λέω δυνατά: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο εὐδόκησα». Ὄχι ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, ἀλλά Αὐτός· ὄχι ἐκεῖνος, ὄχι ὁ ἄλλος, ἀλλ’ Αὐτός, ἕνας και ἄν εἶναι ὁ Ἴδιος, ὁ ἐκλεκτός μου, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε.

Τὸν Μωϋσῆ ἀνέδειξα δίκαιο, ἀλλά σ’ Αὐτὸν βρῆκα καθετὶ ἀρεστό. Τὸν Ἠλία τὸν πῆρα ἀπὸ τὴν γῆ, ἀλλ’ Αὐτὸν τὸν ἔστειλα ἀπὸ Παρθένο στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό». Διότι κανείς, λέει ὁ Χριστός, δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, παρεκτὸς ἀπ’ ἐκεῖνον πού ἀπ’ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε. Ἀπὸ ἐκεῖ λοιπὸν πραγματοποίησε τὴν κάθοδό Του στὴν γῆ, ἐκεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ Του «ἐξῆλθε», ἔχοντας πάρει μορφὴ δούλου. Ἐὰν παρέμεινε αὐτὸ πού ἦταν καὶ δὲν ἔγινε ὅ,τι ἀκριβῶς εἴμαστε, ἂν δὲν ὑπέμεινε σταυρὸ γιὰ μᾶς μὲ σχῆμα ἀνθρώπινο καὶ δὲν ἐξαγόρασε μὲ τὸ δικό Του αἷμα τὸν κόσμο, τότε δὲν πραγματώνεται ἡ θεία Οἰκονομία καὶ ἀπομένουν ὅσα τὸν παλαιὸ καιρὸ εἶπαν οἱ Προφῆτες ἀβέβαια λόγια. «Ὅμως πᾶψε, Πέτρο, καὶ μὴν ἔχεις στὴν σκέψη σου ὅσα ταιριάζει σὲ ἀνθρώπους, ἀλλ’ αὐτὰ πού ἁρμόζουν στὸν Θεό. Διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ὁ Ὁποῖος ἔχει τέλεια τὴν εὐαρέσκειά μου. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Καθότι δύο φορὲς ἔχω ἐκφραστεῖ μὲ φωνή, πού μιλοῦσε γι’ Αὐτόν, τὴν μία πού εἶσθε παρόντες στὸ ὅρος αὐτό, τὴν ἄλλη παρόντος τοῦ Ἰωάννη στὸν Ἰορδάνη ποταμό».

Αὐτὴ τὴν φωνὴ θὰ παρουσιάσει ἀληθινὴ ὁ παλαιὸς Προφήτης, πού κήρυξε μεγαλόφωνα: «Τὸ Θαβὼρ καὶ τὸ Ἐρμονιήλ στὸ ὄνομά Σου θὰ ἀγαλλιάσουν». Ποιὸ ὄνομα; «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Διότι τοῦ χάρισε ὄνομα τρανότερο ἀπὸ κάθε ὄνομα. Ἀλλά τὸ δίχως ἄλλο θὰ πεῖς, ἀγαπητέ μου: «Τί σημαίνει, Τὸ Θαβὼρ καὶ τὸ Ἐρμονιήλ στὸ ὄνομά Σου θὰ νιώσουν ἀγαλλίαση»; Μάθε λοιπὸν καὶ ἀποτύπωσέ το στὴν σκέψη σου: Τὸ Θαβώρ, αὐτὸ εἶναι τὸ ὅρος, ὅπου θέλησε καὶ μεταμορφώθηκε ὁ Χριστὸς καὶ δόθηκε γι’ Αὐτὸν μαρτυρία ἀπὸ τὸν Πατέρα πώς εἶναι Υἱός Του, καθὼς πρὶν ἀπὸ λίγο ἀκούσατε. Τὸ Ἐρμονιήλ πάλι εἶναι ὅρος μικρό, ἀπὸ τὴν γῆ τοῦ Ἰορδάνη, ἀπ’ ὅπου ἔγινε ἡ ἀνάληψη τοῦ Ἠλία καὶ κοντὰ στὸ ὁποῖο, μὲς στὸ τρεχούμενο νερὸ τοῦ Ἰορδάνη, ἐπεθύμησε καὶ βαπτίστηκε ὁ Χριστός, καὶ τότε δόθηκε γι’ Αὐτὸν μαρτυρία ἀπὸ τὸν Πατέρα πώς εἶναι Υἱός Του. Σ’ αὐτὰ τὰ δύο ὄρη ὁ ἄχραντος Πατὴρ ἐπιβεβαιώνοντας τὴν υἱότητα, καὶ τότε καὶ τώρα γιὰ δεύτερη φορὰ λέει μὲ φωνὴ δυνατή: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν Ὁποῖο εὐδόκησα, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Διότι αὐτὸς πού Τὸν ἀκούει καὶ ἐμένα ἀκούει. Καὶ αὐτὸς πού θὰ ντραπεῖ γι’ Αὐτὸν καὶ γιὰ τὰ λόγια Του, καὶ ἐγώ θὰ ντραπῶ γι’ αὐτόν, ὅταν φανερωθῶ μὲς στὴν δόξα μου καθὼς καὶ οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε, χωρὶς προσποίηση, χωρὶς κακία, χωρὶς περιέργεια, μὲ πίστη ἀναζητώντας Τον, ἀλλά ὄχι θέλοντας μὲ γλωσσικὲς ἀπόπειρες νὰ ὁρίσετε τὰ μεγέθη Του, μὲ τὴν πίστη προχωρώντας στὸν χῶρο τοῦ ὑπέρλογου, ἀλλ’ ὄχι μὲ τὰ λόγια ἐπιχειρώντας νὰ βρεῖτε τὰ μέτρα τοῦ Λόγου». Διότι τώρα ὁ Παῦλος, ὁ δεινὸς ὁμιλητής, βάζοντας χαλινάρι στὸν περίεργο ἄνθρωπο καὶ τὰ πάντα διδάσκοντας χωρὶς δισταγμούς, κηρύττει μεγαλοφώνως: «Βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! Πόσο ἀνεξερεύνητες εἶναι οἱ κρίσεις καὶ ἀποφάσεις Του καὶ πόσο ἀνεξιχνίαστοι οἱ δρόμοι, μέσα ἀπό τούς ὁποίους ἐνεργεῖ!»

Σὲ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς ἀτελείωτους αἰῶνες. Ἀμήν.



Δείτε σχετικά:

 1. 
Η ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ( 6 Αυγούστου)
2. Ομιλά Εις Τη Θεία Μεταμόρφωση Του Κυρίου Και Θεού  Και Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού – Αγίου Γρηγορίου Του Παλαμά

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Η ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ( 6 Αὐγούστου) - Εὐαγγέλιο




Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ᾿ ἰδίαν· καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς.
Καὶ ἰδοὺ ὤφθησαν αὐτοῖς Μωσῆς καὶ Ἠλίας μετ᾿ αὐτοῦ συλλαλοῦντες.
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπε τῷ Ἰησοῦ· Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· εἰ θέλεις, ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς σκηνάς, σοὶ μίαν καὶ Μωσεῖ μίαν καὶ μίαν Ἠλίᾳ.
Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε· καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα. Καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἥψατο αὐτῶν καὶ εἶπεν· ἐγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε. Ἐπάραντες δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν οὐδένα εἶδον εἰ μὴ τὸν Ἰησοῦν μόνον.
Καὶ καταβαινόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· μηδενὶ εἴπητε τὸ ὅραμα ἕως οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ. 



Κατά τη διήγηση των Ευαγγελιστών, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός πήρε από τους μαθητές τον Πέτρο τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και ανέβηκε στό όρος Θαβώρ για να προσευχηθεί. Όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Eπήρε δε τρεις μόνους Aποστόλους, ως προκρίτους και υπερέχοντας. O μεν γαρ Πέτρος επροκρίθη, επειδή ηγάπα πολλά τον Xριστόν. O δε Iωάννης, επειδή ηγαπάτο από τον Xριστόν. O δε Iάκωβος, επειδή εδύνετο να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον και ο Kύριος έπιεν».

Οι τρεις μαθητές Του, όπως ήταν κουρασμένοι από τη δύσκολη ανάβαση στο Θαβώρ και ενώ κάθισαν να ξεκουραστούν, έπεσαν σε βαθύ ύπνο. Όταν, ξύπνησαν, αντίκρισαν απροσδόκητο και εξαίσιο θέαμα. Το πρόσωπο του Κυρίου άστραφτε σαν τον ήλιο, και τα φορέματα Του ήταν λευκά σαν το φως. Τον περιστοίχιζαν δε και συνομιλούσαν μαζί Του δυο άνδρες, ο Μωϋσής ο Ηλίας.Γράφει χαρακτηριστικά ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Έφερε δε εις το μέσον τους τον Mωυσήν και τον Ηλίαν, διά να διορθώση τας σφαλεράς υποψίας, οπού είχον οι πολλοί περί αυτού. Kαθότι, άλλοι μεν έλεγον τον Kύριον, πως είναι ο Ηλίας. Άλλοι δε, πως είναι ο Iερεμίας. Διά τούτο λοιπόν επαράστησεν εις το Θαβώρ τους πρώτους και κορυφαίους Προφήτας, διά να γνωρίσουν οι μαθηταί, και διά των μαθητών όλοι οι άνθρωποι, πόση διαφορά είναι αναμεταξύ του Xριστού, και των Προφητών. O μεν γαρ Xριστός, είναι Δεσπότης. Oι δε Προφήται, είναι δούλοι. Kαι ίνα μάθουν, ότι ο Kύριος έχει την εξουσίαν του θανάτου και της ζωής. Διά τούτο, από μεν τους αποθαμένους, έφερε τον Mωυσήν. Aπό δε τους ζωντανούς, έφερε τον Ηλίαν».

Αφού οι μαθητές συνήλθαν κάπως από την έκπληξη, ο πάντα ενθουσιώδης, Πέτρος, θέλοντας να διατηρηθεί αυτή η αγία μέθη που προκαλούσε η ακτινοβολία του Κυρίου, ικετευτικά είπε να στήσουν τρεις σκηνές. Μια για τον Κύριο, μια για το Μωϋσή και μια για τον Ηλία. Πριν προλάβει, όμως, να τελειώσει τη φράση του, ήλθε σύννεφο που τους σκέπασε και μέσα απ' αυτό ακούστηκε φωνή που έλεγε: «Οὗτος ἐστὶν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε» (Λουκά, θ' 28-36). Δηλαδή, Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, που τον έστειλα για να σωθεί ο κόσμος. Αυτόν να ακούτε.

Οφείλουμε, λοιπόν, και εμείς όχι μόνο να Τον ακούμε, αλλά και να Τον υπακούμε. Σε οποιοδήποτε δρόμο μας φέρει, είμαστε υποχρεωμένοι να πειθαρχούμε.

www.saint.gr



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος βαρύς.
Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ Θεός, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου, καθὼς ἠδυναντο. Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι.



Δείτε σχετικά:

 1. 
Λόγος στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος (του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου)
2. Ομιλά Εις Τη Θεία Μεταμόρφωση Του Κυρίου Και Θεού  Και Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού – Αγίου Γρηγορίου Του Παλαμά