A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΣΧΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΣΧΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ





Ἕνα ἀναστάσιμο τροπάριο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκη­νοῦ, ποὺ ψάλλουμε ἐπὶ σαράν­τα μέρες αὐτὸ τὸν καιρό, μέσα σὲ λίγες λέξεις περικλείει τὸ σπουδαιότατο νόημα τῆς μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Πάσχα.
   «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅ­­­δου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰ­ωνίου ἀπαρχήν, καὶ σκιρτῶντες ὑ­­­μνοῦμεν τὸν αἴτιον, τὸν μόνον εὐλογη­­τὸν τῶν Πατέρων Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον».
Καὶ ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης:
   «Εἰς τὸ τροπάριον τοῦτο δείχνει ὁ Μελωδὸς πόσα ἀγαθὰ ἀπολαύσαμεν ἀπὸ τὸν ἀναστάντα Χριστόν· διότι, ἂν καὶ ἕνα πράγμα φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ ἑορταζόμενον, ἡ Ἀνάστασις, μυρία ὅμως εἶναι τὰ καλὰ ὅπου σὺν τῇ Ἀναστάσει ἐχαρίσθησαν εἰς ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο δὲ λέγει ὁ χαριτώνυμος Ποιητὴς ὅτι ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι σήμερον ἑορτάζομεν τὴν νέκρωσιν τοῦ θανάτου, διότι ἐν τῷ ἀναστάντι Χριστῷ ἐνεκρώθη ὁ θάνατος καὶ πλέον δὲν ἐνεργεῖ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν νεκροποιὸν αὐτοῦ καὶ θανατηφόρον ἐνέργειαν.
   Ἐφηρμόσθη ὁ προφητικὸς λόγος ‘‘ἐκ θανάτου λυτρώσομαι αὐτοὺς’’ καὶ ‘‘ποῦ σου, θά­να­τε, τὸ κέντρον;’’ (τὸ κεντρί) (Ὠσ. ιγ΄ [13] 14).

   Ἡμεῖς ἀκόμη ἑορτάζομεν σήμερον καὶ τὸν κρημνισμὸν καὶ τὴν ἀπώλειαν τοῦ ᾍδου· τοῦ γὰρ Χριστοῦ ὑπὲρ ἡμῶν καταβάντος εἰς ᾍδην, καὶ τὰς ἐκεῖσε φυλακωμένας ψυχὰς τῶν δικαίων ἐλευθερώσαντος, δὲν ἔχει πλέον ὁ ᾍδης καμμίαν δύναμιν καθ’ ἡμῶν· ἐπειδὴ ἡμεῖς οἱ τῷ Χριστῷ πιστεύοντες καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φυλάττοντες δὲν ­ἀπερχόμεθα με­τὰ θάνατον εἰς τὸν σκοτεινὸν ᾍδην, καθὼς οἱ πάλαι δίκαιοι, ἀλλὰ ἀπέρχον­ται αἱ ψυχαί μας εἰς τὰς οὐρανίους καὶ φωτεινὰς μονάς, καὶ ἀπολαμβάνουσι μὲν μερικὴν ἀπόλαυσιν, περιμένουσι δὲ νὰ λάβουν καὶ τὸ τέλειον τῆς μακαριότητος μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν (βλ. ὅ.π.).

   Ἡμεῖς πρὸς τούτοις ἑορτάζομεν σήμερον ἄλλης ζωῆς ἀρχήν: ἤτοι τῆς αἰωνίου, τῆς μενούσης καὶ μὴ ἐχούσης τέλος ποτέ (τῆς πνευματικῆς δηλαδὴ καὶ ἁγίας ζωῆς ποὺ ἀρχίζει ἐδῶ καὶ ἐκτείνεται στὴν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα). Τοῦτο εἶναι ἕνα ὑπέρτατον χάρισμα, καὶ μία εὐεργεσία μεγαλυτέρα ἀπὸ τὰς ἄλλας δύο· διότι ἂν καθ’ ὑπόθεσιν ἀναστὰς ὁ Χριστὸς ἤθελε μᾶς χαρίσῃ νὰ ζήσωμεν μίαν μακαρίαν ζωὴν εἰς τοὺς οὐρανούς, συντροφευμένην ἀπὸ ὅ­­­λα τὰ ἀγαθά, ὄχι ὅμως αἰωνίαν καὶ ἀτελεύτητον, καὶ τοῦτο βέβαια ἤθελε νομίζεται εἰς ἡμᾶς ἕνα μέγα χάρισμα καὶ μία εὐτυχία πλουσιωτάτη· τὸ δὲ νὰ μᾶς χαρίσῃ τοιαύτην μακαρίαν καὶ πλήρη πάντων τῶν ἀγαθῶν ζωήν, ἔπειτα νὰ προσθέσῃ καὶ τὸ νὰ μὴ ἔχῃ τέλος ἡ τοιαύτη ζωή, ἀλλὰ νὰ εἶναι αἰωνία καὶ ἀτελεύτητος, τοῦτο ἀληθῶς εἶναι ἕνα χάρισμα τῶν χαρισμάτων, ἕνα ἀγαθὸν τῶν ἀγαθῶν καὶ μία εὐεργεσία τῶν εὐεργεσιῶν...
   Ἐπιφέρει δὲ ὁ Μελωδὸς ὅτι διὰ τὰς ἀνωτέρω τρεῖς μεγάλας εὐεργεσίας, ὅπου ἐλάβομεν ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί, πρέπει νὰ σκιρτῶμεν καί... νὰ ὑμνῶμεν καὶ νὰ εὐχαριστῶμεν τὸν πρωταίτιον τούτων Χριστόν, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς Ἀναστάσεώς του ἐχάρισε τὰ ἀγαθὰ ταῦτα εἰς ἡμᾶς, καὶ μόνος αὐτὸς εἶναι εὐλογητὸς καὶ ὑπερένδοξος Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν».

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ
Πηγή: aktines.blogspot.gr/


Τρίτη 14 Απριλίου 2015

ΑΝΕΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΣ, Ἡ δοκιμασία τοῦ λογικοῦ (Φώτης Κόντογλου)


Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι. Ἀπ ̓ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελα ἀπαράδεκτο ἀπὸ τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ ̓ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ τὰ ἀπίστευτα.

Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητάδες τοῦ Χριστοῦ δὲν δίνανε πίστη στὰ λόγια τοῦ δασκάλου τους ὅποτε τοὺς ἔλεγε πὼς θ ̓ ἀναστηθῆ, μ ̓ ὅλο τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ εἶχαν σ ̓ Αὐτὸν καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια του. Καὶ σὰν πήγανε οἱ Μυροφόρες τὴν αὐγὴ στὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, κ ̓ εἴδανε τοὺς δυὸ ἀγγέλους ποὺ τὶς μιλήσανε, λέγοντας σ ̓ αὐτὲς πὼς ἀναστήθηκε, τρέξανε νὰ ποῦνε τὴ χαροποιὰ εἴδηση στοὺς μαθητές, ἐκεῖνοι δὲν πιστέψανε τὰ λόγια τους, ἔχοντας τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε φαντασίες: «Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (τρέλα) τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»...

Βλέπεις καταπάνω σὲ πόση ἀπιστία ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς μαθητάδες του. Εἶδες μὲ πόση μακροθυμία τὰ ὑπόμεινε ὅλα; ...Καὶ μ ̓ ὅλα αὐτὰ, ἴσαμε σήμερα οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς εἴμαστε χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ μ ̓ ἕνα τοῖχο παγωμένον, τὸν τοῖχο τῆς ἀπιστίας. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη του καὶ μᾶς καλεῖ κ ̓ ἐμεῖς τὸν ἀρνιόμαστε. Μᾶς δείχνει τὰ τρυπημένα χέρια του καὶ τὰ πόδια του, κ ̓ ἐμεῖς λέμε πὼς δὲν τὰ βλέπουμε. Ἐμεῖς ψάχνουμε νὰ βροῦμε στηρίγματα στὴν ἀπιστία μας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὸν ἐγωϊσμό μας, ποὺ τὸν λέμε Φιλοσοφία καὶ Ἐπιστήμη. Ἡ λέξη Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ μέσα στὰ βιβλία τῆς γνώσης μας... Γιατὶ «ἡ γνώση τούτου τοῦ κόσμου, δὲ μπορεῖ νὰ γνωρίσει ἄλλο τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ ἕνα πλῆθος λογισμούς, ὄχι ὅμως ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζεται μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς διάνοιας».

Ναί, ἐκείνους ποὺ ἔχουνε αὐτὴ τὴν εὐλογημένη ἁπλότητα τῆς διάνοιας, τοὺς μακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Καὶ στὸν Θωμᾶ, ποὺ γύρευε νὰ τὸν ψηλαφήσῃ γιὰ νὰ πιστέψῃ, εἶπε: «Γιατὶ μὲ εἶδες Θωμᾶ, γιὰ τοῦτο πίστεψες; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἴδανε καὶ πιστέψανε».

Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς δώσει αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχεια, καὶ τὴν καθαρὴ καρδιά, ὥστε νὰ τὸν δοῦμε ν ̓ ἀναστήνεται γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε κ ̓ ἐμεῖς μαζί του.
Αὐτὴ ἡ ἀνηξεριὰ (ἡ ἄγνοια) εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἄγνοια ἡ ὑπερτέρα τῆς γνώσεως». Καλότυχοι καὶ τρισκαλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἔχουνε.



Πηγή:
orthodoxfathers.com





Κυριακή 12 Απριλίου 2015

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!! ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΙ ΥΜΝΟΙ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !!!
ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ !!!

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, ΚΑΙ τοῖς έν τοῖς μνήμασι  ζωὴν χαρισάμενος!





























Αναστάσεως Ημέρα
Ἦχος α '

ᾨδὴ α
Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν Λαοί, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα · ἐκ γὰρ θανάτου πρὸς ζωήν, καὶ ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν, Χριστὸς ὁ Θεός, ἡμᾶς διεβίβασεν, ἐπινίκιον ᾄδοντας.


ᾨδὴ γ '
Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν, οὐκ ἐκ πέτρας ἀγόνου τερατουργούμενον · ἀλλ 'ἀφθαρσίας πηγήν, ἐκ τάφου ὀμβρήσαντος Χριστοῦ, ἐν ᾧ στερεούμεθα.


ᾨδὴ δ '
Ἐπὶ τῆς θείας φυλακῆς ὁ θεηγόρος Ἀββακούμ, στήτω μεθ 'ἡμῶν καὶ δεικνύτω, φαεσφόρον Ἄγγελον, διαπρυσίως λέγοντα · Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ, ὅτι ἀνέστη Χριστός ὡς παντοδύναμος.


ᾨδὴ ε '
Ὀρθρίσωμεν ὄρθρου βαθέος, καὶ ἀντὶ μυρου τὸν ὕμνον προσοίσομεν τῷ Δεσπότῃ, καὶ Χριστὸν ὀψόμεθα, δικαιοσύνης ἥλιον, πᾶσι ζωὴν ἀνατέλλοντα.


ᾨδὴ ς »
Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς, καὶ συνέτριψας μοχλοὺς αἰωνίους, κατόχους πεπεδημένων Χριστέ, καὶ τριήμερος ὡς ἐκ κήτους Ἰωνᾶς, ἐξανέστης τοῦ τάφου.


ᾨδὴ ζ '
Ὁ Παῖδας ἐκ καμίνου ῥυσάμενος, γενόμενος ἄνθρωπος, πάσχει ὡς θνητός, καὶ διὰ Πάθους τὸ θνητόν, ἀφθαρσίας ἐνδύει εὐπρέπειαν, ὁ μόνος εὐλογητὸς τῶν Πατέρων, Θεὸς καὶ ὑπερένδοξος.


ᾨδὴ η '
Αἰνοῦμεν, εὐλογοῦμεν, καὶ προσκυνοῦμεν τὸν Κύριον.
Αὕτη ἡ κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ βασιλὶς καὶ κυρία, ἑορτῶν ἑορτή, καὶ πανήγυρις ἐστὶ πανηγύρεων, ἐν ᾗ εὐλογοῦμεν, Χριστὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.


ᾨδὴ θ '
Ο Άγγελος εβόα τη Κεχαριτωμενη, Αγνή Παρθένε χαίρε και πάλιν ερώ χαίρε, ο σος Υιός ανέστη τριήμερος εκ τάφου. Φωτίζου, φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ, η γαρ δόξα Κυρίου επί σε ανέτειλε. Χόρευε νυν και αγγάλου Σιών, συ δε Αγνή, τέρπου Θετόκε, εν τη Εγέρσει του τόκου σου.



Βυζαντινή μουσική - Δοξαστικό (Αναστάσιμοι Ύμνοι)
Η Ανάσταση: "Πάσχα Κυρίου, Πάσχα"

Ουκούν εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Κυρίου υμών ·
και πρώτοι και δεύτεροι τον μισθόν απολαύετε.
Πλούσιοι και πένητες μετ 'αλλήλων χορεύσατε ·
εγκρατείς και ράθυμοι την ημέραν τιμήσατε ·
νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, ευφράνθητε σήμερον.
Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες.
Ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθη πεινών.
Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως.
Πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος.
Μηδείς θρηνείτω πενίαν · εφάνη γάρ η κοινή Βασιλεία.
Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα · συγγνώμη γάρ εκ του τάφου ανέτειλε.
Μηδείς φοβείσθω θάνατον · ηλευθέρωσε γάρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος.

Αναστήτω ο Θεός, και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού,
και φυγέτωσαν από προσώπου Αυτού οι μισούντες Αυτόν.

Πάσχα ιερόν ημίν σήμερον αναδέδεικται ·
Πάσχα καινόν, άγιον, Πάσχα μυστικόν ·
Πάσχα πανσεβάσμιον · Πάσχα Χριστός ο λυτρωτής.
Πάσχα άμωμον, Πάσχα μέγα, Πάσχα των πιστών,
Πάσχα το πύλας ημίν του παραδείσου ανοίξαν.
Πάσχα πάντας αγιάζον πιστούς.

Ως εκλείπει καπνός εκλιπέτωσαν, ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός.

Δεύτε από θέας Γυναίκες ευαγγελίστριαι,
και τη Σιών είπατε Δέχου παρημών χαράς
Ευαγγέλια, της Αναστάσεως Χριστού
τέρπου, χόρευε, και αγάλλου Ιερουσαλήμ,
τον Βασιλέα Χριστόν, θεασάμένη εκ του
μνήματος, ως νυμφίον προερχόμενον.

Ούτως απολούνται οι αμαρτωλοί από προσώπου του Θεού
και οι δίκαιοι ευφρανθήτωσαν.

Αι Μυροφόροι γυναίκες, όρθρου βαθέος,
επιστάσαι προς το μνήμα του Ζωοδότου
εύρον Άγγελον, επί τον λιθον καθήμενον, και
αυτός προσφθεγξάμενος, αυταίς ούτως έλεγε
Τι ζητείτε τον ζώντα μετά των νεκρών;
Τι θρηνείτε, τον άφθαρτον ως εν φθορά;
απελθούσαι κηρύξατε, τοις Aυτού Μαθηταίς.

Αύτη η ημέρα, ην εποίησεν ο Κύριος,
αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή.

Πάσχα το τερπνόν Πάσχα Κυρίου ·, Πάσχα.
Πάσχα πανσεβάσμιον ημίν ανέτειλε Πάσχα,
εν χαρά αλλήλους περιπτυξώμεθα ω Πάσχα
λύτρον λύπης και γαρ εκ τάφου σήμερον,
ώσπερ εκ παστού, εκλάμψας Χριστός, τα
γύναια χαράς έπλησε λέγων Κηρύξατε Αποστόλοις.

Δόξα Πατρί και Υιό και Αγίο Πνεύματι
και νύν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, Αμήν

Αναστάσεως ημέρα, και λαμπρυνθώμεν τη
πανηγύρει, και αλλήλους περιπτυξώμεθα.
Είπωμεν αδελφοί, και τοις μισούσιν ημάς
Συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει, και
ούτω βοήσωμεν Χριστός ανέστη εκ νεκρών,
θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις
μνήμασι, ζωήν χαρισάμενος 

Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ ΤΟΥ ΙΣΚΑΡΙΩΤΗ


Το κείμενο που ακολουθεί, προέρχεται από χειρόγραφο της Ιεράς Μονής Ιβήρων, αντίγραφο του οποίου απόκειται στο Κελλί του του Αγίου Γοβδελά του Πέρσου της Ιεράς Μονής Ιβήρωνν, το οποίο αντέγραψε και εξέδωσε δίς ο Αγιορείτης (†) Ιερομόναχος Αβέρκιος το 1895 και 1896 στην Βάρνα.

Κατάγονταν από την Ισκάρια και ο πατέρας του ονομάζονταν Ρόβελ. Μια νύκτα η μητέρα του ξύπνησε έντρομη με φωνές. μετά από έναν εφιάλτη που είχε δει στον ύπνο της και διαλογίζονταν περί αυτού. Ο Ρόβελ την ρώτησε τι συμβαίνει, για να λάβει την απάντηση ότι εάν συλλάβει παιδί και είναι αρσενικό, τότε αυτό θα είναι ο χαλασμός της γενιάς των Εβραίων. Πράγματι, κατά σύμπτωση, τη νύχτα εκείνη συνέλαβε η γυναίκα του Ρόβελ και γέννησε μετά από καιρό αγόρι. Φοβούμενοι την πραγματοποίηση του εφιάλτη, κατασκεύασαν ένα κιβώτιο, σαν αυτό που είχαν κάμει στην Αίγυπτο για τον Μωϋσή, τοποθέτησαν το παιδί τους μέσα σε αυτό και το άφησαν στη θάλασσα της Γαλιλαίας.


Απέναντι της Ισκαρίας, υπήρχε μικρή νήσος όπου ποιμένες ξεχειμώνιαζαν τα κοπάδια τους. Εκεί έφτασε με τα κύματα το κιβώτιο, το οποίο ανέσυραν από τα νερά οι ποιμένες και βρήκαν το μικρό παιδί. Το μεγάλωσαν και του έδωσαν το όνομα Ιούδας. Μόλις αναπτύχθηκε και άρχισε να βαδίζει, το μετέφεραν στην Ισκάρια, προκειμένου να βρουν άνθρωπο για να το δώσουν προκειμένου να το αναθρέψει. Εκεί συμπτωματικά, συνάντησαν τον Ρόβελ και του έδωσαν το μικρό παιδί, δίχως να γνωρίζουν ότι είναι ο φυσικός του πατέρας, ο δε Ρόβελ το ανέλαβε, και το αγάπησε, ενθυμούμενος το δικό του παιδί το οποίο πριν από χρόνια είχε αφήσει μέσα σε κιβώτιο στη θάλασσα της Γαλιλαίας. Η μητέρα του Ιούδα, εν τω μεταξύ, είχε γεννήσει κι άλλον υιό, μαζί με τον οποίο ανέτρεφε και τον Ιούδα, ο οποίος κακοποιούσε συχνά τον αδελφό του αναλογιζόμενος πονηρά την διανομή της πατρικής περιουσίας.


Κάποια ημέρα, αποφάσισε – συνεπεία της φιλαργυρίας – να φονεύσει τον αδελφό του για να γίνει μελλοντικά ο κύριος όλης της περιουσίας του πατέρα του. Έτσι, ενώ βρίσκονταν τα δυο αδέλφια μακριά από το σπίτι, τον φόνευσε χτυπώντας τον με πέτρα στο κεφάλι. Αναλογιζόμενος τις συνέπειες, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, αφήνοντας τους γονείς του περίλυπους και απαρηγόρητους, μάταια να τους αναζητούν. Εκεί γνώρισε τον Ηρώδη, ο οποίος τον τοποθέτησε επιμελητή στην υπηρεσία του με αποστολή να προμηθεύεται τα αναγκαία προϊόντα και πράγματα για τα ανάκτορα. Κατόπιν αρκετών ετών, οι γονείς του Ιούδα, πούλησαν την περιουσία τους στην Ισκάρια και εγκαταστάθηκαν στα Ιεροσόλυμα, σε μια μεγάλη οικία με μεγάλους και ωραίους κήπους δίπλα στο παλάτι του Ηρώδη. Εκεί, κάποια ημέρα, ενώ ο Ηρώδης αμέριμνος απολάμβανε την ομορφιά των κήπων του Ρόβελ, ο Ιούδας για να τον ευχαριστήσει του είπε ότι μπορεί να πάει και να του φέρει καρπούς και άνθη από τον κήπο του Ροβελ.


Πράγματι, πήδηξε και μπήκε παράνομα στους κήπους του πατέρα του, έκοψε άνθη και καρπούς, επιστρέφοντας όμως έπεσε πάνω στον πατέρα του Ρόβελ, ο οποίος τον ήλεγξε για την παρανομία του, χωρίς να καταλάβει ότι ήταν ο χαμένος υιός του, λέγοντάς του ότι αν όσα έκοψε ήταν για τον βασιλιά, τότε ο ίδιος θα του έδινε τα καλύτερα. Τότε ο πανούργος Ιούδας, τον φόνευσε με τον ίδιο τρόπο που είχε σκοτώσει και τον μικρό του αδελφό. Ανέβασε τους καρπούς και τα άνθη στον Ηρώδη, του διηγήθηκε τα συμβάντα, αλλά ο βασιλιάς σιώπησε για τον θάνατο του Ρόβελ. Μετά παρέλευση λίγου χρόνου, διέταξε τον Ιούδα να πανδρευτεί τη χήρα του Ρόβελ, για να γίνει κληρονόμος της περιουσίας της. Ανακοινώθηκε η προσταγή του βασιλιά στη σύζυγο του Ρόβελ, λάβει ως δεύτερο σύζυγό της τον Ιούδα, και εκείνη δέχθηκε από φόβο και χωρίς να γνωρίζει ότι πρόκειται για τον χαμένο υιό της. Με το πέρασμα δε του χρόνου ο Ιούδας τεκνοποίησε με αυτήν.


Κάποια δε ημέρα που αυτή έκλαιγε, ενθυμούμενη τα βάσανα που πέρασε και τα οποία διηγήθηκε στον Ιούδα. Τότε ο Ιούδας θυμήθηκε ότι τον βρήκαν οι ποιμένες σε ένα κιβώτιο στα νερά, θυμήθηκε τους φόνους του αδελφού και του πατέρα του Ρόβελ που διέπραξε, και απεκάλυψε στη μητέρα του όλα τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. Αυτή, διέρρηξε τα ιμάτιά της, και θρήνησε απαρηγόρητη για την αμαρτία που είχε κάμει, ούτως ώστε να έχει ως άνδρα το ίδιο της το παιδί. Είπε λοιπόν στον Ιούδα ότι πλέον είναι αδύνατον να ζήσει μαζί του. Τότε ο Ιούδας, αναλογιζόμενος τα μεγάλα κακουργήματα που είχε διαπράξει, έφυγε και πήγε να συναντήσει τον Χριστό, για τον οποίον είχε ακούσει, προκειμένου να εξιλεωθεί η ψυχή του. Ο Χριστός, ως πολυεύσπλαχνος, δίκαιος και αγαπών τους αμαρτωλούς, τον έκαμε μαθητή του και του ανέθεσε να κρατάει το ταμείο, τα χρήματα που κάλυπταν τις ανάγκες της ιεράς συνοδείας του Χριστού και των Αποστόλων του.


Ο παμμίαρος όμως Ιούδας, έκλεβε από τα χρήματα αυτά και τα έστελνε στην μητέρα και γυναίκα του, για να πληρωθεί η ρύση του Δαβίδ : «γενηθήτωσαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ὀρφανοὶ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ χήρα» (Ψαλμός 108, 9). Ακολούθως, το πάθος της φιλαργυρίας τον οδήγησε να πωλήσει τον Διδάσκαλό του και Θεό για τριάκοντα αργύρια. Μεταμεληθείς για την ανίερη πράξη του, επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια στους Γραμματείς και Φαρισαίους, και απελπισμένος κρεμάστηκε, έπεσε μπρούμυτα και χύθηκαν έξω τα σπλάχνα του, λαμβάνοντας ως αμοιβή τα επίχειρα της κακίας και της φιλαργυρίας του. Ως πονηρός, κρεμάσθηκε, για να προλάβει να κατέβει στον Άδη, πριν κατέλθει ο Κύριος, και να ελευθερωθεί κι αυτός μαζί με τους προπάτορες. Έμεινε όμως κρεμασμένος στο δένδρο ως την στιγμή που αναστήθηκε ο Κύριος και τότε ξεψύχησε.


Αβερκίου Ιερομονάχου Αγιορείτου, Ιστορία ακριβής περί των κατά την Σταύρωσιν και Ανάστασιν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού τελεσθέντων, Συγγραφείσα το πρώτον υπό Ιουδαίου τινός Αινέα, συγχρόνου του Σωτήρος Μεταφρασθείσα δε εις την Λατινίδα γλώσσαν υπό Νικοδήμου τοπάρχου του εκ Ρώμης, Σώζεται εν τινι χειρογράφω εν τω Αγίω Όρει, Εν Βάρνη 1896, σσ. 78 – 85.


Πηγή: www.agioritikovima.gr

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ (ΒΙΝΤΕΟ)

Αποτέλεσμα εικόνας για Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ (ΒΙΝΤΕΟ)


Στην προνοητικότητα και την εγρήγορση είναι αφιερωμένη η Μεγάλη Τρίτη, με την παραβολή των δέκα παρθένων και το υπέροχης ποιητικής ομορφιάς, τροπάριο της Κασσιανής.

Το βράδυ ψάλλεται στις Εκκλησίες ο όρθρος της Μεγάλης Τετάρτης στην υμνολογία του οποίου κεντρικό γεγονός είναι η μεταστροφή της πόρνης που ήρθε και άλειψε με τα μαλλιά της τα πόδια του Ιησού. Το γεγονός αυτό περιλαμβάνει και ένα από τα πλέον όμορφα τροπάρια, αυτό της Κασσιανής, το οποίο είναι από τα πιο δημοφιλή.

Η Κασσιανή ήταν βυζαντινή ποιήτρια που έζησε τον 9ο αιώνα μ.Χ. Επειδή δεν την επέλεξε ως σύζυγό του ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος, έγινε μοναχή και αφιερώθηκε στη λατρεία του Θεού και την ποίηση.

Το ιστορικό, όπως περιγράφεται από τους βυζαντινούς χρονικογράφους Συμεών Μάγιστρο, Ιωάννη Ζωναρά και Λέοντα Γραμματικό αναφέρει πως η μητέρα του αυτοκράτορα Θεόφιλου, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση για την εκλογή νύφης, προσκάλεσε το 820 μ.Χ. στην Αυλή τις ωραιότερες και επιφανέστερες κόρες της αυτοκρατορίας. Δώδεκα «κάλλιστοι παρθέναι» ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και κατέφθασαν στο Παλάτι. Μετά την υποδοχή τους από τη μητέρα του αυτοκράτορα, η μητέρα του Ευφροσύνη του έδωσε εντολή να δώσει το χρυσό μήλο σ' εκείνη που θα επέλεγε για σύζυγό του.

Ο νεαρός αυτοκράτωρ θαμπώθηκε από την ομορφιά της Κασσιανής και θέλοντας να δοκιμάσει την ευφυΐα της τη ρώτησε: «Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα» δηλαδή ότι «από τη γυναίκα ξεκινούν τα κακά πράγματα», υπονοώντας την Εύα και το προπατορικό αμάρτημα. Ομως η Κασσιανή αποστόμωσε τον Θεόφιλο ανταπαντώντας του «αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττω», δηλαδή ότι «και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα, τα ευγενέστερα», υπονοώντας την Παναγία και τη γέννηση του Χριστού.

Η απάντηση κακοφάνηκε στον αυτοκράτορα που αποφάσισε να «τιμωρήσει» την Κασσιανή, δίνοντας το χρυσό μήλο στην ωραία, αλλά σεμνή Θεοδώρα.

Πηγή: www.agioritikovima.gr


Το Τροπάριο της Κασσιανής 


Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,

τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,

ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.

Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,

ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.

Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,

ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·

κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,

ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.

Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,

ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·

ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,

κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.

Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους

τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;

Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.


Μεταγραφή του Φώτη Κόντογλου


Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, 
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα 
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου 
κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη 
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας. 
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, 
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. 
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου, 
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης. 
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, 
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· 
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, 
τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε. 
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, 
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; 

Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος


Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒAΪΩΝ: Εὐαγγέλιον - (Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)





Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκεῖναις, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ.
Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου.
Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς;
Εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν.

Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.
Ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν.
Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ.
Εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου.
Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ’ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.

Την ημέρα αυτή γιορτάζουμε την πανηγυρική είσοδο του Κυρίου Ιησού Χριστού στην Ιερουσαλήμ. Τότε, ερχόμενος ο Ιησούς από τη Βηθανία στα Ιεροσόλυμα, έστειλε δύο από τους Μαθητές του και του έφεραν ένα γαϊδουράκι. Και κάθισε πάνω του για να μπει στην πόλη.

Ο δε λαός, ακούγοντας ότι ο Ιησούς έρχεται, πήραν αμέσως στα χέρια τους βάγια από φοίνικες και βγήκαν να τον υποδεχτούν. Και άλλοι μεν με τα ρούχα τους, άλλοι δε κόβοντας κλαδιά από τα δέντρα, έστρωναν το δρόμο απ’ όπου ο Ιησούς θα περνούσε. Και όλοι μαζί, ακόμα και τα μικρά παιδιά, φώναζαν:«Ωσαννά· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ».

Ο Χριστός εισέρχεται στα Ιεροσόλυμα «επί πώλον όνου». Πορεύεται και οι Ισραηλίτες τον υποδέχονται με τιμές ως Βασιλιά. Εκείνος δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στις τιμές, δεν περιορίζεται στο πανηγύρι, στην πρόσκαιρη δόξα, αλλά προχωρεί στο σταυρό και την Ανάσταση.

Η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα είναι τελικά η είσοδος του μαρτυρίου στην επίγεια ζωή του Κυρίου. Σε λίγες ημέρες θα μαρτυρήσει και θα θανατωθεί στο σταυρό, για να θανατώσει το θάνατο και να χαρίσει τη ζωή.

Ὁμιλία εἰς τήν Κυριακήν τῶν Βαΐων 
τοῦ Αγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ



1. Σε καιρό ευνοίας σε επήκουσα και σε ημέρα σωτηρίας σ' εβοήθησα», είπε ο Θεός δια του Ησαΐα (Ησ. 49, 8). Καλό λοιπόν είναι να ειπώ σήμερα το αποστολικό εκείνο προς την αγάπη σας· «Ιδού καιρός εύνοιας, ιδού ημέρα σωτηρίας· ας απορρίψωμε λοιπόν τα έργα του σκότους και ας εκτελέσωμε τα έργα του φωτός, ας περιπατήσωμε με σεμνότητα, σαν σε ημέρα» (Β΄ Κορ. 6,2· Ρωμ. 13,12). Διότι προσεγγίζει η ανάμνησις των σωτηριωδών παθημάτων του Χριστού και το νέο και μέγα και πνευματικό Πάσχα, το βραβείο της απαθείας, το προοίμιο του μέλλοντος αιώνος.

Και το προκηρύσσει ο Λάζαρος που επανήλθε από τα βάραθρα του άδη, αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς την τετάρτη ημέρα με μόνο τον λόγο και το πρόσταγμα του Θεού, που έχει την εξουσία ζωής και θανάτου, και προανυμνούν παιδιά και πλήθη λαού άκακα με την έμπνευση του θείου Πνεύματος αυτόν που λυτρώνει από τον θάνατο, που ανεβάζει τις ψυχές από τον άδη, που χαρίζει αΐδια ζωή στην ψυχή και το σώμα.

2. Αν λοιπόν κανείς θέλη ν' αγαπά τη ζωή, να ιδή αγαθές ημέρες, ας φυλάττη την γλώσσα του από κακό και τα χείλη του ας μη προφέρουν δόλο· ας εκκλίνη από το κακό και ας πράττη το αγαθό· (Πέτρ. 3, 10ε,  Ψαλμ. 33, 13-15). Κακό λοιπόν είναι η γαστριμαργία, η μέθη και η ασωτία· κακό είναι η φιλαργυρία, η πλεονεξία και η αδικία· κακό είναι η κενοδοξία, η θρασύτης και η υπερηφάνεια. Ας αποφύγη λοιπόν ο καθένας τέτοια κακά και ας επιτελή τα αγαθά.

Ποιά είναι αυτά; Η εγκράτεια, η νηστεία, η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη, ηελεημοσύνη, η μακροθυμία, η αγάπη, η ταπείνωσις. Ας επιτελούμε λοιπόν αυτά, για να μεταλάβωμε αξίως του θυσιασθέντος για χάρι μας αμνού του Θεού και ας λάβωμε από αυτόν τον αρραβώνα της αφθαρσίας για να τον φυλάξωμε κοντά μας σ' επιβεβαίωσι της υπεσχημένης προς εμάς κληρονομίας στους ουρανούς.

Αλλά είναι μήπως δυσκατόρθωτο το αγαθό και οι αρετές είναι δυσκολώτερες από τις κακίες; Εγώ πάντως δεν το βλέπω· διότι περισσοτέρους πόνους υφίσταται από εδώ ο μέθυσος και ο ακρατής από τον εγκρατή, ο ακόλαστος από τον σώφρονα, ο αγωνιζόμενος να πλουτήση από τον ζώντα με αυτάρκεια, αυτός που επιζητεί ν' αποκτήση δόξα από τον διαγοντα σε αφάνεια· αλλ' επειδή λόγω της ηδυπαθείας μας οι αρετές μάς φαίνονται δυσκολώτερες, ας βιάσωμε τους εαυτούς μας· διότι ο Κύριος λέγει «η βασιλεία του Θεού είναι βιαστή και οι βιασταί την αρπάζουν» (Ματθ. 11, 12).

3. Χρειαζόμαστε λοιπόν όλοι προσπάθεια και προσοχή, ένδοξοι και άδοξοι, άρχοντες και αρχόμενοι, πλούσιοι και πτωχοί, ώστε ν' απομακρύνωμε από την ψυχή μας τα πονηρά αυτά πάθη και αντί αυτών να εισαγάγωμε σ' αυτήν όλη τη σειρά τωναρετών. Πραγματικά ο γεωργός και ο σκυτοτόμος, ο οικοδόμος και ο ράπτης, ο υφαντής και γενικώς ο καθένας που εξασφαλίζει τη ζωή του με τους κόπους και την εργασία των χεριών του, εάν αποβάλουν από την ψυχή τους την επιθυμία του πλούτου και της δόξας και της τρυφής, θα είναι μακάριοι· διότι αυτοί είναι οι πτωχοί για τους οποίους προορίζεται η βασιλεία των ουρανών, και γι' αυτούς είπε ο Κύριος, «μακάριοι είναι οι πτωχοί κατά το πνεύμα» (Ματθ. 5, 3). Πτωχοί δε κατά το πνεύμα είναι αυτοί που λόγω του ακαυχήτου και αφιλοδόξου και αφιληδόνου του πνεύματος, δηλαδή της ψυχής, ή έχουν εκουσίαν και την εξωτερική πτωχεία ή την βαστάζουν γενναίως, έστω και αν είναι ακουσία.Αυτοί όμως που πλουτούν και ευημερούν και απολαύουν την πρόσκαιρη δόξα και γενικώς όσοι είναι επιθυμητοί αυτών των καταστάσεων θα περιπέσουν σε δεινότερα πάθη και θα εμπέσουν σε μεγαλύτερες, περισσότερες και δυσχερέστερες παγίδες του Διαβόλου· διότι αυτός που επλούτησε δεν αποβάλλει την επιθυμία του πλουτισμού, αλλά μάλλον την αυξάνει, ορεγόμενος περισσότερα από προηγουμένως. Έτσι και ο φιλήδονος και ο φίλαρχος και ο άσωτος και ο ακόλαστος αυξάνουν μάλλον τις επιθυμίες των παρά τις αποβάλλουν. Οι δε άρχοντες και οι αξιωματούχοι προσλαμβάνουν και δύναμι, ώστε να εκτελούν αδικίες και αμαρτίες.

4. Γι' αυτό είναι δύσκολο να σωθή άρχων και να εισέλθη στη βασιλεία του Θεού πλούσιος. «Πώς», λέγει, «μπορείτε να πιστεύετε σ' εμένα λαμβάνοντας δόξα από τους ανθρώπους και μη ζητώντας την δόξα από τον Θεό μόνο» (Ιω. 5, 44); Αλλ' όποιος είναι εύπορος ή αξιωματούχος ή άρχων ας μη ταράσσεται· διότι μπορεί, αν θέλη, να ζήτηση τη δόξα του Θεού και να πιέση τον εαυτό του, ώστε ανακόπτοντας την προς τα χειρότερα ροπή να αναπτύξη μεγάλες αρετές και ν' απωθήση μεγάλες κακίες, όχι μόνο από τον εαυτό του, αλλά και από πολλούς άλλους που δεν θέλουν. Μπορεί πραγματικά όχι μόνο να δικαιοπραγή και να σωφρονή, αλλά και αυτούς που θέλουν ν' αδικούν και ν' ακολασταίνουν να τους εμποδίζη ποικιλοτρόπως, και όχι μόνο να παρουσιάζεται ο ίδιος ευπειθής στο ευαγγέλιο του Χριστού και στους κήρυκές του, αλλά και τους θέλοντας ν' απειθούν να τους φέρη σε υποταγή στην Εκκλησία του Χριστού και στους προϊσταμένους της κατά Χριστόν, όχι μόνο δια της δυνάμεως και εξουσίας που έλαβε από τον Θεό, αλλά και με το να γίνεται τύπος στους υποδιεστέρους σε όλα τα αγαθά· διότι οι αρχόμενοι εξομοιούνται με τον άρχοντα.

5. 
Χρειάζεται λοιπόν προσπάθεια και βία και προσοχή σε όλους μεν, αλλ' όχι εξ ίσου. Σ' αυτούς που ευρίσκονται σε δόξα, πλούτο και εξουσία, καθώς και στους ασχολούμενους με τους λόγους και την απόκτηση της σοφίας, αν θα ήθελαν να σωθούν, χρειάζεται περισσότερη βία και προσπάθεια, επειδή από την φύσι τους είναι δυσπειθέστεροι. Αυτό μάλιστα γίνεται καταφανές και από τα ευαγγέλια του Χριστού που αναγνώσθηκαν χθες και σήμερα. Πραγματικά, με το θαύμα που ετελέσθηκε στον Λάζαρο και παρέστησε ολοφάνερα ότι αυτός που το έκαμε είναι Θεός οι μεν άνθρωποι του λαού επείσθηκαν και επίστευσαν οι δε τότε άρχοντες, δηλαδή οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, τόσο αμετάπειστοι έμειναν, ώστε να εκμανούν περισσότερο εναντίον του και να θέλουν λόγω φρενοβλαβείας να τον παραδώσουν σε θάνατο, αυτόν που και με όσα είπε και με όσα έπραξε αναφάνηκε κύριος ζωής και θανάτου.

Δεν έχει δε να ειπή κανείς ότι το γεγονός ότι τότε ο Χριστός εσήκωσε επάνω τους οφθαλμούς του και είπε, «Πάτερ, σ' ευχαριστώ που με άκουσες», εστάθηκε εμπόδιο για το να θεωρήσουν ότι αυτός είναι ίσος με τον Πατέρα· διότι αυτός προσθέτει εκεί λέγοντας προς τον Πατέρα, «εγώ δε εγνώριζα ότι πάντοτε με ακούεις, αλλά τα είπα για χάρι του όχλου που παρευρίσκονταν, για να πιστεύσουν ότι εσύ με απέστειλες» (Ιω. 11, 42).

Για να γνωρίσουν δηλαδή αφ' ενός μεν ότι είναι Θεός και έρχεται από τον Πατέρα, αφ' ετέρου δε ότι ενεργεί τα θαύματα όχι εναντίον αλλά με συναίνεσι του Πατρός, εσήκωσε μεν εμπρός σε όλους τους οφθαλμούς του προς τον Πατέρα, είπε δε προς αυτόν εκείνα που αποδεικνύουν ότι αυτός που ωμίλησε επί γης είναι ίσος με τον υψηλά στους ουρανούς Πατέρα.

Έτσι, όπως στην αρχή, όπου επρόκειτο να πλασθή ο άνθρωπος, προηγήθηκε βουλή, έτσι και τώρα στο Λάζαρο, όπου επρόκειτο ν' αναπλασθή ο άνθρωπος, προηγήθηκε βουλή. Αλλά εκεί, που επρόκειτο να πλασθή ο άνθρωπος, είπε ο Πατήρ προς τον Υιό «ας κατασκευάσωμε άνθρωπο» και ο Υιός άκουσε, και έτσι ο άνθρωπος παρήχθηκε στην ύπαρξι· εδώ δε τώρα είπε ο Υιός και ο Πατήρ άκουσε, και έτσι εζωοποιήθηκε ο Λάζαρος.

6. Βλέπετε πόση είναι η ομοτιμία και η ομοβουλία; Διότι η μεν μορφή της προσευχής χρησιμοποιήθηκε για τον παρευρισκόμενο όχλο, τα δε λόγια δεν ήταν λόγια προσευχής, αλλά δεσποτείας και εξουσίας· «Λάζαρε, ελθέ έξω», και αμέσως ο τετραήμερος νεκρός παρουσιάσθηκε σ' αυτόν ζωντανός· άραγε τούτο έγινε με πρόσταγμα αναζωούντος ή με προσευχή ζωοποιούντος; Εφώναξε δε με μεγάλη φωνή επίσης για τους παρευρισκομένους· διότι μπορούσε όχι μόνο με μετρία φωνή, αλλά και με την θέληση μόνο να τον αναστήση, όπως μπορούσε να το κάμη και απέχοντας μακριά και με την πέτρα επάνω στον τάφο. Αλλά και προσήλθε στον τάφο και είπε στους παρευρισκομένους, που εσήκωσαν οι ίδιοι την πέτρα και αισθάνθηκαν τη δυσωδία, κι εφώναξε με μεγάλη φωνή και τον εκάλεσε κι έτσι τον ανέστησε, ώστε και με την όρασί τους (διότι τον έβλεπαν επάνω στον τάφο) καιμε την όσφρησί τους (διότι αισθάνονταν τη δυσωδία του νεκρού που ήταν ήδη στην τετάρτη ημέρα) και με την αφή (διότι χρησιμοποιώντας τα χέρια τους κατά πρώτον εσήκωσαν την πέτρα από το μνημείο, ύστερα έλυσαν το δέσιμο στο σώμα και το σουδάριο στο πρόσωπο) και με τα αυτιά τους (αφού η φωνή του Κυρίου έφθανε σε όλων τις ακοές) να καταλάβουν όλοι και να πιστεύσουν, ότι αυτός είναι που καλεί τα μη όντα σε όντα, που βαστάζει τα πάντα με τον λόγο της δυνάμεώς του, που και στην αρχή με λόγο μόνο εδημιούργησε τα όντα από μη όντα.

7. Ο μεν άκακος λαός λοιπόν επίστευσαν σ' αυτόν με όλα αυτά έτσι, ώστε να μη κρατούν την πίστι σιωπηρά, αλλά να γίνουν κήρυκες της θεότητός του με έργα και λόγια. Διότι μετά την τετραήμερη έγερσι του Λαζάρου ο Κύριος ευρήκε ένα γαϊδουράκι, που προετοιμάσθηκε από τους μαθητάς, όπως λέγει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, εκάθησε σ' αυτό, εισήλθε στα Ιεροσόλυμα κατά την προφητεία του Ζαχαρίου που προείπε, «μη φοβήσαι, θυγατέρα Σιών, ιδού έρχεται ο βασιλεύς σου δίκαιος και σωτήριος, πράος επάνω σε υποζύγιο, σε πωλάρι όνου»(Ζαχ. 9,9· Ματθ. 21,5), Με τα λόγια αυτά ο προφήτης εδείκνυε ότι αυτός είναι ο προφητευόμενος βασιλεύς, που είναι ο μόνος πραγμαπκά βασιλεύς της Σιών διότι, λέγει, ο βασιλεύς σου δεν είναι φοβερός στους παρατηρητάς, ούτε είναι κάποιος βαρύς και κακοποιός, συνοδευόμενος από υπασπιστάς και δορυφόρους, ή σύροντας πλήθος πεζών και ιππέων, ζώντας με πλεονεξία και απαιτώντας τέλη και φόρους, δουλείες και υπηρεσίες αγενείς και επιβλαβείς· αντιθέτως σημαία του είναι η ταπείνωσις, η πτωχεία και η ευτέλεια, εφ' όσον εισέρχεται επάνω σε όνο χωρίς καμμιά έπαρσι. Γι' αυτό αυτός είναι ο μόνος δίκαιος βασιλεύς που σώζει με δικαιοσύνη και αυτός είναι πράος έχοντας ως ιδιότητά του την πραότητα· διότι ο ίδιος ο Κύριος λέγει για τον εαυτό του, «μάθετε από εμένα, ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά».

8. Ο μεν βασιλεύς λοιπόν που ανέστησε τον Λάζαρο εισήλθε τότε στα Ιεροσόλυμα καθήμενος επάνω σε όνο· αμέσως δε όλοι οι λαοί, παιδιά, άνδρες, γέροντες, στρώνοντας τα ενδύματα και παίρνοντας βαΐα από φοίνικες, που είναι σύμβολα νίκης, τον προϋπαντούσαν σαν ζωοποιό και νικητή του θανάτου, τον προσκυνούσαν, τον προέπεμπαν, ψάλλοντας με μια φωνή όχι μόνο έξω, αλλά και μέσα στον ιερό περίβολο, «ωσαννά στον υιό του Δαβίδ, ωσαννά εν τοις υψίστοις». Το ωσαννά λοιπόν είναι ύμνος που αναπέμπεται προς τον Θεό και ερμηνευόμενο σημαίνει «σώσε μας λοιπόν»· η δε προσθήκη «εν τοις υψίστοις» δεικνύει ότι αυτός δεν ανυμνείται μόνο επί γης ούτε από τους ανθρώπους μόνο, αλλά στα ύψη από τους ουράνιους αγγέλους.

9. Όχι δε μόνο τον ανυμνούν και τον θεολογούν έτσι, αλλά στη συνέχεια εναντιώνονται και στην κακόβουλη και θεομάχο γνώμη των Γραμματέων και Φαρισαίων και στις φονικές προθέσεις των. Αυτοί μεν έλεγαν γι' αυτόν φρενοβλαβώς, «αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον Θεό κι επειδή πραγματοποιεί πολλά θαύματα, αν το αφήσωμε χωρίς να τον θανατώσωμε, όλοι θα πιστεύσουν σ' αυτόν και θα έλθουν οι Ρωμαίοι που θα μας πάρουν την πόλι και το έθνος» (Ιω. 11, 47). Ο δε λαός τι λέγει; «Ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Κυρίου· ευλογημένη η ερχόμενη βασιλεία του πατρός μας Δαβίδ» (Μάρκ. 11, 10). Με την φράσι «ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Κυρίου», υπεδείκνυαν ότι είναι από τον Θεό και Πατέρα και ότι ήλθε στο όνομα του Πατρός, όπως λέγει και ο ίδιος ο Κύριος περί εαυτού, «ότι εγώ ήλθα στο όνομα του Πατρός μου και από τον Θεό εξήλθα και σ' αυτόν πηγαίνω» (Ιω. 8, 42). Με την φράσι δε «ευλογημένη η βασιλεία του πατρός μας Δαβίδ», υπεδείκνυαν ότι αυτή είναι η βασιλεία στην οποία πρόκειται να πιστεύσουν τα έθνη κατά την προφητεία, και μάλιστα οι Ρωμαίοι. Διότι ο βασιλεύς αυτός όχι μόνο είναι ελπίς του Ισραήλ, αλλά και προσδοκία των εθνών κατά την προφητεία του Ιακώβ (Γεν. 49, 10), «δένοντας στην άμπελο την όνο του», δηλαδή τον υποκείμενο σ' αυτόν λαό από τους Ιουδαίους, «και στο κλήμα το πωλάρι της όνου του» (Γεν. 49, 11). Κλάδος δε του κλήματος είναι οι μαθηταί του Κυρίου, προς τους οποίους έλεγε, «εγώ είμαι η άμπελος, εσείς τα κλήματα» (Ιω. 15, 5). Με το κλήμα λοιπόν αυτό συνέδεσε ο Κύριος προς τον εαυτό του το πωλάρι της όνου του, δηλαδή το νέο Ισραήλ από τα έθνη, του οποίου τα μέλη έγιναν κατά χάρι υιοί του Αβραάμ. Εάν λοιπόν η βασιλεία αυτή είναι ελπίς και των εθνών, πώς, λέγουν, αφού επιστεύσαμε σ' αυτήν εμείς, θα φοβηθούμε τους Ρωμαίους;

10. Έτσι λοιπόν οι νηπιάζοντες όχι στα μυαλά αλλά στην κακία, εμπνευσθέντες από το άγιο Πνεύμα, ανέπεμψαν στον Κύριο πλήρη και τέλειον ύμνο, μαρτυρώντας ότι ως Θεός εζωοποίησε τον Λάζαρο ενώ ήταν τετραήμερος νεκρός. Οι δε Γραμματείς και Φαρισαίοι, μόλις είδαν τα θαυμάσια αυτά και τα παιδιά να κράζουν στο ιερό λέγοντας, «αίνος στον σωτήρα μας υιό του Δαβίδ», αγανάκτησαν κι έλεγαν προς τον Κύριο· «δεν ακούεις τι λέγουν αυτά;», πράγμα που έπρεπε μάλλον ο Κύριος να ειπή τότε προς αυτούς, ότι δηλαδή "δεν βλέπετε και δεν ακούετε και δεν καταλαβαίνετε;". Γι' αυτό ο ίδιος αντικρούοντάς τους που τον κατηγορούσαν ότι ανέχεται την υμνωδία που μόνο στον Θεό ταιριάζει, λέγει, ναι, ακούω αυτούς που σοφίζονται από εμέ αοράτως και εκφέρουν τέτοιους λόγους για μένα, εάν δε σιωπήσουν αυτοί, θα κράξουν οι λίθοι (Λουκ. 19, 40). Εσείς όμως δεν ανεγνώσατε ποτέ εκείνον τον προφητικό λόγο, ότι από στόμα νηπίων που θηλάζουν συντόνισες ύμνον(Ματθ. 21, 16); Διότι και τούτο ήταν άξιο μεγάλου θαυμασμού, ότι τα αμόρφωτα και αμαθή παιδιά θεολογούσαν τελείως τον Θεό που ενανθρώπησε για μας, παίρνοντας στο στόμα τους αγγελικό ύμνο· όπως δηλαδή οι άγγελοι έψαλλαν για τη γέννησι του Κυρίου, «δόξα προς τον Θεό στα ύψη και επί γης» (Λουκ. 2, 14· 19, 38), έτσι και αυτά τώρα κατά την είσοδό του αναπέμπουν τον ίδιο ύμνο, λέγοντας, «δόξα στο σωτήρα μας τον υιό του Δαβίδ, δόξα στο σωτήρα μας στα ουράνια» (Ματθ. 21, 9).

11. Αλλά ας νηπιάσωμε κι εμείς αδελφοί, κατά την κακία, νέοι και γέροντες, άρχοντες μαζί και αρχόμενοι, για να ενδυναμωθούμε από τον Θεό, να στήσωμε τρόπαιο και να βαστάσωμε τα σύμβολα της νίκης, όχι μόνο κατά των πονηρών παθών, αλλά και κατά των ορατών και αοράτων εχθρών, ώστε να ευρούμε την χάρι του λόγου για βοήθεια εύκαιρη. Διότι ο νέος πώλος, όπου καταξίωσε ο Κύριος να καθήση για χάρι μας, αν και είναι ένας, προετύπωνε την προς αυτόν υποταγή των εθνών, από τα οποία προερχόμαστε όλοι εμείς, άρχοντες μαζί και αρχόμενοι.

12. Όπως λοιπόν στον Ιησού Χριστό δεν υπάρχει αρσενικό και θηλυκό, ούτε Έλλην ούτε Ιουδαίος, αλλά όλοι είναι ένα κατά τον θείο απόστολο (Γαλ. 3, 28), έτσι σ' αυτόν δεν υπάρχει άρχων και αρχόμενος, αλλά με την χάρι του είμαστε ένα κατά την πίστι σ' αυτόν και ανήκομε στο ένα σώμα της Εκκλησίας του, έχοντας μία κεφαλή, αυτόν και ένα πνεύμα εποτισθήκαμε δια της παναγίας χάριτος του Πνεύματος και ένα βάπτισμα ελάβαμε όλοι και μια είναι η ελπίς όλων και ένας ο Θεός μας, ο επάνω από όλους και δια μέσου όλων και μέσα σε όλους μας (Εφ. 4, 6). Ας αγαπούμε λοιπόν αλλήλους, ας ανεχώμαστε και ας φροντίζωμε ο ένας τον άλλον, αφού είμαστε μέλη αλλήλων διότι το σήμα της μαθητείας μας προς εκείνον, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος, είναι η αγάπη και η πατρική κληρονομία που μας άφησε αναχωρώντας από αυτόν τον κόσμο είναι η αγάπη και η τελευταία ευχή που μας έδωσε ανεβαίνοντας προς τον Πατέρα αναφέρεται στην προς αλλήλους αγάπη μας (Ιω. 13, 33ε.).

13. Ας σπεύδωμε λοιπόν να επιτύχωμε την πατρική ευχή και ας μη αποβάλλωμε την από αυτόν κληρονομία ούτε το σήμα που μας έδωσε, για να μη αποβάλλωμε και την υιοθεσία και την ευλογία και την προς αυτόν μαθητεία, και τότε θα ξεπέσωμε από την ελπίδα που μας αναμένει και θα κλεισθούμε έξω από τον πνευματικό νυμφώνα. Όπως δε πρίν από το σωτηριώδες πάθος, καθώς ο Κύριος εισερχόταν στην κάτω Ιερουσαλήμ, του έστρωναν τα ιμάτια όχι μόνο ο λαός, αλλά και οι πραγματικοί άρχοντες των εθνών, οι Απόστολοι του Κυρίου δηλαδή, έτσι κι' εμείς άρχοντες μαζί και αρχόμενοι, ας στρώσωμε τα έμφυτα ιμάτιά μας, υποτάσσοντας την σάρκα και τα θελήματά της στο πνεύμα. Έτσι όχι μόνο θ' αξιωθούμε να ιδούμε και να προσκυνήσωμε το σωτηριώδες πάθος του Χριστού και την αγία ανάστασι, αλλά και ν' απολαύσωμε την κοινωνία προς αυτόν «διότι», λέγει ο απόστολος, «εάν εγίναμε σύμφυτοι με το ομοίωμα του θανάτου του, είναι φανερό ότι θα γίνωμε σύμφυτοι και της αναστάσεως» (Ρωμ. 6, 5).

14. Αυτήν την ανάστασι είθε να επιτύχωμε όλοι εμείς, με την χάρι και φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, στον οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.



(Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)


Πηγή: www.alopsis.gr

Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ'.

Συνταφέντες σοι διὰ τοῦ Βαπτίσματος, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ Ἀναστάσει σου, καὶ ἀνυμνοῦντες κράζομεν· Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.





Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία,... (Χερουβικός ὓμνος Μεγάλου Σαββάτου)


Κατά τήν Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ἀντί τοῦ Χερουβικοῦ ὓμνου «Οἱ τά Χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες ...» ψάλλεται ὁ ἑξῆς συγκλονιστικός ὓμνος:


«Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία, καί στήτω μετά φόβου καί τρόμου, καί μηδέν γήινον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω˙ ὁ γάρ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων, καί Κύριος τῶν κυριευόντων, προσέρχεται σφαγιασθῆναι, καί δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς˙ Προηγοῦνται δέ τούτου, οἱ χοροί τῶν ἀγγέλων, μετά πάσης ἀρχῆς καί ἐξουσίας, τά πολυόμματα Χερουβίμ καί τά ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ, τάς ὂψεις καλύπτοντα καί βοῶντα τόν ὓμνον˙ Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα. »

Ἐξαίσια εἶναι ἡ μουσική σύνθεση σέ ἦχο πλάγιο τοῦ α 'τοῦ Ἰακώβου τοῦ Πελοποννησίου († 1800), Πρωτοψάλτου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Ὁ ὑμνογράφος ξεκινᾶ μέ τήν προστακτική «σιγησάτω», μέ τήν ὁποία ἀπευθύνεται πρός ὃλους τούς θνητούς («πᾶσα σάρξ βροτεία», βροτός = θνητός) καί ζητεῖ σιγή. Ἀκολουθοῦν δύο ἀκόμα προστακτικές:  «στήτω μετά φόβου καί τρόμου καί μηδέν γήινον ἑαυτῇ λογιζέσθω» . Μέ αὐτές προτρέπει τούς πιστούς νά σταθοῦν ὀρθοί μέ φόβο καί τρόμο γιά τό μέγα γεγονός τό ὁποῖο συντελεῖται καί νά κρατοῦν τόν νοῦ καθαρό ἀπό κάθε γήινη σκέψη καί μέριμνα.

            Ὁ ὑμνωδός «βλέπει» τό φοβερό μυστήριο νά συντελεῖται πρό τῶν ὀφθαλμῶν του: 

! «Ο Βασιλεύς Των βασιλευόντων ΚΑΙ Ο Κύριος Των κυριευόντων προσέρχεται οἰκειοθελῶς ΓΙΑ ΝΑ σφαγιασθεῖ ΚΑΙ ΝΑ δοθεῖ Ως τροφή στούς πιστούς
Προπορεύονται ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΟΙ χοροί Των αγγέλων ΜΕ ΤΗΝ ὁρισμένη Τάξη ΚΑΙ ἐξουσία: Τά πολυόμματα Χερουβίμ καί τά ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ καλύπτοντας ἀπό δέος τά πρόσωπά τους καί ψάλλοντας μέ δυνατή φωνή τόν ὓμνο˙ Ἀλληλούϊα »

            Ὁ ὑμνογράφος προβάλλει μέ τόν τρόπο αὐτό τό μεγαλεῖο τοῦ Κυρίου καί δημιουργεῖ στήν ψυχή μας τήν εὐλαβεία καί τό δέος πού καί ὁ ἲδιος αἰσθάνεται κατά τήν ἱερή στιγμή πού ὁ ἱερέας ἑτοιμάζεται γιά τήν Μεγάλη Εἲσοδο.

            Ὁ ὓμνος αὐτός ἀπαντᾶται ὡς Χερουβικός ὓμνος στήν Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου.

            Ἡ ἑλληνική γλώσσα μέ τήν πολυμορφία, τήν πλαστικότητα καί τόν πλοῦτο της δίνει στόν δημιουργό τοῦ ὓμνου τήν δυνατότητα νά ἀποτυπώνει καί νά ἐκφράζει τόσο τήν δική ψυχή του ὃσο καί τῶν προσευχομένων πιστῶν.

--------------------------------------------------

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Τριώδιον, Ἐκδόσεις «ΦΩΣ», Ἀθῆναι 1983, σελ. 500.


Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Ἡ Μεσοπεντηκοστή

Αποτέλεσμα εικόνας για Ἡ Μεσοπεντηκοστή


Τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς τὴν ἑορτάζουμε γιὰ τὴν τιμὴ τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν, δηλαδὴ τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, ἐπειδὴ αὐτὴ καὶ ἑνώνει καὶ συνδέει τὶς δύο αὐτὲς ἑορτές.

Ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς θεσπίστηκε γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο: Μετὰ τὸ ὑπερφυὲς θαῦμα ποὺ ἔκαμε ὁ Χριστὸς στὸ παράλυτο, οἱ Ἰουδαῖοι, σκανδαλισμένοι δῆθεν γιὰ τὸ Σαββάτου (διότι πράγματι, Σάββατο θεράπευσε ὁ Κύριος τὸν παράλυτο), Τὸν καταδίωκαν καὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν σκοτώσουν. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ πῆγε στὴ Γαλιλαία, ὅπου καὶ διέμενε στὰ ὅρη τῆς περιοχῆς ἐκείνης μὲ τοὺς μαθητές Του. Ἐκεῖ ἔκανε τὸ ὑπερφυὲς θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων καὶ τῶν δύο ἰχθύων, καὶ ἔφαγαν καὶ χόρτασαν πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρὶς νὰ ὑπολογίζονται στὸν ἀριθμὸ αὐτὸ γυναῖκες καὶ παιδιά. Μετέπειτα, κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας (ἦταν δὲ καὶ αὐτὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων), ὁ Ἰησοῦς ἀνέβηκε καὶ πάλι στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ περπατοῦσε στὰ κρυφά. Στὸ μέσο ὅμως τῆς ἑορτῆς ἀνέβηκε στὸ Ναὸ καὶ δίδασκε· καὶ ὅλοι ἔμεναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴ διδαχή Του. Ἀλλά, ἐπειδὴ Τὸν φθονοῦσαν, ἔλεγαν: «Πῶς αὐτὸς ξέρει γράμματα, ἐνῶ δὲν ἔχει σπουδάσει;». Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς, ὄντας πράγματι νέος Ἀδάμ, ὅπως ἐκεῖνος ὁ πρῶτος ἦταν κατάμεστος ἀπὸ σοφία, ἔτσι καὶ Αὐτός, ὄντας ἐπιπλέον καὶ Θεός, ἦταν παντογνώστης . Γόγγυζαν λοιπὸν ὅλοι κατὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπιδίωκαν νὰ Τὸν σκοτώσουν ὁπωσδήποτε. Ἐκεῖνος δέ, ἐλέγχοντάς τους ὅτι μάχονταν δῆθεν ὑπὲρ τοῦ Σαββάτου, εἶπε: «Γιατί ζητᾶτε νὰ μὲ σκοτώσετε;». Καὶ στρέφοντας τὴ σκέψη τῶν Ἰουδαίων στὸ μωσαϊκὸ Νόμο, τοὺς εἶπε ἐπιπρόσθετα ὅτι δὲν εἶχαν κανένα λόγο νὰ θυμώνουν ἐναντίον του, ἐπειδὴ θεράπευσε κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου τὸν παράλυτο, διότι καὶ ὁ Μωυσῆς ἔχει νομοθετήσει ὅτι τὸ Σάββατο μπορεῖ νὰ καταλύεται, στὴ περίπτωση ποὺ πρόκειται γιὰ περιτομή, (ὅταν ἡ ὄγδοη ἡμέρα ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ ἀρσενικοῦ παιδιοῦ, κατὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε αὐτὴ νὰ γίνει, συνέπιπτε μὲ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Καὶ συνεχίζοντας ὁ Κύριος, εἶπε: «Ἂν ἕνας ἄνθρωπος περιτέμνεται τὸ Σάββατο, γιὰ νὰ μὴν παραβιαστεῖ ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ, ἐσεῖς θυμώνετε ἐναντίον μου, ἐπειδὴ θεράπευσα ἕναν ὁλόκληρο ἄνθρωπο κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;»). Καὶ βέβαια ὁ Κύριος ἔκαμε διάλογο πολλὴ ὥρα μὲ τοὺς Ἰουδαίους περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ καὶ τοὺς τόνισε ὅτι δοτήρας τοῦ Νόμου ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος καὶ ὅτι ἦταν ἴσος πρὸς τὸν Πατέρα. Καὶ αὐτὸ τὸ τόνισε ἰδιαίτερα κατὰ τὴν τελευταία καὶ πιὸ ἐπίσημη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς (λέγοντάς τους: «Ἐὰν κανεὶς διψάει, ἂς ἔλθει σ’ ἐμένα καὶ ἂς πιεῖ»). Μετὰ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε καὶ πάρα πολλὰ ἄλλα, καὶ ἰδιαίτερα βαρυσήμαντα. Τότε ἐκεῖνοι πῆραν στὰ χέρια τοὺς πέτρες, γιὰ νὰ τὶς ρίξουν καταπάνω Του, πλὴν ὅμως πέτρα δὲν Τὸν ἄγγιξε οὔτε κατ’ ἐλάχιστον. Καὶ τοῦτο, διότι ὁ Ἰησοῦς χάθηκε θαυματουργικὰ ἀπὸ τὰ μάτια τους καί, περνώντας ἀπὸ ἀνάμεσά τους ἀπαρατήρητος, ἔφυγε ἀπὸ τὸ Ναό. Φεύγοντας δὲ ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Κύριος καὶ διαβαίνοντας ἀπὸ τὸ μέσο τῆς πόλεως, εἶδε κάποιον ποὺ εἶχε γεννηθεῖ τυφλὸς καὶ τὸν θεράπευσε, κάνοντας τὰ μάτια του νὰ βλέπουν.

Πρέπει δὲ νὰ ξέρουμε ὅτι οἱ μέγιστες ἑορτὲς τῶν Ἰουδαίων εἶναι τρεῖς: Πρώτη εἶναι ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ἡ ὁποία τελεῖται κατὰ τὸν πρῶτο μήνα, πρὸς ἀνάμνηση τῆς διάβασης τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας. Δεύτερη εἶναι ἡ Πεντηκοστή, ἡ ὁποία θεσπίστηκε πρὸς ἀνάμνηση τῆς παραμονῆς τους στὴν ἔρημο ἐπὶ πενήντα ἡμέρες, μετὰ τὴ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας -πενήντα ἡμέρες, πράγματι, πέρασαν ἀπὸ τὴ διάβαση τῆς Ἐρυθρὰς μέχρι ποὺ ἔλαβαν τὸ μωσαϊκὸ Νόμο. (Συνολικὰ βέβαια στὴν ἔρημο ἔμειναν σαράντα χρόνια). Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ γίνεται καὶ πρὸς τιμὴν τοῦ ἀριθμοῦ ἑφτά, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ἀπὸ αὐτοὺς ἱερός. Τρίτη εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας, ἡ ὁποία θεσπίστηκε πρὸς ἀνάμνηση τῆς σκηνῆς, τὴν ὁποία ὁ Μωυσῆς κατασκεύασε καὶ ἔστησε μὲ ἀρχιτέκτονα τὸν Βεσελεὴλ καὶ ἔχοντας ὡς πρότυπο τὴ σκηνὴ ποὺ εἶδε (ποὺ τοῦ περιέγραψε ὁ Θεὸς) στὴ νεφέλη στὸ ὅρος Σινᾶ. Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ διαρκεῖ ἑπτὰ ἡμέρες καί, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν παραπάνω λόγο, θεσπίστηκε καὶ πρὸς ἀνάμνηση τῆς ἐπὶ σαράντα χρόνια παραμονῆς τῶν Ἑβραίων στὴν ἔρημο. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν σχετίζεται ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας. Τότε, λοιπόν, ἐνῶ τελοῦνταν ἡ ἑορτὴ αὐτή, στάθηκε ὄρθιος ὁ Χριστὸς καὶ ἔκραξε μὲ φωνὴ μεγάλη: «Ἐὰν τὶς διψᾶ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω». Ἐὰν δηλαδὴ κάποιος αἰσθάνεται πόθο καὶ δίψα, ὄχι γιὰ ἀγαθὰ ὑλικὰ καὶ φθαρτά, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ γαλήνη καὶ τὴ μακαριότητα τῆς θείας ζωῆς, ἂς ἔρχεται πρὸς ἔμενα διὰ τῆς πίστεως καὶ ἂς πίνει ἐλεύθερα. Πλησίον μου θὰ ἱκανοποιηθοῦν ὅλοι οἱ εὐγενεῖς του πόθοι καὶ θὰ βρεῖ ἀνάπαυση ἡ ψυχή του.

Ἐπειδὴ λοιπὸν μὲ τὴ διδασκαλία Του αὐτὴ ὁ Χριστὸς ἀπέδειξε ὅτι εἶναι Μεσσίας (δηλαδὴ χρισμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ Πατέρα βασιλέας καὶ λυτρωτής), ἀφοῦ ἔγινε μεσίτης καὶ συμφιλιωτὴς τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ αἰώνιου Πατέρα Του, γι’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν αἰτία, ἑορτάζοντας τὴν ἑορτὴ αὐτὴ καὶ ὀνομάζοντάς την Μεσοπεντηκοστή, ἀνυμνοῦμε καὶ τὸν Μεσσία Χριστό, ἀλλὰ συνάμα δηλώνουμε καὶ τὴ μεγάλη σημασία ποὺ ἔχει ἡ ἑορτὴ αὐτὴ εὑρισκόμενη στὸ μέσο μεταξὺ τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Πεντηκοστῆς. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ λοιπόν θεσπίστηκε νὰ γίνεται μετὰ τὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἡ ἑορτὴ τῆς Σαμαρείτιδας, διότι καὶ σ’ ἐκείνη τὴν ἑορτὴ γίνεται λόγος γιὰ τὸ Μεσσία Χριστὸ καὶ περὶ ὕδατος καὶ δίψας, ὅπως καὶ κατὰ τὴν παροῦσα ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Πέραν δὲ τούτου, κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ὁ διάλογος μὲ τὴ Σαμαρείτιδα ἔγινε ἀρκετὰ πρὶν ἀπὸ τὴ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. Δ’.
Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τήν ψυχήν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι.


Κοντάκιον
Ἦχος δ’.
Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός· Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν, σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν. 

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ(ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)





Η ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εἶναι ἀναζώωσις καί ἀνάπλασις καί ἐπάνοδος πρός τήν ἀθάνατη ζωή τοῦ πρώτου Αδάμ πού καταβροχθίσθηκε ἀπό τόν θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καί διά τοῦ θανάτου ἐπαλινδρόμησε πρός τήν γῆ ἀπό τήν ὁποία ἐπλάσθηκε. Οπως λοιπόν ἐκεῖνον στήν ἀρχή δέν τόν εἶδε κανείς ἄνθρωπος νά πλάττεται καί παίρνη ζωή, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κανείς ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα, μετά δέ τήν λῆψι τῆς πνοῆς ζωῆς μέ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, διότι μετά ἀπό αὐτόν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὔα.ἔτσι τόν δεύτερο Αδάμ, δηλαδή τόν Κύριο, ὅταν ἀνίστατο ἀπό τούς νεκρούς, κανείς ἄνθρωπος δέν τόν εἶδε, ἀφοῦ δέν παρευρισκόταν κανείς δικός του καί οἱ στρατιῶτες πού ἐφύλασσαν τό μνῆμα ταραγμένοι ἀπό τόν φόβο εἶχαν γίνει σάν νεκροί, μετά δέ τήν ἀνάστασι πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, ὅπως ἀκούσαμε νά εὐαγγελίζεται σήμερα ὁ Μάρκος.διότι, λέγει, «ὅταν ὁ Ιησοῦς ἀναστήθηκε τό πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή».

Φαίνεται βέβαια σαφῶς ὅτι ὁ εὐαγγελιστής εἶπε καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, δηλαδή πρωί, καί ὅτι παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή καί ὅτι ἐφάνηκε ἀκριβῶς τήν ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Δέν λέγει ὅμως ἔτσι, ὅπως θά φανῆ ἄν ἐξετάσωμε προσεκτικώτερα τά πράγματα.διότι λίγο παραπάνω καί αὐτός σέ συμφωνία μέ τούς ἄλλους εὐαγγελιστάς λέγει ὅτι αὐτή ἡ Μαρία ἦλθε καί προηγουμένως μαζί μέ τίς ἄλλες Μυροφόρες στόν τάφο, καί ἀφοῦ τόν εἶδε ἀδειανό ἀπῆλθε. Ωστε ὁ Κύριος ἀναστήθηκε πολύ ἐνωρίτερα ἀπό τό πρωί πού τόν εἶδε. Επισημαίνοντας δέ καί τήν ὥρα ἐκείνη, δέν εἶπε ἁπλῶς πρωί, ὅπως ἐδῶ, ἀλλά πολύ πρωί.ἑπομένως ὡς ἀνατολή ἡλίου ἐκεῖ ἐννοεῖ τό ἀμυδρό φῶς πού προτρέχει στόν ὁρίζοντα, τό ὁποῖο δηλώνοντας καί ὁ Ιωάννης λέγει ὅτι ἦλθε τό πρωί, ὅταν ἀκόμη ἦταν σκοτεινά ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή στό μνημεῖο καί εἶδε τήν πέτρα σηκωμένη ἀπό τό μνημεῖο.

Δέν ἦλθε δέ μόνο πρός τό μνῆμα τότε αὐτή, κατά τόν Ιωάννη, ἀλλά καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό μνῆμα, χωρίς νά ἰδῆ τόν Κύριο ἀκόμη. Τρέχει κι ἔρχεται πρός τόν Πέτρο καί τόν Ιωάννη, καί ἀναγγέλει ὄχι ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ἀλλ ὅτι μεταφέρθηκε ἀπό τόν τάφο, ὥστε δέν ἐγνώριζε ἀκόμη τήν ἀνάστασι. Επομένως ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στή Μαρία ὄχι ἐντελῶς πρώτη, ἀλλά μετά τήν πλήρη ἔλευσι τῆς ἡμέρας. Υπάρχει λοιπόν κάτι πού ἀναφέρεται συνεσκιασμένως ἀπό τούς εὐαγγελιστάς, τό ὁποῖο θ ἀποκαλύψω πρός τήν ἀγάπη σας. Πραγματικά τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου πρώτη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστό καί δίκαιο, ἐδέχθηκε ἀπό τόν Κύριο ἡ Θεοτόκος καί αὐτή εἶδε πρίν ἀπό ὅλους τόν ἀναστάντα καί ἀπήλαυσε τή θεία ὁμιλία του, καί ὄχι μόνο τόν εἶδε μέ τούς ὀφθαλμούς της καί ἔγινε αὐτήκοος αὐτοῦ, ἀλλά καί πρώτη καί μόνη ἄγγιξε τά ἄχραντα πόδια του, ἔστω καί ἄν οἱ εὐαγγελισταί δέν τά λέγουν φανερά ὅλα αὐτά, μή θέλοντας νά προσαγάγουν ὡς μάρτυρα τήν μητέρα, γιά νά μήν δώσουν ἀφορμή ὑποψίας στούς ἀπίστους. Επειδή δέ τώρα ἐμεῖς μέ τή χάρη τοῦ ἀναστάντος ὁμιλοῦμε πρός πιστούς καί ἡ ὑπόθεσις τῆς ἑορτῆς ἀπαιτεῖ ἐπείγουσα διευκρίνησι τῶν σχετικῶν μέ τίς Μυροφόρες, μέ τήν ἄδεια αὐτοῦ πού εἶπε "δέν ὑπάρχει κρυφό πού δέν θά γίνη φανερό", θά τό φανερώσωμε καί τοῦτο.

Λοιπόν Μυροφόρες εἶναι οἱ γυναῖκες πού ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο μαζί μέ τήν Μητέρα του, ἔμειναν μαζί της κατά τήν ὥρα τοῦ σωτηριώδους πάθους καί ἐφρόντισαν νά ἀλείψουν μέ μῦρα τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Οταν δηλαδή ὁ Ιωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἐζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Πιλᾶτο τό δεσποτικό σῶμα, τό κατέβασαν ἀπό τόν σταυρό, τό περιέβαλαν σέ σινδόνια μαζί μέ ἐκλεκτά ἀρώματα, τό ἐτοποθέτησαν σέ λαξευτό μνημεῖο, καί ἔβαλαν μεγάλη πέτρα ἐπάνω στή θύρα τοῦ μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τόν εὐαγγελιστή Μάρκο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία πού ἐκαθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου. Μέ τήν φράσι καί ἡ ἄλλη Μαρία ἐννοοῦσε ὁπωσδήποτε τήν Θεομήτορα.διότι αὐτή ἐλεγόταν μητέρα καί τοῦ Ιακώβου καί τοῦ Ιωσῆ, πού ἦσαν ἀπό τόν Ιωσήφ τόν Μνήστορα. Δέν παρευρίσκονταν μόνο αὐτές παρατηρώντας, ὅταν ἐνταφιαζόταν ὁ Κύριος, ἀλλά καί ἄλλες γυναῖκες, ὅπως ἱστόρησε ὁ Λουκᾶς γράφοντας. "Παρακολουθώντας κάποιες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει μαζί του ἀπό τήν Γαλιλαία, εἶδαν τό μνημεῖο καί τήν σ αὐτό τοποθέτησι τοῦ σώματός του. Ἦσαν ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ Ιωάννα καί ἡ Μαρία τοῦ Ιακώβου καί οἱ ἄλλες μαζί τους".

Αφοῦ δέ ἐπέστρεψαν, λέγει, ἀγόρασαν ἀρώματα καί μῦρα.διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκριβῶς ὅτι αὐτός εἶναι ἀληθινά ἡ ὀσμή τῆς ζωῆς γιά ἐκείνους πού τόν πλησιάζουν μέ πίστι, ὅπως ὀσμή θανάτου καταλαμβάνει τούς ἕως τό τέλος ἀπειθεῖς, καί ἡ ὀσμή τῶν ἐνδυμάτων του, δηλαδή τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, εἶναι ἀνωτέρα ἀπό ὅλα τά ἀρώματα καί τό ὄνομά του εἶναι μῦρο χυμένο, μέ τό ὀποῖο ἐγέμισε θεία εὐωδία τήν οἰκουμένη. Ετοιμάζουν λοιπόν μῦρα καί ἀρώματα, ἀφ ἑνός μέν πρός τιμήν τοῦ νεκροῦ, ἀφ ἑτέρου δέ γιά παρηγοριά ἀπό τή δυσωδία τοῦ σώματος, ὅταν θά ἔλειωνε, βοηθώντας μέ τήν ἀλοιφή των τούς ἐπιθυμοῦντας νά παραμένουν δίπλα.

Αφοῦ λοιπόν ἑτοίμασαν τά μῦρα καί τά ἀρώματα, κατά τήν ἐντολή τό Σάββατο ἡσύχασαν.διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκόμη τά ἀληθινά σάββατα, οὔτε εἶχαν γνωρίσει καλά τό εὐλογημένο ἐκεῖνο σάββατο πού μεταφέρει τή φύσι τους ἀπό τά βάραθρα τοῦ ἅδη στό ὁλόφωτο καί θεῖο καί οὐράνιο ὕψος . «Τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὄρθρο βαθύ», ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, "ἦλθαν στό μνῆμα, φέροντας τά ἀρώματα πού ἑτοίμασαν" .ὁ δέ Ματθαῖος λέγει, «ἀργά τό Σάββατο, ξημερώνοντας τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος» καί ὅτι οἱ προσελθοῦσες εἶναι δύο. ὁ Ιωάννης "τό πρωί, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά», καί ὅτι μιά εἶναι ἡ προσελθοῦσα, Μαρία ἡ Μαγδαληνή.ὁ δέ Μάρκος "πολύ πρωί τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος» καί ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ προσελθοῦσες. Πρώτη λοιπόν τῆς ἑβδομάδος λέγουν ὅλοι οἱ εὐαγγελισταί τήν Κυριακή.ἀργά τό Σάββατο, ὄρθρο βαθύ, πολύ πρωί καί πρωί σκοτεινά ἀκόμη, ὀνομάζουν τόν χρόνο γύρω ἀπό τόν ὄρθρο, ἀνάμικτο ἀπό φῶς καί σκότος.αὐτός ὁ χρόνος εἶναι, ἀφοῦ ἀρχίζει νά αὐγάζει τό ἀνατολικό μέρος τοῦ ὁρίζοντος πού προκαταγγέλλει τήν ἡμέρα. Μπορεῖ δέ κανείς παρατηρώντας ἀπό μακριά, πρός αὐτό, νά τό ἰδῆ νά ἀρχίζη νά χρωματίζεται ἀπό φῶς γύρω ἀπό τήν ἐνάτη ὥρα τῆς νυκτός, ὥστε ἕως τήν πλήρη ἡμέρα νά ὑπολείπωνται τρεῖς ὥρες.

Φαίνονται βέβαια νά διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελισταί μεταξύ τους τόσο γιά τήν ὥρα, ὅσο καί γιά τόν ἀριθμό τῶν γυναικῶν, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, οἱ Μυροφόρες ἦσαν πολλές, καί ἦλθαν στόν τάφο ὄχι μιά φορά, ἀλλά καί δύο καί τρεῖς φορές, συντροφιά μέν, ἀλλ ὄχι οἱ ἴδιες, καί κατά τόν ὄρθρο μέν ὅλες, ἀλλ ὄχι τόν ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς, ἡ δέ Μαγδαληνή ἦλθε πάλι μόνη της καί ἔμεινε περισσότερο. Κάθε εὐαγγελιστής λοιπόν ἀναφέρει μιά προέλευσι μερικῶν καί παραλείπει τίς ἄλλες. Οπως δέ ἐγώ ὑπολογίζω καί συνάγω ἀπό ὅλους τούς εὐαγγελιστάς, σύμφωνα μέ ὅσα εἶπα προηγουμένως, πρώτη ἀπό ὅλες ἦλθε στόν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζί τήν Μαγδαληνή Μαρία. Τοῦτο κυρίως τό συμπεραίνω ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο. Διότι, λέγει, «ἦλθε ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ἄλλη Μαρία», πού ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Θεομήτωρ, γιά νά ἰδοῦν τόν τάφο. Καί ἰδού ἔγινε μέγας σεισμός.διότι ἄγγελος Κυρίου, ἀφοῦ κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, προσῆλθε, ἀπεκύλισε τήν πέτρα ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου κι ἐκαθόταν ἐπάνω σ αὐτήν.ἦταν δέ ἡ μορφή του σάν ἀστραπή καί τό ἔνδυμά του λευκό σάν τό χιόνι, ἀπό τόν φόβο δέ ἐμπρός του ἐταράχθηκαν οἱ φύλακες κι ἔγιναν σάν νεκροί ".

Ολες λοιπόν οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦλθαν μετά τό σεισμό καί τήν φυγή τῶν φυλάκων, κι εὑρῆκαν τόν τάφο ἀνοιγμένο καί τήν πέτρα ἀποκυλισμένη.ἡ δέ Παρθενομήτωρ ἔφθανε τή στιγμή πού ἐγινόταν ὁ σεισμός, ἀποκυλίσθηκε ἡ πέτρα καί ἀνοιγόταν ὁ τάφος καί οἱ φύλακες ἦσαν παρόντες, ἄν καί συγκλονισμένοι ἀπό τόν φόβο.γι αὐτό μετά τόν σεισμό αὐτοί ἀνασηκώθηκαν καί ἐκύτταξαν ἀμέσως νά φύγουν, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἐντρυφοῦσε στή θέα. Εγώ πάντως νομίζω ὅτι γι αὐτήν πρώτη ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος ἐκεῖνος τάφος (διότι γι αὐτήν πρώτη καί δι αὐτῆς ἔχουν ἀνοιχθῆ σ ἐμᾶς ὅλα, ὅσα εἶναι ἐπάνω στόν οὐρανό καί κάτω στή γῆ) καί ὅτι γι αὐτήν ἄστραπτε ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε, ἄν καί ἡ ὥρα ἦταν ἀκόμη σκοτεινή, αὐτή μέ τό πλούσιο φῶς τοῦ ἀγγέλου ὄχι μόνο νά ἰδῆ τόν τάφο κενό, ἀλλά καί τά ἐντάφια νά εἶναι τακτοποιημένα καί πολυτρόπως νά μαρτυροῦν τήν ἔγερσι τοῦ ἐνταφιασθέντος.

Ηταν δέ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστής ἄγγελος ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ. Διότι μόλις τήν εἶδε αὐτός νά σπεύδη πρός τόν τάφο, αὐτός πού παλαιότερα τῆς εἶχε εἰπεῖ, "μή φοβῆσαι, Μαρία, διότι εὑρῆκες χάρι ἀπό τόν Θεό», σπεύδει καί τώρα καί κατεβαίνει νά εἰπῆ τό ἴδιο πάλι στήν ἀειπάρθενο καί νά ἀναγγείλη τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ γεννηθέντος ἀπό αὐτήν ἀσπόρως, νά σηκώση τήν πέτρα, νά ὑποδείξη τόν κενό τάφο καί τά ἐντάφια, κι ἔτσι νά ἐπιβεβαιώση τήν καλή ἀγγελία. Διότι, λέγει, «ἀποκρινόμενος ὁ ἄγγελος, εἶπε στίς γυναῖκες.μή φοβῆσθε ἐσεῖς, ζητεῖτε τόν Ιησοῦ , τόν ἐσταυρωμένο; ἀναστήθηκε.ἰδού ὁ τόπος ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος ». Εάν, λέγει, βλέπετε τούς φύλακες συγκλονισμένους ἀπό τόν φόβο, ἀλλά ἐσεῖς νά μήν φοβῆσθε. διότι γνωρίζω ὅτι ζητεῖτε Ιησοῦν τόν ἐσταυρωμένο.ἐσηκώθηκε, δέν εἶναι ἐδῶ. Διότι αὐτός, ὄχι μόνο εἶναι ἀκράτητος ἀπό τοῦ ἅδη καί τοῦ θανάτου καί τοῦ τάφου τά κλεῖστρα καί τούς μοχλούς καί τίς σφραγίδες, ἀλλ εἶναι καί κύριος τῶν ἀθανάτων καί οὐρανίων ἀγγέλων μας καί μόνος αὐτός εἶναι Κύριος τοῦ σύμπαντος. "Ἰδέτε», λέγει, «τόν τόπον ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος καί πηγαίνετε γρήγορα νά εἰπῆτε στούς μαθητάς του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς ".

" Αφοῦ δέ ἐξῆλθαν », λέγει,« μέ φόβο καί χαρά μεγάλη ". Εγώ νομίζω πάλι ὅτι τόν μέν φόβο ἔχει ἀκόμη ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί οἱ ἄλλες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει ἕως τότε μαζί (διότι αὐτές δέν κατενόησαν τήν σημασία τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου οὔτε μπόρεσαν νά συλλάβουν τελείως τό φῶς, ὥστε νά ἰδοῦν καί μάθουν ἀκριβῶς), ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἀπέκτησε τή μεγάλη χαρά, διότι κατενόησε τά λόγια τοῦ ἀγγέλου καί παραδόθηκε ὁλόκληρη στό φῶς, ὡς τελείως καθαρά καί θείως χαριτωμένη, ἐγνώρισε μέ ὅλα αὐτά τήν ἀλήθεια κι ἐπίστευσε στόν ἀρχάγγελο, ἐπειδή αὐτός ἀπό πολύν καιρό τῆς ἐφάνηκε διά τῶν ἔργων ἀξιόπιστος. Πῶς ἄλλωστε, ἀφοῦ ἦταν παροῦσα στά γεγονότα ἡ θεόσοφος Παρθένος, δέν θά κατανοοῦσε τό συμβάν, ἀφοῦ δηλαδή εἶδε σεισμό, καί μάλιστα μεγάλο, ἄγγελο νά κατέρχεται ἀπό τόν οὐρανό, καί μάλιστα ἀστραποβόλο, τή νέκρωσι τῶν φυλάκων καί τοῦ λίθου τήν μετάθεσι, τήν κένωσι τοῦ τάφου καί τό μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων, πού ἦσαν ἄλυτα καί συγκρατημένα μέ σμύρνα καί ἀλόη καί συγχρόνως ἐφαίνονταν ἀδειανά ἀπό τό σῶμα, καί ἐπί πλέον ἀφοῦ ἔλαβε τήν χαρμόσυνη πρός αὐτήν θέα καί ἀγγελία τοῦ ἀγγέλου; Οταν δέ ἐξῆλθαν μετά τόν εὐαγγελισμό τοῦτον, ἡ μέν Μαγδαληνή Μαρία, σάν νά μήν ἄκουσε κἄν τόν ἄγγελο, ἀφοῦ ἄλλωστε οὔτε ἐκεῖνος ὡμίλησε γι 'αὐτήν, διαπιστώνει μόνο τήν κένωσι τοῦ τάφου, χωρίς νά ἀναφέρει καθόλου τά ἐντάφια.καί τρέχει πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί τόν ἄλλο μαθητή, ὅπως λέγει ὁ Ιωάννης.

Η δέ Θεομήτωρ Παρθένος, συνοδευομένη ἀπό ἄλλες γυναῖκες, ἐπανερχόταν πάλι ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἦλθε.καί ἰδού, ὅπως λέγει ὁ Ματθαῖος «ὁ Ιησοῦς τίς συνάντησε λέγοντας, χαίρεται». Βλέπετε ὅτι καί πρίν ἀπό τήν Μαγδαληνή Μαρία ἡ Θεομήτωρ εἶδε αὐτόν πού γιά τήν σωτηρία μας ἔπαθε σαρκικά καί ἐτάφηκε καί ἀναστήθηκε; "Αὐτές δέ», λέγει, «προσῆλθαν, ἔπιασαν τά πόδια του καί τόν προσκύνησαν». Οπως δέ, ὅταν ἡ Θεοτόκος ἄκουσε τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως μαζί μέ τήν Μαγδαληνή Μαρία ἀπό τόν ἄγγελο, μόνο αὐτή κατάλαβε τή σημασία τῶν λόγων, ἔτσι καί μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες, ὅταν συνάντησε τόν Υἱό καί Θεό, πρώτη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες εἶδε καί ἀναγνώρισε τόν ἀναστάντα καί προσπίπτοντας ἔπιασε τά πόδια του κι ἔγινε ἀπόστολός του πρός τούς Αποστόλους. Οτι δέ ἡ Μαγδαληνή Μαρία δέν ἦταν μαζί μέ τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπό τόν τάφο τήν συνάντησε καί τῆς παρουσιάσθηκε καί τῆς ὡμίλησε ὁ Κύριος, διδασκόμαστε ἀπό τόν Ιωάννη. διότι, λέγει, «τρέχει αὐτή πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί πρός τόν ἄλλο μαθητή, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ιησοῦς, καί λέγει σ αὐτούς, ἐσήκωσαν τόν Κύριο ἀπό τό μνῆμα καί δέν γνωρίζομε πού τόν ἐτοποθέτησαν ". Πῶς τάχα, ἄν τόν εἶδε καί τόν ἄγγισε μέ τά χέρια της καί τόν ἄκουσε νά ὁμιλῆ, θά ἔλεγε τέτοια πράγματα, ὅτι τόν ἐσήκωσαν καί τόν μετέθεσαν, ποῦ ὅμως, δέν γνωρίζομε; Αλλά μετά τό δρόμο τοῦ Πέτρου καί τοῦ Ιωάννη πρός τόν τάφο καί τήν ἐκεῖ θέα τῶν σινδονιῶν καί τήν ἐπιστροφή, λέγει, «ἡ δέ Μαρία ἐστεκόταν κόντα στό μνημεῖο ἔξω κλαίοντας».

Βλέπετε ὅτι ὄχι μόνο δέν τόν εἶχε ἰδεῖ ἀκόμη, ἀλλ οὔτε κἄν εἶχε πληροφορηθῆ σχετικά; Καί ὅταν δέ τήν ἐρώτησαν οἱ παρουσιασθέντες ἄγγελοι, γυναῖκα, "γιατί κλαίεις», ἐκείνη πάλι ἀποκρίνεται σάν γιά νεκρό. Καθώς δέ ἐστράφηκε καί εἶδε τόν Ιησοῦ, οὔτε τότε δέν ἐκατάλαβε, ἀλλά ἐρωτωμένη ἀπό αὐτόν, τί κλαίει, ἀπαντᾶ παρόμοια, ἕως ὅτου ἐκεῖνος , καλώντας την ὀνομαστικά, παρουσίασε τόν ἑαυτό του ζωντανό. Τότε λοιπόν προσπίπτοντας καί αὐτή καί ζητώντας νά προσφέρη τόν ἀσπασμό στά πόδια ἐκείνου, ἄκουσε ἀπό αὐτόν τίς λέξεις, "μή μ ἐγγίζης". Από αὐτό μαθαίνομε ὅτι, ὅταν προηγουμένως ἐφάνηκε στή μητέρα καί στίς γυναῖκες πού ἦσαν μαζί, μόνο σ αὐτήν ἐπέτρεψε νά πιάση τά πόδια του, ἄν καί ὁ Ματθαῖος ἀποδίδει τοῦτο καί στίς ἄλλες γυναῖκες, μή θέλοντας γιά τήν αἰτία πού εἴπαμε στήν ἀρχή νά προβάλη φανερά τήν μητέρα στό θέμα αὐτό.

Αφοῦ δέ πρώτη ἦλθε στόν τάφο ἡ ἀειπάρθενος Μαρία καί πρώτη ἐδέχθηκε τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως, ἔπειτα ἦλθαν πολλές μαζί, εἶδαν καί ἐκεῖνες τήν πέτρα ἀποκυλισμένη καί ἄκουσαν τούς ἀγγέλους, πού ἐπιστρέφοντας μέ τό ἄκουσμα αὐτό καί τήν θέα ἐχωρίσθηκαν. Αλλες, ὅπως λέγει ὁ Μάρκος, "ἔφυγαν ἀπό τό μνῆμα, κυριαρχημένες ἀπό φόβο καί ἔκστασι καί δέν εἶπαν σέ κανένα τίποτε, διότι ἐφοβοῦνταν" .ἄλλες ἀκολούθησαν τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, καί αὐτές ἦσαν πού ἐπέτυχαν τήν θέα καί συνομιλία τοῦ Δεσπότη. Η δέ Μαγδαληνή ἐπῆγε στόν Πέτρο καί τόν Ιωάννη, μαζί μέ τούς ὁποίους ἔρχεται πάλι μόνη στόν τάφο.ὅταν δέ ἐκεῖνοι ἀναχώρησαν, αὐτή παραμένοντας ἀξιώνεται τῆς δεσποτικῆς θέας, στέλλεται καί αὐτή πρός τούς Αποστόλους καί ἔρχεται πάλι πρός αὐτούς, γιά ν ἀπαγγείλη σέ ὅλους, ὅπως λέγει ὁ Ιωάννης, «ὅτι εἶδε τόν Κύριο, πού εἶπε σ αὐτήν αὐτά». Αὐτή λοιπόν ἡ θέα λέγει καί ὁ Μάρκος ὅτι ἔγινε πρωί, δηλαδή κατά τήν πλήρη ἀρχή τῆς ἡμέρας, ἀφοῦ ἐπέρασε ὅλος ὁ ὄρθρος, ἀλλά δέν ἰσχυρίζεται ὅτι τότε ἔγινε ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἤ ἡ πρώτη ἐμφάνισίς του.

Εχομε λοιπόν τά συμβάντα ἐξακριβωμένα καί τήν ἀπό τήν ἀρχή ζητουμένη συμφωνία τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν ὡς πρός αὐτά. Οἱ δέ μαθηταί κατά τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τήν ἴδια, ἐνῶ ἄκουσαν ἀπό τίς Μυροφόρες καί τόν Πέτρο, καθώς καί ἀπό τόν Λουκᾶ καί τόν Κλεόπα, ὅτι ὁ Κύριος ζῆ καί ἐθεάθηκε ἀπό αὐτές, ἀπίστησαν.γι αὐτό ὀνειδίζονται ἀπό αὐτόν, ὅταν τούς ἐμφανίσθηκε ὕστερα , καθώς ἦσαν συναθροισμένοι μαζί. Οταν ὅμως παρέστησε τόν ἑαυτό του ζωντανό κατά πολλούς τρόπους καί πολλές φορές, ὄχι μόνο ἐπίστευσαν ὅλοι, ἀλλά καί ἐκήρυξαν παντοῦ. «Ὁ λόγος τους ἐξῆλθε σέ ὅλη τή γῆ καί τά ρήματά τους ἔφθασαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης", "ἐνῶ ὁ Κύριος συνεργοῦσε καί ἐβεβαίωνε τόν λόγο μέ τά συνοδευτικά θαύματα" .διότι τά θαύματα ἦσαν ἀναγκαιότατα, μέχρις ὅτου κηρυχθῆ ὁ λόγος σέ ὅλη τή γῆ . Αλλά χρειάζονται μέν σημεῖα καί τεράστια θαύματα πρός παράστασι καί βεβαίωσι τῆς ἀληθείας τοῦ κηρύγματος.χρειάζονται ὅμως σημεῖα, ἀλλ ὄχι τεράστια πρός παράστασι αὐτῶν πού ὑποδέχθηκαν τόν λόγο, ἄν βεβαίως ἐπίστευσαν. Ποιά δηλαδή σημεῖα; Τά ἀπό τά ἔργα. "Δεῖξε μου», λέγει, «τήν πίστη σου ἀπό τά ἔργα σου", καί "ποιός εἶναι πιστός, ἄς δείξη τά ἔργα του ἀπό τήν καλή διαγωγή». Ποιός θά πιστεύση πραγματικά ὅτι ἔχει διάνοια θεία καί ὑψηλή, καί θά ἐλέγαμε οὐράνια, ὅπως εἶναι ἡ εὐσέβεια, αὐτός πού ἐπιδίδεται σέ φαῦλα ἔργα καί εἶναι προσηλωμένος στή γῆ καί στά γήινα;

Δέν ὠφελεῖ τίποτε λοιπόν, ἀδελφοί, ἐάν λέγη κανείς ὅτι ἔχει θεία πίστι, δέν ἔχει ὅμως ἔργα κατάλληλα στήν πίστι. Τί ὠφέλησαν οἱ λαμπάδες τίς μωρές παρθένους, ἀφοῦ δέν εἶχαν ἔλαιο, δηλαδή τά ἔργα τῆς ἀγάπης καί τῆς συμπαθείας; Τί ὠφέλησε ἡ ἐπίκλησις τοῦ Αβραάμ σάν πατρός τόν πλούσιο ἐκεῖνον πού τηγανιζόταν στήν ἄσβεστη φλόγα ἐξ αἰτίας τῆς ἀσυμπαθείας πρός τόν Λάζαρο; Τί ὠφέλησε ἡ δῆθεν εὐπείθεια πρός τήν πρόσκλησι ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπον πού δέν εἶχε ἀποκτήσει διά τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἔνδυμα κατάλληλο γιά τό θεῖο γάμο καί γιά τόν ἄφθαρτο ἐκεῖνο νυμφῶνα; Προσκλήθηκε μέν καί προσῆλθε, διότι ἐπίστευσε ὁπωσδήποτε, καί παρακάθησε μέ τούς ἁγίους ἐκείνους συνδαιτυμόνες, ἀλλ ὅταν ἐξεσκεπάσθηκε καί καταισχύνθηκε, ὡς ἐνδεδυμένος τήν φαυλότητα ἀπό τά ἤθη καί τίς πράξεις ἐδέθηκε ἀνηλεῶς χειροπόδαρα κι ἐρρίφθηκε στή γέεννα τοῦ πυρός, ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ κλαυθμός καί ὁ τρυγμός τῶν ὀδόντων.

Αὐτήν εἴθε νά μή τήν δοκιμάση κανείς Χριστιανός, ἀλλ ἐπιδεικνύοντας ὅλοι διαγωγή πρέπουσα στήν πίστι, νά εἰσέλθωμε στόν νυμφώνα τῆς ἄφθαρτης εὐφροσύνης καί νά ζήσωμε αἰωνίως μαζί μέ τούς ἁγίους ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἡ κατοικία ὅλων τῶν εὐφραινομένων. Γένοιτο.

Δείτε σχετικά: