A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ: Εὐαγγέλιον - Ὁ Σταυρός Τοῦ Χριστοῦ (Τό χάλκινο φίδι - Πόσο μᾶς ἀγάπησε!)



Εἶπεν ὁ Κύριος· 13 καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ. 14 καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, 15 ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 16 οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 17 οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ.
Ο Σταυρός του Χριστού

Το χάλκινο φίδι

Η Κυριακή πριν από την εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού μας προετοιμάζει πνευματικά για να συναισθανθούμε το μέγα μυστήριο της σταυρικής θυσίας του Κυρίου μας. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα μας μεταφέρει σε μία ιερή συζήτηση μέσα στη νύχτα, όπου ο Κύριος απεκάλυψε στον κρυφό μαθητή του Νικόδημο το μέγα μυστήριο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Κανείς από τους ανθρώπους, είπε, δεν έχει ανεβεί στον ουρανό, παρά μόνο εγώ που κατέβηκα από τον ουρανό και έγινα άνθρωπος. Κι ενώ τώρα είμαι στη γη, εξακολουθώ να είμαι και στον ουρανό. Και όπως κάποτε ο Μωυσής κρέμασε ψηλά το χάλκινο φίδι για να σώζονται μ’ αυτό οι Ισραηλίτες από τα θανατηφόρα δαγκώματα των φιδιών της ερήμου, έτσι σύμφωνα με το μυστηριώδες σχέδιο του Θεού πρέπει να υψωθώ εγώ ψηλά πάνω στο σταυρό.

Ποια όμως είναι η βαθύτερη σχέση ανάμεσα στο γεγονός αυτό της Παλαιάς Διαθήκης με τη σταύρωση του Κυρίου μας; Εκεί στην έρημο συνέβαινε κάτι το συνταρακτικό. Είχαν παρουσιαστεί φίδια φαρμακερά και τρύπωναν στις σκηνές των Ισραηλιτών. Φίδια αμέτρητα δάγκωναν όσους έβρισκαν μπροστά τους. Κι αυτοί με πόνους δυνατούς και κραυγές απελπιστικές σε λίγη ώρα έπεφταν νεκροί! Οι Ισραηλίτες τρομοκρατημένοι άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι τιμωρούνται για τις πολλές τους αμαρτίες. Σκέφτηκαν ότι μόνον ο Θεός μπορούσε να τους σώσει. Έτρεξαν λοιπόν στον Μωυσή κι εκείνος με όλη του την ψυχή παρακαλούσε τον Θεό να τους σώσει. Και ο Θεός, σαν αγαθός πατέρας, επειδή είδε ότι μετανόησε ο λαός, άκουσε την προσευχή του Μωυσή και του λέει:
Φτιάξε ένα φίδι χάλκινο και κρέμασέ το σε ένα ξύλο. Και πες στους Ισραηλίτες: «Καθένας που θα τον δαγκώσει φίδι, να κοιτάζει το χάλκινο αυτό φίδι και θα σώζεται από το θάνατο». Και το θανατικό σταμάτησε, οι Ισραηλίτες σώθηκαν.

Γιατί όμως ο Κύριος συσχετίζει το γεγονός αυτό με τη δική του σταύρωση; Το χάλκινο φίδι το ύψωσε ο Μωυσής καρφωμένο σε ξύλο. Στο τίμιο ξύλο του σταυρού υψώθηκε κρεμασμένος κι ο Χριστός μας. Τ α φαρμακερά φίδια σκορπούσαν το θάνατο. Ο σατανάς, ο όφις ο αρχαίος, με τα φαρμακερά τσιμπήματά του νεκρώνει την ψυχή του ανθρώπου.

 Στην έρημο ο Μωυσής κρέμασε πάνω στο ξύλο ένα χάλκινο φίδι, που ήταν το ομοίωμα των φαρμακερών φιδιών. Στο σταυρό κρεμάστηκε ο ίδιος ο Κύριος, ο Οποίος θεωρήθηκε το ομοίωμα της αμαρτίας, καθώς σήκωσε επάνω του όλες τις αμαρτίες του κόσμου. Στην έρημο οι Ιουδαίοι ατενίζοντας το χάλκινο φίδι διέφυγαν τον πρόσκαιρο θάνατο, εμείς οι πιστοί ατενίζοντας τον Σταυρό του Χριστού λυτρωνόμαστε από τη σκλαβιά της αμαρτίας, από τον αιώνιο θάνατο, μπορούμε να εισέλθουμε όχι στη γη της επαγγελίας, αλλά στη Βασιλεία του Θεού.

Πόσο μας αγάπησε!

Ο Κύριος στη συνέχεια εξηγεί στον Νικόδημο το νόημα της δικής του υψώσεως πάνω στο ξύλο του Σταυρού: Ο υιός του ανθρώπου, λέει, θα υψωθεί πάνω στο Σταυρό, για να μη χαθεί κανένας από όσους θα πιστεύουν σ’ Αυτόν στον αιώνιο θάνατο, αλλά να έχει ζωή αιώνια. Διότι τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε σε θάνατο τον μονάκριβο Υιό του, για να μη χαθεί στον αιώνιο θάνατο κανένας πιστός, άλλα να έχει ζωή αιώνια. Διότι δεν απέστειλε ο Θεός τον Υιό του στο αμαρτωλό γένος των ανθρώπων για να κατακρίνει και να καταδικάσει το γένος αυτό, αλλά για να σωθεί ολόκληρος ο κόσμος.

Με τα υπέροχα αυτά λόγια του ο Κύριος απεκάλυψε στον Νικόδημο την άπειρη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Πόσο πολύ μας αγάπησε ο Θεός; Το πόσο πολύ μας αγάπησε φαίνεται όχι μόνον από το ότι ήθελε να μας σώσει, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο μας έσωσε και από τη σωτηρία την οποία μας χάρισε. Διότι δεν έστειλε κάποιον άνθρωπο ή άγγελο να μας σώσει, αλλά τον μονογενή του Υιό, τον συνάναρχο και σύνθρονο, τον άπειρο και πανυπερτέλειο Υιό του. Κι Αυτόν Τον παρέδωσε σε θάνατο.
Και για ποιους Τον παρέδωσε σε θάνατο; Ποιους αγάπησε; Μήπως πλάσματα που Τον λάτρευαν και Τον αγαπούσαν; Εμάς τους αποστάτες ανθρώπους, που είχαμε γίνει εχθροί του και καταντήσαμε «κτηνώδεις και δαιμονιώδεις». Ο άπειρος Θεός αγάπησε έναν τέτοιον ανάξιο κόσμο. Αγάπησε τον διεφθαρμένο άνθρωπο, ενώ αυτός δεν είχε να παρουσιάσει τίποτε άξιο της αγάπης του. Και έγινε άνθρωπος ο ίδιος ο Υιός του Θεού για να μας σώσει από την καταδυνάστευση του διαβόλου. Και υψώθηκε επάνω στο Σταυρό, για να μη χαθούμε στο αιώνιο σκοτάδι, αλλά να ζούμε μαζί του αιωνίως τη δική του πανευτυχή ζωή. Και μας δέχθηκε ως παιδιά του, ως μέλη της Εκκλησίας του, και μας τροφοδοτεί με τα άγια Μυστήρια, μας προσφέρει άφεση αμαρτιών, αγιασμό και σωτηρία ψυχής.

Εμείς κατανοούμε άραγε το ύψους αυτό της αγάπης του; Αντιλαμβανόμαστε την άπειρη αυτή και ύψιστη ευεργεσία του; Γι’ αυτό ας παρακαλούμε Αυτόν που τόσο πολύ μας αγάπησε, να μας φωτίζει να κατανοούμε όσο μπορούμε το ύψος της αγάπης του. Και να ζούμε πλέον μόνο για τον Θεό και με τον Θεό.


Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐαγγέλιον - Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάνου τοῦ Χρυσοστόμου





Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Νομικός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦς, πειράζων αὐτὸν, καὶ λέγων· Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται. Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων, ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς, λέγων· Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; Λέγουσιν αὐτῷ· Τοῦ Δαυΐδ. Λέγει αὐτοῖς· Πῶς οὖν Δαυΐδ, ἐν πνεύματι, Κύριον αὐτὸν καλεῖ: λέγων· Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. Εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; Καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον· οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι.

Ἀπόδοση

Εκείνο τον καιρό, κάποιος νομοδιδάσκαλος πλησίασε τον Ιησού και, για να τον φέρει σε δύσκολη θέση, του είπε: «Διδάσκαλε, ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή στο νόμο;» Αυτός του απάντησε: «Ν’ αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδία σου, μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλο το νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και η πιο μεγάλη εντολή. Δεύτερη, εξίσου σπουδαία μ’ αυτήν: ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ’ αυτές τις δύο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες». Εκεί που ήταν συγκεντρωμένοι οι Φαρισαίοι, τους ρώτησε ο Ιησούς: «Τι νομίζετε για το Μεσσία; Ποιανού απόγονος είναι;» «Του Δαβίδ», του απαντούν. Τους λέει: «Πως τότε ο Δαβίδ, οδηγημένος από το Πνεύμα, τον ονομάζει «Κύριο»; Λέει: Ο Κύριος είπε στον Κύριό μου: κάθισε στα δεξιά μου ώσπου να υποτάξω τους εχθρούς σου κάτω από τα πόδια σου. Αν, λοιπόν, ο Δαβίδ τον ονομάζει «Κύριο», πως είναι απόγονός του;» Κανένας δεν μπορούσε να του απαντήσει, ούτε τολμούσε πια κανείς από κείνη τη μέρα να του θέσει ερωτήματα.

Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Εὐαγγελιστὴν Ματθαῖον,
ὁμιλία ΟΑ΄ 
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

α΄. Πάλι θέτει ὁ εὐαγγελιστὴς τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ σωπάσουν κι ἀπ’ αὐτὸ δείχνει καὶ τὴ θρασύτητα ἐκείνων. Μὲ ποιὸ τρόπο; Ὅτι μόλο ποὺ ἀποστομώθηκαν ἐκεῖνοι, κάνουν ξανὰ ἐπίθεση αὐτοί. Γιατὶ ἐνῶ ἔπρεπε καὶ ἀπ’ αὐτὸ νὰ μείνουν ἥσυχοι, αὐτοὶ συναγωνίζονται τοὺς προηγούμενους καὶ χρησιμοποιοῦν τὸ νομικό, ὄχι γιὰ νὰ μάθουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσαν καὶ ρωτοῦν ποιά εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή. Ἐπειδὴ πρώτη ἦταν ἡ ἐντολὴ θ’ ἀγαπήσης τὸν Κύριο τὸ Θεό σου. Περιμένουν ὅτι θὰ τοὺς δώση ἀφορμὴ ἐπειδὴ θὰ τὴν τροποποιοῦσε, ἀφοῦ παρουσιαζόταν κι ὁ ἴδιος ὡς Θεός. Γι’ αὐτὸ τοῦ θέτουν τὴν ἐρώτηση. Κι ὁ Χριστός; Ἀποκαλύπτοντας γιὰ ποιοὺς λόγους τὸ εἶχαν ἀποφασίσει αὐτό, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε μέσα τους καθόλου ἀγάπη, ἐπειδὴ τοὺς ἔκαιγε ὁ φθόνος κι εἶχαν αἰχμαλωτισθῆ ἀπὸ τὴ ζήλεια, τοὺς λέει. Θὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο καὶ Θεό σου, αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἡ μεγάλη ἐντολή. Δεύτερη ὅμοια μ’ αὐτὴ, θ’ ἀγαπήσης τὸν πλησίον σου, καθὼς τὸν ἑαυτό σου. Γιατὶ ὅμοια μ’ αὐτή; Γιατὶ ἡ μιὰ προετοιμάζει τὸ δρόμο τῆς ἄλλης κι ἀπ’ αὐτή ὁλοκληρώνεται. Γιατὶ καθένας ποὺ πράττει φαυλότητες μισεῖ τὸ φῶς καὶ δὲν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς. Ἀλλοῦ λέει «Εἶπε μέσα του ὁ ἀνόητος δὲν ὑπάρχει Θεός». Καὶ τὶ προέκυψε ἀπ’ αὐτό; «Ἔζησαν διεφθαρμένη ζωὴ καὶ βδελυρή». Καὶ πάλι ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία, ποὺ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία της μερικοὶ ἔχασαν τὸ δρόμο τῆς πίστης. Καὶ ὅποιος μὲ ἀγαπᾶ θὰ τηρήση τὶς ἐντολές μου. Ἐντολές του καὶ ἀπόσταγμά τους εἶναι τοῦτο·  θὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο τὸ Θεό σου καὶ τὸν πλησίον σου καθὼς τὸν ἑαυτό σου. Ἄν λοιπὸν τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον σου (γι’ αὐτὸ λέει, ἄν μ’ ἀγαπᾶς, Πέτρε, γίνε βοσκὸς τῶν προβάτων μου) καὶ τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον σου προκαλεῖ τήρηση τῶν ἐντολῶν, εὔλογα συμπεραίνει σ’ αὐτές περιέχονται τὸ σύνολο τοῦ νόμου· κι οἱ προφῆτες. Ἀκριβῶς γι’  αὐτό, ποὺ ἔκαμε πρῶτα, κάμει καὶ τοῦτο ἐδῶ. Ἐκεῖ ὅταν τὸν ρώτησαν γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἀναστάσεως μίλησε καὶ γιὰ τὴν ἀνάσταση  τὴν ἴδια, δίνοντάς τους περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι τοῦ εἶχαν ζητήσει. Κι ἐδῶ ἐνῶ εἶχε ἐρωτηθῆ προσθέτει καὶ τὴ δεύτερη ποὺ δὲν ἦταν πολὺ κατώτερη ἀπὸ τὴν πρώτη, ἦταν δεύτερη, ἀλλὰ ὅμοια μὲ τὴν πρώτη. Ἔτσι τοὺς ἔκαμε ἕνα ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν αἰτία τῆς ἐρωτήσεως, τὸ μῖσος τους. Γιατὶ ἡ ἀγάπη δὲν ζηλεύει. Ἀπ’ αὐτὸ δείχνει ὅτι αὐτὸς πείθεται στοὺς νόμους καὶ τοὺς προφῆτες. Ἀλλὰ γιατὶ ὁ Ματθαῖος λεέι ὅτι ρώτησε πειραχτικά, ἐνῶ ὁ Μᾶρκος τὸ ἀντίθετο; Γιατὶ εἶδε ὁ Χριστὸς ὅτι ἀπάντησε σωστὰ καὶ τοῦ εἶπε· δὲν εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἀντίθετοι μεταξύ τους, συμφωνοῦν ὁλότελα. Στὴν ἀρχὴ ρώτησε πειρακτικὰ ἐπειδὴ ὅμως ὠφελήθηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, δέχθηκε ἔπαινο. Δὲν τὸν ἐπαίνεσε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀλλὰ ὅταν εἶπε ὅτι τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον ἀξίζει περισσότερον ἀπὸ τὰ ὁλοκαυτώματα, τότε τοῦ λέει, δὲν εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Γιατὶ περιφρόνησε τὰ μικρὰ καὶ συνέλαβε τὴν ἀρχὴ τῆς ἀρετῆς. Γιατὶ ὅλα αὐτὰ γίνονται γιὰ τοῦτο καὶ τὸ Σάββατο καὶ τὰ ἄλλα. Κι ἔτσι ὅμως δὲν ὁλοκλήρωσε ἀκόμα τὴν σύνθεση ἑνὸς ἐπαίνου ἀλλὰ τὴν ἔκαμε ἐλλειπῆ. Τὸ ὅτι εἶπε δὲν εἶσαι μακρυά, δὲν δείχνει ν’ ἀπέχη ἀκόμα, γιὰ νὰ ζητήση ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔλειπε. Κι ἄν τὸν ἐπαίνεσε, ἐπειδὴ εἶπε, ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ κανένας ἄλλος ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸν, μὴν ἀπορήσης. Ἀλλὰ κι ἀπ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο σκέψου ὅτι ἀποκρίνεται σύμφωνα μὲ τὸ ἐπίπεδο αὐτῶν ποὺ πλησίαζαν. Γιατὶ κι ἄν λένε γιὰ τὸ Χριστὸ μύρια ἀνάξια τῆς δόξας του, αὐτὸ βέβαια δὲ θὰ τολμήσουν, ὅτι δὲν εἶναι καθόλου Θεός. Γιατὶ λοιπὸν ἐπαινεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεός; Ὄχι γιατὶ δὲν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του Θεό. Μακριὰ τέτοια σκέψη. Ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἦταν καιρὸς νὰ φανερώση τὴν θεότητά του, τὸν ἀφήνει νὰ μείνη στὴν παλαιὰ του γνώμη, καὶ τὸν ἐπαινεῖ γιὰ τὴν καλὴ γνώση του τῶν παλιῶν, ὤστε νὰ τὸν κάμη κατάλληλο καὶ γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἰσάγοντάς τον ὅταν ἔρχόταν ἡ ὥρα. Ἐξ ἄλλου καὶ ἡ φράση ἕνας ὁ Θεὸς καὶ κανένας ἄλλος ἐκτὸς ἀπ’ αὐτόν, δὲ λέγεται γιὰ νὰ παραμερισθῆ ὁ Γιός, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνη ἀντιδιαστολή, μὲ τὰ εἴδωλα. Ὥστε ἐπαινῶντας αὐτὸν ποὺ μίλησε ἔτσι, ἐπαινεῖ αὐτὴ τὴ γνώμη. Μετὰ τὴν ἀπάντησή του ξαναρωτᾶ. Τί νομίζετε γιὰ τὸ Χριστό; Τίνος Γιὸς εἶναι; τοῦ Δαυΐδ, τοῦ λένε. Προσέξετε ὕστερ’ ἀπὸ πόσα θαύματα, πόσα σημεῖα, πόσες ἐρωτήσεις, ἔπειτ’ ἀπὸ πόσα δείγματα ὁμόνοιας μὲ τὸν Πατέρα καὶ μὲ τὸ λόγο καὶ μὲ τὰ ἔργα, ἀφοῦ ἐπαίνεσε αὐτὸν ποὺ εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, τότε μονάχα ρωτᾶ. Γιὰ νὰ μὴν μποροῦν νὰ λένε ὅτι ἔκαμε θαύματα, ἀλλὰ ἦταν ἐχθρὸς τοῦ νόμου καὶ τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ θέτει τὴν ἐρώτηση ὕστερ’ ἀπὸ τόσα ἄλλα, θέλοντας νὰ τοὺς κάμη νὰ ὁμολογήσουν κι αὐτὸν χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν. Καὶ πρῶτα ρώτησε τοὺς μαθητάς, τί λένε οἱ ἄλλοι. Κι ἔπειτα τοὺς ἄλλους ἀλλοιώτικα·  γιατὶ βέβαια καὶ πλάνο μποροῦσαν νὰ τὸν ποῦν καὶ πονηρό, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τίποτα νὰ φοβηθοῦν. Γι’ αὐτὸ ἐξετάζει καὶ τὴ δική τους  γνώμη.


β΄. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἄρχισε νὰ βαδίζη πρὸς τὸ πάθος, θέτει τὴν προφητεία ποὺ ρητὰ τὸν ἀνακηρύττει Κύριο. Οὔτε τυχαία, οὔτε ἀπὸ πρῶτα ἀλλὰ ἀπὸ κάποια εὔλογη αἰτία. Ἐρώτησε πρῶτος καὶ δὲν ἀπάντησαν τὴν ἀλήθεια γι’ αὐτόν- εἶπαν ὅτι εἶναι ἁπλὸς ἄνθρωπος. Ἀνατρέποντας λοιπὸν τὴν ἐσφαλμένη γνώμη τους φέρνει τὸ Δαυΐδ ποὺ ἀνακηρύττει τὴ θεότητά του. Ἐκεῖνοι ἐνόμιζαν πὼς ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ γι’ αὐτὸ ἔλεγαν ὅτι εἶναι γιὸς τοῦ Δαυΐδ. Αὐτὸς ὅμως γιὰ νὰ τοὺς διορθώση, φέρνει τὸν προφήτη ποὺ μαρτυρεῖ, ὅτι ἦταν Κύριος καὶ γνήσιος Υἱὸς, καὶ ὁμότιμος μὲ τὸν Πατέρα. Δὲν σταματᾶ σ’ αὐτὸ ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς φοβίσει προσθέτει καὶ τοῦτο. Ὥσπου νὰ κάμω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν σου· γιὰ νὰ τοὺς προσελκύση ἀκόμα καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτόν. Καὶ νὰ μὴν ἰσχυρίζωνται ὅτι ἀπὸ ἀνθρώπινη κολακεία τὸν ἔλεγε ἔτσι κι ὅτι ἡ γνώμη αὐτὴ ἦταν γνώμη ἀνθρώπου, προσέξετε τὴν ἐρώτησή του· πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο; Προσέξετε μὲ πόση μετριοπάθεια παρουσιάζει τὴ γνώμη καὶ τὴν ἰδέα ποὺ τὸν ἀφορᾶ. Πρῶτα τοὺς εἶπε· τί νομίζετε; Τίνος Γιὸς εἶναι; Ὥστε μὲ τὴν ἐρώτηση νὰ τοὺς ὁδηγήση στὴν ἀπάντηση Κι ὅταν ἀπάντησαν· τοῦ Δαυΐδ, δὲν τοὺς εἶπε· κι ὅμως αὐτὰ ὁ Δαυΐδ τὰ λέει, ἀλλὰ συνεχίζει μὲ τὴ μορφὴ ἐρωτήσεως πάλι· πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριό του; Γιὰ νὰ μὴν τοὺς φέρη μπροστὰ σὲ δυσκολία. Γι’ αὐτὸ κιόλας δὲν τοὺς ρώτησε, τί γνώμη  γιὰ μένα, ἀλλὰ γιὰ τὸ Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀπόστολοι μὲ μετριοπάθεια μιλοῦσαν κι ἔλεγαν, ἐνῶ ἦταν δυνατὸ νὰ ποῦν μὲ θάρρος γιὰ τὸν Πατριάρχη ὅτι πέθανε καὶ ἐτάφη. Γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖνος ὅμοια μ’ αὐτοὺς παρουσιάζει τὸ πρᾶγμα μὲ μορφὴ ἐρωτήσεως καὶ ἁπλῆς σκέψης καὶ τοὺς λέει· Πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο καὶ λέει· Εἶπε ὁ Κύριος στὸν Κύριό μου· κάθησε στὰ δεξιά μου ὥσπου νὰ κάμω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν σου; Καὶ συμπληρώνει· Ἄν ὁ Δαυΐδ τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο, πῶς εἶναι γιός του; Μ’ αὐτὸ βέβαια δὲν ἀναιρεῖ τὸ ὅτι εἶναι γιός του, πρὸς Θεοῦ.  Δὲ θὰ ἐπιτιμοῦσε τότε τὸν Πέτρο γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς -ἀλλὰ διορθώνει τὴν ἀντίληψή τους. Ὥστε ὅταν λέγη· Πῶς εἶναι γιός του, ἐννοεῖ, δὲν εἶναι γιός του ὅπως σεῖς νομίζετε. Ἐκεῖνον ἔλεγαν ὅτι ἦταν μονάχα γιὸς ἐκείνου καὶ ὄχι συνάμα καὶ Κύριος. Καὶ τὸ ἔλεγαν μετὰ τὴ μαρτυρία,  μὲ τρόπο μετριοπαθῆ. Ἄν λοιπὸν ὁ Δαυΐδ τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο, πῶς εἶναι γιός του; Κι αὐτὰ ὅμως τὰ ἄκουσαν, δὲν εἶπαν τίποτα. Γιατὶ δὲν ἤθελαν νὰ μάθουν κάτι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε. Γι’ αὐτὸ ἀναγκάζεται νὰ συμπληρώση ὁ ἴδιος λέγοντας ὅτι εἶναι Κύριός του. Κι αὐτὸ πάλι δὲν τὸ λέγει μὲ τρόπο ἀπόλυτο ἀλλὰ προβάλλοντας τὸν προφήτη, ἐπειδὴ πολὺ δυσπιστοῦσαν γι’ αὐτὸν καὶ εἶχε συκοφαντηθῆ μεταξύ τους. Αὐτὸ πρέπει νὰ σκεπτώμαστε καὶ νὰ μὴ σκανδαλιζώμαστε, ἄν λέγεται κάτι ἀπὸ τὸν ἴδιο περιωρισμένο καὶ μετριπαθές. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία, ἄν καὶ ὄχι μοναδική, ὅτι μιλάει σ’ ἐκείνους μὲ συγκατάβαση. Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα διδάσκει μὲ μορφὴ ἐρωτήσεως καὶ ἀπαντήσεως. Καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο κάμει ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν ἀξία του. Δὲν  ἦταν ἴσο νὰ ὠνομασθῆ Κύριος τῶν Ἰουδαίων καὶ Κύριος τοῦ Δαυΐδ. Ἐμεῖς ἄς προσέξωμε καὶ τὴν ἐκλογῆ τῆς εὐκαιρίας. Ὅταν εἶπε, ἕνας Κύριος ὑπάρχει τότε εἶπε καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶναι Κύριος, χρησιμοποιῶντας τὴν ἀποδεικτικὴ δύναμη τῆ προφητείας, ὄχι μόνο τῶν ἔργων. Καὶ παρουσιάζει τὸν Πατέρα καὶ τὸν ὑπερασπίζει· λέγει, ὥσπου νὰ κάμω τους ἐχθρούς σου ὑποπόδιο τῶν ποδῶν σου. Δείχνει συνάμα τὸ μεγάλο σύνδεσμο μαζί του, ἐκείνου ποὺ τὸν γέννησε καὶ τὴν τιμήν. Αὐτὸ τὸ τέλος θέτει στὶς ὁμιλίες του, ὑψηλὸ καὶ μεγάλο ἱκανὸ νὰ ράψη τὰ στόματά τους. Ὕστερ’ ἀπ’ αὐτὸ ἐσώπασαν, ὄχι μὲ τὴ θέλησή τους, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τίποτα νὰ ποῦν. Τόσο καίριο τραῦμα δέχτηκαν ὥστε νὰ μὴν τολμήσουν πιὰ νὰ ξαναεπιχειρήσουν τό ἴδιο. Κανένας, σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής, δὲν τόλμησε νὰ τὸν ρωτήση ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Καὶ τοῦτο δὲν ὠφελοῦσε λίγο τὰ πλήθη. Γι’ αὐτὸ καὶ σ’ αὐτὰ στρέφει τὸ λόγο ἀφοῦ ἀπομάκρυνε τοὺς λύκους κι ἀπέκρουσε τὶς ἐπιβουλές τους.
Αὐτοὶ τίποτα δὲν μποροῦσαν νὰ κερδίσουν κυριευμένοι ἀπὸ τὴν κενοδοξία, τὸ φοβερὸ αὐτὸ πάθος. Εἶναι φοβερὸ πάθος καὶ πολυκέφαλο. Ἄλλοι ἐξαίτιας της ἐπιθυμοῦν τὴν ἐξουσία, ἄλλοι τὰ χρήματα, ἄλλοι τὴ δύναμη. Καὶ σιγὰ σιγὰ καθὼς βαδίζει τὸ δρόμο της φτάνει καὶ στὴν ἐλεημοσύνη καὶ στὴ νηστεία καὶ στὶς προσευχὲς καὶ στὴ διδασκαλία. Πολλὲς εἶναι οἱ κεφαλὲς αὐτοῦ τοῦ θηρίου. Καὶ νὰ κενοδοξῆς γιὰ τὰ πρῶτα δὲν εἶναι παράδοξο· ἐκεῖνο ποῦ εἶναι παράξενο καὶ ἀξιοδάκρυτο εἶναι νὰ κενοδοξῆς γιὰ τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν κατηγοροῦμε πάλι μονάχα ἐλᾶτε νὰ πουμε καὶ τὸν τρόπο, ποὺ θὰ ξεφύγωμε ἀπ’ αὐτὴν. Ποιοὺς ν’ ἀντιμετωπίσωμε πρώτους; Ἐκείνους ποὺ κενοδοξοῦν γιὰ τὰ χρήματά τους, ἤ γιὰ τὰ ροῦχα τους, ἤ γιὰ τὰ ἀξιώματά τους, ἤ γιὰ τὴ διδακτικὴ τους δύναμη, ἤ γιὰ τὴν τέχνη τους ἤ γιὰ τὸ σῶμα τους, ἤ διὰ τὰν ὀμορφιά τους, ἤ γιὰ τὰ στολιδια τους, ἤ γιὰ τὴ σκληρότητά τους, ἤ γιὰ τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη τους, γιὰ τὴν πονηρία τους, ἤ γιὰ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους; Γιατὶ ὅπως πολλὲς παγίδες ἔχει τὸ πάθος αὐτὸ καὶ προχωρεῖ ἀκόμα καὶ πέρα ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ὁ τάδε πέθανε λένε· γιὰ νὰ τὸν θαυμάσουν ἄφησε ἐντολὴ νὰ γίνουν τὰ καὶ τά. Γι’ αὐτὸ τὸ ἴδιο ὁ ἕνας εἶναι φτωχὸς καὶ πλούσιος ὁ ἄλλος. Γιατὶ τὸ δύσκολο εἶναι ὅτι γεννιέται καὶ ἀπὸ τὰ ἀντίθετα.

γ΄. Ἐναντίον ποιῶν λοιπὸν θὰ σταθοῦμε πρῶτα καὶ ποιοὺς θἀ ἀντιμετωπίσωμε; Γιατὶ δὲ φτάνει ὁ ἴδιος λόγος γιὰ ὅλους. Θέλετε νὰ ἀπαντήσωμε πρῶτα σ’ ἐκείνους ποὺ κενοδοξοῦν γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη τους; Εἶναι καὶ δική μου γνώμη. Πολὺ ἀγαπῶ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ πονῶ νὰ τὴ βλέπω νὰ κακοποιῆται. Σὰν βασιλικὴ κόρη τὴ βλέπω, ποὺ τὴν ἐπιβουλεύεται ἡ ξεμυαλίστρα παραμάνα της, ἡ κενοδοξία. Τὴν μεγαλώνει βέβαια ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ντροπιάση καὶ νὰ τὴ βλάψη, τὴν παρασύρει,  τὴ συμβουλεύει νὰ περιφρονῆ τὸν πατέρα της, καὶ νὰ φτιασιδώνεται γιὰ νὰ γίνη ἀρεστὴ σὲ ἀκαθάρτους καὶ γελοίους πολλὲς φορὲς ἄνδρες. Καὶ τὴ στολίζει μὲ στολίδια ποὺ θέλουν οἱ ἔξω, αἰσχρὰ κι ἀνάξια, κι ὄχι ὅπως θέλει ὀ πατέρας. Ἄς ἀπευθυνοῦμε λοιπὸν πρὸς αὐτοὺς κι ἄς ὑποθέσωμε μιὰ ἐλεημοσύνη ποὺ γίνεται πλούσια, ποὺ γίνεται γιὰ ἐπίδειξη στοὺς πολλούς. Αὐτὴν πρῶτα τὴ βγάζει ἀπὸ τὸν πατρικὸ θάλαμο κι ἐνῶ ὁ πατέρας συμβουλεύει νὰ μὴ γίνεται φανερὴ μήτε στὸ ἀριστερὸ χέρι, αὐτὴ τὴν δείχνει στοὺς δούλους καὶ στοὺς τυχόντες καὶ σ’ ἀνθρώπους ποὺ δὲν τὴν γνωρίζουν. Βλέπετε τὴν πόρνη καὶ μαστροπὸ πῶς τὴν κάμη νὰ ἐπιθυμῆ ἀνθρώπους ποὺ δὲν πρέπει καὶ νὰ συμμορφώνεται στὶς ἐπιθυμίες τους; Θέλετε νὰ δῆτε ὅτι δὲν κάμει μόνο πόρνη ἀλλὰ καὶ μανιακὴ μιὰ τέτοια ψυχή; Προσέξετε τὴ σκέψη της. Ὅταν ἀφήση τὸν οὐρανὸ καὶ τρέχει πίσω ἀπὸ δραπέτες καὶ δούλους, κυνηγῶντας στὶς γειτονιὲς καὶ τὰ στενὰ αὐτοὺς ποὺ τὴ μισοῦν, τοὺς αἰσχροὺς καὶ δύσμορφους ποὺ δὲν θέλουν οὔτε νὰ τὴν ἀντικρύσουν, ἀλλὰ τὴ μισοῦν, ἐπειδὴ φλογίζεται ἀπὸ τὸν ἔρωτά τους τί πιὸ μανιακὸ ὑπάρχει; Κανένα δὲν μισοῦν τόσο οἱ πολλοί, ὅσο ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη νὰ δοξάζωνται ἀπ’ αὐτούς. Πλῆθος κατηγορίες ἐξυφαίνουν γιὰ λόγου τους, κι εἶναι τὸ ἴδιο, μὲ τὸ νὰ κατεβάσης ἀπὸ τὸ θρόνο ἁγνὴ κόρη τοῦ βασιλιᾶ, καὶ νὰ τὴν προστάξης νὰ ἐκδίδη ἡ ἴδια τὸν ἑαυτό της σὲ μονομάχους κι ἀνθρώπους ποὺ τὴ περιφορνοῦν. Αὐτοὶ ὅσο τοὺς ἀναζητεῖς τόσο σὲ ἀποστρέφονται. Ὁ Θεὸς ὅμως ἄν ζητᾶς τὴ δική του δόξα, τόσο πιὸ πολὺ σὲ παίρνει κοντά του καὶ σὲ ἐπαινεῖ καὶ σοῦ δίνει ἄφθονη ἀμοιβή. Θέλετε νὰ διαπιστώσετε κι ἀπὸ ἄλλη ἄποψη τὴ ζημία ποὺ προκαλεῖ; Ἀναλογισθῆτε τὴ λύπη ποὺ δοκιμάζετε καὶ τὴν ἀδιάκοπη στενοχώρια, ὅταν ἀντηχῆ στ’ αὐτιὰ σας ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει ὅτι ἔχασες ὅλο τὸ μισθό σου. Σ’ ὅλες τὶς περιπτώσεις εἶναι κακὸ ἡ κενοδοξία, περισσότερο ὅμως στὴ φιλανθρωπία. Γιατὶ καταλήγει στὴν ἄκρα σκληρότητα, ποὺ ἐκπομπεύει τὶς συμφορὲς τοῦ ἄλλου καὶ σχεδὸν κατηγορεῖ τοὺς φτωχούς. Γιατὶ ἄν εἶναι κατηγορία νὰ μιλᾶς γιὰ τὶς εὐεργεσίες σου, τὸ νὰ τὶς ἀποδίδης σὲ πολλοὺς ἄλλους, τί νομίζεις πῶς εἶναι; Πῶς θ’ ἀποφύγωμε τὸ κακό; Ἄν μάθωμε νὰ ἐλεοῦμε, ἄν διευκρινήσωμε τίνων δόξα ἐπιδιώκομε. Πέστε μου, πιός ἔφτιαξε τὴν ἐλεημοσύνη; Ὁ Θεὸς ποὺ τὴν ἔδειξε στοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸς ποὺ καλύτερα  ἀπ’ ὅλους τὴ γνωρίζει καὶ τὴν ἀσκεῖ στὴν αἰωνιότητα. Σὲ ποιὸν λοιπὸν ἀπευθύνεσαι ὅταν μαθαίνης παλαιστὴς καὶ σὲ ποιούς παρουσιάζεις τὶς ἐπιδόσεις σου στὴν παλαίστρα; Σὲ κείνους ποὺ πουλοῦν λάχανα καὶ ψάρια ἤ στὸν προπονητή; Βέβαια αὐτοὶ εἶναι πολλοὶ κι ἐκεῖνος ἕνας. Τί κι ἄν κοροϊδεύουν οἱ ἄλλοι, ὅταν αὐτὸς θαυμάζη; Δὲ θὰ περιγελάσης κι ἐσὺ μαζί μ’ αὐτὸν ἐκείνους; Κι ἄν μαθαίνης πυγμαχία δὲ θὰ προσέξης αὐτὸν ποὺ τὴ διδάσκει; Κι ἄν ἀσχολῆσαι μὲ τοὺς λόγους, δὲ θὰ ζητήσης τὸν ἔπαινο τοῦ ρήτορα καὶ δὲ θὰ περιφρονήσεις τοὺς ἄλλους; Πῶς λοιπὸν δὲν ἀποτελεῖ ἀντίφαση, στὶς ἄλλες τέχνες μονάχα, ν’ ἀποβλέπωμε στὶ διδάσκαλό τους κι ἐδῶ νὰ κάνωμε τὸ  ἀντίθετο;  Μόλο ποὺ δὲν εἶναι ἴση ἡ ζημία. Ἐκεῖ, ἄν παλεύης σύμφωνα μὲ τὴ γνώμη τῶν πολλῶν καὶ ὄχι τοῦ δασκάλου ἡ ζημία περιορίζεται στὸ πάλαιμα, ἐδῶ ὅμως ἡ ζημία ἀναφέρεται στὴν αἰώνιο ζωή. Ἄν ἔχης γίνει ὅμοιος μὲ τὸ Θεὸ κατὰ τὴν ἐλεημοσύνη, γίνου ὅμοιος καὶ στὸ νὰ μὴν ἐπιδεικνύεσαι. Ὅταν ἐθεράπευε, ἔλεγε νὰ μὴν τὸν ἀναφέρουν σὲ κανένα. Θέλεις μήπως νὰ ὀνομαστῆς ἐλεήμων ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους; Ποιὸ τὸ κέρδος; Δὲν ὑπάρχει κέρδος ἀλλὰ ζημία ἀπέραντη. Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ποὺ καλεῖς σὰν μάρτυρες, γίνονται ληστὲς τῶν θησαυρῶν τῶν οὐρανῶν. Κι ὄχι αὐτοὶ ἀλλὰ ἐμεῖς, ποὺ λαφυραγωγοῦμε τὸ δικό μας θησαυρὸ καὶ διασκορπίζομε τὸν οὐράνιο μισθό μας. Καινούργια συμφορὰ καὶ παράδοξο πάθημα. Ὅπου δὲν ἀφανίζει τὸ σαράκι καὶ δὲν ἁρπάζει ὁ κλέφτης, σκορπίζει ἡ κενοδοξία. Αὐτὸ εἶναι τὸ σαράκι τῶν θησαυρῶν τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτὴ κρυφὰ ἀφαιρεῖ τὸν ἀσύλητο πλοῦτο. Αὐτὴ ὅλα τ’ ἀφανίζει καὶ τὰ καταστρέφει. Ἐπειδὴ βλέπει ὁ διάβολος ὅτι κι ἀπὸ ληστὲς κι ἀπὸ σκουλήκι κι ἀπὸ ἄλλες ἐπιβουλὲς εἶναι ἄπαρτο αὐτὸ τὸ ὀχυρὸ ἀφαιρεῖ κρυφὰ τὸν πλοῦτο μὲ τὴν κενοδοξία.

δ΄. Ἀλλὰ ποθεῖς τὴ δόξα; Δὲν σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ δόξα τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, ποὺ δέχεται τὴν ἐλεημοσύνη ἀλλὰ ἐπιθυμεῖς καὶ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων; Πρόσεξε μὴν πάθης τὸ ἀντίθετο. Μὴ σὲ κατηγορήση κανένας ὅτι δὲν ἐλεεῖς ἀλλὰ κάμεις θέατρο καὶ ζητᾶς τιμές, ὅτι θεατρίζεις τὶς ξένες συμφορές. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι μυστήριο. Κλεῖσε λοιπὸν τὴν θύρα σου, γιὰ νὰ μὴ δῆ κανένας αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι σωστὸ νὰ δῆ. Γιατὶ τὰ δικά μας τὰ μυστήρια εἶναι αὐτά, ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ μὲ τὴν ἀπέραντη εὐσπλαχνία του μᾶς ἐλέησε ἄν καὶ εἴμαστε ἀνυπάκουοι. Καὶ ἡ πρώτη παράκλησι εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἔλεος, ὅταν παρακαλοῦμε γιὰ τὶς πράξεις μας. Καὶ ἡ δεύτερη πάλι παράκληση, γιὰ αὐτοὺς ποὺ περνοῦν τὸν κανόνα τῆς μετάνοιάς τους, πολὺ  ἔλεος ἐπιζητεῖ. Ἀλλὰ καὶ ἡ τρίτη γιὰ μᾶς τοὺς ἴδιους, κι αὐτὴ τὰ ἀθῶα παιδιὰ τοῦ λαοῦ προβάλλει, νὰ παρακαλοῦν τὸ Θεὸ γιὰ νὰ δείξη τὴν ἀγάπη του. Ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι ἀναγνωρίσαμε τ’ ἀμαρτήματά μας, ἐμεῖς ὑψώνομε φωνὴ παρακλήσεως γιὰ κείνους ποὺ ἔχουν ἁμαρτήσει πολὺ καὶ ποὺ ἀξίζει νὰ κατηγορηθοῦν·  γιὰ μᾶς πάλι ὑψώνουν φωνὴ τὰ παιδιὰ ποὺ τοὺς μιμητὲς τῆς ἁπλότητάς τους περιμένει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὁ τύπος αὐτὸς θέλει νὰ δείξη τοῦτο ἀκριβῶς, ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν παιδικὴ ταπεινοσύνη κι εἰλικρίνεια, αὐτοὶ μποροῦν νὰ ζητήσουν τὴ σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν. Πόση συμπόνια καὶ φιλανθρωπία περικλείει αὐτὸ τὸ μυστήριο, τὸ γνωρίζουν ὅσοι τὸ σκέπτονται. Καὶ σὺ λοιπὸν ὅταν ἐλεῆς κάποιον κατὰ τὴ δύναμή σου, κλεῖσε τὴ θύρα σου. Ἄς τὸ γνωρίζη μόνο αὐτὸς ποὺ δέχεται τὴν ἐλεημοσύνη σου καὶ μήτε αὐτὸς ἄν εἶναι δυνατό. Ἄν διαπλατώσης τὶς θύρες, διαπομπεύεις τὸ μυστήριό σου. Πρέπει νὰ καταλάβωμε ὅτι κι ὁ ἴδιος ἐκεῖνος, ποὺ ἐπιδιώκομε τὴ δόξα του, κι αὐτὸς θὰ μᾶς καταδικάση, κι ἄν εἶναι φίλος μας θὰ μᾶς κατηγορῆ μέσα του, ἄν εἶναι ἐχθρός μας θὰ μᾶς γελάση καὶ σ’ ἄλλους. Ἔτσι θὰ πάθωμε τ’ ἀντίθετα ἀπὸ ὅτι ἐπιθυμοῦμε. Σὺ ἐπιθυμεῖς νὰ σὲ ἀποκαλέση ἐλεήμονα κι αὐτὸς θὰ σὲ πῆ κενόδοξο, ἀνθρωπάρεσκο καὶ πολλὰ ἄλλα χειρότερα ἀπὸ τοῦτα. Μὸνο ἄν κρύψεις τὴν ἐλεημοσύνη του τότε θὰ σὲ ὀνομάσει φιλάνθρωπο καὶ σπλαχνικό. Ὁ Θεὸς δὲν ἀφήνει νὰ μείνη κρυφὴ ἀλλὰ ἄν σὺ τὴν κρύψης ἐκεῖνος θὰ τὴν κάνη ὁλοφάνερη καὶ ἔτσι θὰ εἶναι ὁ θαυμασμὸς μεγαλύτερος καὶ περισσότερο κέρδος. Ὥστε καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴ δόξα εἶναι ἀντίθετη ἡ ἐπίδειξη. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ ἐπιδιώκομε θερμά, αὐτὸ τὸ ἴδιο συναντοῦμε σὰν ἀντίπαλο. Ὄχι μονάχα δὲν κερδίζομε τὴ δόξα τοῦ ἐλεήμονος, ἀλλὰ τὴν ἀντίθετη κι ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸ δεχόμαστε καὶ πολλὴ ἄλλη ζημία. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἄς τὴν ἀποφεύγωμε κι ἄς ἐπιθυμοῦμε μόνο τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι θὰ ἐπιτύχωμε καὶ τὴ δόξα τῆς γῆς καὶ θ’ ἀπολαύσωμε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.



Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐαγγἐλιον - Ὁμιλία εἰς τοῦς δύο θεραπευθέντας τυφλοῦς (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)





Καὶ παράγοντι ἐκεῖθεν τῷ Ἰησοῦ ἠκολούθησαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κράζοντες καὶ λέγοντες· Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυῒδ. Ελθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν προσῆλθον αὐτῷ οἱ τυφλοί, καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; λέγουσιν αὐτῷ· Ναί, Κύριε. Τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων· Κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν. Καὶ ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί· καὶ ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω. Οἱ δὲ ἐξελθόντες διεφήμισαν αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ. Αὐτῶν δὲ ἐξερχομένων ἰδοὺ προσήνεγκαν αὐτῷ ἄνθρωπον κωφὸν δαιμονιζόμενον· Καὶ ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου ἐλάλησεν ὁ κωφός. καὶ ἐθαύμασαν οἱ ὄχλοι λέγοντες, Οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ Ἰσραήλ. Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἔλεγον· Ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια. Καὶ περιῆγεν ὁ Ἰησοῦς τὰς πόλεις πάσας καὶ τὰς κώμας, διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.
Ἀπόδοση:

Και ενώ ο Ιησούς επερνούσε από εκεί, τον ηκολούθησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι έκραζαν και έλεγαν· “σπλαγχνίσου μας, υιέ Δαυΐδ, και δος μας το φως των οφθαλμών μας”. Όταν δε έφθασε στο σπίτι, τον επλησίασαν οι τυφλοί και είπε προς αυτούς ο Ιησούς· “πιστεύετε πράγματι, ότι ημπορώ εγώ να κάμω αυτό, που ζητείτε;” Λεγουν προς αυτόν· “ναι, Κυριε”. Τότε ήγγισε τα μάτια των, λέγων· “σύμφωνα με την πίστιν σας ας γίνη αυτό προς χάριν σας”. Και αμέσως άνοιξαν οι οφθαλμοί των. Ο δε Ιησούς συνέστησεν εις αυτούς με αυστηρότητα και είπε· “προσέχετε, κανείς να μη μάθη το θαύμα”. Αλλά εκείνοι εξελθόντες διέδωσαν το θαύμα και την φήμη του Ιησού εις όλην εκείνην την χώραν. Ενώ δε αυτοί εξήρχοντο, ιδού έφεραν στον Ιησούν ένα άνθρωπον δαιμονιζόμενον κωφάλαλον. Και όταν εξεδιώχθη το δαιμόνιον, αμέσως ωμίλησεν ο κωφάλαλος και οι όχλοι που ήσαν εκεί εθαύμασαν και έλεγαν ότι ποτέ έως τώρα δεν εφάνησαν στον Ισραηλιτικόν λαόν τόσα πολλά και τόσα μεγάλα θαύματα. Οι μοχθηροί όμως και δόλιοι Φαρισαίοι έλεγαν· “αυτός διώχνει τα δαιμόνια με την δύναμιν του αργηγού των δαιμονίων”. Και περιώδευε ο Ιησούς όλας τας πόλεις και τα χωρία διδάσκων εις τας συναγωγάς αυτών και κηρύσσων το χαρμόσυνον άγγελμα της βασιλείας των ουρανών και θεραπεύων κάθε ασθένειαν και κάθε καχεξίαν μεταξύ του λαού.



Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, με το σώμα που έλαβε από εμάς προς χάριν μας, κατά τη συναναστροφή του με τους ανθρώπους, εθεράπευσε πολλούς ως προς το σώμα και ως προς την ψυχή τυφλούς. Ή μάλλον, εάν κανείς σκεφθεί την ανάβλεψη της διανοίας, που είναι η μετάθεση από την απιστία στην πίστη και από την άγνοια στην επίγνωση του Θεού, δεν είναι δυνατόν ούτε καν να απαριθμήσει τυφλούς που ανέβλεψαν με την ενανθρώπηση του Κυρίου. Αυτοί είναι αριθμημένοι μόνον από Εκείνον που έχει αριθμημένες τις τρίχες της κεφαλής μας. Εάν όμως σκεφθούμε την ανάβλεψη των σωματικών οφθαλμών, και ως προς αυτήν θα εύρωμε πολλούς να έχουν θεραπευθεί από τον Χριστό, άλλους με μόνο τον λόγο, άλλους με την αφή. Ορισμένους δε και μόνον με το να προσπέσουν σ’ Αυτόν, και με το να τον πλησιάσουν. Επίσης και μερικούς που έλαβαν την ίαση και με το πτύσμα του ή και με χρίσμα πηλού.


Αποτέλεσμα εικόνας για Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
Πράγματι, όταν, καθώς λέγει ο Ματθαίος, είχε έλθει κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, «προσήλθον αυτώ όχλοι πολλοί, έχοντες μεθ’ εαυτών χωλούς, τυφλούς, κωφούς και άλλους πολλούς», οι οποίοι ερρίφθησαν όλοι στα πόδια του και τους εθεράπευσε, ώστε και οι όχλοι τότε να θαυμάζουν και να τον δοξάζουν, βλέποντας κωφούς να ομιλούν, χωλούς να περπατούν, και τυφλούς να αναβλέπουν. Αλλά και όταν εισήλθε «καθήμενος επί πώλου», κατά την προφητεία, στην Ιερουσαλήμ με τρόπο παράδοξο, υμνούμενος από τα νήπια ως Θεός, εθεράπευσε όλους τους χωλούς και τους τυφλούς που προσήλθαν εκεί, όπως λέγει επίσης ο Ματθαίος. Και όταν ήλθε στη Βηθσαϊδά, «φέρουσιν αυτώ τυφλόν», όπως λέγει ο Μάρκος, «και παρακαλούσιν αυτόν ίνα άψηται αυτού». Ο δε Κύριος, αφού τον έβγαλε έξω από το χωριό, έπτυσε στους οφθαλμούς του, επέθεσε σ’ αυτόν τα χέρια και τον έκαμε να βλέπει αμυδρά. Έπειτα έθεσε πάλι τα χέρια επάνω του και του έδωσε τη δυνατότητα να βλέπει καθαρά. Καθώς δε ήγγιζε στην `Ιεριχώ, όπως λέγει ο Λουκάς, εθεράπευσε μόνο με έναν λόγο του τυφλόν, που είχε καθίσει δίπλα στον δρόμο και επαιτούσε. Μόλις εκείνος του ζήτησε την ίαση τού είπε: «ανάβλεψον». Εξερχόμενος δε από την Ιεριχώ, όπως λέγει επίσης ο Μάρκος, χαρίζει την όραση σε άλλον πάλι τυφλόν, ονομαζόμενον Βαρτιμαίον, υιόν του Τιμαίου, λέγοντας προς αυτόν, όταν του εζήτησε την ανάβλεψη: «κατά την πίστιν σου γενηθήτω σοι». Όταν δε ευρίσκετο στην Ιερουσαλήμ και είδε έναν τυφλόν εκ γενετής, καθώς λέγει ο Ιωάννης, χωρίς καν να του ζητηθεί, αλλά κινούμενος από μόνη του την αγαθότητα, αφού έπτυσε στη γη και έπλασε πηλό, άλειψε τους οφθαλμούς του τυφλού και του είπε: «ύπαγε, νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ». Επήγε λοιπόν και ενίφθη. Όταν δε επανήλθε, είχε αποκτήσει την όρασή του.

Αλλά και όταν είχε αναστήσει την αποθαμμένη θυγατέρα του αρχισυναγώγου Ιαείρου, μετά από λίγο, όπως θα ακούσουμε να ευαγγελίζεται σήμερα ο Ματθαίος, καθώς περνούσε ο Ιησούς, τον ακολούθησαν δύο τυφλοί κράζοντες και λέγοντες, «ελέησον ημάς, υιέ Δαβίδ». Αυτός εισήλθε μαζί τους στην οικία και αφού ήγγισε τους οφθαλμούς των και είπε προς αυτούς: «κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν», τους εθεράπευσε. Εκτός λοιπόν από αυτούς που δεν έχουν αναφερθεί, οι τυφλοί είναι έξι. Και νομίζω ότι κανείς από τους τυφλούς που ευρίσκοντο τότε στην Ιουδαία ή και στις γειτονικές περιοχές δεν έμεινε αφώτιστος. Γι’ αυτό και ο Ησαΐας, ως εκπρόσωπος του Χριστού, προείπε περί αυτού, ότι απεστάλη από τον Πατέρα και το Πνεύμα «κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλούς ανάβλεψιν». Αλλά πώς δεν είπε ο Προφήτης ότι απεστάλη για να δώσει, αλλά για να κηρύξει στους τυφλούς ανάβλεψιν; Ακριβώς, διότι ο Κύριος δεν ήλθε στη γη πρωτίστως για να ανοίξει τους σωματικούς οφθαλμούς, αλλά τους της ψυχής, οι οποίοι οφθαλμοί αποκτούν την ανάβλεψη δια του ευαγγελικού κηρύγματος. Ευλόγως, λοιπόν, η προφητεία λέγει ότι ο Κύριος θα κηρύξει στους τυφλούς ανάβλεψη.

Όπως δε ο ίδιος ο Κύριος μάς παραγγέλλει να ζητούμε τα πνευματικά, λέγοντας «εργάζεσθε μη την βρώσιν την απολλυμένην, αλλά βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον», και υπόσχεται να μας προσθέσει και τα σωματικά, εάν εμείς ζητούμε τα ψυχωφελή, λέγοντας «ζητείτε την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν», έτσι κάμνει και με τους οφθαλμούς μας. Διότι αφού έκλινε τους ουρανούς και κατήλθε στη γη από φιλανθρωπία, για να διανοίξει με το Ευαγγελικό κήρυγμα τους οφθαλμούς της ψυχής μας, και να μας χαρίσει τη νοητή ανάβλεψη, προσέθετε και τη θεραπεία όσων αισθητών οφθαλμών δεν έβλεπαν. Γι’ αυτό και υπάρχει πολλή αντιστοιχία μεταξύ των δύο αναβλέψεων, εννοώ του σώματος και της ψυχής. Όπως δηλαδή από τους σωματικώς τυφλούς, άλλοι μεν απέκτησαν αμέσως την ανάβλεψη, όπως εκείνος που άκουσε «ανάβλεψον», και την ίδια στιγμή εθεραπεύθη, άλλοι δε βαθμιαίως, όπως εκείνος που πριν λάβει τελείως την ίαση είπε ότι βλέπει τους ανθρώπους σαν δένδρα να περπατούν. Έτσι και όσοι διά της πίστεως εδέχθησαν την ίαση των νοητών οφθαλμών, άλλοι μεν την βρήκαν αμέσως, όπως αυτός που από τελώνης ευθύς ανεδείχθη ευαγγελιστής, ενώ άλλοι βαθμιαίως, όπως ο πάντοτε νυκτερινός μαθητής Νικόδημος.

Και όπως ακριβώς από τους σωματικώς τυφλούς, άλλοι μεν επέτυχαν την ίαση μόνο με λόγον, όπως ο Βαρτιμαίος, άλλοι δε και με έργον, (διότι μέσα στους οφθαλμούς εκείνου, που ήταν κοντά στη Βηθσαϊδά, έβαλε και από το πτύσμα του, επειδή, καθώς φαίνεται, αυτός είχε μεν βλέφαρα, αλλά κενά, αφού είχαν αδειάσει από το υγρό των οφθαλμών, το οποίο και ανεπληρώθη τότε με το θείον πτύσμα, ενώ ο εκ γενετής τυφλός ούτε βλέφαρα είχε, γι’ αυτό και εχρειάσθη αυτό το χωμάτινο μίγμα, το οποίον και εδέχθη από τα δάκτυλα του Κυρίου υπό μορφήν ζυμωμένου πηλού). Καθώς λοιπόν από τους κατά το σώμα τυφλούς, άλλοι μεν, όπως είπα, έλαβαν μόνομε λόγον την ίαση, άλλοι δε και με πράξη, έτσι και εκείνων που έλαβαν την ίαση των οφθαλμών της ψυχής, η οποία είναι, όπως είπαμε, η μετάθεση από την απιστία στην πίστη: ορισμένοι χρειάσθηκαν και θαύματα για να πιστεύσουν, όπως συνέβη και σ’ εκείνους που απεστάλησαν από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο για να ερωτήσουν «συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν;», ενώ άλλοι έλαβαν με μόνον τον λόγο, πιστεύοντας από μόνον την ακοή, όπως και ο εκατόνταρχος, για τον οποίο ο Κύριος διεκήρυξε ότι υπερέχει των Ισραηλιτών κατά την πίστη.

Τέτοιοι είναι και εκείνοι, που σύμφωνα με όσα μας ευαγγελίζεται σήμερα ο Ματθαίος, έλαβαν από τον Χριστόν τη σωματική ανάβλεψη. Διότι είναι φανερό ότι είχαν πιστεύσει και πριν τη θεραπεία, επειδή όμως ήσαν τυφλοί, βεβαίως εξ ακοής επίστευσαν. Διότι λέγει ότι καθώς περνούσε ο Ιησούς από εκεί, τον ακολούθησαν δύο τυφλοί, κράζοντες και λέγοντες: «ελέησον ημάς υιέ Δαβίδ». Πώς λοιπόν θα ακολουθούσαν και πώς ακολουθώντας θα ζητούσαν, και μάλιστα με κραυγές, τόσο μεγάλη ελεημοσύνη, την ανάβλεψη των οφθαλμών τους, εάν δεν είχαν πιστεύσει;

Αλλά την πίστη των τυφλών τη φανερώνουν και τα ακόλουθα: «Καθώς περνούσε ο Ιησούς από εκεί», Από πού από εκεί;, και για ποιο λόγο το αναφέρει αυτό ο Ευαγγελιστής, και όχι μόνον εδώ αλλά και λίγο παραπάνω, όταν λέγει: «Παράγων (δηλαδή περνώντας) ο Ιησούς εκείθεν, είδεν άνθρωπον καθήμενον επί το τελώνιον, Ματθαίον λεγόμενον», αυτόν τον Ευαγγελιστή, τον οποίον εκείνη την ώρα, και με μόνον τον λόγον μετεμόρφωσε. Εγώ λοιπόν θεωρώ ότι ο Ευαγγελιστής το λέγει αυτό για να δώσει αφορμή στους συνετούς ακροατές να εκλαμβάνουν και αναγωγικώς τα εξιστορούμενα. Εάν δηλαδή κανείς τα εξετάσει επακριβώς, είναι δυνατόν να ιδεί ότι η ιστορία αυτή περιγράφει συνοπτικώς και ανακηρύττει θαυμασίως όλη την δια της ενσαρκώσεως οικονομίαν του Δεσπότου.

Πράγματι, ο Κύριος κατοικία είχε την Καπερναούμ. Διότι λέγει «ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ την παραθαλασσίαν», και η πρόσκαιρος αυτή κατοικία οπωσδήποτε ήταν τύπος του ουρανού, αφού έφερε μέσα της Εκείνον ο οποίος κατοικεί στους ουρανούς. Γι’ αυτό και ο Κύριος σε άλλο σημείο λέγει: «και συ Καπερναούμ η έως του ουρανού υψωθείσα». Ο Κύριος, λοιπόν, δια της ενανθρωπήσεως εξήλθεν από τον ουρανόν, όπως από την οικίαν εκείνη «και παράγων εκείθεν», διήλθε δηλαδή από εκεί. Εάν μεν εννοήσεις την έξοδον από τον ουρανό, θα εύρεις ότι και τους Αποστόλους εξέλεξε και την τάση της φύσεώς μας προς ακαθαρσίαν εθεράπευσε. Εάν δε εννοήσεις ότι διήρχετο από την οικία της Καπερναούμ, θα τον εύρεις ότι εφανέρωσε τα προλεχθέντα με έργα. Διότι και τον Ματθαίο μετέτρεψε τότε από τελώνη σε Απόστολο και την αιμορροούσα εθεράπευσε διερχόμενος από εκεί. Αλλά και αφού ήλθε μέχρι τη θυγατέρα του Ιαείρου, που είχε αποθάνει, και με τη ζωοποίησή της ανέδειξε τον εαυτό του νικητή του θανάτου, επανέρχεται εκεί από όπου εξήλθε. Επανερχόμενος λοιπόν και διερχόμενος πάλι από εκεί, ανοίγει τους οφθαλμούς των τυφλών αυτών, οι οποίοι τον ακολούθησαν. Έπραξε δηλαδή όπως τότε που διήνοιξε το νου των μαθητών του, ώστε να κατανοούν τις Γραφές: αφού κατέβη ο ίδιος μέχρι τον θάνατο και με την Ανάστασή του κατήργησε την εξουσία του θανάτου, επανήλθε και διήρχετο από εκεί. Εκείνοι δε εξήλθαν και τον εκήρυξαν σε όλη τη γη, όπως λέγει ο Ευαγγελιστής και για τους τυφλούς, οι οποίοι τώρα ανέβλεψαν, ότι «εξελθόντες διεφήμισαν αυτόν εν όλη τη γη εκείνη». Βλέπετε με πόση σαφήνεια διαγράφεται όλη σχεδόν η θεανδρική οικονομία στην ιστορία αυτή. Γι’ αυτό και το «παράγων εκείθεν» ελέχθη δύο φορές, για να κατανοήσουμε και την έξοδο και την επάνοδό του. Και μάλιστα κατά μίμηση αυτής της εξόδου και επανόδου, και ο ιερεύς, αφού εξέλθει από το Άγιον Βήμα και κατεβεί μέχρι το χαμηλότερο σημείο, επανέρχεται πάλι και αποκαθίσταται εκεί από όπου εξήλθε.

Καθώς λοιπόν ο Κύριος διήρχετο κατά την επάνοδο, τον ηκολούθησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι υποτύπωναν τους δύο λαούς, των Ιουδαίων και των Εθνικών. Και έκραζαν λέγοντας «ελέησον υιέ Δαυίδ», δεικνύοντας ότι αυτός είναι ο προφητευόμενος και προσδοκώμενος. Ο δε Κύριος εκπληρώνοντας και την υποτύπωση της οικονομίας, και δοκιμάζοντας αλλά και φανερώνοντας την πίστη των τυφλών, τους προσπερνά σιωπηλός μέχρι να εισέλθει στην οικία από την οποία είχε εξέλθει στην αρχή. Έπειτα λέγει προς αυτούς: «πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι;». Και αυτοί του απαντούν «ναι, Κύριε». Και δεν ερωτά επειδή αγνοεί, αλλά για να φανερώσει σε όσους αγνοούν την πίστη των τυφλών. Γι’ αυτό και αφού έψαυσε τους οφθαλμούς των, προσέθεσε «κατά την πίστιν ημών γενηθήτω υμίν», και ανοίχθησαν οι οφθαλμοί τους, μαρτυρώντας και ότι εκείνοι τον είχαν πιστεύσει, αλλά και ότι αυτός ήταν όπως τον επίστευσαν, Θεός δηλαδή μαζί και άνθρωπος. Διότι ως άνθρωπος μεν ήταν υιός του Δαυίδ και με τα ίδια του τα χέρια έψαυσε τους οφθαλμούς των και αισθητώς ομίλησε. Ως Θεός δε και Δημιουργός εφώτισε τους σκοτεινούς οφθαλμούς. Επειδή όμως δεν ήταν ακόμη καιρός να γίνει φανερός σε όλους, διότι αυτό επεφυλάσσετο για μετά το Πάθος και την εκ νεκρών Ανάστασή Του, τους επιτίμησε λέγων, «οράτε μηδείς γινωσκέτω» προστάζοντάς τους με πολλή σφοδρότητα να αποσιωπήσουν το γεγονός. «Οι δε εξελθόντες», λέγει, «διεφήμησαν αυτόν εν όλη τη γη εκείνη». Όπως φαίνεται, εάν δεν τους είχε παραγγείλει να σιωπήσουν, θα γίνονταν και παγκόσμιοι κήρυκες της δυνάμεώς του. Επειδή όμως διετάχθησαν, απέφυγαν μεν να πορευθούν μακριά, δεν βάσταξαν όμως να μην κηρύξουν στους πλησίον χώρους. Ώστε οι τυφλοί που ηκολούθησαν τον Χριστόν, εφωτίσθησαν τελείως όχι μόνον κατά το σώμα αλλά και κατά την ψυχή.

Ας ακολουθήσουμε λοιπόν και εμείς αδελφοί μου, το φως, που φωτίζει και ψυχή και σώμα. Ας βαδίσουμε προς τη λάμψη του και «ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν». Ας Τον δοξάσωμε με έργα αγαθά και ας βοηθήσουμε όσους μας βλέπουν να Τον δοξάζουν και αυτοί. Ας απομακρυνθούμε από το αντίθετο σκότος, που είναι η αμαρτία και ο προστάτης της αμαρτίας διάβολος. Εκείνο το φως, ως ήλιος που είναι της καθολικής δικαιοσύνης, σωφροσύνης, ειρήνης, συμπαθείας, ανεξικακίας, αγάπης και γενικώς κάθε αρετής, καθιστά μετόχους αυτού όσους τον ποθούν. Ενώ το αντίθετο σκότος, ως σκότος κακίας που είναι, καθιστά όσους το πλησιάζουν, πόρνους, μοιχούς, μνησίκακους, άσπλαχνους, ατάκτους, άρπαγες και γενικώς πλήρεις κάθε κακίας. Διότι ειπέ μου, από πού θα διακρίνουμε τον πιστό από τον άπιστο, τον φωτισμένο από τον αφώτιστο, με άλλα λόγια, τον βαπτισμένο κατά Χριστόν και συντεταγμένο με τον Χριστό από τον αβάπτιστο και συντεταγμένο με τον διάβολο; Όχι από τους λόγους, όχι από τα έργα, όχι από τους τρόπους;

Εάν λοιπόν κάποιος εξομοιώνεται σ’ αυτά με τους αφώτιστους, αν και λέγει ότι είναι βαπτισμένος κατά Χριστόν, είναι σαφές ότι δεν έχει πάψει να ανήκει στην συμμορία εκείνων για τους οποίους ο Απόστολος λέγει: «Θεόν ομολογούσιν ειδέναι (ότι τον γνωρίζουν δηλαδή), τοις δε έργοις αρνούνται, βδελυκτοί όντες και απειθείς, και προς παν έργον αγαθόν αδόκιμοι». Πού λοιπόν, ειπέ μου, θα κατατάξουμε αυτούς που ομολογούν και συγχρόνως αρνούνται τον Θεό; Με τους πιστούς; Με τα έργα όμως τον αρνούνται. Με τους απίστους; Αλλά με τη γλώσσα τον ομολογούν. Όντως πρόκειται για ένα διπρόσωπο τέρας που είναι δύσκολο να το κατατάξεις κάπου. Ο ψαλμωδός Προφήτης όμως έχει ήδη λύσει αυτή την απορία λέγοντας: «αποδώσει Κύριος εκάστω κατά τα έργα αυτού». Και ο ίδιος ο Κύριος απεφάνθη ότιαυτός που ακούει τους λόγους του και δεν τους εκτελεί, είναι μωρός. Ο δε Παύλος, ο Απόστολος που εκλήθη από τον ουρανό, λέγει: «αποδώσει ο Κύριος τοις μεν καθ’ υπομονήν έργου αγαθού δόξαν και τιμήν και αφθαρσίαν ζητούσι, ζωήν αιώνιον. …οργή δε και θυμός και θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν». Και πάλιν «ουχ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλά οι ποιηταί του νόμου δικαιωθήσονται», και «ος εν νόμω καυχάσαι, δια της παραβάσεως του νόμου τον Θεόν ατιμάζεις;» Όπως δε ακριβώς, αδελφοί, ο ίδιος ο Παύλος έλεγε προς τους Ιουδαίους ότι «περιτομή ωφελεί εάν νόμον πράττης, εάν δε παραβάτης νόμου ης, η περιτομή σου ακροβυστία γέγονεν (σαν να μην είχες δηλαδή περιτμηθεί)», έτσι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο να σας ειπώ ότι η πίστις ωφελεί εάν κανείς πολιτεύεται κατά συνείδησιν και καθαίρει συνεχώς τον εαυτό του με εξομολόγηση και μετάνοια, και μετατρέπει σε έργο τις συνθήκες του Αγίου Βαπτίσματος. Αν όμως δεν υπακούσει στη συνείδησή του και αθετεί τις συνθήκες, η πίστη του γίνεται απιστία.

Διότι πώς πιστεύσαμε ότι αφού έχουμε βαπτισθεί θα σωθούμε; Επειδή βεβαίως ακούσαμε τον Κύριο που είπε: ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται. Επειδή λοιπόν και τα δύο αυτά τα είπε Εκείνος, η αυτοαλήθεια, το να πιστεύσουμε και το να βαπτισθούμε, είναι αδύνατον να σωθεί όποιος δεν θέλει να βαπτισθεί, έστω και αν λέγει ότι δήθεν πιστεύει, όπως και αυτός που δεν πιστεύει, έστω και αν έχει βαπτισθεί. Αλλά κάθε βαπτισμένος θα ειπεί ότι πιστεύει. Θα ακούσει όμως από τον Απόστολο: «δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου». Γι’ αυτό και ο Κύριος συνδέει την πίστη με το Θείον Βάπτισμα, συνάπτοντας την τήρηση των εντολών του με το Βάπτισμα, δια της πίστεως. Διότι αφού είπε προηγουμένως: «πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα, κυρήξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει», έπειτα προσέθεσε «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Τι λοιπόν λέγει στο Ευαγγέλιο που εκηρύχθη από τους απεσταλμένους του, και τι πρέπει να πιστεύομε ότι είναι απαραίτητο να κάνουν οι υπήκοοι του; Οπωσδήποτε ότι όποιος έχει τις εντολές τού Χριστού και τις πράττει και τις τηρεί, εκείνος είναι που τον αγαπά, και ότι με την υπομονή και τη στενή και τεθλιμμένη ζωή είναι δυνατόν να επιτύχουμε τη σωτηρία. Και «εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη (η αρετή δηλαδή) ημών πλείον των Γραμματέων και Φαρισαίων, ου μη εισέλθωμεν εις την βασιλείαν των ουρανών». Διότι αυτά ακριβώς είναι που τους πρόσταξε να κηρύττουν δια του Ευαγγελίου.

Όποιος λοιπόν αγωνίζεται να τηρεί τις Θείες Εντολές, εκείνος είναι που πιστεύει. Ενώ όποιος δεν αγωνίζεται να τις πράττει και να τις τηρεί, και δεν θεωρεί ζημία το να μην τις τηρεί, ούτε επαναφέρει τον εαυτό του με τη μετάνοια στην τήρηση των Θείων Εντολών, δεν θα σταθεί ούτε μαζί με τους βαπτισμένους, έστω και αν λέγει ότι έχει βαπτισθεί. Διότι λέγει «διχοτομήσει αυτόν, και το μέρος αυτού μετά των απίστων θήσει». Αλλά αυτό για εμάς μεν αποτελεί μόνον απειλή, επειδή ο Δεσπότης αναμένει φιλανθρώπως τη μετάνοιά μας. Ενώ τους Ιουδαίους τους διχοτόμησε από εδώ, προς σωφρονισμό ιδικόν μας, και τους απαλλοτρίωσε από την προς Αυτόν και τον Αβραάμ συγγένεια, λέγοντας προς αυτούς: «υμείς εκ του πατρός υμών, του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας αυτού θέλετε ποιείν». Και πάλιν: «ει τέκνα του Αβραάμ ήτε, τα έργα του Αβραάμ εποιείτε αν». Ότι δε αυτοί ήσαν από το γένος του Αβραάμ, ποίος δεν το γνωρίζει; Εάν λοιπόν η διαφοροποίηση των έργων και των τρόπων καταργεί και την κατά σάρκα συγγένεια, και απομακρύνει και τους εξ αίματος υιούς από την υιότητα, πώς η δια των έργων και των τρόπων μας ανομοιότης προς Αυτόν δεν θα αποξενώσει από την Θείαν υιοθεσίαν, εμάς που δεν μπορούμε να αναγάγωμε ούτε την κατά σάρκα γενεαλογία μας στον Χριστό, και δεν θα καταλήξει να μας συντάξει μαζί με το νοητό εχθρό;

Αυτά όμως και ο Κύριος από φιλανθρωπία κατηξίωσε να τα ειπεί, και τολμούμε να τα λέγωμε προς εσάς και εμείς, οι οποίοι υποκείμεθα στα ίδια πάθη, ώστε να μην τα πράττουμε. Να μην τα πάθουμε, Για να μην καταστήσουμε τους εαυτούς μας υπεύθυνους για την καταδίκη εκείνων που οριστικώς θα αποβληθούν. Διότι είναι δυνατόν εδώ, όχι μόνον να αποφύγουμε αυτά με τη μετάνοια, αλλά και διά των καρπών της μετανοίας να σταθούμε και να αφομοιωθούμε με τον Υιό του Θεού, ο οποίος ημπορεί να «εξάγει αξίους εξ αναξίων», και να τους υιοποιεί δια του εαυτού του με τον ύψιστον Πατέρα, και να τους καθιστά κληρονόμους και συγκληρονόμους της δόξης και της Βασιλείας Αυτού του ιδίου και του Πατρός.

Αμήν.



(13ος -14ος Αιών - ΕΠΕ Αγ. Γρηγορίου Παλαμά τομ. 10, σελ. 250, Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 193 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς . Πηγή: alopsis.gr)

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ 29 Ἰουνίου 2015 (Π.Ε.): ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ ΤΩΝ ΠΑΝΕΥΦΗΜΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ (Εὐαγγέλιο - Ἀπόστολος)



Σήμερα Κυριακή 29η Ιουνίου 2015 Π.Ε (12/7 ν.η) η Αγία Εκκλησία μας εορτάζει διπλά, πρώτα και κύρια την Ανάσταση του Κυρίου μας όπως άλλωστε και κάθε Κυριακή, μα εορτάζει, πανηγυρίζει θα έλεγα, για δύο από τους Αποστόλους του Κυρίου μας και Ιδρυτή της Εκκλησίας Του, τους πρωτοκορυφαίους Πέτρο και Παύλου.

Δυο σπουδαία πρόσωπα, δύο μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας, στους οποίους είναι αφιερωμένη η σημερινή γιορτή και δυο πρόσωπα τα οποία δεσπόζουν στα σημερινά αναγνώσματα. Η διαχρονική δε τιμή των δυο Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων επιβεβαιώνεται και από το γεγονός,
ότι στον μεν
"Απόστολο" κυριαρχεί το όνομα του Παύλου,
στο δε Ευαγγέλιο ξεχωρίζει το όνομα του Πέτρου και σύμφωνα με το τυπικό, καταλιμπάνονται τα προκαθορισμένα αναγνώσματα της Κυριακής.Ο Απόστολος Πέτρος μεριμνά κυρίως για τους Χριστιανούς που προήλθαν από την τάξη των Ιουδαίων, 
ο δε Απόστολος Παύλος έχοντας σαν αφετηρία τους Ιουδαίους απευθύνεται, στη συνέχεια, στα έθνη, στους ειδωλολάτρες, για τούτο και χαρακτηρίζεται Απόστολος των «Εθνών».



Ἐλθὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Καισαρείας τῆς Φιλίππου ἠρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων· τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; Οἱ δὲ εἶπον· οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἕτεροι δὲ Ἱερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν. Λέγει αὐτοῖς· ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγεται εἶναι; Ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦτοῦ ζῶντος. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ,ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾿ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳοἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. Καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃςἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.

Ἀπόδοση 


Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἦλθε εἰς τὰ μέρη τῆς Καισαρείας τοῦ Φιλίππου, ἐρωτοῦσε τοὺς μαθητάς του, «Ποιὸς, λέγουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;». Αὐτοὶ δὲ ἀπήντησαν, «Μερικοὶ λέγουν ὅτι εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι ὁ Ἠλίας, καὶ ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτας». Λέγει εἰς αὐτούς, «Σεῖς, ποιὸς λέτε ὅτι εἶμαι;». Ὁ Σίμων Πέτρος ἀπεκρίθη, «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ». Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Μακάριος εἶσαι, Σίμων υἱὲ τοῦ Ἰωνᾶ, διότι ἄνθρωπος δὲν σοῦ τὸ ἀπεκάλυψε αὐτό, ἀλλὰ ὁ Πατέρας μου ὁ οὐράνιος. Καὶ ἐγὼ σοῦ λέγω, Σὺ εἶσαι ὁ Πέτρος καὶ ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν αὐτὴν θὰ οἰκοδομήσω τὴν ἐκκλησίαν μου καὶ αἱ πύλαι τοῦ Ἅδη δὲν θὰ τὴν καταβάλουν. Καὶ θὰ σοῦ δώσω τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ ὅ,τι δέσῃς εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι δεμένο εἰς τοὺς οὐρανούς. Καὶ ὅτι λύσῃς εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι λυμένο εἰς τοὺς οὐρανοὺς».




Κατὰ ἀτιμίαν λέγω, ὡς ὅτι ἡμεῖς ἠσθενήσαμεν. ἐν ᾧ δ᾿ ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ. ῾Εβραῖοί εἰσι; κἀγώ· ᾿Ισραηλῖταί εἰσι; κἀγώ· σπέρμα ᾿Αβραάμ εἰσι; κἀγώ· διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ· ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις· ὑπὸ ᾿Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, τρὶς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθημερὸν ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα· ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις
ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις· ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι· χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ᾿ ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν. τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι. ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ᾿Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.Καυχάσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
πόδοση 


Από λόγους ντροπής το λέω, σαν εμείς να ήμασταν ασθενείς· αλλά, σε ό,τι κάποιος τολμάει, (με αφροσύνη μιλάω) τολμάω και εγώ· είναι Εβραίοι; Και εγώ· είναι Ισραηλίτες; Και εγώ· είναι σπέρμα τού Αβραάμ; Και εγώ. Είναι υπηρέτες τού Χριστού; (Παραφρονώντας μιλάω) περισσότερο εγώ· σε κόπους περισσότερο, σε πληγές υπερβολικού βαθμού, σε φυλακές περισσότερο, σε θανάτους πολλές φορές· από τους Ιουδαίους πέντε φορές πήρα 40 παρά μία μαστιγώσεις· τρεις φορές ραβδίστηκα, μία φορά λιθοβολήθηκα, τρεις φορές ναυάγησα, ένα μερόνυχτο έκανα στον βυθό· σε οδοιπορίες πολλές φορές, σε κινδύνους ποταμών, σε κινδύνους ληστών, σε κινδύνους από το γένος, σε κινδύνους από τα έθνη, σε κινδύνους στην πόλη, σε κινδύνους στην ερημιά, σε κινδύνους στη θάλασσα, σε κινδύνους από ψευδάδελφους· σε κόπο και μόχθο, σε αγρυπνίες πολλές φορές, σε πείνα και δίψα, σε νηστείες πολλές φορές, σε ψύχος και γυμνότητα· εκτός από τα εξωτερικά, ο επικείμενος αγώνας καθημερινά, η μέριμνα όλων των εκκλησιών. Ποιος ασθενεί, και δεν ασθενώ; Ποιος σκανδαλίζεται, και εγώ δεν φλέγομαι; Αν πρέπει να καυχώμαι, θα καυχηθώ σ' αυτά που έχουν σχέση με τις ασθένειές μου. Ο Θεός και Πατέρας τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που είναι ευλογητός στους αιώνες, γνωρίζει ότι δεν ψεύδομαι. Στη Δαμασκό, ο εθνάρχης τού βασιλιά Αρέτα φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών, θέλοντας να με πιάσει· και διαμέσου ενός μικρού παραθύρου με κατέβασαν από το τείχος μέσα σε ένα κοφίνι, και ξέφυγα από τα χέρια του.Να καυχώμαι, βέβαια, δεν με συμφέρει· επειδή, θάρθω σε οπτασίες και αποκαλύψεις τού Κυρίου. Γνωρίζω έναν άνθρωπο εν Χριστώ πριν από 14 χρόνια, (είτε μέσα στο σώμα, δεν ξέρω· είτε έξω από το σώμα, δεν ξέρω· ο Θεός ξέρει)· ότι αυτού τού είδους ο άνθρωπος αρπάχτηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό. Και γνωρίζω αυτού τού είδους τον άνθρωπο, (είτε μέσα στο σώμα, είτε έξω από το σώμα, δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει)· ότι αρπάχτηκε στον παράδεισο, και άκουσε λόγια ανεκλάλητα, που δεν επιτρέπεται σε έναν άνθρωπο να μιλήσει. Για τον άνθρωπο αυτού τού είδους θα καυχηθώ· για μένα, όμως, δεν θα καυχηθώ, παρά μονάχα στις ασθένειές μου. Δεδομένου ότι, αν θελήσω να καυχηθώ δεν θα είμαι άφρονας· επειδή, θα πω την αλήθεια· συστέλλομαι, όμως, μήπως κάποιος στοχαστεί σε μένα κάτι ανώτερο από ό,τι με βλέπει ή ακούει από μένα. Και για να μη υπερηφανεύομαι, εξαιτίας τής υπερβολής των αποκαλύψεων, μου δόθηκε ένας σκόλοπας στη σάρκα, ένας άγγελος του σατανά, για να με χτυπάει, για να μη υπερηφανεύομαι. Για το ζήτημα αυτό παρακάλεσα τον Κύριο τρεις φορές, για να απομακρυνθεί από μένα· και μου είπε: Αρκεί σε σένα η χάρη μου· επειδή, μέσα σε αδυναμία, η δύναμή μου φανερώνεται τέλεια. Με βαθύτατη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα καυχηθώ περισσότερο στις αδυναμίες μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοικαὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοιτῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατεεἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαικαὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.



Κοντάκιον
Ἦχος β’Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκαςτὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριεπροσελάβου εἰς ἀπόλαυσιντῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιντοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατονἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσινὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.





Δείτε σχετικά:

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐαγγέλιον - Λόγος εἰς τόν δαιμονιζόμενον τῶν Γεργεσηνῶν (Ἁγίου Βασιλείου Ἐπισκόπου Σελευκείας)





Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. Καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; ῏Ην δὲ μακρὰν ἀπ᾿ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. Οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ῾Υπάγετε. Οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. Οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. Καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.

Ἀπόδοση:

Τον καιρώ εκείνο, όταν έφτασε στην απέναντι όχθη, στην περιοχή των Γεργεσηνών, τον συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι που έρχονταν από τα μνήματα, τόσο φοβεροί, που κανένας δεν τολμούσε να περάσει από εκείνον το δρόμο. Και με κραυγές του έλεγαν: «Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμάς, Υιέ του Θεού; Ήρθες εδώ να μας βασανίσεις πριν την ώρα μας;» Μακριά απ’ αυτούς έβοσκε ένα μεγάλο κοπάδι χοίρων. Και οι δαίμονες τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Αν είναι να μας διώξεις, άφησέ μας να πάμε στο κοπάδι των χοίρων». Κι εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε». Αυτοί βγήκαν και πήγαν στο κοπάδι των χοίρων. Και όλο το κοπάδι όρμησε και γκρεμίστηκε στη λίμνη και πνίγηκαν μέσα στα νερά. Οι βοσκοί έφυγαν, πήγαν στην πόλη και ανήγγειλαν όλα τα συμβάντα και ό,τι έγινε με τους δαιμονισμένους. Βγήκε τότε όλη η πόλη να συναντήσει τον Ιησού, κι όταν τον είδαν, τον παρακάλεσαν να φύγει από την περιοχή τους. ο Ιησούς επιβιβάστηκε στο πλοίο, διέσχισε τη λίμνη και ήρθε στην πόλη του.



(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη)


Ἁγίου Βασιλείου Ἐπισκόπου Σελευκείας: 

Λόγος εἰς τόν δαιμονιζόμενον



Πολλές είναι οι επιβουλές των δαιμόνων κατά των ανθρώπων. Πολλαπλάσια όμως η βοήθεια του Θεού προς τους ανθρώπους. Πράγματι, εάν δεν μας υπερήσπιζε η άνωθεν συμμαχία, θα είχεν εξαφανισθή προ πολλού το γένος μας από τις πολιορκίες των δαιμόνων. Διότι ποία ευκαιρία η ποίον χρόνον άφησαν χωρίς πειρασμούς; Πότε έπαψαν να ετοιμάζουν παγίδες στην ανθρώπινη φύση και να σχεδιάζουν τις συμφορές μας;

Δεν είναι πονηρά η φύσις του διαβόλου, αλλά απεδείχθη η προαίρεσίς του. Σ’ αυτόν είχε αναθέσει ο Δημιουργός τη διοίκηση του αέρος, όπως ο ακροατής των ουρανίων Παύλος μας αποκάλυψε λέγοντας: «Κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος, του πνεύματος του νυν ενεργούντος εν τοις υιοίς της απειθείας». Έπειτα όμως, επιθυμώντας να υπερβή την φύση του, εξέπεσε της αξίας του, χάνοντας τον θρόνο εξ αιτίας του υψηλού φρονήματός του. Έγινε δηλαδή ο όγκος του φρονήματος μέτρο της στερήσεως του Πνεύματος. Γι’ αυτό λοιπόν ήρχισε να ασχολήται με τους ανθρώπους, εκδηλώνοντας έτσι την αποστροφή του προς τον Δημιουργό, και να προσπαθή με διάφορες μηχανορραφίες να αμαυρώση την εικόνα του Κτίστου. Επειδή, δηλαδή, δεν ημπορούσε να πολεμήση τον Θεό, μεθοδεύει αλλιώς την μάχη, διδάσκοντας τα κτίσματα να επαναστατούν κατά του Κτίστου. Έτσι, αμέσως μόλις επλάσθη ο πρώτος άνθρωπος και έφερε τα χαρακτηριστικά της εικόνος, τον συνεβούλευσε να μελετήση την αντιθεϊα λέγοντας: «Η αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί, και έσεσθε ως θεοί». Καθώς δε επλήθαινε το γένος, του βάζει λογισμούς ειδωλολατρίας. Κατήντησε το κτίσμα σε τόσο σκοτασμόν, ώστε να προσκυνή την κτίση, αγνοώντας τον Κτίστη. Και έβλεπες παντού βωμούς και ναούς και κατασκευές ειδώλων, αίματα και χορούς δαιμόνων.

Δεν ηρκέσθησαν όμως σ’ αυτήν την αποπλάνηση των ανθρώπων οι δαίμονες, ούτε στις τιμές που απελάμβαναν από αυτούς, αλλά και τιμωρούσαν τους αθλίους ανθρώπους, και εισχωρώντας μέσα τους κατοικούσαν σ’ αυτούς. Δεν αφήνει όμως ο Θεός αβοήθητο το πλάσμα του, αλλά αφού εχρησιμοποίησε διάφορες μεθόδους θεραπείας, τελευταία, θέτει σε ενέργεια το σοφό σχέδιο της εν Χριστώ οικονομίας, προξενώντας έτσι το αύτανδρο ναυάγιο των δαιμόνων. Αναγγέλλοντας δε την ελευθερία με τα λόγια, επεβεβαίωνε την υπόσχεση με θαύματα.

Αυτό μας παρέστησε με σαφήνεια η διήγησις του Ευαγγελίου που μόλις ανεγνώσθη. Ελέγχει την επήρεια των δαιμόνων και δεικνύει την βοήθεια που παρέχει ο Θεός προς τους ανθρώπους: «Εξελθόντι δε αυτώ επί την γην υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο και εν οικία ουκ έμενεν, αλλά εν τοις μνήμασιν». Αυτός είναι ο θυμός των δαιμόνων κατά των ανθρώπων. Επιθυμούν να τους καταλάβουν όλους, λυπούνται όμως που δεν ημπορούν ούτε καν να τους επηρεάσουν όλους. «Υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως». Η μία συμφορά πιο τρομερά από την άλλη. Οι δαίμονες κατοικούσαν μέσα του και ο ίδιος κατοικούσε στα μνήματα, ώστε κατοικώντας εκεί και συγχρόνως κατοικούμενος να αναγκάζεται να συγκατοική με τους νεκρούς. Μάλλον ήταν καταδικασμένος να υπομένη μία ζωή βαρυτέρα από τον θάνατο. Διότι σ’ εκείνους που απέρχονται, ο θάνατος κλέπτει την αίσθηση των παθημάτων και ο τάφος χαρίζει στους νεκρούς ελευθερία από τα λυπηρά. Ενώ εκείνος ήταν μεν κατά τα άλλα νεκρός, εζούσε δε μόνο τόσον όσο να αισθάνεται την ταλαιπωρία του και δεν ημπορούσε να απαλλαγή απ’ αυτήν. «Και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο». Πόσον αλλοπρόσαλλη είναι η κακία του διαβόλου! Τον Αδάμ, που ήταν σωστά γυμνός, τον ενέδυσε με αισχύνη. «Και εδεσμείτο αλύσεσι και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τας ερήμους». Εδάνειζε και δύναμη στον πάσχοντα για να διαρρήξη τα δεσμά. Διότι στο πάθος αυτό υποχωρεί ακόμη και ο σίδηρος και αποδεικνύεται ανίσχυρος. Δεν άφηνε κανέναν να περάση απ’ αυτό το μέρος. Ως λυσσώδη είχε εξαπολύσει ο δαίμονας τον άνθρωπον εναντίον των ανθρώπων. Όμως αν και με τόσες συμφορές τον είχε δέσει ο δαίμονας, δεν κατόρθωσε να τον εμποδίση να συναντηθή με τον Κύριο. Το πρώτο μέσον που εχρησιμοποίησε η Πρόνοια ήταν αυτό: οι δαίμονες, μη υποφέροντας την λαμπρότητα εκείνου που ήταν ενώπιόν τους, εφώναζαν: «Τι ημίν και σοί, Ιησού;» Αντιδρούν μόνο στο σώμα που φαίνεται, μη γνωρίζοντας ότι σ’ αυτό το σώμα είναι κρυμμένη η θεότης. Διότι πώς ημπορεί ο δούλος να φωνάζη στoν Δεσπότη: «Τι εμοί και σοί»; Περιφρονούν αυτόν που βλέπουν, επειδή δεν βλέπουν αυτόν που τους βασανίζει.

Τι σχέση έχουμε εμείς μαζί σου; Ω, πόσους δικαίους έχουμε συναντήσει, και δεν εδοκιμάσαμε από αυτούς παρόμοιο μαστίγωμα! Μας είναι αφόρητος ο εχθρός, ανυπόφορα τα βέλη του. «Τι ημίν και σοί;» Από τότε που ήλθες στην γη εκήρυξες τον πόλεμο εναντίον μας. Σε είδαν οι μάγοι όταν εγεννήθης και σε προσεκύνησαν, δραπετεύοντας από εμάς. Σε ήκουσαν οι τελώνες που ομιλούσες και απέδρασαν από τα ιδικά μας τελώνια. Τις πόρνες, τα θύματά μας, τις συνέλαβες εσύ με την μετάνοια. Μία παρηγορία μας είχε μείνει, τα παθήματα των ανθρώπων, και αυτήν την απόλαυση μας την εστέρησες. Εκεί ανόρθωσες τους παραλύτους, αλλού απήλλαξες τους κωφούς από το πάθος τους. Εκεί εχάρισες τις ηλιακές ακτίνες στους τυφλούς. Εκεί απέλυσες τους νεκρούς από τους τάφους. Ετοιμόρροπο κατήντησες το δεσμωτήριον του θανάτου, το οποίον εμείς με τόσους κόπους οικοδομήσαμε. Όσες θεραπείες προσέφερες στους ανθρώπους, τόσες τιμωρίες προεκάλεσες σ’ εμάς.

«Τι ημίν και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού»; Τον αποκαλούν μεν Υιό του Θεού, δεν γνωρίζουν όμως ότι ο Υιός είναι Θεός. Επειδή υιοί του Θεού αποκαλούνται και όσοι για την μεγάλην αρετή τους εξοικειώθησαν με τον Θεόν. Με αυτήν την έννοια λέγει: «Υιός πρωτότοκός μου Ισραήλ». Και πάλι «Εγώ είπα: Θεοί εστέ και υιοί Υψίστου πάντες». Και πάλι: «Ιδόντες δε οι υιοί του Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων». Αυτό το όνομα, δηλαδή, δεν είναι γνώρισμα μόνο της φύσεως, αλλά και της οικειότητος. Αυτήν την άγνοια έδειξεν ο διάβολος και σ’ αυτά που συνέβησαν στον Ιορδάνη. Διότι ακούγοντας την φωνήν την ερχομένην από τον ουρανόν «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός», του έλεγε, επειδή αγνοούσε, «ει Υιός ει του Θεού, βάλε σεαυτόν κάτω». Εάν εγνώριζε ότι ομιλεί σε Θεόν, πώς προσπαθεί να τον φοβήση προστάζοντάς τον να πέση κάτω; Διότι η φύσις του Θεού δεν γνωρίζει ούτε ύψος ούτε βάθος.

Ο Ευαγγελιστής Μάρκος έτσι εδιηγήθη τα λόγια των δαιμόνων: «Τι ημίν και σοί, Ιησού Ναζαρηνέ». Δεν απευθύνεται σ’ αυτόν ως ποιητήν των ανθρώπων, αλλά σαν πολίτη της Ναζαρέτ. Αφού είσαι ορατός, λέγει, να ενεργής αναλόγως. Άνθρωπο βλέπουμε, αλλά σαν από Θεό διωκόμεθα. Το μαστίγωμά σου δεν ομοιάζει με Ναζαρηνού, δείχνεις να έχης κατεβή από τον ουρανό. Αποκάλυψε την φύση με τα έργα σου.

«Τι ημίν και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού; Ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;» Τι λέγεις, διάβολε; Σ’ αυτόν που εδημιούργησε τον μετρητόν χρόνο και έθεσε τους όρους της Κρίσεως τολμάς να φωνάζης: Τώρα ήλθες; Αλλά δεν γνωρίζει ότι αυτή που τώρα ήλθε είναι η αθάνατος φύσις, επιβεβαιώνοντας την άφιξή της με την δουλικήν μορφή. Δεν γνωρίζει ότι ο Κύριος και Θεός των όλων φορά την στολή που έλαβε από τον Δαυϊδ. Παρακινείται μεν προς καταφρόνηση από την θέα, μαστιγώνεται δε αοράτως από την ενέργεια της θεότητας, γι’ αυτό εκστομίζει λόγια θρασύτητος μαζί και ικεσίας. «Τι ημίν και σοί, Ιησού; Δέομαί σου, μη με βασανίσης». Δειλία και θρασύτητα έχουν τα λόγια του. Δυναμώνει την φωνή σαν δούλος αυθάδης, αλλά και ικετεύει σαν κατάδικος που μαστιγώνεται. «Ήλθες ώδε προ καιρού». Από πού έμαθε ότι δεν είναι τώρα η ώρα της κρίσεως; Πώς γνωρίζουν ότι βασανίζονται πριν την ώρα τους; Γνωρίζουν από αυτά που κάνουν ότι θα τιμωρηθούν για τα έργα τους. Έβλεπαν ότι τώρα δεν τους τιμωρούσε, αλλά μόνον τους εδίωκε από τους ανθρώπους. Από το ότι λοιπόν δεν τιμωρούνται, συμπεραίνουν ότι δεν έχει έλθει ο καιρός των βασάνων. Υποφέρουν πριν από την Κρίση, επειδή διατάζονται να παύσουν να ταλαιπωρούν τους ανθρώπους. «Παρήγγειλε γαρ τω πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν από του ανθρώπου». Δεν τους έσυρε ακόμη στο Δικαστήριο, δεν τους έδειχνε ακόμη το φοβερόν του Βήμα, δεν άναβε ακόμη την φλόγα της Κρίσεως, αλλά μόνον με απειλές ανεχαίτιζε την ορμή τους. Τόση ήταν η δύναμις του πάθους!

Θέλοντας όμως ο Δεσπότης να δείξη στους παρόντες ακόμη και μέσα στα δεινά, την ανέκφραστο πρόνοιά του για τους ανθρώπους, ερωτά: «Τι όνομά σοι; Και απεκρίθη λέγων: Λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί εσμέν». Δεν ερωτά επειδή αυτός είχεν ανάγκη να ερωτήση, αλλά για να αποκαλύψη σ’ εμάς πόσοι φονείς δαίμονες είχαν καταλάβει το ανθρώπινο σώμα και παρ’ όλα ταύτα εκείνο δεν είχε αφανισθή. Ότι πλήθος δαιμόνων, εκστρατεύοντας εναντίον ενός ανθρώπου, δεν υπερίσχυσε, δεν τον εκρήμνισε στους βράχους, δεν τον κατετεμάχισε, δεν κατεσπάραξε τον άνθρωπο μαζί με τα σίδερα που εφορούσε. Αλλά άντεξε στις τρικυμίες των δαιμόνων, προστατευόμενος μέσα στα βασανιστήρια από το χέρι του Θεού. Και μάλιστα ο Ευαγγελιστής φιλοτιμείται να προσθέση το ακόμη σημαντικότερο: «Πολλοίς γαρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν» (τον είχε κυριεύσει δηλαδή). Τι ανυπέρβλητος κηδεμονία! Δεν εβασανίζοντο λιγότερον από ό,τι εβασάνιζαν, αφού ο τρόπος τους ήταν φονικός, αλλά δεν επέτρεπε ο Θεός να επιτύχουν αυτό που επιθυμούσαν, μέχρι την στιγμή όπου έφθασε η φανερά απόφασις του Βασιλέως, χαρίζοντας την ελευθερία σ’ αυτόν που τόσο υπέφερε.

«Ην δε εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένων εν τω όρει. Και παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν. Και επέτρεψεν αυτοίς. Εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου εισήλθον εις τους χοίρους, και όρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη». Για ποίον λόγο το επιτρέπεις αυτό στους δαίμονες, Κύριε; Γιατί, αφού γνωρίζεις την πονηρία τους, επείσθης στα λόγια τους; Για να μάθωμε, άνθρωποι, ότι και από τους χοίρους είναι πιο αδύνατοι, όταν τους εμποδίζει ο Θεός. Εκτός αυτού, θέλει να διδάξη τους ανθρώπους ότι είναι χαρά στους δαίμονες η απώλεια των ανθρώπων και ότι εκείνοι διασκεδάζουν με τις συμφορές τις ιδικές μας. Διότι δεν δείχνουν κανέναν οίκτον για την φύση των ανθρώπων. Εφ’ όσον εκδηλώνουν μέχρι και στους χοίρους την κακία τους, τι δεν θα έκαμναν εναντίον των ανθρώπων εάν τους επετρέπετο; Από όλα αυτά, λοιπόν, θα παρακινηθούμε να μισήσωμε την απανθρωπία, γνωρίζοντας την έχθρα τους, και να αποφεύγωμε τις συμβουλές αυτών των οποίων δεν αντέχουμε τις επιβουλές.

Αλλά εκτός από αυτά μας εδίδαξε και την κηδεμονία του Θεού προς τους ανθρώπους. Διότι όλα θα εξηφανίζοντο ακαριαίως και κανένα από τα όντα δεν θα απέμενε, αφού θα κατεσπαράζοντο από τις δαιμονικές ορμές, εάν δεν επροστατεύοντο από το κεκρυμμένο και ακαταγώνιστο χέρι του Θεού. Επιτρέπει λοιπόν τα μικρότερα για να μάθωμε τα μεγαλύτερα, και πότε πότε μας παραδίδει στις δυσκολίες για να έχωμε την αίσθηση των υψηλοτέρων. Δεν θα άφηνε ποτέ να πάθωμε το παραμικρόν, εάν δεν ελησμονούσαμε εύκολα την θεία συμπαράσταση. Επέτρεψε να γίνη ζημία στους χοίρους, για να διδαχθούμε την ωφέλεια που προξενεί στους ανθρώπους.

Ας ομολογούμε λοιπόν την πρόνοια την οποία απολαμβάνουμε. Να υμνούμε την κηδεμονίαν από την οποία φυλαττόμεθα. Ας κηρύττωμε την βοήθεια του Θεού, από την οποία προστατευόμεθα. Από αυτήν να εξαρτήσωμε τους εαυτούς μας και προς αυτήν προσβλέποντας πάντοτε να αναφωνούμε: «Συ, Κύριε, βοηθός ημών και σκεπαστής».

Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας.
Αμήν.

(5ος αιών - Migne, P.G., τόμ. 85, στ. 269. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 177 και εξής. Επιμέλεια κειμένου Δημήτρης Δημουλάς , πηγή: www.alopsis.gr)

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ - Ἀπόστολος - (Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ)




Ἀδελφοί, δικαιωθέντες ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν  Ἰησοῦ Χριστοῦ, 2 δι᾿ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. 3 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, 4 ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, 5 ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος  Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν. 6 ἔτι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε. 7 μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν. 8 συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε. 9 πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. 10 εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ·


Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ


Εἰρήνευση μἐ τόν Θεό


Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα ο απόστολος Παύλος μας εξηγεί πώς οι άνθρωποι, που με την αποστασία μας είχαμε γίνει εχθροί του θεού, ειρηνεύσαμε μαζί Του. Λέει λοιπόν ότι το έργο αυτό το επιτέλεσε ο Κύριός μας.
Αυτός ειρήνευσε όλους εμάς τους αποστάτες ανθρώπους με τον Θεό Πατέρα μας. Με την ενανθρώπησή του και το απολυτρωτικό του έργο μας χάρισε τη συγχώρηση και τη σωτηρία μας. Τώρα πλέον όσοι πιστεύουμε σ’ Αυτόν «ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν». Διότι ο Κύριος μάς έχει ήδη οδηγήσει από την κατάσταση της εχθρότητας στην κατάσταση της χάριτος. Όσοι ζούμε πλέον σ’ αυτήν την κατάσταση δεν τρέμουμε πλέον, όπως οι άνθρωποι της Παλαιάς Διαθήκης, την οργή του Θεού. Αντίθετα επειδή ζούμε την κοινωνία και την αγάπη του Θεού καυχιόμαστε ελπίζοντας ότι θα απολαύσουμε και τη δόξα του. Καυχιόμαστε ακόμη και για τις θλίψεις μας· διότι γνωρίζουμε ότι κάθε θλίψη που υπομένουμε καλλιεργεί σιγά-σιγά μέσα μας την υπομονή και την κάνει τέλεια. Κι έτσι η υπομονή αυτή θα μας βοηθήσει να αποκτήσουμε δοκιμασμένη αρετή, κι αυτή με τη σειρά της θα μας γεμίσει με την ελπίδα στον Θεό. και η ελπίδα αυτή δεν θα μας διαψεύσει ποτέ.

Μέσα σε λίγες γραμμές ο άγιος Απόστολος μας περιγράφει την ασύλληπτη αλλαγή που έφερε ο Κύριός μας στις σχέσεις των ανθρώπων με τον Θεό. Και μας εξηγεί ότι οι άνθρωποι με τις αμαρτίες μας είχαμε γίνει εχθροί του Θεού. Τυφλοί και παράλυτοι ούτε είχαμε τις δυνάμεις, αλλά ούτε και ξέραμε το δρόμο να πλησιάσουμε κοντά Του και να βρούμε την ειρήνη που αναζητούσαμε. Μας πήρε λοιπόν από το χέρι ο Ιησού Χριστός και μας έφερε κοντά στον Θεό Πατέρα. Και μας χάρισε όχι μόνο την ειρήνη μας μαζί Του αλλά και την αποκατάσταση της κοινωνίας μαζί Του.

Τι όμως σημαίνει ειρήνευση με τον Θεό; και πώς μπορούμε να ζήσουμε την κατάσταση αυτή σήμερα; Ζούμε την ειρήνευση με τον Θεό, σημαίνει, ζούμε ζωή μετανοίας και αγάπης, ζούμε μέσα στην κατάσταση της χάριτος. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ευτυχία που μπορούμε να ζήσουμε, η αδιάλειπτη σχέση μας με τον Θεό της αγάπης. Αυτό μας πρόσφερε ο Χριστός: τη δυνατότητα να ζούμε μέσα στη χάρη του Θεού, μια χάρη που δεν έχει όρια. Και όσο περισσότερο ζούμε στην κατάσταση αυτή, τόσο περισσότερο αποκτούμε ανώτερα βιώματα. Η κατάσταση της χάριτος είναι ουσιαστικά μια εμπειρία που αρχίζει από αυτή τη ζωή και συνεχίζεται στην αιωνιότητα. Είναι μια κατάσταση που ζούμε ιδιαιτέρως μετά από μία ειλικρινή εξομολόγηση, ή από τη βιωματική μας συμμετοχή στη θεία λατρεία και πολύ περισσότερο στο ποτήριο της ζωής. Για να ζούμε όμως μόνιμα μέσα μας αυτήν την ιερή εμπειρία της ειρηνεύσεώς μας με τον Θεό, χρειάζεται μεγάλη προσοχή και αγώνας. Διότι πολύ εύκολα μπορεί να τη χάσουμε όταν είμαστε αμελείς και ράθυμοι και επανερχόμαστε εύκολα στις πτώσεις μας. Ας αγωνιζόμαστε λοιπόν για να ζούμε διαρκώς την ειρήνη του Θεού και την αίσθηση της χάριτός του.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ


Στη συνέχεια ο απόστολος Παύλος περιγράφει το μεγαλείο της αγάπης του Θεού. Η αγάπη που έδειξε σε μας ο Θεός, λέει, εκχύθηκε και πλημμύρισε τις καρδιές μας: «Η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών». Και είναι μοναδική η αγάπη που μας έδειξε ο Θεός. Διότι ενώ εμείς ήμασταν πνευματικά ασθενείς, ο Χριστός πέθανε για να σώσει εμάς τους αμαρτωλούς. Αυτό αποδεικνύει τη μεγάλη αγάπη του Θεού· διότι ενώ με πολύ δυσκολία μπορεί να βρεθεί άνθρωπος να πεθάνει για κάποιον δίκαιο, ο Χριστός όμως δεν πέθανε για κάποιους δίκαιους, αλλά για μας που ήμασταν γεμάτοι αμαρτίες, για να σωθούμε από την οργή της κολάσεως.

Πόσο πολύ λοιπόν μας αγάπησε ο Χριστός; Ο απόστολος Παύλος παρομοιάζει την άπειρη αγάπη του με ένα ποτάμι αστείρευτο που πλημμυρίζει τις καρδιές μας· ένα ποτάμι που εκχύνεται από τον ωκεανό της αγάπης του στις καρδιές μας. εκχύνεται σαν μύρο κάνοντας την ψυχή μας να ευωδιάζει. Εκχύνεται σαν βροχή του ουρανού που καθιστά την ψυχή μας καρποφόρα. Και σε ποιους εκχύνεται η αγάπη του Θεού; Έχουμε σκεφθεί ποτέ ποιους αγάπησε ο Θεός; Εμάς που ήμασταν αρνητές και προδότες της αγάπης του. Δεν έδειξε ο Θεός την αγάπη του σε φίλους του αλλά σε μας τους εχθρούς του. Κι αυτό ακριβώς δείχνει το μεγαλείο της αγάπης του Θεού. Για τέτοιους αποστάτες θυσιάστηκε ο Ιησούς Χριστός. Αλλά και από τον ουράνιο θρόνο του, όπου κάθισε με την Ανάληψή του, ως Μέγας Αρχιερεύς εξακολουθεί να εκχέει διαρκώς την ανεξάντηλη χάρη της αγάπης του σε μας τους αμαρτωλούς και να μεσιτεύει για μας. Μας προσφέρει μία αγάπη που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να την κατανοήσουμε. Σ’ όλη την αιωνιότητα θα προσπαθούμε να την εξιχνιάσουμε και θα λατρεύουμε όλο και περισσότερο τον Κύριό μας. Κι αν αυτήν την αγάπη του Χριστού δεν μπορούμε να την εννοήσουμε τώρα, πώς θα μπορέσουμε κάπως να υποψιαστούμε πόση ακόμη αγάπη θα μας δείχνει ο Κύριός μας στην αιωνιότητα; Σ’ Αυτόν λοιπόν που μας αγαπά άπειρα, ας αντιπροσφέρουμε τη δική μας φτωχή αγάπη· αγάπη όμως έμπρακτη και αληθινή.

Περιοδικό «Ο Σωτήρ», αριθ. 2003