A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗΣ (Ἀναγνωστικό Δ΄Δημοτικοῦ 1959)

Μόλις ἦταν δέκα χρονῶν παιδὶ ὁ Ἀνδρέας καὶ ἐγνώριζε κιόλας τὶς στενοχώριες τῆς ζωῆς.

Σὲ ἡλικία τεσσάρων μόλις χρονῶν εἶχε χάσει τὴ μαννούλα του καὶ τώρα ἔχασε καὶ τὸν καλό του  πατέρα. Ἔτσι ὁ Ἀνδρέας μὲ τὸ μικρούλη του τὸν ἀδελφό, τὸ Νώτη, ἔμειναν στοὺς πέντε δρόμους.

Καλὰ ποὺ εὑρέθηκε ἡ θεία τους ἡ Σταυρούλα, ἡ ἀδελφὴ τῆς μάννας τους τῆς συχωρεμένης καὶ τὰ  περιμάζεψε. Πτωχὴ ὅμως κι αὐτὴ ἐργάτρια σ’ ἕνα ταπητουργεῖο, ποῦ νὰ χορτάσῃ ψωμὶ τὰ ὀρφανά!

Τί νὰ πρωτοκάμῃ ἡ θεία ἡ Σταυρούλα μὲ τὶς ὀλίγες δραχμοῦλες, ποὺ παίρνει;

Μιὰ ἡμέρα ὁ Ἀνδρέας, ποὺ ἦταν παιδὶ πολὺ στοχαστικὸ κι ἐκαταλάβαιντ τὶς στενοχώριες τῆς θείας  του, τῆς λέγει:

Ξέρεις, θεία Σταυρούλα, ἐγὼ σὲ λίγο τελειώνω πιὰ τὸ σχολεῖο. Θὰ πάω νὰ δουλέψω. Δὲν ἠμπορῶ  νὰ σὲ βλέπω νὰ κουράζεσαι ἔτσι καὶ πάλι νὰ πεινοῦμε ὅλοι μας. Πρέπει καὶ ἐγὼ νὰ βγάζω τὸ δικό  μου.

Σὲ καλό σου, γιόκα μου! Ποιός θὰ σὲ πάρῃ στὴ δουλειά του μιὰ στάλα παιδί; Τί ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ  ἕνα παιδὶ στὴν ἡλικία σου;

Μὰ ὁ Ἀνδρέας ἐπέμενε καὶ ἔγινε... ἔμπορος. Ἐπουλοῦσε σπίρτα στὸ δρόμο, στὰ καφενεῖα, στὶς  γωνίες, ὅπου βρισκόταν.

Ἔτσι, χλωμὸ ἀπὸ τὴν κακοπέραση καὶ πτωχοντυμένο, ὅποιος τὸν ἔβλεπε, καὶ ἀνάγκη νὰ μὴν εἶχε,  ἔπαιρνε κανένα κουτί. Σπίρτα εἶναι, χρειάζονται.

Μιὰ μέρα ὁ Ἀνδρέας ἐπλησίασε ἕναν κύριο, τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ ἕνα μεγάλο κατάστημα. Ἀπὸ  τὸ πρωῒ δὲν εἶχε πουλήσει οὔτε ἕνα κουτί.

Πάρτε, κύριε, ἕνα κουτάκι σπίρτα ἀπὸ τὸ πτωχό. Ὁ κύριος ἐγύρισε καὶ εἶδε τὸ παιδὶ μὲ συμπόνια.  Δὲν ἔμοιαζε μὲ τὰ χαμίνια τοῦ δρόμου. Στὸ χλωμό του πρόσωπο ἦταν ζωγραφισμένη ἡ θλῖψι. Ἔψαξε τότε ὁ κύριος γιὰ ψιλά, αλλὰ δεν εὑρῆκε. Ὕστερα ἔβγαλε τὸ πορτοφόλι του, ἀλλὰ κί ἐκεῖνο  δὲν εἶχε τίποτε ὀλιγώτερο ἀπὸ ἑκατοστάρικα.

Λυποῦμαι, μικρέ μου, ποὺ δὲν ἔχω ψιλά, εἶπεν ὁ κύριος καὶ ἔκαμε νὰ φύγῃ.

Δῶστε μου, κύριε, τὸ ἑκατοστάρικο καὶ ἐγὼ θὰ εὕρω νὰ τὸ χαλάσω. Θὰ τρέξω γρήγορα -  γρήγορα καὶ σὲ δυὸ λεπτὰ θὰ σᾶς φέρω τὰ ψιλά.

Ἀλήθεια τὸ λές; ἐρώτησε ὁ κύριος, βλέποντας τὸν Ἄνδρέα κατάματα.

Ναί, ἀλήθεια σᾶς λέγω.

Τὸ ξάστερο πρόσωπο τοῦ παιδιοῦ κι ὁ τρόπος ποῦ τοῦ μίλησε ἔπεισαν τὸν κύριο νὰ τοῦ  ἐμπιστευθῇ τὸ ἑκατοστάρικο.

Ὁ Ἀνδρέας ἔφυγε τρεχᾶτος.

Ὁ κύριος ἔμεινεν ἐπάνω στὸ πεζοδρόμιο καὶ περίμενε. Στὸ μεταξὺ πλησίασε τὴ βιτρίνα κι’ ἔβλεπε. Πέρασαν πέντε λεπτά, πέρασαν δέκα κι ὁ Ἀνδρέας ἀκόμη νὰ φανῇ! Ὁ κύριος ἄρχισε νὰ κουνᾷ τὸ  μπαστούνι του νευρικὰ καὶ τὸ πρόσωπό του ἔδειχνε ἀνησυχία. Πέρασαν ἄλλα δέκα λεπτά, τίποτε!

Κουτὸς ἤμουν νὰ πιστέψω σ’ ἕνα παιδὶ τοῦ δρόμου, ἔλεγε ἀπὸ μέσα του.

Μετὰ μισὴ ὥρα, σὰν ἀπελπίσθηκε, πῆρε τὸ δρόμο καὶ, τράβηξε γιὰ τὸ σπίτι του.

Τὴν ἄλλη μέρα βλέπει ὁ κύριος ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του ἕνα μικρούλη νὰ τὸν περιμένῃ.  Ἔμοιαζε ἀπαράλλακτα μὲ τὸν μικρό, ποὺ τοῦ εἶχε δώσει τὸ ἑκατοστάρικο, μόνο ποὺ ἦταν  μικρότερος ἀπὸ ἐκεῖνον.

Κάποια μεγάλη θλῖψι θὰ εἶχε στὴν καρδιά του τὸ παιδί, γιατὶ τὰ μάτια του ἦταν γεμᾶτα δάκρυα.

Κύριε, τοῦ εἶπε μὲ ὕφος φοβισμένο, ἐσεῖς εἶσθε ποὺ δώσατε στὸν Ἀνδρέα μας χθὲς τὸ ποωῒ τὸ  ἑκατοστάρικο;

Ναί, ἐγὼ εἶμαι, ἀπάντησε ὁ κύριος.

Νά τα τὰ λεπτά σας, κύριε. Μ’ ἔστειλε ὁ Ἀνδρέας μας νὰ σᾶς τὰ δώσω.

Καὶ πῶς βρῆκες τὸ σπίτι μου, παιδί μου;

Μ’ ἔστειλε ὁ Ἀνδρέας στὸ κατάστημα ποὺ σᾶς βρῆκε χθὲς καὶ ρώτησα, γιατὶ τὸν Ἀνδρέα τὸν πάτησε τὸ αὐτοκινητο, εἶπε ὁ μικρὸς χύνοντας πικρὰ δάκρυα.

Ὁ κύριος στάθηκε γιὰ μιὰ στιγμὴ σκεπτικὸς καὶ τὸ πρόσωπό του ἔδειχνε μεγάλη ταραχή.

Ὕστερα πῆρε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ λέει:

Πᾶμε, μικρέ μου, στὸ σπίτι σας.

Σὲ λίγο μπῆκαν σὲ ἕνα στενοδρόμι.

Ἐδῶ, κύριε, εἶναι τὸ σπίτι μας, εἶπε τὸ παιδὶ καὶ ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλό του ἕνα σκοτεινὸ ὑπόγειο.

Κατέβηκαν τέσσερα - πέντε σκαλοπάτια. Σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ ὑπογείου ἦταν ἕνα ἀχυρένιο στρῶμα.  Ἐπάνω στὸ στρῶμα αὐτὸ κοιτόταν ἕνα παιδὶ καὶ στὸ πλάϊ του παράστεκε μιὰ φτωχοντυμένη  γυναικούλα μὲ τὰ μάτια πρησμένα ἀπὸ τὸ κλάμα.

Ὁ κύριος γνώρισε ἀμέσως τὸν Ἀνδρέα. Τὸ πρόσωπό του ἦταν κατάχλωμο ὡσὰν τὸ κερί.

Γονάτισε ὁ κύριος καὶ ἔπιασε τὸ χέρι τοῦ φτωχοῦ παιδιοῦ, ἕνα χεράκι ξυλιασμένο.

Ἔδωσες στὸν κύριο τὰ λεπτά; ρώτησε ὁ Ἀνδρέας τὸν ἀδερφούλη του. Καὶ ἠ φωνή του,  ἀδύνατη, νόμιζες πὼς θὰ ἔσβηνε, πρὶν ἀποσώσῃ τὰ λόγια του.

Ὁ καλὸς κύριος ἔσκυψε τότε καὶ ἐφίλησε τὸ μέτωπο τοῦ παιδιοῦ καὶ μὲ φωνὴ γεμάτη συμπόνια εἶπε  στὴ θεία του:

Θὰ φροντίσω ἐγώ γι’ αὐτὸ τὸ παιδί, γιὰ νὰ γίνῃ καλά. Μιὰ στιγμὴ καὶ θὰ ξανάρθω.

Καὶ ἀνέβηκε βιαστικὸς τὰ σκαλοπάτια.

Σὲ λίγο ξαναγύρισε μὲ τὸ αὐτοκίνητο τῶν πρώτων βοηθειῶν. Πῆρε ὁ ἴδιος τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸ ἔβαλε προσεκτικὰ μέσα στὸ αὐτοκίνητο.

Ὕστερα ἀπὸ λίγη ὥρα ὁ Ἀνδρέας ἦταν ξαπλωμένος ἐπάνω σ’ ἕνα λευκὸ κρεβάτι στὸ νοσοκομεῖο.

Ἡ πληγή του βέβαια ἦταν βαρειὰ καὶ ὁ κίνδυνος μεγάλος. Ἀλλὰ οἱ φροντίδες τῶν καλῶν γιατρῶν  τὸν ἔσωσαν.

Ἔμεινε ἀρκετὲς ἡμέρες στὸ νοσοκομεῖο ὁ Ἀνδρέας.

Ὅταν ἔγινε καλὰ καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο, ὁ καλὸς κύριος δὲν τὸν ἄφησε πιὰ νὰ πουλᾷ σπίρτα. Τὸν ἔστειλε πάλι στὸ σχολεῖο, γιὰ νὰ μάθῃ περισσότερα γράμματα. Τὸ ἴδιο ἔκαμε καὶ γιὰ τὸ Νώτη,  τὸν ἀδελφὸ τοῦ Ἀνδρέα.

Οὔτε τοὺς ἄφησε νὰ ζοῦν στὸ ἴδιο ὑγρὸ καὶ ἀνήλιο ὑπόγειο. Πῆρε τὴ θεία τους τὴ Σταυρούλα  οἰκονόμο στὸ πλούσιο σπίτι του καὶ παραχώρησε καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς ἕνα μεγάλο προσηλιακὸ  δωμάτιο.

Ἀπὸ τότε ἡ θεία Σταυρούλα μὲ τὰ ὀρφανὰ ἀνεψάκια της ἔζησε εὐχαριστημένη. Τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν καὶ ἔγιναν τίμιοι ἐργάτες καὶ καλοὶ ἄνθρωποι.

Αναγνωστικό Δ΄Δημοτικού 1959

Πηγή: kapodistrias.info

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Γιατὶ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς τοὺς ἀνάξιους καὶ φαύλους ἄρχοντες; (Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου




Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου Ἐπισκόπου Ἀντιοχείας




Γιατί ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει οἱ "ἐλέῳ Θεοῦ" ἄρχοντές μας, νὰ εἶναι συχνὰ ἀνάξιοι;
Καὶ ἂν εἶναι "ἐλέῳ Θεοῦ", καὶ "τεταγμένοι ἀπὸ τὸν Θεό" κατὰ τὴν Ἁγία Γραφή, πῶς γίνεται νὰ εἶναι συχνὰ ἀνάξιοι; 

Ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, μᾶς ἐξηγεῖ:

Ἐρώτησις: Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι οἱ ἐξουσίες τοῦ κόσμου ἔχουν ταχθῆ ἀπὸ τὸν Θεό (Ρωμ. ιγ' 1). Πρέπει λοιπὸν νὰ δεχθοῦμε ὅτι κάθε ἄρχοντας ἢ βασιλεὺς ἢ Ἐπίσκοπος προχειρίζεται στὸ ἀξίωμα αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεό;-

Ἀπόκρισις: Ὁ Θεὸς λέει στὸν Νόμο: «Θὰ σᾶς δώσω ἄρχοντας σύμφωνα μὲ τὶς καρδιές σας» (παράβ. Ἱερεμ. γ' 15). Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι οἱ μὲν ἄρχοντες καὶ οἱ βασιλεῖς ποὺ εἶναι ἄξιοι αὐτῆς τῆς τιμῆς προχειρίζονται στὸ ἀξίωμα αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ ἄλλοι πάλι, ποὺ εἶναι ἀνάξιοι, προχειρίζονται κατὰ παραχώρησιν ἢ καὶ βούλησιν τοῦ Θεοῦ σὲ ἀνάξιο λαὸ ἐξ αἰτίας αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ἀναξιότητός των.

Καὶ ἄκουσε σχετικὰ μερικὲς διηγήσεις.

Ὅταν εἶχε γίνει βασιλεὺς ὁ Φωκᾶς, ὁ τύραννος [1], καὶ ἄρχισε ἐκεῖνες τὶς αἱματοχυσίες μὲ τὸν Βόνοσο [2], τὸν δήμιο, ὑπῆρχε κάποιος μοναχὸς στὴν Κωνσταντινούπολι, ἅγιος ἄνθρωπος, ποὺ ἔχοντας πολλὴ παρρησία πρὸς τὸν Θεό, σὰν νὰ δικαζόταν μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔλεγε μὲ ἁπλότητα: «Κύριε, γιατί ἔκανες τέτοιον βασιλέα;» Καὶ τότε, ἀφοῦ τὸ ἔλεγε αὐτὸ γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες, τοῦ ἦλθε φωνὴ ἐκ Θεοῦ ποὺ ἔλεγε: «Διότι δὲν βρῆκα ἄλλον χειρότερο».

Ὑπῆρχε καὶ κάποια ἄλλη πόλις στὴν περιοχὴ τῆς Θηβαΐδος, ποὺ ἦταν γεμάτη παρανομία, τῆς ὁποίας οἱ πολίτες διέπρατταν πολλὰ μιαρὰ καὶ ἄτοπα πράγματα. Σ᾽ αὐτὴν λοιπὸν κάποιος ἄνθρωπος τοῦ ἱπποδρόμου διεφθαρμένος στὸ ἔπακρον ἀπέκτησε ξαφνικὰ κάποια ψευδοκατάνυξι καὶ πῆγε καὶ ἐκάρη μοναχὸς καὶ ντύθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἀλλ’ ὅμως καθόλου δὲν σταμάτησε τὶς πονηρὲς πράξεις του. Συνέβη λοιπὸν νὰ πεθάνη ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως αὐτῆς. Τότε παρουσιάσθηκε σὲ κάποιον ἅγιο ἄνθρωπο ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέει: «Πήγαινε καὶ προετοίμασε τὴν πόλι, γιὰ νὰ χειροτονήσουν Ἐπίσκοπο τὸν πρώην ἄνθρωπο τοῦ Ἱπποδρόμου». Πῆγε λοιπὸν αὐτὸς καὶ ἔκανε ὅ,τι τοῦ παρηγγέλθη. Ἀφοῦ λοιπὸν χειροτονήθηκε ὁ προαναφερθεὶς πρώην ἢ μᾶλλον ἔτι φαυλόβιος, ἄρχισε μὲ τὸν νοῦ του νὰ φαντάζεται ὅτι κάτι εἶναι καὶ νὰ ὑψηλοφρονῆ. Τότε τοῦ παρουσιάσθηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέει: «Γιατί ὑψηλοφρονεῖς, ἄθλιε; Σοῦ λέω ἀλήθεια ὅτι δὲν ἔγινες Ἐπίσκοπος, ἐπειδὴ ἤσουν ἄξιος γιὰ ἱερωσύνη, ἀλλὰ γιατί αὐτῆς τῆς πόλεως τέτοιος Ἐπίσκοπος τῆς ἄξιζε».

Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ἂν ποτὲ δῆς κάποιον ἀνάξιο καὶ πονηρὸ βασιλέα ἢ ἄρχοντα ἢ Ἐπίσκοπο, μὴν ἀπορήσης, μήτε νὰ κατηγορήσης τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ μᾶλλον μάθε ἀπ’ αὐτὸ καὶ πίστευε ὅτι παραδιδόμεθα σὲ τέτοιους τυράννους ἐξ αἰτίας τῶν ἀνομιῶν μας, κι ὅμως πάλι δὲν ἀφήνουμε τὰ κακά μας ἔργα.


--------------------------------------------------------------------

1. Φλάβιος Φωκᾶς: αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου (602-610), περιβόητος γιὰ τὴν σκληρότητα καὶ ἀκολασία του.
2. Βόνοσος ἢ Βόνωσος: λογοθέτης (ὑπουργὸς) ἐπὶ Φλαβίου Φωκᾶ

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΓΑΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΜΙΑ ΒΑΡΚΟΥΛΑ



Όταν επισκέφθηκαν το Μοναστήρι για πρώτη φορά ένας άνδρας με τη γυναίκα του, είχαν την ακόλουθη εμπειρία με τον Γέροντα, ο οποίος βέβαια δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτούς νωρίτερα.
Τον χαιρέτισαν, πήραν την ευχή του και έμειναν για λίγο δίπλα του σιωπηλοί.

Κάποια στιγμή, ρώτησε τα ονόματά τους. Έπειτα, εντελώς ξαφνικά, είπε στον σύζυγο:

Εσένα θα σου κοπούν τα χέρια και τα πόδια!
Ο έκπληκτος επισκέπτης μόλις που κατάφερε να ψελλίσει:
– Γιατί, Γέροντα, θα μου κοπούν τα χέρια και τα πόδια;
– Γιατί της φωνάζεις; τον ρώτησε με αυστηρό, αλλά περίεργα όμορφο τρόπο, δείχνοντας τη γυναίκα του.
– Ναι, ναι, Γέροντα, πέστε τα, έκανε χαρούμενη αυτή, που κάποιος τόσο σπουδαίος πήρε το μέρος της.

Ο άντρας συγκλονίστηκε. Κατάλαβε αστραπιαία πως ήταν λάθος να μεταφέρει μέσα στο σπίτι του την ένταση της δουλειάς και να ξεσπά στη γυναίκα του άδικα, και χαμήλωσε το κεφάλι. Μέσα του ήλθαν τα πάνω κάτω.
Και τότε ο Γέροντας, αφού είδε την αλλαγή του, αφού κατάλαβε πώς ο φταίχτης συναισθάνθηκε το σφάλμα του, άλλαξε τελείως συμπεριφορά, άπλωσε το χέρι και τον χάιδεψε στο κεφάλι.
– Βρέ μανούλα μου, του είπε τρυφερά, άμα είσαι σε μια βάρκα… Έχεις μπει ποτέ σε βάρκα;
– Γέροντα, έχω μπει, ψέλλισε ντροπιασμένος ο άνθρωπος.
– Έχεις κάνει κουπί;
– Έχω κάνει.
– Με πόσα κουπιά;
– Με δύο.
– Έχεις κάνει βάρκα με ένα κουπί;
– Όχι.
– Άμα κάνεις βάρκα με ένα κουπί, πού θα πας;
– Δεν ξέρω.
– Θα γυρίζεις γύρω-γύρω, βρέ μπουμπούνα, έτσι; Έτσι είναι και με τη γυναίκα σου. Άμα τραβάς μόνο εσύ κουπί, δεν πάτε πουθενά.
Είστε μια βαρκούλα οι δύο σας, ο γάμος σας είναι μια βαρκούλα και σας έχουν ξαμολήσει μέσα στον ωκεανό.
Για να φτάσετε στο λιμάνι, πρέπει να τραβάτε και οι δύο κουπί.
Άμα τραβάς μόνο εσύ, δεν γίνεται.
Κατάλαβες;

(Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης – Ο Πνευματικός της Μονής Δαδίου, εκδόσεις Κυριακίδη, σελ. 165)


Πηγή: eikonografies.gr

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΤΑ (Ἀναγνωστικό Γ΄Δημοτικοῦ 1955)

δάσκαλος ἐξήγησε σήμερα γιατί κάνομε στὰ σπίτια μας βασιλόπιττα.

Στὰ παλιὰ χρόνια, εἶπε στὰ παιδιά, ὅταν ἦτο ἐπίσκοπος στὴν Καισάρεια ὁ Μέγας Βασίλειος, ἔτυχε νὰ εἶναι διοικητὴς τῆς Καππαδοκίας ἕνας εἰδωλολάτρης, πολὺ  κακός, σκληρὸς καὶ φιλοχρήματος ἄνθρωπος. Οἱ ἐπισκέψεις του στὰ διάφορα μέρη τῆς ἐπαρχίας του σκοπὸ εἶχαν τὴ διαρπαγὴ καὶ λεηλασία τῶν θησαυρῶν τῶν Χριστιανῶν. Κάποτε λοιπόν, ποὺ θὰ ἔκανε τὴν ἐπίσκεψί του ὁ κακὸς αὐτὸς ἄρχοντας στὴν Καισάρεια, οἱ Χριστιανοὶ ἔτρεξαν φοβισμένοι στὸ Μέγαν Βασίλειο καὶ τοῦ  ἐζήτησαν τὴ συνδρομή του.

Ἀδελφοί μου, εἶπε ὁ Βασίλειος, τὴ σωτηρία θὰ τὴ ζητήσωμε πρῶτα ἀπὸ τὸ Θεό.

Ξεύρετε βέβαια γιὰ ποιὸ σκοπὸ κάνει τὴν ἐπίσκεψί του ὁ κακὸς αὐτὸς  ἄνθρωπος. Σᾶς συμβουλεύω νὰ μοῦ δώσῃ ὁ καθένας σας ὅ,τι πολύτιμο ἀντικείμενο ἔχει, καὶ ὄταν θὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε, θὰ τοῦ τὰ παραδώσω μὲ τρόπο, γιὰ νὰ  σωθοῦμε.

Οἱ Χριστιανοὶ συμμορφώθηκαν μὲ τὰ λόγια τοῦ Βασιλείου καὶ ἔδωσαν πρόθυμα ὅ,τι ἠμποροῦσαν. Ἄλλοι ἔδωσαν φλουριά, ἄλλοι στολίδια, οἱ πλούσιοι ἔδωσσν καὶ  γιὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἔτσι ἐμαζεύθηκε ἀρκετὸ χρυσάφι.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ὅμως ἔκαμε τὸ θαῦμά του. Ὁ κακὸς διοικητής, εἴτε γιατὶ ἔμεινε εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν ὑποδοχὴ καὶ τὴν προσφώνησι τοῦ ἐπισκόπου, εἴτε γιατὶ ἔφθασε Ἑλληνικὸς στρατὸς ἀπὸ τὴν Πὸλι, ἔφυγε καὶ δὲν ἐπῆρε μαζί του τὸν συγκεντρωμένο θησαυρό.

Μετὰ τὴν ἀναχώρησι τοῦ διοικητοῦ, συγκέντρωσε ὁ Μέγας Βασίλειος τοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς εἶπε:

Ἀδελφοί μου, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὰ δῶρά σας ἐγλύτωσαν ἀπὸ τὸν ἄρχοντα. Τὴν Κυριακή, ποὺ μᾶς ἔρχεται, θὰ δώσω στὸν καθένα ὅ,τι χρυσαφικὰ ἤ  φλουριὰ μοῦ ἔδωσε.
Ἀλλὰ πῶς νὰ ἐπιστρέψῃ ὅλον ἐκεῖνον τὸ θησαυρὸ στοὺς κατόχους του; Ποῦ νὰ ξεύρῃ τί προσέφερε ὁ καθένας;

Διέταξε λοιπὸν ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ἔφτειασαν τὸ Σαββατόβραδο μικρὲς πίττες γιὰ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς καὶ μέσα σὲ κάθε πίττα ἔβαλε ἀπὸ ἕνα χρυσαφικό.  Ὅσα ἐπερίσσευσαν διέταξε καὶ τὰ ἐμοίρασαν στοὺς πτωχούς.

Τὴν ἄλλη ἡμέρα, δηλαδὴ τὴν Κυριακή, ἔδωσε ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπὸ μιὰ πίττα σὲ κάθε Χριστιανὸ καὶ ἔτσι οἱ Χριστιανοί, καθὼς ἔτρωγαν τὴν πίττα, εὕρισκαν τὸ  πολύτιμο ἀντικείμενο καὶ τὸ ἔπαιρναν δικό τους.

Ἀπὸ τότε ἔμεινε συνήθεια νὰ κάμνουν οἱ Χριστιανοὶ βασιλόπιττες καὶ νὰ βάζουν νομίσματα στὴν ἐπέτειο τῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.




Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΣΠΟΡΟΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ



Ένας αυτοκράτορας στην Άπω Ανατολή, γερνούσε και καταλάβαινε ότι έφτασε η ώρα να διαλέξει το διάδοχό του. Αντί να διαλέξει έναν από τους βοηθούς του ή έναν από τα παιδιά του, αποφάσισε να κάνει κάτι διαφορετικό. Προσκάλεσε μια μέρα πολλούς νέους του βασιλείου του και τους είπε. "Έφτασε η ώρα μου να παραιτηθώ και να διαλέξω τον επόμενο αυτοκράτορα. Έχω αποφασίσει να διαλέξω έναν από σας".

Οι νέοι ξαφνιάστηκαν! Αλλά ο αυτοκράτορας συνέχισε. "Θα δώσω σήμερα στον καθένα σας ένα σπόρο, έναν πολύ ειδικό σπόρο. Θέλω να τον φυτέψετε, να τον ποτίζετε και να ξαναρθείτε εδώ μετά ένα χρόνο από σήμερα με ό,τι έχει φυτρώσει απ' αυτόν τον ένα σπόρο. Εγώ θα κρίνω τότε τα φυτά που θα φέρετε κι αυτός, το φυτό του οποίου θα διαλέξω, θα είναι ο επόμενος αυτοκράτορας!"
.
Ένα αγόρι που λεγόταν Λίνγκ, ήταν εκεί εκείνη την ημέρα και όπως όλοι οι άλλοι, πήρε κι αυτός ένα σπόρο. Πήγε σπίτι του και γεμάτος ενθουσιασμό διηγήθηκε στη μητέρα του τι συνέβη. Η μητέρα του τον βοήθησε να βρει μια γλάστρα και χώμα κι αυτός φύτεψε το σπόρο και τον πότισε προσεχτικά. Του άρεσε να τον ποτίζει κάθε μέρα και να παρακολουθεί να δει αν είχε φυτρώσει.
Υστερα από τρεις εβδομάδες περίπου, μερικοί από τους άλλους νέους, άρχισαν να μιλούν για τους σπόρους τους και για τα φυτά που άρχισαν να μεγαλώνουν.
 .
Ο Λίνγκ συνέχισε να παρακολουθεί το σπόρο του, αλλά τίποτα δεν φύτρωσε ποτέ. Πέρασαν τρεις εβδομάδες, τέσσερις εβδομάδες, πέντε εβδομάδες κι ακόμα τίποτα. Τώρα όλοι οι άλλοι μιλούσαν με ενθουσιασμό για τα φυτά τους, ο Λίνγκ όμως δεν είχε φυτό και αισθανόταν αποτυχημένος.
.
Πέρασαν έξι μήνες κι ακόμα δεν φύτρωσε τίποτα στη γλάστρα του Λίνγκ. Άρχισε να πιστεύει ότι είχε σκοτώσει το σπόρο του. Όλοι οι άλλοι είχαν δέντρα και ψηλά φυτά, αυτός όμως τίποτα. Όμως ο Λίνγκ δεν έλεγε τίποτα στους φίλους του. Απλά περίμενε να φυτρώσει ο σπόρος του.
.
Τελικά πέρασε ένας χρόνος και όλοι οι νέοι του βασιλείου έφεραν τα φυτά τους στον αυτοκράτορα για επιθεώρηση. Ο Λίνγκ είπε στη μητέρα του ότι δεν θα πήγαινε μια άδεια γλάστρα, αλλά αυτή τον συμβούλεψε να πάει. Και επειδή ήταν τίμιος με ό,τι συνέβη και παρ' όλο που αισθανόταν αδιαθεσία στο στομάχι, παραδέχτηκε ότι η μητέρα του είχε δίκιο. Πήγε λοιπόν την άδεια γλάστρα του στο παλάτι. Όταν έφτασε εκεί ο Λίνγκ έμεινε κατάπληκτος από την ποικιλία των φυτών που καλλιέργησαν οι άλλοι νέοι. Ήταν όμορφα σε όλα τα σχήματα και μεγέθη. Ο Λίνγκ ακούμπησε την άδεια γλάστρα του στο πάτωμα και πολλοί από τους άλλους άρχισαν να τον περιγελούν. Μερικοί τον λυπήθηκαν και του είπαν. "Δεν πειράζει, προσπάθησες για το καλύτερο".
.
 Όταν έφτασε ο αυτοκράτορας, εξέτασε την αίθουσα και χαιρέτησε τους νέους. Ο Λίνγκ προσπάθησε να κρυφτεί στο πίσω μέρος της αίθουσας. "Τι μεγάλα φυτά, δέντρα και λουλούδια καλλιεργήσατε", είπε ο αυτοκράτορας. "Σήμερα ένας από σας θα εκλεγεί σαν ο επόμενος αυτοκράτορας"!. Ξαφνικά διέκρινε το Λίνγκ με την άδεια του γλάστρα, στο πίσω μέρος της αίθουσας. Διέταξε αμέσως τους φρουρούς του να τον φέρουν μπροστά του. Ο Λίνγκ ήταν κατατρομαγμένος. "Ο αυτοκράτορας γνωρίζει ότι είμαι αποτυχημένος", είπε. "Ίσως θα πρέπει να με σκοτώσει".
Όταν ο Λίνγκ ήλθε μπροστά ο αυτοκράτορας τον ρώτησε πώς λέγεται. "Λέγομαι Λίνγκ" απάντησε. Οι υπόλοιποι άρχισαν να γελούν και να τον κοροϊδεύουν. Ο αυτοκράτορας ζήτησε να ηρεμήσουν όλοι. Κοίταξε τον Λίνγκ και κατόπιν ανάγγειλε στο πλήθος, "Ιδού ο νέος σας αυτοκράτορας! Το όνομά του είναι Λίνγκ"!. Ο Λίνγκ δεν μπόρεσε να το πιστέψει. Δεν μπόρεσε ούτε το σπόρο του να κάνει να φυτρώσει! Πώς θα μπορούσε να γίνει ο νέος αυτοκράτορας;
.
Τότε ο αυτοκράτορας είπε, "Πριν ένα χρόνο, σαν σήμερα, έδωσα στον καθένα από σας εδώ ένα σπόρο. Σας είπα να πάρετε το σπόρο, να τον φυτέψετε, να τον ποτίσετε και να μου τον φέρετε πίσω σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι έδωσα σε όλους σας βρασμένους σπόρους, που δεν θα φύτρωναν. Όλοι σας, εκτός από τον Λίνγκ, μου έχετε φέρει δέντρα και φυτά και λουλούδια. Όταν ανακαλύψατε ότι οι σπόροι δεν θα βλάσταιναν, αντικαταστήσατε το σπόρο που σας έδωσα μ' έναν άλλο. Ο Λίνγκ ήταν ο μόνος που είχε το θάρρος και την εντιμότητα να μου φέρει μια γλάστρα που είχε μέσα το δικό μου σπόρο. Γι' αυτό είναι αυτός που θα γίνει ο νέος αυτοκράτορας!.

  • Αν σπείρεις εντιμότητα, θα θερίσεις εμπιστοσύνη.
  • Αν σπείρεις καλοσύνη, θα θερίσεις φίλους.
  • Αν σπείρεις ταπεινοφροσύνη, θα θερίσεις μεγαλείο.
  • Αν σπείρεις επιμονή, θα θερίσεις νίκη.
  • Αν σπείρεις στοχασμό, θα θερίσεις αρμονία.
  • Αν σπείρεις σκληρή δουλειά, θα θερίσεις επιτυχία.
  • Αν σπείρεις συγχώρηση, θα θερίσεις συμφιλίωση.
  • Αν σπείρεις ειλικρίνεια, θα θερίσεις καλές σχέσεις.
  • Αν σπείρεις υπομονή, θα θερίσεις βελτίωση.
  • Αν σπείρεις πίστη, θα θερίσεις θαύματα.
  • Αν σπείρεις ανεντιμότητα, θα θερίσεις δυσπιστία.
  • Αν σπείρεις εγωισμό, θα θερίσεις μοναξιά.
  • Αν σπείρεις περηφάνια, θα θερίσεις καταστροφή.
  • Αν σπείρεις ζήλια, θα θερίσεις ταλαιπωρία.
  • Αν σπείρεις οκνηρία, θα θερίσεις στασιμότητα.
  • Αν σπείρεις πικρία, θα θερίσεις απομόνωση.
  • Αν σπείρεις πλεονεξία, θα θερίσεις απώλεια.
  • Αν σπείρεις κακολογία, θα θερίσεις εχθρούς.
  • Αν σπείρεις στενοχώριες, θα θερίσεις ρυτίδες.
  • Αν σπείρεις αμαρτίες, θα θερίσεις ενοχές.

Πρόσεχε, λοιπόν, τι σπέρνεις τώρα. Αυτό θα καθορίσει τι θα θερίσεις αύριο.



Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ (Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946)

teleutaios mathitis


Ἄκουσε, Γιαννάκη, ἄρχισε νὰ μοῦ λέη μιὰ μέρα ὁ πατέρας μιου: Στὴν ἡλικία σου ἤμουν κι ἐγὼ παιδὶ ἔξυπνο καὶ προκομμένο. Ὁ πατέρας μου ἤταν πολὺ εὐχαριστημένος μ’ ἐμένα κι ὅλος ὁ κόσμος μὲ εἶχε γιὰ καλὸ παιδί. Ἄκουσα τόσους ἐπαίνους, ποὺ στὰ τελευταῖα τὸ πῆρα κι ἐγὼ ἐπάνω μου καὶ κατήντησα ἕνας ἐγωιστής. Κανένα ἀπὸ τοὺς συμμαθητές μου δὲ λογάριαζα, ὅλους τοὺς περιφρονοῦσα. Γι’ αὐτὸ μοῦ ἄξιζε νὰ πάρω ἕνα καλὸ μάθημα καὶ τὸ πῆρα, ἀπὸ ποιόν, νομίζεις; Ἀπὸ τὸν τελευταῖο τῆς τάξης!
Ὁ μαθητὴς αὐτὸς ἦταν ἕνας τόσος δὰ ἀνθρωπάκος, ἀδύνατος, μὲ πρόσωπο χλομὸ καὶ μαραμένο. Ἡ ματιά του ἦταν πάντα φοβισμένη  καὶ γεμάτη θλίψη. Τὸν ἔλεγαν Μιχάλη Λεμονά. Ἀπὸ τὰ φορέματά του φαινόταν πὼς ἦταν φτωχός.
῏Ηταν ὁ τελευταῖος στὴν τάξη. Ποτέ του δὲν εἶπε μάθημα κι οὔτε παρουσίαζε γραπτά. Ὅταν ὁ δάσκαλος τοῦ ἔλεγε μὲ τὴ βαριὰ φωνή  του: «Λεμονά, τὸ τετράδιό σου», ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε σιγανὰ καὶ ντροπιασμένα: «Δὲ βρῆκα καιρό, κύριε». Κι ὁ δάσκαλος τὸν μάλωνε  συχνά.
Κάποτε ἡ τύχη τὸν ἔφερε γείτονά μου.
Εκεῖνο ποὺ μοῦ ἔκαμε μεγάλη ἐντύπωση, ἦταν πὼς ὁ Λεμονὰς ἐρχόταν στὴν τάξη πάντα  νυσταγμένος. Πολλὲς φορὲς μάλιστα κοιμόταν ἐπάνω στὸ θρανίο. Κι ὅταν τὸν φώναζε ὁ δάσκαλος, ἐγὼ τὸν σκουντοῦσα μὲ τὸν ἀγκώνα μου νὰ ξυπνήση.
Ὁ Λεμονὰς ξυπνοῦσε τότε τρομαγμένος.
Μιὰ μέρα ὁ δάσκαλος φώναξε πάλι τ’ ὄνομά του.
Τὸν σκούντησα, τὸν ξανασκούντησα, μὰ ποῦ νὰ ξυπνήση! Μὲ τὰ πολλὰ ὁ Λεμονὰς ξύπνησε. Σὰν ἄνοιξε ὅμως τὰ μάτια του κι ἀντίκρισε  τὸ δάσκαλο, ἔκρυψε τὸ πρόσωπο μέσα στὶς φοῦχτες του.
-Λεμονά, πές μας τὸ μάθημά σου! Εἶπε μὲ βαριὰ φωνὴ ὁ δάσκαλος κάνοντας πὼς δὲν κατάλαβε τίποτε. Ὁ Λεμονὰς σηκώθηκε  κατακόκκινος, ἔσκυψε γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐπάνω μου καὶ μοῦ εἶπε στ’ αὐτὶ παρακαλετικά.
-Ἄχ! πές μου το, σὲ παρακαλῶ, Ἀντρέα! Ποτέ του δὲ μοῦ εἶχε ζητήσει τέτοιο πράμα! Ἦταν κατατρομαγμένος. ῎Εμοιαζε σὰν τὸ ἐλάφι,  ποὺ τὸ ἀπόκλεισε ο κυνηγὸς καὶ ζητοῦσε χάρη. Κρεμόταν ἀπὸ ἐμένα.
Ἄχ Γιαννάκη μου, παιδί μου, νά ξερες τί ντροπὴ αἰσθάνομαι αὐτὴ τὴν ὥρα, ποὺ σοῦ τὸ λέω. Καὶ νάξερες τί δάκρυα ἔχυσα γιὰ τὴν κακία  μου αὐτή! Δὲν τὸν λυπήθηκα λοιπὸν καθόλου! Δὲ σκέφτηκα ἄλλο, παρὰ πῶς θὰ τὸν κάμω νὰ τὰ χάση, γιὰ νὰ γελάση ἡ τάξη μαζί του.
᾽Εκείνη τὴ μέρα εἴχαμε ἱστορία γιὰ τὸν Περικλῆ. Τοῦ Λεμονᾶ τὰ σαγόνια ἔτρεμαν ἀπὸ τὴ σαστιμάρα του. Ἄρχισε λοιπὸν νὰ λέει:
-Ὁ Περικλῆς ἦταν... ἦταν γιὸς τοῦ Ξανθίππου καί...καί...
Ὕστερα σταμάτησε καὶ γυρνώντας παρακαλετικὰ, σ’ ἐμένα μοῦ ἔριξε μιὰ ματιά, γεμάτη ἀγωνία. Τότε μοῦ πέρασε ἀπ’ τὸ νοῦ μιὰ  διαβολικὴ ἰδέα καὶ βάζοντας τὸ χέρι μου στὸ στόμα, τοῦ φώναξα:
-Καὶ τῆς Μαργαρίτας!
Ὁ Λεμονὰς τὸ ξαναεῖπε φωναχτὰ κι ἡ τάξη ξεκαρδίστηκε στὰ γέλια.
-Κάθισε κάτω, Λεμονά! Τοῦ εἶπε ὁ δάσκαλος θυμωμένος.
Τίποτε δὲν ἔκαμες ὡς τώρα! Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ δίνεις τὸ κακὸ παράδειγμα καὶ στοὺς ἄλλους.
Κι ὁ Λεμονὰς ἀπὸ τὴν ντροπή του δὲν ξαναπάτησε πιὰ στὸ σχολεῖο.
Οἱ διακοπὲς πλησίαζαν νὰ τελειώσουν. Μιὰ μέρα μοῦ λέει ὁ πατέρας μου:
-῎Εχεις ὄρεξη γιὰ κυνήγι, Ἀντρέα; Αὔριο τὸ πρωὶ θα σηκωθοῦμε στὶς τέσσερεις καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ χαράματα θὰ ξεκινήσωμε γιὰ τὶς πέρδικες.  ᾽Εσὺ θὰ σηκώνης τὸ σακίδιο. Ἔτσι θὰ συνηθίσης νὰ κουβαλᾶς καὶ τὸ δικό σου μεθαύριο, προσέθεσε χαμογελώντας.
Ἀκοῦς ἐκεῖ! Ὅλη τὴ μέρα μὲ τὸν πατέρα καὶ μὲ τὸ σκύλο μας τὸ Σγουρή! Εἶχα μιὰ χαρὰ ποὺ δὲ λέγεται. Στὶς τρεῖς τὸ πρωὶ ἤμουν κιόλα  στὸ πόδι.
Βγήκαμε ἀπὸ τὴν πόλη καὶ προχωρούσαμε μὲ βῆμα γοργό, ὃταν ἔξαφνα εἶδα νὰ ἔρχεται ἀπ’ ἀντίκρυ ἓνα καροτσάκι. Τὸ ἔσερνε ἕνας  μικρός, στὴν ἡλικία μου.
karotsakiΤὸ καροτσάκι ἦταν φορτωμένο λαχανικά. Ὅσο γιὰ τὸ μικρό, ποιὸς νομίζεις πὼς ἦταν, Γιαννάκη; Ὁ Λεμονάς! Ναί, ὁ Μιχάλης.
Ἀπὸ τότε ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὸ σχολεῖο, ποτέ μου δὲν τὸν εἶχα συλλογιστῆ τὸ μικρὸ Λεμονά. Οὔτε καὶ ἀνησύχησα ποτὲ γιὰ τὴ σκληρὴ καὶ  πρόστυχη πράξη μου!
Καὶ ὅμως ἔτσι ποὺ τὸν εἶδα, καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη μάλιστα, αἰσθάνθηκα τὸν ἑαυτό μου κάπως στενοχωρημένο. Δὲ θέλησα νὰ προσπεράσω,  χωρὶς νὰ τοῦ πῶ δυὸ λόγια.
-Καλημέρα! Τοῦ φώναξα. Γιὰ ποῦ μὲ τὸ καρότσι τέτοια ὥρα, Λεμονά;
-Ἄσε με ἥσυχο, μουρμούρισε ὁ Λεμονάς, ποὺ μὲ εἶχε γνωρίσει κι ἐκεῖνος.
Πειράχτηκα καὶ ζήτησα κι ἐγὼ νὰ τὸν πειράξω. Καὶ μένοντας λιγάκι πίσω ἀπὸ τὸν πατέρα μου, τοῦ εἶπα:
-Δὲ μοῦ λές, Λεμονά, κοιμᾶσαι ἀκόμα, ὅπως τότε στὸ σχολεῖο;
-Φτάνει πιά! Μοῦ ἀπάντησε ἔξω φρενῶν. Δὲ σοῦ φτάνει τὸ κακὸ ποὺ μού καμες! Ἐσύ ᾽σουν ἡ αἰτία ποὺ ἔφυγα ἀπὸ τὸ σχολεῖο κι ἐννοεῖς  ἀκόμα νὰ μὲ πειράζης;
Γιὰ μιὰ στιγμὴ σώπασε. ᾽Εγὼ αἰσθάνθηκα τὸ πρόσωπό μου ν’ ἀνάβη. Γιὰ πρώτη φορὰ κατάλαβα πόσο σκληρὸς στάθηκα τότε.
-Ἄκουσε λοιπόν, ξαναεῖπε μὲ μιὰ φωνὴ βραχνὴ ὁ Λεμονάς, καὶ θὰ τὰ μάθης ὅλα: γιατὶ κοιμόμουν μέσα στὴν τάξη, γιατὶ ἤμουν ὁ τελεταῖος καὶ γιατὶ μὲ βρίσκεις τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ σπρώχνω τὸ καροτσάκι. Πρέπει νὰ σοῦ τὸ πῶ, γιὰ νὰ καταλάβης τὸ κακὸ ποὺ μούκαμες.
Ὁ πατέρας μου ἦταν ἄρρωστος ἀπὸ καιρό. Ὁ γιατρὸς μᾶς εἶπε νὰ τὸν στείλωμε μακριὰ σ’ ἕνα βουνὸ καὶ πὼς ἔπρεπε νὰ μείνη ἐκεῖ  ἀρκετοὺς μῆνες. Τὸν στείλαμε. Ἀπὸ τότε ὅμως ἄρχισε στὸ σπίτι μας ἡ φτώχεια κι ἡ στενοχώρια.
Τὰ λίγα χρήματα ποὺ εἴχαμε, τὰ ξοδέψαμε γιὰ τὸ ταξίδι του καὶ γιὰ τὸν πρῶτο μήνα. ῎Ετσι κι ἡ μάνα μου ἀναγκάστηκε ν’ ἀνοίξη ἕνα  λαχανοπωλεῖο στὴ γειτονιά. Νὰ περνοῦμε ἐμεῖς, νὰ στέλνωμε καὶ τοῦ πατέρα μου.
Μὰ πῶς μποροῦσε νὰ τὰ βγάλη πέρα μονάχη της ἡ μάνα μου; Ἔπρεπε νὰ τὴ βοηθήσω κι ἐγώ. ῎Ετσι τὰ βράδυα, σὰ γυρνοῦσα ἀπὸ τὸ  σχολεῖο τακτοποιοῦσα τὸ μαγαζί ἔβλεπα τοὺς λογαριασμοὺς καὶ τὰ μεσάνυχτα πάλι ξεκινοῦσα μὲ τὸ καροτσάκι ν’ ἀγοράσω λαχανικὰ ἀπὸ τὰ περιβόλια, ὅπως τώρα ποὺ μὲ βλέπεις.
-Μὰ καὶ τὸ χειμώνα τὸ ἴδιο; ρώτησα.
-Βέβαια καὶ τὸ χειμώνα. Τί πάει νὰ πῆ κρύο, ὅταν πρόκειται γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ πατέρα;
-Τώρα τὰ κατάλαβα Μιχάλη, ὅλα (δέν ξέρω γιατὶ μοῦ ἤρθε ἐκείνη τὴ στιγμὴ στὸ στόμα τὸ μικρό του ὄνομα). Συχώρα με, σὲ παρακαλῶ,  ἐσὺ εἶσαι καλός, ἐνῶ ἐγὼ τότε ἤμουν περήφανος καὶ κακός!... Καὶ τώρα πρέπει νὰ διορθώσω τὸ κακὸ ποὺ σοῦ ἔκαμα...
-Ἄχ εἶναι πολὺ ἀργά, φίλε μου! Ἀπάντησε ὁ Μιχάλης, κουνώντας θλιβερὰ τὸ κεφάλι.
Σ’ αὐτὸ τὸ μεταξὺ ὁ πατέρας μου εἶχε σταματήσει σ’ ἕνα μαγαζάκι, ποὺ ἦταν ἐκεῖ κοντά, νὰ πιῆ ἕναν καφέ. Ἔτρεξα καὶ τοῦ τὰ εἶπα ὅλα.
Τ’ ἄκουε σκυφτὸς καὶ τὸ πρόσωπό του ἦταν γεμάτο στενοχώρια. Σὰν τελείωσα, σηκώνει τὸ κεφάλι καὶ μοῦ λέει μὲ φωνὴ αὐστηρή:
-Αὐτὸ λοιπὸν ἂς σοῦ γίνει μάθημα. Ὁ Μιχάλης ὁ Λεμονὰς εἶναι παιδὶ μὲ ἀξία! Ὅσο γιὰ σένα, ἂς μὴν πῶ τίποτε. Μὲ καταλαβαίνεις!
᾽Εμένα μὲ πῆραν τὰ δάκρυα.
-῎Ελα, παρηγορήσου κι ὅλα θὰ διορθωθοῦν, ξαναεῖπε ὁ πατέρας μου. Τώρα, ἂς γυρίσωμε σπίτι. Τὸ σημερινό μας κυνήγι πρέπει νὰ σοῦ  γίνη τὸ καλύτερο μάθημα τῆς ζωῆς σου. ᾽Ελπίζω νὰ μὴν ξεχάσης ποτέ σου τὴ συνάντηση αὐτή.
Στὸ δρόμο βρήκαμε τὸ δάσκαλό μας. Σὰν ἔμαθε τὸ περιστατικὸ ἀπὸ τὸν πατέρα μου, εἶπε καταλυπημένος:
-Τὸ κακόμοιρο τὸ παιδί, πόσο τὸ ἀδικήσαμε!
Ὁ πατέρας μου ἔμεινε πολλὴν ὥρα μὲ τὸ δάσκαλο.
Σκέπτονταν κι οἱ δυὸ τί ἔπρεπε νὰ γίνη γιὰ τὸ ἀδικημένο παιδὶ, τὸ Μιχάλη τὸ Λεμονά. Ἀργότερα τὸ διηγήθηκαν στοὺς γνωστοὺς κι ἀπὸ ἐκεῖ τὸ ἔμαθε ὅλος ὁ κόσμος.
Ἀπὸ τότε ὅλες οἱ μητέρες τῶν παιδιῶν ψώνιζαν τὰ λαχανικά τους ἀπὸ τὸ λαχανοπωλεῖο τοῦ Μιχάλη.
Σύντομα ἔκαμαν στὴ γειτονιὰ κι ἕναν ἔρανο. Μὲ τὰ λεπτὰ ποὺ μαζεύτηκαν, πληρώθηκαν τὰ ἔξοδα τοῦ ἀρρώστου κι ἔτσι ὁ Μιχάλης δὲν  ἦταν πιὰ ἀναγκασμένος νὰ σηνώνεται τὴ νύχτα καὶ νὰ πηγαίνη στὰ περιβόλια. Ξαναγύρισε στὸ σχολεῖο κι ὁ δάσκαλος τοῦ ἔδειξε μεγάλη  συμπάθεια κι ἀγάπη.
῾Ο Μιχάλης ὁ Λεμονὰς σιγὰ σιγὰ ἄλλαξε. ῎Εγινε ἄλλος ἄνθρωπος. ῏Ηταν χαρούμενος, ἔπαιζε μαζί μας, ἀλλὰ κι ἐμεῖς τοῦ φερνόμαστε σὰν  καλοὶ φίλοι. Δὲν ἦταν πιὰ ὁ τελευταῖος μέσα στὴν τάξη. Κάθε ἄλλο. Κι ὁ δάσκαλός μας τὸ ὁμολόγησε στὸ τέλος, πὼς ἔγινε ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα παιδιὰ τοῦ σχολείου.
Μιὰ μέρα ὁ Λεμονὰς ἦρθε σπίτι μας βιαστικὸς καὶ γεμάτος χαρά.
-Ὁ πατέρας μου γύρισε ἀπὸ τὸ βουνό! Γιατρεύτηκε ὁλότελα!
Ὕστερα γυρνώντας σὲ μένα μοῦ εἶπε:
-Σ’ εὐχαριστῶ, Ἀντρέα μου, μᾶς παραστάθηκες σὰν καλὸς φίλος.
-᾽Εγὼ πρέπει νὰ σ’ εὐχαριστήσω, Μιχάλη, τοῦ εἶπα μὲ φωνὴ χαμηλή. Μοῦ γιάτρεψες τὴν περηφάνια καὶ μ’ ἔμαθες νὰ εἶμαι καλός.

Πηγή: www.kapodistrias.info




Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ (Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946)

1. Τὸ πλοῖο «Ἄφοβος» ταξίδευε κάποτε ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ γυρίζοντας πίσω στὴν ῾Ελλάδα.
Εἶχε προχωρήσει ἀρκετὸ δρόμο καὶ βρισκόταν τώρα μακριὰ ἀπὸ τὰ παράλια τῆς Ἀμερικῆς. ῎Εσκιζε περήφανα τὸν ᾽Ωκεανό.
῎Εξαφνα ὅμως φοβερὴ τρικυμία ξέσπασε, ποὺ κράτησε πέντε ὁλόκληρες μέρες. Τὸ πλοῖο βρέθηκε σὲ πολὺ δύσκολη θέση. Ὅλοι ὅσοι ἦταν μέσα, ἀπελπίστηκαν καὶ νόμιζαν, ὅτι ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θὰ βουλιάξη σύψυχο.
Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε μὲ λύσσα καὶ τὸ πλοῖο, σὰ νὰ ἦταν καρυδότσοφλο, τὸ ἔπαιρναν τὰ κύματα, τὸ τράνταζαν, τὸ ἀνεβοκατέβαζαν, ὅπως ἤθελαν καὶ πάσκιζαν νὰ τὸ κατακομματιάσουν.
Σ’ ἕνα δυνατὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου λήθηκε ἡ σταύρωση στὸ μεγάλο κατάρτι κι ἦταν ἀνάγκη νὰ δεθῆ ἀμέσως, γιατὶ ἀλλιῶς ὁ κίνδυνος ἦταν μεγάλος.
Ποιός ὅμως, μέσα στὴ μεγάλη αὐτὴ θαλασσοταραχή, στὴ μανία τοῦ ἀνέμου, ποὺ τὰ σάρωνε ὅλα, θὰ μποροῦσε ν’ ἀνεβῆ ἐκεῖ ψηλά; Αὐτὸ βέβαια ἦταν  ἀδύνατο. Ὅποιος θ’ ἀνέβαινε, ἔπρεπε νὰ ξεγράψη τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ ζωή. Ὁ θάνατος τὸν περίμενε δίχως ἄλλο.
Ἔπρεπε ὃμως χωρὶς ἀναβολὴ νὰ δεθῆ ἡ σταύρωση κι ὁ καπετάνιος δὲ δίστασε. Μὲ δυὸ ξερὰ λόγια πρόσταξε ἓνα ναυτόπουλο ν’ ἀνεβῆ στὸ  κατάρτι καὶ νὰ τὴ δέση.

2. Τὸ ναυτόπουλο αὐτό, παιδὶ δεκατεσσάρω χρονῶ, ἦταν ὁ μοναχογιὸς μιᾶς χήρας. Ἡ κακομοίρα, φτωχὴ ὃπως ἦταν, δὲν κατόρθωνε νὰ  κερδίζη τὸ ψωμί της κι ἔβαλε τὸ παιδί της μοῦτσο στὸ καράβι ἐκεῖνο.
Τὸ ναυτόπουλο, μόλις ἄκουσε τὴν προσταγὴ τοῦ καπετάνιου, κοίταξε ἐπάνω ψηλὰ τὴν κορφὴ τοῦ καταρτιοῦ, κοίταξε καὶ τὰ κύματα, ποὺ  χτυποῦσαν ἐπάνω στὸ κατάστρωμα καὶ τὸ γέμιζαν νερά. Ἄκουσε τὰ δυνατὰ τοῦ ἀνέμου σφυρίγματα, εἶδε τὴν ἀφρισμένη θάλασσα. Δὲ δίστασε ὅμως. Ἄν δὲ δενόταν ἡ σταύρωση, ἦταν φόβος ν’ ἀναποδογυριστῆ τὸ πλοῖο.
Χωρὶς δισταγμὸ ἀπαντᾶ στὸν καπετάνιο:
-Ἀμέσως, καπετάνιο μου!
Τρέχοντας κατέβηκε κάτω στὴν καμπίνα του καὶ σὲ δυὸ λεπτὰ τῆς ὣρας γύρισε πίσω καὶ σκαρφάλωσε ἀποφασιστικὰ καὶ γρήγορα ἐπάνω στὸ  κατάρτι.

3. Οἱ ναῦτες κοίταζαν φοβισμένοι τὸ ναυτόπουλο, ποὺ σκαρφάλωνε. Μιὰ στιγμὴ κοντοστάθηκε στὴ μέση τῆς σκοινένιας σκάλας. Θὰ ζαλίστηκε, φαίνεται.
Κάποιος ἀπὸ τὸ πλοῖο ρώτησε τότε τὸν καπετάνιο:
-Γιατί, καπετάνιε, ἔβαλες τὸ μικρὸ αὐτὸ ναυτόπουλο ν’ ἀνεβῆ ἐκεῖ ἐπάνω; Βέβαια, δὲ θὰ κατεβῆ ζωντανό.
-Οἱ μεγάλοι πέφτουν! Ἀπαντᾶ ὁ καπετάνιος. Τὰ παιδιὰ μποροῦν νὰ σκαρφαλώνουν. Νά, δές τον αὐτόν! Σκαρφαλώνει σὰν ἀγριόγατος!
Κι ἀλήθεια, τὸ μικρὸ ναυτόπουλο ξανάρχισε ν’ ἀνεβαίνη πάλι γρήγορα γρήγορα.
Τώρα εἶχε ἀνεβῆ ὡς τὴν κόφα τοῦ καταρτιοῦ. Κρεμόταν ἄφοβα ἀπ’ ἐκεῖ καὶ προσπαθοῦσε ν’ ἀνεβῆ πιὸ ψηλὰ. Ἡ τρικυμία δυνάμωνε περισσότερο κι ὁ ἄνεμος φυσοῦσε μὲ μανία σὰ νὰ ἤθελε ν’ ἁρπάξη τὸ παιδί, νὰ τὸ πετάξη στὴ θάλασσα. Τὸ καράβι ἔγερνε τόσο, ποὺ τὸ  κατάρτι λίγο ἀκόμη καὶ θ’ ἄγγιζε τ’ ἀφρισμένα κύματα. Τὸ ναυτόπουλο ὅμως κρατιόταν σφιχτά. Πέρασαν ἔτσι δέκα, δεκαπέντε λεπτά. Ἡ σταύρωση δέθηκε καὶ τὸ ναυτόπουλο γελαστὸ καὶ χαρούμενο κατέβηκε κάτω.

4. Ὅλοι τὸ κοίταζαν μὲ θαυμασμὸ καὶ τὸ καμάρωναν. Ὁ ταξιδιώτης, ποὺ εἶχε κάμει τὴν ἐρώτηση ἐκείνη στὸν καπετάνιο, πλησιάζει τὸ  ναυτόπουλο καὶ τὸ ρωτᾶ, ἄν φοβήθηκε.
-Βέβαια φοβήθηκα! Ἀπαντᾶ τὸ ναυτόπουλο.
-Τὸ κατάλαβα, εἶπε ὁ ταξιδιώτης, γιατί, πρὶν ἀνεβῆς, κατέβηκες κάτω στὴν καμπίνα σου, γιὰ νὰ τὸ καλοσκεφτῆς.
-Ἄ, ὄχι! Δὲν κατέβηκα γι’ αὐτό. Ἅμα μὲ διάταξε ὁ καπετάνιος, τὸ πῆρα ἀπόφαση.
Ἤθελα ὅμως νὰ κάμω τὴν προσευχή μου πρῶτα καὶ νὰ  φιλήσω τὴν φωτογραφία τῆς μητέρας μου. Σκέφτηκα, πὼς ζωντανὸς βέβαια δὲ θὰ κατέβαινα καὶ γι’ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ κάμω τὴν προσευχή μου. Μόλις ὅμως εἶπα τὴν προσευχή μου, ὁ φόβος μου κόπηκε πιά. Δὲ λησμόνησα ἐκεῖνο, ποὺ μοῦ εἶχε πεῖ ἡ μητέρα μου, ὅταν ἔφευγα ἀπὸ τὸ σπίτι:

«Παιδάκι μου, νὰ κάνης πάντα τὴν προσευχή σου κι ὁ Θεὸς δὲ θὰ σ’ ἀφήση νὰ πάθης τίποτε κακό! Τὸ ἴδιο θὰ κάνω κι ἐγὼ καὶ θὰ παρακαλῶ  τὸ Θεὸ γιὰ σένα».
Αὐτὰ θυμήθηκα, κύριε, κι ὁ φόβος μοῦ πέρασε. Ἤμουν βέβαιος πιά, πὼς θὰ γύριζα πίσω γερός. ῾Η προσευχὴ μοῦ ἔδωσε δύναμη.

Πηγή: www.kapodistrias.info

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Ἒχω ἒνα ραντεβοῦ μέ τόν Θεό

10498131_727189960673678_2210176164001881063_o

Ένας ερημίτης προσευχόταν πολύ σκληρά και επίμονα, ζητώντας να συναντηθεί με τον Θεό.

Επιτέλους κατάφερε να κλείσει ένα ραντεβού μαζί του.

Αύριο, πάνω στο όρος” του είπε ένας άγγελος. Την επόμενη ημέρα ο ερημίτης σηκώθηκε πολύ πρωί και κοίταξε το όρος, ήταν τελείως καθαρό από σύννεφα.

Ξεκίνησε , λοιπόν, χαρούμενος και με δέος, προς την κορυφή του βουνού.

Κάποια στιγμή, εκεί που περπάταγε κατά μήκος του μονοπατιού συνάντησε έναν άνθρωπο που είχε πέσει κάτω μέσα στα αγκάθια και του ζήτησε βοήθεια.

-Λυπάμαι, βιάζομαι, έχω ραντεβού με τον Θεό, απάντησε ο ερημίτης και συνέχισε τον δρόμο του.

Λίγο πιο κάτω συνάντησε μια γυναίκα που έκλαιγε δίπλα στο άρρωστο παιδί της

-Βοήθησε με σε παρακαλώ.

-Λυπάμαι, δεν έχω χρόνο, ο Θεός με περιμένει στην κορυφή του βουνού.

Προχώρησε ακόμα πιο γρήγορα για να μην αργήσει, αλλά εκεί που το μονοπάτι έγινε πιο δύσκολο, είδε ένα ηλικιωμένο εξαντλημένο, που του έδινε ένα ασκί

-Δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο, σε παρακαλώ πήγαινε να μου γεμίσεις το ασκί με νερό από την πηγή εδώ πιο κάτω.

-Κάνε υπομονή, καλέ μου άνθρωπε, έχω ένα ραντεβού με τον Θεό και δεν θέλω να αργήσω!

Όταν ο ερημίτης έφτασε επιτέλους στην κορυφή του βουνού, στην πόρτα της καλύβας, όπου επρόκειτο να συναντηθεί με τον Θεό, βρήκε κρεμασμένο ένα μήνυμα:

Συγχώρεσε με που δεν είμαι εδώ, αλλά πήγα να βοηθήσω εκείνους που δεν βοήθησες εσύ στο διάβα σου”.



Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

ΜΑΡΤΥΡΗΣΕ ΓΙΑΤΙ ΕΙΠΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

Υπάρχουν άνθρωποι που μπαίνουν στην φυλακή λόγω σχέσεως τους με την κλοπή, με το λαθρεμπόριο, με την αναρχία, με το ποικίλο έγκλημα. Αυτοί μπαίνουν δίκαια και δεν μπορούν να διαμαρτύρονται, αφού οι ίδιοι με την άνομη ζωή τους οδήγησαν τον εαυτό τους στην φυλακή.

Υπάρχουν άλλοι που μπαίνουν στις φυλακές, γιατί συκοφαντήθηκαν άδικα ότι έχουν σχέση με έκνομες ενέργειες, όπως ο πάγκαλος Ιωσήφ, ο υιός του Ιακώβ στην Παλαιά Διαθήκη. Κατηγορήθηκε από την γυναίκα του Πετεφρή ότι δήθεν επιχείρησε να την βιάσει, ενώ συνέβηκε το αντίθετο. Κι έτσι ο Ιωσήφ έμεινε δέκα τέσσερα χρόνια στην φυλακή χωρίς να φταίει σε τίποτα, πονώντας για την άδικη φυλάκιση, χωρίς όμως να κατηγορεί κανένα για ότι έγινε.

Υπάρχουν όμως και κάποιοι που μπαίνουν στην φυλακή, γιατί τολμούν και διακηρύττουν την αλήθεια προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς φόβο και πάθος.

Ένας από αυτούς ήταν και ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Ο άνθρωπος που έζησε σαν επίγειος άγγελος ή σαν επουράνιος άνθρωπος, ο άνθρωπος που γεννήθηκε από θαύμα και έζησε θαυμαστά, ο μεγαλύτερος που γεννήθηκε από γυναίκα μέχρι την εποχή του Χριστού. Αυτός βγήκε και προφήτεψε ότι έρχεται η βασιλεία των ουρανών και συνεπώς ο βασιλιάς ο ουράνιος και πρέπει συνεπώς όλοι να προετοιμαστούν δια της μετανοίας να τον υποδεχθούν. Άρχισε να βαπτίζει, προετοιμάζοντας έτσι τους ανθρώπους δια το βάπτισμα της Εκκλησίας. Έδειξε τον Χριστό ότι αυτός είναι ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτία του κόσμου, αλλά και τον βάπτισε, συντελώντας έτσι στο να αποκαλύψει ο Θεός Πατέρας και το Άγιο Πνεύμα την θεότητα του Χριστού και να αποκαλυφτεί στον κόσμο επίσημα ότι ο Θεός είναι Τριαδικός.

Αλλά ο Ιωάννης προχώρησε και πιο πέρα και αποκάλυψε ποιο είναι το θέλημα του  Θεού, για το πως πρέπει να ζουν οι άνθρωποι. Ξεγύμνωσε την υποκρισία και την ψεύτικη θρησκευτικότητα αρχόντων και λαού. Τους αποκάλυψε ότι είναι γεννήματα εχιδνών. Σαν οχιές δηλητηρίασαν τους πνευματικούς τους πατέρες συκοφαντώντας τους με ανυπόστατες κατηγορίες, ενώ συγχρόνως κόμπαζαν για το ότι ήταν απόγονοι του Αβραάμ και των άλλων μεγάλων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης. Τους είπε ότι δεν αρκεί να είναι σαρκικά τέκνα του Αβραάμ, αν δεν είναι και πνευματικά. Ότι μόνο αν κάνουν καρπούς άξιους μετανοίας ο Θεός δεν θα τους αποκληρώσει και δεν θα τους αποπαιδώσει. Διότι μπορεί και από πέτρες να κάνει παιδιά του Αβραάμ. Δεν τους έχει ανάγκη ούτε δεσμεύεται από τις υποσχέσεις που έδωσε στον Αβραάμ, εάν αυτοί δεν έχουν την ζωή, την πίστη και την  υπακοή  του Αβραάμ.

Ο Ιωάννης απάντησε και σ’ αυτούς που ήρθαν με ευλάβεια και συντριβή για να μάθουν το θέλημα του Θεού για αυτούς.
Είπε στους όχλους ότι όποιος έχει δύο χιτώνες ή πολλά τρόφιμα να δώσει στους μη έχοντες. Δεν είπε να δώσουν μόνο οι πλούσιοι ή οι οικονομικά ισχυροί αλλά ο καθένας που έχει διπλά πράγματα. «Αυτός που αγαπά τον πλησίον σαν τον εαυτό του, λέγει ο Μ. Βασίλειος, δεν έχει τίποτα παραπάνω από τον πλησίον». Αν έχει κάτι ο πλησίον ας έχω κι εγώ, αν δεν έχει ας μη έχω κι εγώ. Συνεπώς όλοι έχουμε καθήκοντα προς τους άλλους, όχι μόνο οι πλούσιοι. Ο Χριστός θα πει στους μαθητές του ότι «Αυτά που σας λέγω εσάς τους αποστόλους σε όλους τα λέγω» (Μαρκ. 13, 37). Η χήρα που φιλοξένησε τον προφήτη Ηλία, στα Σαρεπτά της Σιδωνίας, είχε μόνο μια φούχτα αλεύρι και λίγο λάδι, κι όμως έκανε την υπέβαση να τα δώσει στον προφήτη και όχι στα παιδιά της.

Είπε στους τελώνες να μη παίρνουν τίποτα παραπάνω από ότι πρέπει. Οι φόροι μαζευόταν τότε με διαδοχικές δημοπρασίες μέσα από τις οποίες έπρεπε να πάρουν τους φόρους τους οι Ρωμαίοι αλλά και να κερδίσουν στο έπακρον οι εταιρείες που διοργάνωναν την είσπραξη των φόρων και έτσι καταντούσε η είσπραξη τους ληστρική και εξοντωτική πράξη, απάνθρωπή πέρα για πέρα. Κανείς όμως δεν τολμούσε να ελέγξει τους τελώνες, οι οποίοι είχαν την απόλυτη κάλυψη των αρχών και αποτελούσαν μέλη της ανωτέρας κοινωνίας.
Είπε στους στρατιωτικούς να μη λαφυραγωγούν τον κόσμο ούτε να χρησιμοποιούν την εξουσία τους για να πετυχαίνουν οικονομικά οφέλη παράνομα και αντικανονικά. Να αρκούνται στο μισθό τους και να μη παίρνουν τίποτα επιπλέον.

Αλλά ο Ιωάννης δεν σταμάτησε εδώ. Προχώρησε και στην ανώτατη κορυφή. Τον Ηρώδη Αντίπα, τον υποτελή στους Ρωμαίους βασιλιά,τον τετράρχη της Γαλιλαίας. Αυτός ήταν υιός του Ηρώδη, που έσφαξε τα νήπια για να φονεύσει τον Χριστό, και έδιωξε την νόμιμιμη σύζυγό του και πήρε την γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου και έκανε και άλλα πονηρά και ασεβή (Λκ. 3,19-20).

Το σκάνδαλο ήταν μεγάλο αλλά κανένας δεν μιλούσε, γιατί φοβόταν την εξουσία του. Ακόμη και οι Φαρισαίοι και οι ιερείς οι οποίοι κατηγορούσαν τον Χριστό ότι έκανε θαύματα την ημέρα του Σαββάτου, ή τους μαθητές του, επειδή έτρωγαν χωρίς να πλύνουν τα χέρια τους, ή λιμασμένοι από την πείνα και θεονήστικοι ξεψύρισαν στάχια και φάγανε τους χλωρούς κόκκους του σιταριού ημέρα Σάββατο, δεν τόλμησαν να μιλήσουν για το κραυγαλέο σκάνδαλο του βασιλιά τους. Ο Ιωάννης όμως μίλησε και τον ήλεγξε δημόσια, ότι δεν επιτρέπεται να ζει όπως ζούσε.

Ο Ηρώδης, ο οποίος τον σεβότανε και τον άκουγε ευχάριστα όταν κήρυττε και κάποια από αυτά που άκουε τα εφάρμοζε (Μαρκ. 6,20), πιεζόμενος από την γυναίκα του στην αρχή τον φυλάκισε και αργότερα, όταν στα γενέθλιά του χόρεψε η κόρη της Ηρωδιάδος Σαλώμη και ενθουσίασε τους πάντας, αποσπώντας τον έπαινο και του πατέρα της, ο οποίος της υποσχέθηκε να κάνει ό,τι του ζητήσει, τον έσφαξε κατά την επιθυμία της κόρης του, η οποία συμβουλεύθηκε την μητέρα της στο τι να ζητήσει. Έτσι ο μεγαλύτερος και αγιώτατος άνδρας του Ισραήλ σφαγιάστηκε κατά τον χειρότερο τρόπο, επειδή τόλμησε να πει την αλήθεια του Θεού προς το αμαρτωλό ζευγάρι που διοικούσε τότε την Γαλιλαία. Το ιερατικό κατεστημένο που τόσα κατηγορούσε τον Χριστό και τους μαθητές του και σιωπούσε μπρος στην ανομία του βασιλιά, σιώπησε και στο δεύτερο σκαναλώδες ανόμημά του. Ένιωσε χαρά και αγαλλίαση που ο Ηρώδης τους απάλλαξε από ένα μεγάλο αντίπαλο και ελεγκτή τους.

Λοιπόν ο τίμιος Πρόδρομος μαρτύρησε, γιατί κήρυξε την αλήθεια. Την αλήθεια που τόσο επιζητεί ο Θεός αλλά και η ανθρώπινη ηθική, την διώκει απηνώς η παραπαίουσα και δαιμονοκρατούμενη κοινωνία των ανθρώπων. Η ιστορία όμως αργά ή γρήγορα δικαιώνει τους μάρτυρες της αληθείας. Η Εκκλησία μας ειδικά γιορτάζει στον άγιο Ιωάννη όλες τις στιγμές της ζωής του· σύλληψη, γέννηση, σύναξη Θεοφανείων, αποτομή κεφαλής του και γιορτάζει και τις τρεις φορές που χάθηκε και βρέθηκε η τιμία του κεφαλή. Τιμά τον Ιωάννη μαζί με την Παναγία μας ιδιαίτερα από όλους τους αγίους.


ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Ο ΒΟΣΚΟΣ ΠΟΥ ΠΗΓΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ



Τόν βλέπανε,πού δέν πάταγε στήν γη,αλλά περπατούσε στόν αέρα μέχρι,πού χάθηκε απ' τά μάτια τους.

...Αυτός ό τσοµπάνος, πού πήγε στόν Παράδεισο, τόν λέγανε Μαυρογένη, γιατί είχε µαύρα γένια καί ζούσε µέ τήν γυναίκα του απ” τόν κόσµο µακρυά, µέ τά ζωντανά του καί δέν κατέβαινε στό χωριό, παρά µονάχα γιά νά πουλήση τά τυριά του καί νά ψουνίση τά χρειαζούµενα, ξεκίνησε νά λέη ό Προκόπης.

Μιάν ήµέρα τό λοιπόν, όπου βρέθηκε στό χωριό γιά τίς δουλειές του, πήγε νά άνάψη ενα κερί στήν εκκλησιά, γιατί ήτανε θεοφοβούµενος καί καλής ψυχής άνθρωπος.Εκεί µιλούσεν ό παπάς στούς χωριανούς του καί τούς έλεγε τό κήρυγµα γιά τόν ίσιον δρόµο του Θεού, πού πάει όλόϊσια στόν Παράδεισον, αν δέν στρίβουµε δεξιά κι αριστερά. Πρέπει νά τραβούµεν ίσια καί νά είµαστε συµπονετικοί γιά κάθε άνθρωπον, όταν εχει τήν ανάγκην µας. Νάµαστεν δηλαδή ψυχηκάρηδες καί νά έλεούµε, γιατί τό ίδιο κάνει καί ο Θεός καί έλεεί τόν κόσµον όλον γιά νά ζη καί νά πορεύεται. Κι όποιον δει πώς κάνει κι αυτός τό ίδιο, τόν συµπαθα πολύ καί τόν παίρνει στόν Παράδεισον, όπου είναι ή ζωή µεγαλείο άτελείωτον! «Ετσι τά έλεγεν ο παπάς κι ετσι πρέπει νά είναι, κατά τήν γνώµην µου.


Ή Έκκλησία δέν λέγει ποτέ της ψέµατα καί γιατί νά τά πη, µαθές;“Όλοι ακούγαµε τόν άπλοϊκόν τσοµπανο, πού µιλούσε µέ τόν δικό του παραστατικόν τρόπο καί κάθε λίγο σκούπιζε τά µουστάκια του, άγνωστον γιατί, καί δέν εδειχνε δυσκολία στό νά έκφραστή αυθόρµητα καί νά πη τήν πίστη του. Ό φίλος µου, πού είχε ένθουσιασθή, ρώτησε, συντοµεύοντας τήν µικρή παύση στήν διήγηση του Προκόπη:Καί µετά τί έγινε:Πως πήγε στόν Παράδεισον;“Όταν γύρισε στό καλύβι του, τό είπε στήν γυναίκα του χαρούµενος αυτό τό ευχάριστο µαντάτο καί της είπε πώς θά πάει τήν άλλη µέρα νά συναντήση τόν Θεό. “Ετσι κι έγινε.

Τήν άλλη µέρα πηρε ψωµοτύρι µαζί του, χαιρέτισε τήν κυρά του καί ξεκίνησε γιά τόν Παράδεισο. Πήρε τόν ίσιον δρόµο καί προχωρούσε ανάµεσα στά χωράφια, χωρίς νά στρίβη δεξιά τι αριστερά, όπως είπεν ο παπάς καί τό βραδινό κοιµήθηκε κάτω από ένα δέντρο καί συνέχισε τήν άλλη µέρα τόν ίσιο δρόµο γιά τόν Παράδεισο.“Εφαγε καί τό ψωµοτύρι, που είχε µαζί του καί συνέχισε καί τήν τρίτη µέρα καί τήν τέταρτη.Τό ένα βουνό ανέβαινε, τό άλλο κατέβαινε.Τήν πέµπτη µέρα πείνασε πολύ καί σκέφτηκε τί νά κάνη καί που νά βρη τροφή. Κι όταν άνέβηκε τό βουνό, πού ηταν µπροστά του, είδε στήν απέναντι πλαγιά ένα Μοναστήρι. “Έσυρε λοιπόν καί πήγε.Χτύπησε τήν πόρτα καί ζήτησε βοήθεια. Ευτυχώς τό Μοναστήρι βρισκόταν πάνω στόν δρόµο του.Τόν βάλανε λοιπόν µέσα στήν εκκλησιά του Μοναστηριού νά περιµένη, ώσπου νά του φέρουνε τίποτε φαγώσιµο.Κι έβλεπε ολόγυρα τίς εικόνες καί τίς θαύµαζε, όλες του φαινότανε ζωντανές, όλοζώντανες. Μόνο, πού δεν µιλούσανε. Κι όντας έστρεψε τό µάτι του καί εΙδε στόν σταυρό σταυρωµένον κι όλόγυµνο καί µατωµένον τόν Χριστό, άναφώνησε:“Ωχου, τό παλληκάρι, τό λαβώσανε οί άτιµοι! “Ωχου καί τόν έχουν κρεµασµένον ακόµα!

Τήν ίδια στιγµή, ένας καλόγερος του εφερε λίγα φαγώσιµα, τάβαλε πάνω στον πάγκο καί τούπε νά φάη, συνέχισε ο Προκόπης. Ό καλόγερος όµως µπαίνοντας τόν άκουσε,πού µιλούσε στόν σταυρωµένον καί τόν ρώτησε:Μιλούσες µέ κανέναν, άδερφέ;Ό Μαυρογένης, πού υποψιάστηκε τόν καλόγερον, πώς είναι απ” αύτούς, πού τόν σταυρώσανε, δέν είπε τίποτα. Κι όταν έφυγε ο καλόγερος φώναξε στόν σταυρωµένον:“Έ, παλληκάρι! Μπορείς νά κατεβεις; από κεί πάνω, νά “ρθης νά φαµε µαζί αυτά, πού µου φέρανε; Θές νά “ρθώ νά σέ κατεβάσω εγώ;“Οχι. Μπορώ καί µόνος µου νά κατέβω. “Ερχοµαι.Κατέβηκε τό λοιπόν ο Σταυρωµένος κάτω, συνέχισε ο Προκόπης τήν άφήγησή του, καθησε στον πάγκο κι έφαγε κι έπιασε κουβέντα µέ τόν τσοµπάνο. “Εκείνος τούπε νά τόν πάρη µαζί του,τώρα πού πάει νά συναντήσει τόν Θεό.Θέλεις νά σέ πάρω κι εσένα; Ό Θεός είναι καλός καί θά σε λυπηθή καί θά σέ βάλη καί σένα στόν Παράδεισο.“Εγώ γι” αυτό πάω στόν Θεό. “Ερχεσαι µαζί µου; Δέν πρόλαβε όµως ο Σταυρωµένος ν” άποκριθή, γιατί ακούστηκε νά ερχεται ο καλόγερος.Τότε ο Σταυρωµένος ξανανέβηκε γρήγορα πάνω στόν σταυρό κι έµεινε µέ ανοιγµένα χέρια.Καί ο καλόγερος ρώτησε τόν τσοµπάνο:Τώρα µή µου πης πώς δέν µίλαγες µέ κανέναν.Σ” ακουσα µέ τά ίδια µου τ” αυτιά.Λέγε µέ ποιόν µιλούσες;Ό Μαυρογένης φοβήθηκε στήν αρχή, δίστασε καί στό τέλος είπε στόν καλόγερο πώς μιλούσε μέ τό κρεμασμένο αυτό παλληκάρι, πού τό λυπήθηκε καί τό κάλεσε νά φάνε μαζί τό βρισκάμενο.Καί είπε στόν καλόγερο:Μή μέ μαρτυρήσεις, άγιε καλόγερε, αλλά θέλω νά πάω στόν Παράδεισο καί ό παπάς του χωριού μας είπε νά πάρουμε τόν ίσιο δρόμο καί νά είμαστε ψυχοπονιάρηκα;Κατάλαβες;Τό λυπήθηκα λοιπόν τό παλληκάρι καί τό κάλεσα νά πάρη κι αυτό μιά μπουκιά ψωμί.Κακό εκανα;“Οχι, όχι, καλά εκανες καί πάντα νά συμπονας τούς άναγκεμένους, αποκρίθηκε κατάπληκτος ό καλόγερος μέ τά όσα του είπε ό τσομπανος.Κι ετρεξε καί τά φανέρωσε όλα στόν Ήγούμενό του.

“Ύστερα, λέγει η ιστορία, φτάσανε όλοι οί καλόγεροι μέ τόν Ήγούμενο στήν εκκλησιά καί βάλανε μετάνοια στόν τσομπανο,πού έφαγε μαζί με τόν Σταυρωμένο Χριστό καί τόν παρακαλέσανε νά πει καμμιά καλή κουβέντα καί γι” αύτούς, όταν συναντήσει τόν Θεό.Άμα τόν δω τόν Θεό, θά του πω καί γιά σας, αλλά γιατί τό κρατατε σταυρωμένο τό παλληκάρι; Τί σας εκανε; Κατεβάστε το νά φάη καί νά ντυθη,πού είναι όλόγυμνος καί πληγωμένος.Κι αν δέν τόν θέλετε έσεις εδώ, τόν παίρνω εγώ μαζί μου.

 Έκείνοι κοκκαλώσανε απ” τήν καλωσύνη καί τήν αθωότητα τοϋ Μαυρογένη καί, άφού του δώσανε όλα τα χρειαζούμενα, τόν συνόδεψαν κάμποσο στόν ίσιο δρόμο, πού ακολουθούσε κι,όταν έκείνος απομακρύνθηκε,τόν βλέπανε πού δέν πάταγε στήν γη, αλλά περπατούσε στόν αέρα μέχρι, πού χάθηκε απ” τά μάτια τους.Αυτός ό καλός άνθρωπος γιά μένα θά πήγε στόν Παράδεισο τό δίχως άλλο.Γιατί λυπότανε όλους τούς πονεμένους, όπως κάνει κι ό Θεός.Έγώ γράμματα δέν ξέρω γιά νά τά πώ πιο όμορφα,αλλά θυμάμαι τόν παππού μου τόν Χαραλάμπη,πού έλεγε πώς ό,τι κάνεις σ” αυτήν τήν ζωή τά ίδια θά σου κάνουνε κι εσένα στήν άλλη. Κι αυτό τό πιστεύω. Αυτή εναι n Ιστορία, πού άκουσα.

Από το βιβλίο του Π.Μ.Σωτήρχου «Οι εραστές του παραδείσου»,Εκδόσεις Αστήρ.Πηγή.Άγια Μετέωρα.Τίτλος,επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


Περιοδικό Χειραψία « ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ »

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Εὐχετήριο μήνυμα πρός μελλονύμφους καὶ Συμβολισμοὶ Γάμου


 Αποτέλεσμα εικόνας για Συμβολισμοὶ Γάμου


Ἀγαπητοί μου,

Σὲ λίγο θὰ σταθῆτε μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο γιὰ νὰ ἑνώσετε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ ὄνειρά σας, νὰ ξεκινήσετε μιὰ νέα πορεία, νὰ ἀρχίσετε μιὰ καινούργια ζωή, νὰ θεμελιώσετε μιὰ εὐλογημένη οἰκογένεια. Ἀνθισμένα στεφάνια θὰ στεφανώσουν τὰ μέτωπά σας καὶ θὰ σᾶς συνοδεύσουν σ᾿ αὐτὴ τὴν νέα πορεία σας καὶ τὴν καινούρια ζωή σας οἱ εὐλογίες τῶν λειτουργῶν της Ἐκκλησίας, ἡ ἀγάπη καὶ οἱ εὐχὲς τῶν γονέων σας, τῶν ἀδελφῶν, τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων σας ὅλων ἐκείνων ποὺ σᾶς ἀγαποῦν. Ὅλοι θὰ σᾶς καμαρώνουν καὶ θὰ στηρίζουν σὲ σᾶς μεγάλες προσδοκίες καὶ ὄνειρα. Εὐχὴ καὶ προσευχὴ ὅλων θὰ εἶναι ἡ πορεία ποὺ ἀρχίζετε νὰ εἶναι γαλήνια καὶ εἰρηνική. Νὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴν ἐπιτυχία. Στὴν ἐκπλήρωση τῶν ὀνείρων σας καὶ στὴν πραγμάτωση τῶν προσδοκιῶν σας.

Ὅμως πρέπει νὰ γνωρίζετε ὅτι στὴ ζωὴ δὲν εἶναι πάντα ὅλα ρόδινα. Ἔρχονται συχνὰ προβλήματα καὶ δυσκολίες. Τὴν θάλασσα τοῦ βίου πολλὲς φορὲς ἀναστατώνουν θύελλες καὶ καταιγίδες. Κάποτε τὰ ὄνειρα σβήνουν καὶ οἱ ἐλπίδες διαψεύδονται. Αὐτὲς τὶς δύσκολες ὧρες γιὰ νὰ σταθῆτε ὄρθιοι καὶ νὰ μὴ λυγίσετε, στηριχθῆτε στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ «τὰ ἀσθενῆ θεραπεύει καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῖ». Θὰ παίρνετε τότε δύναμη καὶ ὑπομονή. Θὰ διατηρῆτε ἀμείωτη τὴν ἀγάπη σάς, ἀταλάντευτο τὸν ἀλληλοσεβασμό σας, ἀρραγῆ τὴν ἑνότητά σας.

Ὅπως κατὰ τὴν Ἱεροτελεστία τοῦ Γάμου σας πίνετε τὸ ἴδιο κρασὶ ἀπὸ κοινὸ ποτήρι, ἔτσι νὰ μοιράζεσθε ἀπὸ κοινοῦ στὴν ὑπόλοιπη ζωή σας τὶς χαρὲς καὶ τὶς πίκρες τοῦ βίου. Καὶ τότε οἱ λῦπες θὰ μειώνονται καὶ οἱ χαρὲς θὰ πολλαπλασιάζονται. Οἱ καρδιές σας θὰ θερμαίνονται ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἑνωμένοι καὶ δυνατοὶ θὰ διασχίζετε τὸ πέλαγος τῆς ζωῆς. Θὰ παλεύετε καὶ θὰ νικᾶτε. Ὁ Θεὸς θὰ σᾶς προστατεύει καὶ ἡ Παναγία θὰ σᾶς σκεπάζει. Κανένας καὶ τίποτα δὲν θὰ μπορεῖ νὰ σᾶς ὁδηγήσει στὸ ναυάγιο. Καὶ νὰ εἶστε σίγουροι ὅτι θὰ φτάσετε ἀσφαλεῖς στῆς χαρᾶς τὸ λιμάνι. Θὰ ζήσετε στερωμένοι καὶ εὐτυχισμένοι καὶ θὰ καμαρώσετε παιδιά, ἐγγόνια καὶ δισέγγονα «ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν κύκλῳ τῆς τραπέζης σας». Αὐτὸ σᾶς εὔχομαι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου.
Μὲ ὅλη μου τὴν ἀγάπη


ΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ


1. Οἱ ἀναμμένες λαμπάδες φέρουν στὴ μνήμη μας τὶς πύρινες φλόγες τῆς Πεντηκοστῆς. Ἔτσι οἱ μελλόνυμφοι προσκαρτεροῦν τὴν κάθοδο τῆς Θείας Χάριτος γιὰ τὴν δική τους Πεντηκοστή. Ἒρχονται σβησμένες στήν Εκκλησία, καί φεῦγουν ἀναμμένες. Βρίσκονται πάντοτε μπροστά ἀπό τό ζευγάρι, συμβολίζοντας τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, ποῦ παίρνουν ἀπό τό Μυστήριο ποῦ θά φωτίζει τό δρόμο τους, στήν καινούργια τους ζωῆ.

2. Τὸ δακτυλίδι, συμβολίζει τὸν δεσμὸ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἑνότητας καθὼς καὶ τὴν εὐλογία ποὺ παίρνει τὸ ζευγάρι ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα γιὰ νὰ θεμελιώσει μιὰ νέα οἰκογένεια.

3. Τὸ κοινὸ ποτήριο συμβολίζει τὴν κοινὴ ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸ ζευγάρι. Θὰ γευθοῦν καὶ θὰ μοιρασθοῦν τὶς ἴδιες χαρὲς καὶ τὶς ἴδιες λῦπες, ποὺ τοὺς ἐπιφυλάσσει ὁ βίος, ἀφοῦ οἱ δρόμοι τους ἑνώθηκαν σὲ ἕνα. - Μετά τό «Πάτερ ἡμῶν» καί τήν εὐχῆ τοῦ κοινοῦ ποτηρίου, ὁ ἰερέας δίδει στοῦς νεόνυμφους νά πιοῦν ἀπό 3 φορές ὁ καθένας ἀπό τό κοινό ποτήριο. Ἡ πράξη αὐτή ἒχει τήν ἒννοια νά μᾶς θυμίζει ὂτι ῶς τήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας, ὀ γάμος γινόταν μέσα στῆ Θεία Λειτουργία καί οί νεόνυμφοι κοινωνούσαν. Μέ τήν κρίση πού διέρχεται σῆμερα ὀ γάμος, καθίσταται ἐπιτακτική ἠ ανάγκη νά ξανασυνδεθεί μέ τή Θεία Εὐχαριστία. Ὁ εὐχαριστιακός τρόπος ζωῆς σπάει τό φράγμα τοῦ εγωισμοῦ καί ἐμπνέει τήν ἀγάπη ποῦ ἐνῶνει, καί ἀντί τοῦ Εγῶ τοῦ κάθε συζύγου δημιουργεί τό συζυγικό Ἐμεῖς.

4. Ὁ κυκλικὸς χορός, γύρω ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο ἐκφράζει τὴ χαρὰ τῶν νεόνυμφων καὶ τὴν ὑπόσχεση νὰ περιστρέφεται ἡ ζωή τους γύρω ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἰερέας «εἰσοδεύει» τοῦς νεόνυμφους 3 φορές γύρω ἀπό τό τραπέζι, σέ σχῆμα κύκλου ψάλλοντας μαζί μέ τοῦς ψάλτες 3 τροπάρια: «Ἡσαΐα χόρευε...», «Ἅγιοι μάρτυρες...» καί «Δόξα σοι Χριστέ...». Ὁ παράνυμφος κρατά ἀπό πίσω τά στέφανα. Ὁ κυκλικός χορός συμβολίζει τή νοσταλγία τοῦ παραδείσου καί τήν ἀναζήτηση τῆς αἰωνιότητας. Ἐκφράζει τή φυσική χαρά καί τό πανηγυρικό αἲσθημα. Τό ρύζι ἒχει τήν ἒννοια τῆς εὐχής γιά τό ρίζωμα τῶν νεονήμφων.

5. Οἱ στέφανοι εἶναι τὰ ἔπαθλα τῶν ἀγωνιστῶν τῆς ἁγνότητας ποὺ ἔφτασαν ὡς τὴν κατάκτηση τῆς νίκης.



Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Ἐάν κατακρίνεις ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σέ ἐγκαταλείπει.




Ήταν κάποιος Γέροντας που έτρωγε καθημερινά τρία παξιμάδια. Τον επισκέφθηκε κάποιος αδελφός και όταν κάθησαν να φάνε, έβαλε και για τον αδελφό τρία παξιμάδια. Είδε κατόπιν ο Γέροντας ότι ο αδελφός είχε ανάγκη να φάει περισσότερο και τού ’φερε άλλα τρία. Αφού χόρτασαν και σηκώθηκαν, κατέκρινε ο Γέροντας τον αδελφό και του είπε: «Δεν πρέπει, αδελφέ, να υπηρετούμε τη σάρκα μας». Ο αδελφός έβαλε μετάνοια στον Γέροντα και έφυγε.

Την επόμενη ημέρα όταν έφθασε η ώρα για φαγητό, έβαλε ο Γέροντας τα τρία παξιμάδια για τον εαυτό του. Αλλά αφού τα έφαγε, αισθάνθηκε πάλι να πεινά αλλά συγκρατήθηκε. Την άλλη μέρα πάλι το ίδιο έπαθε και άρχισε να αισθάνεται εξάντληση. Κατάλαβε τότε ο Γέροντας ότι τον εγκατέλειψε ο Θεός και ρίχνοντας τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, άρχισε να παρακαλεί μετά δακρύων για την εγκατάλειψη που του έγινε.

Και βλέπει έναν άγγελο που του είπε: «Αυτό σου συνέβη, επειδή κατέκρινες τον αδελφό. Να ξέρεις λοιπόν ότι αυτός που μπορεί να εγκρατεύεται ή να κάνει κάποιο άλλο καλό, δεν το κάνει με δική του δύναμη, αλλά η αγαθότητα του Θεού είναι που ενισχύει τον άνθρωπο».


agiosharalabos.blogspot.

www.hristospanagia.gr

Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Η καλημέρα από τρεις γέροντες


Μια γυναίκα φρόντιζε τον κήπο του σπιτιού της, όταν ξαφνικά βλέπει τρεις γέροντες, φορτωμένους με τις εμπειρίες της ζωής, να την πλησιάζουν στην είσοδο του σπιτιού.
Παρ' όλο που δεν τους γνώριζε, τους είπε:
Δεν σας γνωρίζω, όμως πρέπει να πεινάτε. Περάστε, αν θέλετε, να φάτε κάτι.
Αυτοί την ρωτάνε: 

- Ο άντρας σου είναι στο σπίτι;
- Όχι, δεν είναι εδώ, απάντησε εκείνη.
- Τότε δεν μπορούμε να έρθουμε, της λένε οι γέροντες.
Όταν επιστρέφει ο σύζυγος, η γυναίκα του περιγράφει το περιστατικό.
- Ας έρθουν τώρα που επέστρεψα! ........


Η γυναίκα βγαίνει έξω να προσκαλέσει ξανά τους γέροντες στο τραπέζι, μιας και ήταν ακόμη εκεί.
- Δεν μπορούμε να έρθουμε όλοι μαζί, της λένε οι τρεις γέροντες.
Η γυναίκα, έκπληκτη, τους ρωτά γιατί !
Ο πρώτος, λοιπόν, από τους τρεις της εξηγεί ξεκινώντας να της συστήνεται:
Είμαι ο Πλούτος, της λέει.
Της συστήνει, μετά, τον δεύτερο που είναι η Ευτυχία.
Και, τέλος, τον τρίτο που είναι η Αγάπη.
Τώρα, της λένε, πήγαινε στον άντρα σου και διαλέξτε ποιος από τους τρεις μας θα έρθει να φάει μαζί σας.
Η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι και διηγείται στον άντρα της αυτά που της είπαν οι γέροντες.
Ο άντρας ενθουσιάζεται και λέει:
-Τι τυχεροί που είμαστε! Να έρθει ο Πλούτος! Έτσι θα έχουμε όλα όσα επιθυμούμε!
Η σύζυγός του όμως δε συμφωνούσε:
-Και γιατί να μην έχουμε τη χαρά της Ευτυχίας;
Η κόρη τους που άκουγε από μια γωνιά, τότε, τους λέει:
-Δε θα'ταν καλύτερα να καλούσαμε την Αγάπη; Το σπίτι μας θα είναι πάντα γεμάτο αγάπη!
-Ας ακούσουμε αυτό που λέει η κόρη μας, λέει ο σύζυγος στη γυναίκα του.
-Πήγαινε έξω και πες στην Αγάπη να περάσει στο σπιτικό μας.


Η γυναίκα βγαίνει έξω και ρωτά:
-Ποιος από εσάς είναι η Αγάπη; Ας έρθει να δειπνήσει μαζί μας.
Η Αγάπη τότε ξεκινά να προχωρά προς το σπίτι...
...και οι δύο άλλοι να την ακολουθούν!
Έκπληκτη η γυναίκα, ρωτά τον Πλούτο και την Ευτυχία:
-Εγώ κάλεσα μόνο την Αγάπη. Γιατί έρχεστε κι εσείς;!;!;
Και απαντούν κι οι τρεις γέροντες μαζί:
- Αν είχες καλέσει τον Πλούτο ή την Ευτυχία, οι άλλοι δύο θα έμεναν απ' έξω. Τώρα όμως που κάλεσες την Αγάπη... όπου πάει η Αγάπη, πάμε κι εμείς μαζί της!

Δεν έχει σημασία πού! Όπου υπάρχει Αγάπη, θα υπάρχει επίσης Πλούτος κι Ευτυχία!


Πηγή: www.agioritikovima.gr

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΜΟΛΥΒΙΟΥ (ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ)




Το παιδί κοιτούσε τη γιαγιά του που έγραφε ένα γράμμα. Κάποια στιγμή τη ρώτησε:
- Γράφεις μια ιστορία που συνέβη σε εμάς;
Και μήπως είναι μια ιστορία για μένα;

Η γιαγιά σταμάτησε να γράφει, χαμογέλασε και είπε στον εγγονό της:

- Όντως γράφω για σένα, Ωστόσο, αυτό που είναι πιο σημαντικό κι από τις λέξεις
είναι το μολύβι που χρησιμοποιώ. Θα ήθελα, όταν μεγαλώσεις, να γίνεις σαν κι
αυτό.

Το παιδί, περίεργο, κοιταξε το μολύβι και δεν είδε τίποτα το ιδιαίτερο.

- Αφού είναι το ίδιο με όλα τα μολύβια που έχω δει στη ζωή μου!

- Όλα εξαρτώνται από τον τρόπο τον οποίο βλέπεις τα πράγματα. Το μολύβι έχει
πέντε ιδιότητες, τις οποίες αν καταφέρεις να διατηρήσεις, θα είσαι πάντα ένας
άνθρωπος που θα βρίσκεται σε αρμονία με τον κόσμο.

Πρώτη ιδιότητα: Μπορείς να κάνεις μεγάλα πράγματα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάς ποτέ ότι υπάρχει ένα Χέρι το οποίο καθοδηγεί τα βήματά σου.
Αυτό το χέρι το λέμε "Θεό" και Εκείνος πρέπει να σε καθοδηγεί πάντα σύμφωνα με το θέλημά Του.

Δεύτερη ιδιότητα: Πότε-πότε πρέπει να σταματάω να γράφω και να χρησιμοποιώ την
ξύστρα. Αυτό κάνει το μολύβι να υποφέρει λίγο, αλλά στο τέλος είναι πιο μυτερό.
Έτσι, μάθε να υπομένεις ορισμένες δοκιμασίες γιατί θα σε κάνουν καλύτερο
άνθρωπο.

Τρίτη ιδιότητα: Το μολύβι μας επιτρέπει πάντα να χρησιμοποιούμε γόμα για να
σβύνουμε τα λάθη. Κατάλαβε ότι το να διορθώνουμε κάτι που κάναμε δεν είναι
απαραίτητα κακό, αλλά σημαντικό για να παραμένουμε στο δρόμο του δικαίου.

Τέταρτη ιδιότητα: Αυτό που έχει στην ουσία σημασία στο μολύβι δεν είναι το ξύλο
ή το εξωτερικό του σχήμα, αλλά ο γραφίτης που περιέχει. Έτσι, να φροντίζεις
πάντα αυτό που συμβαίνει μέσα σου.

Τέλος, 
η πέμπτη ιδιότητα του μολυβιού: Αφήνει πάντα ένα σημάδι.
Έτσι, λοιπόν,να ξέρεις ότι ό,τι κάνεις στη ζωή σου θα αφήσει ίχνη και να προσπαθείς να έχεις επίγνωση της κάθε σου πράξης. 

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Ποιος νηστεύει; Αυτός που τρώει δύο πιάτα φασολάδα άλαδη ή αυτός που τρώει μόνο ένα αυγό;




Ποιος νηστεύει καλύτερα, πάτερ, σε περίοδο νηστείας, αυτός που τρώει δυο πιάτα ανάλαδη φασουλάδα, χαλβά κ.λπ., ή αυτός που τρώει ένα αυγό σφικτό;

Χωρίς περιστροφές ο Γέροντας απάντησε:

-Ο πρώτος! Ο δεύτερος κάνει απλώς δίαιτα.

Και το αιτιολογούσε:
-Η νηστεία έχει δύο στόχους: την άσκηση εγκρατείας στο σώμα δια του περιορισμού των πλούσιων σε θρεπτικές ουσίες τροφών, και τη συμμόρφωση στις εντολές της Εκκλησίας, που αποτελεί άσκηση για την ψυχή.

Αυτός ο οποίος τρώει ένα αυγό σε περίοδο νηστείας, χωρίς να υπάρχουν λόγοι υγείας, οπωσδήποτε αθετεί την εντολή της Εκκλησίας.

Σαν αυτούς που επιδιώκοντας να έχουν για λόγους καλής διατροφής ένα ποικίλο διαιτολόγιο τρώνε Τρίτη και Πέμπτη όσπρια και λαχανικά, ενώ Τετάρτη και Παρασκευή αρτύσιμα.

Η περιφρόνηση αυτή προς την Εκκλησία είναι προκλητική, δεδομένου ότι η συμμόρφωση προς τα καθιερωθέντα από αυτήν είναι και ανέξοδη και εύκολη.
Να τρώνε δηλαδή Τρίτη και Πέμπτη αρτύσιμα και Τετάρτη και Παρασκευή τα νηστίσιμα. Έτσι και το αποτέλεσμα από απόψεως διατροφής θα ήταν το ίδιο και δεν θα γινόταν καταπάτηση της νηστείας. Είναι προφανές ότι υπάρχει παχυλή άγνοια και αδιαφορία για ό,τι έχει θεσπίσει η Εκκλησία, αν δεν υπάρχει το ακόμη χειρότερο, εωσφορική οίηση.

Εννοείται ότι ο Γέροντας δεν ευνοούσε την πολυφαγία σε νηστήσιμες τροφές ή τα πολυτελή και εξεζητημένα εδέσματα κατά της περιόδους της νηστείας, έστω κι αν αυτά κατατάσσονται στις νηστίσιμες τροφές.

Πάντοτε συνιστούσε λιτότητα, ανεξαρτήτως αν υπήρχε νηστεία ή όχι, και σε μοναχούς και σε λαικούς. Προέβαλλε μάλιστα συχνά προς έλεγχον τον βασανιστικό αυτοπεριορισμό περί το φαγητό, στον οποίο υποβάλλονται τακτικά κοσμικοί άνθρωποι για να διατηρούν τη σιλουέττα τους, και βέβαια όχι από λόγους υγείας αλλά επιδείξεως....

“ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ “

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

ΑΓΙΟΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ

Σχετική εικόνα


1. Ανίατες Ασθένειες: Άγιοι Ανάργυροι, Οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, Άγιος Εφραίμ, Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος, Άγιος Νεκτάριος, Άγιος Παντελεήμων, Όσιος Σαμψών.
2. Αρθριτικά - Ρευματισμοί: Αγία Βαρβάρα, Άγιος Γεώργιος, Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, Άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός.
3. Γονιμότητα: Αγία Άννα, Αγία Δόμνα, Οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, Άγιος Ευθύμιος, Αγία Μαρίνα, Άγιος Νεκτάριος, Όσιος Ρωμανός.
4. Γυναικολογικά Προβλήματα: Οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, Αγία Λουκία, Αγία Μαρίνα, Αγία Βερονίκη η αιμορροούσα.
5. Δερματικά: Αγία Βαρβάρα, Αγία Θέκλα, Αγία Μαύρα, Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, Άγιος Σπυρίδων, Άγιος Συμεών, Άγιος Τιμόθεος.
6. Δηλητηριάσεις: Αγία Αναστασία, Άγιος Δονάτος ο Επίσκοπος.
7. Εγκυμοσύνη: Αγία Μαρίνα, Αγία Βαρβάρα, Άγιοι Σαράντα, Όσιος Στυλιανός, Άγιος Συμεών, Άγιος Τρύφων.
8. Εγχειρήσεις - Ακρωτηριασμός: Άγιος Γεώργιος, Άγιος Δημήτριος, Αγία Λουκία, Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.
9. Ενίσχυση - Προστασία: Άγιος Βασίλειος, Άγιος Ιωάννης ο Νηστευτής, Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, Οσία Μαρκέλλα, Οσία Ματρώνα, Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, Μύρων ο Θαυματουργός.
10. Επιδημίες: Όσιος Αλέξιος, Άγιος Βησσαρίων (πανούκλα), Άγιος Δημήτριος, Άγιος Ρηγίνος (ελονοσία), Άγιος Σπυρίδων (χολέρα), Άγιος Χαράλαμπος (πανούκλα).
11. Επιληψία: Άγιος Ελευθέριος, Αγία Μαρίνα, Άγιος Ρηγίνος.
12. Καρδιολογικά: Άγιος Ελευθέριος, Άγιος Ιγνάτιος.
13. Καρκίνος: Αγία Αγάθη (μαστός), Άγιοι Ανάργυροι, Άγιος Εφραίμ, Άγιος Πατάπιος, Άγιοι Ραφαήλ (Νικόλαος και Ειρήνη), Άγιος Σάββας.
14. Κήλη: Άγιος Αρτέμιος
15. Λοιμώδη Νοσήματα: Αγία Βαρβάρα (ευλογιά), Άγιος Βησσαρίων (πανούκλα), Όσιος Δαβίδ, Άγιος Δονάτος ο Επίσκοπος, Προφήτης Ελισαίος (λύσσα), Όσιος Ζωτικός (λέπρα), Προφήτης Ηλίας (λέπρα), Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (ελονοσία), Άγιος Ρηγίνος (ελονοσία), Άγιος Σπυρίδων (χολέρα).
16. Οφθαλμολογικά: Άγιος Ανανίας, Άγιος Αρτέμιος, Αγία Λουκία, Αγία Παρασκευή, Άγιος Παντελεήμων, Άγιος Σπυρίδων, Αγία Φωτεινή, Άγιος Άνθιμος ο νέος, Άγιος Φιλήμωνας ο μουσικός.
17. Παιδιατρικά: Άγιος Αιμιλιανός (προβλήματα ομιλίας), Άγιος Ακίνδυνος (γενικοί κίνδυνοι), Προφήτης Άμως (ασθενικά παιδιά), Άγιος Γεώργιος, Όσιος Ευστράτιος, Άγιος Θεόδωρος ο στρατηλάτης, Άγιος Κήρυκος (κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις), Αγία Μαρίνα (για ασθενικά παιδιά, και εξανθήματα), Άγιοι Ραφαήλ (Νικόλαος και Ειρήνη) (σοβαρές νόσοι).
18. Προστασία σε ταξίδια: Όσιος Ευστράτιος (οδοιπόρους), Άγιος Νικόλαος (ναυτικούς), Άγιος Χριστόφορος (οδηγούς).
19. Στοματικές παθήσεις: Άγιος Αντίπας.
20. Σωματικές Αναπηρίες: Άγιος Εφραίμ, Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος, Άγιος Παντελεήμων, Άγιος Σπυρίδων, Άγιος Χριστόφορος.
21. Τοκετός: Αγία Δόμνα, Άγιος Ελευθέριος, Άγιος Τρύφων, Άγιος Φανούριος.
22. Ψυχοπαθολογικά: Άγιος Αντώνιος, Άγιος Αθανάσιος, Άγιος Αρτέμιος, Άγιος Γεράσιμος, Αγία Θέκλα, Όσιος Θεόδουλος ο σαλός, Ευαγγελιστής Ιωάννης, Ευαγγελιστής Λουκάς, Άγιοι Κυπριανός και Ιουστίνα, Όσιος Αναστάσιος ο Ναυπλιώτης.
23. Ωτορινολαρυγγολογικά: Άγιος Βλάσσιος (λαιμό), Άγιος Ιάκωβος (κώφωση), Άγιοι Ανάργυροι Κύρος και Ιωάννης (λαιμό), Άγιος Σπυρίδων (αυτιά), Άγιος Αββακούμ (αυτιά), Ζαχαρίας (κωφαλαλία).
Η ΑΓΊΑ Τριάδα 

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

ΤΙ ΣΥΜΒΟΛΙΖΟΥΝ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ




Φως μοναχοίς άγγελοι. Φως δε πάντων ανθρώπων και μοναδική πολιτεία είνα η ζωή κατά μίμηση των Αγγέλων. Αυτή στήριξε την οικουμένη.

Ο Χριστιανός που ενδύεται το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα είναι άξιος πολλών επαίνων και μακαρισμών. Όταν λοιπόν κάποιος προσέρχεται για να αφιερώσει τη ζωή του εξ όλης της ψυχής και την διάνοια του στο Νυμφίο Χριστό, τότε χαίρεται και αγάλλεται ο Ουρανός και πανηγυρίζει ο κόσμος των Αγγέλων γιατί ένας ακόμη άνθρωπος τάχτηκε να μιμηθεί τη ζωή τους.

Ο μοναχός και η μοναχή ζουν και κινούνται σε μια πνευματική όαση με το νοσταλγικό λόγο «ελθέτω χάρις και παρελθέτω ο κόσμος ούτος» και ... μαζί με τον κόσμο παρέρχεται το όνομα του παλιού και λαμβάνει νέο όνομα διότι εγκαταλείπει τον παλιό άνθρωπο και ενδύεται το νέο άνθρωπο.

Την ώρα την μοναχικής κουράς προσέρχεται ο δόκιμος μοναχός ανυπόδητος, ασκεπής, φορώντας μόνο ένα απλό λευκό χιτώνα, και δηλώνοντας έτσι ότι όλα τα περιττά και κοσμικά τα απέρριψε και είναι έτοιμος να ενδυθεί το τιμημένο ράσο και τα άγια ρούχα του μοναχού.

Κατ την μοναχική κουρά ο δόκιμος μοναχός η μοναχή ενδύεται το λέντιον η ζωστικό ,η αντερί το οποίο είναι μαύρο χρώματος και συμβολίζει το χιτώνα της ευφροσύνης και της αγαλλιάσεως αντί της γυμνώσεως και της καταισχύνης την οποία φορέσαμε με την παρακοή μας και αντί της φθοράς και του θανάτου που μας προξένησε αυτή η παρακοή και την οποία φθορά αναιρεί το μοναχικό σχήμα με την υπακοή και τον ενάρετο βίο.

Ο χιτώνας αυτός ονομάζεται χιτώνας δικαιοσύνης γιατί η λέξη δικαιοσύνη σημαίνει κάθε αρετή, και ο μοναχός φορώντας το οφείλει να γίνει πρόθυμος για κάθε αρετή.

Μάλιστα το μαύρο χρώμα του σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι πάντοτε οχυρωμένος με το πένθος για την αμαρτία και την ξενιτιά του κόσμου.

Έπειτα ο μοναχός .η, η μοναχή ενδύεται τον ανάλαβο- το πολυσταύρι- ο οποίος φοριέται από τους ώμους μπροστά και πίσω σταυροειδώς και σχηματίζει το σημείο του σταυρού, όχι μια, αλλά πολλές φορές.. εικονίζει το σημείο του Σταυρού και σημαίνει ότι ο μοναχός αναλαμβάνει το σταυρό του επί των ώμων του και ακολουθεί το Δεσπότη Χριστό.

Καθώς το πολυσταύρι περιέχει πολλούς σταυρούς και περιβάλλει μπροστά και πίσω το σώμα του μοναχού και της μοναχής το περιφράσσει και το οχυρώνει από τις προσβολές του διαβόλου και από κάθε κακή επιθυμία.

Έπειτα ζώνεται γύρω από την μέση του δερμάτινη ζώνη «εις νέκρωσιν σώματος και ανακαίνισιν πνεύματος».

Η ζώνη αποτελεί σημείο σωφροσύνης, καθαρότητας και νεκρώσεως των κινήσεων της σάρκας κι επίσης σημείο ισχύος εναντίων των παθών και παράλληλα στήριξη στις πράξεις των εντολών.

Κατόπιν ο μοναχός ή η μοναχή φορά τα σανδάλια με τα οποία ετοιμάζεται να εφαρμόσει και να διαδώσει με τα οποία ετοιμάζεται να εφαρμόσει και να διαδώσει το Ευαγγέλιο της ειρήνης. Επίσης τα σανδάλια αυτά τον προφυλάγουν για να μην προσκρούσουν τα πόδια του και να μην δαγκωθεί από το νοητό οφι, αλλά να επιβαίνει πάνω σε αυτούς και να καταπατεί λέοντα και δράκοντα (δηλαδή τα κρυφά και φθονερά θηρία της κακίας). Με τα σανδάλια αυτά θα τρέχει κατευθείαν την οδό του Ευαγγελίου μέχρι, ότου φτάσει στους Ουρανούς εκεί που είναι το πολίτευμα των μοναχών ,κατά τον Απόστολο Παύλο.

Κατόπιν ενδύεται το πάλλιον- εξώρασο- του μεγάλου και αγγελικού σχήματος και όπως λέγει στην μοναχική κουρά το ενδύεται ως στολή αφθαρσίας και σεμνότητας και ως σημείο της σκέπης του Θεού για την ευλαβή του ζωή αποτελεί τη θεια περιβολή που του χαρίζει το Άγιο Πνεύμα.

Κατόπιν ενδύεται το κουκούλιον της ακακίας ως περικεφαλαία ελπίδος για τη σωτηρία μέσω της εκ Θεού επισκιάσεως της χάριτος, αλλά και για την ύψωση του νου του μέσω της ταπεινοφροσύνης και της ακακίας, όπως ακριβώς είναι τα άδολα νήπια, αλλά και για τη θεού φύλαξη και περίθαλψη της κεφαλής με όλα τα αισθητήρια. Το κουκούλιο κρέμεται μπροστά και πίσω όπου βρίσκεται το λογιστικό και η καρδιά.

Τελευταία ενδύεται το μανδύα, ο οποίος θεωρείται το τελειότατο ένδυμα και το περιεκτικό όλων σημαίνει δε τη φυλακτική και σκεπαστική δύναμη του θεού, ταυτόχρονα το συνεσταλμένο ευλαβές και ταπεινό της Μοναχική ζωής, ενώ το ότι δεν έχει μανίκια σημαίνει ότι καθ` όλη τη ζωή του όλα τα μέλη του είναι νεκρά για κάθε κοσμική εργασία και αμαρτία.

Αφήνει μόνο ελεύθερο το κεφάλι το οποίο βλέπει προς το Θεό και φρονεί τα θεία και ανατρέχει μόνο προς το Θεό. Αλλά, όπως είπαμε, και πριν ακόμη και το κεφάλι του μοναχού η της μοναχής είναι σκεπασμένο με το κουκούλιο, για να θεωρηθεί ότι έχει ασκεπή και ακάλυπτα τα αισθητήρια.

Στο σύνολο τους, όλα τα ρούχα του μοναχού εικονίζουν την νέκρωση του Χριστού μας. Ως τάφος εικονίζεται ο μανδύας και ως εντάφια τα υπόλοιπα ρούχα ο ανάλαβος και το Μεγάλο Σχήμα δηλώνουν ότι είναι εσταυρωμένος ο μοναχός για τον κόσμο όπως άλλωστε το υποσχέθηκε. Το κουκούλιο του εικονίζει το σουδάριο κι έτσι ο μοναχός μιμείται με το σχήμα του τον σταυρωθέντα Δεσπότη του, ο οποίος πέθανε και τυλίχτηκε στα σπάργανα και το σουδάριο.

Σε όλη του τη ζωή πλέον, ότι φορά θα του υπενθυμίζει ότι συνεσταυρώθηκε με τον Χριστό και συνεκρώθηκε μαζί του και οφείλει να αγωνιστεί και να συναναστηθεί και να συνανυψωθεί και να αναφανεί συγκληρονόμος της πατρικής Βασιλείας και των αγαθών των ετοιμασμένων προ καταβολής κόσμου…

Η ΑΓΊΑ Τριάδα