A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἐλένης τῶν Ἱσαποστόλων (21 Μαΐου)




Οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη οι Ισαπόστολοι τιμόνται στις 21 Μαΐου



Ο Μέγας Κωνσταντίνος

Γέννηση και καταγωγή

Ο Μέγας Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 274 μ.Χ. εις την Ναϊσόν ή Νίσσαν της Μοισίας, περιοχή δηλαδή της σημερινής Νοτιοσλαβίας ή Κεντρικής Σερβίας.
Μητέρα του ήταν η ευσεβέστατη χριστιανή Αγία Ελένη, της οποίας η μνήμη εορτάζεται την 21η Μαΐου από κοινού με τον υιό της, τον Άγιο Κωνσταντίνο.
Τόπος γεννήσεως της Αγίας μητέρας του αναφέρεται το Δράπανο της Βιθυνίας, που λέγεται σήμερα Γιάλοβα και που στην εποχή του ο Μέγας Κωνσταντίνος
είχε μετονομάσει ο ίδιος, προς τιμήν της, εις Ελενόπολιν.
Πατέρας του Άγιου ήταν ο Κωνστάντιος ο Α΄, ο ονομαζόμενος Χλωρός, δια την χλωμότητα του προσώπου του. Η Ιλλυρία, που είναι η σημερινή βορειοδυτική
περιοχή της Βαλκανικής χερσονήσου η περιβρεχόμενη δυτικά από την Αδριατική θάλασσα, ήταν η πατρίδα του πατέρα του.


Οι πεποιθήσεις της Ελένης


Η ίδια επηρέασε και τον γιό της Κωνσταντίνο. Προσπάθησε να του μεταδώσει την πίστη του Χριστού και να φέρεται με συμπάθεια στους χριστιανούς, στη θρησκεία Του και στην
Εκκλησία.


Χωρισμός των Γονέων


Ο Διοκλητιανός διόρισε Καίσαρα στη Δύση τον Κωνστάντιο τον Χλωρό, τον πατέρα του Μ. Κωνσταντίνου. Στον Κωνστάντιο παρεχώρησε τα δυτικότατα μέρη
της αυτοκρατορίας ήτοι την Γαλατία (Γαλλία) την Βρετανία και την Ισπανία.
Οι νόμοι τότε επέβαλαν, για να ανέβει κανείς εις τα υψηλά αξιώματα, να έχει σύζυγο από ευγενή και επίσημη οικογένεια.
Στη βιογραφία του Κωνσταντίνου αναφέρεται, ότι οι γονείς χώρισαν με κοινή συμφωνία. Τούτο έγινε διότι:
Πρώτον. Ο Κωνστάντιος μόλις έγινε Καίσαρ θα διευκόλυνε τους χριστιανούς των μεγάλων επαρχιών του.
Δεύτερον. Η άνοδος του άνοιγε τον δρόμο στο αξίωμα του Αυγούστου, δηλαδή του αυτοκράτορα, που τόση μεγάλη σημασία θα είχε για τους χριστιανούς.
Τρίτον. Για τον γιό τους Κωνσταντίνο, που συγκέντρωνε τόσες ελπίδες. Για όλα αυτά η Ελένη δέχθηκε αυτήν την θυσία. Πόση, όμως, θλίψη και στενοχώρια θα πέρασε.
Πόσο ταπεινώθηκε! Χρειαζότανε γενναία ψυχή για ν’ αντέξει. Το υπέμεινε, όμως, διότι ήταν χριστιανή καταρτισμένη με την σκέψη, ότι θα συντελέσει στο να βοηθηθεί
η πίστης των χριστιανών με αυτόν τον τρόπον.
Ο Διοκλητιανός κράτησε όμηρο τον Κωνσταντίνο, για περισσότερη ασφάλεια ώς εγγύηση, δεν θα πολεμούσε εναντίον του.
Ο Κωνσταντίνος, λοιπόν, κρατείται ως όμηρος εις τα ανάκτορα του Διοκλητιανού και εν συνεχεία του Γαλερίου στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας. Εκεί διέρχεται την νεότητά του
και του δίνεται η ευκαιρία να θαυμάσει την γενναιότητα των χριστιανών στους βάρβαρους διωγμούς, που εξαπέλυσαν τότε οιαυτοκράτορες εναντίον τους.
Ο Κωνσταντίνος μεγάλωνε στην ηλικία, μεγάλωνε όμως και στη ρωμαλεότητα. Κανένας δεν μπορούσε να παλέψει με αυτόν. Η εξυπνάδα, και η ωραιότατης του προκαλούσαν
τον φθόνο των τυράννων. Η ανησυχία τους, για την δύναμη, τη δεξιοτεχνία και τη δραστηριότητα του Κωνσταντίνου τους έβαλε σε ανησυχία. Ερώτησαν μάλιστα
και το Μαντείο του Απόλλωνα προκειμένου να μάθουν, για την εξέλιξη του. Και εκείνο, Θεού επιτρέποντας, απάντησε, ότι θα κυριεύσει τον κόσμο ολόκληρο
και ανακηρύξει τη θρησκεία του Χριστού επίσημη θρησκεία του Κράτους. Αϊ ! λοιπόν από τότε τον μίσησαν πιο πολύ και ζητούσαν ευκαιρία να τον εξοντώσουν.


Προσπαθούν να τον εξοντώσουν


Ο Κωνστάντιος, ο πατέρας του, αρρώστησε εν τω μεταξύ και ζήτησε από τον Γαλέριο να επιτρέψει στο γιό του να τον επισκεφθεί. Του το επέτρεψε, αλλά σχεδίαζε
καθ’ οδό να τον εξόντωσει Ευτυχώς, όμως, ο Κωνσταντίνος ξεφεύγει την νύκτα και πηγαίνει στον πατέρα του. Ο πατέρας, που ήταν εις τας δυσμάς του βίου του,
τον δέχθηκε με μεγάλη χαρά. Η χαρά του Κωνσταντίου, που είδε τον γιό του, ήταν απερίγραπτη. Άλλωστε ήταν ο κατάλληλος καιρός, να τον ορίσει διάδοχο του.
Ο Κωνστάντιος από τον δεύτερον γάμο του είχε, βεβαίως, αποκτήσει και άλλους τρεις γιούς; Τον Δαλμάτιο, τον Αννιβαλιανό και τον Κωνστάντιο, τον πατέρα του
Ιουλιανού του παραβάτου.

Ανακηρύσσεται Αύγουστος

Τις τελευταίες στιγμές της ζωής του ο Κωνστάντιος παραδίδει τα σκήπτρα της βασιλείας εις τον υιό του Κωνσταντίνο. Περί τα μέσα του 306 πεθαίνει ο Κωνστάντιος.
Τότε ο στρατός, οι ρωμαϊκές λεγεώνες, που ήταν αφοσιωμένος στον πατέρα του, είδαν στον νέον εκείνον τον αντάξιο διάδοχο του Κωνσταντίου. Γι αυτό μετά από λίγο,
στις 25 Ιουλίου 306, ανακήρυξαν τον Κωνσταντίνο εις το Εβόρακο (Υόρκην) της Βρετανίας Αυτοκράτορα Αύγουστο της Δύσεως. Ήταν τριάντα δύο ετών.
Την ανάδειξη του Κωνσταντίνου σε αυτοκράτορα με κανένα τρόπο δεν την ήθελε ο Γαλέριος Μαξιμιανός. Επιθυμούσε να κρατήσει, για τον εαυτόν του, ένα μέρος της βασιλείας.
γι αυτό δεν ανεγνώρισε ως Αύγουστο τον Κωνσταντίνο παρά μόνο ως Καίσαρα. Ο Κωνσταντίνος νυμφεύσει ακολούθως την Μινερβίνα, από την οποίαν απέκτησε τον Κρίσπο.


Συμφωνία με Μαξιμιανό και Μαξέντιο


Ο Μαξιμιανός και ο Μαξέντιος έκαναν συμφωνία με τον Κωνσταντίνο, αυτοί μεν να μένουν στη Ρώμη, εκείνος δε στα δυτικά μέρη, όπου βασίλευε προηγουμένως ο πατέρας του.
Ο Κωνσταντίνος επειδή εν τω μεταξύ είχε διαζευχθεί την πρώτη σύζυγο του Μινερβίνα, έλαβε για δεύτερη γυναίκα του την θυγατέρα του Μαξιμιανού, Φαύστα.
Εκείνη ήταν μεν ωραιότατη νέα, αλλά πονηρότατη και κακότροπη, σαν τον πατέρα της...
Μετά την συμφωνία η ειρήνη και η ησυχία αποκαταστάθηκαν και όλοι την χαίρονταν. Ο Κωνσταντίνος ασφάλισε με ραγδαίες στρατιωτικές επιχειρήσεις τις επαρχίες
της διοικήσεώς του. Εσωτερικά έλαβε σπουδαιότατα μέτρα. Εμψύχωσε και προστάτευσε την γεωργία. Μείωσε τους φόρους. Ανοικοδόμησε πόλεις. Κυβέρνησε ευεργετικά
και πατρικά. Προστάτεψε τους χριστιανούς, περισσότερο από τον πατέρα του.
Τότε ο Ερκούλιος Μαξιμιανός ήλθε σε ρήξη με τον γιό του και συμβασιλέα Μαξέντιο και κατέφυγε στον γαμπρό του Κωνσταντίνο. Επιδόθηκε σε μηχανορραφίες
κι επιχείρησε να εξεγείρει τον στρατό εναντίον του Κωνσταντίνου! Ο Κωνσταντίνος όμως κρατούσε στον απόλυτο έλεγχο την κατάσταση και διέταξε τότε την φυλάκιση του.
Εν τω μεταξύ ο Γαλέριος Μαξιμιανός της Ανατολής αποφάσισε να εκδιώξει από την εξουσία και τον Μαξέντιο και τον Κωνσταντίνο. Συγκέντρωσε προς τούτο πολυάριθμο στρατό
και βάδισε εναντίον της Ιταλίας. Ο Μαξέντιος όμως του έστησε παγίδα, στην οποίαν έπεσε και τον κατέστρεψε. Υπεχώρησε όμως καιανασυνέταξε τις δυνάμεις του.
Θέλησε τότε να τα βάλει με τον Κωνσταντίνο. Ήταν βέβαιος, ότι θα τον νικούσε τον Κωνσταντίνο, διότι είχε ρωτήσει τους μάντεις, καιτους ιερείς των ειδώλων, οι όποιοι του είπαν,
ότι έμελλε να τον νικήσει εις τον πόλεμο. Του είπαν όμως ψέματα.
Διότι όταν συναντήθηκαν τα δύο στρατεύματα είδαν οι στρατιώτες του Γαλερίου τον τίμιο Σταυρόν φωτεινό και προπορευόμενοι του στρατεύματος του Κωνσταντίνου.
Δεν μπορούσαν να υποφέρουν την λάμψη Του. Οι σταυροφόροι στρατιώτες του Μ. Κωνσταντίνου τους κατέκοψαν κυριολεκτικά.


Σύγκρουση Μαξεντίου και Κωνσταντίνου


Στη Ρώμη μόνος αυτοκράτωρ έμεινε ο Μαξέντιος. Σκέπτονταν δε πώς θα εξοντώσει και τους άλλους βασιλείς, για να γίνει αυτός μονοκράτωρ. Οι Ρωμαίοι τότε
ήταν δυσαρεστημένοι από την τυραννία του Μαξεντίου κι έγραψαν στον Κωνσταντίνο, του οποίου άκουγαν την καλοσύνη, τα ανδραγαθήματα και την χρηστή διοίκηση,
να έλθει να τους ελευθέρωση.
Ο Κωνσταντίνος εισέβαλε στην Ιταλία με 50 χιλιάδες στρατού ενώ ο στρατός του Μαξεντίου ήταν τριπλάσιος.
Ανέβηκε σε ένα ύψωμα και παρατηρούσε λυπημένος το πολύ στράτευμα του εχθρού και συλλογιζότανε, πώς θα μπορούσε να το νικήσει με τις λιγότερες δικές του δυνάμεις.
Τότε έγινε το θαύμα. Είδε δράμα θειο. Είδε στον ουρανό τον Τίμιο Σταυρόν. Μέχρι τότε συμπαθούσε μεν τους χριστιανούς ο Κωνσταντίνος και δεν τους εδίωκε,
ήταν όμως ακόμη Εθνικός ειδωλολάτρης. Τώρα στρέφεται ολόψυχα νοερά προς τον Θεό των χριστιανών. Τώρα συγκλονίζεται από το δράμα και πλημμυρίζει από αγάπη
για τους χριστιανούς. Άλλωστε αρκετό μέρος του στρατού του το αποτελούσαν οι χριστιανοί.
Βλέπει δηλ. το καταμεσήμερο στον Ουρανό ένα φωτεινό Σταυρόν από λαμπερά αστέρια και τις λέξεις Εν τούτω νίκα. Το σημείον το είδαν αξιωματικοί και στρατιώτες
και το θεώρησαν, ως θεία επιταγή.
Την νύκτα φάνηκε στον ύπνο του ο Χριστός μαζί με το σημείον, που είδε στον Ουρανό, ο όποιος του είπε:
Σήκω και κάμε ένα Σταυρόν, όπως τον είδες. Βάσταζέ τον εις τους πολέμους, και θα νικάς.
Πράγματι! Την άλλη μέρα κατασκεύασε ένα αργύρου Σταυρόν όπως ακριβώς τον είδε στον ουρανό. Αυτόν δε τον Σταυρόν τον κρατούσαν πάντοτε μπροστά στο στράτευμα.
Κάλεσαν, έπειτα χριστιανούς ιερείς και τους ρώτησε ποιος είναι ο Θεός, που του φανερώθηκε και φανερώνει το φανέν σημείο. Εκείνοιαπό αυτό έλαβαν αφορμή να τον
πληροφορήσουν περί του χριστιανισμού. Έχοντας πλέον πεποίθηση ο Κωνσταντίνος, ότι με την δύναμη του Θεού των χριστιανών καιτου σημείου του σταυρού θα νικήσει,
όρμησε με πίστην ακράδαντο κατά του Μαξεντίου, και τον κατανίκησε.
Ήταν η 26η Οκτωβρίου του 312.
Έστησε τότε εις την αγορά της Ρώμης ο Κωνσταντίνος τον αδριάντα του. Κρατούσε στο δεξί του χέρι το σωτήριο του Σταυρού σημείο, που έφερε την εξής επιγραφή:
«ΤΟΥΤΩ ΤΩ ΣΩΤΗΡΙΩΔΕΙ ΣΗΜΕΙΩ ΤΩ ΑΛΗΘΕΙ ΕΛΕΓΧΩ ΤΗΣ ΑΝΔΡΕΙΑΣ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ ΗΜΩΝ ΖΥΓΟΥ ΤΥΡΑΝΝΙΚΟΥ ΔΙΑΣΩΘΕΙΣΑΝ ΗΛΕΥΘΕΡΩΣΑ , ΕΤΙ ΜΗΝ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΓΚΛΗΤΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΗΜΟΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΤΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΜΠΡΟΤΗΤΙ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΑΣ ΑΠΕΚΑΤΕΣΤΗΣΑ».
Έτσι, λοιπόν, κατασκεύασε η πρώτη χριστιανική Σημαία. Ο Κωνσταντίνος είχε μεγάλη τιμή να γίνει ο πρώτος χριστιανός βασιλεύς καιβασιλικός προστάτης της χριστιανικής
πίστεως.
Ο ευσεβής και θεοσκεπής βασιλεύς διέταξε και έστησαν τον Τίμιο και ζωοποιό Σταυρόν εις τα κεντρικότερα μέρη της Ρώμης. Ερεύνησε με προσοχή και βρήκε τα τίμια λείψανα
των Άγιων Μαρτύρων, που βασανίστηκαν και πέθαναν για την πίστην του Χριστού και τα όποια ενεταφίασε με τις πρέπουσες τιμές. Επίσης ελευθέρωσε τους φυλακισμένους
χριστιανούς κι επανέφερε τους εξόριστους.


Το «Ἔδικτον» του Μεδιολάνου


Οι πρώτοι καρποί της νίκης φάνηκαν εις τον ορίζοντα. Τον Ιανουάριο του 313 εις το Μιλάνο έγιναν οι γάμοι της αδελφής τους Κωνσταντίνου με τον βασιλέα της Ανατολής Λικίνιο
Ο τελευταίος υποσχέθηκε εις τον Κωνσταντίνο, ότι εις το έξης δεν θα εδίωκε τους χριστιανούς. Τότε από κοινού εξέδωσαν το περίφημο διάταγμα ανεξιθρησκίας και ελευθερίας
της συνειδήσεως. Είναι γνωστότατο εις την Εκκλησιαστική Ιστορία ως Έδικτον (Διάταγμα) τον Μεδιολάνο, του σημερινού Μιλάνου. Το διάταγμα τούτο ανεγνώριζε την Εκκλησία,
ως οργανισμό αυτόνομο και ενοποίησε την θέση της εις το Κράτος. Εις τους χριστιανούς δίδεται απόλυτος ελευθερία να λατρεύουν τον Χριστό, να ανεγείρουν ναούς, να τελούν
ελεύθερα τις θρησκευτικές τους τελετές και τα καθήκοντά τους τα θρησκευτικά.


Ευεργετικές υπέρ της Εκκλησίας διατάξεις


Έκτος του Διατάγματος αυτού, ο Κωνσταντίνος ευεργέτησε ποικιλοτρόπως την Εκκλησία, με διάφορες άλλες διατάξεις.
Διέταξε π.χ. να της αποδώσουν τους ναούς της, τα νεκροταφεία και τα κτήματα της. Στην ειδική του περιοχή, στη Δύσι έδωκε πολλά προνόμια στον χριστιανικό κλήρο
και βοήθησε από το Δημόσιο Ταμείο την ανέγερση χριστιανικών Ναών. Ο ίδιος έκτισε ναό αφιερωμένο στο Σωτήρα Θεό, του οποίου το σχήμα σχεδίασε ο ίδιος ο βασιλεύς.
Γι αυτό επεκράτησε να λέγεται και Βασιλική.
Ο Κωνσταντίνος, από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, θέσπισε τα εξής χριστιανικά νομοθετήματα.
1. Κατήργησε την σταύρωση, που ήταν η συνηθισμένη θανατική ποινή των δούλων της Ρωμαϊκής εποχής.
2. Απαγόρευσε να στιγματίζονται οι καταδικαζόμενοι με ατιμωτικά σημεία στο πρόσωπο τους.
3. Κατήργησε τους αγώνας των μονομαχιών.
4. Κήρυξε έγκυρη την απελευθέρωση δούλων, άνευ πολύπλοκων τυπικών διατάξεων.
5. Χορήγησε διατροφή εκ του Δημοσίου Ταμείου ή του Αυτοκρατορικού, για συντήρηση φτωχών οικογενειών, ώστε να μη εκθέτουν ή πωλούν τα παιδιά τους, όπως ήτανε τότε
η συνήθεια.
6. Κήρυξε ένοχους ανθρωποκτονίας τους κυρίους, των οποίων ή κακούργος μεταχειρίσεις επέφερε τον θάνατον εις τον δούλο τους.
7. Απαγόρευσε στους ενοικιαστές δημοσίων κτημάτων να χωρίζουν άνδρες από τις γυναίκες τους, γονείς από τα παιδιά τους, αδελφούς από αδελφούς,
η δε αρχή αυτή βαθμηδόν επεξετάθει σε όλους τους δουλοπάροικους οιωνδήποτε ακινήτων.
8. Κατήργησε τις ποινές εναντίον της αγαμίας και της χηρείας, αναγνώρισε την ελευθερία της προσωπικής καταστάσεως.
9. Διά σειράς νόμων ανεγνώρισε νομικό πρόσωπον την Εκκλησία και την συνέδεσε με σχέσεις επίσημες με το κράτος. Κήρυξε ακόμη έγκυρους τας υπέρ αυτής διαθήκες.
10. Παρεχώρησε εις τους επισκόπους δικαστική δικαιοδοσία και επί υποθέσεων μικτής φύσεως, εκκλησιαστικής και αστικής.
11. Εις τας 3 Ιουλίου του 321 θέσπισε νόμο υπέρ της Κυριακής αργίας.
12. Χάραξε επί των νομισμάτων τον Ελληνικό Σταυρόν, με τους ίσους βραχίονας.
13. Πολλοί από τους νόμους του απηυθύνοντο προς τους επισκόπους. Μερικοί δε και εξηγέρθησαν δι’ επαρχιακών Συνόδων.
Όλη αυτή η συμπεριφορά του Κωνσταντίνου ευνοούσε τον Χριστιανισμό και συγκλόνιζε, έμμεσα βέβαια, το σαθρό οικοδόμημα της ειδωλολατρίας.
14. Εφήρμοσε επίσης και παλαιές αυτοκρατορικές διατάξεις, διά των οποίων απαγορεύονται μαγείες και μαγγανείες. Οι ειδωλολάτρες ιερείς είχαν συμφέρον
και προσπάθησαν να ματαιώσουν τις διατάξεις. Εκείνος όμως επέμεινε.
15. Προχώρησε δε και περισσότερο εις τα μέτρα εναντίον της πλάνης των ειδωλολατρών, διότι θέσπισε νόμο, διά του οποίου οιχριστιανοί, στρατιωτικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι,
δεν ήσαν υποχρεωμένοι να μετέχουν εις τας επισήμους κρατικές ειδωλολατρικές τελετές και θυσίας.
16. Νομοθέτησε, γεμάτος ευλάβεια και πίστη, έτσι, ώστε, να μη τολμήσει κανείς να βλασφημήσει τον Χριστό ή να ενοχλήσει Χριστιανό. Ο παραβάτης των Νόμων τούτων,
τιμωρούνταν αυστηρώς, και τα υπάρχοντα του δημεύονταν.
17. Καθιέρωσε να εγγράφονται εις το στράτευμα μόνον οι χριστιανοί και αυτοί να λαμβάνουν αξιώματα και ηγεμονίας, διότι λόγω της αρετής και ευσυνειδησίας των, εις αυτούς
είχε εμπιστοσύνη.
18. Πρόσταξε να αργούν όλοι και ν’ απέχουν από κάθε βιοποριστική εργασία κατά τις δύο εβδομάδες του Πάσχα, από του Σαββάτου του Λαζάρου μέχρι της Κυριακής του Θωμά,
διά να προσέρχονται εις την Εκκλησία. Όσοι πτωχοί εμβαπτίζονταν, διέταξε να τρέφονται και να ντύνονται διά βασιλικών εξόδων.
19. Παρακινούσε τους πιστούς να κτίζουν Ναούς, διά να λατρεύεται ο Χριστός. Εις την Ρώμη έκτισε ο ίδιος μέγα Ναό αφιερωμένο εις τον Σωτήρα Χριστό.
Ο ίδιος, μάλιστα, ο βασιλεύς σχεδίασε και το σχήμα του Ναού. Από αυτό το γεγονός, (ονομάσθηκε ο Ναός αυτός Βασιλική του Κωνσταντίνου και ο ρυθμός, ρυθμός βασιλικής.
Για να έχει μάλιστα περισσότερο μισθό από τον Θεό έσκαψε με ταπείνωση, πρώτος στα θεμέλια του Ναού και κουβαλούσε στον ώμο του πέτρες, για την οικοδόμηση του.
Από όλα αυτά τα μέτρα, που έλαβε ο Κωνσταντίνος, άλλαξε αμέσως το πρόσωπο της Οικουμένης. Χαρά και αγαλλίασης και ειρήνη επεκράτησε παντού.
Παρατήρησε όμως ο Αυτοκράτορας, ότι μερικοί από τους άρχοντες έμειναν κολλημένοι στην ειδωλολατρία. Γι’ αυτό συνεκάλεσε την Σύγκλητο και όλους τους προύχοντες
της Ρώμης και τους συνεβούλευσε.
-Γνωρίζετε, φίλοι μου, τους είπε, ότι ο βέβηλος δεν δέχεται συμβουλή, για να σωθεί. Διότι βρίσκεται στο σκοτάδι της αγνοίας. Αν όμως ανοίξει τα μάτια της ψυχής του,
θα καταλάβει εύκολα την αλήθεια και δεν θα προσκυνάει τα αναίσθητα κι’ άχρηστα αγάλματα, που κατασκευάζουν οι άνθρωποι. Εγώ, ευτυχώς, βρήκα τον αληθινό Θεό.
Πιστέψτε Τον και σεις και μη ελπίζετε στα είδωλα, που δεν μπορούν να σας ωφελήσουν σε τίποτε.
Εγώ δεν αναγκάζω κανένα να ‘ρθει στην ευσέβεια. Αλλά, σαν φίλος σας, σας συμβουλεύω να πράξετε το καλύτερο. Και ο Πανάγαθος Θεός δεν βιάζει κανένα,
αλλά θέλει όσοι Τον λατρεύουν, να Τον λατρεύουν με τη θέληση τους.
Μόλις τελείωσε ο Άγ. Κωνσταντίνος όλοι φώναξαν με μια φωνή:
-Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Χριστός.
Πολλοί τότε πίστεψαν και βαπτίσθηκαν.

Σύγκρουση με τον Λικίνιο


Τα εννέα έτη της ειρήνης διέκοψε ο φθόνος και η κενοδοξία του Λικινίου. Ο Λικίνιος ο Άρχοντας της Ανατολής δεν τήρησε τους όρκους, που έδωσε. Νόμισε,
ότι ο ειδωλολατρικός κόσμος θα τον υπεστήριξε σε αγώνα του κατά του Κωνσταντίνου. Γι αυτό εκίνησε πόλεμο κατά των Χριστιανώνκαι του Μ. Κωνσταντίνου.
Εξεδίωξε όλους τους Χριστιανούς από την αυλή του. Έκλεισε Εκκλησίες και πολλές γκρέμισε. Θανάτωσε πολλούς χριστιανούς.
Ο Κωνσταντίνος του έγραψε να σταματήσει να διώκει τους Χριστιανούς και τον απείλησε με θάνατον. Ο Λικίνιος δεν τα ήκουσε. Με 150.000 δε πεζούς, 15.000 ιππείς
και 350 πλοία, κήρυξε τον πόλεμο κατά του Κωνσταντίνου το 323.
Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν απαράσκευος. Με 12.000 πεζούς, 10.000 ιππείς, και 200 πλοία και το χριστιανικό λάβαρο, τον αντιμετώπισε σε δύο κατά ξηρά μάχες,
κοντά στην Αδριανούπολη, την 3ην Ιουλίου το 324 μ.Χ. Εις τις μάχες αυτές έπαιξε σπουδαίο ρόλο το λάβαρο του Σταυρού. Μόλις αντίκριζαν την λάμψη οι στρατιώτες του Λικίνιου,
οι ειδωλολάτρες, τους έπιανε φόβος και τρόμος κι τρέπονταν εις φυγή.
Ο Λικίνιος οχυρώθηκε στο Βυζάντιο, αλλά κι εκεί νικήθηκε από τον στρατό και τον στόλο του Μ. Κωνσταντίνου. Πέρασε εν συνεχεία στη Χρυσούπολη (Σκούταρι).
Αλλά κι εκεί νικήθηκε κατά κράτος.


Φονεύει τον Λικίνιο και τον υιό του Κρίσπο


Εξόρισε τον Λικίνιο στην Θεσσαλονίκη! Και εκεί όμως ο Λικίνιος, αν και ευεργετημένος, έδειξε στάση ανταρσίας, και αναγκάστηκε ο Κωνσταντίνος να τον θανατώσει.
Σπουδαιότατο ρόλο έπαιξε ο υιός του Κωνσταντίνου Κρίσπος στον πόλεμο εναντίον του αυτοκράτορα Λικινίου, διότι ηγείτο επιδεξίως του στόλου. Ο Κρίσπος ήταν γιός,
που απέκτησε με την Μινερβίνα. Η Φαύστα, είχε τρεις γιούς, τους: Κωνσταντίνο, Κωνστάντιο και Κώνσταντα, οι όποιοι ύστερα έγιναν, αυτοκράτορες. Φοβήθηκε, λοιπόν,
μήπως η δόξα του Κρίσπου επισκιάσει τα παιδιά της. Γι’ αυτό ήθελε να τον εξοντώσει. Συνέλαβε δε την εξής εγκληματική συκοφαντία. Τον κατηγόρησε στον Μ. Κωνσταντίνο,
ότι ο Κρίσπος θέλησε να την μοιχεύσει και να φονεύσει τον πατέρα του, για να του αρπάξει και την γυναίκα και το θρόνο!
Ο Κωνσταντίνος πίστευε την συκοφαντία και διέταξε την θανάτωση του Κρίσπου.
Η Ελένη λυπήθηκε βαθύτατα κι ήλεγξε δριμύτατα τον αυτοκράτορα. Εκείνος μετανοιωμένος και συντετριμμένος διέταξε εξονυχιστικές ανακρίσεις. Απεδείχθη δε η φοβερή
πλεκτάνη της απάτης και της εγκληματικής συκοφαντίας και η Φαύστα οδηγείται στον θάνατον. Τα δύο αυτά γεγονότα πλήγωσαν βαθύτατα τον Κωνσταντίνο,
ο όποιος θρηνούσε σ’ όλη του την υπόλοιπη ζωή και ζητούσε συγχώρηση από τον Θεόν. Προς τιμήν του γιού του Κρίσπου του αδικοσκοτωμένου έστησε αργυρούν ανδριάντα
με την επιγραφή:
«Τῷ ἠδικημένω υἱῶ μου».


Η περίοδος της ειρήνης


Έτσι ο Κωνσταντίνος περί τα τέλη του 323, εις ηλικία 49 ετών, αφού πλέον είχε νικήσει τον Λικίνιο, έγινε Μονοκράτωρ, εις όλον το Ρωμαϊκό Κράτος, Δυτικό και Ανατολικό.
Αποκατεστάθη πλέον η ενότητα.


Κωνσταντίνος και Αρειανισμός


Εμπνευσμένος ο Κωνσταντίνος από τα ευαγγελικά διδάγματα, θέλησε να εξαπλώσει την ειρήνη σ’ όλο τα πλάτη και μήκη της Επικρατείας του. Το πράγμα όμως του
παρουσίασε τραγική ειρωνεία. Διότι, δυστυχώς, ανεφάνη οξυτάτη διαμάχη μεταξύ του Αρείου και του επισκόπου Αλεξανδρείας Πέτρου. Διαφωνούσαν επί του λεπτότατου
Θεολογικού θέματος της φύσεως του Χριστού.
Ο Άρειος, διδάσκαλος της Αλεξανδρινής Σχολής κάτοχος της Ελληνικής φιλοσοφίας κήρυττε, ότι ο Χριστός δεν είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, Θεός αληθινός,
αλλά το πρώτον κτίσμα, διά του όποιου ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο. Δίδασκε δηλ. αυτά, που αναμασούν και οι σημερινοί Ιεχωβάδες.
Πολλές επαφές του αιρεσιάρχου με τους εκκλησιαστικούς αρχηγούς της Αλεξανδρείας δεν καρποφόρησαν.
Ο Άρειος, παρά τις επανειλημμένες συστάσεις και υποδείξεις, επέμενε στην πλάνη του. Αλλά το πράγμα έφθασε στο απροχώρητο κι επενέβη ο Κωνσταντίνος, διά να ειρήνευση
την Εκκλησία.


Α΄. Οικουμενική Σύνοδος


Το θέμα ήταν σοβαρό. Επιβάλλετε να συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος, διά να διαλευκάνουν το ζήτημα εν Πνεύματι Αγίω. Είναι ο μόνος ενδεδειγμένος τρόπος,
όπως απέδειξαν η ιστορία, διά να επιλύονται τα σπουδαία και λεπτότατα θεολογικά προβλήματα. Με προσωπική του Κωνσταντίνου πρωτοβουλία, συγκαλούνται
οι επίσκοποι της υφηλίου, διά την Σύνοδο. Τις υπερβολικές δαπάνες αναλαμβάνει ο Αυτοκράτωρ. Έτσι το 325 συνήλθε η Α΄. Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια της Μικράς Ασίας.
Εκεί συγκεντρώθηκαν τριακόσιοι δέκα οκτώ Πατέρες.
Εις την Σύνοδο αυτήν παρακάθισε και ο φιλόχριστος Κωνσταντίνος. Κάθισε δε, όχι επί βασιλικού θρόνου, αλλά επί χαμηλού καιταπεινού καθίσματος, όπως και οι Αρχιερείς.
Οι Πατέρες στη Σύνοδο είχαν απόλυτη ελευθερία να εκφράσουν την γνώμη τους. Ουδεμία δέσμευσης από τον Κωνσταντίνο. Εκείνος επιμελείτο μόνο τα έκτος της Εκκλησίας.
Καλείται ο αιρεσιάρχης Άρειος να έλθει ενώπιο της Συνόδου και να εκθέσει τις ιδέες του. Πράγματι, προσήλθε με τους πολλούς φίλουςκαι οπαδούς του. Ανέπτυξε τις ιδέες του
και οι Πατέρες τον αντέκρουσαν και ανέπτυξαν τις αλήθειες της Πίστεως. Ο Άγιος Σπυρίδων απέδειξε το δόγμα της Αγίας Τριάδος, με το γνωστό θαύμα του κεραμιδιού.
Στη Σύνοδο αυτή διά θαύματος απέδειξαν επίσης την θεότητα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ο Άγιος Αχίλλειος και ο Άγιος Οικουμένιος ο επίσκοπος Τρικάλων.
Έπειτα από όλα αυτά, πολλοί από τους οπαδούς του Αρείου τον εγκατέλειψαν κι επέστρεψαν στην Ορθοδοξία.
Η Σύνοδος συνέταξε τα πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως δηλ του Πιστεύω. Ρύθμισε επίσης, διάφορα άλλα θέματα, όπως το πότε να εορτάζεται το Άγιο Πάσχα
εις όλη την Εκκλησία. Ήτοι όρισε να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της Εαρινής Ισημερίας και μετά το Πάσχα των Εβραίων.
Τα πρακτικά της Συνόδου τα υπέγραψαν όλοι οι Αρχιερείς, πλην του Αγίου Νικολάου που βρισκόταν στην φυλακή. Τον φυλάκισε ο Άγιος Κωνσταντίνος, διότι ράπισε τον Άρειο.
Τελευταίος τα υπέγραψε ο ευσεβέστατος Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος.
Οι εργασίες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου διήρκεσαν τριάμισι χρόνια από το 325 έως το 329.
Παρεκάλεσε κατόπιν τους 318 Πατέρες να επισκεφτούν κι ευλογήσουν την Νέα του Πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, που έκτιζε κι βρισκόταν εις το τέλος η οικοδομή.
Να επισκεφτούν επίσης εκεί και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνη, ο όποιος ήτο βαριά άρρωστος.
Πράγματι, οι Αρχιερείς πήγαν εις την Νέα Πόλη και την ευλόγησαν. Την ονόμασαν Κωνσταντινούπολη, εις τιμήν του Μ. Κωνσταντίνου, που την έκτισε.
Την αφιέρωσαν δε εις την Αειπάρθενον Θεοτόκον, την Μητέρα του Σωτήρος.
Εις την Κωνσταντινούπολη παρέθεσε ο Άγιος Κωνσταντίνος ηγεμονική τράπεζα εις τους Αγίους Πατέρες και τους έδωσε πολύτιμα δώρα. Στην τράπεζα παρακάθισε και ο ίδιος.
Διά να λάβει δε ευλογία και αγιασμό, φιλούσε το βγαλμένο μάτι του Παφνουτίου και τα στρεβλωμένα χέρια και τα σώματα των Ομολογητών, που ήταν πληγωμένα από τους
τυράννους στον καιρό των διωγμών.


Κωνσταντίνος και Ρώμη


Μια επίσκεψις του στη Ρώμη το 326, συνειδητοποίησε στον Κωνσταντίνο την ανάγκη να μεταφέρει τη πρωτεύουσα. Το χάσμα μεταξύ αυτού και της Ρώμης ήταν αγεφύρωτο.
Υβρίσθηκε, για την χριστιανόφιλη πολιτική του κι επαινέθηκε, ο γιός του Κρίσπος, που δεν είχε καμιά σχέση με την Εκκλησία του Χριστού. Τότε, μετά απ’ όλα αυτά,
πήρε την απόφαση να κτίση την καινούργια πρωτεύουσα. Άλλωστε και η αχανής αυτοκρατορία επέβαλε την μεταφορά της πρωτευούσης εις το κέντρο του κράτους
για να μπορεί να κυβερνάται καλύτερα κι ευκολότερα.
Εκτός αυτών ο Μ. Κωνσταντίνος από το 316 είχε δει θεϊκό Όραμα και διατάχθηκε να κτίση μια πόλη στην Ανατολή, την οποίαν να αφιερώσει στην Παναγία.
Τώρα απεφάσισε να εκτελέσει την θεϊκή εκείνη προσταγή.


Το κτίσιμο της Κωνσταντινουπόλεως


Κατ’ αρχάς ο Μέγας Κωνσταντίνος θέλησε να κτίση τη νέα πρωτεύουσα στη Θεσσαλονίκη, αλλά εμποδίστηκε και πήγε στη Χαλκηδόνα, που είχαν καταστρέψει οι Πέρσες.
Του άρεσε η τοποθεσία εκείνη κι άρχισε να κτίζει. Δεν ήταν όμως θέλημα Θεού να γίνει εκεί. Γι αυτό έρχονταν αετοί, άρπαζαν τα εργαλεία των τεχνιτών και τα πετούσαν στο
Βυζάντιο. Βλέποντας αυτό το θαυμαστό γεγονός, κατάλαβε, ότι εκεί ήτο θέλημα Θεού να κτιστεί. Γι αυτό προτίμησε το κεντρικότερο αυτό μέρος, το όποιον συνέδεε Ανατολή
και Δύσι, Ευρώπη και Ασία. Άρχισε να κτίζει την νέα πόλη στα ερείπια του Βυζαντίου, εις τον Βόσπορο.
Η φροντίδα του, για τη νέα πρωτεύουσα ήταν μεγάλη. Ήθελε να ξεπερνά η νέα πρωτεύουσα την παλαιά. Ήθελε να την φτιάξη εξ ολοκλήρου χριστιανική την πόλη.
Έκτισε τους θαυμάσιους Ναούς του αγίου Μωκίου, του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, της Αγίας Ειρήνης, των Αγίων Αποστόλων και άλλους. Προσέφερε δε εις αυτούς πολλά και πολύτιμα ιερά σκεύη.
Δεκαπλασίασε την παλαιά έκταση της πόλεως του Βυζαντίου. Περιέβαλε με τεράστιο προστατευτικό τείχος την πόλη, η οποία χάρις, σ’ αυτά τα τείχη σώθηκε πολλές φορές
από τις επιδρομές των αλλοφύλων και διέγραψε την ιστορία της των χιλίων εκατό ετών.
Στην μεγάλη πλατεία του ονομαζόμενου Φόρου, υψώθηκαν δύο στήλες του Κωνσταντίνου και της Μητρός του Ελένης. Στη μέση των Στηλών
(όπως μας αναφέρει ο ιστορικός Παπαρρηγόπουλος), τοποθετήθηκε ο Σταυρός με την επιγραφή:
«Εἰς ἅγιος, εἰς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν».
Τα εγκαίνια της νέας Βασιλευούσης έγιναν μεγαλοπρεπέστατα την 11ην Μαΐου του 330. Την πόλη αφιέρωσε στη Θεοτόκο και την ονόμασαν, Κωνσταντινούπολη η Νέα Ρώμη.
Η οικοδομή της Πόλεως τελείωσε το 330 μ.Χ.
Κατά το 331 με διάταγμα γκρέμισε στην Αθήνα όλους τους ειδωλολατρικούς βωμούς. Και τούτο, διότι εις τους βωμούς και ναούς αυτούς λατρευόταν ο Σατανάς,
ο εχθρός του Θεού, που πλανούσε τους ανθρώπους και δεν τους άφηνε να σωθούν.
Την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου ο Χριστιανισμός ξαπλωθεί.
Δικαίως, η Εκκλησία τον ονόμασε Ισαπόστολο.

Η τελευταία εκστρατεία του


Το 336 οι αντίχριστοι Εβραίοι, που βλέπανε, ότι οι χριστιανοί πληθύνονταν, παρακίνησαν τον βασιλέα των Περσών Σαπώρ να καταδιώξει τους χριστιανούς.
Εκείνος φόνευσε εκατό Κληρικούς σε μια μέρα μεταξύ των οποίων ήσαν και αρκετοί επίσκοποι. Επίσης φόνευσε και δέκα οκτώ χιλιάδες πιστούς.
Όταν τα έμαθε αυτά ο Άγιος Κωνσταντίνος, έστειλε επισήμως, απεσταλμένους στον Σαπώρ να πάψη τους διωγμούς. Αλλά εκείνος δεν θέλησε να συμμορφωθεί.
Ο Κωνσταντίνος τότε συνάθροισε στρατό πολύν κι εκστράτευσε εναντίον του.
Όταν το έμαθε ο βασιλεύς των Περσών, που είχε εν τω μεταξύ μπει στη Μεσοποταμία, φοβήθηκε, το μετάνιωσε κι έστειλε πρέσβεις ζητώντας ειρήνη.
Στην εκστρατεία αυτή ο Κωνσταντίνος αρρώστησε. Περνούσε τότε τη Νίκαια. Ήταν λίγες μέρες μετά το Πάσχα. Ένοιωσε ενόχληση καιγενική αδιαθεσία. Η αρρώστια χειροτέρευε.
Τον πήγαν τότε στην Νικομήδεια και κατόπιν σ’ ένα προάστιο της, τον Αχυρώνα. Ήταν κατάλληλος τόπος, για ανάπαυση κι αναψυχή. Εκεί, πήγε στο Ναό,
εξομολογήθηκε τα αμαρτήματα του και αποφάσισε να βαπτιστεί.
Από εκεί ήλθε στα ανάκτορα της Νικομήδειας. Κάλεσε τότε τους Ορθοδόξους Επισκόπους, που τον συνόδευαν και τους είπε την απόφαση του:
Αυτός είναι ο καιρός που περίμενα με πόθο, για να τύχω της κατά Θεό σωτηρίας. Είναι πλέον καιρός ν’ απολαύσω κι εγώ την αθανατοποιό σφραγίδα.
Σκεπτόμουν να λάβω το βάπτισμα στα ύδατα του Ιορδάνη ποταμού όπου και ο Σωτήρ το έλαβε ως άνθρωπος. Ο Θεός όμως, που βλέπει το συμφέρον,
είθε να με αξίωση εδώ τώρα να το λάβω. Κατόπιν οι Αρχιερείς τον βαπτίσαν.


Κοίμησης του Αγίου Κωνσταντίνου


Εκοιμήθει την 21ην Μαΐου του 337, την ημέρα της Πεντηκοστής εις ηλικία 63 ετών. Βασίλευε 30 χρόνια και δέκα μήνες. Περιέβαλαν δε αμέσως την σωρό του με την αλουργίδα.
Του έβαλαν το διάδημα. Τον τοποθέτησαν σε χρυσή λάρνακα και τον μετακόμισαν στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ τον τοποθέτησαν στην μεγάλη αίθουσα των ανακτόρων,
πάνω σε υψηλό ικρίωμα, ενώ γύρω - γύρω έκαιγαν άπειρες λαμπάδες. Όλοι οι αξιωματικοί, στρατιωτικοί και πολιτικοί άρχοντες ασπάζονταν τον νεκρό γονυκλινείς.
Με γενικό πένθος τον ενταφίασαν στο Ναό των Άγιων Αποστόλων, εντός του τάφου, που ο ίδιος είχε προετοιμάσει προηγουμένως.
Η Ιστορία τον απεκάλεσε Μέγα.
Η Εκκλησία μας τον ανακήρυξε Ισαπόστολο, διότι η παύσης των διωγμών, η αντικατάστασης της παλαιάς ειδωλολατρικής θρησκείας με την χριστιανική το εισαχθέν
εις την νομοθεσία χριστιανικό πνεύμα και τόσα άλλα είναι προσφορά μεγίστη προς την Εκκλησία.
Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του την 21ην Μαΐου μετά της μητρός του Αγίας Ελένης, διότι και η μητέρα του Ελένη αναδείχτηκε Αγία καιΙσαπόστολος.


Αγία Ελένη

Έργα ευσεβείας


Η Αγία Ελένη πέρασε στη ζωή της πολλά βάσανα και στενοχώριες, αλλά τα αντιμετώπιζε με την πίστη της στο Χριστό. Σ’ όλα τα χρόνια της ζωής της είχε ένα σκοπό:
πώς να υπηρέτη τον Θεό, να Τον λατρεύει και να προοδεύει στην αρετή και την αγιότητα. Έφτασε σε ύψη αρετής και αγιότητας. Καίτοιέγινε ο γιός της αυτοκράτορας
και αυτή η πρώτη γυναίκα του κόσμου, εν τούτοις ήταν ταπεινή, ταπεινότατη και καλοκάγαθη. Γι’ αυτό την αξίωσε ο Θεός να κάνεικαι μεγάλα έργα.
Το 326 μεταβαίνει στην Ιερουσαλήμ διά ξηράς. Περνά τα Βαλκάνια και Μ. Ασία και παντού γίνεται δεκτή με θρίαμβο. Στις πόλεις, που περνά διαμοιράζει πλουσιοπάροχα
δωρεές στους φτωχούς, στους δυστυχείς ,στις Εκκλησίες και σ’ άλλα φιλανθρωπικά έργα.
Από πολύ καιρό ήθελε η Αγία να προσκυνήσει τους Άγιους Τόπους. Ποθούσε να ευρεθεί και να προσευχηθεί εκεί, όπου δίδαξε, βάδισε, θαυματούργησε και έπαθε ο Σωτήρας μας.
Έκτος απ’ αυτό ήθελε να εύρη και τον Τίμιο Σταυρό. Ο γιός της ο Μέγας Κωνσταντίνος είδε προηγουμένως, ένα θεϊκό δράμα και την έστειλε τώρα στα Ιεροσόλυμα,
για να ψάξει και βρει τον Τίμιο Σταυρόν καθώς επίσης και τον Τόπο, στον όποιον σταυρώθηκε κι ετάφη ο Κύριος. Αυτά, το Αντίχριστο γένος των Εβραίων, τα είχε σκεπάσει
και κρύψει, για να μη τα ξέρουν οι πιστοί και τα προσκυνούν. Γι’ αυτό η Αγία Ελένη φθάνοντας στην άγια γη, με πολύ στράτευμα καιστρατηγούς και άρχοντες,
κινείται κι ερευνά δραστήρια. Οι Εθνικοί και οι Εβραίοι για να εξαφανίσουν τα ίχνη του Χριστού, να αποκρύψουν τον τόπο της Σταυρώσεως και της Αναστάσεως παραμόρφωσαν
το ύψωμα. Το ισοπέδωσαν, ρίχνοντας χώματα. Βεβήλωσαν τους Αγίους Τόπους, χτίζοντας εκεί ναό και άγαλμα της Αφροδίτης της θεάς της ακολασίας!
Ο Κωνσταντίνος διέταξε τον ηγεμόνα της Παλαιστίνης Δρακολιανό να γκρεμίσει τον βωμό. Παρήγγειλε να κτίση εκεί μεγαλόπρεπη Εκκλησία.
Η πρώτη φροντίδα της Αγίας ήτανε να μαζέψει πληροφορίες από τον Επίσκοπο και προ πάντων από τους ντόπιους γέροντες κατοίκους Ιουδαίους, για το μέρος της Σταυρώσεως
και του Τάφου του Κυρίου.


Η εύρεσης του Τιμίου Σταυρού


Τότε παρουσιάσθηκε στην Αγία Ελένη μια Εβραία κόρη. Αυτή υποσχέθηκε, ότι θα δείξει τον τόπον, που είχε ακούσει από τους παλαιοτέρους, ότι είναι ο Σταυρός.
Ζήτησε όμως ασφάλεια ζωής. Διότι ήξερε, ότι θα την σκότωναν οι Εβραίοι, που πάντοτε μισούσαν θανάσιμα τους χριστιανούς. Αφού εξασφαλίστηκε, τότε υπέδειξε έναν Εβραίο,
ονόματι Ιούδα, ο όποιος γνώριζε ακριβώς το μέρος, που βρισκόταν θαμμένος ο Τίμιος Σταυρός. Ο Ιούδας όμως αρνούταν να υπόδειξη τον Άγιο Τόπο, όπου ήταν θαμμένος
ο Τίμιος Σταυρός. Γι’ αυτό χρησιμοποίησαν βία. Τον κατέβασαν σε ένα ξεροπήγαδο και τον άφησαν επτά μέρες νηστικό, χωρίς ψωμίκαι νερό. Την έβδομη όμως δεν άντεξε ο
Εβραίος και φώναξε:
-Βγάλτε με και θα σας δείξω τον τόπον, που σταυρώθηκε ο Χριστός.
Πράγματι ! Οδήγησε την Αγία Ελένη στο Γολγοθά, εκεί ακριβώς, που ήταν ο Τίμιος Σταυρός του Χριστού μας. Πάνω στην τοποθεσία αυτή φύτρωσε ένα φυτό ευωδέστατο,
που από τότε το ονόμασαν, Βασιλικό χόρτο ή Βασιλικός. Πολλές φορές οι Εβραίοι και οι Εθνικοί το ξερίζωναν, αλλά εκείνο ξανά φύτρωνε πιο θαλερό και πιο ευώδες.
Θάνατος από τους Εβραίους περίμενε εκείνον, που θα φανέρωνε αυτά. Η Αγία Ελένη προσευχήθηκε τότε στον Κύριο και αμέσως έγινε σεισμός. Σχίσθηκε εκεί ο τόπος
και από αυτό το βάθος πετάχτηκε ευώδες θυμίαμα. Μόλις είδε το θαύμα ο Ιούδας, επίστεψε και έγινε Χριστιανός.
Παρουσία της Αγίας Ελένης έγινε τότε η ανασκαφή και βρέθηκαν τρεις Σταυροί σ’ ένα μικρό κοίλωμα. Δεν ήξεραν όμως, ποιος από τους τρεις ήταν του Χριστού.
Τη στιγμή εκείνη εκεί κοντά βρίσκονταν μια ετοιμοθάνατος γυναίκα, που έπασχε από χρονιά αρρώστια και έπνεε τα λοίσθια. Ετέθησαν επάνω της οι δύο σταυροί των ληστών,
αλλά τίποτε δεν έκαμαν. Μόλις όμως έβαλαν και τον τρίτον σταυρόν, η γυναίκα που ψυχορραγούσε ανέλαβε δυνάμεις αμέσως κι η αρρώστια έφυγε. Έγινε τελείως, καλά.
Τότε κατάλαβαν, ότι αυτός ήταν ο Τίμιος Σταυρός του Κυρίου. Άλλωστε καθώς αναφέρει κι ο Ευθύμιος Ζυγαβινός κατάλαβαν τον Σταυρόν του Χριστού και από την πινακίδα,
σανίδα, που είχε βάλει ο Πιλάτος στο πάνω μέρος με την τρίγλωσση επιγραφή Ι.Ν.Β.Ι.
Η χαρά της Αγίας Ελένης δεν περιγράφεται. Ευχαριστούσε τώρα τον Θεόν από τα βάθη της καρδιάς της. Το θαύμα το είδαν και πολλοί Εβραίοι και πιστέψανε στο Χριστό.
Κατόπιν αυτών ο Ιούδας βαπτίσθηκε κι ονομάστηκε Κυριάκος.
Η Βασίλισσα τον κάλεσε και του ανέθεσε να βρει τους Ήλους, με τους οποίους καρφώσανε τον Χριστό. Ο Κυριάκος με άλλους χριστιανούς προσευχήθηκαν και αμέσως έλαμψε
ο τόπος, που ήταν τα καρφιά χωμένα. Έσκαψαν και τα βρήκαν.
Η συγκίνηση της Αγίας Ελένης κορυφώνεται με το χτίσιμο του Ναού της Αναστάσεως στο Γολγοθά. Έκτισε επίσης τον Ναό της Γεννήσεως στο Σπήλαιον της Βηθλεέμ,
τον Ναό του όρους των Ελαιών και άλλους. Έμεινε ένα χρόνο περίπου στην άγια Πόλη, παρακολουθώντας την ανέγερση των Ναών αυτών με τις αυτοκρατορικές δαπάνες.
Όταν επρόκειτο η μακαρία Ελένη να επιστρέψει εις την Κωνσταντινούπολη, διέταξε κι έκοψαν με πριόνι τον Τίμιο Σταυρό από πάνω έως κάτω. Έτσι έγιναν δύο Σταυροί, με ολιγότερο πάχος.
Τον ένα τον άφησε στα Ιεροσόλυμα και τον άλλον τον πήρε μαζί της στην Κωνσταντινούπολη Επίσης πήρε και τους Ήλους διά τα επίσημα εγκαίνια της Πόλεως, που έγιναν το 330 μ.Χ.
Επιστρέφοντας η Αγία Ελένη, πέρασε και από την Κύπρο, έχοντας μαζί της τον Τίμιο Σταυρό. Ο Σταυρός όμως, χάθηκε από κοντά τηςκαι πήγε σε ένα βουνό,
που από τότε το ονόμασαν Σταυροβούνιο. Από εκεί ψηλά έλαμπε, με ένα γλυκό φως παντού.
Τότε η Αγία Ελένη μετέβη εκεί, έκανε ένα άλλο ξύλινο Σταυρόν μεγάλο και επί του οποίου έβαλε ένα κομμάτι από τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου. Στη θέση εκείνη κτίσθηκε
Μοναστήρι.
Είναι η Ιερά Μονή Σταυροβουνίου.
Το 327 ο υιός της Μ. Κωνσταντίνος δέχθηκε την επιστροφή της Μητέρας του Ελένης με συγκινητικότατα δείγματα στοργής καιευλάβειας. Βγήκε εις προϋπάντηση της
και έπεσε κάτω και προσκύνησε με χαρά το Τίμιο Ξύλο. Παρέδωσε δε στον Πατριάρχη Μακάριο το Τίμιο Ξύλο και την θήκη, που περιείχε τους Ήλους, διά να τα προσκυνούν
οι πιστοί.
Από τους τέσσαρις όμως Ήλους τους δύο τους τοποθέτησαν στο βασιλικό Στέμμα. Ο Κωνσταντίνος πάντοτε έφερε μαζί του στην περικεφαλαία τον τύπον του Τιμίου Σταυρού.
Αργότερα ένα τμήμα του Τιμίου Σταυρού το έφερε στη Ρώμη ο Κωνσταντίνος. Εκεί έκτισε Ναό.
Σήμερον το μεγαλύτερο τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού ευρίσκεται εις το Άγιο Όρος, στη Μονή του Ξηροποτάμου. Το 1969 το μετέφεραν εις τας Αθήνας και το προσκύνησαν τα
πλήθη του λαού.


Κομμάτι από το Τίμιο Σταυρό


Η κοίμησης της Αγίας Ελένης
Η κούραση όμως, οι φροντίδες και οι ταλαιπωρίες του μακρινού ταξιδίου κλόνισαν την υγεία της και υπέκυψε. Γι αυτό τον άλλον χρόνο, εκοιμήθει και εισήλθε πλήρης ημερών
η Αγία Ελένη στα αθάνατα σκηνώματα, εις ηλικία 80 - 81 ετών. Απέθανε πιθανότατα στη Νικομήδεια κοντά στον αγαπημένο της γιό τον Μ. Κωνσταντίνο. Εκηδεύθει δε βασιλικά,
όπως τις άξιζε.
Αργότερα τα οστά της μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κι ετάφησαν στο Ναό των Αγίων Αποστόλων, που τον άρχισε ο Μ. Κωνσταντίνος και τελείωσε ο γιός του
Κωνστάντιος. Εκεί συγκέντρωσαν όλα τα Αγία λείψανα των Αγίων Αποστόλων. Ήταν και αυτή Ισαπόστολος.
Η Εκκλησία μας την συνεορτάζει με το παιδί της, τον Άγιο Κωνσταντίνο, την 21ην Μαΐου. Και οι Αγιογράφοι την εικονίζουν πάντοτε μαζί. Την ονόμασαν δε η Εκκλησία
Ισαπόστολων. Και πράγματι ήταν.
1ον Διότι ότι έκαμε ο Μέγας Κωνσταντίνος διά τον χριστιανισμό, οφείλεται στην Αγία Ελένη. Η προς τους Χριστιανούς συμπεριφορά του Κωνσταντίνου, η οποία τόσον
ευεργετικά αποτελέσματα είχε για την Εκκλησία, προπαρασκευάσθηκε με τη διαπαιδαγώγηση, που του έδωσε η μητέρα του Ελένη.
2ον Διότι η ίδια ήταν Αγία. Έζησε ζωή αγιασμένη. Δεν επηρεάστηκε από τις τιμές.
Αυτή έβαλε σκοπό, πώς να σώσει την ψυχή της, να αρέσει στο Θεό και να μπει στον Παράδεισο. Και το πέτυχε.
Αλλά και η ίδια προήγαγε τα έργα της Χριστιανικής ευσεβείας και φιλανθρωπίας. Με το παράδειγμά της και τα έργα της τράβηξε πολύν κόσμο στην πίστη του Χριστού.
Εκμεταλλεύτηκε την αγάπη του γιού της και ίδρυσε τους μεγαλοπρεπείς Ναούς της Χριστιανοσύνης, μέσα στους οποίους προσκυνούνκαι λατρεύουν οι πιστοί τον Θεό μέχρι
σήμερα.



Πηγή: Από το βιβλίο «Οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη»



Στίχος


Ὡς κοινόν εἶχον γής βασιλεῖς τό στέφος, Ἔχουσι κοινόν καί τό τοῦ Πόλου στέφος, Ξύνθανε μητέρι εἰκάδι πρώτη Κωνσταντῖνος.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος


Τοῦ Σταυροῦ σου τόν τύπον ἐν οὐρανῶ θεασάμενος καί ὡς ὁ Παῦλος τήν κλῆσιν, οὐκ ἐξ ἄνθρωπων δεξάμενος, ὁ ἐν βασιλεύσιν Ἀπόστολός Σου Κύριε βασιλεύουσαν
Πόλιν τή χειρί σου παρέθετο. Ἤν περίζωσε διά παντός ἐν εἰρήνη, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.





Ἕτερον. Ἦχος γ΄. Θείας Πίστης

Πρῶτος πέφηνας ἐν βασιλεύσι, Θεῖον ἔδρασμα, εὐσεβείας, ἀπ’ οὐρανοῦ δεδεγμένος τό χάρισμα, ὅθεν Χριστοῦ τόν Σταυρόν ἐφανέρωσας, καί τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν
ἐφήπλωσας. Κωνσταντῖνε Ἰσαπόστολε, σύν μητρί Ἑλένη τή θεοφρονι, πρεσβεύσατε ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.


Κοντάκιον Ἦχος δ΄ Ἐπεφάνης σήμερον

Κωνσταντῖνος σήμερον, σύν τή μητρί τή Ἑλένη, τόν Σταυρόν ἐμφαίνουσι, τό πανσεβάσμιον ξύλον, πάντων μέν, τῶν Ἰουδαίων αἰσχύνην ὄντα, ὅπλον δέ, πιστῶν ἀνάκτων
κατ’ ἐναντίων, δί’ ἠμᾶς γάρ ἀνεδείχθη, σημεῖον μέγα, καί ἐν πολέμοις φρικτόν.


Μεγαλυνάρια

Τούς τῆς εὐσεβείας Θείους πυρσούς, καί τῶν Ἀποστόλων θιασώτας καί μιμητᾶς, σύν Κωνσταντίνω, Ἑλένην τήν Ἁγίαν, ὡς βασιλέων δόξαν, ἀνευφημήσωμεν.
Τόν τῆς εὐσεβείας θεῖον πυρσόν καί τῆς Ἐκκλησίας τόν ἀκήρατον στολισμόν, τήν ἄσειστον βάσιν, τῆς ἀληθοῦς Λατρείας τόν Μέγαν Κωνσταντῖνο, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Τόν ἐγκεκρυμμένον ἐπί τῆς γής, οὐρανός δί’ ἄστρων, ἐκδηλοί σοί θεῖον Σταυρόν, ὄν Ἑλένη μήτηρ, εὑροῦσα Κωνσταντῖνε, πιστῶν ἐδράζει Κράτος, καί μέγα τρόπαιον.



Συνεχίζει απτόητος ο Πατριάρχης την εμπέδωση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού

Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)


Έρχεται ο Κύριος σε μια πόλη της Σαμάρειας που λέγεται Σιχάρ. (Σαμάρεια ονομάσθηκε η πόλη που έκτισε το 880 π.Χ. ο βασιλιάς του Ισραήλ, Αμβρί, έπειτα το όρος Σομόρ που ήταν η ακρόπολή της και τέλος όλο το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, που καταλύθηκε από τους Ασσυρίους το 721 π.Χ. και ο ηγεμόνας τους εγκατέστησε εκεί εθνικούς από πολλά μέρη).


Εκεί ήταν η πηγή του Ιακώβ, το πηγάδι που εκείνος είχε ανοίξει. Κουρασμένος ο Κύριος από την οδοιπορία κάθισε μόνος του δίπλα από το πηγάδι και κάτω αφελώς, γιατί οι μαθητές του πήγαν να αγοράσουν τροφές. Έρχεται εκεί μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να πάρει νερό και ο Κύριος διψώντας ως άνθρωπος, της ζήτησε νερό.


Αυτή αντελήφθηκε από την εμφάνισή του ότι ήταν Ιουδαίος και θαύμασε πως ένας Ιουδαίος ζητά νερό από την εθνική Σαμαρείτιδα. Αν γνώριζες, της είπε, τη δωρεά του Θεού, ποιός είναι αυτός που σου ζητά να πιεί νερό, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε ζωντανό νερό.


 Ο Κύριος επιβεβαίωσε ότι αν γνώριζε θα γινόταν μέτοχος πραγματικά ζωντανού νερού, όπως έπραξε και απόλαυσε αργότερα όταν το έμαθε, ενώ το συνέδριο των Ιουδαίων που έμαθαν σαφώς, έπειτα εσταύρωσαν τον Κύριο της δόξης. Δωρεά του Θεού είναι, επειδή θεωρεί αγαπητούς όλους ακόμα και τους μισητούς από του Ιουδαίους εθνικούς και προσφέρει τον εαυτό του και καθιστά τους πιστούς σκεύη δεκτικά της Θεότητός του.


Η Σαμαρείτιδα δεν κατάλαβε το μεγαλείο του ζωντανού νερού, απορεί που θα βρεί νερό χωρίς κουβά σε ένα βαθύ πηγάδι. Έπειτα επιχειρεί να τον συγκρίνει με τον Ιακώβ, που τον αποκαλεί πατέρα, εξυμνώντας το γένος από το τόπο και εξαίρει το νερό με τη σκέψη ότι δεν μπορεί να βρεθεί καλύτερο. Όταν όμως άκουσε ότι το «νερό που θα σου δώσω» θα γίνει πηγή που τρέχει προς αιώνια ζωή, άφησε λόγο ψυχής που ποθεί και οδηγείται προς τη πίστη και ζήτησε να το λάβει για να μη ξαναδιψήσει. Ο Κύριος θέλοντας να αποκαλύπτεται λίγο λίγο, της λέγει να φωνάξει τον άνδρα της, γνωρίζοντάς της πόσους άνδρες είχε και αυτόν που έχει τώρα δεν είναι δικός της. Εκείνη όμως δεν στενοχωρείται από τον έλεγχο, αλλά αμέσως καταλαβαίνει ότι ο Κύριος είναι προφήτης και του ζητά εξηγήσεις σε ψηλά ζητήματα.


Βλέπετε πόση είναι η μακροθυμία και η φιλομάθεια αυτής της γυναίκας; Πόση συλλογή και γνώση είχε στη διάνοιά της, πόση γνώση της θεόπνευστης Γραφής; Και αμέσως τον ρωτά που πρέπει να λατρεύεται σωστά ο Θεός, εδώ σ' αυτό το τόπο ή στα Ιεροσόλυμα; Και τότε παίρνει τη απάντηση, ότι έρχεται η ώρα οπότε ούτε στο όρος αυτό ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνήτε τον Πατέρα. Της γνωρίζει μάλιστα ότι η σωτηρία είναι από τους Ιουδαίους, δεν είπε θα είναι, στο μέλλον, γιατί ήταν αυτός ο ίδιος. Έρχεται ώρα και είναι τώρα που οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνούν το Πατέρα κατα Πνεύμα και αλήθεια.


Γιατί ο ύψιστος και προσκυνητός Πατέρας, είναι Πατέρας αυτοαληθείας, δηλαδή του μονογενούς Υιού και έχει Πνεύμα αληθείας, το Πνεύμα το άγιο και αυτοί που τον προσκυνούν, το πράττουν έτσι διότι ενεργούνται δι' αυτών. Ο Κύριος απομακρύνει κάθε σωματική έννοια τόπο και προσκύνηση, λέγοντας: «Πνεύμα ο Θεός και αυτοί που τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν κατα Πνεύμα και αλήθεια». Ως πνεύμα που είναι ο Θεός είναι ασώματος, το δε ασώματο δεν ευρίσκεται σε τόπο ούτε περιγράφεται με τοπικά όρια. Ως ασώματος ο Θεός δεν είναι πουθενά, ως Θεός δε είναι παντού, ως συνέχων και περιέχων το πάν.


Παντού είναι ο Θεός όχι μόνο εδώ στη γη αλλά και υπεράνω της γης, Πατήρ ασώματος και κατά τον χρόνο και σε τόπο αόριστος.


Βέβαια και η ψυχή και ο άγγελος είναι ασώματα, δεν είναι όμως σε τόπο, αλλά δεν είναι και παντού, γιατί δεν συνέχουν το σύμπαν αλλά αυτά έχουν ανάγκη του συνέχοντος.


Η Σαμαρείτιδα καθώς άκουσε από το Χριστό αυτά τα εξαίσια και θεοπρεπή λόγια, αναπτερωμένη, μνημονεύει τον προσδοκώμενο και ποθούμενο Μεσσία, τον λεγόμενο Χριστό που όταν έρθει θα μας τα διδάξει όλα. Βλέπετε πως ήταν ετοιμότατη για την πίστη; Από που θα γνώριζε τούτο, αν δεν είχε μελετήσει τα προφητικά βιβλία με πολλή σύνεση; Έτσι προλαβαίνει περί του Χριστού ότι θα διδάξει όλη την αλήθεια. Μόλις την είδε ο Κύριος τόσο θερμή της λέγει απροκάλυπτα: Εγώ είμαι ο Χριστός, που σου μιλώ. Εκείνη γίνεται αμέσως εκλεκτή ευαγγελίστρια και αφήνοντας τη υδρία και το σπίτι της τρέχει και παρασύρει όλους τους Σαμαρείτες πρός το Χριστό και αργότερα με τον υπόλοιπο φωτοειδή βίο της (ως Αγία Φωτεινή) σφραγίζει με το μαρτύριο την αγάπη της προς τον Κύριο.


(Απόσπασμα ομιλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά)


Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος (Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου)




Σήμερα ὁ Χριστὸς διαλαλεῖ σὲ μᾶς τοὺς ἄθλους τῆς Σαμαρείτιδος καὶ πρέπει τὸ φτωχὸ πλοιάριο τοῦ λόγου μου νὰ διαπλεύση τὸ πέλαγος τῶν κατορθωμάτων της. Βλέπω τὴν πίστη της καὶ θέλω νὰ φτιάξω τὸ ἐγκώμιό της καὶ μαζί σας νὰ ἐπαινέσω τὴν φτωχιὰ καὶ τὴν πλούσια, τὴν πόρνη καὶ τὴν ἀπόστολο, τὴν ἄσωτη καὶ τὴν πιστή, τὴν πολύγαμο καὶ πολυδύναμη, αὐτὴ ποὺ πολλοὺς ἐμόλυνε καὶ ποὺ τὸν μονογενῆ γιὸ τοῦ Θεοῦ ὑπηρέτησε. Αὐτὴ ποὺ μολύνθηκε καὶ καθαρίστηκε, ποὺ δίψασε κι ἐπιθύμησε νερὸ ζωντανό, καὶ κληρονόμησε τὰ νάματα τῆς χάρης τοὐρανοῦ.

Τί λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ποὺ βροντερὰ φανέρωσε τὰ ἄρρητα μυστήρια; Φτάνει ὁ Ἰησοῦς σὲ μιὰ πόλη τῆς Σαμαρείας, ποὺ λέγεται Συχάρ, καὶ στὸ μέρος ποὺ ὁ Ἰακώβ ἔδωσε στὸ γιό του τὸν Ἰωσήφ. Ἦταν ἐκεῖ τὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, κουρασμένος λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε πάνω στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ. Ἦταν ἡ ἕκτη ὥρα περίπου. Ἦρθε μιὰ γυναῖκα ἀπ’ τὴ Σαμάρεια νὰ βγάλη νερό. Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, δός μου νὰ πιῶ. Οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα. Κουρασμένος ὁ Ἰησοῦς.

Τί λέει λοιπὸν ὁ Ἡσαΐας ὁ προφήτης; Ὁ Θεὸς, ὁ μέγας δὲν θὰ πεινάση, οὔτε θὰ διψάση  οὔτε θὰ κοπιάση. Οὔτε τὸ βάθος τῆς σοφίας του θὰ βρεθῆ. Ἀλλὰ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος γράφει γι’ αὐτὸν στὸ εὐαγγέλιό του: Κι ἀφοῦ νήστεψε σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες ἔπειτα ἐπείνασε. Ἔτσι κι ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅπως ἄκουσες πρὶν ἀπὸ λίγο λέει.  Κουρασμένος ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ.

Ἦταν ἡ ἕκτη ὥρα τῆς ἡμέρας. Ὁ ἕνας λέει ὅτι ἐπείνασε, ὁ ἄλλος ὅτι ἐκοπίασε κι ὁ προφήτης Ἡσαΐας ἐμπνευσμένος  ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα δηλώνει ὅτι ὁ Θεὸς ὁ μέγας οὔτε θὰ πείναση, οὔτε θὰ διψάση, οὔτε θὰ κοπιάση. Οὔτε θὰ βρεθῆ τὸ βάθος τῆς σοφίας του. Πῶς θὰ γίνη δυνατὸ νὰ διασωθῆ ἡ ὁμοφωνία τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῆς προφητείας; Ἐπειδὴ ἡ οἰκονομία τοῦ μεγάλου Θεοῦ οἰκονομήσε γιὰ τὸ Σωτῆρα μας ἕνα διπλὸ καὶ παράδοξο συνδυασμὸ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου κατὰ τὴν εὐχαρίστηση καὶ τὸ θέλημά του, γι’ αὐτὸ ὁ προφήτης ἐξαγγέλλει τὴ δύναμη καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητας, ἐνῷ οἱ ἀπόστολοι καὶ εὐαγγελιστές δείχνουν ἀληθινὴ τὴν οἰκονομία τοῦ σώματος.  Κουρασμένος λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία καθόταν ἔτσι πάνω στὸ πηγάδι. 

Ἦταν περίπου ἕκτη ὥρα. Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια νὰ ἀντλήση νερὸ καὶ ὁ Ἰησοῦς τῆς λέει·  δῶσε μου νὰ πιῶ. Οἱ μαθηταὶ του εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα καὶ ἡ Σαμαρείτισσα τοῦ εἶπε· Πῶς ἐσὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητεῖς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα ποὺ εἶμαι Σαμαρείτισσα;

Εἶναι ἀνάγκη, ἀγαπητοὶ, νὰ ἐξετάσωμε γιατὶ ὥρισε καὶ τὸν τόπο καὶ τὴν ὥρα καὶ τὴν ἀπουσία τῶν μαθητῶν. Τὸν τόπο, κάθισε κοντὰ στὸ πηγάδι· τὴν ὥρα, ἦταν περίπου ἡ ἕκτη ὥρα·  τὴν ἀπουσία τῶν μαθητῶν, οἱ μαθηταὶ του εἶχαν πάει στὴν πόλη γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Γιὰ ποιὸν λόγο ἀνάφερε τὸν τόπο; Ἐπειδὴ ὑπῆρχε πνευματικὸ θήραμα πῆγε στὸ μέρος αὐτό, γιὰ νὰ τὸ συλλάβη. Δὲν βλέπεις τὶ κάνουν οἱ ψαράδες; Δὲν ἀνεβοκατεβαίνουν σὲ κάθε μεριὰ τῆς θάλασσας ἀλλὰ σ’ ὥρισμένο μέρος ποὺ ξέρουν ὅτι ὑπάρχουν ψάρια.  Γιατὶ αὐτὰ πηγαίνουν περισσότερο σὲ ὡρισμένα σημεία.

Ἔτσι κι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς, ὁ μέγας Θεὸς τῆς προφητείας, σὰν Θεὸς ἐγνώριζε, ὅτι ἐκεῖ μποροῦσε νὰ πιάση τὸ θήραμά του, τὴ Σαμαρείτισσα. Σὰν τοὺς ψαράδες ποὺ διαλέγουν τὸν τόπο καὶ ψαρεύουν ἔτσι κι ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸ μέρος ὅπου μποροῦσε νὰ συλλάβη τὴ Σαμαρείτισσα καὶ χρησιμοποιῶνας αὐτὴ νὰ ἐπιτύχη πλούσιο ψάρεμα ἀπὸ ἀνθρώπους.  Γι’ αὐτὸ ἀνέφερε τὸν τόπο.  Γιατὶ ὅμως ἀνέφερε καὶ τὴν ὥρα; κουρασμένος ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε ἔτσι στὰ χείλη τοῦ πηγαδιοῦ.

Ἦταν ἡ ἕκτη ὥρα περίπου. Ἄκουσε λοιπόν, ἀγαπητέ, καὶ γιὰ τὴν ὥρα. Μιὰ φτωχιὰ ἦταν ἡ Σαμαρείτισσα, ποὺ ζοῦσε ἀπὸ τὴ δουλειὰ τῶν χεριῶν της.  Φτωχιά μὲ λίγους οἰκονομικοὺς πόρους, ὄχι ὄμως καὶ στὴν εὐσέβεια τῆς ψυχῆς. Ξυπνοῦσε λοιπὸν καὶ καταγινόταν μὲ τὸν ἀργαλειὸ γιὰ νὰ κερδίση τὴν ζωή της. Ἀλλὰ τὴν ἕκτη ὥρα ποὺ ὅλοι ξεκουράζοταν τότε ἐκείνη ἔπαιρνε τὴ στάμνα της καὶ τὴ γέμιζε. Ἤξερε λοιπὸν ὁ παντογνώστης Κύριος ὅτι τὴν ὥρα  ποὺ οἱ ἄλλοι ξεκουράζοταν ἐκείνη ἦταν ἀπασχολημένη μὲ τὸ κουβάλημα τοῦ νεροῦ. Καὶ γι’ αὐτὸ τὴν ἕκτη ὥρα πῆγε ὁ Κύριος, τότε ποὺ ἤξερε ὅτι ἐρχόταν γιὰ νερὸ καὶ μποροῦσε νὰ συλλάβη αὐτὸ τὸ πνευματικὸ θήραμα.

Καὶ γιὰ ποιό λόγο ὁ Κύριος ἀπομάκρυνε τοὺς μαθητάς του; Τὸ Εὐαγγέλιο λέγει ὅτι οἱ μαθηταὶ του εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα. Ἡ γυναῖκα ἦταν φτωχιά καὶ ἀξιολύπητη, ὅπως προηγουμένως εἴπαμε καὶ δὲν θὰ εἶχε τὸ θάρρος ν’ ἀντικρύση τόσους πολλούς, ποὺ τριγύριζαν τὸν Ἰησοῦ. Κι ἄν ἔβλεπε τὸ ἀξίωμα τοῦ δασκάλου, τοὺς μαθητὰς γύρω-γύρω, τὸν δάσκαλο, τοὺς διδασκομένους, τὸν κόσμο, τὴν τάξη, τὸ ἀξίωμα, τὸ ντύσιμο, τὴν ἐπισημότητα θὰ ἔφευγε ἀμέσως καὶ θὰ χανόταν τὸ θήραμα. Δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ πλησιάση καὶ τὸ ψάρι δὲν θὰ μπλεκόταν στὰ δίχτυα, δὲ θὰ πιανόταν, θὰ ξέφευγε.

Γι’ αὐτὸ ἔστειλε τοὺς μαθητὰς στὴν πόλη.  Τοὺς εἶπε, πᾶτε κι ἀγοράσετε τροφές.  Σεῖς πᾶτε ν’ ἀγοράσετε. Ἐγὼ ἔχω ἄλλο φαγητό.  Δική μου τροφὴ εἶναι νὰ κάνω τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε καὶ νὰ ὁλοκληρώσω τὸ ἔργο του. Σεῖς τὰ σαρκικά, ἐγὼ τὰ πνευματικά·  σεῖς ἀγοράσετε, ἐγὼ σᾶς ἀπελευθέρωσα ἀγοράζοντάς σας.

Ὁ Χριστὸς σᾶς ἐλευθέρωσε ἀγοραζοντάς σας ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου, ἀφοῦ ἔγινε γιὰ σᾶς κατάρα, λέγει «τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς», ὁ Παῦλος.  Μὲ τὸ νερὸ θέλω νὰ συλλάβω αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ἁλίευμα. Ἔμαθες γιατὶ ἀναφέρεται καὶ ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα καὶ ἀπουσία τῶν μαθητῶν. Ἀνάγκη τώρα νὰ μιλήσωμε γιὰ τοῦτα.

Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια νὰ βγάλη νερό. Ἔρχεται ἡ Σαμαρείτισσα τὴν ἕκτη ὥρα ν’ ἀντλήση νερό, ἀφοῦ σταμάτησε τὸ ὑφάδι της, γιὰ νὰ πάρη νερὸ τὴν ὥρα τῆς ξεκούρασης καὶ ὅπως πολλὲς φορὲς ἀνάφερα τὴν ἕκτη ὥρα. Τοῦτο γιατὶ καὶ ὅταν ἡ Εὔα πάτησε τὴν ἐντολὴ ἦταν ὥρα ἕκτη περίπου. Γι αὐτὸ καὶ Σαμαρείτισσα σώθηκε στὸ πηγάδι αὐτὴν τὴν ἕκτη ὥρα. Ἦρθε ἡ  Σαμαρείτισσα ν’ ἀντλήση νερὸ καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ σὰν κάποιο ξένο καὶ μόνο, σὰν ὁδοιπόρο ποὺ ἤθελε ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸν κάματο, καθισμένο κοντὰ στὸ πηγάδι. Εἶδε ἕναν περιφρονημένο ἄνθρωπο καὶ δὲν τὸν λογάριασε καθόλου. Αὐτὸς ὅμως ὁ Θεός, ποὺ ὄλα τὰ γνωρίζει πρὶν δημιουργηθοῦν, ἀφοῦ εἶδε τὸν θησαυρὸ τῆς πίστης ποὺ ἔκρυβε ἡ γυναῖκα τῆς εἶπε «δῶσε μου νὰ πιῶ».

Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, καθισμένος κοντὰ στὸ πηγάδι ζητᾶ νὰ πιῆ μὴ θέλοντας νὰ πιῆ ἀλλὰ νὰ δώση. Δῶσε μου νὰ πιῶ, γιὰ νὰ σοῦ δώσω νὰ πιῆς νερὸ ἀφθαρσίας. Γιατὶ ἐγὼ διψῶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.  Διψῶ ὄχι γιὰ νὰ πιῶ ἀλλὰ γιὰ νὰ ποτίσω. Μιμήθηκα τὸν πατέρα μου·  λέει ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ.  Δῶσέ μου τὸ γιό σου, πρόσφερέ μου  τὸν Ἰσαάκ, τὸ γιό σου τὸν ἀγαπητό, τὸ μονάκριβο.  Κάνε μου τον ὁλοκαύτωμα στὸ βουνὸ ποὺ θὰ σοῦ δείξω. Δὲν τὸ εἶπε αὐτό, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ πάρη τὸ παιδὶ ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ χαρίση τὸ δικὸ του στὴν οἰκουμένη.

Γράφει ὁ γιὸς τῆς βροντῆς ὁ θεσπέσιος Ἰωάννης: Τόσον ἀγάπησε τὸν κόσμο ὁ Θεός, ὥστε ἔδωσε τὸ μονάκριβό του γιὸ γιὰ νὰ μὴ χαθῆ ὅποιος πιστέψη σ’ αὐτὸν παρὰ νὰ ζήση αἰώνια. Δῶσε μου τὸ μονογενῆ σου γιὰ νὰ χαρίσω στὸν κόσμο τὸν ἀληθινὸ Μονογενῆ. Θυσίασε τὸ γιό σου, ὄχι γιὰ νὰ τὸν θυσιάσης ἀλλὰ γιὰ νὰ θυσιάσω τὸ γιό μου τὸν Μονογενῆ γιὰ σωτηρία τοῦ κόσμου, σὲ μιὰ θυσία ζωντανή, καλόδεχτη, ἅγια. Ὅμοια κι ἐδῶ·  δῶσε μου νὰ πιῶ, ὄχι γιὰ νὰ πιῶ ἀλλὰ νὰ ποτίσω.

Καὶ τοῦ λέει ἡ γυναῖκα·  πῶς σὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῆς  ἀπὸ μένα τὴ Σαμαρείτισσα; Δὲν ὑπάρχουν σχέσεις ἀνάμεσα σὲ Ἰουδαίους καὶ Σαμαρεῖτες. Ἡ γυναῖκα μίλησε μὲ ἀκριβεια. Σ’ αὐτὰ δείχνει τὴν φιλοτιμία της ἡ πόρνη. Σ’ αὐτὰ ἀποδεικνύει τὴν τήρηση τοῦ νόμου. Τέτοιο εἶναι τὸ γένος τῶν Σαμαρειτῶν. Σὲ πορνεῖες μολύνονται καὶ μὲ τὸ νερὸ πιστεύουν  καὶ νομίζουν ὅτι καθαρίζονται. Πῶς σὺ Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα τὴν Σαμαρείτισσα. Δὲν συναναστρέφονται οἱ Ἰουδαῖοι τοὺς Σαμαρεῖτες.  Τὴν ψυχὴ ὁλόκληρη τὴν κάνουν ἕνα στίγμα καὶ θαρροῦν ὅτι καθαρίζουν τὸ σῶμα.

Ἔτσι κι ἡ Σαμαρείτισσα. Τὴν ψυχή της εἶχε βουτηγμένη στὶς πορνεῖες καὶ φιλονικεῖ γιὰ τὴν πόση λίγου νεροῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς δὲν τὴν ἀποστόμωσε, δὲν τῆς εἶπε ἐγὼ εἶμαι Θεὸς ἀπὸ Θεό·  ἐγὼ στερέωσα τὸν οὐρανὸ καὶ θεμελίωσα τὴ γῆ καὶ φιλονικεῖς γιὰ τὸ νερὸ καὶ τὴν πόση του καὶ μάλιστα σύ, γυναῖκα μολυσμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες; Τῆς εἶπε τοῦτο·  Ἄν ἐγνώριζες τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ λέει «δῶσε μου νὰ πιῶ», θὰ γύρευες ἐσὺ ἀπ’ αὐτὸν καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό.

Εἶδες πῶς σιγὰ-σιγὰ τῆς ξεσήκωσε τὴν ἐπιθυμία λέγοντάς της «ἄν ἤξερες τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ και ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ λέγει δῶσε μου νὰ πιῶ, θὰ τοῦ γύρευες ἐσὺ καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό». Κι ἡ γυναῖκα παρατηρεῖ: Κύριε μήτε κουβὰ ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ·  ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις καὶ μάλιστα νερὸ ζωντανό; Μήπως εἶσαι σὺ πιὸ μεγάλος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακώβ, ποὺ μᾶς ἔδωκε αὐτὸ τὸ πηγάδι, ἀπ’ ὅπου ἤπιε καὶ αὐτὸς καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ κοπάδια του; Εἶχε μεγάλη φαντασία ἡ γυναῖκα γιὰ τὸν Πατριάρχη Ἰακώβ (προσέξετε μὲ ἀκρίβεια) εἶχε μεγάλο σεβασμὸ γιὰ τὸν Ἰακώβ ἡ Σαμαρείτισσα κι εἶχε μεγάλη ἰδέα γι’ αὐτὸν τὸν πατριάρχη καὶ δίκαια·  γιατὶ ἦταν ὁ πατέρας τῶν δώδεκα πατριαρχῶν· γιατὶ οἱ δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ κατάγονται ἀπὸ τὸν Ἰακώβ. Ἀκόμα ἐπειδὴ πάλεψε μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀποδείχτηκε δυνατός, ὥστε κι ὁ Θεὸς νὰ τοῦ πῆ· «Ἄφησέ με γιατὶ ἄρχισε νὰ ξημερώνη». Ὁ Θεὸς πάλευε μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἔλεγε. Ἄφησέ με γιατὶ εἶσαι φίλος μου κι ἄρχισε νὰ ξημερώνη.  Κι αὐτὸς τοῦ εἶπε·  δὲν θὰ σὲ ἀφήσω ἄν δὲ μ’ εὐλογήσης.

Τί σημαίνει αὐτὸ καὶ ποιὸ τὸ νόημα τῆς πάλης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο παρὰ ὅτι ἔμελλε νὰ ντυθῆ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ τί τοῦ εἶπε ὁ Θεός; Δὲν θὰ σὲ λένε πιὰ Ἰακώβ ἀλλὰ Ἰσραήλ γιατὶ ἔδειξες δύναμη στὴ πάλη σου μὲ τὸν Θεὸ καὶ θὰ φανῆς δυνατὸς στὴν πάλη σου μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Εἶχε λοιπὸν ἡ γυναίκα μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν πατριάρχη. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε στὸν Κύριο. Μήπως εἶσαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακώβ ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ πηγάδι κι ἤπιε ἀπ’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ κοπάδια του.  Πρόσεξε τώρα τὴ σοφία τοῦ Κυρίου· πρόσεξε τὴν καλωσύνη τοῦ διδασκάλου.

Δὲν τῆς εἶπε «Ναί, ἐγὼ εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα σας Ἰακώβ·  οὔτε τῆς εἶπε, ὅπως εἶπε στοὺς Ἰουδαίους, ἐγὼ ὑπάρχω πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση ὁ Ἀβραὰμ ἤ σᾶς βεβαιώνω ὅτι πολλοὶ βασιλιάδες καὶ δίκαιοι μαζὶ καὶ προφῆτες ἐπιθύμησαν νὰ δοῦν αὐτὰ ποὺ βλέπετε ἐσεῖς καὶ δὲν τὰ εἶδαν. Τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ δὲν λέει στὴν γυναίκα, μόνο διακόπτει τὴν πάλη τὴ σχετικὴ μὲ τὸν πατριάρχη καὶ φανερὰ κάνει τὴ μάχη ἰσχυρότερη. Γιατὶ ἄν τῆς ἔλεγε ναί, εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰακώβ, γιατὶ ἐκεῖνος ἀπὸ μένα δέχτηκε τὴν εὐλογία κι ἐγὼ τοῦ τὴν ἔδωσα ἀμέσως ἐκείνη μπορεῖ νὰ ἔπαιρνε δρόμο καθὼς δὲν θὰ μποροῦσε ν’ ἀντικρύση τέτοιο ὕψος ἀποκαλύψεων.

Τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν τῆς εἶπε, ἀλλὰ μὲ τὰ φαινόμενα κάνει τὸ πρᾶγμα σαφὲς καὶ ἀκαταμάχητο. Τῆς εἶπε καθένας ποὺ πίνει ἀπ’ αὐτὸ  τὸ νερὸ θὰ διψάση πάλι·  ὅποιος ὅμως πιῆ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγὼ δὲ θὰ διψάση στὸν αἰῶνα. Ἀλλὰ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, θὰ γίνη μέσα του πηγὴ νεροῦ ποὺ σκιρτᾶ πρὸς τὴν ἀθανασία. Ἀναφέρθηκαν τὰ πρόσωπα τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ἄφησε τὴν πάλη γιὰ τὰ πρόσωπα καὶ στρέφεται στὴν πάλη ἀνάμεσα στὰ φαινόμενα νερὰ καὶ στ’ ἀφανῆ χαρίσματα.

Ἄν ἔλεγε «ναί, εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰακώβ», ἀμέσως ἐκείνη θὰ ἔφευγε καὶ θὰ πήγαινε στὴν πόλη, θὰ ξεγλυστροῦσε πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπάντηση καὶ πρὶν μιλήση θὰ ἔφτανε στὴν πόλη λέγοντας·  τοῦτος δὲν εἶναι στὰ καλά του, εἶναι δαιμονισμένος, ἕνας τρελλός, εἶναι ἕνας ξένος ποὺ τὸν χτύπησε φρενίτης, εἶν’ ἕνας καταφρονεμένος, ἰσχυρίζεται πῶς εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας, πιὸ πολὺ ἀπὸ ἐκεῖνον πολὺ ἔγινε πατέρας τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ πῆρε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀποδήμησε φτωχὸς καὶ γύρισε πλούσιος ἀπὸ οἰκονομία Θεοῦ.

Ἀλλὰ κατέβαινε στὸ ἐπίπεδο τῆς γυναίκας ὁ Χριστὸς καὶ ὑποχωροῦσε στὴν ἀδυναμία τῆς γυναίκας γιὰ νὰ τὴν ἀνεβάση λίγο-λίγο στὸ ὕψος τῶν δυνατῶν.

Ἄκουσε προσεκτικὰ τί κάνουν οἱ ψαράδες. Ρίχουν τὸ ἀγκίστρι στὴ θάλασσα κι ὅταν ἀντιληφθοῦν ὅτι πιάστηκε ψάρι, δὲν τὸ τραβοῦν πρὸς τὰ πάνω ἀμέσως, ἀλλὰ ὑποχωροῦν στὴν ἀρχὴ γιὰ νὰ καταπιῆ ὁλότελα κι ἀνυποψίαστα τὸ δόλωμα. Κι ὅταν καταλάβουν ὅτι ἔχει δεχθῆ τὸ ἀγκίστρι στὰ σπλάχνα μέσα καὶ στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τότε μὲ δύναμη τραβοῦν πρὸς τὰ πάνω τὸ ψάρι αὐτοὶ ποὺ πρῶτα ἦσαν ὑποχωρητικοί. Τό ἴδιο ἔκαμε καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν γυναῖκα.

Δὲν φανέρωσε σ’ αὐτὴν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ὀμορφιὰ τῆς θεότητος οὔτε τῆς ἔδωσε ὑποσχέσεις γιὰ μεγάλα ἀγαθά, οὔτε τῆς ἀνακοίνωσε ὅτι ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔπλασε τὸν Ἰακώβ. Ἀλλὰ ἄναψε τὴν ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς της, λέγοντάς της: καθένας ποὺ πίνει ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερό, θὰ διψάση πάλι· ὅποιος ὅμως πιῆ ἀπ’ τὸ νερὸ ποὺ θὰ δώσω ἐγὼ δὲ θὰ διψάση στὸν αἰῶνα. Ἀλλὰ τὸ δικό μου νερὸ θὰ γίνη πηγὴ ποὺ σκιρτᾶ πρὸς τὴν ἀθανασία. Ἄφησε τὴν πάλη τῶν προσώπων καὶ ἦρθε στὴν ἀφθονία τῶν χαρισμάτων ἤ μᾶλλον δείχνει τὴν ὑπεροχὴ τους μέσα στὰ ἴδια τὰ πράγματα. Κι ἡ γυναίκα τοῦ λέει: Κύριε, δῶσε μου αὐτὸ τὸ νερό, νὰ μὴ διψῶ, οὔτε νὰ ἔρχωμαι νὰ βγάζω ἀπὸ τὸ πήγαδι.

Εἶδες πῶς ἀμέσως ἐπίστεψε πώς τὸ νερὸ ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς δὲν ἐπιτρέπει τὴ  γέννηση τῆς δίψας; Κύριε, δῶσε μου αὐτὸ τὸ νερὸ νὰ μὴ διψῶ οὔτε νὰ ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ βγάζω ἀπ’ τὸ πηγάδι.  Τῆς  ξύπνησε λίγο-λίγο τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὰ πνευματικὰ νάματα. Πίστεψε πώς ἦταν νερὸ ποὺ τὸ ἔπινες καὶ δὲν ξαναδιψοῦσες.  Ποὺ τὸ ἔπινες καὶ ἐξαφανιζόταν τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτημάτων.  Δῶσε μου Κύριε τὸ νερό, νὰ μὴ διψῶ καὶ νὰ μὴν ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ τὸ βγάζω ἀπὸ τὸ πηγάδι.  Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Ἄν ἔχης σύντροφο τῆς ζωῆς σου, ἄς γίνη καὶ στὴν πίστη σου σύντροφος. Μὴν παίρνης μόνη σου τὴ δωρεὰ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων.

Πήγαινε καὶ φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Γι αὐτὸ ἦρθα στὴ γῆ, ὄχι γιὰ νὰ σώσω μόνο τὴν Εὔα στὸ πρόσωπο τῆς ἀειπάρθενης Μαρίας καὶ Θεοτόκου ἀλλὰ γιὰ νὰ ξανακαλέσω καὶ τὸν ἄνδρα πίσω στὸ παράδεισο μὲ τὸ πάθος μου.  Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα.

Κι ὁ Παῦλος ὀ δάσκαλος τῆς οἰκουμένης μὲ τὴν ἴδια σκέψη γράφοντας στοὺς Κορινθίους ἔλεγε. «Ποῦ ξέρεις γυναῖκα ἄν δὲ σώσης  τὸν ἄνδρα σου». Ἄς γυρίσουμε σ’  αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν.  Πήγαινε φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Τότε λέει ἡ γυναίκα: Δὲν ἔχω ἄνδρα. Ἄρχισε ἡ γυναίκα νὰ ξεσκεπάζη τὶς ἁμαρτίες της. Ἄρχισε νὰ ἐξομολογῆται καὶ νὰ λέη δὲν ἔχω ἄνδρα.  Καλὰ εἶπες, τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, δὲν ἔχω ἄνδρα. Εἶχες πέντε καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Αὐτὸ τὸ εἶπες ἀληθινό.

Τί σημαίνει αὐτό; Εἶχες πέντε ἄνδρες κι αὐτὸ ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Ἡ γυναῖκα εἶχε κάμει πέντε συζύγους καὶ πέθαναν· ὕστερ’ ἀπ’  αὐτοὺς ἔγινε πόρνη. Γι’ αὐτὸ κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ τὴν πλησιάση σὰ νόμιμη γυναῖκα. Κι αὐτὴ μὴ μπορῶντας νὰ χαλιναγωγίση τῆς ὁρμές της, εἶχε κρυφὰ αὐτὸν ποὺ πόρνευε μαζί της.  Καὶ δὲν ἦταν γνωστὴ οὔτε ἀναγνωρισμένη πόρνη, συζοῦσε κρυφά μὲ κάποιον. Ἐνόμιζε ὅτι ὁ Χριστὸς, σὰν ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ πλανηθῆ καὶ τοῦ ἔλεγε, ὅτι δὲν ἔχω ἄνδρα. Ὁ Χριστὸς, ποὺ γνωρίζει τὰ κρυφὰ τῆς καρδιᾶς καὶ τὰ πάντα πρὶν ἀκόμη γίνουν, τῆς λέει: Καλὰ εἶπες ὅτι δὲν ἔχω ἄνδρα· ἔλαβες πέντε κι αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι σύζυγός σου. Αὐτὸ τὸ εἶπες ἀληθινά.

Τοῦ λέει ἡ γυναίκα. Κύριε, νομίζω πὼς εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας τελοῦν τὴ λατρεία τους σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι λέτε, ὅτι ὁ τόπος τῆς λατρείας εἶναι τὰ Ἱεροσόλυμα. Ποιὸν προφήτη ἐννοεῖς γυναίκα; Αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς· ὅτι κάποιον προφήτη σὰν κι ἐμένα γιὰ χάρη σας θὰ παρουσιάση ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς σας ἤ κάποιον ἄλλο; Αὐτὸν γυναῖκα ἐννοεῖς ὅτι ξεσκεπάζει τὰ κρυφὰ τῆς καρδιᾶς. Ἀφοῦ εἶδε νὰ γίνεται ἡ ἀποκάλυψη τῶν ἁμαρτημάτων της ἀπὸ τὸν Κύριο, διαπιστώνει· Κύριε νομίζω πὼς εἶσαι προφήτης. Ἦταν τὸ ἴδιο σὰν νἄλεγε τὴ φράση τοῦ Δαυίδ· καθάρισέ με ἀπὸ τὶς μυστικὲς ἁμαρτίες μου.

Καθόταν ὁ Θεὸς καὶ μιλοῦσε μὲ τὴ γυναίκα. Τί πολλὴ φιλανθρωπία.  Αὐτὸς ποὺ κάθεται στὶς ράχες τῶν χερουβείμ συνομιλεῖ μὲ μίαν πόρνη. «Νομίζω πώς εἶσαι προφήτης». Οἱ πατέρες μας ἔκαναν τὴ λατρεία τους σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς ὑποστηρίζετε ὅτι ὁ τόπος τῆς λατρείας εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ πόρνη ἀνοίγει συζήτηση δογματικὴ κι ἀφοῦ νόμισε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι προφήτης δὲν ρώτησε τίποτε βιοτικό. Τὸν παραδέχτηκε σὰν Κύριο καὶ δὲν ζήτησε χρηματικὴ περιουσία. Τὸν παραδέχεται Κύριο καὶ δὲν ζητᾶ τίποτα παραπάνω ἀπὸ τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς προγονικῆς πίστης. Οἱ πατέρες μας προσκυνοῦσαν σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς ὑποστηρίζετε ὅτι ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ προσκυνοῦμε εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα. Γιατὶ στὸ βουνὸ ἐκεῖνο τὸ Σώμωρ, ὁ Ἀβραὰμ πρόσφερε στὸ Θεὸ θυσία τὸ γυιό του καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰακώβ κατεβαίνοντας στὸ Λάβαν ἀπὸ τὴ Συρία εἶδε στ’ ὄνειρό του τὴ σκάλα ποὺ ἔφτανε ἀπὸ τὴ γῆ ὡς τὸν οὐρανὸ καὶ πάλεψε μὲ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε «ὁ Θεὸς μοῦ παρουσιάστηκε στὴ Λούσα».

Γι’ αὐτὸ ἡ γυναίκα καταπιάνεται μὲ δόγματα καὶ λέει: «Νομίζω Κύριε, πὼς εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας προσκύνησαν σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς ὑποστηρίζετε ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ προκυνοῦμε. Κι ὁ Κύριος ἀπαντᾶ μὲ τὴν ἀντάξια σοφία του. Ἐπειδὴ αὐτὴ τὸν θεωροῦσε Ἰουδαῖο κι ἐκείνη ἦταν Σαμαρείτισσα δὲν θέλησε ν’ ἀπαντήση στὴν ἐρώτησή της γιὰ νὰ μὴ διαψεύση  τὸ λόγο καὶ νὰ μὴν πεισμώση τὴ γυναῖκα. Γιατὶ δὲν ἐπιδίωκε τιποτ’ ἄλλο παρὰ ἤθελε νὰ ὁδηγήση τὴ γυναῖκα στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τῆς ἔδωσε κάποια ἀπότομη ἀπάντηση, γιὰ νὰ μὴ διαψεύση καὶ νὰ μὴν ντροπιάση τὴ Σαμαρείτισσα.

Ἄν τῆς ἔλεγε ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος τῆς λατρείας, ὅπως εἶχε ὁρίσει στοὺς Ἱσραηλῖτες ὁ Μωυσῆς, θὰ τὴν ἔκανε νὰ πεισματωθῆ. Ἐπειδὴ ὅπως εἴπαμε, κρατοῦσε μιὰ παλιὰ ἰδέα γιὰ τὸ ὅρος στὰ Σίκιμα, ὅτι σ’ αὐτὸ εἶχε λάβει ὁ Ἀβραάμ ἐντολὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ θυσιάση τὸν Ἰσαάκ.  Κι ἄν πάλι ἀπὸ θέληση συγκαταβάσεως ἔλεγε ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ ὄρος καὶ καλὰ κάμετε σ’ αὐτὸ τὴ λατρεία σας, πάλι θὰ ἦταν ψεύτικη βεβαίωση.

Γι’ αὐτὸ  ἀφοῦ  ἄφησε καὶ τὰ δύο αὐτὰ καθοδηγεῖ τὴ γυναῖκα στὴν πνευματικώτερη λατρεία καὶ τῆς λέει: Γυναῖκα, πίστεψέ με, ὅτι ἔρχεται στιγμὴ καὶ εἶναι καὶ τώρα, ὁπότε οὔτε σ’ αὐτὸ τὸ βουνό, οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα δὲ θὰ προσκυνήσουν τὸ Θεό, ἀλλὰ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ θὰ τοῦ ἀποδώσουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή. Τέτοιους προσκυνητὰς ζητεῖ ὁ Πατέρας. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ οἱ προσκυνηταί του πρέπει νὰ τοῦ ἀποδίδουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή.

Βλέπετε διδασκαλία ἔξοχη, βλέπετε σοφία δασκάλου ἐφευρετικοῦ.  Γυναίκα, πίστεψε τὸ λόγο μου.  Προσέξετε πὼς οἰκοδομεῖ τὴν πίστη τῆς γυναίκας. Προσέξετε πὼς λίγο-λίγο ἀνεβάζει ἀνάλαφρα τὴν φυσή της στὸν οὐρανό. Χωρὶς νὰ λογαριάζη τὴν περιβολὴ τῆς πόρνης, γίνεται διάκονος τῆς ψυχικῆς της σωτηρίας. Γιατὶ δὲν ἦρθε νὰ καλέση σὲ μετάνοια τοὺς δίκαιους ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Γιατὶ κατέβηκε στὸν κόσμο γιὰ τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο, ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς   οὐρανοὺς καὶ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος, μένοντας συνάμα αὐτὸς ποὺ ἦταν, χωρὶς νὰ στερήση τὸν ἑαυτὸ του ἀπὸ τὸν πατρικὸ κόλπο. Γυναίκα, πίστεψέ με, ἔρχεται στιγμὴ καὶ εἶναι καὶ τώρα, ὁπότε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταί, θ’ ἀποδώσουν στὸν πατέρα λατρεία πνευματικὴ κι ἀληθινή. Γιατὶ τέτοιους θέλει ὁ Θεὸς ἐκείνους ποὺ τὸν λατρεύουν. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα κι αὐτοὶ ποὺ τὸν προσκυνοῦν πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή.

Δὲν περιορίζεται σὲ λόγια ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἁπλώνεται παντοῦ ἡ ἐπίγνωση τῆς Θείας Χάρης. Δὲν οἰκειοποιοῦνται πιὰ Ἰουδαῖοι καὶ Σαμαρεῖτες τὸ σύμβολο τοῦ νόμου. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ προσκυνοῦν τὸ Θεὸ πρέπει νὰ προσφέρουν λατρεία πνευματική καὶ ἀληθινή. Ὄχι λατρεία μὲ ὁλοκαυτώματα ξένα ἀπὸ μᾶς, μόσχους καὶ κριάρια. Ὄχι πιὰ περιτομὴ καὶ τήρηση τοῦ Σαββάτου. Ὄχι Ναὸς τοῦ Σολομῶντος καὶ βωμὸς καὶ τράγος ἀποδιοπομπαῖος κι ἅγια τῶν ἁγίων. Ὄχι πιὰ σκιὰ τοῦ νόμου καὶ λατρεία καὶ Σάββατα ποὺ ἔχουν διαψευσθῆ. Γιατὶ τὶς πρωτομηνιὲς σας καὶ τὰ Σάββατα, λέει ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου, καὶ τὴ μεγάλη ἡμέρα δὲν τὰ ἀνέχομαι. Τὴ νηστεία καὶ τὴ σχόλη σας τὶς μισεῖ ἡ ψυχή μου. Οἱ προσκυνηταὶ θὰ πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία ἀληθινή. Ὅλα ἐκεῖνα σὰ σκιὰ ἔχουν περάσει. Τὰ παλιὰ πέρασαν, ὅλα τώρα ἔγιναν καινούργια. Ἄλλαξε ἡ σειρὰ τῶν πραγμάτων. Δὲν ἐπιτρέπω νὰ συγκεντρώνωνται σ’ ἕνα τόπο αὐτοὶ ποὺ λατρεύουν τὸν Θεό. Τὰ δῶρα τῆς σωτηρίας θέλω νὰ τὰ ἐπεκτείνω σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἡ λαλιά τους ἁπλώθηκε σ’ ὅλη τὴ γῆ, σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεὸς κι αὐτοὶ ποὺ τὸν προσκυνοῦν πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή.

Τοῦ λέει ἡ γυναίκα· Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας ποὺ λέγεται Χριστός. Ὅταν ἔρθη ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ φανερώση ὅλα. Ἡ πόρνη φιλοσοφεῖ ζητήματα πνευματικά, φέρνει στὸ στόμα της τὶς Θεῖες Γραφές.  Κι ἄν τὸ σῶμα της ἔχη βουτυχθῆ στὴν ἀκαθαρσία τῆς πορνείας, ἡ ψυχή της ἔχει καθαρισθῆ μὲ τὴν ἀναφορὰ καὶ τὴν ἀνάγνωση τῶν Θείων Γραφῶν. Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας.  Μεσσίας σημαίνει ὁ ἀλειμμένος. Γιὰ τοῦτο ἡ γυναῖκα λέει, προσδοκῶ τὸν ἀλειμμένον, αὐτὸν ποὺ ἡ σάρκα του θὰ ἀλειφθῆ μὲ τὴ Θεότητα. Ἐκεῖνος ὅταν ἔρθη θὰ μᾶς, τὰ φανερώση ὅλα. Ἰδοὺ πνευματικὴ προκοπή, ἰδοὺ πόρνη ποὺ τὰ γνωρίζει ὅλα. Προσέξετε πῶς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς γῆς πέταξε στοὺς οὐρανούς. Μεσσία ἀποκαλεῖ τὸν Χριστὸ ποὺ ἀποστέλλεται καὶ ἀναμένεται, ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ εἶναι προφήτης καὶ κύριος.

Δὲν τὸν χαρακτηρίζει πιὰ Ἰουδαῖο, δὲν κάνει διάκριση στὸ νὰ τοῦ δώση νερό, δὲν τοῦ λέει πιά·  πῶς σὺ Ἰουδαῖος, ζητᾶς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα τὴ Σαμαρείτισσα; Δὲν συναναστρέφονται οἱ Σαμαρεῖτες μὲ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ τοῦ λέει·  Κύριε, βλέπω πὼς εἶσαι προφήτης. Καὶ πάλι ἀσχολεῖται μὲ δόγματα. Οἱ πατέρες μας στὸ βουνὸ τοῦτο προσκύνησαν καὶ σεῖς ὑποστηρίζεται ὅτι εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ προσφέρεται ἡ λατρεία. Προσέξετε πῶς ἁρπάζει τὴ δωρεὰ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων. Προσέξετε πὼς ὅλα τὰ ἐκθέτει μὲ τεκμηρίωση ἀπὸ τὴ Γραφή. Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας, ποὺ τὸν λένε Χριστό·  ὅταν ἔρθη αὐτὸς θὰ μᾶς τὰ φανερώση ὅλα. Αὐτὸν ἀναζητῶ, αὐτὸν προσδοκῶ, αὐτὸν περιμένω νὰ ὑποδεχθῶ. Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλῶ εἶμαι. Μεγάλα καὶ παράδοξα θαύματα. Αὐτὸ ποὺ σὲ πολλοὺς ἀποστόλους ἔκρυψε στὴν πόρνη ἀποκαλύπτει φανερά.

Στοῦ Κλεόπα δὲν φανερώθηκε στοὺς ἀποστόλους. Ἀλλὰ ὅταν ἄνοιξε τὰ μάτια τους, ἐξαφανίστηκε, ἀπὸ μπροστά τους. Κι εἶπαν οἱ μαθηταί·  Δὲν εἴχαμε φωτιὰ στὴν καρδιὰ μας, καθὼς μᾶς μιλοῦσε στὸ δρόμο καὶ μᾶς ἐξηγοῦσε τὶς Γραφές; Δὲν φανέρωσε τὸν ἑαυτὸ του σ’ ἐκείνους, ἐνῶ στὴ γυναίκα λέει, Ἐγὼ εἶμαι ποὺ σοῦ μιλῶ. Αὐτὸ μόνο στὸν Παῦλο τὸ ἔκαμε, ποὺ ἀνέβηκε ὡς τὸν τρίτο οὐρανό, καὶ ἁρπάχθηκε ὡς τὸν παράδεισο, κι ἄκουσε ἀνείπωτους λόγους κι ἔπιασε στὰ δίχτυα του τὴν οἰκουμένη. Αὐτὸ τὸ ἔκαμε πιὸ μπροστὰ στὴν Σαμαρείτισσα.  Στὸν Παῦλο ὁλοκάθαρα τὸ φανέρωσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ εἶπε: «Σαῦλε, Σαῦλε, γιατὶ μὲ καταδιώκεις; Εἶναι σκληρὸ γιὰ σένα νὰ λακτίζης τὰ καρφιά.  Καὶ ὁ Σαῦλος ρώτησε·  ποιὸς εἶσαι Κύριε; Κι Ἐκείνος ἀποκρίθηκε: Εἶμαι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς, ποὺ σὺ κυνηγᾶς». Αὑτὸ τὸ λέει τώρα στὴν Σαμαρείτισσα: «Εἶμαι ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλῶ».

Στὸ μεταξὺ ἔρχονται οἱ μαθητὲς καὶ τὸν βρίσκουν νὰ μιλᾶ μὲ τὴ γυναίκα. Ἀπόρησαν ποὺ μιλοῦσε μὲ γυναίκα. Αὐτὸς ποὺ συμβασιλεύει μὲ τὸν Πατέρα τὴν ἀτελείωτη βασιλεία, μιλοῦσε μόνος σὲ μιὰ γυναῖκα μόνη. Ἐκείνη ὅμως ἄφησε τὴ στάμνα της καὶ μπῆκε στὴν πόλη. Ἄφησε τὴ στάμνα της, γιατὶ γέμισε μὲ τὰ ζωντανὰ νερὰ καὶ ἀφοῦ μπῆκε φώναξε στοὺς πολῖτες: Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα.  Μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός; Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον.

Δὲν εἶπε, ἐλᾶτε νὰ δῆτε τὸν Θεὸ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ μὴ νομίσυν οἱ ἄνθρωποι ὅτι παραφρόνησε. Γιὰ νὰ μὴν ποῦν οἱ ἄνθρωποι ὅτι αὐτὴ εἶναι τρελλή.  Πότε εἶδε κανεὶς τὸν Θεὸ νὰ περπατᾶ; Πότε εἶδε κανένας τὸν Θεὸ νὰ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους;  Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Τοὺς ξυπνᾶ τὴν ἐπιθυμία νὰ βγοῦν καὶ νὰ πιαστοῦν. Ὅπως πιάστηκε στὸ δίχτυ, θέλει νὰ πιάση. Εἶδε ἕνα Ἰουδαῖο κι ἔχασε ἡ ἴδια στὴν ἀντίληψη τοῦ Κυρίου κι ὁδηγεῖ τοὺς ἄλλους νὰ φτάσουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό.

Πόρνη μὲ συνείδηση ἀποστόλου ποὺ ἔγινε ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους πιὸ δυνατή. Γιατὶ οἱ ἀπόστολοι περίμεναν νὰ συμπληρωθῆ ὁλόκληρη ἡ Θεία Οἰκονομία καὶ τότε ἄρχισαν τ’ ἀποστολικά τους κηρύγματα. Ἡ πόρνη ὅμως πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση εὐαγγελίζεται τὸν Χριστό.  Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Διαλαλῶ τὰ ἁμαρτήματά μου, γιὰ νὰ ὁδηγήσω σᾶς. Γιὰ νὰ δῆτε σεῖς τὸν Θεὸ ποὺ ἔφτασε στὸν κόσμο, πομπεύω τὰ σφάλαμτά μου. Κι ἄς προσκυνιέται ὁ Χριστὸς ποὺ δὲν ἀποστρέφεται τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός;

Πρόσεξε τὴ σοφία τῆς γυναίκας, πρόσεξε τὴν εὐγνωμοσύνη τῆς πόρνης.  Ἕνα ἁμαρτημα τῆς εἶπε ὁ Χριστός, τὴν πορνεία μονάχα, κι ἐκείνη ἄφησε τὴ στάμνα κι ἔτρεξε στὴν πόλη λέγοντας. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Κηρύττει αὐτὸν ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα, κηρύττει πιὸ μεγαλόφωνα ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους. Δὲν τὸν εἶδε νὰ σηκώνεται ἀπὸ τοὺς νεκρούς, δὲν εἶδε τὸν τετραήμερο Λάζαρο νὰ ξαναπροσκαλῆται ἀπὸ τὸν τάφο, δὲν εἶδε τὸ θάνατο νὰ φυλακίζεται, δὲν εἶδε τὴ θάλασσα νὰ χαλιναγωγῆται μὲ τὰ λόγια.  Δὲν εἶδε τὸν πλάστη τοῦ Ἀδὰμ στὴν περίπτωση τοῦ τυφλοῦ ν’ ἀναπληρώνη μὲ πηλὸ τὸ φυσικὸ ἐλάττωμα, ὅμως τὸν κεραμουργὸ τοῦ παραδείσου διαλαλοῦσε μὲ τὸ λόγο της. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Κι ἀπὸ τὴν πόλη ἐκείνη τῶν Σαμαρειτῶν πίστεψαν σ’ αὐτὸν πολλοὶ ἀπὸ τὰ λόγια τῆς γυναίκας, ποὺ μαρτυροῦσε ὅτι «μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα».

Ἄς μιμηθοῦμε κι ἐμεῖς αὐτὴ τὴ Σαμαρείτισσα καὶ χωρὶς νὰ νιώθουμε παράλογη ἐντροπὴ γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας, νὰ φοβώμαστε τὸν Θεό. Τώρα ὅμως βλέπω νὰ γίνεται τὸ ἀντίθετο·  δὲν φοβόμαστε αὐτὸν ποὺ πρόκειται νὰ μᾶς κρίνη, ἀλλὰ τρομάζομε αὐτοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μᾶς βλάψουν σὲ τίποτα καὶ φοβόμαστε μὴ μᾶς προσβάλλουν. Γι  αὐτὸ τιμωρούμαστε γι’ αὐτὰ ποὺ φοβόμαστε.

Αὐτὸς ποὺ ντρέπεται νὰ φανερώση τ’ ἁμαρτήματα του σὲ ἄνθρωπο, δὲν ντρέπεται ὅμως νὰ τὰ πράξη μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν θέλει νὰ ὁμολογήση καὶ νὰ μετανοήση, θὰ θεατριστῆ ἐκείνη τὴ μέρα ὄχι μπροστὰ σ’ ἕνα καὶ σὲ δύο, ἀλλὰ στὰ μάτια ὅλης τῆς οἰκουμένης. Ἄς συνομιλήσωμε λοιπὸν μὲ τὸν Χριστό, γιατὶ καὶ τώρα ἀνάμεσά μας στέκεται καὶ μᾶς μιλᾶ μὲ τὸ στόμα τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀποστόλων.

Ἄς τὸν ἀκούσωμε καὶ ἄς τὸν πιστέψουμε. Ὡς πότε θὰ ζοῦμε στὰ χαμένα. ὅταν ξοδέψουμε ἄσκοπα τὸ χρόνο ποὺ μᾶς δόθηκε, θὰ πᾶμε γιὰ νὰ λάβουμε τὴν ἔσχατη τιμωρία, γιὰ τὴν ἄσκοπη δαπάνη. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἔφερε  ὁ Θεὸς σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ μᾶς ἔβαλε λογικὴ ψυχή, ὄχι γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μόνο τὴ ζωὴ αὐτὴ ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐργασθοῦμε ὅλοι γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς μέλλουσας ζωῆς. Γιατὶ τ’ ἄλογα μόνο χρησιμοποιοῦνται στὴ παροῦσα ζωή. Κι ἐμεῖς γι’ αὐτὸ ἔχουμε ἀθάνατη ψυχή, γιὰ νὰ πράξουμε ὅλα μὲ σκοπὸ τὴν ἐκεῖ ζωή, γιὰ νὰ λάμψουμε ἐκεῖ, γιὰ νὰ συμμετάσχουμε στὸ χορὸ τῶν ἀγγέλων, γιὰ νὰ εἴμαστε κοντὰ στὸ βασιλιὰ γιὰ πάντα, στοὺς ἄφθαρτους αἰῶνες.

Γι αὐτὸ  ἔχει γίνει ἀθάνατη ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα θὰ ξαναγίνη πάλι. Κι ἄν εἶσαι προσηλωμένος στὰ γήϊνα, ἐνῶ εἶσαι προωρισμένος γιὰ τὸν οὐρανό, κατάλαβε πόσο βαριὰ ὑβρίζεις τὸ δωρητή, ὅταν ἐκεῖνος σοῦ προτείνη τὰ ὑψηλὰ καὶ σὺ δὲν τὰ πολυλογαριάζεις καὶ τὰ ἀλλάζης μὲ τὰ γήινα.  Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς ἀπείλησε μὲ τὴ γέενα, ἀφοῦ τὸν περιφρονοῦμε.  Γιὰ νὰ μάθης ἐκεῖ πόσα πολλὰ καλὰ ἔχεις στερήσει τὸν ἑαυτό σου. Ἀλλὰ ποτὲ νὰ μὴ συμβῆ νὰ δοκιμάσης τὴν κόλαση. Παρὰ ἀφοῦ εὐαρεστήσουμε, μακάρι νὰ ἐπιτύχουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά μὲ τὴ χάρη καὶ τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη καθὼς καὶ στὸν Πατέρα μαζί καὶ τὸ ἅγιο καὶ ζωοπάροχο πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν



Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Διατί τό πάτριον Ἑορτολόγιον εἶναι τό ὀρθόν καί ὄχι τό νέον

ΤΕΤΆΡΤΗ, 22 ΜΑΪ́ΟΥ 20


Διατί τό πάτριον Ἑορτολόγιον εἶναι τό ὀρθόν καί ὄχι τό νέον

Τό παλαιόν (Ἰουλιανόν) ἡμερολόγιον, ἀποτελεῖ παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι εὐλογημένον, διότι μέ αὐτό...






ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΑΙΤΗΣΑΜΕΝΟΙ ΕΑΥΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΥΣ ΚΑΙ ΠΑΣΑΝ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΗΜΩΝ ΧΡΙΣΤΩ ΤΩ ΘΕΩ ΠΑΡΑΘΩΜΕΘΑ


Ὁ πιστός λαός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπό πεντηκονταετίας καί πλέον ἀγωνίζεται νά κρατήσει ἀνόθευτο τό θησαυρό τῆς πίστεως...