A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ: ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ




ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Τι είναι η Εξομολόγηση;
Η Εξομολόγηση είναι ενα από τα βασικά μυστήρια της Εκκλησίας. Μας δίνει τη δυνατότητα νά «συμφιλιωθούμε» με τον Θεό, νά εξετάσουμε την πίστη και τη ζωή μας και νά εξασφαλίσουμε πνευματική υγεία. Είναι πράξη μετανοίας. Και μετάνοια σημαίνει αλλαγή του εαυτού μας, στροφή, μεταμόρφωση. Όταν αμαρτάνουμε απομακρυνόμαστε από τον Θεό. Όταν όμως μετανοούμε, ομολογούμε τις αμαρτίες μας και ζητάμε συγχώρεση, επιστρέφουμε σ' Αυτόν.

Η Εξομολόγηση μας απαλλάσσει από το βάρος της αμαρτίας. Επιπλέον μας δίνει τήν ευκαιρία νά συζητήσουμε τους βαθύτερους προβληματισμούς μας, νά δεχτούμε συμβουλές και νά ενισχυθούμε πνευματικά.

Πώς καθιερώθηκε; Μήπως πρόκειται για πρόσφατη επινόηση τών κληρικών;

Το μυστήριο καθιερώθηκε από τόν ίδιο τον Χριστό. Αυτός έδωσε στους Αποστόλους τήν εξουσία νά συγχωρούν αμαρτίες (Ιω. 20,23). Στή συνέχεια οι Απόστολοι μετέδωσαν τό χάρισμα αυτό στους επισκόπους και τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας. Έτσι, μέσω της κανονικής χειροτονίας διαιωνίζεται.

Είναι απαραίτητη η Εξομολόγηση για όλους;

Μόνο ένας αναμάρτητος δέ χρειάζεται Εξομολόγηση. Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος γράφει ότι όποιος θεωρεί τόν εαυτό του αναμάρτητο βρίσκεται σε πλάνη και μακριά από τήν αλήθεια (Α' Ιω. 1, 8 ). Αλλά και ο μόνος άναμάρτητος, ο Χριστός, δέχτηκε τό βάπτισμα της μετανοίας από τόν Πρόδρομο και έδειξε τήν αναγκαιότητα του μυστηρίου. Γι' αυτό η Εξομολόγηση αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο τής ορθόδοξης χριστιανικής ζωής.

Ποιος μπορεί νά εξομολογεί;
Όπως προαναφέραμε, η Εξομολόγηση γίνεται σε έναν πνευματικό. Δηλαδή σε ιερέα ο οποίος έχει επιλεγεί ειδικά γι' αυτό τό έργο. Χρειάζεται βέβαια να επικοινωνήσουμε μαζί του για να μας ορίσει τον χρόνο και τόν τόπο, εκτός και αν εξομολογεί σέ καθορισμένες τακτικές ημέρες και ώρες, οπότε δεν είναι απαραίτητη η προηγούμενη συνεννόηση.

Και ο πνευματικός έχει αμαρτίες!

Ο πνευματικός δέ συγχωρεί τις αμαρτίες μας με τή δική του αγιότητα ή δύναμη, αλλά με τή χάρη πού του δόθηκε από τόν Θεό· αυτός μεσολαβεί μόνο. ΤΙς δικές του αμαρτίες φροντίζει νά τις εξομολογείται και αυτός σέ κάποιον άλλον πνευματικό.


ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Που γίνεται η Εξομολόγηση;
Συνήθως η Εξομολόγηση γίνεται στο ναό. Μπορεί όμως νά γίνει και σέ κάποιο παρεκκλήσι ή άλλον χώρο.

Πώς γίνεται;

Καθόμαστε αντικρίζοντας τις εικόνες και μέ τήν προτροπή του πνευματικού εξομολογούμαστε τις αμαρτίες μας. Μπορούμε επίσης νά συμβουλευτούμε τόν πνευματικό γιά κάποιο θέμα πού μας απασχολεί. Όταν ολοκληρώσουμε τήν εξομολόγηση γονατίζουμε και ο πνευματικός βάζοντας τό πετραχήλι (σύμβολο της ιερατικής λειτουργίας του) πάνω στό κεφάλι μας ζητά από τόν Θεό τήν άφεση των αμαρτιών μας. Φεύγοντας ασπαζόμαστε τό πετραχήλι και το χέρι του πνευματικού.

Τι πρέπει να πώ στην Εξομολόγηση;

Στην Εξομολόγηση εξετάζουμε τα αισθήματα, τις σκέψεις, τα λόγια, τις πράξεις, τη συμπεριφορά, τις συνήθειες, τις αξίες, τις προτεραιότητες, τους στόχους, την κατεύθυνση και τον τρόπο της ζωής μας. Δέν περιοριζόμαστε στην προσωπική μας πνευματική ζωή, αλλά συνεξετάζουμε τις οικογενειακές σχέσεις, τις κοινωνικές σχέσεις, την εργασία, ακόμα και τη διασκέδασή μας. Και αυτό επειδή όλη μας η ζωή πρέπει να φωτιστεί από το Άγιο Πνεύμα. Όχι για να καταδικάσουμε τον εαυτό μας, αλλά για να εξασφαλίσουμε τήν πορεία μας προς τον Χριστό. Μπορούμε λοιπόν να θέσουμε στην κρίση του πνευματικού ζητήματα που μας απασχολούν, ώστε νά πάρουμε αποφάσεις και νά κάνουμε επιλογές πού μας προάγουν πνευματικά αποφεύγοντας ταυτόχρονα άλλες που μπορούν να ζημιώσουν τήν ψυχή μας.

Δε σκότωσα, ούτε έκλεψα... τί νά εξομολογηθώ;

Όταν έχουμε τέτοια απορία, αποκαλύπτουμε ότι δε γνωρίζουμε τή διδασκαλία του Χρίστου. Επειδή ο Χριστός μας διδάσκει ότι και οί αμαρτωλοί λογισμοί ακόμα μας απομακρύνουν από τον Θεό. Επίσης, αμαρτάνουμε όχι μόνο όταν πράττουμε κάτι κακό, άλλα και όταν δέν εφαρμόζουμε τό καλό. Άραγε ποιος μπορεί νά ισχυριστεί ότι εκπληρώνει πραγματικά την εντολή της αγάπης και μάλιστα προς τους εχθρούς του;

Υπάρχει ένας εύκολος τρόπος εξέτασης του εαυτού μου σύμφωνα με τό νόμο του Θεού;
Υπάρχουν οι Δέκα Εντολές και η ερμηνεία τους κάτω από τό πρίσμα της Καινής Διαθήκης. Τό τελειότερο όμως και ακριβέστερο κριτήριο είναι η εντολή της αγάπης προς τον Θεό και προς τόν συνάνθρωπο. Σύμφωνα μέ τά λόγια του Χριστού, σ' αυτή τήν εντολή περιέχονται όλες οί άλλες εντολές (βλ. Ματθ. 22,40). Δε μπορούμε, για παράδειγμα, να αγαπάμε τόν Θεό και νά παραβαίνουμε τις εντολές Του. Ούτε γίνεται να αγαπάμε τους ανθρώπους και ταυτόχρονα να διαπράττουμε αδικίες σέ βάρος τους. Μάλιστα η γνησιότητα της αγάπης προς τον Θεό αποκαλύπτεται από την αγάπη προς τον συνάνθρωπο (Α' Ιω. 4,20). Έτσι, όταν αδιαφορούμε για τους άλλους ή τους κακομεταχειριζόμαστε, δείχνουμε ότι δεν έχουμε αγάπη προς τον Θεό. Περιφρονούμε την εντολή Του για την αγάπη προς τον συνάνθρωπο και δέ σεβόμαστε τά δημιουργήματα Του.

Μου φαίνεται δύσκολο νά μιλήσω για τόσο προσωπικά Θέματα. Αισθάνομαι ντροπή. Τί θα σκεφτεί ο πνευματικός;

Πρέπει νά βλέπουμε τό εξομολογητήριο σαν ιατρείο και τον πνευματικό σάν γιατρό. Για εμάς η Εξομολόγηση είναι θέμα ψυχικής -συχνά και σωματικής- υγείας. Για τον πνευματικό πάλι είναι κάτι τό συνηθισμένο. Δεν πρόκειται νά σοκαριστεί από τις δικές μας αμαρτίες. Σίγουρα έχει ακούσει χειρότερες. Εξάλλου, δεν είναι περίεργο η ντροπή, πού μας λείπει την ώρα της αμαρτίας, νά μας κυριεύει τήν ώρα της μετανοίας;

Φοβάμαι μήπως ο πνευματικός φανερώσει τις αμαρτίες μου.

Ο πνευματικός έχει ιερό καθήκον να τηρεί τό απόρρητο της Εξομολογήσεως, τό οποίο μάλιστα αναγνωρίζεται και από τόν νόμο. Σε περίπτωση παράβασης αυτού του καθήκοντος ελέγχεται από τόν Επίσκοπο του και τήν Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη. Όπως αναφέραμε πρωτύτερα, τόν πνευματικό θα πρέπει νά τόν αντιμετωπίζουμε ως θεραπευτή. Έτσι χρειάζεται νά τόν περιβάλλουμε και με ανάλογη εμπιστοσύνη. Γιά τον λόγο αυτόν επιλέγουμε ελεύθερα και με δική μας ευθύνη τον πνευματικό, ώστε νά είναι πρόσωπο μέ πίστη και αρετή και νά έχει τήν καλή μαρτυρία των πιστών. Μάλιστα η παράδοση τής Εκκλησίας μας συνιστά τήν τακτική εξομολόγηση στον ίδιο πνευματικό και τήν αποφυγή της εναλλαγής του. Εξάλλου, έχει διαπιστωθεί ότι συνήθως εμείς οί ίδιοι γινόμαστε αιτία κοινοποίησης τής προσωπικής μας ζωής, όταν τήν εμπιστευόμαστε σε ακατάλληλα πρόσωπα, τά οποία δεν έχουν καν τήν ιδιότητα του πνευματικού.

Πώς πρέπει νά λέγονται οι αμαρτίες στον πνευματικό;

Αρκεί μία απλή, σαφής και σύντομη αναφορά. Δε χρειάζονται ούτε λεπτομέρειες (ιδιαίτερα για τά σαρκικά θέματα), ούτε μακροσκελείς εισαγωγές ή δικαιολογίες. Αν είναι απαραίτητο, θα ζητήσει ο πνευματικός περισσότερες πληροφορίες. Αυτό που σίγουρα χρειάζεται είναι ταπείνωση και συναίσθηση των αμαρτιών μας.

Τι μπορεί να μου πει ο πνευματικός;

Νά εξηγήσει τή σπουδαιότητα μιας αμαρτίας. Να συμβουλεύσει για τήν αποφυγή της. Νά δώσει απάντηση σε κάποιο ερώτημα που του θέσαμε.


ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Μετά τήν ευχή του πνευματικού έχουν συγχωρεθεί όλες οι αμαρτίες μου; Μήπως κάποιες θα πρέπει νά τις εξομολογηθώ πάλι;
Η ευχή του πνευματικού δίνει τήν άφεση όλων των αμαρτιών πού έξαγορεύσαμε. Συνεπώς τυχόν αμφιβολία μας για τό θέμα αυτό δείχνει έλλειψη πίστης στο μυστήριο και στή δύναμη του Θεού. Αν πάλι δέν αναφέραμε κάτι βασικό σε σχέση με κάποια αμαρτία, χρειάζεται τήν επόμενη φορά νά τό διευκρινίσουμε.

Αν ξεχάσω κάποια αμαρτία; Αν κρύψω κάποια από ντροπή;

Αν ξεχάσαμε κάτι και εφόσον δεν είναι σοβαρό, μπορούμε νά το αναφέρουμε στην επόμενη εξομολόγηση. Αν όμως παραλείψαμε κάποια αμαρτία εσκεμμένα, τότε δεν πρέπει να θεωρούμε ότι μας δόθηκε άφεση και δεν πρέπει νά κοινωνήσουμε, ακόμη και αν πήραμε την άδεια του πνευματικού.

Είναι απαραίτητη η Θεία Κοινωνία μετά την Εξομολόγηση;

Η μετάνοια δεν περιορίζεται στο μυστήριο της Εξομολογήσεως. Η «συμφιλίωση» και η ενωσή μας με τον Θεό δεν ολοκληρώνεται χωρίς τη Θεία Κοινωνία. Αύτη είναι ή μυστηριακή ένωση με τον Θεάνθρωπο Χριστό. Το αποκορύφωμα των μυστηρίων. Η Εξομολόγηση μας προετοιμάζει για τη Θεία Κοινωνία.

Μπορώ νά κοινωνήσω λοιπόν αφού εξομολογήθηκα;

Μετά τήν εξομολόγηση θα πρέπει νά ζητήσουμε από τον πνευματικό τήν άδεια νά μεταλάβουμε. Αυτός θά ορίσει τον χρόνο, τή συχνότητα και τον τρόπο της προετοιμασίας μας (νηστεία, προσευχή, συγχώρεση - συμφιλίωση με τους άλλους).

Όμως, τί νόημα έχει νά εξομολογούμαι τακτικά, όταν γνωρίζω ότι θά επαναλάβω τις ίδιες αμαρτίες;
Όπως κάποιος πού πάσχει από χρόνια ασθένεια δεν παύει νά προσπαθεί για τήν απαλλαγή του, έτσι και εκείνος πού επιθυμεί πραγματικά τήν πνευματική υγεία φροντίζει αδιάκοπα νά τήν αποκτήσει. Αυτός είναι ο πνευματικός αγώνας του ανθρώπου· η διά βίου μετάνοια. Το μυστήριο της Εξομολόγησης εξασφαλίζει ότι καμμιά αμαρτία δε μπορεί νά μας απομακρύνει από τό έλεος του Θεού. Μόνο η έλλειψη μετανοίας μπορεί νά μας καταδικάσει στην αίώνια στέρηση Του.


Πηγή: Άγιος Νεκτάριος ο Θαυματουργός: Απορίες σχετικά με το μυστήριο της Εξομολόγησης

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ





Σήμερα ο Χριστός εισέρχεται στο μονοπάτι της οδύνης Του αλλά και της φοβερής εκείνης μοναξιάς που θα τον περιβάλλει καθ’ όλη την εβδομάδα των Παθών.

Η μοναξιά αρχίζει με μια παρεξήγηση: ο λαός περιμένει ότι η είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα θα είναι η θριαμβευτική διέλευση ενός πολιτικού αρχηγού, ενός ηγέτη που θα ελευθερώσει το λαό του από την καταπίεση και τη δουλεία, από αυτό που εκείνοι θεωρούν ως «α-θεΐα» – καθώς η λατρεία των ειδώλων αποτελεί την άρνηση του ζώντος Θεού. Η μοναξιά θα γίνει ακόμη βαρύτερη, όταν ούτε οι μαθητές Του θα είναι σε θέση να Τον κατανοήσουν.



Όταν κατά το Μυστικό Δείπνο, ο Χριστός θα τους μιλήσει για τελευταία φορά, εκείνοι θα αμφιβάλλουν διαρκώς για το ακριβές νόημα των λόγων του. Και αργότερα, όταν θα μπει στον Κήπο της Γεθσημανή λίγο πριν από το φρικτό θάνατο που πρόκειται να αντιμετωπίσει, οι πιο έμπιστοι μαθητές Του, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, θλιμμένοι, κουρασμένοι και χωρίς ελπίδα, θα αφεθούν να αποκοιμηθούν. Το αποκορύφωμα της μοναξιάς θα είναι η κραυγή του Χριστού πάνω στο Σταυρό: « Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες». Εγκαταλειμμένος από τους ανθρώπους, απορριμένος από το λαό του Ισραήλ, είναι τώρα αντιμέτωπος με τη ακραία ερημιά και πεθαίνει χωρίς Θεό, χωρίς ανθρώπους, μόνος, με μόνη την αγάπη Του για τον Θεό και την αγάπη Του για το γένος των ανθρώπων· πεθαίνει για χάρη του και για τη δόξα του Θεού.


Η σημερινή θριαμβευτική Του είσοδος είναι και η αρχή του Πάθους Του. Ο κόσμος περίμενε αρχηγό και βασιλιά και βρίσκει το Σωτήρα των ψυχών τους. Τίποτε δεν χολώνει τον άνθρωπο τόσο πολύ όσο η ελπίδα που χάθηκε, που διαψεύσθηκε· κι αυτό εξηγεί γιατί οι άνθρωποι που μπόρεσαν να τον υποδεχθούν με τόση θέρμη, εκείνοι που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες της ανάστασης του Λαζάρου και είχαν δει τα θαύματά Του, εκείνοι που είχαν ακούσει τη διδασκαλία Του και θαύμαζαν την κάθε Του λέξη όντες έτοιμοι να γίνουν μαθητές Του τον «καλό» καιρό, απομακρύνθηκαν από κοντά Του την ώρα του πάθους και του γύρισαν την πλάτη· λίγες ημέρες δε μετά φώναξαν «Σταύρωσον, σταύρωσον Αυτόν». Κι Εκείνος πέρασε όλες αυτές τις μέρες μόνος, γνωρίζοντας τι Τον περίμενε, εγκαταλειμμένος από όλους εκτός από τη Μητέρα Του, που παράστεκε σιωπηλά, όπως είχε κάνει σε όλη τη ζωή Της, μετέχοντας στην τραγική άνοδό Του στο Σταυρό· Εκείνη που είχε δεχθεί τον Ευαγγελισμό, το ευφρόσυνο νέο, αλλά και που είχε εν σιωπή ακούσει την προφητεία του Συμεών για τη ρομφαία που θα διαπερνούσε τη μητρική Της καρδιά.


Τις μέρες που έρχονται, δεν θα θυμηθούμε απλώς, αλλά θα παρασταθούμε στο Πάθος του Χριστού. Θα είμαστε μέρος του πλήθους που θα περικυκλώσει τον Χριστό, τους Μαθητές και τη Θεοτόκο. Καθώς θα ακούμε τα αναγνώσματα, καθώς θα παρακολουθούμε τις Ευχές της Εκκλησίας, καθώς οι εικόνες του Πάθους θα διαδέχονται η μία την άλλη μπροστά στα μάτια μας, ας θέσουμε στον εαυτό μας το ερώτημα: « Μέσα σ’ αυτό το πλήθος, πού βρίσκομαι εγώ, ποιός είμαι; Ένας Φαρισαίος; Ένας Γραμματέας; Ένας προδότης; Ένας δειλός; Ποιός; Ή μήπως στέκομαι ανάμεσα στους Αποστόλους;»…Μα και αυτούς τους κατέβαλε ο φόβος. Ο Πέτρος Τον αρνήθηκε τρεις φορές, ο Ιούδας τον πρόδωσε, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης αποκοιμήθηκαν την ώρα ακριβώς που ο Χριστός είχε ανάγκη από την ανθρώπινη αγάπη και υποστήριξη· οι άλλοι μαθητές τό ‘βαλαν στα πόδια· κανείς δεν έμεινε εκτός από τον Ιωάννη και τη Θεοτόκο, εκείνους που ήταν δεμένοι μαζί Του μ’ εκείνο το είδος της αγάπης που δεν γνωρίζει κανένα φόβο και είναι έτοιμη να μοιραστεί οτιδήποτε.


Ας ρωτήσουμε για άλλη μια φορά τον εαυτό μας ποιοι είμαστε και ποια είναι η θέση μας μέσα σ’ αυτό το πλήθος. Είμαστε με την ελπίδα ή με την απόγνωση, με τί; Και αν είμαστε με την αδιαφορία, τότε είμαστε κι εμείς μέρος του τρομακτικού πλήθους που περικύκλωνε τον Χριστό, που τον ακολουθούσε και τον άκουγε, αλλά μετά έφευγε· όπως θα φύγουμε κι εμείς από το ναό. Ο Εσταυρωμένος θα υψωθεί εδώ τη Μ. Πέμπτη κι εμείς θα διαβάζουμε το Ευαγγέλιο για το Σταυρό και τή Σταύρωση και το θάνατο – και μετά, τί; Ο Σταυρός θα συνεχίσει να στέκεται εδώ, αλλά εμείς θα πάμε να ξεκουραστούμε, θα πάμε σπίτι να φάμε, να κοιμηθούμε, να ετοιμαστούμε για τα έργα της επομένης. Την ίδια ώρα, ο Χριστός θα είναι στο Σταυρό, θα είναι στον τάφο. Πόσο φοβερό είναι να είμαστε ανήμποροι κι εμείς, όπως τότε οι μαθητές, να περάσουμε έστω μία μέρα, μία ώρα μαζί Του! Ας το σκεφθούμε, κι αν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε, τουλάχιστον ας αναγνωρίσουμε ποιοι είμαστε και πού βρισκόμαστε, και την τελική ώρα ας στραφούμε προς Αυτόν με την κραυγή, την έκκληση του ληστή: « Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου»


(Antony Bloom, Στο φως της Κρίσης του Θεού, Πορεία από το Τριώδιο στην Ανάσταση, Εκδ. Εν πλώ, ( Φεβρουάριος 2009) σ. 135-140)



Πηγές: vatopaidi.wordpress.com- http://agioskosmasoaitolos.wordpress.com
Δείτε σχετικά:

9 ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ




Οικουμενική Σύνοδος, είναι εκείνη που:

1. Συγκλήθηκε από Αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με οικουμενική (παν-Ρωμαϊκή) εμβέλεια, αλλά φυσικά και πανχριστιανική.
2. Οι αποφάσεις της έγιναν αποδεκτές από ολόκληρη την ανά τον κόσμο Ορθόδοξη Εκκλησία, διαχρονικά.
3. Αποφάσεις της διατυπώθηκαν από Θεούμενο.
4. Οι αποφάσεις της υπεγράφησαν από τα Ρωμαϊκά Πατριαρχεία.
5. Ασχολήθηκε με σημαντικά Θεολογικά ζητήματα.


1η Οικουμενική Σύνοδος




325 μ.Χ. Νίκαια της Βιθυνίας. Συνεκλήθη από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Έλαβαν μέρος 318 επίσκοποι. Ασχολήθηκε με τη βλασφημία του Αρείου ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι κτίσμα και όχι ομοούσιος του Πατρός. Κανόνισε και την ημερομηνία του εορτασμού του Πάσχα. Τότε άρχισε να γράφεται το Σύμβολο της Πίστης.




2η Οικουμενική Σύνοδος




381 μ.Χ. Κωνσταντινούπολη. Συνεκλήθη από τον Μέγα Θεοδόσιο. Έλαβαν μέρος 150 Ορθόδοξοι επίσκοποι και 36 Μακεδονιανοί. Προήδρευσε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Καταδίκασε και πάλι τον Άρειο, και την αίρεση του Μακεδονίου, ο οποίος δίδασκε ότι το Άγιο Πνεύμα είναι κτίσμα του Θεού, γι’ αυτό και ονομάστηκε «πνευματομάχος».




3η Οικουμενική Σύνοδος




431 μ.Χ. Έφεσος. Συνεκλήθη από τον Θεοδόσιο τον Β΄. Δογμάτισε κατά του Νεστοριανισμού, στο Ναό της βασιλικής της Παναγίας με 200 επισκόπους. Καταδίκασε τον Νεστόριο επίσκοπο Κωνσταντινούπολης, και δογμάτισε ότι μπορεί η Παναγία να ονομάζεται και Θεοτόκος.




4η Οικουμενική Σύνοδος




451 μ.Χ. Χαλκηδόνα της Μ. Ασίας με 630 επισκόπους. Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Μαρκιανό και την αυτοκράτειρα Πουλχερία. Εκεί καταδικάστηκε ο Μονοφυσιτισμός.




5η Οικουμενική Σύνοδος:




5 Μαϊου ως 21 Ιουνίου του 553 μ.Χ., με 165 πατέρες. Συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Καταδίκασε τον Ωριγενισμό, τον Νεστοριανισμό, κ.λ.π. αιρέσεις.




6η Οικουμενική Σύνοδος:




680 μ.Χ. Κωνσταντινούπολη. Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πωγωνάτο. Παραβρέθηκαν από 150 - 289 επίσκοποι. Καταδίκασε την αίρεση του Μονοθελητισμού. Η Σύνοδος αυτή διατύπωσε ότι ο Χριστός έχει και Θεία και ανθρώπινη θέληση, η οποία υποτάσσεται στη Θεία.




Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος




691 μ.Χ. Κωνσταντινούπολις. Συνεκλήθη από τον Ιουστινιανό τον Β΄ και έγινε «εν Τρούλλω του Παλατίου», οπότε ονομάσθηκε: «Εν Τρούλλω». Δεν ήταν ανεξάρτητη Σύνοδος, αλλά συστηματοποίησε και ολοκλήρωσε το έργο των δύο προηγουμένων Συνόδων, της 5ης και της 6ης, γι’ αυτό, αν και Οικουμενική, ονομάσθηκε: «Πενθέκτη», ως τμήμα εκείνων των Συνόδων, και δεν αριθμήθηκε ως ξεχωριστή Οικουμενική Σύνοδος.




7η Οικουμενική Σύνοδος




787 μ.Χ. Νίκαια της Βιθυνίας, στο ναό της Αγίας Σοφίας. Συνεκλήθη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και τη μητέρα του Ειρήνη την Αθηναία. Παρεβρέθηκαν 367 πατέρες. Στερέωσε και προφύλαξε τις εικόνες αναθεματίζοντας την εικονομαχία και καταδικάζοντας την ιδέα της σχηματοποίησης της αόρατης και άυλης Τριάδος. Εκεί εκφράσθηκε η θεολογία περί της εικονογράφησης του Χριστού και των Αγίων ως κάτι που είδαμε.




8η Οικουμενική Σύνοδος




879-880 μ.Χ. Κωνσταντινούπολις. Συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Βασίλειο τον Μακεδόνα. Ηγήθηκαν ο Ορθόδοξος τότε Πάπας της Ρώμης Ιωάννης Η΄ (872-882) και ο Πατριάρχης της Κων/πόλεως Νέας Ρώμης Μεγάλος Φωτιος (858-867, 877-886). Επεκύρωσε τις αποφάσεις της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, και καταδίκασε το Φιλιόκβε, που μόλις τότε είχε αρχίσει να επιβάλλεται. [Kαταδίκασε τις αιρετικές Συνόδους του Καρλομάγνου στη Φραγκφούρτη (794) και το Άαχεν (809)].




9η Οικουμενική Σύνοδος




1341 μ.Χ. Δογμάτισε για την άκτιστη Ουσία και την άκτιστη Ενέργεια του Θεού, καθώς επίσης και για τον Ησυχασμό, καταδικάζοντας τον αιρετικό Βαρλαάμ τον Καλαβρό. Έτσι η Σύνοδος αυτή ασχολήθηκε με θεολογικά ζητήματα, συγκλήθηκε από αυτοκράτορα, (Συνοδικός Τόμος του 1341) και συμμετείχε Θεούμενος (Άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς), και οι αποφάσεις της έγιναν δεκτές από ολόκληρη την Εκκλησία. Συνεπώς και η Σύνοδος αυτή έχει αξία Οικουμενικής Συνόδου. Η Ένατη Οικουμενική Σύνοδος το 1341 καταδίκασε τον πλατωνικό μυστικισμό του Βαρλαάμ του Καλαβρού, ο οποίος είχε έρθει από τη Δύση ως προσήλυτος στην Ορθοδοξία. Φυσικά η απόρριψη του πλατωνικού τύπου μυστικισμού ήταν παραδοσιακή πρακτική των Πατέρων.




Γενικά για τις Οικουμενικές Συνόδους




Οι ανωτέρω εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι, δημοσιεύτηκαν ως ρωμαϊκοί νόμοι υπογεγραμμένοι από τον Αυτοκράτορα αφού προηγουμένως τα πρακτικά τους υπογράφτηκαν από τους πέντε ρωμαίους Πατριάρχες, τους Μητροπολίτες και επισκόπους τους. Ο Αυτοκράτορας συγκαλούσε αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους σε συνεργασία με τα Πέντε Ρωμαϊκά Πατριαρχεία της
α) Πρεσβυτέρας Ρώμης
β) Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης,
γ) Αλεξανδρείας,
δ) Αντιοχείας, στα οποία προστέθηκε το 451
ε) των Ιεροσολύμων.
Εξαιρείται η Ένατη Οικουμενική Σύνοδος του 1341 που τα πρακτικά της προσυπέγραψαν μόνο τέσσερις ρωμαίοι Πατριάρχες και επικύρωσε ο ρωμαίος αυτοκράτορας. Απουσίαζε τώρα το Πατριαρχείο της Πρεσβυτέρας Ρώμης που εν τω μεταξύ είχε καταληφθεί βίαια από τους Φράγκους, Λογγοβάρδους, και Γερμανούς με τη βοήθεια των Νορμανδών. Μία σφοδρή επίθεση που ξεκίνησε το 983 και ολοκληρώθηκε το 1009 - 1046. Μετά το 1045 οι Πάπες της Ρώμης εκτός του Βενέδικτου του 10ου (1058-9), δεν ήσαν πλέον Ρωμαίοι αλλά μέλη της φραγκολατινικής αριστοκρατίας που είχε υποδουλώσει τον ρωμαϊκό πληθυσμό.
Μετά τη πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του αυτοκράτορα, το 1453 τα τέσσερα ρωμαϊκά Πατριαρχεία της Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων συνέχισαν να συγκαλούν Συνόδους με τις οποίες συνέχισαν τη παράδοση των Οικουμενικών Συνόδων. Ο μόνος λόγος που αυτές οι Σύνοδοι δεν ονομάστηκαν «Οικουμενικές» είναι γιατί ο τίτλος αυτός σημαίνει «Αυτοκρατορικές», επειδή οι αποφάσεις αυτών των Συνόδων γίνονταν τμήμα του Ρωμαϊκού Δικαίου. Με άλλα λόγια οι αποφάσεις των ρωμαϊκών Συνόδων μετά το 1453 είναι τμήματα του Εκκλησιαστικού Δικαίου, αλλά όχι πλέον του αυτοκρατορικού Δικαίου. Δεν υπήρχε πλέον Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ρωμαίος αυτοκράτορας να εκδίδει ρωμαϊκούς Νόμους. Έτσι αυτές οι Εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι ήταν ταυτόχρονα και εκκλησιαστικοί Νόμοι και ρωμαϊκοί Νόμοι. Οι Σύνοδοι που συνήλθαν μετά το 1453 είναι τμήματα του Εκκλησιαστικού Δικαίου με όχι μικρότερο κύρος από τις Οικουμενικές Συνόδους, εκτός από τη φαντασία των συγχρόνων Ορθοδόξων που έχουν εξαπατηθεί από την ρωσική Ορθοδοξία του Μέγα Πέτρου.
Έτσι υπάρχουν σήμερα Ορθόδοξοι που αυτοαποκαλούνται Εκκλησία των Επτά Οικουμενικών Συνόδων. Πολλοί (αδιάβαστοι) Ορθόδοξοι αγνοούν την Όγδοη και την Ένατη Οικουμενική Σύνοδο. Η Όγδοη Οικουμενική Σύνοδος το 879 απλά καταδίκασε αυτούς που «προσθέτουν» ή «αφαιρούν» από το Σύμβολο του 381 καθώς και όσους δεν αποδέχονται τη διδασκαλία περί Εικόνων της Έβδομης Οικουμενικής Συνόδου. Οι Φράγκοι που καταδικάζονται, προς το παρόν δεν αναφέρονται καθαρά, με σκοπό να τους δοθεί η ευκαιρία να αναθεωρήσουν.




Τεκμήρια της Οικουμενικότητας των Η΄ και Θ΄ Οικουμενικών Συνόδων




Τα χαρακτηριστικά της Οικουμενικότητας που αναφέρθηκαν παραπάνω, εξασφαλίζονται από την 9η (συν την Πενθέκτη) Σύνοδο. Τα χαρακτηριστικά αυτά που παρουσιάσθηκαν, έχουν αντληθεί από το βιβλίο του σεβασμιώτατου μητροπ. Ναυπάκτου, Ιεροθέου Βλάχου: «Εκκλησιαστικό Φρόνημα», (έκδοση Γενεθλίου της Θεοτόκου). Εκεί αναλύεται εκτενώς και η Οικουμενικότητα της Θ΄ Οικουμενικής Συνόδου..
Βεβαίως και η ίδια η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος, όχι μόνο επανέλαβε πως η 7η, ήτο Οικουμενική (η οποία ως τότε δεν ήταν από ορισμένους δεκτή ως η 7η Οικουμενική), αλλά επιπλέον πολλές φορές στα πρακτικά της, αυτοαποκαλείται «Οικουμενική», και μάλιστα και στους ίδιους τους κανόνες της, (οι οποίοι έχουν γίνει αποδεκτοί απολύτως, από το παγκόσμιο Εκκλησιαστικό πλήρωμα της Ορθοδοξίας!) (Ράλλη και Ποτλή, Σύνταγμα, 2, 705 κ.εξ., Εκκλησιαστική Ιστορία Στεφανίδου σελ. 363-364). Πως είναι δυνατόν, άλλωστε, μία Σύνοδος η οποία τάχα δεν είναι Οικουμενική (8η), να επικυρώνει μία άλλη, η οποία είναι Οικουμενική; (7η ). Με αυτή την λογική αμφισβητούμε εμμέσως και την 7η, χωρίς να το καταλαβαίνουμε!
Ο Θεόδωρος Βαλσαμών (τέλη 12ου αιώνος) στην ερμηνεία των κανόνων αυτών, την αποδέχεται ως Η΄ Οικουμενική, ο Ρόδου Νείλος (+1379) την ονομάζει «Ογδόη Οικουμενική», και άλλοι (J.Hergenrother, Photius II, σελ. 539 κ.εξ.).
Φυσικά σε αυτές τις θέσεις, συμφωνεί και ο μεγαλύτερος Ορθόδοξος Θεολόγος του 20ού αιώνα, ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, (απόφοιτος του Ελληνικού Κολεγίου Μπρούκλαϊν της Μασαχουσέτης, της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Γέηλ, Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ (School of Arts and Sciences) και ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου στην Θεσσαλονίκη και Επισκέπτης Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού του Πανεπιστημίου Μπαλαμάντ, του Λιβάνου από το 1970. Σπούδασε ακόμη στο Ρωσικό Σεμινάριο του Αγίου Βλαδίμηρου της Νέας Υόρκης, στο επίσης Ρωσικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι και στο Μόναχο της Γερμανίας). Ο π. Ι. Ρωμανίδης παρουσιάζει σε εκτενείς του αναφορές τις δύο αυτές τελευταίες Οικουμενικές Συνόδους. Χαρακτηριστικός ο τίτλος ενός από τα συγγράμματά του, είναι ο εξής: «Η θεραπεία της ασθένειας της θρησκείας οι Εννιά Οικουμενικές Σύνοδοι και οι λοιπές Εκκλησιαστικές Σύνοδοι μέχρι το 1453».
Ασφαλώς και άλλοι σύγχρονοι μεγάλοι Ορθόδοξοι Θεολόγοι αποδέχονται σωστά και τις εννέα Οικουμενικές Συνόδους, όπως ο πρωτ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Είναι όμως απαραίτητο, να μη μείνουμε σε απλά ονόματα θεολόγων, ούτε καν επισκόπων, αλλά να επιζητήσουμε και επίσημη αποδοχή για τις θέσεις αυτές, από την Παγκόσμια Ορθόδοξη Εκκλησία. Μια τέτοια αναφορά λοιπόν, που ακυρώνει οποιαδήποτε αμφισβήτηση για το ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι δεν είναι μόνο 7, είναι μία επιστολή που έστειλαν στον Πάπα όλα τα Πατριαρχεία (εκτός Ρωσίας) το 1848. Η Επιστολή υπογράφεται, όχι μόνο από τους Πατριάρχες, αλλά και ονομαστικά από τους Επισκόπους των Ιερών Συνόδων τους. Αναφέρεται ξεκάθαρα η 8η Οικουμενική Σύνοδος, στην οποία καταδικάστηκε το γνωστό Φιλιόκβε, και στην οποία μετείχε και ο Πάπας, ο οποίος τότε ήταν ακόμα Ορθόδοξος. Μπορεί κανείς να υποθέσει πως δεν ήξεραν τότε, ούτε οι Πατριάρχες, ούτε τα μέλη των Ι. Συνόδων, πως τάχα οι σύνοδοι είναι επτά; Αδύνατον να μη βρέθηκε ούτε ένας από όλους αυτούς που υπέγραψαν στο τέλος της επιστολής, που να μην πει: «Αφού οι Σύνοδοι είναι 7, πώς εμείς μιλάμε για την 8η;»! Ήξεραν πως οι Οικουμενικές Σύνοδοι ήταν περισσότερες.
Ένα ενδιαφέρον γεγονός είναι επίσης και αυτό: Η Παπική «Εκκλησία», εξέδωσε το 1907 την λεγόμενη «Καθολική Εγκυκλοπαίδεια» , στην οποία περιγράφει την Οικουμενική Σύνοδο του 879-880 λέγοντας πως: «Πρόκειται για την λεγομένη «Psuedosynodus Photiana» (= «Ψευδοσύνοδο του Φωτίου») την οποία οι Ορθόδοξοι μετρούν ως την Όγδοη Γενική Σύνοδο». [http://www.newadvent.org/cathen/04312b.htm]. Από αυτό γίνεται φανερό πως οι και Παπικοί γνώριζαν πολύ καλά, ποιες ήταν οι Ορθόδοξες σύνοδοι, ακόμα και τότε. Και ενώ οι Παπικοί είχαν κάθε συμφέρον να αποκρύψουν αυτή την σύνοδο, μια και καταδικάζει το Φιλιόκβε, δεν το κάνουν , αλλά απλά την δυσφημούν. Προφανώς, επειδή ήταν ακόμα κάτι αρκετά γνωστό σε όλους και η απόκρυψη της θα έπεφτε στο κενό.





Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Να καταργηθεί το ράσο για τους Ιερείς;

Εκεί έχουμε φτάσει : στο όνομα τάχα μου της δημοκρατίας και της μη διακρίσεως, να ισοπεδωθεί και αυτό ακόμα το τίμιο ράσο του κληρικού μας. Φτάσαμε να κάνουμε δημοσκοπήσεις και ψηφοφορίες για το πως θα ντυθεί ο Ιερωμένος...Τώρα, ο κάθε κληρικός, που 24ώρες κυκλοφορεί με ένα μαύρο ράσο και η γκαρνταρόμπα του δεν αποτελείται από τίποτε άλλο, κατηγορείται για ακριβό ντύσιμο και υπερβολή στην εμφάνιση(!!!) του, τι θα γίνει όταν κυκλοφορεί με armani και D&G; (Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματι μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου)

Η απάντηση από την Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης και Τυρνάβου 

Οι Πατέρες της Εκκλησίας, κατόπιν προσεκτικής και επισταμένης μελέτης ολοκλήρου της Αγίας Γραφής, κατόπιν προσευχής και με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος πολέμησαν όλες τις Αιρέσεις, ξεκαθάρισαν άπαξ δια παντός τα της Πίστεως και ρύθμισαν τα της Θείας Λατρείας. Συγχρόνως, όρισαν και την ενδυμασία των ιερωμένων, κληρικών και μοναχών, σύμφωνα πάντοτε με την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση. Διότι και στην Παλαιά Διαθήκη ο ίδιος ο Θεός παρήγγειλε στον Μωϋσή με κάθε λεπτομέρεια πώς να κατασκευασθεί ο Ναός (ή Κιβωτός της Διαθήκης), πώς θα ντύνονται οι ιερείς, πώς θα κατασκευάζεται το θυμίαμα, πώς θα γίνεται ο αγιασμός των πιστών, ο στολισμός του Ναού, το άναμμα των κανδηλιών κλπ. (Έξοδος κε' - λ).
Με βάση λοιπόν την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη καθόρισαν οι 'Αγιοι Πατέρες την όλη Χριστιανική Λατρεία, αλλά και την στολή των ιερουργούντων τον Κύριο. Όπως οι στρατιωτικοί φορούν διακριτική ενδυμασία, έτσι και οι Λειτουργοί του Υψίστου έχουν ιδιαίτερη στολή, την φορούν μάλιστα συνεχώς, διότι οι Ιερείς όχι μόνον τελούν τα 'Αγια Μυστήρια της Εκκλησίας, αλλά είναι πάντοτε και στην υπηρεσία των ψυχών. Μεταξύ άλλων συμβουλεύουν και εξομαλύνουν τα προβλήματα του ποιμνίου τους, στα σημερινά μάλιστα αυτά χρόνια της αποστασίας. Οι Ιερείς, με την σεμνή τους εμφάνιση, τα μακριά γένεια και μαλλιά, που σημαίνουν την αφιέρωσή τους στον Κύριο, με τα μαύρα ράσα που σημαίνουν πένθος για τα Πάθη του Κυρίου, πένθος για τις αμαρτίες τις δικές τους αλλά και τις αμαρτίες του κόσμου, και χωρίς να θέλουν, διδάσκουν και συμμορφώνουν τους γύρω τους. Φορούν και χαρούμενη στολή οι Ιερείς και ο Επίσκοπος όταν λειτουργούν, διότι ο Κύριος δεν σταυρώθηκε μόνον, αλλά και αναστήθηκε και κατήργησε το κράτος του Διαβόλου. Και πρέπει να είμαστε υπερήφανοι για την αξιοπρεπή εμφάνιση των Ιερών Ναών και των Ιερέων. Δικαιούται και ο Θεός να έχει ο Ναός Του ευπρέπεια' «αγίασον Κύριε τους αγαπώντας την ευπρέπειαν του Οίκου Σου» (Θεία Λειτουργία). Aλλωστε όλα τα αγαθά της γης είναι του Θεού (Ψαλμός 23).
Κατά την Θεία Λειτουργία ο Επίσκοπος εικονίζει τον Κύριο, οι Ιερείς και οι άλλοι Κληρικοί εικονίζουν τις τάξεις των Αγγέλων που υμνούν ακαταπαύστως τον Κύριο.Το Ράσο της Ορθοδοξίας είναι άγιο ένδυμα που το τίμησαν μυριάδες Οσίων, Οσιομαρτύρων, Ομολογητών, Αγίων, Μοναχών. Σημαίνει νέκρωση κάθε κοσμικής επιθυμίας. Το κάθε ένα χωριστά ιερατικό άμφιο έχει και ορισμένη θρησκευτική και λατρευτική για τον Θεό σημασία (Συμεών Θεσσαλονίκης).
Οι Κληρικοί μας είναι άξιοι παντός σεβασμού. Ο 'Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός λέγει: «'Ολος ο κόσμος να παρακαλέσει τον Θεό δεν δύνανται να τελειώσουν τα 'Αχραντα Μυστήρια. Κι όμως, ένας απλός ιερεύς με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος τελεί το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας (την Θεία Κοινωνία). Να τιμάτε - λέγει - τους ιερείς και αν τύχει ένας ιερεύς και ένας άγγελος, τον ιερέα να προτιμήσεις, διότι ο ιερεύς είναι ανώτερος από τους αγγέλους» .
Ο δε 'Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στους λόγους του περί Ιερωσύνης λέγει ότι «εις ουδένα των αγγέλων εδόθη η εξουσία του αφιέναι αμαρτίας». Ο ιερέας όμως έχει λάβει τέτοια εξουσία από τον Κύριο. Ο Κύριος, μετά την ένδοξη Ανάστασή Του, είπε προς τους Αποστόλους και δια των Αποστόλωνπρος τους διαδόχους τους: «Λάβετε πνεύμα άγιον, αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφιένται αυτοίς αν τινών κρατείτε, κεκράτηνται» (Ιω. 20, 22-23).
Στον Ιερέα ο Θεός εμπιστεύθηκε τέτοια Μυστήρια, στα οποία και 'Αγγελοι με δέος παρακύπτουν να δούν. Η Ιερωσύνη είναι ένα από 'τα επτά 'Αγια Μυστήρια της Εκκλησίας μας. Ράσο και Ορθοδοξία είναι συνυφασμένα. Δυστυχώς, τώρα τελευταία ακούγεται ότι θέλουν να καταργήσουν το Ράσο.'Ομως, όταν ο Ιερέας θα κυκλοφορεί ντυμένος κοσμικά ήκουρεμένος, παραβαίνει εντολή Θεού. Δεν βοηθάει έτσι καθόλου τις ψυχές, αλλά και ο ίδιος ο Ιερέας μπορεί εύκολα να ξεφύγει από τις ιερές και φρικτές υποσχέσεις και υποχρεώσεις που ανέλαβε κατά την ημέρα της χειροτονίας του έναντι του Θεού και του ποιμνίου του. Γι' αυτό όσοι θέλουν να υπηρετήσουν τον Κύριο φορούν με χαρά το ένδυμα αυτό, τα άλλα όλα είναι εκ του πονηρού.Ας προσπαθήσουμε όλοι να κρατήσουμε άθικτη την Ορθόδοξη Πίστη και Χριστιανική Παράδοση της Εκκλησίας μας, την μεγάλη θρησκευτική μας αυτή Κληρονομιά.
πηγή:
http://orthodox-answers.blogspot.gr/2007/09/blog-post_13.html

Ο ΑΓΙΟΣ Νεκτάριος Πενταπόλεως: "πνευματικός αγώνας"



Ο ΑΓΙΟΣ Νεκτάριος Πενταπόλεως, ο θαυμα­τουργός, αποτελεί, στις πενιχρές μέρες του εικοστού αιώνα, ένα δώρο του Θεού στον κόσμο. Απαύγασμα της οσιακής του βιοτής αποτελούν τα γραπτά του κείμενα.



Σκοπός της ζωής μας είναι να γίνουμε τέλειοι και άγιοι. Να αναδειχθούμε παιδιά του Θεού και κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών. Ας προσέξουμε μήπως, για χάρη της παρούσας ζωής, στερηθούμε τη μέλλουσα, μήπως, από τις βιοτικές φροντίδες και μέριμνες, αμελήσουμε το σκοπό της ζωής μας.

Η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή από μόνες τους δεν φέρνουν τους επιθυμητούς καρπούς, γιατί αυτές δεν είναι ο σκοπός της ζωής μας, αποτελούν τα μέσα για να πετύχουμε το σκοπό.

Στολίστε τις λαμπάδες σας με αρετές. Αγωνιστείτε ν’ αποβάλετε τα πάθη της ψυχής. Καθαρίστε την καρδιά σας από κάθε ρύπο και διατηρήστε την αγνή, για να έρθει και να κατοικήσει μέσα σας ο Κύριος, για να σάς πλημμυρίσει το Αγιο Πνεύμα με τις θείες δωρεές.

Παιδιά μου αγαπητά, όλη σας η ασχολία και η φροντίδα σ’ αυτά να είναι. Αυτά ν’ αποτελούν σκοπό και πόθο σας ασταμάτητο. Γι’ αυτά να προσεύχεστε στο Θεό.
Να ζητάτε καθημερινά τον Κύριο, αλλά μέσα στην καρδιά σας και όχι έξω από αυτήν. Και όταν Τον βρείτε, σταθείτε με φόβο και τρόμο, όπως τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, γιατί η καρδιά σας έγινε θρόνος του Θεού. Αλλά για να βρείτε τον Κύριο, ταπεινωθείτε μέχρι το χώμα, γιατί ο Κύριος βδελύσσεται τους υπερήφανους, ενώ αγαπάει και επισκέπτεται τους ταπεινούς στην καρδιά.Αν αγωνίζεσαι τον αγώνα τον καλό, ο Θεός θα σε ενισχύσει. Στον αγώνα εντοπίζουμε τις αδυναμίες, τις ελλείψεις και τα ελαττώματά μας. Είναι ο καθρέφτης της πνευματικής μας καταστάσεως. Όποιος δεν αγωνίστηκε, δεν γνώρισε τον εαυτό του.

Προσέχετε και τα μικρά ακόμα παραπτώματα. Αν σας συμβεί από απροσεξία κάποια αμαρτία, μην απελπιστείτε, αλλά σηκωθείτε γρήγορα και προσπέστε στο Θεό, που έχει τη δύναμη να σάς ανορθώσει.
Μέσα μας έχουμε αδυναμίες και πάθη και ελαττώματα βαθιά ριζωμένα, πολλά είναι και κληρονομικά. Όλα αυτά δεν κόβονται με μια σπασμωδική κίνηση ούτε με την αδημονία και τη βαρειά θλίψη, αλλά με υπομονή και επιμονή, με καρτερία, με φροντίδα και προσοχή.

Η υπερβολική λύπη κρύβει μέσα της υπερηφάνεια. Γι’ αυτό είναι βλαβερή και επικίνδυνη, και πολλές φορές παροξύνεται από το διάβολο, για ν’ ανακόψει την πορεία του αγωνιστή.
Ο δρόμος που οδηγεί στην τελειότητα είναι μακρύς. Εύχεστε στο Θεό να σάς δυναμώνει. Να αντιμετωπίζετε με υπομονή τις πτώσεις σας και, αφού γρήγορα σηκωθείτε, να τρέχετε και να μη στέκεστε, σαν τα παιδιά, στον τόπο που πέσατε, κλαίγοντας και θρηνώντας απαρηγόρητα.

Αγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μην μπείτε σε πειρασμό. Μην απελπίζεστε, αν πέφτετε συνέχεια σε παλιές αμαρτίες. Πολλές απ’ αυτές είναι και από τη φύση τους ισχυρές και από τη συνήθεια. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, και με την επιμέλεια νικιούνται. Τίποτα να μη σας απελπίζει.

"ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ" της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής

Απάντηση του κ. Παν. Σημάτη στον π. Παύλο Δημητρακόππουλο.



ΓΙΑΤΙ ΠΑΙΖΕΤΕ, π. ΠΑΥΛΕ, ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΑΧΑΡΟ ΡΟΛΟ;

Μετὰ τὸ ἄρθρο τοῦ π. Παύλου Δημητρακόπουλου «Σύντομη ἀπάντηση σὲ σχόλιο τοῦ κ. Παναγιώτη Σημάτη», ποὺ δὲν μοῦ τὸ ἔστειλε, ἀλλὰ τὸ εἶδα δημοσιευμένο σὲ κάποια ἱστολόγια, ἀναγκάζομαι νὰ ἀπαντήσω, διότι ἄλλη μιὰ φορὰ παρερμηνεύει καὶ διαστρέφει λόγους καὶ ἐνέργειές μας. Τὸ ἄρθρο του εἶναι βέβαια, μικρό, ἀλλὰ ἀνοίγει μεγάλα θέματα. Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἀπάντηση εἶναι μεγάλη, καὶ ἂν δὲν προσέγγιζε ἡ Μ. Βδομάδα θὰ ἀπαιτοῦσε τὴν συγκέντρωση περισσοτέρων στοιχείων. Ὅμως, γιὰ νὰ μὴν θεωρηθεῖ ὅτι ἀρνοῦμαι νὰ ἀπαντήσω, παρουσιάζω ἔστω καὶ αὐτὰ τὰ λίγα στοιχεῖα ποὺ συγκέντρωσα. 

Καὶ ξεκινῶ μὲ μία ἀπορία. Γιὰ ποιό λόγο, π. Παῦλε, ἐπιτίθεσθε μὲ ἀνορθόδοξο τρόπο, χρόνο, ὕφος καὶ ἦθος, σὲ ὅσους ἐφαρμόζουν ὀρθοδόξως τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ ἕνα ὀρθόδοξο Ἱερὸ Κανόνα, ποὺ στηρίζετε καθολικὰ στὶς ἁγιογραφικὲς Ἐντολὲς τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Κ. Διαθήκης καὶ στὰ χιλιάδες παραδείγματα τῶν Ἁγίων Πατέρων;
Γιατί ἐπιλέξατε μέσα στὴν Μ. Τεσσαρακοστὴ νὰ ἐπιτεθεῖτε ἐναντίον μας, πρῶτα μὲ τὸ ἄρθρο σας «Δὲν συγκλονίζεται λοιπὸν ἡ Ἱεραρχία μας;», στὸ ὁποῖο ἀπαντήσαμε καὶ ἐν συνεχείᾳ μὲ τὸ ἀνωτέρο δεύτερο ἄρθρο σας; Γιατί θυμηθήκατε νὰ ἀσχοληθεῖτε καὶ ἀναφερθεῖτε τώρα, γιὰ ἐνέργειά μας τοῦ 2011; Τότε ποῦ εἴσαστε; Ξεκινήσατε ἐσεῖς στὶς ἀρχὲς Ἀπριλίου τὴν ἐπίθεση, πῆρε τὴν σκυτάλην στὴν συνέχεια (θὰ πιστέψω ὅτι τὸ ἔκανε ἄκων) ὁ κ. Ἄνδραλης ὑποστηρίζων ὅτι ἡ λανθασμένη θέση τοῦ βιβλίου σας εἶναι «διαφωτιστικότατη καὶ γκρέμισε συθέμελα τὶς θεωρίες τοῦ» π. Εὐθυμίου, καὶ τώρα τὴν συνεχίζετε ἐσεῖς, λίγο πρὶν τὴν Μ. Βδομάδα; Νομίζετε ὅτι δὲν ἔχουμε ἄλλο τι νὰ κάνουμε, παρὰ νὰ ἀπαντᾶμε στὶς ἔωλες, ἀστήρικτες καὶ ἐμπαθεῖς ἐπιθέσεις σας;
Ἄραγε, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιῶς, ὁ ὁποῖος καταφέρεται κατὰ τῶν ἰσχυρῶν τῆς ἡμέρας, δὲν δύναται νὰ περιορίσει τὴν ἐπιθετικὴ αὐτὴ συμπεριφορά σας; Ἢ μήπως, αὐτὸς σᾶς προτρέπει νὰ παίζετε αὐτὸν τὸν ἄχαρο ρόλο; Γιατί δὲν θέλετε τὴν ἀπομακρύνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστές; Γιατί σᾶς ἀρέσει νὰ κολυμπᾶτε στὴν γούρνα τῆς αἱρέσεως, νὰ τοὺς μνημονεύετε; Θεωρεῖτε ὅτι ἀγωνίζεστε κατὰ τῆς αἱρέσεως, ἀλλὰ φέρατε τὸν ἀγῶνα στὰ μέτρα σας, καὶ ὁ ἀγῶνας σας αὐτὸς εἶναι «ἀκαδημαϊκός», ἀρκεῖσθε δηλ. νὰ ἐκδίδετε ἀπὸ τὸ Γραφεῖο σας χάρτινες πιρουέτες-διαμαρτυρίες ἢ θεωρητικὲς “μελέτες”. Στὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τῶν ἀρχηγῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅμως, δὲν τολμᾶτε νὰ προχωρήσετε, τὴν ἀποφεύγετε, ὅπως ὁ διάβολος τὸ λιβάνι, παρόλο ποὺ ἀποκαλεῖτε τὸν Οἰκουμενισμὸ Παναίρεση! Ἀφοῦ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀποτειχίζονται οἱ λαϊκοί (σύμφωνα μὲ τὴν νομικιστικὴ καὶ σχολαστικιστικὴ προσέγγιση, ἀλλὰ καὶ ἁγιομαχικὴ κακόδοξη θέση σας) γιατί δὲν ἀποτειχίζεσθε ἐσεῖς, ποὺ ἔχετε ἀποδεχθεῖ ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι παναίρεση; Ποιά λογικὴ ἔχουν οἱ σκέψεις καὶ οἱ πράξεις σας;
Καὶ τί λέγω τὴν διακοπὴ μνημοσύνου· ἐσεῖς καὶ ὁ Μητροπολίτης σας, παρόλο ποὺ κουρασθήκαμε νὰ σᾶς παρακαλοῦμε καὶ νὰ σᾶς τὸ ζητοῦμε –χρόνια τώρα, καὶ πρὶν ἀποτειχιστοῦμε–, φοβᾶσθε ἀκόμη καὶ νὰ ὑποδείξετε ποιοί εἶναι οἱ αἱρετικοί, γιὰ νὰ προφυλάξετε τουλάχιστον ἐμᾶς, τὸ «ἀνεύθυνο» ποίμνιο, ποὺ ἂν δὲν ἀποτειχισθοῦν οἱ ποιμένες μας (κατὰ τὶς θεωρίες σας), πρέπει νὰ πεθάνουμε μέσα στὴν αἵρεση. Καὶ φοβᾶσθε νὰ κατονομάσετε τοὺ Οἰκουμενιστὲς ἀπὸ συμφέρον καὶ σκοπιμότητες (κι ὄχι ἀπὸ διάκριση, ὅπως διαδίδετε), γιατί ἂν τολμούσατε νὰ πεῖτε ὅτι π.χ. ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὁ Περγάμου Ἰω. Ζηζιούλας, ὁ Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ὁ Δημητριάδος Ἰγνάτιος εἶναι «παλαίμαχοι» Οἰκουμενιστές, πρέπει πάραυτα νὰ παύσετε νὰ ἔχετε ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία μαζί τους. Καὶ τότε θὰ ἀπομονωθεῖτε ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές. Θὰ εἴσαστε ὅμως πλησιέστερα στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἀλήθεια Του. Δὲν τὸ θέλετε αὐτό; Ἀλλά, βέβαια, τότε δὲν θὰ μπορεῖ ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς νὰ παρίσταται σὲ πανηγυρικὲς ἐπισκέψεις τοῦ ἀρχηγέτη τῆς αἱρέσεως Πατριάρχη Βαρθολομαίου, δὲν θὰ μπορεῖ νὰ βραβεύει καὶ νὰ παρασημοφορεῖ π.χ. τὸν κ. Ἰγνάτιο Δημητριάδος, ἀποκαλώντας τον «ἐκλεκτὸ τοῦ Θεοῦ»! Μᾶς λέγατε στὴν ἀρχή, ὅτι ὁ Ἱ. Κανόνας εἶναι δυνητικός. Σᾶς ἀπέδειξε ὁ π. Εὐθύμιος ὅτι ὁ Ἱ. Κανόνας συνοψίζει τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ σᾶς ἀνέφερε ἑκατοντάδες πατερικὰ κείμενα καὶ παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι εἶναι ὑποχρεωτικὴ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀκολουθοῦν συνειδητὰ τὴν Ἁγιο-Πατερική διδασκαλία γιατὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων (“consensus Patrum”). Δὲν τὸ δεχθήκατε. Καὶ ὄχι μόνο δὲν τὸ δεχθήκατε, ἀλλὰ καὶ μειοδοτήσατε. Ἐμμέσως, πλὴν σαφῶς, στὴν συνέχεια γράψατε ἀθεολογήτως καὶ σκοπίμως ὅτι ἡ ἀποτείχιση πρέπει νὰ πραγματοποιεῖται μετὰ τὴν ἀπόφαση Συνόδου! Ἄρα καταργήσατε ἀκόμα καὶ τὸ δυνητικόν τοῦ Ἱ. Κανόνος. Μὰ τότε, πάτερ, μετὰ τὴν ἀπόφαση Συνόδου, δὲν μιλᾶμε γιὰ ἀποτείχιση. Ὁ Κανόνας, τὸν ὁποῖο «ἑρμηνεύσατε», μιλᾶ γιὰ ἀποτείχιση πρὶν τὴν ἀπόφαση Συνόδου! Οὔτε αὐτὸ δὲν καταλάβατε; Ἤδη ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς, σᾶς ἀπάντησε μὲ μιὰ μελέτη ποὺ καλύπτει 250 περίπου σελίδες βιβλίου (ποὺ θὰ δημοσιεύσουμε στὸ ἑπόμενο τεῦχος τοῦ περιοδ. «Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος») καὶ σᾶς ἔθεσε καταληκτικὰ δυὸ ἐρωτήματα γιὰ συζήτηση. Ἐσεῖς, ἀντὶ κατὰ προτεραιότητα νὰ ἀπαντήσετε σὲ αὐτά, εἰσάγετε νέα ἐρωτήματα στὴ συζήτηση, καὶ ἀπαντᾶτε σὲ ἄλλα, προσπαθώντας νὰ ἀποφύγετε τὴν συζήτηση τῶν τεθέντων ἐρωτημάτων καὶ ἀσφαλῶς, ἀποπροσανατολίζοντας ἔτσι τὸν διάλογο. «Ἀπορία ψάλτου βήξ».
Μὴ ξεχνᾶτε, ὅμως, πάτερ Παῦλε, ὅτι ὅλες οἱ Ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, εἶναι «ὑποχρεωτικὲς» καὶ ὄχι «δυνητικὲς» γιὰ τὸν ἀγῶνα μας κατὰ τῶν παθῶν καὶ γιὰ τὴν διατήρηση τῆς σωτηριώδους ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἡ ὁμολογία τῆς Πίστεως καὶ ὁ ἀγῶνας αὐτὸς μᾶς βοηθοῦν νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεό. Ὁ καθένας, ὅμως, ἀνάλογα μὲ τὶς γνώσεις τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων, τὸν προσωπικό του ἀγῶνα καὶ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ τὶς ἐφαρμόζει. Ἄρα ὁ κατ’ οἰκονομίαν καὶ συγκατάβασιν ὅρος «δυνητικὸς» καὶ «προαιρετικός», δὲν ἐκφράζει τὴν οὐσία τῆς χριστιανικῆς βιοτῆς. Σκιαμαχεῖτε, καὶ μᾶς ἀναγκάζετε κι ἐμᾶς νὰ ἀπολογούμεθα, γιὰ πράγματα ἀνούσια. Κι ἔτσι ἀφήνετε τὴν αἵρεση καὶ τοὺς αἱρετικοὺς ἀνενόχλητους, δίνεται καιρὸς στὴν αἵρεση νὰ προελαύνει, νὰ ἑδραιώνεται, νὰ γκρεμίζει τὴν Πίστη, νὰ ἀλλοιώνει τὶς συνειδήσεις τῶν κληρικῶν καὶ τῶν πιστῶν.
Καὶ μιὰ πληροφορία, ποὺ ἤδη σᾶς εἶναι γνωστή. Ὅταν ἀποτειχιστήκαμε, δὲν τὸ κάναμε μόνοι μας. Ἀλλὰ ἀκολουθώντας τὸν Ἱερομόμαχο π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ ὁ ὁποῖος δὲν ὑπέγραψε (ὅπως καὶ ἄλλοι δυὸ ἱερεῖς, ποὺ τελικὰ δὲν ὑπέγραψαν), ἀφοῦ εἶχε ἀποτειχισθεῖ ἑπτὰ χρόνια πρίν, μὲ μιὰ ὁμάδα πνευματικῶν του τέκνων. Ἁπλῶς τότε, ἡ ἀποτείχιση ἔλαβε ἐπίσημο χαρακτῆρα, λόγῳ τῆς ἔξαρσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μὲ τὰ γνωστὰ γεγονότα. Μὴ ξεχνᾶτε δέ, ὅτι ἡ Σύναξη κληρικῶν, στὴν ὁποία ἀνήκετε ἐσεῖς καὶ ὁ Μητροπολίτης σας, ἀποδέχονταν τὸν π. Εὐθύμιο καὶ τὸν στήριξαν. Ἀπόδειξη ἡ ὁμιλία τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση (ποὺ θὰ δημοσιεύσουμε στὸ ἱστολόγιο «Πατερικὴ Παράδοση»), καὶ ἐδῶ παρουσιάζουμε τὰ συγκεκριμένα λόγια ποὺ εἶπε γιὰ τὸν π. Εὐθύμιο:
«Ἡ ἀποψινή μας παρουσία ἐδῶ (σ.σ. στὸ Βόλο, ὅπου ἔδωσε τὴν ὁμιλία αὐτὴ ὁ π. Θεόδωρος) καὶ ἡ δική μου καὶ τῶν Θεσσαλονικέων ἀδελφῶν, εἶναι καὶ μία συμπαράσταση πρὸς τὸν ταλαιπωρούμενο ἀδελφὸ καὶ πατέρα, πρὸς τὸν ἀδίκως τιμωρηθέντα π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ, ὁ ὁποῖος ἐτόλμησε καὶ ἐσήκωσε μόνος ἐπὶ ἔτη τὸ «βάρος τῆς ἡμέρας», τὸ βάρος τῆς ἀντιπαραθέσεως μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τοὺς Οἰκουμενιστὰς Ἐπισκόπους».
Νὰ μὴ ἐπαναλάβουμε ἐδῶ ξανά, τὴν γνωστὴ ἐπαινετικὴ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ Μητροπολίτης σας κ. Σεραφεὶμ πρὸς ἐμᾶς καὶ κυρίως στὸν π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ, μόλις πρὶν ἕνα χρόνο (12 Φεβ. 2012), δηλαδὴ μετὰ τὴν ἀποτείχιση, στὴν ὁποία μᾶς ἐπαινοῦσε γιὰ τὸν ἀγῶνα μας, ἐπαινοῦσε δὲ καὶ τὸν π. Εὐθύμιο, ἐπειδὴ μὲ τὸ περὶ Διακοπῆς Μνημοσύνου βιβλίο του «ὑπερασπιζόταν τὴν κανονικὴ ἀληθεία»!!! (Τόσο γρήγορα, κι ἐσεῖς κι αὐτός, ξεχνᾶτε, ὥστε ὁ πρὶν ἕνα χρόνο ἐπαινούμενος ἀπὸ τὸ Μητροπολίτη σας, μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες, καὶ ξαφνικά, ἔγινε κακόδοξος;).
Σὲ μιὰ τελευταῖα προσπάθεια πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ διαλόγου, σᾶς παραθέτω κάποια κείμενα Πατέρων, ἱστορικὰ γεγονότα καὶ τὸ σχολιασμό τους, ποὺ καταδεικνύουν ὅτι ἡ ἀποτείχιση εἶναι ὑποχρεωτική, ὄχι μὲ τὸν δικανικὸ καὶ σχολακιστικὸ τρόπο ποὺ ἐσεῖς τὴν ἐννοεῖτε, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια ποὺ ἔχουν ὅλες οἱ Ἐντολές: α) ὅποιος προσπαθεῖ νὰ τηρεῖ τὶς Ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, προσπαθεῖ νὰ ἀγαπᾶ τὴν Ἀλήθεια, ὅποιος ἀγαπᾶ τὴν Ἐκκλησία σὰν τὸ σπίτι του, δὲν μπροεῖ νὰ ἀδιαφορεῖ ὅταν ὑποβιβάζεται, προδίδεται, ἀτιμάζεται ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας.
β) οἱ λαϊκοὶ ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς ἐνδιαφερόμενοι καὶ πονοῦντες κι αὐτοὶ γιὰ τὴν μητέρα τους Ἐκκλησία, δὲν μποροῦν νὰ μένουν ἀπαθεῖς καὶ νὰ περιμένουν ἐσαεί, πότε θὰ θελήσουν οἱ κληρικοὶ νὰ ἀντιδράσουν Εὐαγγελικὰ καὶ ἁγιοπατερικά. Ἔχουν ὑποχρέωση νὰ ὑπακούσουν ὄχι κυρίως στοὺς συγχρόνους τους ποιμένες, ἀλλὰ στοὺς ἀναγνωρισμένους Ἁγίους, στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀσφαλῶς στοὺς σημερινοὺς πνευματικούς, ὅταν συμφωνοῦν μὲ τοὺς Ἁγίους. Διότι οἱ σύγχρονοι ποιμένες, μπορεῖ νὰ ἀποδειχθοῦν Ἅγιοι, μπορεῖ νὰ ἀποδειχθοῦν καὶ ψευδοποιμένες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς λέγει νὰ ἀπομακρυνόμαστε. Ἔχουν λοιπόν, ὑποχρέωση οἱ λαϊκοὶ νὰ ἀποτειχίζονται, νὰ καταγγέλλουν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ αὐτούς, γιατὶ αὐτὸ διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση. 
ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ
Γιὰ νὰ σᾶς στερήσω τὸ δικαίωμα νὰ ἀπορρίψετε ἐξ ἀρχῆς τὰ κείμενα ποὺ σᾶς καταθέτω, σᾶς δηλώνω, ὅτι τὰ περισσότερα εἶναι ἀπὸ ἄλλες πηγὲς καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ. Κάποια ἔχω δανιστεῖ καὶ ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ Πατερικὴ στάση στοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους», ποὺ ἐγράφη πρὶν γράψει τὰ βιβλία αὐτὰ ὁ π. Εὐθύμιος.
Στὸ τέλος, ὡς Ἐπίμετρο, παραθέτω ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, τὸν ὁποῖο μέχρι τώρα τὸν παρερμήνευαν ὡς ἀπὸ συμφώνου ὅλοι οἱ Οἰκουμενιστές. Τώρα δέ, μὲ ἔκπληξη βλέπουμε νὰ τὸν παρερμηνεύουν καὶ κάποιοι ἀπὸ τὸ χῶρο τῶν ἀντι-Οικουμενιστῶν, ὅπως ἐσεῖς, ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης, ἡ Ἱ. Μονὴ Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μάλιστα ὁ καθηγητὴς τοῦ Ἀριστοτελείου κ. Βασίλειος Τσίγκος, ἐπειδὴ ἀκριβῶς παρερμηνεύει τὸν Ἅγιο Θεόδωρο ἀπὸ χρόνια, ἐκλήθη ἀπὸ τὴν Ἱ. Μ. Δημητριάδος γιὰ νὰ ὑποστηριξει τὶς θέσεις τοῦ Οἰκουμενιστὴ Ἐπισκόπου κ. Ἰγνατίου, ἐναντίον τῆς ἀποτειχίσεως, ὅπως ἀφησε νὰ ἐννοηθεῖ ὁ κ. Ἰγνάτιος, ὅταν προλόγισε τὸν κ. Τσίγκο (http://imd.gr/site/news/3/1187). Καὶ ὁ κ. Τσίγκος παρουσίασε τὴν εἰσήγησή του (15/4/2013) εἰς πεῖσμα τῆς ἀλήθειας, εἰς πεῖσμα τῶν κειμένων, εἰς πεῖσμα ἐπιστολῶν ποὺ τοὺς ἐπεσήμαιναν τὴν λάθος τοποθέτησή του.
Γιὰ ὅλους αὐτοὺς ποὺ παρερμηνεύουν τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου, παρατίθενται μερικὲς δεκάδες κείμενα ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεόδωρο, στὰ ὁποῖα φαίνεται καθαρὰ ποιά ἦταν ἡ θέση τοῦ Ἁγίου. Ὁ ἅγ. Θεόδωρος βλέπουμε νὰ διδάσκει τὴν ἀποτείχιση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, σημειώνοντας ὅτι σ’ αὐτὸ ἀκολουθεῖ τοὺς πρὸ αὐτοῦ Ἁγίους. Βλέπουμε νὰ χρησιμοποιεῖ τὴν ἴδια ποιμαντικὴ ἀντιμετώπιση καὶ διδασκαλία γιὰ τοὺς αἱρετικούς, εἴτε πρόκειται γιὰ αἱρετικοὺς ποὺ ἀνήκουν σὲ μιὰ χριστολογικὴ αἵρεση (Εἰκονομαχία), εἴτε πρόκειται γιὰ χριστιανοὺς ποὺ ἀθετοῦν μιὰ Ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ (π.χ. τὴν περὶ μοιχείας). Βλέπουμε νὰ χρησιμοποιεῖ τὴν ἴδια ποιμαντικὴ ἀντιμετώπιση καὶ διδασκαλία γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, εἴτε ἡ κακοδοξία τους εἶναι καταδικασμένη ἀπὸ Ὀρθόδοξη Σύνοδο, εἴτε ἡ ἴδια κακοδοξία ἔχει ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ Σύνοδο Κανονικῶν Ἐπισκόπων ὡς ὀρθόδοξη, ὅπως συνέβη μὲ τὴν Σύνοδο τῆς Ἱέρειας (754 μ.Χ.), τὴν ὁποία, ὅμως, ἑπόμενη Σύνοδος ἢ ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ τὴν καταδίκασε.
Σὲ ὀξεία ἀντίθεση μὲ σᾶς, π. Παῦλε, τὸ κριτήριο τοῦ ἁγ. Θεοδώρου (ὅπως καὶ τῶν ἁγίων Ἀθανασίου, Βασιλείου, Μαξίμου κ.λπ.) δὲν εἶναι μιὰ σύγχρονη Σύνοδος, ἀλλὰ ἡ διαχρονικὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τὴν ὁποία πρέπει νὰ διατυπώνει κάθε Σύνοδος ποὺ θέλει νὰ λέγεται Ὀρθόδοξος. Οἱ πιστοί, δὲν εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ ἀκολουθήσουν τὴν στάση μιᾶς Συνόδου ἢ τὴ στάση τῶν Ἐπισκόπων μιᾶς χρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς περιόδου ἀπέναντι σὲ ἕνα θέμα ποὺ διχάζει τοὺς πιστούς, ἀλλὰ τὴ διδασκαλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς, ὅπως τὴν ἔχουν ἑρμηνεύσει οἱ Πατέρες καὶ τὴν ἔχει ἀποδεχθεῖ διαχρονικὰ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ Ἅγιοί της, λοιπόν, ἀντιμετωπίζουν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τοὺς αἱρετικούς. Εἴτε εἶναι καταδικασμένοι οἱ αἱρετικοὶ ἀπὸ Σύνοδο, εἴτε εἶναι «ἄκριτοι»· εἴτε ἔχουν καταδικασθεῖ μὲν κάποιες αἱρετικὲς θέσεις σὲ παλαιότερους χρόνους, ἀλλ’ οἱ ἑκάστοτε αἱρετικοὶ δὲν ἔχουν κριθεῖ ἀκόμα ἀπὸ Σύνοδο, (ὅπως π.χ. οἱ Πνευματομάχοι ἐπὶ Μ. Βασιλείου ἢ οἱ ἀποκαλούμενοι «μοιχοζεῦκτες» ἐπὶ Θ. Στουδίτου, ἢ οἱ Οἰκουμενιστὲς στὴν ἐποχή μας κ.λπ.).
Δὲν θέλετε νὰ καταλάβετε, π. Παῦλο ὅτι, π.χ. ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἀποτρέπει, βέβαια, τὴν κοινωνία μὲ αὐτοὺς ποὺ ἦσαν –ὅπως ἀκριβῶς ἐμεῖς σήμερα τοὺς ὀνομάζουμε– «Εἰκονομάχοι», οἱ Εἰκονομάχοι, ὅμως, ἀποτελοῦσαν τότε τὴν ἐπίσημη Ἐκκλησία (τοῦ Πατριάρχου ὑπακούοντος στὸν Κωνσταντῖνο Ε΄ τὸν Κοπρώνυμο)· δηλαδὴ θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους ὀρθόδοξους (εἰδικὰ ὁ ἁπλὸς λαός), ἀφοῦ ἀκολουθοῦσαν τὴν ἀπόφαση μιᾶς πολυπληθοῦς Συνόδου (τῆς Ἱέρειας) ἑκατοντάδων Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι κατὰ τεκμήριο ἦσαν Κανονικοὶ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, μὲ Κανονικὴ χειροτονία καὶ διαδοχή, καὶ ἡ ἐναντίον τῶν Εἰκόνων ἀπόφαση ποὺ ἐξέδωσαν, εἶχε ληφθεῖ ἐν Συνόδῳ. Ἄρα ἡ Σύνοδος θεωροῦσε τοὺς Εἰκονόφιλους αἱρετικούς, ἐπειδὴ λάτρευαν τὶς εἰκόνες, ὅπως σήμερα πολλοὶ Ἐπίσκοποι καὶ κληρικοὶ θεωροῦν ὡς ὀρθοδόξους τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστές, ἢ ἀρνοῦνται νὰ τοὺς κατονομάσουν, ὅπως κάνει ἡ δική σας Μητρόπολη: δὲν θέλετε (ὡς Μητρόπολη) οὔτε κἂν νὰ μᾶς ὑποδείξετε ποιοί εἶναι, ὥστε νὰ τοὺς γνωρίζουν οἱ πιστοί! Ἀλήθεια, τόσο παράλογο εἶναι αὐτὸ ποὺ σᾶς ζητᾶμε;
Στὴν πραγματικότητα, βέβαια, στὴν περίπτωση τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας, ἡ Σύνοδος ἦταν αἱρετική, ὅπως καὶ οἱ Ἐπίσκοποι ποὺ τὴν συγκρότησαν. Καὶ ἦταν αἱρετικοί, διότι ἔρχονταν ἀντίθετοι μὲ τὴν Ἀλήθεια, μὲ τὴν διαχρονικὴ διδασκαλία καὶ θεολογία τῶν Ἁγίων περὶ τῶν Εἰκόνων. Βλέπετε, λοιπόν, ὅτι συνέβαινε καὶ τότε, αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ κάνετε ἐσεῖς σήμερα. Ναὶ μέν, δὲν ἔχει ὑπάρξει Σύνοδος ποὺ νὰ καταδικάσει τὸν Οἰκουμενισμό, παρὰ ταῦτα ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι καταδικασμένη ἀπὸ προηγούμενες Συνόδους, ἀφοῦ οἱ σύγχρονοι Οἰκουμενιστὲς περιπίπτουν σὲ κακοδοξίες ποὺ ἔχουν καταδικάσει προηγούμενες τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, καθόσον ἀντιτίθενται στὴν Ἁγ. Γραφὴ καὶ στὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων. Μάλιστα ὁ Οἰκουμενισμὸς ἔχει «καταδικασθεῖ» ὡς αἵρεση καὶ ἀπὸ τὸν σύγχρονο Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, καὶ ἄρα πληροῦται ὁ ὅρος τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος ποὺ λέγει ὅτι ἡ αἵρεση πρέπει νὰ εἶναι καταδικασμένη ἀπὸ Σύνοδο ἢ Ἅγιο.
Στὴ ἁγιοπατερικὴ αὐτὴ λογικὴ καὶ σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς καταδίκες δὲν στηρίχτηκε, ἄραγε, καὶ ὁ Μητροπολίτης σας, γιὰ νὰ ἐκφωνήσει τὰ ἀναθέματα κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κατὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 2011 καὶ 2012 (ὄχι ὅμως, καὶ τὸ 2013, γιατὶ φαίνεται ὅτι πιστεύει ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς τὸν φοβήθηκε, «ξορκίστηκε» καὶ ἐξέλειπε μετὰ τὰ ἀναθέματα ποὺ ἐκφώνησε κατὰ τὰ δύο προηγούμενα χρόνια! Ἐκτὸς ἂν ὑποθέσουμε ὅτι οἱ ἀπειλὲς τοῦ Φαναρίου, καὶ ἡ προειδοποίηση τοῦ Δημητριάδος, ἔπιασαν τόπο).
Τὸ πρέπον ἦταν, π. Παῦλε, ὄχι μόνο νὰ μὴ ἐναντιώνεστε πρὸς τοὺς ἀποτειχισθέντες (ἄσχετα ἂν ἡ ἀποτείχιση εἶναι δυνητικὴ ἢ ὑποχρεωτική), ἀλλὰ νὰ εἴχατε ἐσεῖς ἀποτειχισθεῖ ἀπὸ τὴν αἵρεση ποὺ ἀναθεματίσατε· διαφορετικὰ γιατί τὸ κάνατε; Τὸ πρέπον ἦταν νὰ μᾶς συμβουλεύετε νὰ σᾶς μιμηθοῦμε ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὴν «φίλη Ὀρθοδοξία» στὴν διακοπὴ μνημοσύνου τοῦ αἱρεσιάρχη Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ποὺ ἤδη ἐσεῖς, πρὸ πολλοῦ ἔπρεπε νὰ εἴχατε ἐπιτελέσει! Ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης διδάσκει (καταχωροῦμε τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἱ. Μονῆς Γρηγορίου) ὅτι «σε περιόδους αἱρέσεως “χρέος νὰ ἀγωνίζεται, νὰ ὁμιλῇ καὶ νὰ διδάσκῃ τὸν λόγο τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχει ὄχι μόνο αὐτὸς ποὺ ὑπερέχει σὲ βαθμὸ καὶ γνῶσι, ἀλλὰ ἀντιθέτως, ἀκόμη καὶ αὐτὸς ποὺ κατέχει τὴν θέσι τοῦ μαθητοῦ ὀφείλει νὰ διακηρύττῃ τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ὁμιλῇ ἐλεύθερα. Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν εἶναι ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ τοῦ θείου Χρυσοστόμου καὶ ἄλλων Πατέρων. Οἱ ἡγούμενοι ὅμως ποὺ συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν βασιλέα δὲν ἔπραξαν ὅσα προανέφερα, ...ἀλλὰ ἀπεναντίας μᾶλλον σιώπησαν... Ἡ πρᾶξις τους αὐτὴ εἶναι προδοσία τῆς ἀληθείας, ἄρνησις τοῦ ἀξιώματός τους καὶ καταστροφὴ ὄχι μόνο τῶν ὑποτακτικῶν τους, ἀλλὰ καὶ τῶν ἰσοτίμων τους”» (Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἱ. Μονῆς Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους σελ. 347).
Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος Θεόδωρος: «Οἱ Ἀπόστολοι, ὅταν ἔλαβαν διαταγὴ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους νὰ μὴ διδάσκουν στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶπαν τὰ ἑξῆς: “Ὑμεῖς κρίνατε, εἰ δίκαιόν ἐστιν ὑμῶν ἀκούειν, ἢ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν” (Πραξ. δ΄ 19)· καὶ πάλιν “Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις” (Πράξ. ε΄ 29). Τέτοια καὶ παρόμοια θὰ ἔπρεπε οἱ ἡγούμενοι νὰ εἴπουν σ’ αὐτούς, γιὰ νὰ δοξασθῇ ὁ Θεὸς δι’ αὐτῶν, γιὰ νὰ ἐνισχύσουν τοὺς Ὀρθοδόξους, ...γιὰ νὰ ἐνισχύσουν αὐτοὺς ποὺ πάσχουν στὶς ἐξορίες. Ἀλλὰ γιατί προτιμᾶτε τὰ μοναστήρια περισσότερο ἀπὸ τὸ Θεό, καθὼς καὶ τὴν ἀνάπαυσι ποὺ αὐτὰ μᾶς παρέχουν ἀπὸ τὴν κακοπάθεια τῆς ὁμολογίας;”» (Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν..., σελ. 347).
Δὲν θὰ ἔπρεπε, π. Παῦλε, ὁ Πατριάρχης σας νὰ στηλιτεύει τοὺς –παρὰ τοὺς Ἱ. Κανόνες– συμπροσευχομένους μετὰ τῶν αἱρετικῶν; Δὲν θὰ ἔπρεπε, ἂν ἦταν Ὀρθόδοξος, νὰ συγκαλέσει Σύνοδο γιὰ νὰ καταδικάσει ὅσους ἀρνοῦνται τὴν Πίστη περὶ «Μίας» Ἐκκλησίας; Ἔπρεπε, ἀλλὰ –ἂν τὸ ἔκαμνε– θὰ κατεδίκαζε τὸν ἑαυτό του. [Μὴ μοῦ πεῖτε ὅτι δὲν εἶναι δικός σας ὁ Πατριάρχης, γιατὶ θὰ στενοχωρήσετε τὸν Μητροπολίτης σας, ὁ ὁποῖος εἶπε: «ἀποδέχομαι ἀπόλυτα τὶς κινήσεις καὶ τὶς θέσεις τοῦ παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ...ὁ ὁποῖος εἶναι πράγματι ἕνα ὑπεροχικὸ πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἕνας πρωτιστεύων πρωθιεράρχης» (Συνέντευξη στὸν κ. Ν. Παπαχρήστου, 13 Ἀπριλίου 2011)]. Ἂς συνεχίσω, ὅμως, μὲ τὸν ἅγ. Θεόδωρο ἀπὸ τὸ βιβλίο «Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν..., σελ. 348):
Κατηγορεῖ τοὺς ἡγουμένους, ποὺ δὲν διαμαρτύρονται γιὰ ὅσα αἱρετικὰ συμβαίνουν, ἀλλὰ διακιολογοῦνται: «Ἀλλὰ ἀποκρίνονται... οἱ κύριοι ἡγούμενοι: “Καὶ ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς γιὰ νὰ διαμαρτυρηθοῦμε;”». Καὶ ἀπαντᾶ: «Πρῶτον εἶναι Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν αὐτὴ τὴν στιγμὴ ὁπωσδήποτε νὰ ὁμιλήσουν· ἔπειτα εἶναι μοναχοί, οἱ ὁποῖοι δὲν παρασύρονται τόσο εὔκολα, ἐπειδὴ εἶναι ἐλεύθεροι καὶ ἀδέσμευτοι ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου· κατόπιν ἡγούμενοι, οἱ ὁποῖοι διορθώνουν καὶ τὶς ἀτέλειες τῶν ἄλλων καὶ ἔχουν χρέος νὰ μὴ δίδουν σὲ κανένα αἰτία σκανδάλου...» [Γιὰ τὴν ἱστορία, τὸ ἴδιο ἐρώτημα ἔθεσε καὶ τὸ περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ» τῆς 15 Ἀπριλίου 2013! Γράφει στὴν σελ. 180: Λυπηθήκαμε γιὰ τὴν «αὐτοπρόσωπη πατριαρχικὴ παρουσία στὴν ἐνθρόνιση τοῦ πάπα... Ποιός ὁ λόγος νὰ ἀθετήσει ὀρθόδοξη πρακτικὴ τόσων αἰώνων; Δὲν ἐλέγχουμε. Ποιοί εἴμαστε ἄλλωστε; Μόνο πονοῦμε». Καὶ ὁ πόνος σας, ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, δυστυχῶς θὰ μεγαλώνει μὲ εὐθύνη σας].
«Σὲ ἄλλη του ἐπιστολὴ ὁ Μέγας Θεόδωρος κατακρίνει τὸν ἡγούμενο Θεόφιλο, ποὺ ἁπλῶς εἶχε καταδεχθῆ νὰ κοινωνήσει μὲ τοὺς Εἰκονομάχους: “Ὢ τῆς πωρώσεως! Ὢ τῆς θεομαχίας! (γράφει). Διὰ τῆς περιφρονήσεως τῆς εἰκόνος Του ἔχει γίνει ἄρνηση τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. ”... Καὶ σύ, τρισάθλιε, ἐνῶ ἐνέδωσες στὴν θανάσιμη κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς..., λέγεις ὅτι ὅλα πᾶνε καλά... Καὶ ποιούς ἀδελφοὺς προφύλαξες; Ἐκείνους ποὺ καταστράφηκαν μὲ τὴν κοινωνία σου μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἔστω καὶ μὲ ἁπλῆ συναίνεσι; Ἔγινες σκάνδαλο τοῦ κόσμου, παράδειγμα ἀρνήσεως, προτροπὴ ἀπωλείας» (σελ. 348).
Βλέπετε, πάτερ, ὁ Ἅγιος, μιὰ ἁπλὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, μὲ πόσο αὐστηρὸ τρόπο τὴν κατακεραυνώνει; Καὶ σεῖς λέτε ὅτι δὲν εἶναι ὑποχρεωτικὴ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς; Δὲν εἶναι, ἄραγε, ὑποχρεωτικὴ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν ἀρνούμενο (σὺν πολλοῖς ἄλλοις) τὴν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἕνα βάπτισμα (9ο καὶ 10ο ἄρθρο τῆς Πίστεως) πατριάρχη Βαρθολομαῖο; Δὲν εἶναι ὑποχρεωτικὴ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν ἀνατρέποντα πολλὲς δογματικὲς ἀλήθειες Περγάμου Ἰωάννη (Ζηζιούλα) καὶ τὴν ὅλη αἱρετικὴ τους φωλιά; Τί θὰ ἔλεγε γιὰ σᾶς σήμερα καὶ τὸν Μητροπολίτη σας, ποὺ ἔχετε ὀνομάσει τὸν Οἰκουμενισμὸ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ καὶ τὸν ἔχετε ἀναθεματίσει καί, ὅμως, σέρνεσθε πίσω ἀπὸ τὸν σύγχρονο θεομάχο αἱρεσιάρχη Βαρθολομαῖο, ὑποδεχόμενοι αὐτὸν μαζὶ μὲ ἄλλους Ἐπισκόπους καὶ κληρικοὺς καὶ ἀπευθύνοντες πρὸς αὐτὸν τὸν οὐρανομήκη ὕμνο ποὺ ἁρμόζει στὸν Χριστό, τὸ «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»; Αὐτὸν τὸν ἴδιο ὕμνο ἐπεφύλαξε ὁ κ. Βαρθολομαῖος στὸν αἱρεσιάρχη Πάπα, ὅταν τὸν ἐπεσκέφθη στὸ Φανάρι τὸ 2006: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Ὑποδεχόμαστε τὴν Ἁγιότητά Σας μὲ μεγάλη χαρά, τιμή καὶ ἀγάπη»!!! Αὐτὸν τὸν ἴδιο ὕμνο (κατὰ μίμηση) ἀναφώνησε καὶ ὁ Γερμανίας Αὐγουστῖνος πρὸς τὸν Πάπα Βενέδικτο. Παρακολουθοῦμε ἔκπληκτοι νὰ παίζεται, ἕνα παναιρετικὸ γαϊτανάκι! Τί εὐτελισμὸς καὶ τί παράνοια! Παίζετε ἐν οὐ παικτοῖς, «δόξα παρ’ ἀλλήλων λαμβάνοντες».
Ἂς ἔλθουμε νὰ δοῦμε, τώρα, ἂν ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας, γίνεται ὅταν ἀποφανθεῖ μιὰ Σύνοδος ὅτι κάποιος εἶναι αἱρετικός, ἢ ἀμέσως μετὰ τὴν παραγνώριση τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων ἢ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Θὰ τὰ δανειστοῦμε ἀπὸ τὴν Ἱ. Μ. Γρηγορίου καὶ ἀπὸ Πατερικὰ κείμενα:
α) «Πράγματι, οἱ Ὀρθόδοξοι διέκοψαν τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν ἅγιο Μακεδόνιο Κων/πόλεως, ὁ ὁποῖος ὑπέγραψε τὸν παραμερισμὸ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. (Σ.σ.: Ὅπως ὁ κ. Βαρθολομαῖος σήμερα παραμέρισε πλῆθος Ἱερῶν Κανόνων καὶ κυρίως τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως Νικαίας-Κων/πόλεως). Ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας πραγματοποιήθηκε κατόπιν δημοσίας ὁμολογίας τοῦ πατριάρχου, ὅτι ἀποδέχεται τὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο» (Οἱ ἀγῶνες... σελ. 374).
β) «Ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία διακόπηκε καὶ μὲ τὸν διάδοχο τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου Τιμόθεο, ὁ ὁποῖος ἀναθεμάτιζε ὅσους ἀπεδέχοντο τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ὁ λαὸς μάλιστα τῆς Κων/πόλεως προτιμοῦσε νὰ μένῃ ἀκοινώνητος γιὰ πολλὰ ἔτη, παρὰ νὰ κοινωνήσῃ μὲ τὸν αἱρετικὸ πατριάρχη Τιμόθεο» (Οἱ ἀγῶνες..., σελ. 374-375).
γ) Ὁ Μ. Βασίλειος δίδασκε τὴν ἀποτείχιση ἀπὸ μιὰ νέα αἵρεση ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμα καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο (γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Μ. Βασίλειος δὲν ἐπικαλεῖται κάποια Σύνοδο, ἀλλὰ χωρίο τῆς Ἁγ. Γραφῆς). Ἡ νέα αὐτὴ αἵρεση καταδικάστηκε, ἀλλὰ πολὺ ἀργότερα, ἀπὸ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Γράφει πρὸς τὸν «μονάζοντα Οὐρβίκιον» ὁ Μ. Βασίλειος, περὶ διακοπῆς «τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀφοῦ εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ ἀδιαφορία σ’ αὐτὰ τὰ ζητήματα μᾶς στερεῖ τὴν παρρησίαν ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ» (Οἱ ἀγῶνες..., σελ. 362). Τὸ κείμενο: «Ἐπειδὴ δὲ ἦλθεν εἰς ἐμὲ ἡ φήμη ὅτι τινὲς τῶν μετὰ τῆς ἀγάπης σου ἐν τῇ ἀσθενείᾳ ταύτῃ τῶν λογισμῶν εἰσιν*, τοῦ Κυρίου τὸ δόγμα ἐν διαστρόφοις ὑπολήψεσι παραχαράσσοντας,** ἀναγκαῖον ἡγησάμην …ἔχειν τι τὴν ἐπιστολὴν ἡμῶν τοιοῦτον ὃ δύναται καὶ οἰκοδομῆσαι τὰς ψυχάς… Ταῦτα οὖν παρακαλοῦμεν διορθώσεώς τε τυχεῖν ἐκκλησιαστικῆς καὶ τῆς πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς κοινωνίας ὑμᾶς ἀπέχεσθαι, εἰδότας ὅτι τὸ ἐν τούτοις ἀδιαφορεῖν τὴν ἐπὶ Χριστοῦ παρρησίαν ἡμῶν ἀφαιρεῖται***» (* κεφ. 2, στ. 14-15, **κεφ. 1, στιχ. 14-22, ***κεφ. 2, στιχ. 16-22)».
δ) Τὸ ἴδιο διδάσκει ὁ Μ. Βασίλειος καὶ δι’ ἄλλην αἵρεση, τῶν Πνευματομάχων, ποὺ κι αὐτὴ δὲν εἶχε καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο, ἀλλὰ καταδικάστηκε μετὰ τὸν θάνατό του ἀπὸ τὴν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο! Δὲν εἶχε δηλ. ὁ Μ. Βασίλειος ὑπ’ ὄψιν του τὴν ἀπόφαση κάποιας Συνόδου, ἀλλ’ ἀντίθετα, ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἔλαβε ὑπ’ ὄψιν της τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Βασιλείου!
Ὁ Μ. Βασίλειος, λοιπόν, σὲ ἐπιστολή του διδάσκει τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς μὴ καταδικασθέντες συνοδικὰ αἱρετικούς. Ἀναφέρει: «Οἱ δὲ κτίσμα λέγοντες ἢ τὸν Υἱὸν ἢ τὸ Πνεῦμα ἢ ὅλως αὐτὸ εἰς τὴν λειτουργικὴν καὶ δουλικὴν κατάγοντες τάξιν μακράν εἰσι τῆς ἀληθείας, ὧν φεύγειν προσήκει τὰς κοινωνίας καὶ ἐκτρέπεσθαι τοὺς λόγους ὡς δηλητήρια ὄντα ψυχῶν» («Διακόνοις θυγατράσι Τερεντίου Κόμητος», ΕΠΕ 2,372).
Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του πρὸς τοὺς μοναχούς, γράφει: «Εἴ τις ἀνόμοιον λέγει κατὰ τὴν οὐσίαν τὸν Υἱὸν τῷ Πατρὶ ἢ εἰς κτίσμα κατάγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἀναθεματίζομεν καὶ ἐγγὺς εἶναι τῆς Ἑλληνικῆς τιθέμεθα πλάνης» (ΕΠΕ 3,108). Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι δὲν περιμένει κάποια Σύνοδο, ἀλλ’ ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος ἀναθεματίζει. Καὶ στὴν ἐπιστολή του «Τοῖς ἐν Ταρσῷ Πρεσβυτέροις», πάλι διδάσκει νὰ μὴ δέχονται εἰς κοινωνίαν «τοὺς λέγοντας κτίσμα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον» (ΕΠΕ 3,252). Ταυτόχρονα μὲ τὴν διδασκαλία γιὰ ἀποτείχιση ἀπὸ τῶν μὴ καταδικασθέντων Πνευματομάχων, ὁ Ἅγιος προέτρεπε καὶ συγκρότηση Συνόδου, γιὰ νὰ παύσει ἡ σύγχυση στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ διαιρέσεις καὶ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη. ε) Ἀλλὰ καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος διδάσκει τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς μὴ κεκριμένους ἀκόμα ἀπὸ Σύνοδο Πνευματομάχους. «Προέτρεπε νὰ φεύγουμε ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν αἵρεσι “ὡς ἀπὸ προσώπου ὄφεως”, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ κοινωνοῦσαν μὲ τοὺς αἱρετικούς» (Οἱ ἀγῶνες..., σελ. 362): «Εἰ δὲ διὰ τὴν Μακεδονίου αἵρεσιν ἀπολογούμενοι γράφειν ἐπιχειροῦσιν, ἔδει τῶν κακῶν φυτῶν τὰ σπέρματα προανελεῖν, καὶ τοὺς αὐτὰ παρασχόντας στηλιτεῦσαι, καὶ οὕτως τὰ ἀντ' ἐκείνων γράφειν ὀρθῶς, ἢ ἐκδικεῖν φανερῶς τὰ Μακεδονίου, ἵνα μὴ κεκρυμμένοι, ἀλλὰ φανερῶς πνευματομάχοι δεικνύωνται, καὶ πάντες αὐτοὺς φεύγωσιν ὡς ἀπὸ προσώπου ὄφεως» (Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν, λόγ. α΄, P.G. 26, 13C). Καί· «Ἵν' οὖν μὴ τοῦτο γένηται, θελήσατε, ἀγαπητοί, τοὺς μὲν φανερῶς φρονοῦντας τὰ τῆς ἀσεβείας ἀποστρέφεσθαι, τοὺς δὲ νομίζοντας τὰ Ἀρείου μὴ φρονεῖν, κοινωνοῦντας δὲ μετὰ τῶν ἀσεβῶν φυλάττεσθαι· καὶ μάλιστα ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπὸ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν» («Τοῖς τὸν μονήρη βίον ἀσκοῦσι»).
[Δεῖτε συμπληρωματικὰ καὶ πότε διακόπτεται ἡ Ἀποστολικὴ διαδοχή: «Ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ δὲν διακόπτεται μόνο διὰ τῆς παρανόμου ἐξωτερικῆς μεταδόσεως τῆς χειροτονίας, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον καὶ λόγῳ τῆς παρεκκλίσεως καὶ μόνο ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστι» (Οἱ ἀγῶνες..., σελ. 360-361). «”Πῶς τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας εἰσίν οἱ τὴν ἀποστολικὴν ἀποτιναξάμενοι πίστιν, καὶ καινῶν ἐφευρεταὶ γενόμενοι;” ἀναρωτιέται χαρακτηριστικὰ ὁ μέγας Ἀθανάσιος» (Οἱ ἀγῶνες... σελ. 360). Καὶ στὴ συνέχεια: (Πῶς Χριστιανοὶ εἰσίν) «οἱ τὰ μὲν τῶν θείων Γραφῶν λόγια καταλείψαντες, τὰς δὲ Θαλείας Ἀρείου σοφίαν καινὴν ὀνομάζοντες;» (Μ. Ἀθανασίου, Κατά Ἀρειανῶν, λόγ. α΄, κεφ. δ,΄, P.G. 26, 20A)].
Παρακολουθεῖστε τώρα καὶ τὴ στάση ἄλλων Ἐπισκόπων ἢ Ἁγίων γιὰ τὰ θέματα ποὺ συζητοῦμε:
Γεννάδιος Σχολάριος: «Ἔπειτα δὲν θεωρῶ μικρὸ πρᾶγμα τὸ μνημόσυνο τοῦ πάπα ἢ ὁποιουδήποτε ἐπισκόπου. Ἄλλωστε, ἡ πνευματικὴ κοινωνία τῶν ὁμοδόξων καὶ ἡ τελεία ὑποταγὴ πρὸς τοὺς γνησίους ποιμένες ἐκφράζετε μὲ τὸ μνημόσυνο. Οἱ Σύνοδοι καὶ οἱ ἄλλοι Πατέρες ὁρίζουν ὅτι “αὐτῶν ποὺ ἀποστρεφόμαστε τὸ φρόνημα πρέπει νὰ ἀποφεύγωμε καὶ τὴν κοινωνία” (Μ. Ἀθανασίου, Τοῖς τὸν μονήρη βίον ἀσκοῦσι..., Ρ.G. 26, 1188Β) καὶ ὅλα τὰ σχετικὰ ποὺ γνωρίζετε ὅτι ὁρίζουν. Πάνω ἀπ’ ὅλα ὅμως ὁ Κύριός μας λέγει: “Ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν” (Ἰω. ι΄, 5)» «Οἱ ἀγῶνες τῶν Μοναχῶν..., Ἱ. Μ. Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους, σελ. 303).
«Ὁ ὅσιος Νικόδημος (ὁ Ἁγιορείτης) προέτρεπε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἀποφεύγουν πάντας τοὺς αἱρετικοὺς ὡσὰν λοιμοὺς καὶ πανούκλας, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ μὲ αὐτοὺς πανουκλιάσουν καὶ ἀπωλεσθοῦν» «Οἱ ἀγῶνες τῶν Μοναχῶν..., σελ. 336). Τελειώνοντας, π. Παῦλε, καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Ἐπίμετρο, πρέπει νὰ σᾶς θυμίσω ὅτι ἔχουν περάσει κάποιες βδομάδες ἀφ’ ὅτου τελείωσε ἡ δημοσίευση τῆς ἀπαντήσεως τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ. Μᾶς εἶπαν ὅτι ζητήσατε μὲ e-mail νὰ σᾶς σταλεῖ ὅλο τὸ κείμενο τῆς ἀπαντήσεως, ποὺ δημοσιεύτηκε σὲ 20 περίπου συνέχειες, γιὰ νὰ ἀπαντήσετε μὲ τὴ σειρά σας. Το κείμενο σᾶς ἐστάλη, ἀλλὰ ἀκόμα δὲν ἀπαντήσατε στὸν π. Εὐθύμιο, σπεύσατε ὅμως νὰ ἀπαντήσετε στὸ μεταγενέστερο δικό μου κείμενο. Ὁ π. Εὐθύμιος περατώνοντας τὴν ἀπάντησή του, σᾶς ὑπέβαλε δύο ἐρωτήματα. Ἂν δὲν μπορεῖτε σύντομα νὰ ἀπαντήσετε στὸ μεγάλο ὄντως ἀπαντητικό του κείμενο, θὰ ἀποφύγετε νὰ ἀπαντήσετε καὶ στὶς δύο αὐτὲς ἀκροτελεύτειες ἐρωτήσεις;
(Σημ.: Ἀσφαλῶς ἡ συγκέντρωση τῶν κειμένων ποὺ παρέθεσα καὶ παραθέτω, λόγῳ ἐλλείψεως χρόνου, δὲν ἐξαντλοῦν τὸ θέμα, οὔτε ἔχουν συνδεθεῖ συστηματικά. Ἀποτελοῦν ἁπλῶς κάποιες ἐνδεικτικὲς ἀπαντήσεις). 
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ἂς ἐπανέλθουμε στὸ δυνητικὸ ἢ ὑποχρεωτικὸ τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, γιὰ τὸ ἂν μόνο οἱ κληρικοὶ ἔχουν δικαίωμα νὰ ἐφαρμόσουν τὴν ἀποτείχιση καὶ ὄχι οἱ λαϊκοί.
Ὁ Κύριος ἀπηύθυνε πληθῶρα συμβουλῶν στοὺς μαθητές Του. Τοῦτο, π. Παῦλε, σημαίνει πὼς ἴσχυαν μόνο γιὰ τοὺς μαθητές Του, ἢ μόνο γιὰ τοὺς Ἐπισκόπους; Δὲν ἰσχύουν γιὰ τοὺς μοναχούς, τὶς μοναχές, τοὺς λαϊκούς; Καὶ ἀπὸ ποῦ θὰ πάρουμε ἀπαντήσεις στὸ θέμα αὐτό, ἂν ὄχι ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες;
Ἔτσι καὶ στὸ θέμα τοῦ περὶ οὗ ὁ λόγος Ἱ. Κανόνος. Ὁ Ἱ. Κανὼν στηρίζεται στὴν διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ δὲν ἐξαντλεῖ ὅλα τὰ σχετικὰ θέματα. Ἂν ἐπιμείναμε σ’ αὐτὸν εἶναι, γιατὶ τὸν χρησιμοποίησαν καὶ μᾶς παρότρυναν πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση οἱ τῆς Συνάξεως τῶν κληρικῶν καὶ μοναχῶν, στὴν ὁποία κι ἐσεῖς ἀνήκετε. Ὅ,τι διδάσκει ὁ ΙΕ΄ Κανών, ὑπάρχει καὶ στηρίζεται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἐφαρμόστηκε ἐπὶ αἰῶνες στὴν Ἐκκλησία πρὶν τὴν δημιουργία τοῦ Ἱ. Κανόνος, καὶ ἀκόμη νωρίτερα, στοὺς χρόνους τῆς Π. Διαθήκης. Ἐπίσης ἐφαρμόστηκε καὶ μετὰ τὴν δημιουργία τοῦ Κανόνος.
Σᾶς ὑπενθυμίζω δύο τρία πράγματα, διά νά πεισθῆτε περί τῆς ἀληθείας τοῦ λόγου.
1) Τὴν ἀντίδραση τοῦ Λαοῦ τῆς Κων/πόλεως, ὅταν ὁ Νεστόριος (ποὺ ἔδωσε ὀρθόδοξες ἐξετάσεις ὡς Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, ἀφοῦ ἐκεῖ πολέμησε τὸν Ἀρειανισμό), ἔγινε Πατριάρχης Κων/πόλεως κι ἐκεῖ ἄρχισε νὰ διδάσκει τὴν αἵρεση. Τότε, πολὺς λαὸς ἀπομακρύνθηκε ἀπ’ αὐτόν, πρὶν καταδικασθεῖ ἀπὸ Σύνοδο· μάλιστα, ἐκεῖνος ποὺ βγῆκε πρῶτος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὴν ὁποία ἀκούστηκαν οἱ αἱρετικὲς διδασκαλίες του, ἦταν ἕνας λαϊκός! Τὴν ἀντίδραση αὐτὴ τοῦ λαοῦ, θεώρησε νόμιμη καὶ ἐπαινετὴ ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Κύριλλος, καὶ αὐτὸ τὸ ἐξέθεσε σὲ ἐπιστολή του ποὺ σώζεται.
2) Τὴν ἀντίδραση τοῦ λαοῦ τῆς Κων/πόλεως κατὰ τῶν Ἐπισκόπων ποὺ ὑπέγραψαν ὑπὲρ τῆς Ἑνώσεως στὴν Σύνοδο τῆς Φερράρας–Φλωρεντίας, ὅταν ἐπέστρεψαν στὴν Κων/πολι. Ἦταν τόσο αὐστηρὴ καὶ ἀγωνιστικὴ ἡ στάση τους, ὥστε ἀναγκάσθηκαν νὰ πάρουν οἱ Ἐπίσκοποι πίσω τὴν ὑπογραφή τους.
3) Ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος τοῦ 1848 θέτει τὸν λαὸ ὡς φύλακα τῆς πίστεως. Διαβάζουμε: «Παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι, οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ». 3) «Ἐντολὴ γὰρ Κυρίου μὴ σιωπᾶν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης Πίστεως. Ὥστε ὅτε περὶ Πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, ἐγὼ τίς εἰμί; Ἱερεύς; ἀλλ' οὐδαμοῦ. Ἄρχων; Καὶ οὐ δ’ οὕτως. Στρατιώτης; Καὶ ποῦ; Γεωργός; Καὶ οὐ δ' αὐτό τοῦτο. Πένης, μόνον τὴν ἐφήμερον τροφὴν ποριζόμενος, οὐδείς μοι λόγος καὶ φροντὶς περὶ τοῦ προκειμένου. Οὐά, οἱ λίθοι κράξουσι, καὶ σὺ σιωπηλὸς καὶ ἄφροντις;» (Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδιτης, P.G. 99, 1321B).
4) «...διὰ γὰρ τῆς τῶν προειρημένων πατέρων διδασκαλίας, οἱ λαοὶ ἐν γνώσει γινόμενοι τῶν τε σπουδαίων καὶ αἱρετῶν, καὶ τῶν ἀσυμφόρων καὶ ἀποβλήτων, τὸν βίον μεταρρυθμίζουσι πρὸς τὸ βέλτιον, καὶ τῷ τῆς ἀγνοίας οὐχ ἁλίσκονται πάθει, ἀλλὰ προσέχοντες τῇ διδασκαλίᾳ, ἑαυτοὺς πρὸς τὸ μὴ κακῶς παθεῖν παραθήγουσι, καὶ φόβῳ τῶν ἐπηρτημένων τιμωριῶν τὴν σωτηρίαν ἑαυτοῖς ἐξεργάζονται» (Κανόνας ΙΘ΄ ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος).
5) «Εὐχαῖς καὶ δάκρυσι τὸν Θεὸν καθικέτευσον πέμψαι σοὶ ὁδηγὸν ἀπαθῆ τε καὶ ἅγιον. Ἐρεύνα δὲ καὶ αὐτὸς τὰς Θείας Γραφάς, καὶ μάλιστα τὰς τῶν Ἁγίων Πατέρων πρακτικὰς συγγραφάς, ἵνα ταύταις ἀντιπαρατιθεὶς τὰ παρὰ τοῦ διδασκάλου καὶ προεστῶτος σοὶ διδασκόμενα καὶ πραττόμενα, ὡς ἐν κατόπτρῳ δύνασαι βλέπειν ταῦτα καὶ καταμανθάνειν καὶ τὰ μὲν συνᾴδοντα ταῖς Γραφαῖς, ἐγκολποῦσθαι κατέχειν τῇ διανοίᾳ. Τὰ δὲ νόθα καὶ ἀλλότρια, διακρίνειν καὶ ἀποπέμπεσθαι, ἵνα μὴ πλανηθῇς. Πολλοὶ γάρ, ἴσθι, πλάνοι καὶ ψευτοδιδάσκαλοι, ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις γεγόνασιν» (Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Ρ.G. 120, 617).
Στὴ συνέχεια παρατίθενται σχετικά ἀποσπάσματα ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου, οἱ ὁποῖες ἀπευθύνονται σὲ λαϊκούς. Στὰ κείμενα αὐτὰ διακρίνει κανείς, ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν διδάσκει δικές του ἰδέες, ἀλλὰ τὴν διαχρονικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ κάθε τόσο ἐπικαλεῖται τοὺς πρὸ αὐτοῦ Πατέρες. Εἶναι δὲ ἡ διδασκαλία του ἀποκρυσταλλωμένη καὶ συνεπής. Τὴν ἐφάρμοσε ὁ ἴδιος, καὶ αὐτὸ συνιστοῦσε καὶ στοὺς παραλῆπτες τῶν ἐπιστολῶν του, ποὺ ἦσαν πολλὲς δεκάδες πρόσωπα μὲ διαφορετικὸ μορφωτικὸ καὶ κοινωνικὸ ἐπίπεδο, τὶς ἀπέστειλε δὲ ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ μοναστήρι του, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐδιώκετο ἢ ἦταν ἐν φυλακῇ.
Στὰ κείμενα καὶ στὶς ἐπιστολὲς ὁ Ἅγιος διδάσκει πώς:
α) ἀπαγορεύεται ἡ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, εἴτε αὐτοὶ ἔχουν καταδικασθεῖ ἀπὸ Οἰκουμενική Σύνοδο, εἴτε ὄχι. Ἡ ἀπαγόρευση τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς, εἶναι ἡ Διακοπὴ Μνημοσύμου ἢ ἡ ἀποτείχιση γιὰ τοὺς λαϊκούς, γι’ αὐτὸ ὁ Ἅγιος τὸ κάνει σαφὲς στὶς ἐπιστολὲς ποὺ ἀκολουθοῦμ καὶ οἱ ὁποῖες εἶχαν σταλεῖ σὲ μοναχοὺς καὶ Λαϊκούς, ἐκτὸς ἐκείνων ποὺ ἀπαευθύνθηκαν σὲ ἱερωμένους.
β) ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου καὶ ἡ ἀποτείχιση, (χρησιμοποιουμένης ὅπου χρειάζεται τῆς Οἰκονομίας) εἶναι ἡ ὀρθόδοξη στάση τῶν πιστῶν ἀπέναντι στὴν αἵρεση, ἀφοῦ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία μὲ αὐτοὺς συνιστᾶ μολυσμὸ καὶ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸ Θεό.
γ) «Ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἡ ἀσφάλεια εἶναι νὰ συνταχθοῦμε μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ ὄχι μὲ τὰ πρόσωπα, ὅσο ὑψηλὰ καὶ ἄν ἵστανται».
δ) «Ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἡ Ἐκκλησία παύει νὰ ἔχη τὴν ἱεραρχική της δομή ὡς πρὸς τὴν διοίκησι, τὴν ὁποία ἔχει ἐν καιρῷ εἰρήνης καὶ Ὀρθοδοξίας καὶ λαμβάνει τὴν ὁμολογιακὴ μορφή, ἡ ὁποία στὴν περίπτωσι αὐτὴ εἶναι μαρτυρικὴ καὶ σωστική». ε) Κατ’ οὐδένα λόγο δικαιολογεῖται τὸ σχίσμα καὶ ἡ δημιουργία ἄλλου θυσιαστηρίου.
«Σεργίῳ ὑπάτῳ καὶ ἐξαδέλφῳ: …Οἶδεν γὰρ ἡμῖν ὁ ἀγαθὸς θεὸς καὶ διὰ τῶν ἐναντίων καὶ θλιπτικῶν οἰκονομεῖν τὰ συμφέροντα, μετὰ δὲ πάντα ἔργον τὸ φυγεῖν τὴν κοινωνίαν τῆς χριστομάχου αἱρέσεως, ἧς ἡ μέθεξις μελαίνει τὴν ψυχὴν καὶ ἀπόλλυσιν» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 144, line 1t).
«Σπαθαρέᾳ: ὡς μανθάνω, φυλάττεις ἑαυτὴν ἀμέθεκτον τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας…» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 228, line 1t).
Ναυκρατίῳ τέκνῳ: «πᾶς ὀρθοδοξῶν κατὰ πάντα πάντα αἱρετικὸν δυνάμει, κἂν οὐ ῥήματι, ἀναθεματίζει... εἰ ἐσθίει τις μετὰ τοῦ μοιχοζεύκτου ἢ μεθ' ἑτέρου αἱρετικοῦ ἀδιαφόρως, φυλακτέον μὴ συνεστιᾶσθαι τοῖς τοιούτοις, κἂν ὑποκρίνωνται ὀρθοδοξεῖν· οὐ γὰρ φυλάσσουσι τὸ πρόσταγμα τοῦ ἀποστόλου, τοῖς τοιούτοις, λέγοντος, μηδὲ συνεσθίειν» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 49, line 1t).
«Πρὸς τὴν σπαθαρέαν, ἧς τὸ ὄνομα Μαχαρᾶ: τὸ γὰρ κοινωνεῖν παρὰ αἱρετικοῦ ἢ προφανοῦς διαβεβλημένου κατὰ τὸν βίον ἀλλοτριοῖ θεοῦ καὶ προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ... γνωστὸν δὲ πᾶσιν ὅτι νῦν αἵρεσις ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς ἐκκλησίᾳ κατακρατοῦσα τῶν μοιχειανῶν ἐστι· φείσαιο τοίνυν τῆς τιμίας σου ψυχῆς μετὰ τῶν ἀδελφῶν καὶ τῆς κεφαλῆς. ἔφης δέ μοι ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου μὴ ἀναφέρειν τὸν αἱρεσιάρχην. καὶ τί περὶ τούτου εἰπεῖν σοι τὸ παρὸν οὐ καθορῶ, πλὴν ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἂν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων…» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 553, line 1t).
Τῇ ἡγουμένῃ τῶν Γόρδινα: …μεμνημένος τῆς ὑπαντῆς ὑμῶν καὶ τοῦ κόπου τῆς ἀγάπης, ἧς ἐνεδείξασθε εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, διαφυγοῦσαι τὴν κοινωνίαν τῶν αἱρετικῶν καὶ διατηρήσασαι ἀσπίλους ἑαυτὰς ἀπὸ τοῦ κόσμου» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 59, line 3).
Τῷ αὐτῷ (Ναυκρατίῳ τέκνῳ): …ἢ ἀγνοεῖτε ὅ φησιν ὁ αὐτὸς πατὴρ (Μ. Βασίλειος) ἐν ἑτέρᾳ ἐπιστολῇ; οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον μηδὲ ἀριθμήσαιμι ἐν ἐπισκόποις τὸν ἐπὶ καταστροφῇ τῆς πίστεως ὑπὸ τῶν βεβήλων χειρῶν προαχθέντα εἰς προεδρίαν· …πρεσβύτερος ...κοινωνήσας φόβῳ, μὴ φέρων τὴν κάκωσιν, εἰργέσθω τῆς κοινωνίας· κατὰ Χριστοῦ γὰρ κοινωνήσας, πῶς δύναιτο ἂν Χριστῷ κοινωνεῖν; ...οὕτως ἐπὶ τοῦ τυχόντος μονάζοντος, οὕτως ἐπὶ λαϊκοῦ· εἶρξις τῆς κοινωνίας μετὰ τῶν ἄλλων ἀξίων καρπῶν τῆς μετανοίας, ἀναμένειν τε τὸν καιρὸν τῆς ὀρθοδοξίας» (Theodorus Studites Scr. Eccl. et Theol. : Epistulae : Epistle 225, line 1t).
«Ὑπατίσσῃ: Ἀνέγνων τὴν ἐπιστολὴν τῆς τιμιότητός σου, καὶ …ἐδόξασα τὸν θεὸν ὁ ταπεινός… ὅτι φυλάττεις ἑαυτὴν σώαν τῆς κοινωνίας τῆς χριστομάχου αἱρέσεως φόβῳ θεοῦ καὶ πίστει ὀρθοδόξῳ…» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 229, line 1t).
«Ἡγουμένῃ: …Τῷ ὄντι γὰρ μακαρία σὺ ἐν μοναζούσαις, ...αὐτὴ σὺν ἄλλαις τέσσαρσιν ἢ καὶ πρὸς εἵλου ὑπὲρ Χριστοῦ πάσχειν ἢ μετασχεῖν τῆς χωριζούσης Χριστοῦ αἱρετικῆς κοινωνίας. ὁ γὰρ μετέχων αὐτῆς ἀπόκληρος Χριστοῦ ὡς ὁ Ἰούδας καὶ κοινωνὸς τῶν παραλαβόντων τὸν Κύριον εἰς τὸ σταυρωθῆναι… εἶπον δὲ Ματρώνης, ὅτι καὶ ἐν ταῖς κατ' αὐτὴν ἡμέραις αἱρέσεως οὔσης καί τινων μοναζουσῶν ἐνισταμένων ἀπέχεσθαι τῆς κοινωνίας ὡς ὑμεῖς νῦν οἱ ἀλάστορες αἱρετικοί...» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 244, line 1t).
«Λουκιανῷ τέκνῳ: ἀλγῶ ἐπὶ σοί, στένω τὸ οἰκεῖον πτῶμα ὁρῶν. οἴμοι, τί ὑπέστης, τί πέπονθας; ἀλλ' ἐπειδὴ θεὸς τῶν μετανοούντων, ἀνάστα, τοῦτο πρῶτον καὶ τελευταῖον φάρμακον μετανοίας λαμβάνων, τὸ πᾶσιν ἐξαγορεύειν σου τὴν ἀνομίαν, ὅπως ὁ Κύριος ἀφήσῃ σοι τὴν τῆς ἀσεβείας κοινωνίαν...» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 258, line 1t).
«Κληδονίῳ τέκνῳ: …Χαίρω οὖν ὅτι ὑγιαίνεις, εἰς δὲ …τὸν ἀββᾶν Λεόντιον τί σοι ὅλως ἐπῆλθεν ἀπιέναι; εἰ μὲν ἔγνως πεφυλαγμένον αὐτὸν τῆς αἱρέσεως, εὖ ἂν εἶχεν… ἐπειδὴ δὲ συναπήχθη τοῖς αἱρετικοῖς δι' ὑπογραφῆς καὶ κοινωνίας, …οὐδὲν ἄλλο ἐστὶ τὸ ἀπελθεῖν σε πρὸς αὐτὸν ἢ τὸ γενέσθαι ὅμοιον αὐτῷ καὶ ἀπολέσαι τὰ πάντα...» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 263, line 1t).
«Θαλελαίῳ τέκνῳ: …οὐδ' ἂν τὰ ὅλα χρήματα τοῦ κόσμου παρέξει τις καὶ κοινωνοίη τῇ αἱρέσει, φίλος θεοῦ καθίσταται, ἀλλ' ἐχθρός. καὶ τί λέγω κοινωνίας; κἂν ἐν βρώματι καὶ πόματι καὶ φιλίᾳ συγκάτεισι τοῖς αἱρετικοῖς, ὑπεύθυνος· τοῦ Χρυσοστόμου ἡ ἀπόφασις, ἐπεὶ καὶ παντὸς ἁγίου. πῶς δὲ ἀκούσιον καὶ οὐκ ἔργον τῷ δοκοῦντι ὀρθοφρονεῖν, κοινωνοῦντι δὲ ὅμως τῇ αἱρέσει; ...ἀληθῶς ὁ κόσμος ὅλος ἀντάξιος μιᾶς ψυχῆς οὐκ ἔστιν, τῆς φυλαττούσης ἑαυτὴν ἀμέτοχον καὶ αἱρετικῆς κοινωνίας καὶ παντὸς κακοῦ...» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 340, line 1t). «Ἰακώβῳ μονάζοντι: καὶ πῶς τοῦτο οὐ μάχεται τῇ ἀληθείᾳ, τοῦ ἁγίου Δαυὶδ ψάλλοντος ἔλαιον ἁμαρτωλοῦ μὴ λιπανάτω τὴν κεφαλήν μου τοῦ τε Ἁγίου Ἀθανασίου προστάσσοντος μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μὴν μηδὲ πρὸς τοὺς κοινωνοῦντας μετὰ τῶν ἀσεβῶν; πῶς δὲ οὐ κοινωνία, εἴπερ δεῖ καθέζεσθαι ἐν τόπῳ τοιούτῳ κἀκ τῶν τοιούτων σιτίζεσθαι; οὐκ ἔχει φύσιν· κἂν μὴ ἐκεῖσε κάθηταί τις, ἐκεῖθεν δὲ τρέφοιτο, αὐτὴ ἡ δόσις καὶ λῆψις κοινωνίαν ἐργάζοιτο... Ἄλλο τι λέγειν οὐκ ἔχω ἢ τὸ παρακληθῆναί σε προσεύχεσθαι περὶ τῆς ταπεινώσεώς μου οὐ μόνον ὀρθολεκτεῖν, ἀλλὰ καὶ ὀρθοποδεῖν περὶ τὴν πρᾶξιν» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 466, line 1t).
«Ἡσυχίῳ πρωτονοταρίῳ: …Ἡ δὲ τρίτη ἐπιβολὴ τοῦ λόγου, ὅτι εἰσί τινες, φησί, μοναχοί, ὡς τὸ δοκεῖν τῆς ὀρθῆς πίστεως ἀντεχόμενοι καὶ πολλοὺς διωγμοὺς ὑπὲρ ἀληθείας ὑπομεμενηκότες, συναναστρεφόμενοι δὲ ὅμως καὶ συνεσθίοντες τοῖς αἱρετικοῖς καὶ συγκαταβάταις καὶ ἀδιάφορον τὸ πρᾶγμα οἰόμενοι, ὡς παρά τινι πατρὶ νενομοθετημένοι τρία ταῦτα φυλάξασθαι, μὴ εὐλογεῖσθαι ὑπὸ τῶν αἱρετιζόντων, μὴ συμψάλλειν αὐτοῖς προαρχομένοις καὶ τὸ ἀπέχεσθαι τῆς κοινωνίας τοῦ ἄρτου αὐτῶν. παρὰ τὰ διατεταγμένα τοῖς ἁγίοις πατράσιν τὸ λεγόμενον· οὔτε γὰρ συναναστρέφεσθαι οὔτε συνεσθίειν οὔτε συμψάλλειν οὐθ' ὅλως ἔχειν τινὰ κοινωνίαν πρὸς αὐτοὺς καταδέχονται, ἀλλὰ καὶ τὸ οὐαὶ ἐπιφθέγγονται τοῖς μέχρι βρώματος καὶ πόματος καὶ σχέσεως κοινωνοῦσιν αὐτοῖς. ὥστε ἐκκήρυκτος καὶ ἀλλοτριοδιδάσκαλος ὁ ἐκεῖνα λέγων, ὅστις ἂν εἴη ἐν ἀνθρώποις» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 500, line 1t). «Σεργίῳ ἡγουμένῳ: …πρῶτον μέν, ὃ καὶ πρώτου λόγου ἐστὶ ζήτημα, τὴν πίστιν φρούρει ἀσφαλῆ καὶ ἀκράδαντον, φεύγων τὴν κοινωνίαν τῶν ἑτεροδόξων παντοίῳ τρόπῳ. ἴσθι γὰρ ὅτι διωγμὸς πάρεστι, καὶ οὐ τελειότητος, τὸ ὑμᾶς οἴκοι καθέζεσθαι καὶ ἀδιώκτους διαμένειν, τῶν ζηλωτῶν τῆς εὐσεβείας πολλὰ πεπονθότων καὶ μαρτυρίου διάδημα στεψαμένων τινῶν. ὥστε ἀκριβοῦς ζωῆς ὑμῖν χρεία, ἀναπληρούσης τὸ ἐλλιπὲς τῆς ὑποπτώσεως, ἣν ὑπέπεσεν ὁ προκαθηγησάμενος ὑμῶν καὶ δι' αὐτοῦ πάντες ὑμεῖς τῇ ἐκείνου παραδοχῇ· οἵα γὰρ ἡ κεφαλή, τοιοῦτον καὶ τὸ ὅλον σῶμα. καὶ ταῦτα λέγω οὐχ ἵνα διαλυθῆτε, ἀλλ' ἵνα συντηρῆσθε ἀκριβῶς καὶ ἐπιρρώννυσθε τῇ ἀμεθεξίᾳ τῆς αἱρέσεως… Σκόπει, φυλάττου τρόποις καὶ λόγοις τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 512, line 1t).
«Γρηγορίῳ τέκνῳ: …ἐπεί, φησί, ὅτι πάντες οἱ φίλοι καὶ εὐσεβεῖς τῷ μὴ λέγειν αἵρεσιν ἀλλ' ἢ μόνον παράβασιν τῶν ἐντολῶν τοῦ θεοῦ, καταπατητὰς τῶν θείων κανόνων καὶ ἀνιέρους, "φεύγετε αὐτῶν τὴν κοινωνίαν παντάπασι", καὶ ἕτερα πρὸς τοῖς εἰρημένοις ἐπιπλήττων, ὡς οὐχ οἷόν τε τὸ γράμμα ἀπαγγεῖλαι διὰ τὸ πλῆθος... κἀμοὶ καὶ τοῖς ὁμοίως μοι αἱρουμένοις ἔστω τὸ λέγειν αὐτὴν αἵρεσιν, καθὼς πεπιστεύκαμεν ἐν ἀποδείξει τῆς ἀληθείας, καὶ εἰ οἱ δι' ἐναντίας τοῦτο ὁρῶντες ἐνδιαβάλλουσιν ἡμᾶς ἀσυμφώνους εἶναι, μηδετέρῳ μέρει μελέτω· ἐν γὰρ τῇ ἀφωνίᾳ συμφωνία ἡμῖν πραγματεύεται τοῖς πράγμασι, ἐξ ἴσου ἀφισταμένοις τῆς κοινωνίας αὐτῶν, ἕως ἂν ὁ θεὸς πληροφορήσῃ ἡμᾶς, τοῦτο εἰδότας, ὡς καὶ τὸ σχίσμα οὐδὲν ἔλαττον αἱρέσεως, ὡς τῷ Χρυσοστόμῳ εἴρηται» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 556, line 1t).
«Συμεὼν μονάζοντι: Ταῦτά ἐστι, πάτερ ἅγιε, τὰ φοβοῦντα καὶ συστέλλοντα ἡμῶν τὴν καρδίαν. καὶ διὰ ταῦτα πρὸς τὸ μὴ κοινωνῆσαι αὐτῷ τε καὶ τῷ προηγησαμένῳ πατριάρχῃ, ἐπὰν μετεδίδοι τῷ μοιχεύσαντι, ἀπεκλείσθην ἐγὼ μὲν ἐν ᾧ καθέζῃ τόπῳ, ὁ ἡγούμενος δὲ καὶ οἱ λοιποὶ ἐν Θεσσαλονίκῃ ὑπερορισθέντες. ἀλλ' ὁ θεὸς πάλιν ἐπισυνήγαγεν ἡμᾶς εὐχαῖς σου· καὶ οὐδ' οὕτως ὡς ἔτυχεν ἡνώθημεν τῷ πατριάρχῃ, εἰ μὴ ὡμολόγησεν καλῶς ἡμᾶς πεποιηκέναι. ἐὰν οὖν, ὅτε ἡ μοιχεία ἦν καὶ ἡ τῶν κανόνων παράβασις, οὐχ ὑπεστάλημεν δυνάμει θεοῦ, πῶς οὖν ἄρτι, ὅτε εὐσεβοῦσά ἐστιν ἡ βασιλεία, ἕνεκεν ἑνὸς πρεσβυτέρου ὑποσταλησόμεθα καὶ προδώσομεν τὴν ἀλήθειαν, κινδυνεύοντες κατὰ ψυχήν; οὐδαμῶς, ἀλλὰ πάντα ἡμῖν φορητὰ μέχρι θανάτου ἢ μετασχεῖν τῆς ἐκείνου κοινωνίας καὶ τῶν ἐκείνῳ συλλειτουργούντων, ἕως ἂν παύσῃ τῆς ἱερουργίας, ὥσπερ ἐπὶ τοῦ προτέρου» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 21, line 1t). «Συμεὼν ἡγουμένῳ: Ἀξίαν τῆς ἡγιασμένης καὶ θεοφόρου σου ψυχῆς ἐχάραξεν ἡμῖν τὴν ἐπιστολὴν ἡ τιμία σου πατρότης, ὁμοῦ μὲν σημαίνουσαν τὴν ἀγαπητικὴν πρὸς ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς διάθεσιν, ὁμοῦ δὲ δηλοῦσαν τὴν ἰσόρροπον καὶ ταὐτόγνωμον αὐτῆς περὶ τῶν θείων ἐντολῶν συμφωνίαν, καὶ μὴν ἐκδιδάσκουσαν τὰ κρείττονα καὶ συμπροθυμοῦσαν εἰς τοὺς προκειμένους ἀγῶνας ἀκλονητὶ ἐνίστασθαι καὶ μηδαμόθεν τῇ τῶν ἑτεροδόξων καὶ εἰκαιολόγων ἀνατρέπεσθαι κενοφωνίᾳ…
»ὁ γὰρ κύριος Συμεὼν ἀμφοτερόγλωσσος, πῆ μὲν οὕτως, πῆ δὲ ἄλλως μεταβαλλόμενος. πλὴν ὅτι καὶ πάλιν συνήραμεν λόγον καὶ οὐχ ὑφήκαμεν τῆς ἀληθείας. καὶ μικρὸν μὲν μαλάσσεται, μένει δὲ ὁ αὐτός, ἐκεῖνα φρονῶν καὶ ζητῶν, ἃ ἐφετὰ πάντως τοῖς κρατοῦσιν. ἐν δὲ τῷ ἐξέρχεσθαι τὸν εὐσεβῆ ἡμῶν δεσπότην πάλιν γεγράφαμεν, ἐκζητήσαντος αὐτοῦ τοῦτο· καὶ ὅμως οὐκ ἠθέλησεν ἡμᾶς εἰς ὄψιν αὐτοῦ ἐλθεῖν. μένομεν δὲ ἡμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, εἴπερ γρηγορεῖ ἡ εὐχὴ ὑμῶν, ὡσαύτως, μὴ βουλόμενοι προδοῦναι τὴν ἀλήθειαν μηδὲ μετασχεῖν τῆς κοινωνίας αὐτῶν, κἂν ἐξορία πρόκειται, κἂν ξίφος στιλβοῦται, κἂν πῦρ ἀνάπτηται. ἀλλ' οὐκ ἂν τοῦτο δυνηθείημεν, ἀνάξιοι τυγχάνοντες τοῦ καὶ ὀνομάζεσθαι μόνον μοναχοί, εἰ μὴ προσσχὼν Κύριος ταῖς ὑμετέραις ἱεραῖς προσευχαῖς δυναμώσειε τὸ ἡμῶν ἀσθενὲς καὶ σαθρόν…» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 26, line 1t).
«Τοῖς ἐν τῷ Σακκουδίωνι ἀδελφοῖς: Ἕως μὲν ἦν καιρὸς τοῦ οἰκονομεῖν καὶ κρύπτειν τὴν ὑπόθεσιν τῆς ἀκοινωνησίας Ἰωσὴφ τοῦ οἰκονόμου, ἐποιοῦμεν τοῦτο... (…)νόμῳ δὲ θείῳ κρατούμενοι κρατοῦμεν, ὡς προκεκρατήκαμεν, πάντα στέργοντες, πάντα ὑπομένοντες, εἴπερ καὶ παραχωρήσει θεός, ἢ τῆς ἐκείνου καὶ τῶν αὐτῷ συλλειτουργούντων μετέχοντες κοινωνίας, ἕως ἂν παύσηται ὁ καθῃρημένος τῆς ἱερουργίας. …Κύριος δὲ βοηθὸς τῶν ὑπὲρ τῆς ἐντολῆς αὐτοῦ ἐνισταμένων... Διὸ θαρσεῖτε, τέκνα καὶ ἀδελφοί, καὶ μὴ δείσητε, μηδὲ καταπέσητε.
»...καιρὸς ὁμολογίας, καιρὸς ἐνστάσεως, καιρὸς ἀθλήσεως τυχὸν καὶ ἄλλων παθημάτων, ἀλλὰ καὶ στεφάνων καὶ δόξης ἐπουρανίου· φησὶ γάρ, ἀλλ' ἢ τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω, καὶ ὁ ἐξουθενῶν με ἀτιμασθήσεται· καί, μακάριοι οἱ μὴ ἐκκλίνοντες ἀπὸ τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ...» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 31, line 1t). «Νικολάῳ χαρτουλαρίῳ: … ἀποδώσειέν σοι Κύριος, εἰ καὶ μηδέν τι γένηται, ὁλόκληρον δικαιοσύνης μισθόν· οὐδὲ γὰρ ἀπὸ τοῦ τέλους τῶν πραγμάτων, ἀλλ' ἀπὸ τῆς περὶ αὐτὰ προθέσεως, εἴτε ἐπαινετῶς εἴτε οὐχ οὕτως, εἴωθεν τὰς ἀμοιβὰς τὸ θεῖον ἐπιψηφίζεσθαι τοῖς δρῶσιν…Ἐπειδὴ δὲ ἐκέλευσας ἐπισημᾶναι ὁπόσος ἐστὶν ὁ λόγος τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν, ἤδη ἀψευδῶς γνωρίζομεν τῇ μεγίστῃ σου ὑπεροχῇ ὡς ἐν προσώπῳ Κυρίου τοῦ τῶν ἀδήλων γνώστου οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἔν τινι τὸ ἀμφιβάλλον τῆς πρὸς τὸν ἀρχιερέα κοινωνίας ἢ διὰ τὸν οἰκονόμον, κατὰ τὸ καθῃρημένον αὐτὸν εἶναι ὑπὸ τῶν θείων κανόνων» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 32, line 1t.
«Ναυκρατίῳ τέκνῳ: Περὶ τῶν ἑτέρων σου ἐρωτήσεων· ἡ πρώτη, περὶ πρεσβυτέρου τοῦ ὀρθοδοξοῦντος, ἀλλ' ὅμως μνημονεύοντος φόβῳ διωγμοῦ τὸν αἱρετικὸν ἐπίσκοπον προαπεκρίθη σοι, πλὴν καὶ αὖθις· εἰ μὴ συλλειτουργεῖ αἱρετικῷ καὶ εἰ μὴ μεταδιδοῖ τοῖς τοιούτοις, δεκτέον τὸν τοιοῦτον εἰς συνεστίασιν καὶ ψαλμῳδίαν καὶ εὐλογίαν βρωμάτων (καὶ τοῦτο κατ' οἰκονομίαν), οὐ μέντοι εἰς θείαν μετάληψιν. δεῖ δὲ ἐπερωτᾶν τῆς αἱρέσεως κρατούσης πάντως, ὁμολογίαν δὲ δεχομένοις ἀρκεῖσθαι, οὐκ οἶδα εἰ μὴ προδήλως ψευδολόγος αὕτη· τὸ γὰρ φαίειν σε διδάσκεσθαι ἡμᾶς παρὰ τῶν πατέρων, μὴ ἐπερωτᾶν, περὶ καιροῦ οὗ μὴ ἔστιν αἵρεσις μαινομένη καὶ περὶ τῶν μὴ προδήλως κατεγνωσμένων. τοιοῦτον δὲ πρεσβύτερον σπάνιον εὑρεῖν νῦν μὴ μιγνύμενον καὶ συγκοινωνοῦντα αἱρετικοῖς. Ἡ δευτέρα, περὶ φιλοχρίστου προσκαλουμένου εἰς τὸ εὐκτήριον αὐτοῦ ποιῆσαι παννυχίδα, καὶ εἰ δεῖ ἐν αὐτῷ λειτουργῆσαι, καὶ μεθ' ὧν χρή. ὑπακουστέον καὶ ἰτέον καὶ συμψαλτέον δῆλον ὅτι, εἰ ὀρθόδοξος ὁ προσκαλούμενος καὶ οἱ ψαλτῳδοί, φυλαττόμενοι ἀμφότεροι τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας. καὶ μὴν καὶ λειτουργητέον ἐν τῷ εὐκτηρίῳ, εἴ γε ὁμολογοίη ὁ κατέχων μηκέτι ὑπὸ αἱρετικοῦ αὐτὸ λειτουργεῖσθαι· προείρηται γὰρ ἀναγκαῖον εἶναι τὸ ἐπερωτᾶν ἐν πᾶσι διὰ τὴν λυττῶσαν αἵρεσιν» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 40, line 1t).
«Λέοντι ἀρωματοπράτῃ: …Ἔφαγεν ἡμᾶς ἡ φλόξ τῆς μοιχείας, ἐδαπάνησεν ἡμᾶς ἡ βολὶς τῆς μοιχοζευξίας, … ἥδε ἡ χριστομάχος αἵρεσις, πάντας ὀλεθριοῦσα…Διὸ παρακαλῶ σου τὴν θεοφιλίαν φυλάττεσθαι τῆς ἀθέου κοινωνίας τῶν αἱρετιζόντων χεῖράς τε ὀρέγειν, καθ' ὅσον οἷόν τε, τοῖς ἀπολλομένοις, ἀλλὰ γὰρ καὶ τοῖς εὐσεβέσιν, ὅπερ σοι καὶ σύνηθες ποιεῖν πάντοτε, ἔργῳ, λόγῳ, ὅτι περὶ ψυχῆς τῆς ἀθανάτου τὸ κινδυνευόμενον…» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG).
«Πολιτιανῷ δομεστίκῳ: …Φίλοι γὰρ τραπεζῶν ἐκεῖνοι, οὐ φίλοι Χριστοῦ, ἐπειδὴ καὶ αἱρετίζοντες ἢ καὶ αἱρετικοῖς συνεπόμενοι φιλικῶς. σὺ δέ, ...ὡς μανθάνω, καὶ φυλάττεις ἑαυτὸν ἐκ τῆς κοινωνίας τῶν ἀνόμων, καὶ φυλαχθείης ἔτι ὑπὸ Κυρίου σὺν τῇ καλλίστῃ σου ὁμοζύγῳ καὶ τέκνοις εὐγενεστάτοις» (Theodorus Studites Scr. Eccl. et Theol. : Epistulae : Epistle 94, line 1t).
«Λέοντι φίλῳ: Διὰ ταῦτα μικρὰν συλλαβὴν χαράττω, ἀπευχαριστῶν πάνυ καὶ ὑπὲρ τῆς ξενοδοχίας τῶν εἰσερχομένων ἀδελφῶν ἐν τοῖς αὐτόθι διὰ διακονίας ἄρτι, ὅτε φόβητρα πάντοθεν. ἀλλ' ὁ θεός σε ἀμείψεται τοῖς παρ' ἑαυτοῦ χαρίσμασι καὶ ἐξελεῖταί σε τῆς μυσαρᾶς κοινωνίας τῶν εἰκονομάχων καὶ σώσει εἰς τὴν βασιλείαν αὐτοῦ τὴν ἐπουράνιον» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 98, line 1t).
«Γεωργίῳ ξενοδόχῳ: Καταγώγιόν σου μανθάνω εἶναι τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν τὸ εὐλογημένον οἴκημα· καὶ μεγάλη ἡ χάρις πάντοτε μέν, ἄρτι δὲ μάλιστα, ὅτε ἀποκέκλεισται ἡμῖν σχεδὸν πᾶς οἶκος φίλων φόβῳ ἀνθρωπίνῳ… ἀλλ' οὖν μετὰ ταύτης σου τῆς ἀρετῆς ἔστω φυλάττουσά σε καὶ ἡ ἀποχὴ τῆς κοινωνίας τῶν αἱρετιζόντων κατὰ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καὶ παντὸς ἁγίου» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 102, line 1t).
«Τῷ φίλῳ ὁ φίλος: …Φύλασσέ μοι ...τὴν παρακαταθήκην τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ κοινωνίας· μνημονεύων μου ἐξ ἴσου σῴζοιο ἐν Κυρίῳ πάντοτε» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 160, line 22.
«Σεργίῳ νοταρίῳ: Ἀκούων ὅτι φυλάττει ἑαυτὴν ἡ θεοφιλία σου ἀμέτοχον τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας καὶ ὅτι ζηλοῦσά ἐστι τῷ Κυρίῳ, ἀποδεχομένη τοὺς ὀρθόφρονας …» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 185, line 1t}.
«Ἀρκαδίῳ μοναχῷ: Ἤκουσταί μοι πῶς ἄριστα διέθου τὰ κατὰ σέ, ἀδελφὲ ἠγαπημένε, καὶ ἐδόξασα τὸν θεόν· τί τοῦτο; ὅτι οὐ συναπήχθης τοῖς προδεδωκόσι τὴν ἀλήθειαν διὰ τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας, κἂν εἰς καθηγητῶν εἶεν τάξιν, (=δὲν πλανήθηκες -ενετάχθης- μὲ αὐτοὺς ποὺ ἂν καὶ εὑρίσκονται στὴν τάξη τῶν καθηγητῶν-ἡγουμένων, ἐπρόδωσαν τὴν ἀλήθεια ἐπικοινωνώντας μὲ τοὺς αἱρετικούς) ἀλλ' ἑαυτὸν ἀπορρήξας τῆς θεοχωρίστου συναφείας (=ἀλλὰ ἀφοῦ ἀπεσχίσθης ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐκκλησιαστικὴν συνάφεια) ἐναπεκρύβης ἐν ὄρεσι καὶ σπηλαίοις διαιτώμενος σὺν ὑπηρέταις, μᾶλλον ἑλόμενος κακουχεῖσθαι καὶ ταλαιπωρεῖσθαι ἢ διὰ πρόσκαιρον ἡδονὴν πρόεσθαι τὴν αἰώνιον ζωήν, ἔχων καθηγητὴν καὶ διδάσκαλον Χριστὸν τὸν θεὸν ἡμῶν, ὑπὲρ οὗ καὶ τὸ πάσχειν…» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 202, line 1t).
«Πατρικίᾳ ἄλλῃ: …Τὴν πίστιν, ὡς μανθάνω, φυλάττεις ὡς κεφαλίδα σου, τὸ φρόνιμον τοῦ ὄφεως ἔχουσα κατὰ τὴν Γραφὴν καὶ τὸ τῆς περιστερᾶς ἀκέραιον. ὢ τῆς ἐπαινετῆς σου θεοσεβείας· οἶδας ὅτι οὐδὲν θεοῦ προτιμότερον, ὄντως πεπαίδευσαι τὰ θεῖα, ἀληθῶς γινώσκεις τὰ ἀνθρώπινα παρερχόμενα. καί γε διαφυλάξειέν σε Κύριος ἕως τέλους ἀκατάγνωστον, ἀμέτοχον τῆς τῶν αἱρετιζόντων θεοχωρίστου κοινωνίας, τὴν ἐν ἅπασιν πανεύφημον καὶ πανσύνετον» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 207, line 1t). «Εὐσεβίῳ τέκνῳ: Ἐδεξάμην σου τὸ γράμμα, τέκνον, καὶ γνοὺς συνῆκα ὅτι φοβῇ σὺ τὸν θεὸν... φεῦγε πάσης κοινωνίας αὐτῶν ὡς ἰὸν ὄφεως. εἴη σοι Χριστὸς βοηθὸς ἐν πᾶσιν…» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 212, line 1t).
«Φιλίππῳ μονάζοντι: …Βλέπε οὖν, τέκνον, πῶς μέλλεις βιοῦν, θεοπρεπῶς καὶ κεκανονισμένως, τῇ κατὰ τὴν ἀδελφότητα ἡμῶν μιμήσει, εὐθυνόμενος εἰς πᾶσαν ἐντολὴν θεοῦ. ἐπειδὴ δὲ τὸ ζητούμενον ἄρτι ἡ τῆς ὀρθοδοξίας φυλακή, φύλαξαι, τέκνον, τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας παντάπασιν ἀπεχόμενος, ἕτοιμος εἶναι εἰς πᾶσαν θλῖψιν καὶ στενοχωρίαν ὑπὲρ Χριστοῦ, δι' ὃν καὶ ὁ πόλεμος πανταχοῦ τοῦ διωγμοῦ. στῆθι κραταιῶς πρὸς τὰς προσβολὰς τῶν ὑπεναντίων τῆς πίστεως, μὴ πτοηθῇς, μὴ προδῷς τὸν Χριστὸν προδιδοὺς τὴν ἀλήθειαν· ἐὰν δεῖ διωχθῆναι, χαίρων διώχθητι, καλὸν τὸ συμφυγαδευθῆναι Χριστῷ…» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 232, line 1t.
«Κωνσταντίνῳ κουράτορι: … μετὰ τῆς ἄλλης σου ἀρετῆς, ἧς ἔσχες ἀπὸ χάριτος θεοῦ, ἔτι ἔχεσαι ἀκακίας, φυλάττων τὴν ὀρθόδοξον πίστιν ὡς θησαυρὸν ἐν τῷ ταμιείῳ τῆς τιμίας σου ψυχῆς καὶ ἀφιστάμενος τῆς κοινωνίας τῶν αἱρετικῶν. χάριν πολλὴν ἔσχον ἐν τούτῳ τῷ θεῷ μου, ὅτι λαϊκοὶ ἴσα μονάζουσιν ἀγωνίζονται εὐαρεστεῖν Κυρίῳ, φεύγοντες τὸν βόθρον τῆς αἱρέσεως· βόθρος γάρ ἐστιν ὡς ἀληθῶς, ἀδελφέ, καὶ παγὶς διαβόλου, καὶ ἡ κοινωνία αὐτῶν διίστησι τοῦ Χριστοῦ τὸν ἁλῶντα καὶ μακρὰν τῆς ποίμνης Κυρίου ἀποφέρει. ὡς γὰρ τὸ φῶς ἀπὸ τοῦ σκότους κεχώρισται, οὕτως καὶ ἡ ὀρθόδοξος μετάληψις τῆς αἱρετικῆς κοινωνίας· ἡ μὲν γὰρ φωτίζει, ἡ δὲ σκοτίζει, καὶ ἡ μὲν ἑνοῖ τῷ Χριστῷ, ἡ δὲ τῷ διαβόλῳ, καὶ ἡ μὲν ζωοποιεῖ τὴν ψυχήν, ἡ δὲ θανατοῖ…» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 233, line 1t).
«Ἰσιδώρῳ λαϊκῷ: …Ἔτι παρακαλῶ ἔχεσθαί σε τῆς ὀρθοδοξίας καὶ ἀποχῆς τῆς αἱρετικῆς κοινωνίας, δι' ἣν ἕξομεν παρρησίαν ἐπὶ τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ…» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 243, line 1t). «Ἀντιόχῳ σιλεντιαρίῳ: …ἀλλὰ τὸ θαυμαστὸν ὅτι καὶ ἐν τῷ τῆς ἀπιστίας χειμῶνι οὐκ ἐμαράνθη σου τὸ τῆς ἀρετῆς ἄνθος, ἄχραντον διαμένον τῆς αἱρετικῆς κοινωνίας, καθὰ γράφεις»(Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 256, line 1t).
«Εὐστρατίῳ ἀρχιητρῷ: Ἐγίνωσκον μὲν ...ὅτι καὶ τῆς αἱρέσεως μένοις ἀνώτερος, διαφυλαττόμενος ὡς ἐν μέσῳ φλογὸς ἄφλεκτος τῆς αἱρετικῆς κοινωνίας…» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 264, line 1t). «Μοναζούσαις: ...δοξάζω τὸν θεὸν μανθάνων ὅτι ἄχραντοι διαμεμενήκατε ἕως τοῦ νῦν τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας... μοιχεία γάρ ἐστιν, ὦ πανσύνετοι, καὶ τὸ τῆς αἱρετικῆς κοινωνίας μετέχειν» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολή).
«Μακαρίῳ ἡγουμένῳ: …Περὶ μὲν οὖν τοῦ τῆς Δημητριάδος καὶ τῶν μαθητῶν ὅτι ᾤχοντο, ἵνα γνοίης ἐκ τῶν καρπῶν τὸ δένδρον καὶ εὔξῃ ἐκείνοις μὲν μετάνοιαν, ἐμοί τε τῷ ἀθλίῳ στηριγμὸν πρός τε τοὺς πολεμοῦντας ἀοράτως τε καὶ ὁρωμένως, ὡς ἂν κατόπιν ἀξιωθείην ἐλθεῖν τῶν νυνὶ πάντων ὁμολογητῶν Χριστοῦ· ὁμολογητὴς γὰρ πᾶς ὁ ἐνιστάμενος. »...ἐγὼ δὲ συμβουλεύω, εἰ μετέσχεν τῆς ἀσεβοῦς κοινωνίας ἐν μεταλήψει, καὶ τῶν ἁγιασμάτων ἀπέχεσθαι μέχρις ἑνὸς ἢ δυοῖν χρόνοιν· γέγραπται γάρ, οὐ δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίνειν καὶ ποτήριον δαιμονίων, οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καὶ τραπέζης δαιμονίων. τὸ δ' αὐτὸ καὶ ἐπὶ τῶν ἐκκλησιῶν· τίς συγκατάθεσις ναῷ θεοῦ μετὰ εἰδώλων; οὐ δεῖ οὖν εἰσιέναι εἰς τὰ μαρτύρια τῶν αἱρετικῶν προστέτακται ἡμῖν ὑπὸ τῆς ἁγίας συνόδου, οὐκ οἶδα, εἰ μὴ ὑπ' ἐξουσίαν τελέως γίνοιτο ὁ ναὸς ὀρθοδόξου τοῦ μηκέτι λειτουργεῖσθαι ὑφ' αἱρετικοῦ· τότε γὰρ καὶ εἰσιτέον καὶ λειτουργητέον τὸν ὀρθόδοξον, οὐκ ὄντος προκρίματος τὰ προλαβόντα…» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 294, line 1t).
«Οἰκονόμῳ: ...εὖγε τοίνυν, ὦ καλὲ οἰκονόμε, στρατιῶτα Χριστοῦ, ἡγουμένους πολλοὺς ὑπερακοντίσας, μᾶλλον δὲ καταισχύνας, εἴ γε σὺ μὲν προβάτου τάξιν ἔχων ἀνάλωτος τῆς τῶν αἱρετικῶν θήρας ἀνεφάνης, οἱ δὲ τὸ δοκεῖν ποιμένες ὄντες, ὑπὸ τοῦ νοητοῦ λυκωθέντες θηρός, ἐλεεινὸν θέαμα πρόκεινται τοῖς πᾶσιν, αἱρέσει τῶν τῇδε καὶ φειδοῖ τῆς σαρκὸς προδεδωκότες διὰ τῆς συμπτώσεως εἴτε κοινωνίας εἴτε καὶ ὑπογραφῆς τῶν αἱρετιζόντων Χριστὸν τὸν θεὸν ἡμῶν...» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 306, line 1t).
«Ἀνατολίῳ τέκνῳ: Καί γε Κύριος ὁ θεός μου ἄπτωτόν σε τῇ προνοίᾳ αὐτοῦ διαφυλάξοι, ἀμέτοχον τῆς αἱρετικῆς κοινωνίας…» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 311, line 1t).
«Ναυκρατίῳ τέκνῳ: …Ἐὰν ὀρθόδοξος διαβληθεὶς ὡς μὴ κοινωνῶν ποιήσῃ σταυρὸν ὅτι "κοινωνῶ", μηδὲν ἕτερον πολυπραγμονηθεὶς ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν, αὐτοῦ δὲ ἔχοντος κρύβδην τῷ λογισμῷ ὅτιπερ "ἐξ ὀρθοδόξου κοινωνῶν εἰμι", οὐκ οἰκονομία τὸ τοιοῦτον, ἀλλὰ προδοσία τῆς ἀληθείας. τὸ ἐπιτίμιον ἡμισευμένον πρὸς τὸν ὁλοτρόπως τῇ αἱρέσει κοινωνήσαντα...» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 384, line 1t).
«Θεοδότῳ πατρικίῳ: …πεὶ οὖν, ὡς μανθάνω, οὕτως καὶ αὐτὸς πέποιθας καὶ διὰ τοῦτο στέλλῃ τῆς κοινωνίας τῶν εἰκονομάχων, χαίρω καὶ συγχαίρω σοι, εὐχαριστῶ καὶ συνευχαριστῶ σοι ὅτι ὁρᾷς τὴν ἀλήθειαν, καίτοι ὀψιμαθὴς ὢν» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 479, line 1t).
«Ἡσυχίῳ πρωτονοταρίῳ: …Εἰσί τινες, φησί, μοναχοί, ὡς τὸ δοκεῖν τῆς ὀρθῆς πίστεως ἀντεχόμενοι καὶ πολλοὺς διωγμοὺς ὑπὲρ ἀληθείας ὑπομεμενηκότες, συναναστρεφόμενοι δὲ ὅμως καὶ συνεσθίοντες τοῖς αἱρετικοῖς καὶ συγκαταβάταις καὶ ἀδιάφορον τὸ πρᾶγμα οἰόμενοι... οὔτε γὰρ συναναστρέφεσθαι οὔτε συνεσθίειν οὔτε συμψάλλειν οὐθ' ὅλως ἔχειν τινὰ κοινωνίαν πρὸς αὐτοὺς καταδέχονται, ἀλλὰ καὶ τὸ οὐαὶ ἐπιφθέγγονται τοῖς μέχρι βρώματος καὶ πόματος καὶ σχέσεως κοινωνοῦσιν αὐτοῖς. ὥστε ἐκκήρυκτος καὶ ἀλλοτριοδιδάσκαλος ὁ ἐκεῖνα λέγων, ὅστις ἂν εἴη ἐν ἀνθρώποις» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 500, line 1t).
«ΑΡΧΗ ΒΙΒΛΙΟΥ Δʹ Φιλοθέῳ κτήτορι: ...εὐλογητὸς Κύριος, ὃς ἔχει καὶ ἐν τῷ λαϊκῷ τάγματι τοὺς ἀντεχομένους τοῦ νόμου αὐτοῦ κατὰ τὴν νῦν σύγχυσιν καὶ ἀνατροπὴν τῆς ὀρθοδοξίας... τὸ μὲν οὖν ἀπέχεσθαί σε παντάπασιν τῆς αἱρετικῆς κοινωνίας καὶ ἠγωνίσω καὶ ἀπέσχου, ὡς φῆς, χάριτι Χριστοῦ, καὶ ἔτι ἀπόσχου· οὕτω γὰρ δείξειας τὸ πρὸς τὸν θεόν σου φιλητὸν καὶ κοινωνικόν· ἡ γὰρ ἐναντία κοινωνία διίστησιν ἀπὸ Χριστοῦ...» (Θεοδώρου Στουδίτου, (TLG), Ἐπιστολὴ t507-556, line 1).
«Ἐρώτησις. περὶ τῶν ὑπογραψάντων κοσμικῶν ἐν τῇ αἱρέσει καὶ κοινωνούντων, εἰ χρὴ τοῖς τοιούτοις κοσμικοῖς ὀρθοδόξους κοσμικοὺς συνεσθίειν. 
Ἀπόκρισις. ...χρὴ οὖν, εἴπερ ζηλωταί εἰσιν οἱ ὀρθοδοξοῦντες, μὴ προσίεσθαι τοὺς τοιούτους εἰς συνεστίασιν, εἰ μὴ πρότερον ὑπὲρ τῆς πονηρᾶς ὑπογραφῆς ἐπιτιμηθεῖεν, εἶτα καὶ ἀπόσχοιντο τῆς αἱρετικῆς κοινωνίας» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 549, line 95).
«Ἐρώτησις. περὶ τοῦ διδόναι δῶρα ἐν μοναστηρίοις ἀνδρείοις τε καὶ γυναικείοις. Ἀπόκρισις. δοτέον, εἰ εἰσὶ πεφυλαγμένοι τῆς αἱρετικῆς κοινωνίας. Ἐρώτησις. περὶ τοῦ ἀφ' ἑαυτῶν κοινωνεῖν ἢ μονάζοντας ἢ μοναζούσας τῶν ἁγιασμάτων. Ἀπόκρισις. οὐκ ἐξὸν ἅπτεσθαι οὐδὲ τῶν θείων ἀναθημάτων τοὺς ἔξω ἱερωσύνης, πλὴν εἰ μή τι κατὰ πᾶσαν ἀνάγκην, μὴ εὑρισκομένου πρεσβυτέρου ἢ διακόνου, ἀφ' ἑαυτῶν μετέχειν τοῦ δώρου. τοῦτο δὲ πῶς; τιθεμένης βίβλου ἱερᾶς καὶ ἐφαπλουμένης ὀθόνης καθαρᾶς ἢ ἱερᾶς ἐπικαλυμματίδος, ἐκεῖσε τοῦ δώρου ἀπὸ χειρὸς σὺν φόβῳ προτεθέντος, μετὰ τὴν ὑμνῳδίαν ἀπὸ στόματος ληπτέον, εἶθ' οὕτως διακλύσεως οἴνου γινομένης τῷ μεταλαμβάνοντι. Ἐρώτησις. εἰ δεῖ συμψάλλειν τοῖς μὴ κοινωνοῦσι τοῖς αἱρετικοῖς, ἀδιαφοροῦσι δὲ ἐν τοῖς ἄλλοις, ἢ δέχεσθαι προσφορὰς παρ' αὐτῶν ἢ κηροὺς ἢ ἔλαιον.
Ἀπόκρισις. εἰ μὲν ἱερωμένοι εἶεν καὶ οὐ τοῖς ἑτεροδόξοις προσφέρουσι, προσδεκτέον τὰ παρ' αὐτῶν προσενηνεγμένα μετ' ἐπιτιμίου τινός, εἰ δὲ λαϊκοί, ἄνευ ἐπιτιμίου προσιτέον· δεῖ γὰρ διαφορότητα εἶναι διὰ τὸ τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 552, line 32).
«Ἐρώτησις. ἐὰν μονάζων ἢ μονάζουσα ἥκοι πρὸς ἡμᾶς ἐπὶ τῇ θείᾳ κοινωνίᾳ, ποταπὴν ὁμολογίαν ἀπαιτητέον διὰ τὸ ἀδιάγνωστα εἶναι τὰ κατ' αὐτούς.
Ἀπόκρισις. πάντα τὸν ἐρχόμενον κοινωνῆσαι, εἰ ἀγνοεῖται τὰ κατ' αὐτόν, ἐρωτητέον εἰ προσκυνεῖ τὴν σεπτὴν εἰκόνα Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων, εἰ μὴ κοινωνεῖ τοῖς αἱρετικοῖς καὶ εἰς ὅ τι ἂν ἄλλο ὑποπτεύηται φρόνημα ἑτερόδοξον. καὶ ὅταν κατὰ πάντα ὁμολογήσῃ καὶ ἡ ὁμολογία σῴζοιτο ἐπὶ πάσης αἱρέσεως ἀπαγορευτική, τότε μεταδοτέον καὶ συγκοινωνητέον αὐτῷ τῶν ἁγιασμάτων» (Θεοδώρου Στουδίτου, Thesaurus Linguae Graecae (TLG), Ἐπιστολὴ 552, line 58).Σημάτης Παναγιώτης
πηγή:http://katanixis.blogspot.gr/2013/04/blog-post_25.html?spref=fb