A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΕΜΠΑΘΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ (Ὃσιος Θεοφάνης ὁ Ἒγκλειστος)

ΤΗΝ περασμένη φορά σου περιέγραψα την όλη διαδικασία της μεταβάσεως από τον απλό λογισμό στην εμπαθή επιθυμία κι από εκεί στην εφάμαρτη πράξη. Όμως τα πράγματα δεν εξελίσσονται πάντα τόσο αργά όσο φάνηκε από την περιγραφή μου. Συχνά, αν όχι τις περισσότερες φορές, όλες οι φάσεις διαδέχονται η μία την άλλη αστραπιαία. Έτσι, πριν καλά-καλά προλάβει να εμφανιστεί ο λογισμός, τελείται η πράξη. Αυτό συμβαίνει κατεξοχήν στην περίπτωση του προφορικού λόγου. Δεν μπορείς, αλλά και δεν χρειάζεται ν’ αναλύεις όλα αυτά τα απρόβλεπτα και αλλεπάλληλα περιστατικά. Κάνε μόνο τούτο: Όταν αντιλαμβάνεσαι μιαν εμπαθή κίνηση, να στρέφεσαι αμέσως εναντίον της με όπλο το θυμό. Πώς θ’ αντιδράσεις, αν ένας κακοποιός σου επιτεθεί και σε χτυπήσει; Θα του ανταποδώσεις το χτύπημα μ’ όλη σου τη δύναμη. Με τον ίδιο τρόπο ν’ αντιδράς, όταν σου επιτίθεται ένας κακός λογισμός: Να τον χτυπάς με θυμό. Βέβαια, όπως ο κακοποιός δεν το βάζει πάντα στα πόδια μόλις τον χτυπήσεις, έτσι και ο λογισμός δεν φεύγει πάντα μόλις θυμώσεις. Κι αυτό γιατί στον πόλεμο των λογισμών εμπλέκονται συχνά και οι δαίμονες, που, όπως ξέρεις, είναι πείσμονες και ανυποχώρητοι. Όσο κι αν θυμώνεις μαζί τους, δεν κάνουν πίσω. Χρειάζεται, λοιπόν, πέρα από το θυμό, να χρησιμοποιήσεις κι ένα άλλο όπλο εναντίον τους. Ποιο είν’ αυτό;
Για πες μου, τί κάνει το θύμα της επιθέσεως ενός κακοποιού, αν δεν κατορθώσει να τον τρέψει σε φυγή με χτυπήματα; Καλεί σε βοήθεια. Τότε τα όργανα της τάξεως ανταποκρίνονται στο κάλεσμά του, τρέχουν και τον σώζουν. Αυτό πρέπει να γίνεται και στον πόλεμο με τα πάθη. Θα θυμώνεις εναντίον τους, αλλά και θα ζητάς τη θεία βοήθεια: «Κύριε, βοήθησέ με! Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, σώσε με!». «Θεέ μου, άκουσέ με και στείλε μου την βοήθειά σου! Κύριε, μην αργήσεις να με βοηθήσεις!» (Ψαλμ. 69:2).
Όταν προσφεύγεις στον Κύριο, μην κοιτάς τι γίνεται μέσα σου. Κράτα την προσοχή σου προσηλωμένη σ’ Εκείνον και ικέτευέ Τον για βοήθεια. Με τ’ όνομά Του μαστίγωνε τον εχθρό, όπως λέει ένας άγιος (όσιος Ιωάννης ο Σιναϊτης, Κλίμαξ , Κ΄, στ΄). Γιατί, όπως λέει ο ψαλμωδός, «ο Κύριος είναι κοντά σ’ όλους όσους τον επικαλούνται με ειλικρίνεια. Τα αιτήματα των πιστών Του τα εκπληρώνει. Ακούει τη δέησή τους και τους σώζει» (Ψαλμ. 144: 18-19). Ο Ίδιος υπόσχεται σ’ όποιον Τον επικαλείται με ελπίδα την ώρα της ανάγκης του: «Θα τον σώσω, επειδή ελπίζει σ’ εμένα. Θα τον προστατέψω, επειδή γνωρίζει ποιος είμαι. Θα μου κραυγάσει, και θα του αποκριθώ. Μαζί Του είμαι στη θλίψη του. Θα τον λυτρώσω και θα τον δοξάσω» (Ψαλμ. 90: 14-14). Με το θυμό, λοιπόν, και με την προσευχή θ’ αντιμετωπίζεις πάντοτε αποτελεσματικά τα πάθη που σε πολεμούν.
Μπορείς, πέρα απ’ αυτά, να κάνεις και κάτι άλλο, που μας συστήνουν οι άγιοι πατέρες: Μόλις αντιλαμβάνεσαι την κίνηση κάποιου πάθους στην ψυχή σου, ν’ αποκαλύπτεις – ή μάλλον να υπενθυμίζεις- στον εαυτό σου την αισχρότητά του. Αν σε προσβάλει, π.χ. ένας λογισμός υπερηφάνειας, άρχισε να λες μέσα σου: “Η υπερηφάνεια είναι βδελυκτή. Δεν ντρέπεσαι, ενώ είσαι χώμα και στάχτη, και φουσκώνεις από έπαρση; Συλλογίσου τις αμαρτίες σου…” και άλλα παρόμοια. Θα εξουδετερώνεις, δηλαδή, τον λογισμό με την επινόηση σκέψεων που καταστέλλουν την υπερηφάνεια. Πολλές φορές, πάντως, η μέθοδος αυτή η αντιρρητική, όπως λέγεται, αποδεικνύεται αναποτελεσματικήΑκόμα και όταν ο κατανοούμε την αισχρότητα του εμπαθούς λογισμού, τον διατηρούμε στο νου μας τόσο, όσο του χρειάζεται για να μολύνει την ψυχή μας, ξεσηκώνοντας το συναίσθημα και ξυπνώντας την επιθυμία. Πιο αποτελεσματική είναι η μέθοδος της άμεσης προσφυγής στη βοήθεια του ΘεούΌταν δεν εμπλεκόμαστε σε φραστικό πόλεμο με το πάθος, αλλά επικαλούμαστε τον Κύριο με φόβο, ευλάβεια, ελπίδα και πίστη, ο λογισμός φεύγει από το νου. Σε νου, βλέπεις, προσηλωμένο στον Κύριο, εμπαθής λογισμός δεν μπορεί να σταθεί. Αν, μάλιστα, αυτός έχει υποβληθεί από τον νοητό εχθρό, μόνο με την επίκληση και τη δύναμη του Θεού μπορείς να τον αποδιώξεις. Γιατί κανένας άνθρωπος δεν είναι πιο δυνατός από τους δαίμονες.
Χαρακτηριστική και διδακτική είναι η ακόλουθη ιστορία: Κάποιος γέροντας ησύχαζε στην έρημο. Μια μέρα του επιτέθηκαν οι δαίμονες. Τον άρπαξαν και άρχισαν να τον σέρνουν βίαια, πασχίζοντας να τον βγάλουν από το κελλί του και να τον απομακρύνουν από την έρημο. Ο ασκητής αντιστεκόταν μ’ όλη του τη δύναμη, αλλά μάταια. Σε λίγο τον είχαν τραβήξει ως την πόρτα. Λίγο ακόμα και θα τον έβγαζαν έξω. Τότε εκείνος, μπροστά στον έσχατο κίνδυνο, κραύγασε ικετευτικά: “Κύριε, Ιησού Χριστέ, γιατί με εγκατέλειψες; Βοήθησέ με !”. Αμέσως ο Κύριος εμφανίστηκε και έτρεψε σε φυγή τους δαίμονες. Ύστερα γύρισε στον γέροντα και είπε: “Δεν σε εγκατέλειψα, αλλά, επειδή προσπαθούσες να τα βγάλεις πέρα με τους δαίμονες μόνος σου, χωρίς να με επικαλεστείς, γι’ αυτό δεν ήρθα να σε βοηθήσω. Ζήτα τη βοήθειά μου, και παντοτινά θα την έχεις!”.
Το παραπάνω περιστατικό ήταν ένα μάθημα για τον ασκητή, όπως είναι και για όλους μας. Αντί να λογομαχείς, λοιπόν με τους εμπαθείς λογισμούς, καλύτερα είναι να καταφεύγεις στον Κύριο με την προσευχή. Μ’ αυτόν τον τρόπο ενεργούν όλοι όσοι αγωνίζονται με φρόνηση εναντίον των παθών. Ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός έλεγε: «Μοιάζω με τον άνθρωπο που κάθεται κάτω από ένα μεγάλο δέντρο και βλέπει να έρχονται προς το μέρος του πολλά θηρία και φίδια. Και όταν δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει, σκαρφαλώνει γρήγορα στο δέντρο και γλυτώνει. Έτσι κι εγώ. Κάθομαι στο κελλί μου και βλέπω τους εμπαθείς λογισμούς να μου επιτίθενται. Και όταν δεν μπορώ να τα βάλω μαζί τους, καταφεύγω στον Θεό με την προσευχή και γλυτώνω από τον εχθρό» (Αποφθέγματα Πατέρων Ιωάννης ο Κολοβός , ιβ΄).
Σου έγραψα παλαιότερα, όπως θα θυμάσαι, να προσεύχεσαι με τον νου στην καρδιά. Τι σημαίνει αυτό; Ότι πρέπει να συμμαζέψεις το νου σου από τη διάχυσή του στον περιβάλλοντα κόσμο, διάχυση που συντελείται με τις αισθήσεις, να τον κατεβάσεις στην καρδιά, και από εκεί να τον ανεβάσεις με την προσευχή στον Θεό. Αν ο νους μας, παραμένοντας στην καρδιά, ήταν ακατάπαυστα προσηλωμένος στον Κύριο με φόβο, ευλάβεια και πίστη, ποτέ δεν θα κινδυνεύαμε όταν από εμπαθείς λογισμούς, συναισθήματα και επιθυμίες. Δυστυχώς, όμως, ο νους μας αποσπάται από τον Κύριο, βγαίνει από την καρδιά και μέσω των αισθήσεων περιπλανιέται πέρα-δώθε. Εισβάλλουν τότε οι εμπαθείς λογισμοί, που ξυπνούν τα αντίστοιχα συναισθήματα και τις αμαρτωλές επιθυμίες. Να ο πόλεμος! Ποιός μας φταίει; Ο εαυτός μας, κανένας άλλος. Αν δεν αφήναμε το νου να ξεφύγει και να περιπλανηθεί, θ’ αποφεύγαμε τον πόλεμο. Αλλά ό,τι έγινε, έγινε. Έστω και όψιμα, ας καταφύγουμε γι’ άλλη μια φορά στον Κύριο και ας Τον καλέσουμε σε βοήθεια.
Και η ακόλουθη διδακτική παραβολή ανήκει στον αββά Ιωάννη τον Κολοβό(ο.π., ιστ΄):
Σε κάποια πόλη ζούσε μια όμορφη πόρνη, που είχε πολλούς φίλους. Πηγαίνει, λοιπόν, σ’ αυτήν ένας άρχοντας και της λέει: “Δώσ’ μου το λόγο σου ότι θ’ αφήσεις την αμαρτωλή ζωή, και σε παίρνω γυναίκα μου”, Εκείνη συμφώνησε, και ο άρχοντας την πήρε στο σπίτι του. Οι φίλοι της άρχισαν να την αναζητούν. Όταν έμαθαν πού ήταν, είπαν μεταξύ τους: “Πρέπει να την ξαναφέρουμε κοντά μας. Αν όμως, εμφανιστούμε στο σπίτι, ο άρχοντας θα μας δει και θα μας κάνει κακό. Ας πάμε, λοιπόν, πίσω από το σπίτι και ας της σφυρίξουμε συνθηματικά. Αυτή θα καταλάβει πως είμαστε εμείς και θα κατέβει. Έτσι κανείς δεν θα μπορεί να μας κατηγορήσει”. Πραγματικά, η γυναίκα άκουσε το σφύριγμα και κατάλαβε ποιοι ήταν. Αμέσως, όμως, βούλωσε τ’ αυτιά της και όρμησε στον εσωτερικό κοιτώνα, κλείνοντας πίσω της τις πόρτες. Η πόρνη συμβολίζει την ψυχή. Οι φίλοι της είναι τα πάθη και οι άνθρωποι. Ο άρχοντας είναι ο Χριστός. Ο εσωτερικός κοιτώνας είναι η αιώνια κατοικία της ψυχής. Αυτοί που σφυρίζουν στην ψυχή είναι οι πονηροί δαίμονες. Και τα σφυρίγματα είναι οι παρορμήσεις των εμπαθών λογισμών, συναισθημάτων και επιθυμιών. Μα η ψυχή τους ξεφεύγει, καταφεύγοντας πάντα στον Κύριο».
Να θυμάσαι αυτή την ιστορία και να ενεργείς σύμφωνα μ’ όσα αλληγορικά σε διδάσκει. Θα δεις πόσο γρήγορα θ’ αποκαθίσταται έτσι μέσα σου η ειρήνη, όταν διαταράσσεται από την εμφάνιση των παθών. Η χάρη του Θεού να είναι μαζί σου!

(«Από το βιβλίο: «ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ, Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ γράμματα σε μια ψυχή», ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΙΙΚΗΣ)

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ (Ἃγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος)

Πνευματικά θησαυρίσματα από τις ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Αν η αμαρτία, όταν είναι ενωμένη με την ταπεινοφροσύνη, τρέχει τόσο γρήγορα στο δρόμο της θεϊκής ευσπλαχνίας, ώστε μπορεί να ξεπεράσει και την αρετή που τρέχει με αλαζονεία, τότε πού δε θα φτάσει η αρετή, όταν συνυπάρχει με την ταπεινοφροσύνη; Αν εκείνοι που ομολογούν τα αμαρτήματά τους, βρίσκουν έλεος από τον Κύριο, τότε πόσα στεφάνια δε θα κερδίσουν εκείνοι που έχουν πλήρη επίγνωση των αγαθών τους πράξεων και παραμένουν ταπεινοί;
Έχεις πραγματοποιήσει αναρίθμητα καλά έργα; Έχεις αποκτήσει κάθε αρετή; Όλα αυτά είναι μάταια και ανώφελα, αν δε συνοδεύονται από την ταπεινοφροσύνη. Κανένα, μα κανένα κατόρθωμα δεν μπορεί να σταθεί δίχως αυτήν.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο με σώμα και ψυχή, δηλαδή με ένα στοιχείο υλικό και με ένα πνευματικό, είναι και τούτος: όταν κυριεύεται από την αλαζονεία, να ταπεινώνεται από την ευτέλεια του φθαρτού σώματος, και όταν του έρχεται λογισμός εξευτελιστικός για τη θεόπλαστη φύση του, να ενθαρρύνεται από την ευγένεια της αθάνατης ψυχής του. Γι’ αυτό είναι καλό να συλλογιζόμαστε την καταγωγή μας, να θυμόμαστε από τι και πώς δημιουργηθήκαμε.
Έβαλε ακόμα μέσα μας ο Θεός μεγάλες δυνάμεις, αλλά και πολλές αδυναμίες. Έτσι, με τις δυνάμεις δοξάζεται η δική Του σοφία και με τις αδυναμίες περιορίζεται η δική μας υπερηφάνεια. Μας έδωσε, λ.χ., γλώσσα που μιλάει, ψάλλει, υμνεί τον Κύριο του σύμπαντος, διηγείται την ωραιότητα της κτίσεως, συζητάει για τα γήινα και τα επουράνια, για τα πρόσκαιρα και τα αιώνια. Και όλα αυτά, μολονότι είναι ένα μικρό κομμάτι σάρκας, που δεν έχει μέγεθος ούτε δυο δαχτύλων.
Για να μη νομίζει, λοιπόν, η γλώσσα πως είναι κάτι σπουδαίο και υπερηφανεύεται για τις θεόσδοτες ικανότητές της, πολλές φορές, με θεία παραχώρηση, πληγώνεται ή πρήζεται. Έτσι μαθαίνει ότι ενώ μπορεί να μιλάει για πράγματα αθάνατα, η ίδια είναι θνητή· και ενώ ο Θεός, τον οποίο κηρύσσει, είναι παντοδύναμος, η ίδια είναι αδύναμη. Μας έδωσε ακόμα ο Πλάστης μας το μάτι, τον μικρό αυτό βολβό, με τον οποίο ατενίζουμε ολόκληρη την κτίση. Και για να μην υπερηφανεύεται το μάτι, έχοντας τέτοια θαυμαστή ικανότητα, προσβάλλεται συχνά από διάφορες παθήσεις, που μειώνουν ή και αποσβήνουν την όραση. Έτσι μαθαίνει τι είναι στην πραγματικότητα, μαθαίνει όμως και να δοξάζει, μέσω της ορατής κτίσεως, τον Δημιουργό.
Σκέψου τώρα, αν ο άνθρωπος μολονότι σέρνει μαζί του τόσες αδυναμίες, συχνά ξεχνάει την ελεεινότητά του και ξεσηκώνεται με θρασύτητα εναντίον του Ευεργέτη του, μέχρι πού θα έφτανε η έπαρσή του αν ήταν ολότελα απαλλαγμένος από τις αδυναμίες αυτές;
Βάλε λοιπόν καλά στο νου σου εσύ ο ψηλομύτης, ότι ο πλησίον σου, που δεν καταδέχεσαι ούτε να τον κοιτάξεις, είναι κι αυτός άνθρωπος όμοιος και ισότιμος με εσένα. Φτωχός είναι εκείνος κι εσύ πλούσιος; Αγράμματος είναι εκείνος κι εσύ μορφωμένος; Άσημος είναι εκείνος κι εσύ ένδοξος; Τι σημασία έχουν όλα αυτά τα πρόσκαιρα και μάταια; Δεν αποτελεί και ο συνάνθρωπός σου μιαν εικόνα του Θεού; Γιατί λοιπόν τον περιφρονείς; Δεν καταλαβαίνεις ότι στο πρόσωπό του περιφρονείς τον ίδιο τον Θεό; Γιατί δεν τον εξυπηρετείς, δεν τον περιποιείσαι, δεν τον τιμάς; Επειδή το ξέρω, τον θεωρείς κατώτερός σου. Και σε ρωτάω: Πόσο κατώτεροι ήταν οι απόστολοι από τον Χριστό; Άνθρωποι αυτοί, Θεός Εκείνος. Αγράμματοι αυτοί, πάνσοφος Εκείνος. Πάμφτωχοι αυτοί, πάμπλουτος Εκείνος. Κι όμως, ο Κύριος καταδέχθηκε να πλύνει τα πόδια τους. Δε θα έπρεπε να κάνεις κι εσύ το ίδιο στους συνανθρώπους σου; Αλλά μήτε να το ακούσεις δεν μπορείς!
Αν δε μιμηθείς τον Χριστό στην ταπείνωση, δεν θα έχεις θέση κοντά Του στη μέλλουσα ζωή. Το αιώνιο συμφέρον σου, επομένως, επιβάλλει να μην υπερηφανεύεσαι για τα αγαθά και τα πλούτη σου. Αυτό επιβάλλει όμως και το πρόσκαιρο γήινο συμφέρον σου. Γιατί κανένας άνθρωπος δεν προκαλεί τόσο το φθόνο των άλλων, όσο ο πλούσιος. Όταν μάλιστα ο πλούσιος είναι και υπερφίαλος, τότε μισείται δύο φορές. Ο ταπεινός, αντίθετα, μετριάζει το μίσος που αισθάνονται γι’ αυτόν οι άλλοι. Αν επιπλέον είναι ελεήμων, κερδίζει και την αγάπη τους. Έτσι κατέχει με μεγαλύτερη ασφάλεια τα υπάρχοντά του. Τόσο σπουδαία είναι η ταπεινοφροσύνη· δεν μας χαρίζει μόνο την ουράνια βασιλεία, αλλά μας ωφελεί και σε τούτον τον κόσμο.
Ας μην υπερηφανευόμαστε, λοιπόν, ούτε για τον πλούτο μας, ούτε για κανένα προτέρημά μας. Ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την φύση μας, ας σκεφτούμε τις αμαρτίες μας, ας μάθουμε ποιοι πραγματικά είμαστε. Η αυτογνωσία θα βάλει στην ψυχή μας την ταπεινοφροσύνη.
Εκείνος, μάλιστα, που θεωρεί πως δεν έχει καμιάν αξία, αυτός είναι που έχει γνωρίσει καλά τον εαυτό του.
Τίποτα δεν είναι τόσο αρεστό στον Κύριο, όσο το ταπεινό φρόνημα. «Διδαχθείτε απ΄το δικό μου παράδειγμα», είπε, «γιατί είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά» (Ματθ. 11, 29). Και πραγματικά, αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, μολονότι Υιός του μεγάλου Θεού, θα διάλεγε ως μητέρα μιαν άσημη κόρη; Αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, ο δημιουργός του ορατού και αοράτου κόσμου, θα κατέβαινε από τον ουρανό στη γη; Αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, ο εξουσιαστής του πλούτου όλης της κτίσεως, θα καταδεχόταν να ξαπλωθεί μέσα σε ένα φτωχικό παχνί; Αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, ο αναμάρτητος και αθώος, θα μαστιγωνόταν, θα χλευαζόταν, θα πέθαινε πάνω στο σταυρό, για τη σωτηρία των αμαρτωλών και ένοχων ανθρώπων; Τόσο ταπεινός είναι, ώστε θυσιάστηκε για τις αμαρτίες που εμείς κάναμε. Τόσο ταπεινός είναι, ώστε Θεός αυτός, παρακαλάει και ικετεύει εμάς, τα πλάσματά Του, να μετανοήσουμε, για να μην καταστραφούμε.
Έχεις λοιπόν ταπεινό φρόνημα; Μη θαυμάζεις τον εαυτό σου! Σκέψου πόσο χαμηλά κατέβηκε ο Κύριός σου και τότε όχι μόνο δε θα θαυμάσεις, αλλά και θα περιγελάσεις τον εαυτό σου. Ακόμα κι αν ήσουνα ο ταπεινότερος από όλους τους ανθρώπους, δε θα είχες κάνει τίποτα το σπουδαίο, μπροστά σε αυτό που έκανε ο Χριστός. Ποιο θα είναι το κέρδος σου, άλλωστε, αν η ταπεινοφροσύνη σε οδηγήσει στην υπερηφάνεια; Και όποιος λέει, πως είναι καλύτερα να κατορθώνουμε μιαν αρετή και να υπερηφανευόμαστε, παρά να πέφτουμε σε ένα αμάρτημα και να ταπεινωνόμαστε, αυτός αγνοεί τη ζημιά που προξενεί η αλαζονεία και το κέρδος που επιφέρει η ταπεινοφροσύνη. Γιατί ο άνθρωπος που κατορθώνει κάτι και υπερηφανεύεται γι’ αυτό, γρήγορα θα πέσει, όπως έχει αποδείξει η πείρα, στην έσχατη απώλεια. Απεναντίας, εκείνος που πέφτει σε ένα παράπτωμα και ταπεινώνεται από την πτώση του και εμπειρότερος γίνεται και γρήγορα ξανασηκώνεται, αν βέβαια θέλει, και επανορθώνει το σφάλμα του.
Ωστόσο θα μου πείτε πολλοί από αυτούς που προχωρούσαν σταθερά στον σωστό δρόμο πριν δοκιμάσουν πειρασμούς, έπεσαν σε παραπτώματα όταν τους βρήκαν πειρασμοί. Σας απαντώ, λοιπόν: Ποιος είναι εκείνος που γνωρίζει καλά, αν κάποιος βαδίζει στον σωστό δρόμο, εκτός από τον παντογνώστη Κύριο, τον δημιουργό μας, που δεν αγνοεί καμία πράξη, κανένα λόγο, κανένα αίσθημά μας; Γιατί, πολλές φορές άνθρωποι που εμείς τους θεωρούμε χρηστούς και ενάρετους, είναι ανήθικοι και ανέντιμοι.
Ας τους αφήσουμε, όμως αυτούς και ας μιλήσουμε για τους άλλους, που πραγματικά ζουν με χρηστότητα. Και όλες τις αρετές να έχουν αποκτήσει, αν έχουν παραμελήσει τη σπουδαιότερη, την ταπεινοφροσύνη, εγκαταλείπονται από τον Θεό, για να συνειδητοποιήσουν έτσι ότι όσα κατόρθωσαν δεν οφείλονται στη δική τους δύναμη, αλλά στη δική Του χάρη, βοήθεια και προστασία. Γιατί ο φιλάνθρωπος Κύριος πάντα συντρέχει τους πιστούς και ταπεινούς δούλους Του. Θα σας θυμίσω δύο τρία σχετικά περιστατικά από την Αγία Γραφή.
Όταν ο βασιλιάς των Γεράρων Αβιμέλεχ και οι Φιλισταίοι βοσκοί έδιωξαν άδικα τον Ισαάκ από τα χωράφια του κι από τα πηγάδια που με τόσον κόπο είχε ανοίξει, αυτός δε φέρθηκε μικρόψυχα, δεν αγανάκτησε, δε λιποψύχησε, δεν είπε και δεν σκέφτηκε τίποτα κακό μήτε για τους ανθρώπους, που τον αδίκησαν, μήτε για τον Θεό, που δεν τον υπερασπίστηκε. Γι’αυτό ο Κύριος τον τίμησε και τον βοήθησε υπερβολικά. Του φανερώθηκε την ίδια νύχτα και του είπε «Εγώ είμαι ο Θεός του πατέρα σου του Αβραάμ. Μη φοβάσαι. Είμαι μαζί σου και θα σε ευλογήσω» (Γεν. 26, 24). Σαν άκουσε τα λόγια τούτα ο δίκαιος Ισαάκ, παρηγορήθηκε και εγκαρδιώθηκε. Η θεϊκή υπόσχεση δεν άργησε να εκπληρωθεί. Κοίτα πόση δύναμη έχει η ταπείνωση! Εκείνοι που πρωτύτερα τον είχαν διώξει, ήρθαν τώρα να τον συναντήσουν, να του ζητήσουν συγνώμη και να ομολογήσουν τη δύναμή του. «Είδαμε πια καθαρά ότι ο Κύριος είναι μαζί σου», του είπαν (Γεν. 26, 28). Και ποιος μπορεί να είναι δυνατότερος από εκείνον που έχει τον Θεό μαζί του;
Ας δούμε τώρα πώς ταξίδεψε σε ξένη γη ο γιος του Ισαάκ, ο Ιακώβ, όταν τον καταδίωκε ο αδελφός του, γιατί μεγάλη ωφέλεια θα αποκομίσουμε και απ’ αυτό. «Καθώς πήγαινε προς την Χαρράν», λέει η Αγία Γραφή, «έδυσε ο ήλιος. Και αφού πήρε ένα λιθάρι, το έβαλε για προσκέφαλό του και κοιμήθηκε στον τόπο εκείνο» (Γεν. 28, 10-11). Βλέπεις φιλοσοφική διάθεση, που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια; Βλέπεις μεγαλοψυχία και απλότητα σε έναν νέο από πλούσια οικογένεια, αναθρεμμένο με κάθε φροντίδα και περιποίηση; Μια πέτρα χρησιμοποίησε για προσκέφαλο και πάνω στο χώμα πλάγιασε για να κοιμηθεί. Και αξιώθηκε να δει τον ίδιο τον Κύριο, που του είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ, των πατέρων σου. Μη φοβάσαι. Εγώ θα είμαι μαζί σου και θα σε προστατεύω σε κάθε δρόμο σου, όπου κι αν πας» (Γεν. 28, 13-15).
Αν λοιπόν θέλεις να είναι πραγματικά μεγάλα τα κατορθώματά σου, ούτε μεγάλα να τα θεωρήσεις, ούτε στον εαυτό σου να τα αποδώσεις ποτέ. Πάντα να ομολογείς ότι στη χάρη του Θεού οφείλονται όλα. Έτσι κάνεις τον Κύριο οφειλέτη σου, όχι μόνο για τα κατορθώματα, αλλά και για την ευγνωμοσύνη, τη μετριοφροσύνη, την ταπείνωσή σου. Έτσι κερδίζεις και την αγάπη, τη συμπάθεια, την ευμένεια των ανθρώπων· γιατί κανένας δεν είναι τόσο αγαπητός και συμπαθητικός, όσο ο ταπεινός.
Η ταπείνωσή σου, όμως πρέπει να είναι γνήσια και πηγαία, όχι υποκριτική ή επιφανειακή. Να είναι αμετάπτωτη και να εκδηλώνεται όμοια σε όλους, είτε φίλοι είναι είτε εχθροί, είτε μεγάλοι είτε μικροί. Να μην αποτελεί μόνο χαρακτηριστικό της εξωτερικής σου συμπεριφοράς, αλλά και βίωμα της καρδιάς σου.
Την αληθινή ταπεινοφροσύνη, που είναι συνδυασμένη με τη διάκριση, μπορεί να σου τη διδάξει ένα περιστατικό από το Ευαγγέλιο: «Όταν ο Ιησούς και οι μαθητές Του ήρθαν στην Καπερναούμ, πλησίασαν τον Πέτρο οι εισπράκτορες του φόρου για τον ναό και του είπαν: «Ο δάσκαλός σας δεν πληρώνει τις δύο δραχμές του φόρου;» (Ματθ. 17, 24). Παρατήρησε ότι δεν τόλμησαν να μιλήσουν στον Χριστό, αλλά στον Πέτρο· και σε αυτόν όχι επιθετικά, αλλά συγκρατημένα. Δεν κατηγόρησαν τον Κύριο. Απλώς ρώτησαν μα συστολή: «Δεν πληρώνει;». Γιατί δεν πίστευαν, βέβαια, πως ήταν Υιός του Θεού, Τον σέβονταν όμως για τα θαύματα που έκανε.
Τι απάντησε λοιπόν ο Πέτρος; «Ναι, πληρώνει.». Μα μόλις μπήκε στο σπίτι, όπου έμενε, και πριν πει τίποτα, τον πρόλαβε ο παντογνώστης Κύριος και του είπε: «Τι γνώμη έχεις, Σίμων; Οι βασιλιάδες της γης από ποιους εισπράττουν φόρους; Από τους δικούς τους γιους ή από τους ξένους;». «Από τους ξένους», αποκρίθηκε ο Πέτρος. «Επομένως οι γιοι τους απαλλάσσονται από την πληρωμή των φόρων», συμπέρανε ο Ιησούς (Ματθ. 17 ,25-26). Τι εννοούσε με αυτό; Ότι αφού οι γιοι των επίγειων βασιλιάδων απαλλάσσονται από τη φορολογία, πολύ περισσότερο Εκείνος, ο Υιός του ουράνιου Βασιλιά και Βασιλιάς ο ίδιος. Ωστόσο πρόσθεσε: «Για να μη σκανδαλίσουμε, πάντως, τους εισπράκτορες του φόρου, πήγαινε στη θάλασσα, ρίξε το αγκίστρι και πάρε το πρώτο ψάρι που θα βγάλεις· άνοιξε το στόμα του και θα βρεις μέσα ένα τετράδραχμο· παρ’ το και δώσε τους το, για μένα και για σένα» (Ματθ. 17, 27).
Βλέπεις ότι δεν αρνείται να πληρώσει το φόρο, ούτε και προστάζει απλά τον Πέτρο να τον πληρώσει. Πληρώνει, αφού πρώτα αποδεικνύει ότι δεν είναι υποχρεωμένος να το κάνει. Γιατί; Για να μη σκανδαλιστούν οι εισπράκτορες και οι μαθητές Του. Δεν δίνει δηλαδή τον φόρο σαν υποχρεωμένος σε πληρωμή, αλλά για την αδυναμία εκείνων.
Και για ποιο λόγο δεν τους λέει να δώσουν το φόρο από το ταμείο τους; Για να δείξει και σε τούτη την περίσταση ότι είναι Θεός και Κύριος του σύμπαντος, ότι εξουσιάζει και τη θάλασσα. Προείπε, λοιπόν, ότι από τον βυθό της θα πιαστεί ένα ψάρι, που θα πληρώσει τον φόρο. Και πραγματικά, με τη βουλή και το πρόσταγμά Του, πιάστηκε το ψάρι, που είχε στο στόμα του ένα τετράδραχμο. Αυτό το νόμισμα προσφέροντάς Του ως δώρο η θάλασσα, έδειξε την υποταγή της στον Δημιουργό της. Αλλά και ο Κύριος έδειξε την ταπείνωσή Του, πληρώνοντας φόρο στους εισπράκτορες-ο Θεός στους ανθρώπους, ο Πλάστης στα πλάσματα, ο ευεργέτης στους οφειλέτες.
Ας μην υπερηφανευόμαστε, λοιπόν, για τίποτα. Ας θεωρούμε τον εαυτό μας τιποτένιο. Είμαστε αμαρτωλοί; Αν το παραδεχόμαστε και το ομολογούμε με συντριβή, όπως ο τελώνης της ευαγγελικής παραβολής, γινόμαστε δίκαιοι. Είμαστε δίκαιοι; Αν πιστεύουμε ταπεινά πως είμαστε αμαρτωλοί, γινόμαστε δυο φορές δίκαιοι. Γιατί «ο Θεός εναντιώνεται στους υπερήφανους, στους ταπεινούς όμως δίνει τη χάρη Του» (Ιακ. 4, 6).
[“Θέματα ζωής” (από τις ομιλίες του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου), τόμος Β΄, σελ. 36-44, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής]
Πηγή: alopsis.gr

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΜΑΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΗ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ (Ἃγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

Αμάθεια, θλίψη, στεναχώρια, αυτά είναι σαν τριπλό μαστίγιο πάνω από το κεφάλι του καθενός που ξεχνάει και αρνιέται το Θεό και δημιουργό Του.
Όσο περισσότερο ο άνθρωπος συγκεντρώνει ασήμαντες γνώσεις, τόσο λιγότερο αισθάνεται πως ξέρει. Και όσο περισσότερο μαζεύει πλούτη, τόσο πιο φτωχός αισθάνεται. Όσο περισσότερο ο τέτοιου είδους άνθρωπος κυνηγά την τύχη, τόσο πιο βαθιά βυθίζεται στο σκοτάδι της απελπισίας.
Γνωρίζετε ποια είναι η μεγαλύτερη αμάθεια; Αμαθείς είναι οι άνθρωποι, που δεν γνωρίζουν τον Θεό και τη δύναμή Του.

Είπε ο Κύριος στους Σαδδουκαίους: «Πλανάσθε επειδή δεν γνωρίζετε ούτε την Αγία Γραφή, ούτε τη δύναμη του Θεού!» (Ματθ. 22:29). Οι Σαδδουκαίοι ήταν άνθρωποι που γνώριζαν τα πάντα, αλλά δεν πίστευαν στον Θεό και στην ανάσταση του Κυρίου. Γνώριζαν τα πάντα, εκτός από τον Θεό και τη δύναμή Του.
Η γνώση του Θεού είναι σαν το αλάτι που αλατίζει κάθε φαγητό και του δίνει γεύση.
Σαδδουκαίοι στα χρόνια μας είναι οι Ευρωπαίοι, οι βαπτισμένοι στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού! Οι Ευρωπαίοι, επειδή αρνήθηκαν τη βάπτισή τους και ντράπηκαν για το Χριστό, κατέχουν γνώσεις που είναι κατώτερες και από τις γνώσεις των απλών χωρικών. Μάταια περηφανεύτηκαν για τις γνώσεις τους και μάταια τις θεώρησαν σαν μέτρο της αξίας του ανθρώπου.
«Αλλά ό,τι είναι υψηλό στους ανθρώπους, είναι ένα τίποτε μπροστά στο Θεό» (Λουκ. 16:15).
Το δεύτερο κακό που στα χρόνια μας πιέζει τους ανθρώπους είναι οι στεναχώριες. Στεναχώριες, μόνο στεναχώριες… Κοιτάξτε τους ανθρώπους και γρήγορα θα καταλάβετε από πού προέρχονται τόσες στεναχώριες. Οι άνθρωποι που πιστεύουν είναι άνθρωποι με λίγες στεναχώριες. Οι άνθρωποι όμως που δεν έχουν πίστη έχουν μεγάλες στεναχώριες. Επειδή οι άνθρωποι που αισθάνονται την παρουσία του Θεού στη ζωή τους ελπίζουν, προσεύχονται στο Θεό και μεταφέρουν τις δυσκολίες και τις στεναχώριες τους σ’ Αυτόν.
«Αφήνω στο Θεό τις στεναχώριες μου και αυτός θα με διαθρέψει», είναι γραμμένο στο Ψαλτήρι (54:23).
Ο Θεός, ο Σωτήρας μας, επιθυμούσε να ελευθερώσει τους πιστούς Του από τις ασήμαντες στεναχώριες. Γι’ αυτό είπε: «Μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε, ούτε για το σώμα σας τι θα ντυθείτε. Η ζωή δεν είναι σπουδαιότερη από την τροφή; Και το σώμα δεν είναι σπουδαιότερο από το ντύσιμο; Κοιτάξτε τα πουλιά που δε σπέρνουν, ούτε θερίζουν, ούτε συνάζουν αγαθά σε αποθήκες κι όμως ο ουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει. Εσείς δεν αξίζετε πολύ περισσότερο απ’ αυτά; Γι’ αυτό πρώτα από όλα να επιζητείτε τη βασιλεία του Θεού και την επικράτηση του θελήματός Του κι όλα αυτά θα ακολουθήσουν» (Μάρκ. 6:25-26,33).
Αδελφοί μου, κοιτάξτε· οι μοναδικοί άνθρωποι, που πραγματικά έχουν τη χαρά της ζωής, είναι εκείνοι που δέχτηκαν αυτή την εντολή του Χριστού και ζούνε σύμφωνα μ’ αυτή. Οι στεναχώριες τρώνε αυτούς που βασανίζονται χωρίς τη βοήθεια του Θεού να τελειώσουν τις δουλειές τους, να εξασφαλίσουν όλες τις ανέσεις, να προλάβουν όλα τα ταξίδια, να πραγματοποιήσουν όλα τα σχέδιά τους, να ικανοποιήσουν όλες τις επιθυμίες τους.
Αυτοί χτίζουν και κάποιο αόρατο χέρι γκρεμίζει. Αυτοί μαζεύουν και κάποιος αόρατος άνεμος τα σκορπίζει. Αυτοί τρέχουν, αλλά κάποιος μακραίνει το ταξίδι τους και απομακρύνει το στόχο τους. Γι’ αυτό το λόγο οι άθεοι τρώνε τον εαυτό τους. Μεγαλώνουν πριν την ώρα τους, χάνουν τη δύναμή τους, την υπομονή τους, βασανίζουν το μυαλό τους, αποδυναμώνεται η θέλησή τους. Τους ρωτάνε: Για ποιο λόγο είστε έτσι; Και απαντάνε: Στεναχώριες, στεναχώριες…
Οι καημένοι άνθρωποι φόρτωσαν πάνω τους τις στεναχώριες του Θεού. Και οι στεναχώριες του Θεού δεν μπορούν να φύγουν χωρίς τη δύναμη του Θεού, ούτε οι δουλειές του Θεού μπορούν να τελειώσουν χωρίς τη σοφία του Θεού.
Το τρίτο κακό που πιέζει τους ανθρώπους στα χρόνια μας είναι η απελπισία. Ανθρωπότητα χωρίς χαρά είναι η ανθρωπότητα των λευκών ανθρώπων που αρνήθηκε τη φιλία του Χριστού και βρήκε άλλους φίλους. Η απελπισία υπάρχει στους μορφωμένους και στους πιο πλούσιους, υπάρχει στις γυναίκες, ακόμη και στα παιδιά.
Η σφραγίδα της απελπισίας είναι η αυτοκτονία.
Αναρωτιέστε, γιατί υπάρχει τόση απελπισία και γιατί υπάρχουν τόσοι απελπισμένοι στην εποχή μας; Από το άδειασμα του μυαλού και την ερημιά της καρδιάς. Ο νους δεν σκέφτεται το Θεό και η καρδιά δεν αγαπάει το Θεό. Όλος ο κόσμος δεν μπορεί να γεμίσει το ανθρώπινο μυαλό, αυτό μπορεί μόνο ο Θεός να το κάνει. Χωρίς το Θεό ο νους είναι πάντα άδειος και όλες οι γνώσεις που μπαίνουν στο μυαλό πέφτουν στην άβυσσο. Η αγάπη όλου του κόσμου δεν μπορεί να γεμίσει την καρδιά του ανθρώπου, επειδή η καρδιά νιώθει πως η κοσμική αγάπη αλλάζει και είναι σαν την παλίρροια και την άμπωτη της θάλασσας.
Αδελφοί μου, και το μυαλό και η καρδιά μας ανήκουν στο Θεό και μόνο ο Θεός μπορεί να τα γεμίσει με τη δύναμή Του: να τα γεμίσει με τη δική Του χαρούμενη σοφία, με την πίστη και την αγάπη.
– Χωρίς το Θεό όλα είναι αμάθεια.
– Χωρίς το Θεό όλα είναι στεναχώρια.
– Χωρίς το Θεό όλα είναι απελπισία.
Είπε ο Κύριος στους μαθητές Του: «Εκείνος που είναι ο πιο ταπεινός μεταξύ όλων σας, αυτός είναι ο ανώτερος» (Λουκ. 9:48).
Αυτός που έχει λιγότερες κοσμικές γνώσεις είναι και ο λιγότερο περήφανοςΑυτός που στεναχωριέται λιγότερο με τις ασήμαντες έγνοιες της ζωής έχει τη μεγαλύτερη χαρά στη ζωή του. Αυτός που απελπίζεται λιγότερο είναι αυτός που πράττει θεάρεστα έργα, και πραγματικά ο τέτοιου είδους άνθρωπος είναι σημαντικός ενώπιον του Θεού.
Τέτοιος ήταν ο λαός μας πριν από τρεις ή τέσσερις γενιές. Ο λαός μας τότε γνώριζε τον Θεό και γι’ αυτό το λόγο δεν υπέφερε από την αμάθεια από την οποία υποφέρει η βιομηχανική Ευρώπη. Δεν υπέφερε από πολλές στεναχώριες, επειδή ήλπιζε στο Θεό και στους αγίους του Θεού. Δεν υπέφερε από απελπισία, γιατί ήξερε πως ταξιδεύει με το άρμα του Θεού, σύμφωνα με το θέλημά Του από τον ένα κόσμο στον άλλο κόσμο του Θεού.
Πέσαμε πολύ και χάσαμε τη σοβαρότητα των προγόνων μας.
Έχουμε όμως μέσα μας μια τεράστια δύναμη και μπορούμε να σηκωθούμε με την ευλογία του Θεού. Ας σηκωθούμε με την ευλογία του Θεού, ας σηκωθούμε σήμερα, ας εξαγνιστούμε και ας χαρούμε, επειδή ο Θεός μάς βλέπει και μας οδηγεί. Αμήν.

(Από το βιβλίο: Αγίου Νικολάου Επισκόπου Αχρίδος, “Μέσα από το παράθυρο της φυλακής. Μηνύματα προς τον λαό”, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2012, σ. 260)
Πηγή: alopsis.gr

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ (Ἃγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως)

Αποτέλεσμα εικόνας για Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως
Ο πιο αρμόδιος τρόπος, με τον οποίο μπορεί να επιτευχθεί η πνευματική (διανοητική) και η θρησκευτική μόρφωση του ανθρώπου, είναι εκείνος που ξεκινά από αυτή τη βρεφική ηλικία. Επειδή όμως οι μόνοι άμεσοι και αρμόδιοι δάσκαλοι αυτής της ηλικίας είναι οι μητέρες, γι’ αυτό και είναι ανάγκη αυτές πρώτα να παίρνουν επιμελημένη ανατροφή, γιατί αυτές θα χρησιμεύσουν για τα παιδιά τους ως εικόνες, των οποίων πιστά αντίγραφα θα γίνουν αυτά. Διότι κάπως έτσι στα χνάρια των μητέρων προχωρούν με ακρίβεια τα παιδιά, ώστε μπορούμε να πούμε ότι ένα χνάρι υπάρχει πάνω στο έδαφος, το χνάρι της μητέρας. Το παιδί τόσο πολύ μιμείται τα πλεονεκτήματα ή τα ελαττώματα της μητέρας, ακόμη και τη φωνή και το ύφος, ώστε πολύ εύστοχα θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τα παιδιά με τον φωνογράφο, η ορειχάλκινη πλάκα του οποίου δέχεται πρώτα τα ίχνη της φωνής και στη συνέχεια την εκπέμπει με τον ίδιο τόνο, το ίδιο ύφος και με τον ίδιο χρωματισμό, με τον οποίο εκφωνήθηκε.
Άρα απαιτείται μεγάλη προσοχή στην ανατροφή των μητέρων, γιατί η ελλιπής ανατροφή τους θα έχει ως αναπόφευκτα αποτελέσματα την επιλήψιμη ανατροφή των παιδιών τους, η οποία θα τα κάνει δυστυχισμένα και μάστιγες της κοινωνίας.
Οι μητέρες, και για τον υψηλό τους προορισμό και για την προσωπική τους αξία, είναι ανάγκη από τη βρεφική ηλικία να παίρνουν την πρέπουσα ανατροφή.
Και πρέπουσα σ’ αυτές ανατροφή είναι αυτή που έχει ως αντικείμενο μορφώσεως τον νου και την καρδιά, γιατί αυτά τα δύο είναι τα δύο κέντρα, γύρω από τα οποία περιστρέφεται η πνευματική και ηθική μόρφωση του ανθρώπου. Εάν παραμεληθεί το ένα από τα δύο, η μόρφωση είναι ατελής και χωλαίνει. Ο νους και η καρδιά, αν και είναι όργανα μιας ψυχής, όμως έχουν ανάγκη από διαφορετικά μέσα και τρόπους μορφώσεως.
Η καρδιά ανήκει στον μεταφυσικό κόσμο και ο νους στον φυσικό, γι’ αυτό και κάθε ένα απ’ αυτά είναι ανάγκη να διδάσκεται τις δικές του αλήθειες. Και η αλήθεια του νου είναι η παιδεία και η επιστήμη, της καρδιάς όμως είναι οι υπερφυσικές αλήθειες και η θρησκεία. Είναι λοιπόν ανάγκη να παρέχουμε στα κορίτσια μας παιδεία και θρησκεία, για να μπορέσουν να τα μεταδώσουν και στα δικά τους παιδιά.
Η παιδεία και η θρησκεία είναι οι δύο φωτεινοί φάροι που οδηγούν τον ποντοπόρο άνθρωπο κατά το πολυκύμαντο στάδιο της ζωής του και τον προφυλάσσουν από κάθε ναυάγιο και από κάθε επικίνδυνη πρόσκρουση. Είναι τα δύο μάτια της ψυχής, με τα οποία βλέποντας βαδίζει απρόσκοπτα την οδό της αλήθειας που οδηγεί στην ευδαιμονία και τη σωτηρία. Είναι τα δύο όργανα που τον οδηγούν στην τελείωση, τα οποία χρησιμοποιώντας ο άνθρωπος αναδεικνύεται άξιος της υψηλής του καταγωγής και ον της υψίστης περιωπής.
Μόνο αν μορφωθούν με αυτόν τον τρόπο οι μητέρες μπορούν να αναδείξουν χρηστά παιδιά, καλούς πολίτες και γενναιόφρονες άνδρες. Μήπως οι μητέρες των αγίων Τριών Ιεραρχών που εορτάζουν σήμερα, δεν μας δίνουν ένα τέτοιο λαμπρό παράδειγμα;
Αυτές τόσο πολύ αγαπούσαν την παιδεία και από τόσο μεγάλο θρησκευτικό ζήλο και ζωηρό θρησκευτικό συναίσθημα κατέχονταν, ώστε είχαν πλήρη πεποίθηση ότι με το δικό τους παράδειγμα διοχέτευσαν στις καρδιές των παιδιών τους τον έρωτά τους για την παιδεία και τον ζήλο προς την θρησκεία, και έτσι δεν δίστασαν καθόλου να παραδώσουν τα παιδιά τους σε δασκάλους εθνικούς (ειδωλολάτρες), για να αναπτυχθούν όπως έπρεπε διανοητικά, χωρίς να ανησυχούν καθόλου για μια τέτοια διδασκαλία, διότι είχαν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Ήξεραν ότι τίποτε δεν θα μπορέσει να κλονίσει τις θρησκευτικές αρχές και πεποιθήσεις των γιων τους, γιατί αυτές οι αρχές με πολλή φροντίδα είχαν οικοδομηθεί πάνω σε πέτρα!
Έχοντας, λοιπόν, εμπιστοσύνη στον εαυτό τους η Νόννα και η Εμμέλεια, οι καλές και ενάρετες μητέρες του Βασιλείου και του Γρηγορίου, τους στέλνουν στην Αθήνα, η οποία ήταν εστία της παιδείας και των φώτων αλλά και το κέντρο της ειδωλολατρίας, όπου η εθνική θρησκεία ήταν εγκατεστημένη με όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Και πράγματι οι πεποιθήσεις τους δεν διαψεύσθηκαν. Οι δύο νέοι σπουδαστές έχοντας μέσα στην καρδιά τους ζωηρή τη φλόγα της πίστης τους στον Χριστό έμειναν ανεπηρέαστοι σε όλο το διάστημα των σπουδών τους. Δεν κλονίστηκαν ούτε από τη διδασκαλία των Σοφιστών, που συστηματικά πολεμούσαν τον Χριστιανισμό, ούτε δελεάστηκαν από τις μεγαλοπρεπείς τελετές της εθνικής λατρείας, αλλά επανήλθαν στις μητέρες τους ακμαίοι και ζωηροί στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, αμοιβή οι ίδιοι σ’ αυτές για τους παιδαγωγικούς κόπους, τη μητρική φροντίδα και την αρετή τους.
Πραγματικά η αμοιβή ήταν πλούσια, γιατί απολάμβαναν τους γιους τους ως μέλη Χριστού, επομένως και μέλη δικά τους. Γιατί εκείνος που δεν είναι μέλος Χριστού, δεν μπορεί να είναι μέλος ούτε χριστιανής μητέρας, αφού η χριστιανή μητέρα που είναι μέλος Χριστού είναι αδύνατο να έχει μέλος διαφορετικό, μέλος σάπιο, μέλος διεφθαρμένο. Άρα η απομάκρυνση των γιων τους από τον Χριστό θα ήταν καταστροφή. Ταιριάζει λοιπόν να ονομάσουμε την τήρηση της πίστεως των γιων τους στον Χριστό ως αμοιβή προς αυτές, πράγμα που ποτέ δεν θα συνέβαινε εάν οι μητέρες δεν είχαν χριστιανική μόρφωση. Πόσο τότε θα πονούσαν! Πόσο θα κατηγορούσαν τον εαυτό τους! Αλλά θα ήταν πια αργά.
Και η μητέρα του Ιωάννη, η καλή και ενάρετη Ανθούσα, στα είκοσί της χρόνια έμεινε χήρα και έχοντας μόνο έναν γιο αφιερώθηκε όλη στην ανατροφή του, βάζοντας σε μεγαλύτερη μοίρα τη φροντίδα για την ανατροφή του γιου της παρά έναν δεύτερο γάμο. Το ίδιο και αυτή, όταν ο αγαπημένος της μονογενής γιος έφτασε στην κατάλληλη ηλικία και είχε ανάγκη από ανώτερη εκπαίδευση, δεν δίστασε να τον παραδώσει στα χέρια εθνικού δασκάλου προς ανάπτυξη των πνευματικών του δυνάμεων.
Η πεποίθηση στην πίστη της ήταν πεποίθηση και στο παιδί της, διότι γνώριζε καλά ότι όλη την πίστη της την είχε βάλει στην ψυχή του αγαπητού της γιου, και δεν διαψεύσθηκε. Γιατί ο Ιωάννης αμέσως μετά το πέρας των σπουδών του, αφού ελάχιστο χρόνο ασχολήθηκε με το επάγγελμα του ρήτορα, παραδόθηκε ολοκληρωτικά στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Ο Λιβάνιος, ο δάσκαλος του Ιωάννη, βλέποντας την επιτυχία της προσχώρησης του Ιωάννη στη χριστιανική θρησκεία, με μεγάλο πόνο αναφώνησε: «Αλίμονο, τι υπέροχο χαρακτήρα έχουν οι γυναίκες στους Χριστιανούς!» δείχνοντας έτσι την αιτία της επιτυχίας.
Πραγματικά πόσο ωραία, πόσο λαμπρά παραδείγματα παρουσιάζονται μπροστά μας οι ευσεβείς αυτές μητέρες! Πόσο θαυμαστές εικόνες! Πόσο θαυμαστά πρότυπα! Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι οι μητέρες αναδεικνύουν τους μεγάλους και ενάρετους άνδρες;
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραδείγματα αυτά είναι ανάγκη να δώσουμε την κατάλληλη μόρφωση στις μητέρες, ξεκινώντας από την παιδική τους ηλικία, για να είμαστε βέβαιοι για τη μελλοντική καρποφορία και τα αποτελέσματα.
Έτσι είναι ανάγκη να δώσουμε μόρφωση στα παιδιά μας και θρησκευτική και διανοητική, για να τα αναδείξουμε άξια του προορισμού τους. Είναι ανάγκη λοιπόν να συνυπάρχουν παιδεία ευσεβής και θρησκεία μουσοτραφής, διότι τα δύο αυτά είναι τα μόνα ασφαλή εφόδια στη ζωή τους που μπορούν με πολλούς τρόπους να βοηθήσουν τον άνθρωπο.
(30 Ιαν. 1889)
[Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Λόγος εκφωνηθείς εν τω Αχιλλοπουλείω Παρθεναγωγείω κατά την Εορτήν των Τριών Ιεραρχών (απόσπασμα). Γλωσσική προσαρμογή για την Κ.Ο.]

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2018

ΚΥΡΙΕ, ΣΤΗ ΘΛΙΨΗ ΜΟΥ, ΑΚΟΥΣΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΟΥ! (Ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)

Σχετική εικόνα



«Ἐν τῷ θλίβεσθαί με, εἰσάκουσόν μου τῶν ὀδυνῶν, Κύριε σοὶ κράζω».

Ερμηνεία: Όταν οι Ισραηλίτες βρίσκονταν στην πατρίδα τους τα Ιεροσόλυμα και είχαν κάθε ευτυχία και ανάπαυση και απολάμβαναν εκείνον τον ωραιότατο και υπερθαύμαστο ναό του Σολομώντος, τότε, αντί να ευχαριστούν περισσότερο τον Θεό, αυτοί επιδόθηκαν σε καλοπεράσεις και σε ειδωλολατρίες. Εξ αιτίας αυτού, παραχώρησε ο Θεός και σκλαβώθηκαν από τους Βαβυλώνιους και έμειναν σκλάβοι για εβδομήντα χρόνια (1). Έπειτα, όταν αναλογίστηκαν την προηγούμενη άνεση και ευτυχία που είχαν στην πατρίδα τους από τη μια, και τη θλίψη και τη δυστυχία που δοκίμαζαν στη σκλαβιά από την άλλη, παρακάλεσαν με καρδιά συντετριμμένη τον φιλάνθρωπο Κύριο και είπαν τον 119ο ψαλμό του Δαβίδ, ο οποίος είναι ο πρώτος ψαλμός των Αναβαθμών, δηλαδή, το: «Πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα, καὶ εἰσήκουσέ μου» (Ψαλμ. 119,1). Από εδώ, από τον πρώτο αυτό Αναβαθμό του Δαβίδ, δανείστηκε και ο ιερός Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο ποιητής των Αναβαθμών, αυτόν τον πρώτο Αναβαθμό της Οκτωήχου. Βέβαια, το «εκέκραξα» και το «εισήκουσέ μου» αναφέρονται σε μελλοντικό χρόνο, διότι η σκλαβιά των Ιουδαίων ήλθε ύστερα από τη γραφή των Ψαλμών. Ο Δαβίδ όμως τα γράφει αυτά, σαν να έγιναν στο παρελθόν. Επειδή οι Προφήτες έβλεπαν τόσο φανερά τα πράγματα με το νου, ο οποίος φωτιζόταν από το Άγιο Πνεύμα, ώστε προέλεγαν τα μέλλοντα, σαν να ήταν παρελθόντα. Έτσι, είπε και ο χρυσός στη γλώσσα και στην ψυχή άγιος Ιωάννης: «Είναι συνηθισμένο στους Προφήτες σε πολλές περιπτώσεις, να προλέγουν τα μέλλοντα ως περασμένα. Διότι, όπως δεν μπορεί, αυτά που έχουν ήδη γίνει, να πούμε πως δεν έχουν γίνει, έτσι ούτε και αυτά τα οποία, αν και είναι μελλοντικά, δεν μπορεί να μην γίνουν οπωσδήποτε. Μ` αυτόν τον τρόπο, μέσα από το πεπερασμένο κύλισμα και μέτρημα του χρόνου, προαναγγέλλουν και καταδεικνύουν το αμετάβλητο αυτών και τη βεβαιότητα ότι θα γίνουν» (λόγ. εις το Πάτερ, ει δυνατόν, Τόμω ε΄).
Εκείνο, λοιπόν, που ο Δαβίδ το είπε σε χρόνο παρελθοντικό, αυτό το λέει εδώ ο μελωδός σε χρόνο παροντικό. Έτσι λέει, εγώ Κύριε, κράζω σε σένα, εν τω θλίβεσθαί με, δηλαδή, στον καιρό της θλίψης μου. Γι` αυτό, εύχομαι κάποτε να ακούσεις τις οδύνες μου, δηλαδή, τους πόνους και τους αναστεναγμούς της καρδιάς μου. Διότι, εδώ η προστακτική «εισάκουσον» έχει την έννοια της ευκτικής, δηλαδή, «είθε να με ακούσεις», όπως και το «Κύριε ελέησον», αντί του «είθε να με ελεήσεις». Και όλα αυτά βέβαια, επειδή δεν επιτρέπεται σε κανέναν να διατάζει τον Θεό, για να κάνει κάτι, αλλά να τον παρακαλάει με θερμή προσευχή, ώστε να δεχτεί τη βοήθειά του και την συμπαράστασή του. Έτσι και ο βαθυστόχαστος Ευστάθιος είπε ότι, όσα υποκείμενα μικρότερα παρακαλούν τα μεγαλύτερα για κάποια χάρη, πρέπει να παρακαλούν με λόγια παρακλητικά και όχι με προσταγές. Αν δε, χρησιμοποιούν στις παρακλήσεις τους σχήμα προστακτικού λόγου, αυτό εκλαμβάνεται ως ευχετικό.
Δες δε, αγαπητέ, πόσο ωφέλιμη για την ψυχή είναι η θλίψη μέσα στον κόσμο και η λύπη της καρδιάς. Επειδή αυτή, η θλίψη, καθώς συγκεντρώνει τον νου από τα εξωτερικά πράγματα του κόσμου και τον συνθλίβει, όπως δηλώνει και το όνομά της, δηλαδή τον πιέζει δυνατά, όπως και το σωληνάριο σφίγγει το νερό, τον κάνει τον νου να ανεβαίνει στον ουρανό. Γι` αυτό είπε τέλεια ο χρυσός άγιος της Εκκλησίας, φέρνοντας και αυτό το ωραίο παράδειγμα: «Όπως τα νερά, όσο μεν κυλάνε σε επίπεδο μέρος και απλώνονται σ` αυτό με ευρυχωρία, δεν ανεβαίνουν σε ύψος. Αν όμως τα χέρια των ανδρών που ανοίγουν κανάλια τα στριμώξουν από κάτω και τα πιέσουν, θα βρεθούν σε στενό χώρο και θα εκτοξευθούν ψηλότερα ακόμη και από κάθε βέλος. Έτσι, λοιπόν είναι και η ανθρώπινη διάνοια` όσο απολαμβάνει τον πολύ και άπραγο χρόνο, σκορπίζεται και χάνεται από τον εαυτό της. Αν όμως κάποια περίσταση της ζωής την πλακώσει, πιέζοντάς την δυνατά και σκληρά, τότε στέλνει προς τον ουρανό τις προσευχές της καθαρές και δυνατές» (λόγ. ε΄ περί ακαταλήπτου. Τόμω στ΄). Γι` αυτό και οι Αιγύπτιοι είχαν στα ιερογλυφικά τους το σωληνάριο με το νερό και έγραφαν από πάνω: «στενότητι υψούται».
Λοιπόν, από εδώ ο ίδιος ο Δαβίδ, θέλοντας να κάνει φανερό το κέρδος και την πλάτυνση που γεννιέται στην καρδιά από τη θλίψη, έλεγε αλλού: «Κύριε, ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με» (Ψαλμ. 4, 1). Και ο Ησαΐας: «Κύριε, ἐν θλίψει ἐμνήσθην σου» (Ησ. 26, 16). Διότι, η θλίψη του κόσμου αυτού, μαζί με την λύπη της καρδιάς, είναι σαν ένα στήριγμα, που υποβαστάζει την καρδιά και σαν αναβαθμίδα και σκαλοπάτι, που οδηγεί στον πλατυσμό και στην αιώνια χαρά. Όπως και το αντίθετο, η χαρά αυτού του κόσμου είναι η στέρηση εκείνης της ουράνιας χαράς. Καθόσον, όσο ο άνθρωπος πλατύνεται και χαίρεται με τα παρόντα γήινα πράγματα, τόσο στενοχωρείται και χάνει από το πλάτος των ουρανίων πραγμάτων και δεν ξέρει ο ταλαίπωρος, πως όλος αυτός ο μέγας κόσμος με όλο του το πλάτος, συγκρινόμενος με το άπειρο πλάτος του Θεού, είναι μικρός και πολύ στενάχωρος. Αντιθέτως δε, όσο ο άνθρωπος θλίβεται και λυπάται στον παρόντα κόσμο, τόσο ξεπερνάει με το νου το μικρό αυτό πλάτος του κόσμου. Και ξεπερνώντας το ύψος του ουρανού, τελειώνει σε ένα πλάτος ευρύχωρο και αμέτρητο. Οπότε, βρισκόμενος εκεί, χαίρεται και αναπαύεται στην γλυκύτατη θεωρία του Θεού. Και πριν ακόμη φτάσει στο θάνατο και στη διάλυση του σώματος, ζει μια ζωή μακάρια και τελείως ευτυχισμένη. Γι` αυτό και ο Κύριος θέλοντας να φανερώσει αυτό, έλεγε: «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ιωάν. 16, 33) και ο Προφήτης Αββακούμ θέλοντας να φανερώσει την ανακούφιση που ακολουθεί μετά από μια θλίψη, έψαλλε στην ωδή του: «ἀναπαύσομαι ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς μου» (Αβ. 3,15).
Αλλά και συ, αδελφέ, που διαβάζεις ή ψάλλεις ή ακούς αυτόν τον Αναβαθμό, όταν τύχει να σε καταλάβει κάποια θλίψη, είτε από τους ανθρώπους είτε από τους δαίμονες είτε από αδυναμία της διεφθαρμένης φύσης σου, πρόσεχε καλά και μην γογγύσεις, ούτε να κατηγορείς τον ένα και τον άλλον, πως στάθηκαν αίτιοι της θλίψης σου εκείνης, αλλά όλα, τα πάντα, να τα αποδίδεις στις αμαρτίες σου, δηλαδή, ότι εξαιτίας των αμαρτιών σου παραχώρησε ο Θεός να δοκιμάσεις εκείνην τη θλίψησαν κανόνα για τις αμαρτίες σου. Να ευχαριστείς δε τον Θεό, λέγοντας μαζί με τον θείο Χρυσόστομο: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν» (Επιστολή ια΄ προς Ολυμπιάδα)` δηλαδή, ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού για την θλίψη αυτή και για όλες τις άλλες, όσες κι αν θέλει Εκείνος να έλθουν ακόμη. Αν ευχαριστείς έτσι τον Θεό, αγαπητέ, να ξέρεις πως η θλίψη θα σου φέρει πολύ μεγάλα κέρδη, όπως και στους Ιουδαίους που αιχμαλωτίστηκαν, έφερε τέτοια μεγάλα κέρδη και ωφέλειες η θλίψη εκείνη.
Ποια δε είναι τα κέρδη που πρόκειται να σου προσφέρει η θλίψη; Άκου πώς τα επιβεβαιώνει η χρυσή γραφίδα του Ιωάννη, ο οποίος γράφει ότι είναι, το να εισακούεται η προσευχή σου και το να βρίσκεις έτοιμη τη φιλανθρωπία του Θεού: «Είδες το κέρδος της θλίψης; Είδες την ετοιμότητα της φιλανθρωπίας του Θεού; Το μεν κέρδος της θλίψης ήταν το ότι, οδήγησε τους αιχμαλώτους Ιουδαίους στην καθαρή προσευχή. Η δε ετοιμότητα της φιλανθρωπίας του Θεού ότι, μόλις αυτοί τον παρακάλεσαν, αμέσως έσκυψε και τους άκουσε, όπως και στην Αίγυπτο». «ἰδὼν εἶδον τὴν κάκωσιν τοῦ λαοῦ μου τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τοῦ στεναγμοῦ αὐτῶν ἤκουσα, καὶ κατέβην ἐξελέσθαι αὐτούς» (Πρ. 7,34)` «και συ λοιπόν, αγαπητέ, όταν βρεθείς σε καιρό θλίψεως, μην απογοητεύεσαι, αλλά μάλλον τότε σήκω επάνω. Διότι, τότε και η προσευχή σου θα είναι καθαρότερη και η ευλογία από τον Θεό μεγαλύτερη». Συμπεραίνει δε και ο θείος Κύριλλος Αλεξανδρείας, πως οι θλίψεις είναι όπλο των δικαίων και τους επιφέρουν την ποθητή ευημερία στη ζωή: «Άρα, οι θλίψεις είναι τα όπλα των δικαίων, που τους ετοιμάζουν για την καλή ζωή, έτσι ώστε, όταν αναφωνούν προς τον Θεό με την προσευχή, να εισακούονται». Είπε δε και ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος, ο μαθητής του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου, στη χειρόγραφη ερμηνεία του για τους Αναβαθμούς: «Δες, πώς η προσευχή, που αναπέμπεται στον Θεό με δάκρυα και πόνο ψυχής, εισακούεται. «Πρός Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με, φησίν, ἐκέκραξα, καὶ εἰσήκουσέ μου» (Ψαλμ. 119, 1). Πρόσεξε δε, πώς η παρούσα ζωή των αγίων είναι γεμάτη από πόνους και θλίψεις και πως οι θλίψεις αυτές προέρχονται και από τους ανθρώπους και από τους δαίμονες».
Με συντομία δε, έτσι εξηγείται ο Αναβαθμός αυτός. Ω, Κύριε, εγώ κράζω, δηλαδή, σου φωνάζω με δυνατή φωνή. Τι σου φωνάζω; Πως, όταν θλίβομαι και στεναχωριέμαι από κάποια ανάγκη, τότε άκουσε τις οδύνες μου, δηλαδή, τους πόνους και τις σπαρακτικές φωνές της καρδιάς μου.
(1) Θα μπορούσε δε κάποιος να σταθεί με την απορία, γιατί ο Θεός άφησε τους Ιουδαίους αιχμαλώτους στη Βαβυλώνα και πέρασαν θλίψεις εβδομήντα χρόνων, άλλους δε τους αφήνει να θλίβονται με διάφορους πειρασμούς για λιγότερο χρόνο και άλλους για περισσότερο; Σ` αυτό απαντάει ο Χρυσορρήμονας άγιοςα΄) διότι γίνεται για περισσότερη δική μας ωφέλεια, μέχρις ότου καθαριστούμε με τους πειρασμούς και τις θλίψεις` β΄) διότι όταν ο Θεός επιτρέπει να μας έρχονται οι πειρασμοί, αυτός ξέρει και πότε θα μας τους πάρει και γ΄) ότι εμείς πρέπει να προσευχόμαστε και να ζούμε στην ευλάβεια και στην αρετή και ο Θεός ξέρει πότε θα δώσει τέλος στους πειρασμούς και λέει ως εξής: «Ο Θεός είναι δυνατός και μπορεί να δώσει τέλος σήμερα σε όλα στα κακά, αλλά μέχρι να δει πως εμείς έχουμε καθαριστεί, μέχρι να δει πως πραγματοποιήθηκε σταθερή και αμετακίνητη η μετάνοιά και η επιστροφή μας, δεν δίνει τέλος στην θλίψη. Διότι και ο χρυσοχόος, μέχρι να δει τον χρυσό να καθαρίζεται πολύ καλά, δεν τον παίρνει από το χωνευτήριο, έτσι και ο Θεός, δεν αφήνει να περάσει αυτό το σύννεφο (της θλίψης και του πειρασμού) μέχρι να μας συμμορφώσει καλά. Και βέβαια, αυτός που επιτρέπει τον πειρασμό, αυτός ξέρει και τον κατάλληλο καιρό, που θα του δώσει τέλος. Έτσι κάνει και ο κιθαριστής` ούτε τεντώνει πολύ τη χορδή, για να μην την σπάσει ούτε τραβάει πέρα από το κανονικό, για να μην αλλοιώσει την μελωδική αρμονία. Το ίδιο κάνει και ο Θεός` ούτε αφήνει την ψυχή μας σε διαρκή άνεση ούτε την κρατάει σε μακρά θλίψη, αλλά τα κάνει και τα δύο σύμφωνα με τη δική του σοφία. Δεν μας αφήνει μεν να απολαμβάνουμε την συνεχή άνεση, για να μην γίνουμε ραθυμότεροι, δεν μας αφήνει δε πάλι σε συνεχή θλίψη, για να μην απογοητευτούμε και να μην αποκάμουμε και εντέλει, σ` αυτόν παραδίνουμε να ορίσει τον καιρό της απαλλαγής μας από τα δεινά. Εμείς το μόνο που κάνουμε είναι η προσευχή. Εμείς ζούμε με ευλάβειαΗ δική μας δουλειά είναι να μετακινούμαστε προς την αρετή, του δε Θεού έργο είναι να καταργεί τα κακά. Διότι ο Θεός θέλει περισσότερο από σένα να σου σβήσει τη φωτιά αυτήν του πειρασμού, από τον οποίον δοκιμάζεσαι, αλλά περιμένει πρώτα τη σωτηρία σου. Όπως λοιπόν από την άνεση προέρχεται η θλίψη, έτσι και από τη θλίψη πρέπει να περιμένεις την άνεση. Διότι δεν είναι πάντοτε χειμώνας ούτε πάντοτε καλοκαίρι, ούτε πάντοτε κύματα ούτε πάντοτε γαλήνη, ούτε πάντοτε νύχτα ούτε πάντοτε ημέρα. Έτσι ακριβώς, δεν θα υπάρχει πάντα θλίψη, αλλά θα έρθει και η άνεση. Μόνο, αν κατά τη διάρκεια της θλίψης ευχαριστούμε ασταμάτητα τον Θεό». (Ανδριάντ. Δ΄).

(Από το βιβλίο «ΝΕΑ ΚΛΙΜΑΞ»: Ερμηνεία του πρώτου Αναβαθμού του Α΄ ήχου, Ἀντίφωνον Α΄)
(Απόδοση στην Νεοελληνική: Σάββας Ηλιάδης, Δάσκαλος, Κιλκίς)
Πηγή: alopsis.gr

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

ΠΕΡΙ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ (Ἃγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος)

Α. Τί σημαίνει τό «γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν;»
«Νά προσεύχεσαι, λέγει, νά μήν εἰσέλθεις σέ πειρασμούς τῆς πίστης σου. Νά προσεύχεσαι νά μήν εἰσέλθεις στόν πειρασμό τοῦ δαίμονα τῆς βλασφημίας καί τῆς ὑπερηφάνειας μέ τήν οἴηση τοῦ νοῦ σου. Νά προσεύχεσαι νά μήν εἰσέλθεις, κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, στούς φανερούς πειρασμούς τῶν αἰσθήσεων, πού ὁ διάβολος ξέρει πῶς νά σοῦ δημιουργεῖ ὅταν τό ἐπιτρέπει ὁ Θεός λόγω τῶν ἀνόητων λογισμῶν πού καλλιεργεῖς. Νά προσεύχεσαι νά μήν εἰσέλθεις στούς πειρασμούς τῆς ψυχῆς μέσα ἀπό ἀμφιβολίες καί προκλήσεις, μέ τίς ὁποῖες ἡ ψυχή σύρεται βίαια σέ μεγάλη σύγκρουση. Ἀκόμα καί ἔτσι, ἑτοιμάσου νά δεχτεῖς ὁλόψυχα σωματικούς πειρασμούς. Νά τούς διαπλεύσεις μέ ὅλα σου τά μέλη καί νά γεμίσεις τά μάτια σου μέ δάκρυα, ἔτσι ὥστε ὁ ἄγγελος πού σέ φυλάει νά μή σέ ἐγκαταλείψει. Ἐπειδή χωρίς δοκιμασίες δέν φαίνεται ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦκαί δέν μπορεῖς νά ἀποκτήσεις παρρησία μπροστά στόν Θεό, οὔτε νά μάθεις τή σοφία τοῦ Πνεύματος, οὔτε μπορεῖ νά ἑδραιωθεῖ μέσα σου ὁ θεῖος πόθος.
Πρίν ἀπό τούς πειρασμούς ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται στόν Θεό σάν νά εἶναι ξένος, ἀλλά ὅταν εἰσέρχεται στούς πειρασμούς γιά χάρη τῆς ἀγάπης του καί δέν ἀφήνεται νά ἐκτραπεῖ, τότε ἄμεσα ἔχει, οὕτως εἰπεῖν, τόν Θεό ὡς χρεώστη του καί ὁ Θεός τόν ὑπολογίζει ὡς ἀληθινό φίλο, διότι γιά χάρη τοῦ θελήματός Του πολέμησε ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ του καί τόν νίκησε. Αὐτό σημαίνει «προσεύχεσθε ἵνα μή εἰσέλθετε εἰς πειρασμόν». Καί πάλι, νά προσεύχεσαι νά μήν εἰσέλθεις στό φοβερό πειρασμό τοῦ διαβόλου γιά τήν ἀλαζονεία σου, ἀλλά ἐπειδή ἀγαπᾶς τόν Θεό, ὥστε ἡ δύναμή Του νά σοῦ εἶναι ἀρωγός, καί διά μέσου σου νά συντρίψει τούς ἐχθρούς Του. Νά προσεύχεσαι νά μήν εἰσέλθεις σέ τέτοιες δοκιμασίες ἐξαιτίας τῆς ἀφροσύνης τῶν λογισμῶν καί τῶν ἔργων σου, ἀλλά ἀντίθετα γιά νά δοκιμαστεῖ ἡ ἀγάπη σου πρός τόν Θεό καί γιά νά δοξαστεῖ ἡ δύναμή Του στήν ὑπομονή σου».
Β. Γιατί ὁ Θεός παραχωρεῖ τούς πειρασμούς;
«Ἔχοντας πείρα τῶν πολλῶν ἐπεμβάσεων τῆς θείας συνδρομῆς στούς πειρασμούς, ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ ἐπίσης σταθερή πίστη. Ἀπ’ ἐκεῖ καί ἔπειτα γίνεται ἄφοβος καί μέ τήν ἄσκηση πού ἔκανε ἀποκτᾶ θάρρος στούς πειρασμούς. Ὁ πειρασμός ὠφελεῖ τόν καθένα… Οἱ ἀγωνιστές δοκιμάζονται γιά νά αὐξήσουν τόν πλοῦτο τους. Οἱ ὀκνηροί δοκιμάζονται γιά νά προφυλαχθοῦν ἀπ’ ὅ,τι εἶναι βλαβερό σ’ αὐτούς. Οἱ νυσταλέοι δοκιμάζονται, γιά νά παρασκευαστοῦν γιά ἀγρυπνία. Ἐκεῖνοι πού βρίσκονται μακριά δοκιμάζονται γιά νά μπορέσουν νά πλησιάσουν τόν Θεό. Αὐτοί πού εἶναι τοῦ Θεοῦ, δοκιμάζονται γιά νά εἰσέλθουν μέ παρρησία στόν οἶκο του. Δέν ὑπάρχει κανένας ἄνθρωπος πού νά μήν αἰσθάνεται συνθλιμμένος τόν καιρό τῆς ἄσκησής του. Καί δέν ὑπάρχει κανένας ἄνθρωπος, πού νά μή βρίσκει πικρό τόν καιρό πού ποτίζεται μέ τό φαρμάκι τῶν δοκιμασιῶν. Χωρίς πειρασμούς ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀποκτήσει ἰσχυρή κράση…».
Γ. Οἱ πειρασμοί μᾶς φέρνουν πιό κοντά στόν Θεό;
«Μόλις ἡ θεία Χάρις καταστήσει τό φρόνημά του ἀσφαλές…, ὥστε νά στηρίξει τήν ἐμπιστοσύνη του στόν Θεό, ἀρχίζει, λίγο λίγο, νά τόν εἰσάγει στούς πειρασμούς. Ἐπιτρέπει νά τοῦ στέλλονται πειρασμοί πού νά ταιριάζουν στά μέτρα του, γιά νά μπορεῖ νά βαστάξει τήν ἰσχύ τους. Ἀλλά μέσα σ’ αὐτούς τούς πειρασμούς, ἡ βοήθεια τῆς Χάριτος βρίσκεται ὁλοφάνερα κοντά του, γιά νά παίρνει θάρρος, ἕως ὅτου σιγά σιγά γυμναστεῖ, ἀποκτήσει σοφία καί περιφρονήσει τούς ἐχθρούς του, ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Διότι δέν εἶναι δυνατόν χωρίς πειρασμούς νά ἀποκτήσει ἕνας ἄνθρωπος σοφία στόν πνευματικό πόλεμο, νά γνωρίσει τόν Εὐεργέτη του, νά αἰσθανθεῖ τόν Θεό καί νά στερεωθεῖ μυστικά ἡ πίστη του, παρά μέ τή δύναμη τῆς ἐμπειρίας πού ἔχει κερδίσει…Ἡ θαυμαστή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο δέν τοῦ γίνεται γνωστή παρά ὅταν βρίσκεται μέσα σέ περιστάσεις πού τοῦ στεροῦν τήν ἐλπίδα. Ἐδῶ εἶναι πού ὁ Θεός δείχνει τή δύναμη Τοῦ σώζοντάς τον».
Δ. Πότε ἔχουμε περισσότερους πειρασμούς;
«Ὅσο ταξιδεύεις στήν ὁδό πρός τήν πόλη τῆς Βασιλείας, καί πλησιάζεις τήν πόλη τοῦ Θεοῦ, τοῦτο νά σοῦ γίνει δείκτης: ἡ δύναμη τῶν πειρασμῶν πού συναντᾶς. Ὅσο πλησιάζεις καί προοδεύεις στήν πορεία σου, τόσο οἱ ἐναντίον σου πειρασμοί πληθύνονται. Ὁπότε αἰσθάνεσαι στή ψυχή σου διάφορους καί ἰσχυρότερους πειρασμούς στόν δρόμο σου, νά ξέρεις πώς ἐκείνη τή στιγμή ἡ ψυχή σου ἔχει ὄντως εἰσέλθει μυστικά σ’ ἕνα ἀνώτερο ἐπίπεδο καί ὅτι τῆς προσετέθη Χάρις στήν κατάσταση ὅπου βρέθηκε. Διότι ὁ Θεός ὁδηγεῖ τή ψυχή στίς θλίψεις τῶν δοκιμασιῶν κατά τό μέτρο τῆς Χάριτος πού παραχωρεῖ».
Ε. Τί γίνεται μέ αὐτόν ποὺ δέν ἀντέχει τούς πειρασμούς;
«Ἄν ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει κάποια ἀδυναμία καί δέν διαθέτει ἀρκετή δύναμη γιά μεγάλους πειρασμούς καί συνεπῶς ζητᾶ νά εἰσέλθει σ’ αὐτούς, καί τήν εἰσακούσει ὁ Θεός, τότε γνώριζε σαφῶς πώς ὅσο ἡ ψυχή εἶναι ἀνεπαρκής γιά μεγάλες δοκιμασίες, στόν ἴδιο βαθμό εἶναι ἀνεπαρκής καί γιά τά μεγάλα χαρίσματα. Καί ὅσο ἀποτρέπονται οἱ μεγάλοι πειρασμοί ἀπό τό νά εἰσέλθουν στή ψυχή, στόν ἴδιο βαθμό παρακρατοῦνται ἀπό αὐτήν καί τά μεγάλα χαρίσματα. Ὁ Θεός δέν χορηγεῖ ἕνα μεγάλο χάρισμα χωρίς μιὰ μεγάλη δοκιμασία. Ὁ Θεός, κατά τή σοφία Του, πού βρίσκεται πέρα ἀπό τήν κατανόηση τῶν πλασμάτων Του, ὅρισε τά δῶρα Του νά παραχωροῦνται ἀνάλογα μέ τούς πειρασμούς».
ΣΤ. Οἱ πειρασμοί βοηθοῦν τήν πνευματική μας πρόοδο;
«Οἱ δοκιμασίες πού ἐπιβάλλονται γιά τήν προκοπή καί τήν αὔξηση τῆς ψυχῆς καί ἐκεῖνες μέ τίς ὁποῖες ἀσκεῖται, εἶναι οἱ ἑξῆς: ἡ ὀκνηρία καί ἡ κατάπτωση τοῦ σώματος, ἡ χαύνωση τῶν μελῶν, ἡ κατάθλιψη, ἡ σύγχυση τῆς διάνοιας, οἱ σωματικοί πόνοι, ἡ προσωρινή ἀπώλεια τῆς ἐλπίδας, ὁ σκοτισμός τῶν λογισμῶν, ἡ ἀπουσία ἀνθρώπινης βοήθειας, ἡ ἔνδεια γιά τίς σωματικές ἀνάγκες καί τά παρόμοια. Μέ αὐτούς τούς πειρασμούς ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου αἰσθάνεται ἔρημη καί ἀνυπεράσπιστη, ἡ καρδιά του ἀπονεκρώνεται καί ταπεινώνεται, δοκιμάζεται δέ μ’ αὐτό τόν τρόπο γιά νά φτάσει νά ἐπιθυμεῖ τόν Δημιουργό της. Ἡ θεία Πρόνοια, ὡστόσο, κατανέμει αὐτές τίς δοκιμασίες ἀνάλογα μέ τή δύναμη καί τίς ἀνάγκες ἐκείνων πού τίς ὑφίστανται. Σ’ αὐτές ἀναμιγνύονται ἡ παρηγοριά καί οἱ θλίψεις, τό φῶς καί τό σκοτάδι, οἱ πόλεμοι καί ἡ βοήθεια…Αὐτό εἶναι τό σημάδι τῆς προκοπῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ».

Πηγή: alopsis.gr