Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015
Η ΥΠΑΚΟΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ (Ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)
Ας σκεφτούμε, αδελφοί, ότι ο Δεσπότης του σύμπαντος, που Τον υπακούουν όλα τα όντα, έκανε αυστηρή υπακοή στην «κατὰ φύσιν» μητέρα Του, την Παναγία, που Τον βάσταξε στη μήτρα της εννιά μήνες και Τον έθρεψε με το γάλα της. Και σ’ εκείνη μεν είχε χρέος να υπακούει, σα γνήσιος γιος της και σα νομοθέτης της πέμπτης εντολής του Δεκαλόγου, που λέει: «Να σέβεσαι …τη μητέρα σου για να ζήσεις χρόνια ευτυχισμένος πάνω στη γη» (Εξ. 20:12).
Στον δίκαιο Ιωσήφ όμως δεν ήταν υποχρεωμένος να υπακούει, γιατί δεν ήταν ο πραγματικός «κατὰ φύσιν» πατέρας του. Μολαταύτα, ο Κύριος έκανε αδιάκριτη υπακοή και στους δύο. Γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής Λουκάς είπε: «Και ζούσε υποταγμένος σ’ αυτούς» (2:51).
Ο Κύριος με την υπερβολική Του
υπακοή, ξεπέρασε όλους τους ανθρώπινους
κανόνες και τους φυσικούς νόμους. Σύμφωνα
μ’ αυτούς, τα παιδιά πρέπει να υποτάσσονται
στους γονείς τους μέχρι ν’ αποκτήσουν
φρόνηση και διάκριση καλού και κακού·
δηλαδή μέχρι να γίνουν δεκαπέντε ή το
πολύ είκοσι χρόνων, όπως είναι γραμμένο
και στο βιβλίο των Αριθμών: «Όσοι είναι
από είκοσι χρονών και πάνω γνωρίζουν
ποιο είναι το καλό και ποιο είναι το
κακό» (32:11). Μετά την ηλικία αυτή τα παιδιά
είναι ελεύθερα και αυτεξούσια.
Ο Χριστός όμως δεν αρκέστηκε στον παραπάνω κανόνα. Διπλασίασε τα χρόνια της υπακοής προς τους γονείς και ήταν υποταγμένος σ’ αυτούς τριάντα ολόκληρα χρόνια. Γι’ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, εξηγώντας τα λόγια που είπε ο Κύριος στην Παναγία, στο γάμο της Κανά –«Τι επεμβαίνεις εσύ στο δικό Μου έργο, Γυναίκα; Δεν ήρθε ακόμα η ώρα Μου» (Ιωάν. 2:4)– λέει, πως ο Κύριος φάνηκε σα να παραπονέθηκε στη μητέρα Του. Δηλαδή σα να της έλεγε: «Δεν έφτασαν τόσα χρόνια που έκανα υπακοή; Ζητάς ακόμα να κάνω ό,τι μου λες; Δεν ήρθε η ώρα να γίνω κι εγώ ελεύθερος και αυτεξούσιος;». Παρ’ όλ’ αυτά, πάλι υπάκουσε σ’ αυτήν και έκανε εκείνο που Του ζήτησε, δηλαδή το νερό κρασί.
Ο Χριστός μας, υποτασσόταν και υπάκουε στους γονείς Του μ’ όλη Του την προθυμία, μ’ όλη Του τη χαρά, μ’ όλη Του την αγάπη, με απόλυτη ταπείνωση, χωρίς κανένα γογγυσμό και χωρίς καμιά εσωτερική ή εξωτερική αντιλογία. Και αμέσως εκτελούσε όχι μόνο τις ελαφριές υπηρεσίες, αλλά και τις πιο βαριές και κοπιαστικές· όχι μόνο τις ευπρεπείς και σπουδαίες εργασίες, μα και τις πιο ευτελείς και ταπεινές.
Ω, τι ανέκφραστη συγκατάβαση! Εκείνον, που καλεί με τη φωνή Του τα σύννεφα, και στη στιγμή έντρομα υπακούουν και φέρνουν ραγδαία βροχή –όπως αναφέρει το βιβλίο του Ιώβ: «Καλείς με τη φωνή Σου το νέφος και με τρόμο Σε υπακούει το λάβρο νερό» (38:34)– Τον πρόσταζε ο Ιωσήφ να του φέρει νερό, κι αμέσως το έκανε. Εκείνον, που στέλνει τους κεραυνούς, και παρευθύς πηγαίνουν όπου θέλει –«Αποστέλλεις τους κεραυνούς και αυτοί πηγαίνουν» (Ιώβ 38:35)– Τον έστελνε η μητέρα Του να φέρει ξύλα για τη φωτιά, κι αμέσως πήγαινε. Εκείνος, που με τον ένα λόγο Του δημιούργησε όλα τα κτίσματα –«Αυτός είπε και όλα δημιουργήθηκαν» (Ψαλμ. 148:5)– και που τα προστάγματά Του δεν πρόκειται ποτέ να καταργηθούν –«Έθεσε πρόσταγμα που δεν πρόκειται να σαλευτεί» (Ψαλμ. 148:6)– υπάκουε σ’ όλες τις εντολές του «πατέρα» Του και της μητέρας Του: σκούπιζε το σπίτι, ετοίμαζε το τραπέζι, άναβε τη φωτιά, έπλενε τα πιάτα…
Τώρα, τι λες εσύ που τα διαβάζεις αυτά; Αν ο Βασιλιάς των αγγέλων έκανε τέτοια υπακοή στους γονείς Του –δηλαδή στη λάσπη και στον πηλό, που ο ίδιος έπλασε με τα χέρια Του– τι υπακοή πρέπει να κάνεις εσύ στους γονείς σου; Πόση τιμή πρέπει να τους απονέμεις; Πόση αγάπη να τους δείχνεις; Και πόση ευγνωμοσύνη να τους χρωστάς;
Σκέψου τώρα, αγαπητέ, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, αφότου απέκτησε σαν άνθρωπος τις απαιτούμενες σωματικές δυνάμεις, δεν πέρασε τη ζωή Του με αργία και αμέλεια. Δούλευε χειρωνακτικά. Ήταν μαραγκός και καταγινόταν να πελεκάει ξύλα και να κατασκευάζει διάφορα έπιπλα ως τα τριάντα του χρόνια. Όσο ζούσε ο δίκαιος Ιωσήφ, δούλευε μαζί του και τον βοηθούσε σ’ αυτή την τέχνη. Εφαρμόστηκε έτσι στον Κύριο εκείνο το γραμμένο για κάθε στοργικό γιο, ότι, «σαν κυρίους θα υπηρετήσει αυτούς που Τον γέννησαν» (Σοφ. Σειρ. 3:7). Γιατί οι γονείς Του ήταν φτωχοί και με πολύ κόπο έβγαζαν το καθημερινό τους ψωμί. Έπρεπε λοιπόν και ο Κύριος να τους συμπαραστέκεται.
Μετά το θάνατο του δικαίου Ιωσήφ, ο Κύριος, δεκαπέντε περίπου ετών τότε, συνέχισε να ασκεί μόνος Του την ξυλουργική, που δεν ήταν μια τέχνη ή επιστήμη από τις θεωρούμενες ανώτερες και σπουδαίες, όπως η φυσική, η γεωμετρία, η αριθμητική ή μουσική, αλλά τέχνη ευτελής, κοπιαστική και φτωχική. Κι αυτό το έκανε τόσο για να ζήσει ο ίδιος, σαν άνθρωπος, όσο και για να θρέψει τη μητέρα Του και ξένους φτωχούς. Πιο πολύ όμως το έκανε για δυο άλλους λόγους: Πρώτα, για να δώσει σε όλους παράδειγμα φιλεργίας και φιλοπονίας. Και ύστερα, για να διδάξει έμπρακτα τους ανθρώπους, ότι ακόμα κι οι πιο ταπεινές εργασίες δεν είναι κακές ούτε μπορούν να εμποδίσουν τον άνθρωπο από τη σωτηρία του και την ευαρέστηση του Θεού. Εκείνο μόνο που πρέπει να προσέχει ο άνθρωπος, όταν δουλεύει την οποιαδήποτε τέχνη του, είναι οι αμαρτίες της ψευτιάς, της απάτης και τις κλεψιάς.
Ω, τι θαύμα! Ο Δεσπότης των όλων, που έχει «όλα τα σύμπαντα δούλους» (Ψαλμ. 118:91), καταδέχτηκε να δουλεύει στους ανθρώπους και να κοπιάζει καθημερινά. Ο πάνσοφος Θεός, που με θαυμαστή τέχνη κατασκεύασε τον ουρανό και τη γη και που φώτισε τις διάνοιες των ανθρώπων να επινοήσουν όλες τις τέχνες, Αυτός καταδέχτηκε να δουλεύει τέχνη χειρωνακτική και τόσο κοπιαστική.
Αληθινά, είναι παράδοξο θαύμα να βλέπει κανείς Εκείνον, που κρατάει μέσα στην παλάμη Του όλο τον κόσμο, να σηκώνεται πρωί–πρωί και να πιάνει δουλειά στο ξυλουργικό Του εργαστήρι, ή να παίρνει στον ώμο το ζεμπίλι με τα εργαλεία, και να πηγαίνει πότε στον ένα και πότε στον άλλο, ιδροκοπώντας μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριού και ξεπαγιάζοντας μέσα στο κρύο του χειμώνα. Αυτός, που τρέφει όλο τον έμβιο κόσμο, «χορταίνοντας την επιθυμία κάθε ζωντανού» (Ψαλμ. 144:16), μοχθούσε από το πρωί ως το βράδυ για το μεροκάματο!
Δεν το χωράει το ανθρώπινο μυαλό! Δεν μπορεί να το εκφράσει η ανθρώπινη γλώσσα! Όταν το αναλογίζεται κανείς, παγώνει από την έκπληξη και το θαυμασμό. Είχε λοιπόν δίκιο ο Ιησούς Χριστός, όταν με το στόμα του Δαβίδ έλεγε: «Φτωχός είμαι Εγώ και ήδη από τα χρόνια της νιότης Μου μέσα σε κόπους» (Ψαλμ. 87:16). Είχε, επίσης, δίκιο όταν ο Ίδιος ρητά μάς διαβεβαίωνε: «Δεν ήρθε ο Υιός του ανθρώπου σ’ αυτόν τον κόσμο για να υπηρετηθεί από άλλους, αλλά για να υπηρετήσει» από αγάπη (Ματθ. 20:28).
(Μαθητεία στον Άγιο Νικόδημο»κεφ.3,εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου, πηγή: “ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ”)
Ο Χριστός όμως δεν αρκέστηκε στον παραπάνω κανόνα. Διπλασίασε τα χρόνια της υπακοής προς τους γονείς και ήταν υποταγμένος σ’ αυτούς τριάντα ολόκληρα χρόνια. Γι’ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, εξηγώντας τα λόγια που είπε ο Κύριος στην Παναγία, στο γάμο της Κανά –«Τι επεμβαίνεις εσύ στο δικό Μου έργο, Γυναίκα; Δεν ήρθε ακόμα η ώρα Μου» (Ιωάν. 2:4)– λέει, πως ο Κύριος φάνηκε σα να παραπονέθηκε στη μητέρα Του. Δηλαδή σα να της έλεγε: «Δεν έφτασαν τόσα χρόνια που έκανα υπακοή; Ζητάς ακόμα να κάνω ό,τι μου λες; Δεν ήρθε η ώρα να γίνω κι εγώ ελεύθερος και αυτεξούσιος;». Παρ’ όλ’ αυτά, πάλι υπάκουσε σ’ αυτήν και έκανε εκείνο που Του ζήτησε, δηλαδή το νερό κρασί.
Ο Χριστός μας, υποτασσόταν και υπάκουε στους γονείς Του μ’ όλη Του την προθυμία, μ’ όλη Του τη χαρά, μ’ όλη Του την αγάπη, με απόλυτη ταπείνωση, χωρίς κανένα γογγυσμό και χωρίς καμιά εσωτερική ή εξωτερική αντιλογία. Και αμέσως εκτελούσε όχι μόνο τις ελαφριές υπηρεσίες, αλλά και τις πιο βαριές και κοπιαστικές· όχι μόνο τις ευπρεπείς και σπουδαίες εργασίες, μα και τις πιο ευτελείς και ταπεινές.
Ω, τι ανέκφραστη συγκατάβαση! Εκείνον, που καλεί με τη φωνή Του τα σύννεφα, και στη στιγμή έντρομα υπακούουν και φέρνουν ραγδαία βροχή –όπως αναφέρει το βιβλίο του Ιώβ: «Καλείς με τη φωνή Σου το νέφος και με τρόμο Σε υπακούει το λάβρο νερό» (38:34)– Τον πρόσταζε ο Ιωσήφ να του φέρει νερό, κι αμέσως το έκανε. Εκείνον, που στέλνει τους κεραυνούς, και παρευθύς πηγαίνουν όπου θέλει –«Αποστέλλεις τους κεραυνούς και αυτοί πηγαίνουν» (Ιώβ 38:35)– Τον έστελνε η μητέρα Του να φέρει ξύλα για τη φωτιά, κι αμέσως πήγαινε. Εκείνος, που με τον ένα λόγο Του δημιούργησε όλα τα κτίσματα –«Αυτός είπε και όλα δημιουργήθηκαν» (Ψαλμ. 148:5)– και που τα προστάγματά Του δεν πρόκειται ποτέ να καταργηθούν –«Έθεσε πρόσταγμα που δεν πρόκειται να σαλευτεί» (Ψαλμ. 148:6)– υπάκουε σ’ όλες τις εντολές του «πατέρα» Του και της μητέρας Του: σκούπιζε το σπίτι, ετοίμαζε το τραπέζι, άναβε τη φωτιά, έπλενε τα πιάτα…
Τώρα, τι λες εσύ που τα διαβάζεις αυτά; Αν ο Βασιλιάς των αγγέλων έκανε τέτοια υπακοή στους γονείς Του –δηλαδή στη λάσπη και στον πηλό, που ο ίδιος έπλασε με τα χέρια Του– τι υπακοή πρέπει να κάνεις εσύ στους γονείς σου; Πόση τιμή πρέπει να τους απονέμεις; Πόση αγάπη να τους δείχνεις; Και πόση ευγνωμοσύνη να τους χρωστάς;
Σκέψου τώρα, αγαπητέ, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, αφότου απέκτησε σαν άνθρωπος τις απαιτούμενες σωματικές δυνάμεις, δεν πέρασε τη ζωή Του με αργία και αμέλεια. Δούλευε χειρωνακτικά. Ήταν μαραγκός και καταγινόταν να πελεκάει ξύλα και να κατασκευάζει διάφορα έπιπλα ως τα τριάντα του χρόνια. Όσο ζούσε ο δίκαιος Ιωσήφ, δούλευε μαζί του και τον βοηθούσε σ’ αυτή την τέχνη. Εφαρμόστηκε έτσι στον Κύριο εκείνο το γραμμένο για κάθε στοργικό γιο, ότι, «σαν κυρίους θα υπηρετήσει αυτούς που Τον γέννησαν» (Σοφ. Σειρ. 3:7). Γιατί οι γονείς Του ήταν φτωχοί και με πολύ κόπο έβγαζαν το καθημερινό τους ψωμί. Έπρεπε λοιπόν και ο Κύριος να τους συμπαραστέκεται.
Μετά το θάνατο του δικαίου Ιωσήφ, ο Κύριος, δεκαπέντε περίπου ετών τότε, συνέχισε να ασκεί μόνος Του την ξυλουργική, που δεν ήταν μια τέχνη ή επιστήμη από τις θεωρούμενες ανώτερες και σπουδαίες, όπως η φυσική, η γεωμετρία, η αριθμητική ή μουσική, αλλά τέχνη ευτελής, κοπιαστική και φτωχική. Κι αυτό το έκανε τόσο για να ζήσει ο ίδιος, σαν άνθρωπος, όσο και για να θρέψει τη μητέρα Του και ξένους φτωχούς. Πιο πολύ όμως το έκανε για δυο άλλους λόγους: Πρώτα, για να δώσει σε όλους παράδειγμα φιλεργίας και φιλοπονίας. Και ύστερα, για να διδάξει έμπρακτα τους ανθρώπους, ότι ακόμα κι οι πιο ταπεινές εργασίες δεν είναι κακές ούτε μπορούν να εμποδίσουν τον άνθρωπο από τη σωτηρία του και την ευαρέστηση του Θεού. Εκείνο μόνο που πρέπει να προσέχει ο άνθρωπος, όταν δουλεύει την οποιαδήποτε τέχνη του, είναι οι αμαρτίες της ψευτιάς, της απάτης και τις κλεψιάς.
Ω, τι θαύμα! Ο Δεσπότης των όλων, που έχει «όλα τα σύμπαντα δούλους» (Ψαλμ. 118:91), καταδέχτηκε να δουλεύει στους ανθρώπους και να κοπιάζει καθημερινά. Ο πάνσοφος Θεός, που με θαυμαστή τέχνη κατασκεύασε τον ουρανό και τη γη και που φώτισε τις διάνοιες των ανθρώπων να επινοήσουν όλες τις τέχνες, Αυτός καταδέχτηκε να δουλεύει τέχνη χειρωνακτική και τόσο κοπιαστική.
Αληθινά, είναι παράδοξο θαύμα να βλέπει κανείς Εκείνον, που κρατάει μέσα στην παλάμη Του όλο τον κόσμο, να σηκώνεται πρωί–πρωί και να πιάνει δουλειά στο ξυλουργικό Του εργαστήρι, ή να παίρνει στον ώμο το ζεμπίλι με τα εργαλεία, και να πηγαίνει πότε στον ένα και πότε στον άλλο, ιδροκοπώντας μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριού και ξεπαγιάζοντας μέσα στο κρύο του χειμώνα. Αυτός, που τρέφει όλο τον έμβιο κόσμο, «χορταίνοντας την επιθυμία κάθε ζωντανού» (Ψαλμ. 144:16), μοχθούσε από το πρωί ως το βράδυ για το μεροκάματο!
Δεν το χωράει το ανθρώπινο μυαλό! Δεν μπορεί να το εκφράσει η ανθρώπινη γλώσσα! Όταν το αναλογίζεται κανείς, παγώνει από την έκπληξη και το θαυμασμό. Είχε λοιπόν δίκιο ο Ιησούς Χριστός, όταν με το στόμα του Δαβίδ έλεγε: «Φτωχός είμαι Εγώ και ήδη από τα χρόνια της νιότης Μου μέσα σε κόπους» (Ψαλμ. 87:16). Είχε, επίσης, δίκιο όταν ο Ίδιος ρητά μάς διαβεβαίωνε: «Δεν ήρθε ο Υιός του ανθρώπου σ’ αυτόν τον κόσμο για να υπηρετηθεί από άλλους, αλλά για να υπηρετήσει» από αγάπη (Ματθ. 20:28).
(Μαθητεία στον Άγιο Νικόδημο»κεφ.3,εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου, πηγή: “ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ”)
Πέμπτη 23 Απριλίου 2015
ΝΑ ΧΑΡΕΙΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη)
“ Ὀψὲ δὲ σαββάτων,
τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων,
ἦλθεν μαρία ἡ μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη
μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον. Kαὶ
ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας· ἄγγελος
γὰρ κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ καὶ
προσελθὼν ἀπεκύλισεν τὸν λίθον καὶ
ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ...” Ματθ. (κη 1-2)
Συλλογίσου αγαπητέ, ότι έχουμε χρέος να συγχαρούμε με την Παναγία Παρθένο, που όταν είδε τον Υιό και Θεό της ότι αναστήθηκε, γέμισε αμέσως από τόση μεγάλη χαρά όσο μεγάλη ήταν και η θλίψη που δοκίμασε στα Πάθη του.
Οι πόνοι και οι θλίψεις της μετριούνται με τη γνώση που είχε για την άπειρη αξιότητα του ενσαρκωμένου Λόγου, και από την αγάπη της σ’ αυτόν, όχι μόνο σαν Θεό, και σαν γέννημα των σπλάγχνων της, αλλά σαν μονογενή Υιό της και επειδή αυτή μόνη ήταν μητέρα του χωρίς πατέρα. Όλα αυτά δεν άφηναν την αγάπη της να μοιρασθεί σε άλλα πράγματα, αλλά την πολλαπλασίαζαν μόνο στο γλυκό της Υιό.
Επειδή λοιπόν τον γνώριζε περισσότερο, τον αγαπούσε και περισσότερο, απ’ όσο τον γνώριζαν και τον αγαπούσαν όλοι οι άγγελοι στον ουρανό. Επομένως μπορούμε να πούμε, ότι η Παναγία Παρθένος έπασχε στο Πάθος του Υιού της περισσότερο από όσο έπασχαν όλα μαζί τα κτίσματα· κι ότι η λύπη της δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη, παρά μόνο τη λύπη, που δοκίμασε ο αγαπημένος της Ιησούς. «Και τη δική σου ψυχή θα διαπεράσει ρομφαία» (Λουκ. 2,35).
Αφού όμως αυτή πρώτη πήγε κατά το μεσονύκτιο για να δει τον τάφο του Υιού της και αφού γι’ αυτή και μόνη έγινε ο σεισμός και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ο συνήθης διακονητής και τροφεύς και ευαγγελιστής της, κατέβηκε από τους ουρανούς, κύλησε την πέτρα από τη πόρτα του τάφου και καθόταν πάνω σ’ αυτήν αστραπόμορφος και λευκός σαν το χιόνι. Αφού λέω, κατέβηκε ο θείος Γαβριήλ, ω , πως μετατράπηκε αμέσως σε υπερβολική χαρά η υπερβολική της λύπη! Ω πόσο αγαλλίασε το πνεύμα της, όταν είδε, ότι γι’ αυτήν μόνο ανοίχθηκε ο τάφος του Υιού της! Όπως για χάρη της Θεοτόκου ανοίχθηκαν στους ανθρώπους τα ουράνια και τα επίγεια, έτσι και για τη Θεοτόκο ανοίχθηκε ο ζωοποιός τάφος του Κυρίου, όπως λέει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Αυτή πρώτη είδε την Ανάσταση του Υιού της! Ω πόσο ευφράνθηκε, όταν πλησιάζοντας στόν αγαπητό της Ιησού έπιασε με μεγάλη ευλάβεια και αγάπη τα άγια πόδια του και τα προσκύνησε! Κι όταν είδε γεμάτα από το θείο φως της Αναστάσεως τα μέλη του γλυκύτατου Υιού της, τα οποία προ ολίγου ήσαν όλα καταξεσχισμένα, άτιμα και άμορφα! Πάνω απ’ όλα όμως πόσο χάρηκε, όταν άκουσε από το θείο στόμα του Υιού της τον χαροποιό εκείνο λόγο, που της είπε, το «χαίρε»· μολονότι και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει, ότι ήταν μαζί της και η Μαγδαληνή Μαρία και έπιασε και αυτή τα πόδια του Κυρίου, και άκουσε και αυτή το χαίρε, με σκοπό να μην αμφισβητείται η Ανάσταση του Κυρίου, αν την μαρτυρούσε μόνο η Παναγία μητέρα του λόγω της φυσικής οικειότητας, καθώς το αποδεικνύει ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (και ο Ξανθόπουλος στο συναξάρι του Πάσχα). Ποιος νους μπορεί να καταλάβει τι είδους τελειότητα αγάπης και χαράς υπήρξε ανάμεσα στη Θεοτόκο και στο Χριστό, αναμεσα σε μια τετοια Μητέρα και σ’ ένα τέτοιο Γιο;
Λοιπόν, αδελφέ αν η Θεοτόκος είναι φυσική Μητέρα του Χριστού, θετή δε και πνευματική μητέρα όλων των Χριστιανών και μάλιστα τέτοια μητέρα ώστε, καθώς ο Χριστός μας παραγγέλλει να μη αποκαλέσουμε πατέρα στη γη, επειδή κυρίως ένας είναι ο πατέρας μας, ο επουράνιος. Έτσι ακριβώς έχουμε δίκιο να πούμε ότι κι άλλη μητέρα δεν έχουμε παρά μόνο τη Θεοτόκο. Αν, λέω, η Θεοτόκος είναι μητέρα των χριστιανών, χρωστάς και συ αδελφέ σαν χριστιανός και γιός της Παρθένου να συγχαρείς σ’ αυτή τη μεγάλη χαρά της. Αν στον καιρό της τόσης ευτυχίας της, δέν συγχαρείς με την Παναγία, ασφαλώς θα φανείς ανάξιος της αγάπης της. Και αν φανείς ανάξιος της αγάπης της, θα φανείς ανάξιος για να γίνεις δεκτός κάτω από τη σκέπη της· κι αν αυτή η μητέρα όλων μας, δεν σε δεχθεί κάτω από τη σκέπη της αλλοίμονον σε σένα! Ποια ελπίδα σου απομένει για τη σωτηρία σου; Αυτή είναι η μητέρα του ελέους και όλες οι χάριτες του Θεού περνούν μέσ’ από τα χέρια της τόσο στον ουρανό, όσο και στη γη, τόσο στους αγγέλους, όσο και στούς ανθρώπους. Αυτή μόνη όντας μεθόριο μεταξύ του Θεού και των κτισμάτων, παίρνει από την Τρισήλιο Θεαρχία όλες τις υπερφυσικές δωρεές και τα χαρίσματα και τα μεταδίδει σαν φιλανθρωπότατη βασίλισσα σ’ όλες τις τάξεις των αγγέλων και των ανθρώπων, ανάλογα με τήν αγάπη, που έχουν πρός αυτήν. Είναι λοιπόν αυτή μόνη η ταμιούχος ταυτόχρονα και χορηγός του πλούτου της θεότητος και χωρίς τη μεσιτεία της δέν μπορεί νά πλησιάσει κανείς το Θεό, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, καθώς λέει γι’ αυτήν ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος στον πρώτο λόγο του στα Εισόδια.
Θέλησε λοιπόν ο Κύριος να είναι οι πρεσβείες της Θεοτόκου νόμοι απαράβατοι, για να δίνεται από αυτόν έλεος και ευσπλαγχνία σ’ εκείνους, για τους οποίους αυτή πρεσβεύει: «ανοίγει το στόμα και μιλάει με σοφία και σύνεση και η ελεημοσύνη της ανέστησε τα τέκνα της και πλούτισαν» (Παροιμ. 29, 28). Και ο άγιος Γερμανός λέει απευθυνόμενος στην Παρθένο «Δεν είναι ποτέ δυνατόν να σε παρακούσει ο Θεός, επειδή πειθαρχεί “κατά πάντα, και διά πάντα, και σε όλα” σε σένα που είσαι η αληθινή και άχραντη μητέρα του» (Λόγος στήν Κοίμηση).
Να χαίρεσαι λοιπόν με όλη σου την καρδιά μαζί μ’ αυτήν τη Δέσποινα, τ’ ουρανού και της γης, της χαράς το δοχείο, επειδή σ’ αυτήν πρώτη δόθηκε η χαρά και πριν από την Αναστάση, στον Ευαγγελισμό της, και μετά την Ανάσταση, σήμερα.
Να χαίρεσαι μαζί με τη Θεοτόκο, καθώς χαίρεται μαζί της και όλη η Εκκλησία του Χριστού σε πολλά σημεία των ασματικών τροπαρίων της ψάλλοντας της χαρμόσυνα και πανηγυρικά, τώρα μέν: «ο άγγελος εβόα τη Κεχαριτωμένη, αγνή Παρθένε χαίρε και πάλιν ερώ χαίρε. ο σος Υιός ανέστη τριήμερος εκ τάφου», τώρα δε: «Συ δε αγνή τέρπου Θεοτόκε, εν τη εγέρσει του τόκου σου». Καί αλλού: «Αναστάντα κατιδούσα σον Υιόν και Θεόν, χαίροις σύν Αποστόλοις, Θεοχαρίτωτε αγνή». Και σε άλλο σημείο: «την γαρ εν τω πάθει σου μητρικώς πάντων υπεραλγήσασαν, έδει και τη δόξη της σαρκός σου, υπερβαλλούσης απολαύσαι χαράς».( Αυτή που ως μητέρα υπερβολικά πόνεσε στο πάθος σου, έπρεπε να απολαύση υπερβολική χαρά για τη δόξα του σώματος σου).
Τι λέω; Να χαίρεσαι μαζί με τη Θεοτόκο, καθώς χαίρεται μαζί της και όλη η άλογη κι αναίσθητη κτίση και πανηγυρίζει στήν Ανάσταση του Υιού της και της προσφέρει τα ωραιότερα και σπουδαιότερα δώρα και τις χάριτες της γλυκύτατης άνοιξης. Δέν βλέπεις και με τα μάτια σου, πως τώρα ο ουρανός είναι διαυγέστερος; Ότι ο δίσκος της σελήνης είναι λαμπρότερος καί πιο ασημένιος, και όλα τα αστέρια του ουρανού φαίνονται καθαρότερα; Δέν βλέπεις πως τώρα η γη είναι στεφανωμένη με τα πολυποίκιλά της χορτάρια, με τ’ ανοιγμένα διάφορα δένδρα της και με τα ποικιλόχρωμα και ευωδέστατα άνθη και τριαντάφυλλα της, που άλλα μεν βγήκαν τελείως από τους κάλυκές του και παρουσιάζουν σ’ όσους τα βλέπουν τη ροδόπνοη χάρη τους, ενώ άλλα βγήκαν λίγο και άλλα είναι κλεισμένα ακόμη μέσα σ’ αυτούς; Δεν ακούς με τ’ αυτιά σου τη συμφωνία και την παναρμόνια μουσική, που τώρα συνθέτουν με τις γλυκύτατες φωνές τους πάνω στα χρυσοπράσινα και πυκνόφυλλα δένδρα τ’ αηδόνια, τα χελιδόνια, τα τρυγόνια, τα κοτσύφια, οι κούκοι, οι πέρδικες, οι κίσσες, τ’ αγριοπερίστερα, οι σπίνοι και τα υπόλοιπα πουλιά; Πώς συναγωνίζονται να νικήσουν το ένα το άλλο με τα ποικιλόφθογγα και γοργογλυκόστροφα κελαδήματα τους; Και πώς κατασκευάζουν με τόση τέχνη τις φωλιές τους; Πώς τα θηλυκά κάθονται και ζεσταίνουν τ’ αυγά μέσα σ’ αυτές, ενώ τα αρσενικά πετούν τριγύρω και κελαηδούν γλυκύτατα; Δεν βλέπεις πώς τώρα οι βρύσες τρέχουν καθαρότερα; Πώς τα ποταμια τρέχουν πλουσιότερα και ποτίζουν όπου περνούν τη γη; Πώς τα περιβόλια ευωδιάζουν; Πώς το χορτάρι κυμματίζει; Πώς τα μικρά και τρυφερά αρνάκια πηδούν και χορεύουν μέσα στους χορτιαριασμένους κάμπους και τα χωράφια; Δεν βλέπεις πώς οι εργατικές μέλισσες βγαίνουν τώρα από τις κυψέλες τους, βουίζουν γλυκύτατα και πετούν τριγύρω στούς κάμπους και τα περιβόλια, ρουφάνε τα άνθη και πλάθουν τις κηρήθρες τους,τοποθετώντας τις ευθείες γραμμές απέναντι από τις γωνίες για περισσοτέρη ασφάλεια και ομορφιά του έργου τους και κατασκευάζουν το γλυκύτατο μέλι; Δεν βλέπεις πώς τώρα οι άνεμοι ησυχάζουν; Πώς φυσά η γλυκειά αύρα; Πώς η θάλασσα είναι γαλήνια και ήρεμη· πώς οι ναύτες ταξιδεύουν άφοβα και πώς τα δελφίνια συνταξιδεύουν με τα πλοία φυσώντας και κολυμπώντας χαριτωμένα και ξεπροβοδίζουν τους ναύτες χαρούμενα; … Δεν βλέπεις πώς τώρα όλα τα ορατά δημιουργήματα, όπου και αν γυρίσεις να δεις, είναι τερπνά, είναι ευώδιαστά, δροσερά, χαρούμενα καί ευχαριστούν τις πέντε αισθήσεις του σώματος; Και πώς φαίνονται σαν να συναναστήθηκαν με τον Χριστό και αυτά και ζωντάνεψαν που ήταν πρωτύτερα σαν νεκρωμένα και πεθαμένα από την παγωνιά και το ψύχος του χειμώνα;
Και για να πω με συντομία, να χαίρεσαι και συ αδελφέ με τη Θεοτόκο, καθώς χάρηκαν και οι θείες Μυροφόρες, η Μαγδαληνή Μαρία, η Σαλώμη και η Ιωάννα. Μπορείς, αν θέλεις, να γίνεις και συ στη ψυχή σαν αυτές, όπως σε προτρέπει ο Θεολόγος Γρηγόριος λέγοντας: «κι αν είσαι κάποια Μαρία, ή Σαλώμη, ή Ιωάννα, δάκρυσε τα χαράματα, δες πρώτη το λίθο κυλισμένο, ίσως και τους αγγέλους κι αυτόν τον Ιησού»· τα λόγια αυτά ερμηνεύοντας ο σχολιαστής Νικήτας λέει: «Μαρία Μαγδαληνή είναι κάθε ψυχή πρακτική, που καθαρίστηκε με το λόγο των ευαγγελικών εντολών, σαν από δαιμόνια, από την «προσπάθεια» (προσκόληση) της πρόσκαιρης αυτής ζωής. Σαλώμη, που ερμηνεύεται ειρήνη, είναι η ψυχή εκείνη που νίκησε τα πάθη και υπέταξε το σώμα στη ψυχή, απέκτησε με τη θεωρία τη γνώση των όντων των πνευματικών νοημάτων και γι αυτό κατέχει την τέλεια ειρήνη. Ιωάννα πάλι, ερμηνεύεται περιστερά, και είναι η ψυχή εκείνη η άκακη και γονιμότατη στις αρετές, που απέβαλε κάθε πάθος με την πραότητα και είναι θερμή στο να γεννά τα πνευματικά νοήματα με γνώση και διάκριση.
Αν γίνη τέτοια η ψυχή σου αγαπητέ, πήγαινε σαν τις Μυροφόρες με προθυμία και ταχύτητα – γιατί ο όρθρος αυτό φανερώνει – στον τάφο, δηλαδή στό βάθος της καρδιάς σου, που είναι κρυμμένος ο λόγος των επίγειων και των ουράνιων και ζήτησε με δάκρυα νοητά και αισθητά να μάθεις, αν αναστήθηκε ο λόγος της αρετης και της γνώσεως, που είναι μέσα σου. Αν ζητήσεις με τέτοιο τρόπο, πρώτα θα δεις να φεύγει από την καρδιά σου ο λίθος, δηλαδή η πώρωση της ασάφειας του λόγου, και αφού φύγει αυτή θα δεις τους αγγέλους, δηλαδή τις κινήσεις της συνειδήσεώς σου να σου κηρύττουν, ότι αναστήθηκε μέσα σου ο λόγος της αρετής και της γνώσεως, που είχε νεκρωθεί από την αμαρτία· επειδή στη ψυχή του φαυλοβίου ανθρώπου ο λόγος δεν ενεργεί, αλλά είναι σαν νεκρός. Έπειτα θα δεις κι αυτόν τον ίδιο το λόγο να σου εμφανίζεται στό νου γυμνός και χωρίς τύπους και σύμβολα και να γεμίζει τις νοερές δυνάμεις της ψυχής σου από χαρά πνευματική. Αφού λοιπόν πληροφορηθείς έτσι την Ανάσταση του λόγου με την πρακτική Μαρία, δηλαδή τη Μαγδαληνή, που είναι τύπος της πρακτικής ασκήσεως, να χαίρεσαι μαζί μέ την άλλη Μαρία, τή Μητέρα του Θεού, που είναι ο τύπος της θεωρητικής ζωής, η οποία αφού πήγε πρώτη και είδε μια φορά την Ανάσταση του Υιού της, πληροφορήθηκε και ησύχασε και δεν ξαναπήγε στον τάφο, σαν τις άλλες μυροφόρες, επειδή η θεωρία προηγείται και αντιλαμβάνεται απλά και άμεσα, ενώ η πράξη ακολουθεί και αποκτά τη γνώση με την πείρα.
Από το παράδειγμα του Ιωάννη, που είναι τύπος της θεωρίας, και του Πέτρου, που είναι τύπος της πράξεως, πίστεψε τα παραπάνω. Και οι δύο αυτοί έτρεχαν μαζί, όπως λέει το Ευαγγέλιο, αλλ’ όμως ο Ιωάννης έφθασε νωρίτερα από τον Πέτρο. Και ο μεν Ιωάννης βλέπει «τα οθόνια κείμενα μόνα» και πιστεύει, ο δε Πέτρος εισέρχεται στον τάφο και περιεργάζεται τα οθόνια και το σουδάριο και τα λοιπά και πιστεύει.
Η μεγαλύτερη όμως χαρά, που μπορείς να προξενήσεις στη Θεοτόκο, είναι να αποφασίσεις να νικάς τα πάθη σου κάθε στιγμή και να ζεις με αγνότητα για την αγάπην της Παρθένου. Για να γίνεις άξιος να σε υπερασπίζεται και να σ’ έχει γιά παιδί της φρόντιζε να υποτάσσεσαι και να δουλεύεις όσο μπορείς περισσότερο σ’ αυτήν και στον μονογενή της Υιό και παρακάλεσέ την να σε συμπεριλάβει ανάμεσα στους ευλαβικούς δούλους της και να σε αξιώσει να χαίρεσαι μ’ αυτήν αιώνια στον ουρανό, ψάλλοντας της εκείνο που είπε ο Δαβίδ: «μνησθήσομαι του ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά· δια τούτο λαοί εξομολογήσονταί σοι εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. 44,17), δηλαδή, θα θυμηθώ τ’ όνομά σου σ’ όλες τις γενεές· γι’ αυτό οι λαοί θα σε δοξολογήσουν στον αιώνα και στον αιώνα του αιώνος.
Πηγἠ:
www.diakonima.gr
Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015
ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ
«Θεοτόκε,
μητέρα του παντός, το καύχημα της
παρθενίας, το καύχημα της αρετής και τα
πάντα της αγαθότης, προστρέχομεν οι
αμαρτωλοί, οι αδύνατοι, εις εσπλαχνίαν
της αγαθότης σου, να λυπηθείς τους αθώους
εκείνους οπού φέρνουν την αμαρτωλή τους
προσευχή ειλικρινώς εις τον παντουργόν
και εις την βασιλείαν του, εκείνους οπού
’τρεξαν ξιπόλυτοι και γυμνοί, εκείνους
οπού αφήσαν χήρες και αρφανά, εκείνους
οπού ’χυσαν το αίμα τους, κατά τον όρκον
τους, ν’ αναστηθεί διά της δυνάμεως του
Παντοκράτορα η σκλαβωμένη τους πατρίδα
και να λαμπρυθεί ο Σταυρός της Ορθοδοξίας,
και δι’ αυτόν τον όρκον αυτείνοι πέθαναν
δι αυτείνη την πατρίδα και θρησκεία,
και θυσίασαν και το έχει τους, και πολλών
οι γυναίκες τους, τα παιδιά τους, οι
συγγενείς τους διακον
εύουν και
ταλαιπωρούνται ξυπόλυτοι, γυμνοί,
νηστικοί στα σοκάκια εκείνης της
ματοκυλισμένης πατρίδος οπού ζύμωσαν
οι γονέοι τους και οι συγγενείς τους με
το αίμα τους, και την γοδέρουν σήμερα
και την τρώνε και την προδίνουν οι
γουρνόλυκοι με τ’ ακονισμένα δόντια
και οι σύντροφοί τους αυτεινών οι
τοιούτοι. Θεοτόκο, μήτηρ του παντός,
αυτούς τους αθώους να λυπηθείς, αυτούς
τους γυμνούς και ταλαίπωρους… Προστρέχομεν
οι αμαρτωλοί, οι ανάξιοι δούλοι σου και
οι σκλάβοι σου εις το έλεός σου και εις
την εσπλαχνίαν σου...».
Πηγή:
ahdoni.blogspot.gr
Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015
ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ
Μέ τόν ὄρο Πλατυτέρα ἤ καί Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν ὀνομάζεται ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας πού ἁγιογραφεῖται στό ἐσωτερικό ἄνω μέρος τῆς κεντρικῆς κόγχης τοῦ Ἁγίου Βήματος (κοινῶς Ἱεροῦ) τῶν ναῶν. Ἡ Πλατυτέρα ἀποδίδεται συνήθως καθισμένη σέ θρόνο φέροντας στήν ἀγκάλη της τόν Ἰησοῦ Χριστόν παιδίον, ἔχοντας ὡς ὑποπόδιο νέφος. Πολλές ὅμως φορές ἀποδίδεται καί σέ ὄρθια στάση μέ τά χέρια ἁπλωμένα καί ἐλαφρά ἀνυψωμένα. Ἡ ὀνομασία προέρχεται ἀπό τόν στίχο τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου: «Χαῖρε σκέπη τοῦ κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης».
Τί ἐννοοῦμε λοιπόν μ' αὐτή τήν προσωνυμία τῆς Θεοτόκου; Δέν χωρεῖ καμμιά ἀμφιβολία ὅτι ἡ Παναγία ὀνομάστηκε «Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν» γιατί ἐχώρεσε στή γαστέρα της «τόν ἀχώρητον Θεόν». Οἱ οὐρανοί δέν τόν χωροῦσαν καί τόν ἐχώρεσε ἡ μήτρα τῆς Παρθένου! Γι' αὐτό ὁ ὑμνωδός διερωτᾶται θαυμαστικῶς: «Ὁ ἀχώρητος παντί πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί»;
Αὐτή ὅμως εἶναι μόνο ἡ μία πλευρά τοῦ νομίσματος. Ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη, πού ἔχει κι αὐτή τή σπουδαιότητά της. «Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν» λέγεται ἡ Παναγία, ὄχι μονάχα γιατί ἐχώρεσε τόν «ἀχώρητον Θεόν», ἀλλά γιατί χωρεῖ καί ἄλλους, πού γιά πολλούς λόγους δέν χωρεῖ ὁ οὐρανός! Στόν οὐρανό, δηλαδή στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, δέν χωροῦν ὅλοι. Θέση καί δικαίωμα ἐκεῖ ἔχουν μόνο οἱ ἅγιοι, οἱ ἐκλεκτοί. Οἱ ἁμαρτωλοί καί βέβηλοι δέν ἔχουν ἐκεῖ θέση. Ὅμως στῆς Παναγίας τήν καταφυγή καί προστασία τολμοῦν νά πλησιάσουν κι αὐτοί ζητώντας ἔλεος καί πρεσβεῖες καί μεσιτεία. Γνωρίζοντας οἱ ἁμαρτωλοί πώς εἶναι ἀπό τή γῆ ἡ Παναγία, τήν ἀναγνωρίζουν μάνα ὅλου του κόσμου: «Καί Σέ μεσίτριαν ἔχω πρός τόν φιλάνθρωπον Θεόν...», ψάλλουμε στήν Παράκληση. Ἡ Παναγία λοιπόν χωρεῖ περισσότερα ἀπό τόν οὐρανό καί ἐν σχέσει μέ μᾶς τούς ἀνθρώπους. Γι' αὐτό εἶναι καί ἀπό αὐτή τήν ἄποψη τῶν οὐρανῶν Πλατυτέρα!
Ἄς εὐχηθοῦμε νά μή στερηθεῖ κανείς πιστός καί κανείς ἄνθρωπος τή σωτήρια πρεσβεία Της πρός τόν Υἱό Της καί Λόγο καί Σωτήρα τοῦ κόσμου!
Πηγή:
www.in-ad.gr
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)