A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΗΡΥΚΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΤΑ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ (15 Ἰουλίου)



Η εκκλησία μας τιμά την ήμερα αυτή ένα νήπιο τριών χρονών! 

Ναι, έναν άγιο, που αγίασε στην νηπιακή ηλικία του («Νηπιάζοντι σώματι και τελειοτάτω Μάρτυς φρονήματι, τον άρχέκακον κατέβαλες…», ψάλλει στον «Ορθρον ή Εκκλησία).

Πρόκειται για τον «Αγιο Μάρτυρα Κήρυκο, που συνεορτάζεται με την επίσης Αγία Μητέρα του Ίουλίττα. Κι όταν γιορτάζει η Εκκλησία έναν «Αγιο, δεν είναι μόνον για να τιμήσει την μνήμη του, οΰτε μόνο για να παρακαλέσει όπως μεσιτεύσει στην ‘Αγία Τριάδα υπέρ όλου του κόσμου, υπέρ νεκρών και ζώντων. Ή εορτή έχει επίσης σκοπόν να προβάλει στους πιστούς ένα υπόδειγμα βίου, ένα πρότυπο ζωής. Γι’αυτό μας υπενθυμίζει τον Βίο και την Πολιτεία του και μας παρακινεί στην μίμησή του, αφού πρότυπο όλων των Αγίων είναι και ήταν πάντοτε ό Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός.


«Δεύτε και θεάσασθε άπαντες ξένον θέαμα και παράδοξον. Τις έώρακε νήπιον, τριετή όντα, τύραννον αίσχύναντα;».
Αυτή είναι η αρχή από το Δοξαστικόν (του Εσπερινού) για τον «Αγιο Κήρυκο και σε σύγχρονη γλώσσα θέλει να πει:
«Ελάτε να δήτε ένα παράδοξο καί ασυνήθιστο θέαμα. Ποιος είδε ένα νήπιο τριών χρονών να ντροπιάζη τύραννο;».
Και είναι αλήθεια ότι το μικρό νήπιο μπόρεσε να ντροπιάση τον Ρωμαίο Τύραννο της Ταρσού με την πίστη του στον Χριστό. Καλύτερα όμως να δοϋμε τι γράφει το Συναξάρι του αγιασμένου αύτοΰ ζευγαριού — μητέρας και παιδιού — που αρχίζει με τους στίχους:
«Ίουλίττα σύναθλος υίώ Κηρύκω η λαιμότμητος τω κάραν τεθλασμένω…».
Σέ σημερινή άπόδοσι σημαίνει:
«Ή Ίουλίττα υπήρξε συναθλήτρια με τον γιο της Κήρυκο, εκείνη, πού της έκοψαν τον λαιμό, με εκείνον, πού του έσπασαν το κρανίο του…».
Γράφει λοιπόν το Συναξάρι (βιογραφία) ότι ή Αγία Ίουλίττα καταγόταν από το Ικόνιο της Μικράς «Ασίας και έζησε στην εποχή του αυτοκράτορας Διοκλητιανου, πού ήταν μεγάλος διώκτης των Χριστιανών, γύρω στο τέλος του τρίτου αιώνος. Επειδή όμως γίνονταν φοβεροί διωγμοί εναντίον εκείνων, πού πίστευαν στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, πήρε το γιο της Κήρυκο, πού ήταν τότε τριών χρονών και πήγε για περισσότερη ασφάλεια στην πόλι Σελεύκεια. «Αλλά κι’ έκεί τα ίδια και χειρότερα γίνονταν είς βάρος των πιστών. Φυλακίσεις, βασανιστήρια, θανατώσεις τρομερές, κατασχέσεις και άλλα φρικτά και απαίσια. Οι Χριστιανοί αναγκάζονταν να κρύβωνται και να συναντιούνται μυστικά, για να τελέσουν την θεία Λειτουργία (ενώ σήμερα, πού γίνεται ελεύθερα παντού, πολλοί Χριστιανοί αδιαφορούν και δεν πηγαίνουν να προσευχηθούν μαζί και να κοινωνήσουν τα θεια και άχραντα Μυστήρια…). «Ετσι αναγκάστηκε να φύγη κι από κεί και να πάη στην Ταρσό της Κιλικίας, πού βρίσκεται και αυτή στην Μ. Ασία.
Την πόλι εκείνη την διοικούσε τότε ένας πολύ σκληρός και άγριος ηγεμόνας, πού τον έλεγαν Αλέξανδρο. Και ήταν φοβερός και μαυρόψυχος για τους Χριστιανούς, πού τους κυνηγούσε μέρα και νύχτα και τους δίκαζε ό ίδιος με αυστηρότητα και μεγάλη εχθρότητα. Τους βασάνιζε με μύριους τρόπους και προσπαθούσε να τους άναγκάση να αρνηθούν τον Χριστό.
Μια μέρα οί στρατιώτες του συνέλαβαν, μαζί με άλλους χριστιανούς και την Ιουλίττα με τον μικρό γιο στην αγκαλιά και τους παρουσίασαν στον Αλέξανδρο. Εκείνος διέταξε αμέσως να τους ρίξουν όλους στα υπόγεια των φυλακών και να τους βασανίσουν, μέχρι πού ν’ αρνηθούν τον Κύριο και να προσκυνήσουν τα είδωλα. Καθώς κοίταγε όμως τους αλυσοδεμένους Χριστιανούς, του έκανε έντύπωσι ή νεαρή Ιουλίττα, με τον Κήρυκο στην αγκαλιά. Γι’ αυτό και την άλλη μέρα, πού κάθισε στον δικαστικό θρόνο για να κρίνη τους συλληφθέντες, θέλησε να έκμεταλλευθή την μητρική άγάπη της Ίουλίττας.
Φέρτε μου αυτήν με το παιδί, διέταξε.
Αμέσως έτρεξαν οι φρουροί και ώδήγησαν μπροστά του την πιστή Ίουλίττα, πού κρατούσε πάντα τον Κήρυκο στην αγκαλιά της. Ηταν άγρυπνη, ταλαιπωρημένη, κουρελιασμένη καϊ αίματωμένη από τους ξυλοδαρμούς και τα αλλά βασανιστήρια. Το θάρρος της όμως παρέμενε άκμαίο και ή πίστη της φλογερή και αδάμαστη.
Ό τύραννος της μίλησε φιλικά και ήρεμα, για νά τήν καλοπιάση και να της άλλάξη την γνώμη. Να την συγκίνηση και να την κάνη να λυπηθή το παιδί της και να θυσιάση στα είδωλα.
Είναι κρίμα να χαθήτε και οι δυο σας, είπε. Γιατί, αν δεν προσκυνήσετε τον αυτοκράτορα και τα είδωλα, σας περιμένουν πολλά βασανιστήρια και φοβερός θάνατος.
Δεν είναι κρίμα, καθώς λες Αρχοντα της Ταρσου, να ύποφέρη κανείς και να θανατώνεται για την αγάπη, του αληθινού Θεού, που είναι ό Χριστός και όχι τα άψυχα είδωλα σας. Αντίθετα είναι τιμή μεγάλη και ευτυχία αιώνια. Μη προσπαθής να μου άλλάξης την γνώμη. Ή πίστις μου αξίζει πιο πολύ απ όλα και από την ίδια την ζωή.
Ό  Αλέξανδρος θαύμασε το θάρρος της βασανισμένης Ίουλίττας, αλλά και θύμωσε ταυτόχρονα για την άρνησή της. ΄Εμεινε για μια στιγμή συλλογισμένος και ύστερα πήρε ξαφνικά στην αγκαλιά του τον μικρό Κήρυκο, με σκοπό να τον προσελκύση με το μέρος του και με τον τρόπο αυτό να λυγίση την αποφασιστικότητα της μητέρας του.
Και καλά εσύ, είπε πάλι με συγκρατημένη οργή ό Αλέξανδρος, μπορεί να θέλης να βασανισθής και να πεθάνης. Το αθώο αυτό παιδί, ό γιος σου ό μονάκριβος, γιατί να χαθή άδικα; «Ε; Τί λες κι’ εσύ μικρέ μου; θέλεις να πεθάνης για τον Χριστό;
Ό Κήρυκος όλη αυτήν την ώρα, πού τον κρατούσε στα χέρια του ό ηγεμόνας, του είχε γυρίσει το πρόσωπο και κοίταζε συνεχώς την μητέρα του, ψιθυρίζοντας αδιάκοπα το όνομα του Χρίστου.
Χριστέ μου, έλέησον! Χριστέ μου, έλέησον!
Γιατί ή πιστή μητέρα του, σαν όλες τις αληθινές Χριστιανές, είχε συμβουλέψει τον μικρό Κήρυκο ν’ αγαπά με όλη του την καρδιά τον Κύριο και ποτέ, μα ποτέ, να μη τον άρνηθή. Ακόμα τον είχε διδάξει σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής του να προσεύχεται θερμά καϊ να επικαλείται το όνομα του Κυρίου Ίησου Χρίστου. (Αύτη είναι ή παντοδύναμη έπίκλησι «Κύριε Ίησου Χριστέ, Υιέ του θεού, έλέησον με», ή γνωστή με το όνομα «νοερά η καρδιακή προσευχή», πού γίνεται με την καρδιά κι όχι με το στόμα και είναι από τα πιο ισχυρά πνευματικά όπλα του Χριστιανού).
Λοιπόν; Δεν μιλάς, μικρέ; ξαναρώτησε ό Αλέξανδρος.
Και τότε, ό τρίχρονος Κήρυκος, πού καταλάβαινε ολην αυτήν την δραματική σύγκρουση για την πίστη, ανάμεσα στα δαιμόνια των ειδώλων και την χάρη του Κυρίου, έσφιξε τις μικρές γροθιές του και με όλη του την δύναμι κλώτσησε στην κοιλιά τον ηγεμόνα, για να του δείξη ποιά ήταν ή άπάντηση του. Εκείνος όργίσθηκε φοβερά, εξαγριώθηκε κι’ όπως κρατούσε τον μικρό Κήρυκο στα χέρια τον πέταξε με μανία πάνω στα μαρμαρένια σκαλιά του θρόνου του. Τόσο ισχυρή ήταν ή πτώση, πού το κρανίο του παιδιού τσακίστηκε κι έβαψε με το αίμα του τα σκαλιά του τυράννου, ενώ την ίδια στιγμή οί άγγελοι επήραν την άγια ψυχή του και την οδήγησαν στον Κύριο των Δυνάμεων, από τον όποιον έλαβε και τον δοξασμένο στέφανο του Αγίου Μάρτυρος της Πίστεως.
Δόξα σε Σένα, Κύριε, φώναξε με άγαλλίαση ή Ίουλίττα. Σ’ ευχαριστώ πού πήρες το παιδί μου κοντά Σου!
Αξίωσε με να ‘ρθώ κι’ εγώ στην αιώνια βασιλεία Σου!
Ή καλή μητέρα δεν κλονίστηκε από την τραγική αύτη σκηνή, πού είδε με τα μάτια της και ήταν ευχαριστημένη και υπερήφανη, πού το παιδί της δεν αρνήθηκε τον Χριστό, άλλα κέρδισε την αιώνια ευτυχία. Αντίθετα ό  Αλέξανδρος ταράχτηκε πολύ και ένοιωσε ταπεινωμένος και ντροπιασμένος, πού ένα νήπιο τριών χρονών τον περιφρόνησε τόσο και αυτόν και την εξουσία του. Διέταξε λοιπόν να πάρουν την Ίουλίττα στις φυλακές και να την βασανίσουν και πάλι, χωρίς κανένα έλεος.
Πάρτε την! Βασανίστε την! ούρλιαξε ό ηγεμόνας.
Κι όπως την έσερναν οι φρουροί, εκείνη φώναζε δυνατά:
Χριστιανή είμαι! Χριστιανή ! Και ποτέ δεν θ’ αρνηθώ τον Κύριο μου Ίησού Χριστό, τον αληθινό Θεό!
Της έκαναν πολλά βασανιστήρια και μαρτύρια οι δήμιοι των φυλακών. Εκείνη όμως έμεινε πιστή «άχρι θανάτου» και ούτε μια φορά δεν λύγισε. Στό τέλος, με διαταγή του Αλεξάνδρου, την αποκεφάλισαν και ή μαρτυρική και Άγια μητέρα του Αγίου Κηρύκου παρέδωσε την ψυχή της στον ΘΕΟ, που την στεφάνωσε κι’ εκείνη με το αμάραντο στεφάνι της Άγιας Μάρτυρος. Ηταν το έτος 269, μήνας Ιούλιος, ακριβώς ή δεκάτη πέμπτη ημέρα του μηνός.

Πηγή το βιβλίο του Π.Μ.Σωτήρχου »ΠΑΙΔΟΜΑΡΤΥΡΕΣ»
Εκδόσεις »Ορθοδόξου Τύπου»


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἡ καλλιμάρτυς τοῦ Χρίστου Ἰουλίττα, σὺν τριετεῖ ἀμνῶ αὐτῆς τῷ Κηρύκῳ, δικαστοὺ πρὸ βήματος παρέστησαν φαιδρῶς, εὔτολμοι κηρύττοντες. τὴν χριστώνυμον κλῆσιν, ἄμφω μὴ πτοούμενοι, ἀπειλᾶς τῶν τυρράνων καὶ στεφηφόροι νῦν ἐν οὐρανοίς, ἀγαλλιώνται. Χριστῷ παριστάμενοι.


Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

ΑΓΙΑ ΦΕΒΡΩΝΙΑ Η ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ Η ΠΟΛΥΑΘΛΟΣ (25 Ἰουνίου)

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο




Κατά τους χρόνους του μεγάλου διωγμού που είχε εξαπολύσει ο Διοκλητιανός κατά των Χριστιανών, ζούσε στην Ρώμη ένας νεανίας ονόματι Λυσίμαχος, ο οποίος προοριζόταν για έπαρχος μετά τον θάνατο του πατέρα του. Όμως, επειδή ο Διοκλητιανός είχε ακούσει ότι αυτός ο νεαρός σεβόταν τον Χριστό, απεφάσισε να τον στείλει στην Ανατολή, μαζί με τον κακότροπο θείο του, τον Σελήνο και πλήθος στρατιωτών, για να διώξουν τους Χριστιανούς. Πράγματι κατέφθασαν σε μια χώρα της Μεσοποταμίας, την Παλμύρα, και ο άσπλαχνος Σελήνος θανάτωνε πολλούς Χριστιανούς. Ο Λυσίμαχος λυπόταν πικρά για όλα αυτά, διότι η μητέρα του ήταν Χριστιανή και του είχε διδάξει να πιστεύει στον Χριστό. Γι’ αυτό και ανακοίνωσε κρυφά στον Πρίμο, που ήταν επικεφαλής των στρατιωτών, ότι είχε εντολή από την μητέρα του να μην θανατώσει κανέναν Χριστιανό και επειδή πονούσε η ψυχή του βλέποντας τον θείο του να εγκληματεί κατά των αθώων Χριστιανών, κατέπεισε τον Πρίμο να μην φυλακίζει Χριστιανούς και να ειδοποιούνται τα Μοναστήρια ώστε να κρύβονται οι μοναχοί και οι μοναχές για να μην τους βρίσκουν οι διώκτες.

Στη χώρα αυτή υπήρχε ένα γυναικείο Μοναστήρι με πενήντα μοναχές και Ηγουμένη την Βρυένη. Ανάμεσα στις αδελφές ήταν και μια πολύ ενάρετη μοναχή, η εικοσάχρονη Φεβρωνία, που ήταν ανιψιά της Βρυένης, πολύ ωραία και εύμορφη που στα μέρη εκείνα δεν υπήρχε ωραιοτέρα γυναίκα καί λέγεται ότι δεν ήταν δυνατόν να ιστορίσει ζωγράφος το κάλλος και την φαιδρότητα του προσώπου της. Γι’ αυτό και η Ηγουμένη Βρυένη την φύλαγε με φόβο και αγωνία από τους ασεβείς δίνοντάς της αυστηρότερο κανόνα νηστείας, μη χορταίνοντας καν τον άρτο και το νερό, με πολύ λιγοστό ύπνο που λάμβανε καθιστή ή χωρίς στρώμα καταγής, ώστε να βασανίζει το σώμα της, προσευχόμενη διαρκώς στον Θεό να απομακρύνει τον πειράζοντα διάβολο. Αναγινώσκοντας με επιμέλεια τις Θείες Γραφές επειδή ήταν εκ φύσεως φιλομαθής, κατηχώντας με την πολυμάθειά της και τις άλλες αδελφές, ακόμα και τις κοσμικές γυναίκες που ερχόντουσαν προς πνευματική ωφέλεια στο Μοναστήρι. Μια εξ’ αυτών των γυναικών ήταν η Ιερεία, κόρη ενός Συγκλητικού, που θαύμαζε την Φεβρωνία και πήγαινε στον παρθενώνα για να ακούσει τα θεία λόγια της. Συνεπαρμένη η Ιερεία από τις νουθεσίες της, κατέπεισε ακόμα και τους γονείς της να λάβουν το Βάπτισμα.

Όμως, εκείνο τον καιρό ήλθαν στη χώρα αυτή ο Σελήνος και ο Λυσίμαχος με τα στρατεύματά τους, αναγκάζοντας τους Χριστιανούς να κρυφθούν στα όρη και στις σπηλιές. Έτσι και οι μοναχές του Μοναστηριού ζήτησαν ευλογία για να κρυφτούν στους γύρω τόπους. Και η Ηγουμένη Βρυένη, τις επέτρεψε να πράξουν κατά το συμφέρον τους, κάνοντας όπως θέλουν. Μόνο η Φεβρωνία, αν και είχε ασθενήσει βαρύτατα από τον σκληρό αγώνα της, έλεγε: «Ζει Κύριος ο Χριστός μου, τον οποίο ενυμφεύθην και του αφιέρωσα την ψυχή μου. Δεν εξέρχομαι από τον τόπο τούτο, αλλ’ εδώ θα αποθάνω και θα ενταφιασθώ δια τον Δεσπότη μου». Η Ηγουμένη μένοντας μόνη στο Μοναστήρι μαζί με την Φεβρωνία και την αδελφή Θωμαΐδα, μπήκε στην Εκκλησία και προσευχόταν κλαίγοντας, φοβούμενη για την Φεβρωνία, μην την πάρουν οι στρατιώτες στο κριτήριο, επειδή ήταν πανέμορφη νέα και την εξαπατήσουν με κολακείες και την εξαναγκάσουν να προδώσει την ευσέβειά της. Κατόπιν αφού συμβούλεψαν την Φεβρωνία να προσέχει ώστε ότι και αν συμβεί να μην πλανηθεί με πλούτο που θα της τάξουν και να μην προδώσει την τιμή της, υπομένοντας τις πανουργίες για χάρη του Χριστού, ενθυμούμενη τους αγίους Μάρτυρες που έλαβαν δεινά και φρικτά βασανιστήρια και κολαστήρια για χάριν Εκείνου. Τότε η Φεβρωνία ανήγγειλε ότι δεν έφυγε από την Μονή, «επειδή ποθώ να αποθάνω δια τον Δεσπότη μου, εάν με αξιώσει η χάρις Του, δι’ αυτό παρέμεινα».

Το πρωί πληροφόρησαν κάποιοι τον Σελήνο για εκείνο το γυναικείο Μοναστήρι και ευθύς απέστειλε στρατιώτες για να συλλάβουν τις μοναχές. Αφού έσπασαν τις πόρτες και εισήλθαν βρήκαν μόνο τις τρεις και κάποιος στρατιώτης τράβηξε το ξίφος για να φονεύσει την Ηγουμένη. Η Φεβρωνία έπεσε στα πόδια του και του είπε: «Σας εξορκίζω στον Θεό, ο Οποίος κατοικεί στα ουράνια, να φονεύσετε πρώτα εμένα, για να μη δω τον θάνατο της κυρίας μου». Τότε μεσολάβησε ο καλός Πρίμος και παρότρυνε τις μοναχές να κρυφτούν για να μην τις βρουν οι στρατιώτες όταν ξαναέρθουν. Επιστρέφοντας ο Πρίμος στο Πραιτώριο, λέγει προς τον Λυσίμαχο: «Μεταβήκαμε στο Μοναστή­ρι, και είδα μία νεανίδα, της οποίας εθαύμασα το κάλλος. Μα τους θεούς, δεν είδα γυναίκα ωραιοτέρα, καί είναι πράγματι αξία δια σε». Του λέγει ο Λυσίμαχος: «έχω εντολή από την μητέρα μου, να μη κακοποιήσω Χριστιανό. Πώς λοιπόν να επιβουλευτώ τις δούλες του Χριστού; σε παρακαλώ λοιπόν να τις διαφυλάξεις στην ευσέβεια, ώστε να μη πέσουν στά χέρια του θείου μου».

Ένας όμως από τους κάκιστους εκείνους στρατιώτες ανήγγειλε στον Σελήνο, λέγοντας ότι βρήκαμε στο Μοναστήρι νεανίδα, η οποία όντως είναι ξένο θέαμα. Τότε θυμωθείς ο Σελήνος έστειλε στρατιώτες να φέρουν την νέα στο κριτήριο. Απελθόντες λοιπόν άρπαξαν αυτήν ως άγρια θηρία, την έδεσαν από τον λαιμό, καί την έσυραν. Η δε Ηγουμένη και η Θωμαΐς την προέτρεπαν να μη φοβηθεί τις βασάνους, να μη λυπηθεί το φθειρόμενο σώμα, το οποίο γίνεται στον τάφο άχρηστο καί σε βρώμα των σκωλήκων μετατρέπεται, αλλά είναι προτιμότερο να το παραδώσει σε μάστιγες και κολαστήρια για τον Κύριο, για να ζήσει μαζί του αιωνίως στον Παράδεισο.

Ελπίζοντας στον Θεό, η Φεβρωνία και έχοντας το θάρρος της στον Χριστό και την Θεοτόκο, υπεσχέθη να δείξει ανδρείο και γενναίο φρόνημα και αφού ζήτησε την ευχή τους, αναχώρησε οδεύοντας προς τον Μαρτύριο. Οι στρατιώτες πήραν την Αγία και την οδήγησαν στο θέατρο όπου είχε συναχθεί πλήθος κόσμου και όσοι την είδαν την συμπόνεσαν. Ο ηγεμόνας Σελήνος εντυπωσιασμένος από το κάλλος και την ευγένεια της Φεβρωνίας, της πρότεινε να λάβει σύζυγο τον Λυσίμαχο που θα γινόταν Έπαρχος και θα τους χάριζε όλο τον πλούτο του. Την απείλησε ότι αν δεν δεχθεί τον λόγο του, τρεις ώρες δεν θα την αφήσει ζωντανή. Του λέγει η Φεβρωνία: «Εγώ έχω στους ουρανούς παστάδα αχειροποίητο, νυμφώνα ακατάλυτο, προίκα την βασιλεία των ουρανών και Νυμφίο αθάνατο, γι’ αυτό δεν δύναμαι να συνοικήσω με άνθρωπο. Λοιπόν μη πλανάσαι, ούτε να κοπιάζεις με κολακείες και απειλές να με δοκιμάζεις, ότι δεν θέλεις με νικήσει ουδέποτε».

Ακούγοντας αυτά ο τύραννος θύμωσε, και προστάζει να εκδύσουν την Αγία και να την παραστήσουν γυμνή μπροστά σε όλους, για να ντραπεί την ασχημοσύνη της, να ταλανίσει την αβουλία αυτής και την απείθεια, όταν συλλογισθεί από ποια λαμπρή δόξα σε πόση ατιμία κατήντησε. Όταν λοιπόν την εξεγύμνωσαν οι στρατιώτες και την παρέστησαν έτσι γυμνή, είπε προς αυτήν ο τύραννος: «Βλέ­πεις, Φεβρωνία, πόσων αγαθών εξέπεσες, και σε πόση περιέπεσες καταφρόνηση;» Και εκείνη απεκρίθη: «Ένας είναι ο Δημιουργός, ο οποίος μας έκαμε εξ αρχής άρσεν και θήλυ. Γι’ αυτό όχι μόνον υπομένω αυτήν την γύμνωση, αλλά και να κόψουν για τον Χριστό μου ένα έκαστον όλα τα μέλη μου, εάν με αξιώσει η χάρις Του να πάθω για την αγάπη Του δεινά κολαστήρια». Λέγει τότε ο τύραννος: «Αναίσχυντε και πάσης ατιμίας αξία, ξέρω πως κενοδοξείς για το κάλλος σου και το έχεις σε έπαινο να σε βλέπουν». Του λέγει η Αγία: «Ο Χριστός μου ξέρει, ότι έως την σήμερον δεν είδα χαρακτήρα ανδρός ουδέποτε, καί συ με λέγεις αναίσχυντο, αναίσχυντε όντως και άγνωστε. Όποιος θέλει να πολεμήσει σε αγώνα ολύμπιο, δεν παλεύει ενδεδυμένος με ιμάτια, αλλά γυμνός στον αγώνα συμπλέκεται, για να νικήσει τον αντίπαλο. Έτσι και εγώ είναι πρέπον να υπομείνω την γύμνωση, για να πολεμήσω με τον διάβολο τον πατέρα σου».
Θυμωθείς τότε ο ηγεμών πρόσταξε να απλώσουν την Αγία τέσσερις άνδρες, να ανάψουν φωτιά κάτω από αυτήν για να φλογίζεται και από πάνω να την χτυπούν δυνατά στη ράχη ανηλεώς άλλοι τέσσερις άνδρες. Καθώς λοιπόν την έδερναν ώρα πολλή οι άσπλαχνοι, ράντιζαν άλλοι με έλαιο το πυρ από κάτω, για να ανάβει ξανά και να την φλογίζει χειρότερα. Έτσι λοιπόν δεινώς βασανιζόμενης της Αγίας, εφώναζε ο λαός, και δεόταν λέγοντες: «Σπλαχνίσου, φιλάνθρωπε δικαστά, την νεανίδα». Αλλά αυτός ο άσπλαχνος δεν ήθελε καί πρόσταξε τους μαστιγώνοντας να την κτυπούν δυνατότερα. Και όταν είδε ότι έπεφταν στην γή οι σάρκες της καί φαινόταν σαν νεκρή, πρόσταξε να την ρίψουν παράμερα.

Όταν συνήλθε η Φε­βρωνία την εξέτασε πάλι ο αλιτήριος λέγοντας: «Πώς σου φαίνεται η πρώτη συμπλοκή, Φεβρωνία;» Εκείνη απεκρίθη: «γνώρισες με την πρώτη δοκιμή, ότι με την βοήθεια του Χριστού, έμεινα ανίκητος και καταφρονώ τις βασάνους σου». Τότε πάλιν είπε ο τύραννος: «κρεμάσατέ την στο ξύλο, και ξεσχίσατε δυνατά τα πλευρά της με σιδηρά νύχια, έπειτα καταφλέξετε τα ξεσχισμένα μέλη της έως τα οστά της».
Τοσούτο λοιπόν ξέσχισαν την Αγία, ώστε έπεφταν στην γή οι σάρκες της και το αίμα της έρεε ποταμηδόν. Έπειτα φέρνον­τας τη φωτιά κατέκαιαν τα σπλάγχνα της. Εκείνη βλέποντας προς τον ουρανό παρακαλούσε τον Θεό να την ενδυναμώσει και σιώπησε, διότι καιγόταν από την φωτιά.  Τότε πολλοί από τους παρεστώτες έφυγαν λόγω της πολλής ωμότητας του ηγεμόνα, και οι υπόλοιποι τον παρακαλούσαν να την αποσύρουν από το πυρ και τους άκουσε σβήνοντας την φωτιά, αλλά την άφησαν κρεμασμένη και την ρωτούσε, εκείνη όμως δεν μπορούσε να αποκριθεί. Γι’ αυτό την κατέβασαν και  την έδεσαν στον πάσσαλο, και ο τύραννος κάλεσε γιατρό που τον πρόσταξε να κόψει την γλώσσα της για να την κάψουν, διότι δεν του απεκρίθη. Η Αγία έβγαλε ευθύς την εύλαλη γλώσσα της, και ένευσε του γιατρού να την κόψει κατά το πρόσταγμα του τυράννου. Και έλαβε ο γιατρός τον σίδηρο να την κόψει, αλλά ο λαός φώναξαν, δεόμενοι στον ηγεμόνα να τους κάμει την χάρη αυτή, να την αφήσει. Ο ανήμερος τότε πρόσταξε να αφήσουν την γλώσσα και να βγάλουν τα δόντια της. Άρχισε λοιπόν ο γιατρός να εκριζώνει τα δόντια και όταν ξερίζωσε τα δεκαεπτά, από τους πόνους και την αιμορραγία ολιγοψύχησε η Αγία και προτάσσει τον γιατρό ο τύραννος να παύσει, της έδωκε δε βότανο θεραπευτικό για να σταματήσει η ρύση του αίματος.

Τότε πάλι την ρωτά ο τύραννος: «τί λέγεις, Φεβρωνία; Προσκυνείς τους θεούς;» Εκείνη απεκρίθη: «γιατί δεν με θανατώνεις το γρηγορότερο, για να απέλθω προς τον αγαπημένο μου Χριστό, αλλά εμποδίζεις τον δρόμο μου;» Της λέγει ο τύραννος: «Εγώ θα αφανίσω δια πυρός και ξίφους το σώμα σου, αναίσχυντο γύναιο, καί θα ταπεινώσω την αλαζονεία σου». Τότε προστάσσει να κόψουν, φευ! τους μαστούς της, έπειτα να κάψουν με φωτιά το στήθος της. Η δε Αγία, παρακαλούσε τον Θεό να πάρει την ψυχή της. Και όταν έκαψαν και τους δύο μαστούς, κατέκαυσαν όλον τον τόπο του στήθους της και πέρνα η λαύρα του πυρός έως μέσα στα εντόσθια. Όσοι έβλεπαν όλα αυτά αναθεμάτιζαν τον τύραννο και τους θεούς του, ο δε παράνο­μος τύραννος κατέβασε την Αγία από τον πάσσαλο, για να της δώσει καί άλλη κόλαση, αλλά αυτή δεν μπορούσε ούτε καν να ομιλήσει, μόνον έπεσε σχεδόν νεκρή και άφωνος.

Τότε λέγει, ο Πρίμος προς τον Λυσίμαχο: «Γιατί να απολεσθεί αυτή η ωραιότατη κόρη έτσι ασπλάγχνως;» Και ο Λυσίμαχος είπε: «Για πολλών σωτηρία, ίσως δε και εμού αυτού, την αφήκα να βασανισθεί, για να λάβουν και άλλοι πολλοί από αυτήν καλό υπόδειγμα». Η δε Ιερεία, όταν είδε, ότι ο αλιτήριος Σελήνος σκεπτόταν να υποβάλει την Φεβρωνία και σε άλλα βασανιστήρια, στάθηκε ενώπιόν του και τον έβρισε λέγουσα: «Δεν χόρτασες σε τόσα κακά οπού έκαμες αυτής της Αγίας κόρης, απάνθρωπε; ούτε θυμήθηκες τα μέλη της μητρός που θήλασες, η οποία κακώς σε γέννησε, αλλά έδειξες τόση ασπλαχνία σ’ αυτήν την ταπεινή; Εύχομαι να μη σε συγχωρήσει ο ουράνιος Βασιλεύς, αλλά να σε παιδεύσει σε τούτον τον κόσμο και στον μέλλοντα». Αυτά ακούγοντας ο άδικος δικαστής θύμωσε, και πρόσταξε να την δέσουν και αυτήν ως κατάδικο, για να την παιδεύσουν, διότι τον έβρισε. Εκείνη εισήλθε στο στάδιο χαίρουσα και έλεγε: «Κύριε μου Ιησού Χριστέ, δέξαι και εμέ την ταπεινή μετά της κυρίας μου Φεβρωνίας». Τότε οι φίλοι του Σελήνου τον συμβούλευσαν να μη κακοποιήσει δημοσία την Ιερεία, επειδή όλο το πλήθος μαρτυρεί μετ’ αυτής, καί όλη η πόλη απολείται.

Ο τύραννος, δεν τόλμησε να της κάνει τίποτα και μη δυνάμενος να την εκδικηθεί, πρόσταξε να κόψουν τα χέρια της Φεβρωνίας και το ένα πόδι για το πείσμα της Ιερείας. Έκοψαν λοιπόν καί τα δύο χέρια της Μάρτυρος. Όταν έκοπτε το πόδι ο δήμιος από τον αστράγαλο, δεν πέτυχε ο πέλεκυς την άρθρωση και την κτύπησε τρεις φορές, έως ότου να τον κόψει ο άσπλαχνος’ γι’ αυτό όλο το σώμα της μακαρίας συγκλονίσθηκε από τον πόνο. Και επειδή αισθανόταν μεγάλους πόνους καί άρρητη κάκωση, άπλωσε και τον άλλο πόδι, και το έβαλε στο ξύλο να το κόψει και αυτό, για να ξεψυχήσει και να μη βασανίζεται. Τούτο βλέποντας ο άδικος δικαστής, σκλήρυνε περισσότερο, λέγοντας: «Βλέπετε πόση δύναμη έχει αυτή η αναίσχυντη»; Έπειτα είπε προς τον δήμιο: «Κόψε το και αυτό». Όταν έκοψαν και το άλλο πόδι, είπε προς τον Σελήνο ο Λυσίμαχος. «Ας πάμε να γευματίσουμε, καί άφες αυτήν την ταλαίπωρη, επειδή τόσες κολάσεις της έδωκες». Ο δε απεκρίθηκε: «Δεν πηγαίνω, μα τους θεούς, έως να παραδώσει το πνεύμα της». Αφ’ ου λοιπόν έκαμαν ώρα πολλή, καί ψυχορραγούσε πλέον η Αγία, ρώτησε τους δήμιους λέγοντας:

«ακόμη ζει αυτή η τρισκατάρατη»; Οι δε είπαν: «ναι». Τότε προστάσσει ο δυσσεβέστατος να κόψουν την αγία της κεφαλή. Παίρνοντας λοιπόν την σπάθη ο δήμιος και κρατώντας από την κόμη την Αγία, έκοψε την τιμία της κεφαλή την κε’ (25) του Ιουνίου.
Αφού ο παράνομος τύραννος τελείωσε το θέλημά του πήγε να φάγει. Ο Λυσίμαχος έμεινε μέσα περίλυπος, καί έχυνε δάκρυα από καρδίας για την Μάρτυρα, την οποία δεν άφησε τους Χριστια­νούς να αρπάσουν για να μοιρασθούν το τίμιο λείψανό της, αλλά πρόσταξε τους στρατιώτες να το φρουρούν, για να της κάμει πολλή τιμή, να την ενταφιάσει σώα καί ανελλιπή στο άγιο Μοναστήρι της. Αυτά αφού πρόσταξε δεν πήγε στο γεύμα, αλλά κλείσθηκε στο δωμάτιό του, καί εθρήνει της Φεβρωνίας τον θάνατο. Ο δε Σελήνος, ο θείος του, ακούγοντας ότι πικραινόταν ο Λυσίμαχος, δεν έφαγε ούτε αυτός, αλλά έμεινε με πολλή αδημονία περίλυπος. Και περιπατώντας ανήσυχος από το ένα μέρος του παλατιού στο άλλο, απώλεσε τάς φρένας του, και κοιτάζοντας προς τον ουρανό εξέβαλλε φωνές ατάκτους και σαν ταύρος εμυκάτο, έκανε δε μερικά σημεία σαν των δαιμονιζομένων καί εμαίνετο’ έπειτα κτύπησε το κεφάλι του σε μία κολώνα και κακώς ετελειώθη για την αδικοκρισία, την οποία κατά της δικαίας κόρης ετέλεσε.

Τότε έγινε στο πραιτώριο σύγχυση, τρέχοντας όλοι να δούνε τον κακό του θάνατο. Πήγε καί ο Λυσίμαχος και έσεισε την κεφαλή του ώρα πολλή, λέγοντας: «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, ο οποίος εξεδίκησε το δίκαιο αίμα της Φεβρωνίας, που εχύθη αδίκως». Κατόπιν προσκάλεσε τον Πρίμο καί του λέγει να κανονίσει τα περί της ταφής της Αγίας: «.στείλε πανταχού κήρυκας να διαλαλήσουν, να συναχθούν Χριστιανοί χωρίς φόβο ή δειλία. Καί όταν ο κόσμος συναχθεί, ας σηκώσουν ευλαβώς οι στρατιώτες το άγιο λείψανο να το μεταφέρουν στο Μοναστήρι της Βρυένης.». Τότε ο Πρίμος τέλεσε όσα πρόσταξε ο Λυσίμαχος, και σήκωσαν οι καλύτεροι στρατιώτες το άγιο λείψανο, αυτός δε ο Πρίμος κράτησε την τιμία κεφαλή, τα χέρια, τα πόδια και τα άλλα μέλη στην χλαμύδα του με ευλάβεια. Και πηγαίνοντας στο Μοναστήρι συνέτρεχε πλήθος του λαού αναρίθμητο.

Φθάσαντες εκεί μετά βίας, απέθεσαν το άγιο λείψανο στην Εκκλησία, η δε Βρυένη όταν είδε έτσι κατακεκομμένο το σώμα της Μάρτυρος, λιγοψύχησε και έπεσε στην γη, και μετά από ώρα πολλή σηκώθηκε και το αγκάλιασε λέγουσα. «Ουαί μοι, θύγατερ ότι σήμερα στερηθήκαμε της γλυκύτατης παρουσίας σου και δεν έχομε άλλον διδάσκαλο να μας αναγινώσκει τις βίβλους τόσο επιμελέστατα». Τότε ήλθαν και οι άλλες Μοναχές κλαίοντας’ αλλά περισσότερο από αυτές θρηνούσε η ευλαβής Ιερεία λέγουσα: «Οίμοι, γλυκύτατη μου Φεβρωνία, ποια αμοιβή να σου δώσω, για την μεγίστη ευεργεσία, οπού μου έκαμες να με εξαγάγεις από το σκότος της αγνωσίας, πάνσοφε; Ας προσκυνήσω τους αγίους πόδας σου, που επάτησαν την κεφαλή του όφεως’ ας φιλήσω τις πληγές των αγίων μελών σου, γιά των οποίων η ψυχή μου ιάθη’ ας στεφανώσω με άνθη εγκωμίων την σεβασμία κορυφή σου, η οποία έστεψε το γένος μας με το κάλλος των αγώνων σου». Αυτά και άλλα πολλά έλεγαν οι αδελφές οι οποίες έκαμαν αγρυπνία ολονυκτία ιστάμενοι έως το πρωί, με υμνωδίες τω Κυρίω ψάλλοντες.

Ο δε Λυσίμαχος είπε προς τον κόμητα. «Εγώ, αγαπημένε μου, Πρίμε, από την σήμερον αποτάσσομαι την πλάνη του πατρός μου, με όλη την περιουσία του, και πιστεύω στον Δεσπότη μου Ιησού Χριστό». Του λέγει ο Πρίμος· «το όμοιον κάμνω και εγώ, κύ­ριέ μου. Αναθεματίζω τον Διοκλητιανό με όλους του τους θεούς, και υποτάσσομαι τω Χριστώ εξ όλης καρδίας μου». Τότε λοιπόν επήγαν μαζί στο Μοναστήρι με πλήθος λαού αναρίθμητο, και φέ­ροντες το γλωσσόκομο έθεσαν σ’ αυτό το τίμιο λείψανο, και έβα­λαν όλα τα άγια μέλη καθ’ ένα στον τόπο του, ήτοι την κεφαλή, τα χέρια καί τα πόδια, τους δε οδόντας έθεσαν στο στήθος της, και ευωδιάσαντες αυτό με μύρα και αρώματα, το έβαλαν σε τόπο επίσημο, δοξάζοντες και ευχαριστούντες τον Κύριο. Και πολύ πλήθος Ελλήνων-ειδωλολατρών επίστευσαν τω Χριστώ και εβαπτίσθησαν. Ομοίως ο Πρίμος και ο Λυσίμαχος εβαπτίσθησαν και αρνήθησαν τον κόσμο τελείως, ούτε επέστρεψαν στον δυσσεβή βασιλέα, αλλά επήγαν στον Αρχιμανδρίτη Μαρκελλίνο, και τους έκαμε Μοναχούς, και ετελείωσαν την ζωή των ασκητικώς, με πολιτεία θεάρεστη. Εβαπτίσθησαν δε και πολλοί στρατιώτες, καί τελείωσαν τον βίο θεάρεστα. Ομοίως και η συγκλητική Ιερεία με τους γονείς της απηρνήθησαν τον κόσμο και εκουρεύθησαν στο Μοναστήρι, στο οποίο αφιέρωσαν όλο τον πλούτο τους. Η δε μακαρία Ιερεία παρεκάλεσε την Βρυένη, λέγουσα: «Δέ­ομαί σου, μήτερ και δέσποινα, να με έχεις αντί της Φεβρωνίας υποτακτική για να εκτελώ όλα σου τα προστάγματα». Εξώδευσε δε την προίκα της όλη στο Ναό ιερώς η Ιερεία και τον στόλισε’ και τα χρυσά και αργυρά της κοσμήματα έλυσε καί χρύσωσε της μακαρίας Φεβρωνίας το γλωσσόκομο, στο οποίο εγίνοντο θαυμάσια άπειρα. Και μάλιστα την ημέρα της εορτής αυτής, όταν έψαλλαν οι Μοναχές την αγρυπνία, εφαίνετο και αυτή στο μέσον αυτών περί το μεσονύκτιο, και έστεκε στον τόπο της, έως την τρίτη ευχή και την έβλεπαν όλες οι Μοναχές, αλλά δεν ετόλμα καμία να την αγγίξει ή να την ρωτήσουν ολότελα.
Όταν τον πρώτο χρόνο, οπού την είδαν, εφοβήθησαν όλες οι Μοναχές, και ποσώς δεν την επλησίασαν. Η δε Ηγουμένη φώναξε: «ιδού η Φεβρωνία, το τέκνο μου». Και μόλις εσίμωσε να την αγκαλιάσει έγινε άφαντος. Γι’ αυτό από τότε δεν ετόλμα καμία να την πλησιάσει, μόνο την έβλεπαν και έκλαιαν από την χαρά σ’ αυτήν την θαυμάσια οπτασία.
Όταν ο  Επίσκοπος εκείνης της πόλεως έκτιζε έξι χρόνους ναό περικαλλή στο όνομα της Αγίας Φεβρωνίας, καί όταν τον τελείωσε, επήγαν όλοι οι Επίσκοποι στο Μοναστήρι, να ζητήσουν το άγιο λείψανο της Αγίας, για να το φέρουν στον νέο Ναό. Η δε Ηγουμένη και όλες οι αδελφές, έπεσαν στα πόδια των Επισκόπων μετά δακρύων παρακαλώντας να μην τις υστερήσουν αυτό τον θησαυρό. Η δε Ηγουμένη κατέληξε ότι «.αν αυτό το έργο αρεστό της Αγίας και της αγιοσύνης σας, τίς είμαι εγώ να το εμποδίσω; υπάγετε λοιπόν και σηκώσατέ την, εάν είναι Θεού θέλημα».


Τότε επήγαν οι Αρχιερείς στον τάφο της Μάρτυρος, και αναγίνωσκαν τις ευχές να σηκώσουν το γλωσσόκομο. Όταν επλήρωσαν την ευχή οι Επίσκοποι και άπλωσαν τα χέρια να σηκώσουν το άγιο λείψανο, γίνεται ευθύς στον αέρα βροντή μεγάλη και φοβερά τόσο, ώστε έπεσαν κατά γης όλοι έντρομοι. Και πάλι όταν πέρασε λίγη ώρα και συνήλθαν από τον φόβο, ξαναδοκίμασαν να το σηκώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν διότι τόσο μέγας και φοβερός σεισμός έγινε, ώστε φαινόταν ότι ήθελε να πέσει όλη η πόλη. Τότε εγνώρισαν όλοι, ότι δεν ήθελε η Αγία να φύγει από το Μοναστήρι. Με θαυμαστό τρόπο, επέτρεψε μόνο να δοθεί ένα δόντι της στον Επίσκοπο και τον έθεσαν στο Άγιο Θυσιαστήριο του νέου Ναού όπου και εποίησε πολλά θαυμάσια. Τυφλοί ανέβλεπαν, χωλοί ανωρθούντο, περιπατούσαν παράλυτοι, οι δαίμονες από τους ασθενείς εδιώκοντο. Τούτο παντα­χού ακούοντες, συνέτρεχαν όλοι από πάσης χώρας και πόλεως φέροντες τους αρρώστους, άλλους με τους κραββάτους, και άλλους σε άλογα ζώα φορτωμένους, και όλοι εθεραπεύοντο. Και δεν έπαυσαν ποτέ οι θαυματουργίες, ότι όχι μόνον τότε, αλλά και κάθε καιρό κάμνει σε όλους θαυμάσια ο φιλάνθρωπος και υπεράγαθος Θεός, ο οποίος δόξασε την πανένδοξο και καλλίνικο αυτού Οσιομάρτυρα. Καθώς και αυτή η αείμνηστος και πολύαθλος εδόξασε αυτόν με τον αγώνα της φρικτής εκείνης αθλήσεως.

Πηγή: santafebronia.wordpress.com/



Ἀπολυτίκιον.Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς τῆς ἀσκήσεως, ῥόδον ἡδύπνευστον, ὀσμὴν ἀθλήσεως, τῷ κόσμῳ ἔμπνευσας, εἰς ὀσμὴν μύρων τοῦ Χριστοῦ, δραμοῦσα ἀσχέτῳ, πόθῳ· ὅθεν ὡς παρθένον σε, καὶ Ὁσίαν καὶ Μάρτυρα, θαυμαστῶς ἐδόξασε, Φεβρωνία ὁ Κύριος· ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ Ὁσιομάρτυς.








Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας χάρισι, καῖ μαρτυρίου τῷ κάλλει, κοσμηθεῖσα ἔνδοξε, ὡς πανακήρατος νύμφη, ἔδραμες, λαμπαδηφόρος τῷ σῷ Νημφίῳ, ἔστεψαι, τῆς ἀφθαρσίας τῇ εὐπρεπείᾳ, καὶ πρεσβεύεις Φεβρωνία, ὑπὲρ τῶν πίστει ὑμνολογούντων σε.



Μεγαλυνάριον.

Χαίροις Φεβρωνία πανευκλεής, Ὁσίων ἡ δόξα, καὶ Μαρτύρων ἡ καλλονή· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, ἀθλήσασα νομίμως, εἰκότως καὶ βραβείων, διπλῶν ἠξίωσαι.

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο «ΕΞ ΑΓΑΡΙΝΩΝ» 1819 (2 ἸΙουνίου




Ο Άγιος Κωνσταντίνος καταγόταν από Μουσουλμάνους γονείς και γεννήθηκε στο χωριό Ψιλομέτωπο της Μυτιλήνης. Μαζί με τη μητέρα και τ' αδέλφια του ήλθε στη Μαγνησία και αργότερα στη Σμύρνη, όπου βοηθούσε τ' αδέλφια του στο οπωροπωλείο, πηγαίνοντας στα σπίτια των ευγενών αυτά που αγόραζαν από το μαγαζί τους.

Πηγαίνοντας όμως συχνά στη Μητρόπολη της Σμύρνης, άκουγε και έμαθε την ελληνική γλώσσα και τη χριστιανική θρησκεία. Έφυγε λοιπόν για το Άγιον Όρος, αλλά κανείς δεν τον δεχόταν. Τότε ο εκεί εξόριστος Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' (βλέπε 10 Απριλίου), στη Μ. Λαύρα, αφού τον δοκίμασε τον βάπτισε χριστιανό στα Καυσοκαλύβια, με το όνομα Κωνσταντίνος.

Ο Άγιος Κωνσταντίνος, στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, προσκύνησε τα τίμια λείψανα των νεοφανών μαρτύρων και τον κατέλαβε ο πόθος να μιμηθεί την πράξη τους. Αφού πέρασε με νηστεία και προσευχή κοντά σε πνευματικό, αποφάσισε να πάει στη Μαγνησία, για να βαπτίσει την αδελφή του χριστιανή. Μετά όμως από συμβουλή των Πατέρων, απέπλευσε από το Άγιον Όρος και αποβιβάστηκε στις Κυδωνιές.

Στις Κυδωνιές, αναγνωρίστηκε από κάποιο Τούρκο και οδηγήθηκε στον Αγά. Εκεί ομολόγησε τον Χριστό και αφού φανέρωσε την καταγωγή του, φυλακίστηκε και βασανίστηκε σκληρά. Όταν τον ανέκριναν πάλι, ο Άγιος Κωνσταντίνος έκανε μπροστά τους το σημείο του Σταυρού, αποδεικνύοντας έτσι το αμετάθετο της πίστης του. Τότε ξανά τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν με φρικτό τρόπο. Αλλά βλέποντας ο ηγεμόνας, ότι κάθε προσπάθεια του πήγαινε χαμένη, τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη. Αφού και εκεί τον υπέβαλαν σε σκληρά βασανιστήρια, τελικά τον απαγχόνισαν στις 2 Ιουνίου 1819 μ.Χ.

Χειρόγραφη Ακολουθία του βρίσκεται στην Καλύβη του Άγιου Ιωάννη του Θεολόγου στα Καυσοκαλύβια και στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα στο Άγιον Όρος.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Πᾶσαν ηὔφρανας, πιστῶν χορείαν, καί κατήσχυνας, τούς Ἄγαρ γόνους, ἀνακηρύξας λαμπρῶς τήν εὐσέβειαν, καί ὑπομείνας ἀνύποιστα βάσανα, ὦ Κωνσταντῖνε Μαρτύρων ἀγλάϊσμα. Ὡς οὖν ἔτυχες, οὗπερ ἐπόθεις ἀοίδιμε, μνημόνευε ἡμῶν τῶν εὐφημούντων Σε.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Φωσφόρος ἀνέτειλε, τῆ Ἐκκλησία Χριστοῦ, ἡ μνήμη τῶν ἄθλων σου, φωτός πληροῦσα αὐτήν, Μαρτύρων ἐκσφράγισμα, ἔνδοξε Κωνσταντῖνε, λύουσα τήν ἀπάτην, γόνων τῶν ἐκ τῆς Ἄγαρ, λάμπουσα δέ πλουσίως, τάς ψυχάς τῶν ἐν πίστει, τήν μνήμην σου τελούντων ἀειμακάριστε. 

"Ορθόδοξος Συναξαριστής" 

Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Περὶ τοῦ Θαύματος τοῦ Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Νικολάου τοῦ Νέου τοῦ ἐν Βουνένοις

AgNikolaosVounenois

Τὸ ἄλλοτε πυκνὸν δάσος τὸ εὑρισκόμενον εἰς τὴν περιφέρειαν Δοξαρᾶ, εἰς τὸ ὁποῖον ὁ Ἅγιος ἠσκήτευσε καὶ ἐμαρτύρησε, σήμερον δὲν ὑπάρχει. Ὑπάρχουν μόνον ἐλάχιστα δένδρα. Πρό τινος ἐσώζετο καὶ τὸ δένδρον, εἰς τὸ ὁποῖον ὁ Ἅγιος ἐκρεμάσθη καὶ ἐμαρτύρησεν, ἀλλὰ μὲ τὴν πολυκαιρίαν ἀφοῦ μέχρι ῥίζης ἐξηράνθη, ἔπεσε καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἔκοψαν τοῦτο εἰς μικρὰ τεμάχια, τὰ ὁποῖα ἔλαβον χάριν εὐλαβείας καὶ ἔκαμον φυλακτά.

 Ἅγιος κατ΄ ἔτος πανηγυριζόμενος τὴν 9ην Μαΐου δεικνύει τὸ ἑξῆς θαῦμα. Τὰ πέριξ τοῦ μικροῦ δυστυχῶς εἰσέτι ὑπάρχοντος Ναοῦ δένδρα, ἅμα τῇ ἐνάρξει τοῦ Ἑσπερινοῦ ἐκβλύζουν δρόσον καὶ ἐκ τῶν φύλλων καὶ ἐκ τῶν κορμῶν. Οἱ δὲ Χριστιανοὶ μὲ κοχλιάρια συλλέγουν τὰς σταγόνας τῆς δρόσου καὶ πίνουν αὐτὰς ὡς ἁγίασμα. Τοῦτο διαρκεῖ καὶ τὴν ἐπαύριον καθ΄ ὅλην τὴν ἡμέραν τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου μέχρις ἑσπέρας.

κεῖνο δὲ ὅπερ ἰδιαιτέρως τὸ σημεῖον τοῦτο καθίσταται θαυμαστὸν εἶναι ὅτι γίνεται εἰς τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου κατὰ τὸ Πάτριον Ἡμερολόγιον. Τούτου ἕνεκα, ἡ Πανήγυρις τοῦ Ἁγίου τελεῖται κατὰ τὸ Πάτριον Ἡμερολόγιον, διότι τότε ὁ Ἅγιος δεικνύει τὸ προαναφερόμενον θαῦμα.

Κατὰ τὴν ἡμέραν δὲ τῆς Πανηγύρεως, Παλαιοημερολογῖται καὶ Νεοημερολογῖται ἔρχονται μακρόθεν ἐξ ὅλων τῶν μερῶν τῆς Θεσσαλίας καὶ πολλάκις δημιουργοῦνται μεταξύ των ἐπεισόδια τίνες ἐξ αὐτῶν νὰ λειτουργήσωσιν εἰς τὸ Ναΐδριον τοῦ Ἁγίου. Οἱ ἐνωρίτερον ἐλθόντες ἀμέσως καταλαμβάνουν τὸν Ναὸν καὶ λειτουργοῦν. Πλὴν καὶ οἱ βραδυπορήσαντες δὲν φεύγουν ἄπρακτοι. Εἴτε ἐξ ἀγνοίας τῶν ἱερῶν διατάξεων, εἴτε ἐξ εὐλαβείας πρὸς τὸν Ἅγιον, συμβαίνει ἐνίοτε νὰ γίνουν ἐπὶ τῆς ἰδίας Ἁγίας Τραπέζης δύο Λειτουργίαι, μολονότι ἀντικανονικόν.


Τὸ παρὸν κείμενο εἶναι ἀπὸ χειρόγραφη ἐπιστολὴ τῆς 18.5.1955 τοῦ τότε Ἀρχιμανδρίτου καὶ μετέπειτα Ἐπισκόπου Μαγνησίας τῆς Ἐκκλησίας μας κατασταθέντος Χρυσοστόμου (Νασλίμη, +1973) ἐκ Βόλου, πρὸς τὸν Μοναχὸ Ἀντώνιο (Μουστάκα) Καυσοκαλυβίτη. Τὸ κείμενο ἐγράφη ὑπὸ μορφὴν πληροφορίας, ὥστε ὁ ἀποδέκτης νὰ συντάξη πλῆρες δημοσίευμα. Λόγῳ ὅμως τῆς γλαφυρότητός του τὸ παραθέτουμε αὐτούσιο. Ἡ ἀναφερομένη ἐκβλύζουσα δρόσος εἶναι γνωστὴ καὶ ὡς αἱματῶδες ὑγρό. Ὁ ἀναφερόμενος μικρὸς Ναὸς τοῦ Ἁγίου στὰ Βούνενα Λαρίσης ἐκάη τὸ 1962 καὶ ἀνηγέρθη νέος, ἀλλὰ πάλι σχετικὰ μικρὸς Ναός, ὁ ὁποῖος ἔκτοτε ὑφίσταται στὸ ἐν λόγῳ Προσκύνημα.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣ ΙΩΒ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ (6 Μαΐου)


Ο Δίκαιος Ιώβ έζησε περίπου στους χρόνους των Πατριαρχών, στην Αυσίτιδα χώρα, μεταξύ Ιδουμαίας και Αραβίας και είχε αραμαϊκή καταγωγή. Ήταν πολύ πλούσιος, αλλά και ευσεβής, ενάρετος και δίκαιος. Η οικία του ήταν ανοικτή σε κάθε ξένο. Επιδείκνυε στοργή προς κάθε στερούμενο, πάσχοντα και αδικούμενο, παρέχοντας στοργή και συμπαράσταση. Ήταν στήριγμα πτωχών και υπερασπιστής αδυνάτων, δίκαιος και γενναιόδωρος απέναντι στους πολυπληθείς υπηρέτες του και τους δούλους του. Στοργικός οικογενειάρχης, είχε αναθρέψει δέκα παιδιά, επτά γυιούς και τρεις κόρες, τα οποία συνήθιζαν να τρώνε και να πίνουν καθημερινώς μαζί. 

Ο Ιώβ κάθε πρωί πρόσφερε θυσίες στον Θεό για τα παιδιά του, διότι σκεπτόταν και έλεγε: «μήπως τυχόν τα παιδιά μου σκέφθηκαν κατά την ώρα των συμποσίων σκέψεις αμαρτωλές και αμάρτησαν έτσι απέναντι του Θεού». Απολάμβανε ιδιαίτερο σεβασμό από τους συμπολίτες του, που όταν τον άκουγαν τον μακάριζαν για τη σοφία του. Είχε μέγα πλήθος από ζώα: 7.000 πρόβατα, 3.000 καμήλες, 500 ζεύγη βοδιών, μια αγέλη 500 θηλυκών όνων και ένα πλήθος βοσκών και επιστατών. Φέρεται να ήταν γενικά από τους πλουσιότερους και τους πλέον διακεκριμένους ανθρώπους των ανατολικών χωρών. Αυτόν τον Δίκαιο ζήτησε και έλαβε ο διάβολος άδεια από τον Θεό να τον δοκιμάσει, προκειμένου να τον κάνει να αδημονήσει, να χάσει την πίστη και την υπομονή του και να βλασφημήσει κατά του Θεού. Κάποια μέρα λοιπόν που τα παιδιά του Ιώβ διασκέδαζαν στο σπίτι του μεγαλύτερου αδελφού τους, φθάνει ένας αγγελιαφόρος στον Ιώβ και του αναφέρει ότι κάποιοι ληστές, αφού έσφαξαν τους δούλους βοσκούς του, άρπαξαν τα ζεύγη των βοδιών και τους θηλυκούς όνους και μόνο αυτός σώθηκε της καταστροφής. Πριν τελειώσει όμως το λόγο του, φθάνει άλλος αγγελιαφόρος που ανήγγειλε στον Ιώβ, ότι φωτιά έπεσε από τον ουρανό και κατέκαψε όλα τα πρόβατα και τους βοσκούς αυτών και μόνο αυτός σώθηκε. Πριν και αυτός ολοκληρώσει, φθάνει έτερος που ανήγγειλε ότι έφιπποι ληστές κατά ομάδες περικύκλωσαν τα κοπάδια των καμήλων, τις οποίες και άρπαξαν, φονεύοντας όλους τους δούλους και βοσκούς που τις φύλαγαν. Στο σημείο αυτό φθάνει τέταρτος αγγελιοφόρος που ανήγγειλε το τραγικότερο: Σφοδρός άνεμος άρπαξε τη στέγη της οικίας, στην οποία συνέτρωγαν τα παιδιά του Ιώβ, με συνέπεια να ταφούν όλα τα παιδιά του κάτω από τα ερείπια. Τότε ο Ιώβ σηκώθηκε και σκίζοντας τα ενδύματά του και κουρεύοντας τα μαλλιά του έπεσε στο έδαφος προσκυνώντας τον Θεό και είπε: «Γυμνός εξήλθα από την κοιλιά της μάνας μου και γυμνός θα απέλθω από τον κόσμο αυτό. Ο Κύριος έδωσε τα δώρα του και ο ίδιος τα αφαίρεσε. Ας είναι δοξασμένο το όνομά Του στους αιώνες» (είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας). Επιπρόσθετα, για να τον δοκιμάσει ακόμα περισσότερο ο διάβολος, έλαβε άδεια από τον Θεό και ο Ιώβ προσβλήθηκε από φοβερή μολυσματική ασθένεια και γέμισε από πληγές, ζώντας πλέον έξω από τα τείχη της πόλης του. Οι πληγές του ήταν γεμάτες πύο, μύριζαν άσχημα και τον πονούσαν και γι΄ αυτό τις έξυνε με ένα όστρακο καθισμένος «επί κοπρίας» μακριά από το σπίτι του και τους ανθρώπους. Όμως, παρά την μεγάλη του θλίψη και τον σωματικό του πόνο, συνέχισε να δοξολογεί τον Θεό. Στην γυναίκα του, που τον προέτρεψε να βλασφημήσει τον Θεό και να δώσει τέλος στην ζωή του, απάντησε: «Γιατί μίλησες έτσι σαν μία ανόητη γυναίκα; Εάν δεχθήκαμε τα αγαθά από τον Θεό, τα κακά δεν θα τα υπομείνουμε;». Ο διάβολος πλέον ανεχώρησε ντροπιασμένος επειδή με τις προσβολές των τόσων πειρασμών, δεν κατόρθωσε τον σκοπό που είχε, δηλαδή να τον κάνει να βλασφημήσει κατά του Θεού. 

Ως ανταμοιβή για την υπομονή του, ο Ιώβ αποκαταστάθηκε από τον Θεό στην αρχική του κατάσταση υγείας και ευδαιμονίας, και μάλιστα με πολύ περισσότερα αγαθά και ευλογίες: Απέκτησε πάλι επτά γιους και τρεις θυγατέρες, καθώς και τα διπλάσια ζώα, και έζησε μετά τη δοκιμασία αυτή 170 χρόνια. Πέθανε σε ηλικία 240 ετών, αφού ευτύχησε να δει και τα τρισέγγονά του!



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς τῆς ἀνδρείας ἀκαθαίρετος πύργος, τᾶς τοῦ Βελίαρ ἀπεκρούσω ἑφόδους, καὶ ἀκλινὴς διέμεινας σοφὲ ἐν πειρασμοίς, ὅθεν χαρακτῆρα σε, ἀρραγοῦς καρτερίας, καὶ λαμπρὸν ὑπόδειγμα, ἀρετῶν οὐρανίων, ἡ Ἐκκλησία μέλπει σε Ἰώβ, λαμπρυνομένη, τοὶς σοὶς προτερήμασι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ δικαίου σου Ἰώβ τὴν μνήμην, Κύριε, ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σὲ δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχᾶς τῆς φύσεως.
Ὡς ἀληθὴς καὶ δίκαιος, θεοσεβὴς καὶ ἄμεμπτος, ἡγιασμένος τε ὤφθης πανένδοξε, Θεοῦ θεράπον γνήσιε· καὶ ἐδίδαξας κόσμον, ἐν τῇ σῇ καρτερίᾳ Ἰώβ πολύαθλε· ὅθεν πάντες τιμῶντες, ὑμνοῦμέν σου τὸ μνημόσυνον.

Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Η ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ Η ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ (5 Μαΐου)

Η Αγία μεγαλομάρτυς Ειρήνη
Την εποχή που βασίλευε ο Μέγας Κωνσταντίνος (306-337 μ.Χ.), ζούσε στην πόλη Μαγεδών της Περσίας ο Λικίνιος που ήταν ηγεμόνας μιας επαρχίας και η γυναίκα του που λεγόταν Λικινία. Αυτοί ήταν οπαδοί μίας περσικής θρη­σκείας του Ζωροάστρη.

Κάποτε απέκτησαν μία χαριτωμένη κορούλα που την ονόμασαν Πηνελόπη κι όσο αυτή μεγάλωνε, τόσο πιο πολύ ξεχώριζε η εξωτερική της ομορφιά αλλά και το χάρισμα της ευστροφίας που διέθετε. Έτσι οι γονείς της, έκτος από τις περιποιή­σεις και τα υλικά αγαθά που της προσέφεραν πλουσιοπάροχα, για να την κάνουν ευτυχι­σμένη, ανέθεσαν και τη μόρφωση της σε έναν σοφό δάσκαλο, τον Απελλιανό. Εκείνος, ανέλαβε τη διαπαιδαγώγηση της Πηνελόπης με μεγάλο ενδιαφέρον και με χαρά έβλεπε την πρόοδό της, στα μαθήματα που της έκανε. Πολλές φορές, συζητώντας μαζί της, καταλάβαινε πως η νεαρή κόρη με τα προτερήματα που είχε και με το χαρακτήρα της, τον βοηθούσε να γίνει περισσότερο σοφός.

Όταν ο καιρός ήταν καλός, η Πηνελόπη περνούσε τις μέρες της με τους γονείς της και τον δάσκαλό της, στον εξοχικό τους πύργο, που ήταν πε­ριτριγυρισμένος από κήπους με ανθισμένα δέντρα και λουλούδια. Μέσα στο αρχοντικό, όλα τα έπιπλα ήταν φτιαγμένα από χρυσάφι, ενώ πολλές δούλες υπηρετούσαν τα αφεντι­κά τους και τις ανάγκες της έπαυλης. Μία όμως από αυτές, διέφερε από τις άλλες γιατί ήταν πρόθυμη και υπάκουη κι έτσι, πολύ γρή­γορα απέκτησε την εκτίμηση του άρχοντα και της γυναίκας του, χωρίς να γνωρίζουν βέβαια ότι ήταν Χριστιανή. Η Πηνελόπη ξεχώρισε τις σπάνιες αρετές της υπηρέτριας και γι' αυτό της άρεζε να κάνει παρέα μαζί της. Στον ελεύθερο χρόνο της συζητούσε με τη Χρι­στιανή δούλη και με ενδιαφέρον προσπα­θούσε να ανακαλύψει το μυστικό της που την έκανε τόσο διαφορετική από τις άλλες υπη­ρέτριες.

Ένα βράδυ, η κόρη του άρχοντα καθώς κοιμόταν, είδε στο όνειρό της ένα λευκό περιστέρι που κρατούσε στο ράμφος του ένα κλαδί ελιάς και το άφησε πάνω στο χρυσό τραπέζι του πύργου. Έπειτα εμφανίστηκε ένας αετός που κρατούσε ένα στεφάνι από λουλούδια και στο τέλος παρουσιάστηκε ένα κοράκι που άφησε από το ράμφος του ένα σκοτωμένο φί­δι. Η Πηνελόπη ξύπνησε τρομαγμένη αλλά όταν ξανακοιμήθηκε, είδε έναν Άγγελο Κυ­ρίου που της είπε:

-Ο αληθινός Θεός σε καλεί να τον ακολουθήσεις. Σε αυτό θα σε βοηθήσει η αγαπη­μένη σου Χριστιανή υπηρέτρια.
Το πρωί η Πηνελόπη ζήτησε από τον δά­σκαλο της, να της εξηγήσει το παράξενο αλλά θεϊκό όνειρο που είδε κι εκείνος της είπε:
-Το περιστέρι συμβολίζει την αγνή ψυχή σου, ο αετός προμηνύει νίκη και δόξα, αλλά το κοράκι σημαίνει ότι στη ζωή σου θα υπο­φέρεις και θα δοκιμαστείς πολύ!

Τότε η νεαρή κόρη πήγε στην υπηρέτρια και της είπε:
-Είσαι Χριστιανή και μου το δια­βεβαίωσε Άγγελος από τον ουρανό, γι' αυτό θέλω να μου μιλήσεις για τον Θεό σου!

Η υπηρέτρια ζήτησε συγγνώμη από την αρχοντοπούλα που της το είχε κρατήσει μυ­στικό και από τότε άρχισε να της μιλά για τη ζωή του Χριστού και για το κήρυγμα Του στη γη. Αργότερα η Πηνελόπη θέλησε να βαπτι­στεί, γι' αυτό κάποιο βράδυ, ένας Χριστιανός ιερέας μπήκε κρυφά στον πύργο και βάπτισε την Αγία, δίνοντας της το όνομα Ειρήνη. Αμέσως η κόρη του ηγεμόνα ομολόγησε τη Χριστιανική Πίστη στους γονείς της και παρ' όλο που εκείνοι προσπάθησαν να τη μεταπεί­σουν, η Ειρήνη τους μίλησε με σύνεση και τους είπε πώς πρέπει να υπακούμε πρώτα στον Θεό κι έπειτα στους ανθρώπους. Έτσι κι εκείνη θα υπάκουε στις γεμάτες αγάπη, εντολές του Θεού και όχι στις εγωιστικές δια­ταγές των ανθρώπων.

Σύντομα μαθεύτηκε στην πόλη ότι  η κόρη του ηγεμόνα έγινε Χριστιανή. Τότε πήγαν οι Πέρσες ιε­ρείς στον Λικίνιο και τον έπεισαν να δικάσει την Ειρήνη. Ο πατέρας της Αγίας μάταια δο­κίμασε να την καλοπιάσει, ούτε κατόρθωσε να την τρομάξει με διάφορες απειλές. Γι' αυτό θύμωσε τόσο πολύ που διέταξε να δέ­σουν τη κόρη του και να την βάλουν ανάμεσα σε αφηνιασμένα άλογα, για να την καταπατήσουν και να την θανατώσουν με κλωτσιές. Όμως συνέβη κάτι φοβερό! Ένα αγριεμένο άλογο, όρμησε ξαφνικά πάνω στον ηγεμόνα, τον κλώτσησε με δύναμη και τον σκότωσε. Τότε έβγαλε ανθρώπινη φωνή και είπε:

Ο λαός που παρακολουθούσε το μαρτύ­ριο της Αγίας, θαύμασε για το ανεξήγητο εκείνο γεγονός και πολλοί από εκείνους πί­στεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν, αλλά οι άπιστοι Ιερείς νόμιζαν πως η Αγία έκανε μαγικά και τη μίσησαν ακόμη πιο πολύ.

Όταν η Ειρήνη είδε ότι σκοτώθηκε ο πατέρας της, έτρεξε δίπλα του και ξεχνώντας το κακό που θα της έκανε εκείνος πριν από λίγο, γονάτισε μεγαλόψυχα κι άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα στον Θεό. Αμέσως έγινε θαύμα και ο άρχο­ντας Λικίνιος που βρισκόταν ξαπλωμένος στο χώμα, αναστήθηκε και σηκώθηκε όρθιος. Μό­λις κατάλαβε τι είχε συμβεί, ζήτησε μετανοη­μένος συγχώρεση από την κόρη του και απο­φάσισε να βαπτιστεί και να γίνει Χριστιανός μαζί με τη γυναίκα του και τον δάσκαλο Απελλιανό. Έπειτα, παραιτήθηκε από το υψηλό αξίωμά του κι έζησαν ενάρετα στον εξοχικό τους πύργο, κάνοντας ελεημοσύνες, προσευχές, νηστείες και άλλα χριστιανικά έργα. Μαζί με αυτούς, πλήθος κόσμου που είδε το θαύμα, δόξαζε τον αληθινό Θεό και εγκατέλειπε τις ψεύτικες θρησκείες που λα­τρεύονταν μέχρι τότε.

Αργότερα, ηγεμόνας της πόλης έγινε ο Σεδεκίας ο οποίος, όταν έμαθε πως η Ειρήνη ήταν Χρι­στιανή, διέταξε να τη συλλάβουν και να τη φυλακίσουν σε ένα βαθύ λάκκο, όπου μέσα ζούσαν δηλητηριώδη φίδια. Ύστερα από δεκατέσσερις μέρες, ο άρχοντας με πλήθος κό­σμου, πήγαν να παραλάβουν το πτώμα της νεαρής Αγίας αλλά με έκπληξη διαπίστωσαν πως εκείνη ζούσε και τα ερπετά τη σεβόταν και δε την άγγιζαν. Τότε ο Σεδεκίας διέταξε να τη δέσουν σε έναν τροχό με αιχμηρά μα­χαίρια, ο όποιος γύριζε με τη δύναμη ενός ορμητικού χειμάρρου. Όμως μέχρι να τη δέ­σουν, το νερό σταμάτησε και ο τροχός δε γύ­ριζε πια! Εξοργισμένος ο ηγεμόνας, έδωσε εντολή να πριονίσουν τα πόδια της Ειρήνης. Η Αγία υπέμενε το φρικτό βασανιστήριο και γι' αυτό ο Θεός την ενθάρρυνε κάνοντας ακό­μη ένα θαύμα. Μόλις οι δήμιοι τελείωσαν την αποτρόπαια πράξη τους, εκείνη θεραπεύτη­κε εντελώς και όλοι κοιτούσαν άφωνοι, μη μπορώντας να εξηγήσουν ποια δύναμη προ­στάτευε τη Χριστιανή μεγαλομάρτυρα.

Διάδοχος του Σεδεκία ήταν ο γιος του, ο Σαβώρ, ο οποίος έστειλε τον στρατό του να πολεμήσει τους πολιτικούς εχθρούς του. Λίγο πιο έξω από την πόλη, οι απάνθρωποι στρατιώτες συνάντησαν την Αγία και αφού της έμπηξαν καρφιά στις φτέρνες, της φόρτωσαν στην πλάτη ένα βαρύ τσουβάλι με άμμο και τη διέ­ταξαν να το μεταφέρει ως τον βασιλιά. Αλλά την ίδια στιγμή, έγινε σεισμός, η γη άνοιξε στα δύο και πολλοί άπιστοι στρατιώτες έπε­σαν στο γκρεμό και σκοτώθηκαν, ενώ πολύ σύντομα πέθανε κι ο βασιλιάς. Η Αγία ελεύ­θερη πια, κήρυξε το λόγο του Θεού στον λαό κι έκανε πολλά θαύματα, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι Χριστιανοί της Περσίας.

Έπειτα η μάρτυς ταξίδεψε σε διάφορα μέρη και σε ξένους τόπους, διδάσκοντας την Χριστιανική Πί­στη, μέχρι που έφτασε στην πόλη Καλλίνικο, όπου βασίλευε ο άρχοντας Νουμεριανός. Αυτός, όταν άκουσε το Χριστιανικό κήρυγμα της Ειρήνης, διέταξε να την πιάσουν και αφού τη γυμνώσουν, να τη ρίξουν μέσα σε ένα πυρακτωμένο καμίνι που είχε σχήμα βο­διού. Μα η Αγία δεν έπαθε τίποτα και τότε την έβαλαν ξανά σε δεύτερο καμίνι για να την κάψουν ζωντανή. Ο Θεός προστάτεψε και πάλι τη μάρτυρα κι εκείνη αντί να καίγεται και να υποφέρει από τις καυτές φλόγες γύρω της, δόξαζε χαρούμενη τον Θεό. Τότε την έριξαν σε τρίτο καμίνι αλλά εκείνο έσπασε από την πολύ ζέστη, ενώ η Ειρήνη βγήκε ζω­ντανή, κάνοντας πολλούς ανθρώπους που παρευρίσκονταν εκεί, να πιστέψουν στη δύ­ναμη του Χριστού.

Η φήμη της Αγίας έφτασε μέχρι και στον βασιλιά της Περσίας, τον Σαβώριο. Εκείνος την κάλε­σε κοντά του και αφού διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να την πείσει να προσκυνήσει τα είδωλα, διέταξε να την αποκεφαλίσουν και να την κλείσουν σ' έναν τάφο. Όμως Άγγελος Κυρίου ανέστησε την μάρτυρα και μόλις ο βασιλιάς την αντίκρυσε ζωντανή, πίστεψε κι εκείνος στον Χριστό. Μετά από αυτά η Ειρή­νη περιόδευσε σε αρκετές πόλεις, διδάσκο­ντας το θέλημα του Θεού και με τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος έκανε θαύματα, ενι­σχύοντας την πίστη των Χριστιανών, οι όποιοι την αποκαλούσαν Ισαπόστολο. Ύστερα από μία μαρτυρική και πολυβασανισμένη ζωή, η Αγία αισθάνθηκε πως πλησίαζε το τέλος της. Έτσι, προετοιμάστηκε και πέθανε ειρηνικά, ευχαριστώντας τον Θεό που την αξίωσε να υποφέρει τόσα πολλά για τη δόξα Του. Η μνήμη της Αγίας μεγαλομάρτυρος Ειρήνης, εορτάζεται από την Εκκλησία μας στις 5 Μαΐου.



Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εἰρήνης τὸν ἄρχοντα, ἰχνηλατοῦσα σεμνή, εἰρήνης ἐπώνυμος, δι' ἐπιπνοίας Θεοῦ, ἐδείχθης πανεύφημε, σὺ γὰρ τοῦ πολέμου, τᾶς ἐνέδρας φυγοῦσα, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, ὡς παρθένος φρονίμη, διὸ Μεγαλομάρτυς Εἰρήνη, εἰρήνην ἠμὶν αἴτησαι.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Ὁ Χριστὸς ἡ εἰρήνη σὲ Εἰρήνην ἐκάλεσε· σὺ γὰρ τὴν εἰρήνην βραβεύεις τοῖς τελοῦσι τὴν μνήμην σου, καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, προστρέχουσι τῷ θείῳ σου ναῷ, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ πάντων, τῇ τρισηλίῳ παρισταμένη Θεότητι. Ἅπαντες οὖν χαρμονικῶς, τὴν μνήμην αὐτῆς τελέσωμεν, τὸν ἀντιδοξάσαντα αὐτήν, Χριστόν μεγαλύνοντες. 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἁγνείας λαμπρότησι, κρίνον ὡς εὔοσμον, ἐξήνθησας ἔνδοξε Εἰρήνη μάρτυς Χριστοῦ, στολαῖς μαρτυρίου σου, κάλλεσιν ὡραΐσθης, ἐπιγνώσεως Θείας, πλάνης δυσωδεστάτης ἀπελαύνουσα βλάβην· διό σου τὴν πανεύφημον μνήμην γεραίρομεν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς.
Τὴν καλλιπάρθενον ὑμνήσωμεν πάντες, νύμφην Χριστοῦ, ἐκ τῶν νεκρῶν ἀναστάσαν, ἧν ὁ Θεός ἐδόξασε σημείοις φρικτοῖς, Εἴλκυσε γὰρ πλῆθος ἄπειρον, ἀσεβῶν ἐν τῇ πίστει, καὶ θεόθεν ἔλαβε, τὴν Χριστώνυμον κλήσιν, ὁ τοῦ Θεοῦ γὰρ Ἄγγελος ἐλθών, ἐκ Πηνελόπης Εἰρήνην ἐκάλεσε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας κάλλεσι, πεποικιλμένη παρθένε, τῇ ἀθλήσει γέγονας, ὡραιοτάτη Εἰρήνη· αἵμασι, τοῖς ἐκχυθεῖσί σου φοινιχθεῖσα, πλάνην τε, καταβαλοῦσα τῆς ἀθεΐας· διὰ τοῦτο καὶ ἐδέξω, βραβεῖα νίκης χειρὶ τοῦ Κτίστου σου.

Κάθισμα
Ἦχος Πλ. δ'. Τὴν σοφίαν καὶ λόγον.
Τὴν οὐράνιον νύμφην τοῦ ποιητοῦ, καὶ ἀκήρατον κόρην τοῦ λυτρωτοῦ, Εἰρήνην τιμήσωμεν, τὴν ἀμνάδα τὴν πάντιμον, τὴν καὶ μετὰ πότμον ἐν νεφέλαις ἀρθεῖσαν, Μαγεδὼν ἐκ πόλεως, καὶ εἰς Ἔφεσον φθάσασαν, ἔνθα τοῖς σημείοις καὶ τοῖς τέρασι πάντας ἐνθέως ἐξέπληξας, καὶ τὴν πίστιν ἐκήρυξας, ἀθληφόρε ἀήττητε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἀφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α'. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Καλλιμάρτυς Εἰρήνη, καὶ Χριστοῦ Νύμφη ἄφθορε, σὺ αὐτῷ παρεστῶσα ὡς ὡραία καὶ πάγκαλος, ὡς λίθους φαιδροὺς καὶ διαυγεῖς, τὰ στίγματα φέρουσα σαρκός, καὶ αἱμάτων τὴν πορφύραν, ὑπέρ ἡμῶν ἀπαύστως πρέσβευε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ σὲ ἀναδείξαντι λαμπρῶς, Παρθένων ὄντως καλλονὴν καὶ Μαρτύρων καύχημα.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ'. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Κατεπλάγησαν ἁγνή, μάρτυς Εἰρήνη οἱ χοροί, τῶν ἀγγέλων καὶ βροτῶν, φύσις ἐξέστη ἐπὶ σοί, πῶς τὸν ἀρχέκακον δράκοντα κατεπάτησας, ὡραίοις σου ποσὶ καὶ κατηδάφισας, καὶ πλήθη ἀσεβῶν ἐχειραγώγησας, καὶ διαδήματι κάλλους παρὰ Χριστοῦ τοῦ Νυμφίου σου ἐστέφθης· διὸ αἰτοῦμεν, μὴ ἐπιλάθου καὶ ἡμῶν τῶν τιμώντων σοι.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος α'. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τῷ κάλλει σου Χριστέ, ἡ παρθένος τρωθεῖσα, παρέδραμε σπουδῇ, τὰ ὁρώμενα πάντα, καὶ πᾶσαν τὴν τοῦ σώματος, εὐμορφίαν ἐκδέδωκε, ταῖς κολάσεσι, καὶ ταῖς πικραῖς τιμωρίαις, ἀφανίζεσθαι· ἣν εἰς ὡραίους νυμφῶνας, εἰσήγαγες Δέσποτα. 

Ὁ Οἶκος
Τοῦ νυμφίου Χριστοῦ ἔρωτι, Παναοίδιμε, ἀπὸ βρέφους σεμνὴ πυρποληθεῖσα ἔδραμες, δορκὰς ὡς διψῶσα πηγαῖς ἀειρύτοις, καὶ τῇ ἀθλήσει σαυτὴν συντηρήσασα, ἐν τῷ ἀφθάρτῳ, ὄντως τοῦ Κτίστου σου θαλάμῳ ἔνδοξε, ὡς νύμφη εὐκλεής, ἐστολισμένη, πεποικιλμένη, εἰσῆλθες ὡς ἐκλεκτή, στεφανηφόρος ὁραθεῖσα, ἐξ ἀφθάρτου νυμφίου δεξαμένη, ὡς χρυσίον, βραβεῖον νίκης τῆς σῆς ἀθλήσεως. 

Μεγαλυνάριον
Τῇ εἰρηνωνύμῳ κλήσει σεμνή, κατακολουθοῦσα, εὐηγγέλισαι μυστικῶς, ἄθλοις σου θαυμάτων, ψυχαῖς πολεμουμέναις, σωτήριον εἰρήνην, Εἰρήνη ἔνδοξε. 

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

ΑΓΙΑ ΦΙΛΟΘΕΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ (19 Φεβρουαρίου)


Ὅρπηξ Ἀθηνῶν ἐστιν ἡ Φιλοθέη,
Ἐχθρὸν βαλοῦσα σταυροῦ τῇ πανοπλίᾳ. 

Η Αγία Φιλοθέη γεννήθηκε το έτος 1522 μ.Χ. στην τουρκοκρατούμενη τότε Αθήνα. Οι ευσεβείς γονείς της ονομάζονταν Άγγελος και Συρίγα Μπενιζέλου. Η μητέρα της ήταν στείρα και απέκτησε την Αγία μετά από θερμή και συνεχή προσευχή.

Ο Κύριος που ικανοποιεί το θέλημα εκείνων που Τον σέβονται και Τον αγαπούν, άκουσε την δέησή της. Και πράγματι, μια ημέρα η Συρίγα μπήκε κατά την συνήθειά της στο ναό της Θεοτόκου για να προσευχηθεί και από τον κόπο της έντονης και επίμονης προσευχής την πήρε για λίγο ο ύπνος. Τότε ακριβώς είδε ένα θαυμαστό όραμα. Ένα φως ισχυρό και λαμπρό βγήκε από την εικόνα της Θεομήτορος και εισήλθε στην κοιλιά της. Έτσι ξύπνησε αμέσως και έκρινε ότι το όραμα αυτό σήμαινε στην ικανοποίηση του αιτήματός της. Έτσι κι έγινε. Ύστερα από λίγο καιρό η Συρίγα έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο τη μονάκριβη θυγατέρα της.

Μαζί με την Χριστιανική ανατροφή, έδωσαν στην μοναχοκόρη τους και κάθε δυνατή, για την εποχή εκείνη, μόρφωση. Έτσι η Ρηγούλα (ή Ρεβούλα, δηλαδή Παρασκευούλα), αυτό ήταν το όνομά της προτού γίνει μοναχή, όσο αύξανε κατά την σωματική ηλικία, τόσο προέκοπτε και κατά την ψυχή, όπως λέει το συναξάρι της.

Σε ηλικία 14 χρονών, οι γονείς της την πάντρεψαν, παρά την θέλησή της, με έναν από τους άρχοντες της Αθήνας. Αργότερα, αφού πέθαναν οι γονείς και ο σύζυγός της, ήρθε η ώρα να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο πόθο της. Αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στον Χριστό, γίνεται μοναχή και παίρνει το όνομα Φιλοθέη.

Κατ' αρχήν, ύστερα από εντολή του Αγίου Ανδρέα του Πρωτόκλητου, τον οποίο είδε σε όραμα, οικοδόμησε ένα γυναικείο μοναστήρι με αρκετά κελιά, στο οποίο και έδωσε το όνομα του Αγίου για να τον τιμήσει. Στο μοναστήρι πρόσθεσε και άλλα αναγκαία οικοδομήματα και εκτάσεις και το προικοδότησε με μετόχια και υποστατικά, που υπερεπαρκούσαν για τη διατροφή και συντήρηση των μοναζουσών.

Το μοναστήρι αυτό του Αγίου Ανδρέα σωζόταν στην Αθήνα, με τη Χάρη του Θεού, επί πολλά έτη μετά την κοίμηση της Αγίας και ήταν πλουτισμένο, όχι μόνο με υποστατικά και διάφορα μετόχια, αλλά και με πολυειδή χρυσοΰφαντα ιερατικά άμφια και σκεύη, απαραίτητα για τις ετήσιες ιερές τελετές και αγρυπνίες. Προπαντός όμως το μοναστήρι σεμνυνόταν και εγκαλλωπιζόταν με το θησαυρό του τιμίου και αγίου λειψάνου της Αγίας, το οποίο ήταν αποθησαυρισμένο και αποτεθειμένο στο δεξιό μέρος του Ιερού Βήματος, όπου και το ασπάζονταν με ευλάβεια όλοι οι Χριστιανοί. Το τίμιο λείψανο της Αγίας σκορπούσε ευωδία, γεγονός που αποτελούσε εμφανή μαρτυρία και απόδειξη της αγιότητας αυτής.

Το παράδειγμά της, λοιπόν, να αφιερωθεί στον Χριστό, το ακολουθούν και άλλες νέες. Σε λίγο διάστημα, η μονή έφθασε να έχει διακόσιες αδελφές. Η μονή της Οσίας Φιλοθέης γίνεται πραγματικό λιμάνι. Εκεί βρίσκουν προστασία όλοι οι ταλαιπωρημένοι από την σκλαβιά. Εκεί οι άρρωστοι βρίσκουν θεραπεία, οι πεινασμένοι τροφή, οι γέροντες στήριγμα και τα ορφανά στοργή.

Η Οσία, παρά τις αντιδράσεις των Τούρκων, οικοδομεί διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα, νοσηλευτήρια, ορφανοτροφεία, «σχολεῖα διὰ τοὺς παίδας τῶν Ἀθηναίων, διὰ ν’ ἀνοίξη τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν πρὸς τὴν παράδοσιν καὶ τὴν δόξαν τῶν προγόνων των». Πρωτοστατεί σε όλα αυτά τα έργα η ηγουμένη Φιλοθέη. Διδάσκει με τα λόγια και με τη ζωή της. Στηρίζει τους πονεμένους σκλάβους με την προσευχή της. Ιδιαίτερες είναι οι φροντίδες της για να σώσει από τον εξισλαμισμό ή την αρπαγή των Τούρκων τις νέες Ελληνίδες. Το έργο της, κατά βάση εθνικό και θρησκευτικό, ξεπέρασε τα όρια της Αθήνας και έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα. Αδιαφιλονίκητη ιστορική επιβεβαίωση για το έργο αυτό παρέχει η αλληλογραφία της Φιλοθέης με τη Γερουσία της Βενετίας (1583 μ.Χ.), από την οποία ζητούσε οικονομική βοήθεια.

Η όλη όμως δράση της Αγίας Φιλοθέης εξαγρίωσε κάποτε τους Τούρκους. Κάποια στιγμή την συλλαμβάνουν και εκείνη με πνευματική ανδρεία ομολογεί: «Εγώ διψώ να υπομείνω διάφορα είδη βασανιστηρίων για το όνομα του Χριστού, τον οποίο λατρεύω και προσκυνώ με όλη μου την ψυχή και την καρδιά, ως Θεό αληθινό και άνθρωπο τέλειο και θα σας χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη αν μπορείτε μια ώρα πρωτύτερα να με στείλετε προς Αυτόν με το στεφάνι του μαρτυρίου». Ύστερα από την ηρωική αυτή απάντηση προς τους κατακτητές, όλοι πίστευαν ότι η πανευτυχής και φερώνυμη Φιλοθέη εντός ολίγου θα ετελειούτο διά του μαρτυρικού θανάτου. Όμως, κατά θεία βούληση, την τελευταία σχεδόν στιγμή πρόφθασαν κάποιοι Χριστιανοί και καταπράυναν τον ηγεμόνα με διάφορους τρόπους. Έτσι πέτυχαν να ελευθερώσουν την Αγία.

Αφεθείσα πλέον ελεύθερη, η Αγία Φιλοθέη, επέστρεψε αναίμακτη στο μοναστήρι της, όπως επί Μεγάλου Κωνσταντίνου ο μυροβλύτης Νικόλαος και πολλούς αιώνες αργότερα ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Φρόντιζε δε, όχι μόνο για τη σωτηρία της δικής της ψυχής αλλά και των άλλων, αφού τους μεν ενάρετους τους στερέωνε στην αρετή, τους δε αμαρτωλούς τους βελτίωνε ηθικά και τους οδηγούσε στη μετάνοια. Και αποκλειστικά για το σκοπό αυτό πέρασε στη νήσο Τζια (Κέα), όπου προ πολλού είχε οικοδομήσει μετόχι, για να αποστέλλει εκεί τις μοναχές εκείνες που φοβούνταν για διαφόρους λόγους να διαμένουν στην Αθήνα. Στην Τζια έμεινε αρκετό χρόνο και κατήχησε θεαρέστως τις ασκούμενες αδελφές στην ακριβή τήρηση των κανόνων της μοναστικής ζωής. Μόλις τελείωσε το έργο της εκεί, επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα.

Έτσι λοιπόν, η Αγία Φιλοθέη, αφού έφθασε στην τελειότητα και στην πράξη και στην θεωρία, αξιώθηκε από τον Θεό να επιτελεί θαύματα, από τα οποία, προς απόδειξη του θαυματουργικού της χαρίσματος, θα μνημονεύσουμε ένα μόνο, το ακόλουθο: Ζούσε στην εποχή της ένας νέος, ποιμένας προβάτων, ο οποίος από πολύ μικρός είχε συνηθίσει στις κλεψιές και στις ραδιουργίες. Ο νέος αυτός, κατά παραχώρηση του Θεού, κυριεύθηκε από τον Σατανά. Εξ αιτίας τούτου περιφερόταν στα βουνά και στις σπηλιές γυμνός και τετραχηλισμένος, θέαμα όντως ελεεινό. Πολλές φορές, όταν συνερχόταν από την τρέλα, στην οποία τον είχε οδηγήσει ο Σατανάς, σύχναζε στα γύρω μοναστήρια για να βρει θεραπεία στην ασθένειά του. Δεν μπορούσε όμως να πετύχει τίποτε. Κάποιοι, που τον ευσπλαγχνίστηκαν, τον οδήγησαν στην Αγία Φιλοθέη η οποία, ύστερα από πολύ και εκτενή προσευχή τον λύτρωσε από εκείνη τη διαβολική μάστιγα. Έπειτα, αφού το νουθέτησε αρκετά, τον εισήγαγε και στην τάξη των μοναχών. Και έτσι ο νέος εκείνος, αφού εκάρη μοναχός, πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του με μετάνοια και άσκηση, θαυμαζόμενος απ' όλους.

Μάταια οι Τούρκοι προσπαθούν να ανακόψουν την δράση της. Ώσπου μια νύχτα, στις 2 Οκτωβρίου του έτους 1588 μ.Χ., πήγαν στο μονύδριο που είχαν οικοδομήσει στα Πατήσια (έτυχε τότε να εορτάζεται η μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και η Αγία μαζί με τις άλλες αδελφές βρίσκονταν στον ιερό ναό επιτελώντας ολονύκτια αγρυπνία) και πέντε από αυτούς ανέβηκαν στον εξωτερικό τοίχο και πήδησαν μέσα στην αυλή. Στην συνέχεια εισέβαλαν στο ναό, όπου άρπαξαν την Αγία και την μαστίγωσαν με μανία και βαναυσότητα και την εγκαταλείπουν ημιθανή έξω από τη μονή της.

Έξω από το ναό, στα δεξιά της εισόδου του, σώζεται η κολώνα, όπου η Φιλοθέη δέθηκε και μαστιγώθηκε. Οι μοναχές της την μετέφεραν στην κρύπτη της στην Καλογρέζα. Εκεί η Φιλοθέη υποκύπτει στα τραύματά της στις 19 Φεβρουαρίου 1589 μ.Χ.

Είκοσι ημέρες μετά από την κοίμηση της Αγίας, ο τάφος της ευωδίαζε. Ακόμη, όταν μετά από ένα έτος έγινε η ανακομιδή, το τίμιο λείψανό της βρέθηκε σώο και ακέραιο. Επιπλέον ήταν γεμάτο με ευωδιαστό μύρο, τρανή και λαμπρή απόδειξη της θεάρεστης και ενάρετης πολιτείας της, προς δόξα και αίνο του Θεού και καύχημα της πίστεώς μας. Το ιερό λείψανό της βρίσκεται σήμερα στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών. Στο μνήμα της απάνω βρεθήκανε γραμμένα τούτα τα λόγια: «Φιλοθέης υπό σήμα τόδ' αγνής κεύθει σώμα, ψυχήν δ' εν μακάρων θήκετο Yψιμέδων».

H Φιλοθέη ανακηρύχθηκε αγία επί Oικουμενικού Πατριάρχου Mατθαίου B΄ (1595 - 1600 μ.Χ.). Ο Nεόφυτος ο μητροπολίτης Aθηνών, αφού εξήτασε και ερεύνησε τα κατά τον βίον και το μαρτύριον της οσίας, σύνταξε αναφορά στο Πατριαρχείο μαζί με τους επισκόπους Kορίνθου και Θηβών και με τους προκρίτους της Aθήνας για να τάξει την οσία Φιλοθέη στους χορούς των αγίων. Σ' αυτό το συνοδικό έγγραφο είναι γραμμένα και τούτα: «Eπειδή εδηλώθη ασφαλώς ότι το θειότατον σώμα της οσιωτάτης Φιλοθέης ευωδίας πεπληρωμένον εστί και μύρον διηνεκώς εκχείται, αλλά και τοις προσιούσι τε ασθενέσι τε και θεραπείας δεομένοις την ίασιν δίδωσι... τούτου χάριν έδοξε ημίν τε και πάση τη ιερά Συνόδω των καθευρεθέντων ενταύθα αρχιερέων συγγραφήναι και ταύτην εν τω χορώ των οσίων και αγίων γυναικών, ώστε κατ' έτος τιμάσθαι και πανηγυρίζεσθαι». Tην Aκολουθία της την έγραψε κάποιος σοφός και ευλαβής άνθρωπος που ονομαζόταν Iέραξ. Aνάμεσα στα ωραία εγκώμια είναι και τούτο: «Δαυΐδ γαρ το πράον έσχες και Σολομώντος, σεμνή, την σοφίαν, Σαμψών την ανδρείαν, και Aβραάμ το φιλόξενον, υπομονήν τε Iώβ, του Προδρόμου δε θείαν άσκησιν...».

Πηγή: www.saint.gr

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὅσιων τὴν ἔλλαμψιν, εἰσδεδεγμένη σεμνή, τὴν πάλιν ἐφαίδρυνας, τῶν Ἀθηναίων τὴ σῆ, ἀσκήσει καὶ χάριτι, σὺ γὰρ ἐν εὐποιίαις, διαλάμπουσα Μῆτερ, ἤθλησας δι' ἀγάπην, εὐσεβῶς τοῦ πλησίον διὸ σὲ ὢ Φιλοθέη, Χριστὸς ἐδόξασε.




Ἕτερον Ἀπολυτίκιον

Ἀθηνῶν τῶν κλεινῶν τε νῦν καὶ πάλαι τὸ βλάστημα καὶ τῶν χθὲς καὶ πρώην ὁσίων τὸ ἀρίζηλον καύχημα τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις οἱ πιστοί, ὁσίαν Φιλοθέην εὐλαβῶς ὅτι τὸν Χριστὸν εὐτόνως πάντων τῶν γεηρῶν ἀντήλλαξεν. Ἔχουσα οὗν συμπρεσβευτὴν τὸν παμμέγαν Διονύσιον, σῶζε τοὺς προσκυνούντας, εὐσεβῶς τὸ πάνσεπτον σκῆνος σου.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον

Ἀθηναίων ἡ πόλις ἡ περιώνυμος Φιλοθέην τιμᾷ τὴν ὁσιομάρτυρα καὶ ἀσπάζεται αὐτῆς τὸ θεῖον λείψανον, ὅτι ἐβίωσε σεμνῶς καὶ μετήλλαξε τὸ ζῆν ἀθλήσει καὶ μαρτυρίῳ, καὶ πρεσβεύει πρὸς τὸν Σωτῆρα, διδόναι πᾶσι τὸ θεῖον ἔλεος.




Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΒΙΟΝ (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης)

Ὄντας γέροντας στὴν ἡλικία, θεωρῶ καλὸ καὶ συνετό, Καισάριε, νὰ ὑποχωρήσω στὶς ἀπαιτήσεις τῆς φιλομαθοῦς σου νεότητας καὶ νὰ περιγράψω τὸν τέλειο βίο σύμφωνα μὲ ἕνα βιβλικὸ ἁγιογραφικὸ πρότυπο.

Πῶς νὰ σοῦ μιλήσω ὅμως, γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν τελειότητα, ὅταν αὐτὲς ἀπὸ τὴν φύση τους δὲν ἔχουν ὅρια; O ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι Φύση ἀπέραντη καὶ ἀπεριόριστη, συνεπῶς εἶναι ἀδύνατον νὰ πετύχει κανεὶς τὸ τέλειο, ἐπειδὴ τὸ ὅριό τους χάνεται στὸ ἄπειρο. Συνετότερα, θὰ ἔλεγα ὅτι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τέτοια, ὥστε νὰ ἐπιθυμεῖ καὶ ἐπιδιώκει ὅσο γίνεται μεγαλύτερη συμμετοχὴ στὸ καλό. Αὐτὸ διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ μᾶς προτρέπει νὰ μελετήσουμε τὸ βίο ἐνδόξων ἀνδρῶν, διορθώνοντας ἔτσι τὴ δική μας πορεία στὸ πολυτάραχο πέλαγος τοῦ κόσμου. Ἄλλωστε ἡ ζωὴ τῶν Ἁγίων Ἀνδρῶν γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἱστορεῖται μὲ τόσες λεπτομέρειες γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τοὺς μιμοῦνται αὐτοὶ ποὺ κοπιάζουν γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ ἀγαθοῦ.
Ἃς πάρουμε, λοιπόν, ὡς πρότυπο τὸν Μωυσῆ καὶ ἃς προσπαθήσουμε νὰ κατανοήσουμε τὸ βίο τῆς τελειότητας, ὅσο αὐτὴ εἶναι δυνατὴ στὴ χωμάτινη φύση μας.

Ἡ γέννηση τοῦ Μωυσῆ

…Καθὼς ὁ νόμος τοῦ κόσμου ἐπέβαλε τὴν θανάτωση τῶν ἀγοριῶν τῶν Ἑβραίων, γεννιόταν ὁ Μωυσῆς καὶ αὐτὸ βεβαιώνει πὼς ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸν ἐνάρετο βίο ἐπιφέρει τὴν δυσαρέσκεια τοῦ δυνάστη διαβόλου. Ὁρμητικὰ καὶ ἄγρια τα νερὰ τοῦ ποταμοῦ Νείλου δέχονταν γυμνὰ καὶ ἀπροστάτευτά τα ἀρσενικὰ βρέφη, ὅπως καὶ ὁ ἄνθρωπος γυμνὸς γεννιέται καὶ ρίχνεται εὐθὺς στὰ ἀλλεπάλληλα κύματα τῶν παθῶν. Ἀλλὰ οἱ προνοητικοὶ λογισμοὶ φυλάσσουν τὸ τρυφερὸ πολύτιμο βλαστάρι σὲ κιβώτιο στεγανό, ποὺ τὸ μεταφέρει μὲ ἀσφάλεια στὸν προορισμό του. Ἡ μόρφωση καὶ ἡ κοσμικὴ παιδεία εἶναι ποὺ κρατοῦν στὴν ἀρχὴ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐπιφάνεια τῆς ζωῆς, καλὰ προφυλαγμένο ἀπὸ τὴν βιοτικὴ ταραχή. Ἡ καθημερινότητα διδάσκει καὶ τοῦτο, ὅσους καταφέρνουν νὰ μὴν καταποντιστοῦν ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο ψέμα, ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτωλὴ ζωὴ τοὺς σπρώχνει ἀπὸ μόνη της, μὲ ὁρμὴ καὶ βία, ὥστε ἡ ἀρετή τους νὰ μὴν παρενοχλεῖ τὴν ὑποκριτικὴ ὀμορφιά της.
Ἡ κόρη τοῦ Φαραὼ ἦταν στείρα καὶ ἄτεκνη, ὅπως ἡ ἀνθρώπινη κοσμικὴ σοφία, ποὺ ἐπιδιώκει νὰ ὀνομαστεῖ μητέρα τοῦ παιδιοῦ, μὰ ἡ γνήσια καὶ ἀληθινὴ μάνα, ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δὲν παύει ποτὲ νὰ γαλουχεῖ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ φῶς τῆς θεογνωσίας. Συνεπῶς, εἶναι ἀναπόφευκτος ὁ γυρισμὸς στὴ φυσικὴ μητέρα, τὴν Ἐκκλησία, ποὺ μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ τὶς παραδόσεις τῆς τρέφει καὶ δυναμώνει τὴν ψυχή, ἀνεβάζοντας τὴν σὲ καθάρια ὕψη…

Ἡ Φλεγόμενη Βάτος

… Μένοντας σταθεροὶ στὴν ἀληθινὴ Χριστιανικὴ ζωὴ θὰ λάμψει μέσα μας ὁλόλαμπρη ἡ ἀλήθεια, φωτίζοντας τὰ κλειστὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Ἀλήθεια εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ φανερώνεται, ὅπως στὸν Μωυσῆ, μέσα σὲ ἀπερίγραπτη φωτοχυσία. Ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι ἡ βάτος, τὴν ὁποία ἐνῶ πυρπόλησε τὸ Φῶς τῆς Θεότητας φύλαξε ἀκατάφλεκτο τὸν θάμνο, χωρὶς νὰ καταστρέψει μὲ τὴν γέννηση τὸ πολύτιμο ἄνθος τῆς παρθενίας.
Πῶς, ἀλήθεια, νὰ ἀνέβουμε ψηλὰ μὲ τὰ πόδια μᾶς βαριὰ καὶ δεμένα; πῶς θὰ προσεγγίσουμε τὸ Φῶς τῆς Ἀλήθειας, ἂν δὲ λυθεῖ τὸ χοϊκὸ δερμάτινο ἔνδυμα, ποῦ φοροῦμε ὅλοι λόγω τῆς παρακοῆς;
Ἡ ἀλλοίωση τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τοῦ Μωυσῆ θυμίζει-εἰκονίζει τὸ Μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ βρίσκεται στὰ δεξιά του Πατρός. Καθὼς φανερώθηκε ἀπὸ τοὺς Πατρικοὺς Κόλπους ἀλλοιώθηκε καὶ ἔγινε ὅπως ἐμεῖς ἄνθρωπος, ἔμεινε κοντά μας γιατρεύοντας τὶς ἀσθενεῖς ψυχές μας καὶ ἔπειτα ἐπέστρεψε ξανὰ στοὺς Κόλπους τοῦ Πατρός, χωρὶς νὰ μεταβάλει τὴ Θεία Φύση του…

Ἡ Ράβδος τοῦ Μωυσῆ

… Μὴν σὲ σκανδαλίζει ἡ μεταβολὴ τῆς ράβδου σὲ φίδι, ἐπειδὴ τάχα μεταφέρουμε τὴ διδασκαλία τῆς Σάρκωσης τοῦ Λόγου σὲ ἑρπετὸ σιχαμερὸ καὶ ἀκάθαρτο. Ἡ Γραφὴ πράγματι ὀνομάζει φίδι τὸν πατέρα τῆς ἁμαρτίας. Μά, καὶ ὁ Κύριος μας ἔγινε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς εὐτελεῖς, σὰν ντύθηκε τὴν ἁμαρτωλὴ ἀνθρώπινη φύση, γιὰ νὰ ἐξαφανίσει τὰ φίδια τῶν Αἰγυπτίων καὶ ὅταν τοῦτο κατορθώθηκε ἔγινε πάλι ραβδί, ποὺ σωφρονίζει τὴν ἁμαρτία, ξεκουράζει ἀπ’ τὸ μόχθο καὶ τὴν κούραση καὶ ἀναπαύει τὴ σκέψη ὡς ἐλπιδοφόρο στήριγμα πίστης. Γιατί πίστη εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ ἐλπίδα.
Τὸ Μωυσῆ ἀκολούθησε μιὰ ἀλλοεθνὴς σύζυγος, ἐπειδὴ ἡ κοσμικὴ παιδεία ἐπιτρέπεται νὰ συζευχθεῖ μαζί μας ὅταν πρόκειται νὰ τεκνοποιήσει ἀρετές. Ὅταν ἀπὸ τὴν κοσμικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς, ἀφαιρεθεῖ κάθε σαρκικὸ καὶ εἰδωλολατρικὸ στοιχεῖο, τότε ὅ,τι ἀπομείνει θὰ εἶναι τέκνο εὐγενικῆς καὶ ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς…


Ὁ Ἀαρῶν σύντροφος καὶ βοηθὸς

… ὅλοι γνωρίζουν ὅτι μετὰ τὴν πτώση μας, ὁ Θεὸς προνόησε ἕναν Ἄγγελο, ποὺ παραστέκει καὶ βοηθᾶ τὴν ζωὴ τοῦ καθενός. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὁ διαφθορέας τῆς φύσης, λυμαίνεται τὴν ἀνθρώπινη ζωή. Ἀνάμεσά τους ὁ ἄνθρωπος παλεύει γιὰ νὰ κερδίσει τὴν ἀρετὴ κοντὰ στὸ φύλακα Ἄγγελό του. Τότε αἰσθάνεται νὰ τὸν σκεπάζει ἡ βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ. Ὁ Ἄγγελος εἶναι ὁ πολύτιμος βοηθὸς ποὺ θὰ στέκεται δίπλα μας ὅταν πλησιάσουμε τὸν Δυνάστη Φαραώ. Ἔτσι καὶ ὁ Μέγας Μωυσῆς εἶχε σύντροφο καὶ πολύτιμο βοηθὸ τὸν Ἀαρῶν…


Οἱ πρῶτες πληγὲς

… Ὁ Μωυσῆς ὑποσχέθηκε στοὺς συμπατριῶτες τοῦ ἐλευθέρωση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας. Μά, ὁ Λαὸς δείλιασε βλέποντας τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἀμφισβήτησε τὴ θεϊκὴ βοήθεια. Ἔτσι, κατατρομάζει μὲ τοὺς πρώτους πειρασμοὺς ὁποῖος εἶναι ἀρχάριος καὶ ἀνώριμος στὰ πνευματικά. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἐπιδιώκουν οἱ δαίμονες, νὰ μὴ σηκώνει ὁ δοῦλος τὰ μάτια στὸν οὐρανό, ἀλλὰ νὰ σέρνεται στὴ γῆ καὶ νὰ ἀνακατεύεται μὲ τὴ λάσπη. Οἱ ἡδονές, ὁ πλοῦτος καὶ ἡ ματαιότητα κρατοῦν ἁλυσοδεμένη τὴν ψυχὴ καὶ δὲν τὴν ἀφήνουν νὰ στρέψει τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ ζητώντας βοήθεια. Ἡ φιλοσοφημένη καὶ ἐνάρετη ζωὴ ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία. Ἀλληγορικὲς εἶναι οἱ πληγὲς ποὺ ἔπληξαν τοὺς Αἰγυπτίους. Τὸ νάμα τῆς πίστης ποὺ ἀντλεῖται ἀπὸ τὰ Ἱερὰ Ἀναγνώσματα γιὰ τοὺς ἐνάρετους εἶναι σὰν δροσερὸ κρυστάλλινο νερό, ἐνῶ γιὰ τοὺς κακόγνωμους γίνεται βρώμικο σὰν αἷμα.
Τὰ γεννήματα τῆς κακίας, σὰν ἄλλα βατράχια, προκαλοῦν τὴ φθορὰ καὶ τρέφονται στὶς βρώμικες καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἀκόλαστος βίος, ἡ μίμηση τῆς ἄλογης φύσης, ἡ κτηνωδία ἐξαιτίας τῶν παθῶν εἶναι τὰ βαλτόνερα, ὅπου μέσα τους μεγαλώνουν καὶ πολλαπλασιάζονται οἱ ἁμαρτίες. Μὲ τὴν ὅραση (μὲ τὸ νὰ κοιτᾶ κανεὶς περίεργα-πονηρὰ) εἰσχωρεῖ τὸ πάθος μέσα στὴν ψυχή, ἐνῶ μὲ τὴν ἀπρόσεχτη τροφὴ ἀνεβαίνει πάνω στὸ τραπέζι. Κι ἂν ἐρευνήσεις καὶ τὶς ἀποθῆκες, δηλαδὴ τὰ μυστικὰ καὶ κρυφά της ψυχῆς, τότε θὰ βρεῖς σωροὺς ὁλόκληρους ἀπὸ βατράχια τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ ἀέρας σκοτείνιαζε στὰ μάτια τῶν Αἰγυπτίων, ἐνῶ γιὰ τοὺς Ἑβραίους ὑπῆρχε ἄπλετο, λαμπερὸ φῶς καὶ αὐτὸ συνέβαινε ὄχι γιατί κάποια ἀνώτερη δύναμη προόριζε τὸν ἕναν γιὰ τὸ Φῶς καὶ τὸν ἄλλον γιὰ τὸ σκοτάδι, ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε μέσα στὴ φύση μᾶς τὴν θέληση γιὰ σκοτάδι καὶ φῶς καὶ ἔτσι βλέπουμε αὐτό, ποὺ οἱ ἴδιοι θὰ ἐπιλέξουμε. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν φωτεινὴ ζωή, ποὺ ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴ θέλησή του ἀνθρώπου.
Μὰ ὅσο φοβερὲς καὶ ἂν ἦταν οἱ πληγές, ἡ ψυχὴ τοῦ Φαραὼ σκλήραινε περισσότερο. Γιατί ἦταν ἤδη παραδομένη στὴν ἁμαρτία, ποὺ ἐπιφέρει ἀπάθεια, ἀναισθησία καὶ ἀναλγησία.
Κάποτε ὁ Μωυσῆς ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ οἱ βάτραχοι καὶ τὰ ἄλλα βλαβερὰ ἔντομα ἐξαφανίστηκαν. Τὰ ἁπλωμένα χέρια τοῦ θυμίζουν τὰ Τίμια Χέρια τοῦ Νομοθέτη Χριστοῦ, ποὺ ἄνοιξαν πάνω στὸ Σταυρὸ γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου του ἀνθρώπινου γένους…


Ὁ θάνατος τῶν πρωτοτόκων

… Ὁ θάνατος τῶν πρωτότοκων φαντάζει πολὺ σκληρὴ καὶ ἀπάνθρωπη τιμωρία, γιατί ποτὲ δὲν πρέπει νὰ τιμωρεῖται ἕνα νήπιο, ποὺ λόγω τῆς ἀνώριμης ἡλικίας του δὲν μπορεῖ νὰ ξεχωρίσει τὸ καλὸ ἀπ’ τὸ κακό. Στὴ νηπιακὴ ἡλικία δὲν ὑπάρχουν πάθη.
Ἄν, λοιπόν, ἕνα βρέφος τιμωρεῖται γιὰ τὴν κακία τοῦ πατέρα, τότε ποῦ ὑπάρχει δικαιοσύνη;
Ἐφαρμόζοντας τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία τοῦ νοήματος καταλαβαίνουμε ὅτι ὁποῖος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀρετή, ἐπιβάλλεται νὰ ἐξαφανίσει τὶς πρῶτες αἰτίες τῶν κακῶν καὶ τὰ θλιβερὰ ἐπακόλουθά τους. Νὰ ξεριζώνουμε τὴ μικρὴ κακὴ ἐπιθυμία καὶ τὴν ἐλάχιστη ὀργὴ γιὰ νὰ μὴ φοβόμαστε τὸ μολυσμὸ τῆς μοιχείας, οὔτε τὸ ρύπο τοῦ φόνου.
Ὁ ἐξολοθρευτὴς Ἄγγελος δὲ χτυποῦσε τὶς οἰκίες, ποὺ εἶχαν βαμμένα τὸ κατώφλι καὶ τοὺς παραστάτες τῆς εἰσόδου μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Ἀμνοῦ. Ἡ ἱστορία μᾶς διδάσκει πώς, ἂν μὲ τὴ νέκρωση τῶν πρώτων ἐπιθυμιῶν ἐξαφανίζεται ἡ ἐπίθεση τοῦ ἐχθροῦ, μὲ τὸ αἷμα τοῦ Ἀληθινοῦ Ἀμνοῦ ἐμποδίζεται ἡ εἴσοδος τοῦ ὀλέθρου τῆς ἁμαρτίας μέσα μας.
Ἡ κοσμικὴ παιδεία πολὺ σωστὰ ἔχει διαιρέσει τὴ ψυχὴ σὲ τρία μέρη: στὸ λογιστικό, δηλαδὴ στὸ σώφρονα νοῦ, στὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ στὸ συναισθηματικό.
Ἀπὸ αὐτὰ τὰ τρία, λένε πὼς τὸ πρῶτο, ὁ νοῦς, βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὰ ἄλλα δύο, ποὺ θεωροῦνται ναὶ μὲν βοηθητικά, ἀλλὰ κατώτερα. Ὁ νοῦς ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ συναίσθημα, ὥστε νὰ εἶναι ἀνδρεῖος, ἐνῶ μὲ τὴν ἐπιθυμία ἀνυψώνεται πρὸς συνάντηση τοῦ ἀγαθοῦ. Ὅσο χρόνο διατηρήσει αὐτὴ τὴν ἰσορροπία ἡ ψυχή, ἐξασφαλίζει τὴν σταθερότητα καὶ προοδεύει στὴν ἀρετή. Ἂν ὅμως, ἀντιστραφεῖ αὐτὴ ἡ σχέση καὶ ἔρθουν τὰ πάνω κάτω καὶ τὸ συναίσθημα καὶ οἱ ἐπιθυμίες κατακυριεύσουν τὴ λογική, τότε μπορεῖ νὰ εἰσχωρήσει εὔκολα ἡ ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸ ὁ Μωυσῆς παράγγειλε στὸ Λαὸ νὰ βάψουν πρῶτα το ὁριζόντιο δοκάρι τῆς θύρας καὶ ἔπειτα τοὺς δύο παραστάτες, δίνοντας στὴ δύναμη τῆς λογικῆς τὴν προτεραιότητα καὶ τὴν ἱερότητα, ποὺ τῆς πρέπει…


Ἡ Φωτεινὴ Νεφέλη

… Ἃς ἀναφέρουμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὅτι ὅσους ποθοῦν τὴν ἀρετὴ καὶ θέλουν νὰ ἀκολουθήσουν τὸ δύσκολο δρόμο της, ἐγκαταλείποντας τὰ ὅρια τῆς αἰγυπτιακῆς κυριαρχίας τῶν παθῶν, τοὺς συνοδεύουν οἱ ἐπιθέσεις τῶν πειρασμῶν, προκαλώντας στεναχώριες, φόβο, ἀκόμα καὶ τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου. Ὁ Μωυσῆς ἔστρεψε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Θεὸ ζητώντας Τοῦ βοήθεια καὶ ἦταν τόση ἡ ἔνταση τῆς μυστικῆς ἱκεσίας, ποῦ ὁ Θεὸς ἀπάντησε: «Τί βοᾶς πρὸς μέ;»!
Ἡ προσευχὴ ποὺ διατυπώνεται καθαρὰ εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία δὲν κραυγάζει, ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ βαθειὰ ἐσωτερικὴ ὁμιλία καὶ ὁλοκάθαρη συνείδηση. Ἡ σωτηρία στὸν κίνδυνο ἔρχεται πάντα ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Παράξενη εἶναι ἡ ὁδὸς ποὺ βάδιζαν οἱ Ἰσραηλίτες, γιατί μπρὸς στὰ μάτια τοὺς προπορευόταν φωτεινὴ νεφέλη, ἡ ὁποία ἀποδίδεται σωστὰ στὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ καθοδηγεῖ τοὺς ἄξιους πρὸς τὸ Ἀγαθὸ καὶ ὅταν κάποιος τὴν ἀκολουθεῖ διασχίζει ἀκόμα καὶ τὴν ἀπέραντη καὶ ἀνεξερεύνητη θάλασσα τοῦ κόσμου καὶ τῶν παθῶν…


Η διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας

…Οἱ Ἰσραηλίτες προπορεύονταν καὶ πάνοπλος ὁ αἰγυπτιακὸς στρατὸς ἀκολουθοῦσε κυνηγώντας τους. Βαδίζει ὁ ἄνθρωπος τὸ δρόμο τοῦ Ἀγαθοῦ, ἐνῶ καταδιώκεται ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς. Ἡ λοιδορία μοιάζει μὲ σφεντόνα, ὁ θυμὸς μὲ τὶς αἰχμηρὲς λόγχες καὶ τὸ πάθος τῶν ἡδονῶν, ἵπποι ἀφηνιασμένοι ποὺ σέρνουν πίσω το ἅρμα τοῦ νοῦ.
Ὅλοι μπῆκαν στὸ νερὸ μά, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀγωνιστὲς στάθηκε ζωογόνο καὶ προστατευτικὸ ὑδάτινο τεῖχος, γιὰ τοὺς διῶκτες μετατράπηκε σὲ ὑγρὸ τάφο.
Μετὰ τὴν ἀνάδυση ἀπὸ τὸ νερό, ὁ ἐχθρὸς ἃς παραμένει στὸ βυθό, δηλαδὴ ἀφοῦ βουτηχτήκαμε στὸ μυστηριακὸ καὶ σωτήριο νερὸ τοῦ Βαπτίσματος, νὰ ἀπονεκρώνουμε μέσα του τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, τὴν πλεονεξία, τὴν ἀκολασία, τὴν ἁρπαχτικὴ διάθεση, τὴν ὑπερηφάνεια, τὸν ἐγωισμό, τὸν θυμό. Μέσα στὸ νερὸ αὐτὸ ξεχωρίζει ὁ θάνατος ἀπὸ τὴ ζωή, ὁ ἐχθρὸς ἀπὸ τὸν φίλο…

Περιπλάνηση στὴν ἔρημο

… Μετὰ τὴν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας, ἀκολούθησε τριῶν ἡμερῶν σκληρὴ ὁδοιπορία καὶ τὸ ραβδὶ τοῦ Μωυσῆ μετέτρεψε τὸ πικρὸ νερὸ σὲ γλυκό. Ἔτσι συμβαίνει καὶ σὲ ὁποῖον ἀφήνει τὴν ἔκλυτη ζωή. Στὴν ἀρχὴ τὸ νερὸ τῆς ἀρετῆς τοῦ φαίνεται πικρό, μὰ ὅταν τὸ Ξύλο μπεῖ στὸ νερό, δηλαδὴ σὰν πιστέψουμε ὁλόψυχα στὴν Σταυρικὴ Θυσία τοῦ Κυρίου μας καὶ στὴν Ἀνάστασή Του ἀπὸ τοὺς νεκρούς, τότε ὁ βίος τῆς ἀρετῆς γίνεται γλυκός, πόσιμος καὶ εὐχάριστος ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν. Δώδεκα πηγὲς φανερώθηκαν γιὰ νὰ ξεδιψάσουν τὸ λαό, ποὺ ἀνάβλυζαν νερὸ καθαρὸ καὶ γλυκόπιοτο καὶ ἑβδομήντα πανύψηλοι σκιεροὶ φοίνικες, στοιχεῖα ποὺ συμβολίζουν τὴν Ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Ἀπὸ δώδεκα Ἀποστόλους πήγασε τὸ Σωτήριο Κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἑβδομήντα Διάκονοι πῆραν στὰ χέρια τοὺς τὴν ἐξάπλωση τοῦ εὐαγγελίου, χαρίζοντας ἀνάπαυση καὶ δροσιὰ στὶς ταραγμένες ψυχὲς τούτης τῆς γῆς.

Στὸ μακρὺ ταξίδι τοὺς οἱ Ἰσραηλίτες γνώρισαν κακουχίες, πείνα καὶ δίψα. Μά, καθὼς χτύπησε τὸ βράχο ὁ Μωυσῆς ἀνάβλυσε νερὸ καθαρὸ καὶ γάργαρο. Ἡ πέτρα, καθὼς ἔχει λεχθεῖ, συμβολίζει τὸν Χριστό. Συμπαγὴς καὶ σκληρὴ γιὰ τοὺς ἄπιστους μά, ὅταν τὴν ἀγγίξεις μόνον μὲ τὸ ραβδὶ τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλπίδας, γίνεται ποτὸ ποὺ ξεδιψᾶ καὶ τονώνει ὅσους τὸ ἐπιθυμοῦν.
Πείνασαν οἱ Ἰσραηλίτες καὶ ἡ τροφὴ ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανό. Τροφὴ ποὺ δὲ φύτρωσε στὸ χῶμα, οὔτε ζυμώθηκε, οὔτε φουρνίστηκε, μὰ ἦταν ἄρτος οὐράνιος ποὺ χόρτασε τὸ λαὸ ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη τοῦ καθένα. Τὸ μάνα ἔπρεπε νὰ καταναλωθεῖ καὶ ὅταν ἔμενε σκουλήκιαζε, θυμίζοντάς μας πὼς κάτω ἀπὸ τὸν πόθο τῆς πλεονεξίας κρύβεται τὸ σκουλήκι τῆς ἁμαρτίας. Οἱ Ἰσραηλίτες χόρτασαν τὴν πείνα τους, λαμβάνοντας μυστικὴ τροφὴ καὶ ἀμέσως μετὰ ξεκίνησαν τὶς μάχες κατὰ τῶν ἐχθρῶν. Κάθε φορᾶ ποὺ ὁ στρατὸς ἔβλεπε τὰ χέρια τοῦ Μωυσῆ ἁπλωμένα νικοῦσε, ἐνῶ ὅταν αὐτὰ κατέβαιναν, ὑποχωροῦσε. Εὔκολα ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι τὰ ἁπλωμένα χέρια συμβολίζουν τὴ Νίκη ἐνάντια στὸ κακό, ποὺ κατορθώθηκε μέσα ἀπὸ τὴ Σταυρικὴ Θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ…

Τὸ ὅρος τῆς Θεοφάνειας


… Ἐκεῖνος ποὺ ἐνισχύθηκε μὲ τὴν τροφὴ καὶ ἀπέδειξε τὴν ἀξία του στὴν ἀναμέτρηση μὲ τὸν ἐχθρό, βγαίνοντας νικητής, ὁδηγεῖται στὴ μυστικὴ θεογνωσία.
Πρῶτα ἀπ’ ὅλα πρέπει νὰ καθαριστεῖ ὥστε μὲ ἀκηλίδωτη ψυχὴ νὰ προσπαθήσει νὰ ἀγγίξει τὴ θεωρία τῶν νοητῶν.
Πῶς πρέπει νὰ καθαριστοῦν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς;
Ἀσφαλῶς μὲ τὴν Μετάνοια, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἀγαθὰ ἔργα ποὺ ἐπιτελοῦμε σὲ αὐτὴ τὴ ζωή.

Ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ δὲ γίνεται μὲ τὴν ὅραση οὔτε μὲ τὴν ἀκοή, γιατί Ἐκεῖνος εἶναι μακριὰ ἀπὸ κάθε αἴσθηση καὶ ἀνθρώπινη διάσταση, ἔξω ἀπὸ κάθε σχῆμα καὶ λογικὴ προκατάληψη. Γιὰ νὰ βρεθεῖ κανεὶς στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἀνέβει ὁλομόναχος πολὺ ψηλά, μέσα ἀπὸ κακοτράχαλα καὶ ἀπρόσιτα μονοπάτια. Τὸ πλῆθος στοὺς πρόποδες περίμενε μὲ ἀγωνία τὶς Θεῖες Ἀποκαλύψεις, ποὺ θὰ γίνονταν στὸν ἐνάρετο ἀρχηγὸ καὶ ἀπεσταλμένο τους. Ὁ Μωυσῆς ἀνεβαίνοντας μπῆκε στὴ σκοτεινὴ ὁμίχλη καὶ ἐκεῖ συνάντησε τὸν Θεό. Γιατί γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καλύπτεται ἀπὸ βαθὺ σκοτάδι ἔτσι, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν διακρίνει καθαρά.

Ὁ Μωυσῆς κατάφερε νὰ εἰσχωρήσει στὰ ἄδυτα τῆς θεογνωσίας καὶ ἐκεῖ εἶδε τὴν ἀχειροποίητη σκηνή. Πῆρε στὰ χέρια τοῦ τὶς πλάκες τῶν Ἐντολῶν καὶ κατέβηκε στὸ Λαό του. Ἡ εἰδωλολατρία, στὴν ὁποία εἶχαν πέσει οἱ Ἰσραηλίτες, τὸν ἔκανε νὰ σπάσει τὶς πρῶτες πλάκες τοῦ Νόμου καὶ νὰ ὁπλίσει τοὺς Λευϊτες κατὰ τῶν συμπατριωτῶν τους. Ὁ ἴδιος ἀνέβηκε 
ξανὰ στὸ ὅρος καὶ ἔφερε νέες πλάκες κατασκευασμένες ἀπὸ ὑλικό της γῆς.
Ἐνθυμούμενος τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο, μπορεῖς νὰ διακρίνεις ὅτι οἱ πρῶτες πλάκες συμβολίζουν τὴν ἀθάνατη καὶ ἀδιαίρετη ἀνθρώπινη φύση, ὅπως εἶχε πλαστεῖ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ εἶχε στολιστεῖ μὲ τὰ ἄγραφα γράμματα τοῦ Νόμου, καθὼς ὑπῆρχε ἔμφυτη μέσα της ἡ θέλησή του ἀγαθοῦ καὶ ἡ Ἀποστροφὴ τοῦ Κακοῦ. Μά, ὅταν ἀκούστηκε ὁ ἦχος τῆς ἁμαρτίας, τότε ἡ ἀνθρώπινη φύση κατέπεσε στὴ γῆ σπάζοντας τὴν πρώτη μορφή της σὲ  χιλιάδες κομμάτια. Ὁ φιλεύσπλαγχνος Θεὸς ἀνέλαβε ξανὰ τὴ σωτηρία της, κατασκευάζοντας ἀπὸ τὸ ὑλικό της γῆς, νέες πλάκες τοῦ Νόμου καὶ μέσω τῆς Παρθένου Μαρίας μᾶς ἔδωσε τὴν παλαιά μας ἱερὴ ἑνότητα, ἐπειδὴ μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου μας, βρήκαμε ξανὰ τὸ δρόμο τῆς Σωτηρίας καὶ γίναμε Ἀθάνατοι. Τὸ ὑλικό της γῆς εἶναι τὸ φθαρτὸ σαρκίο ποὺ ντύθηκε ὁ Μονογενὴς υἱὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἐπιστρέψει τὸ Νόμο στὸν ἄνθρωπο.

Ὁ Μωυσῆς ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ δεῖ τὴν δόξα Τοῦ καταπρόσωπο καὶ παρόλο ποὺ ἀρχικὰ ἡ διαβεβαίωση τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐνθαρρυντική, τελικά το αἴτημα τοῦ ἀπορρίφθηκε. Ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ δεῖ ἄμεσα τὸν Θεό, μπορεῖ ὅμως νὰ Τὸν γνωρίσει διὰ μέσου των ἔργων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ἡ ψυχὴ μᾶς εἶναι ἀόρατη, μολονότι ἡ ὕπαρξή της βεβαιώνεται ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ὁρατὸς ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πρόνοια καὶ τὰ ἔργα Τοῦ «βλέπεται καὶ νοεῖται». Ὁ Μωυσῆς εἶδε τελικὰ μονάχα τὸ πίσω μέρος τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς εἶναι ἕνας ὑπέροχος συμβολισμός. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς προέτρεπε τοὺς μαθητές Του νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. Ὁ Μωυσῆς, ποὺ καιγόταν ἀπὸ τὸν πόθο νὰ δεῖ τὸν Θεό, διδάχθηκε πὼς αὐτὸ μποροῦσε νὰ γίνει μόνον, ἂν Τὸν ἀκολουθοῦσε, δηλαδὴ Ἐκεῖνος νὰ προπορεύεται αὐτὸ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὸ πέρασμά Του καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθοῦμε.

Αὐτὸ τὸ πέρασμα δηλώνει καθοδήγηση αὐτοῦ ποὺ ἀκολουθεῖ, γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς εἶπε: «δὲ θὰ δεῖς τὸ πρόσωπό μου», διότι ὅταν ἐρχόμαστε καταπρόσωπο μὲ τὸν ὁδηγό, τότε σαφῶς οἱ πορεῖες μᾶς ἔχουν γίνει ἀντίθετες…

Ὁ φθόνος τῶν ἀδελφῶν του

Κατεβαίνοντας ὁ ἔνδοξος αὐτὸς ἄνδρας κοντὰ στὸ Λαό του, μιὰ ἀκόμη ἀπογοήτευση τὸν περίμενε. Ὁ φθόνος τῶν ἀδελφῶν του. Ὁ φθόνος θεωρεῖται πατέρας τοῦ θανάτου καὶ μητέρα τῶν συμφορῶν. Αὐτὸς μας ἐξόρισε ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ μᾶς ἀπέκλεισε ἀπὸ τὸ Ξύλο τῆς Ζωῆς, μᾶς ἀπογύμνωσε ἀπὸ τὰ Θεϊκὰ Χαρίσματα καὶ ὕστερά μας ἄφησε νὰ κρυβόμαστε ἀπὸ ντροπὴ γιὰ τὴ γύμνια μας. Ὁ φθόνος νίκησε πολλοὺς πρὶν τὸν Μωυσῆ, ἀλλὰ πάνω σε αὐτὸν τὸν γενναῖο ἄνδρα συντρίφτηκε σὰν πήλινο ἀγγεῖο, ποὺ χτυπήθηκε ἀπὸ πέτρα. Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἔφθασε σὲ τέτοιο βαθμὸ τελειότητας, ὥστε τὰ βέλη τοῦ ἐχθροῦ δὲν μπόρεσαν νὰ φθάσουν τὸ δικό του ὕψος. Ὑπόδειγμα ψυχῆς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν πληγώνεται ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ ὄχι μόνον ἀντιστέκεται στὸν πειρασμό, μὰ βρίσκει τὴ δύναμη νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ μανία τῆς ἐκδίκησης καὶ νὰ ἱκετεύσει μάλιστα τὸν Θεὸ γιὰ τοὺς ἀδελφούς του, ποὺ δοκιμάστηκαν μὲ τὴν ἀρρώστια τοῦ σώματος.
Ἔτσι καὶ ὁ Μωυσῆς, σὰν εἶδε τὴ δίκαιη τιμωρία τοῦ Θεοῦ νὰ πέφτει πάνω στοὺς ἐπικριτές του, ἐκεῖνος προσευχήθηκε θερμὰ καὶ πέτυχε τὴν ἴασή τους.
Ὁ ἀδύναμος Λαὸς στὴ συνέχεια ἔπεσε στὸ πάθος τῆς λαιμαργίας καὶ μὲ τὴν κρεωφαγία περιφρόνησε τὸ οὐράνιο μάνα. Τότε ὁ ἐνάρετος ἀρχηγὸς τοὺς ἔστειλε τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ μὲ ἄλλους ἄνδρες νὰ κατασκοπεύσουν τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας καὶ νὰ φέρουν στὸ Λαὸ τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς πληρότητας καὶ ἀφθονίας τῶν ἀγαθῶν, ποὺ ὑπῆρχαν ἐκεῖ.
Κατάσκοποί των μελλοντικῶν ἀγαθῶν της Οὐράνιας Βασιλείας μπορεῖ νὰ εἶναι οἱ ἀγαθοὶ λογισμοὶ ποὺ παρηγοροῦν τὴν ψυχὴ στὸν ἀγώνα της. Σταφύλι κρεμασμένο πάνω σε ξύλο ἔφεραν οἱ κατάσκοποι στὸν Λαὸ καὶ νὰ ὁ συμβολισμὸς Ἐκείνου ποὺ κρεμάστηκε πάνω στὸ Σταυρὸ καὶ τὸ Αἷμα Τοῦ ἔγινε ποτὸ σωτηρίας γιὰ ὅσους Τὸν πίστεψαν…


Τὸ Χάλκινο Φίδι

… Οἱ Ἰσραηλίτες δύσκολα ἀποδέχτηκαν τὴν ἰδιοφυία τοῦ Μωυσῆ. Ἀκόμα σέρνονταν 
δοῦλοι στὶς αἰγυπτιακὲς ἀπολαύσεις. Ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀπαγορευμένων γεννοῦσε φίδια, ποὺ μὲ τὸ βάναυσο δάγκωμά τους ἔχυναν θανατηφόρο δηλητήριο σὲ ὅσους πλήγωναν, ἐνῶ ὁ Νομοθέτης μὲ ὁμοίωμα φιδιοῦ ἀχρήστευε τὴ δύναμη τῶν ἀληθινῶν.
Φίδια ὀνομάζονται οἱ ἐπιθυμίες. Ἀλλὰ ὁποῖος προσβλέπει σὲ Ἐκεῖνον, ποὺ ἀνέβηκε στὸ Σταυρό, ἀποκρούει τὸ πάθος καὶ σκορπίζει μακριά το δηλητήριο χρησιμοποιώντας ὡς φάρμακο τὸ φόβο τοῦ θεϊκοῦ νόμου.
Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία διὰ μέσου του Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ πῆρε τὴ μορφὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔγινε ἴδιος μὲ ἐμᾶς.
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα ἔχουν χαλαρώσει τοὺς δεσμοὺς μὲ τὴν πίστη καὶ τὴ σχέση τους μὲ τὰ ἁγιαστικὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ μένουν ἀκάλυπτοι καὶ ἐκτεθειμένοι στὸ κακὸ καὶ εἶναι εὐάλωτοι πρὸς τὶς κακοποιοὺς δυνάμεις, γιατί στεροῦνται τὴν ἀκαταμάχητη καὶ ἀσυναγώνιστη δύναμη τοῦ Θεοῦ. Θεμελιώδης ἀρχὴ γιὰ ὅσα πιστεύουμε εἶναι νὰ βλέπουμε μὲ προσοχὴ τὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος πῆρε πᾶν(ύ τοῦ, γιὰ χάρη μας, τὴν ἀσθένεια.
Καὶ τὸ πάθος εἶναι ὁ Σταυρὸς καὶ ὁποῖος προσβλέπει σὲ αὐτὸν δὲν προσβάλλεται ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς ἐπιθυμίας. Τὸ νὰ προσβλέπει κανεὶς στὸ Σταυρὸ σημαίνει ὅτι ἔχει νεκρώσει ὅλη τὴ ζωή του γιὰ τὸν κόσμο καὶ ἔχει σταυρώσει τὸν ἑαυτό του, ὥστε νὰ τὸν κάνει ἀσάλευτο στὴν πίστη.


Ἡ ἀληθινὴ Ἱερωσύνη

… Ἡ Ἱερωσύνη εἶναι κάτι ἱερὸ καὶ ὄχι ἀνθρώπινο. Αὐτὸ ἐξηγεῖται μὲ τὴ ράβδο τῆς φυλῆς, ποὺ ρίζωσε καὶ βλάστησε κλαδιὰ μὲ θεϊκὴ δύναμη καὶ ἔδωσε καρπό, ὁ ὁποῖος ἔφτασε στὴν ὡρίμανση. Ὁ καρπὸς ἦταν ἕνα καρύδι. Ἐπιβάλλεται νὰ ἀναλογιζόμαστε, βλέποντας αὐτὸν τὸν καρπό, τί εἴδους ζωὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἱερατική. Δηλαδὴ ζωὴ σωματικῆς ἐγκράτειας, κακοπάθειας καὶ σκληραγωγίας, ποὺ περικλείει μέσα της εὔγευστο καὶ ἀφανῆ καρπό.
Ἂν ποτὲ δεῖς ζωὴ ἱερέα νὰ μοιάζει μὲ ὁλόδροσο μῆλο, τότε θὰ διακρίνεις καὶ τὸν ὑπερβολικὸ στολισμό, τὰ πλούσια γεύματα καὶ τὶς ἄμετρες ἀπολαύσεις. Ἀλλὰ ὁ καρπὸς τῆς Ἱερωσύνης εἶναι ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ στέρηση. Βασιλικὴ ὁδός, ὅπως ἀνέφερε ὁ Ἀριστοτέλης εἶναι ἡ «μεσότητα» δηλαδὴ ἡ ἰσορροπία ἀνάμεσά σε ἄκρα ἐπικίνδυνα, ὅπως εἶναι ἡ πνευματικὴ φτώχεια ἀπὸ τὴ μιά, καὶ ἡ κενόδοξη κοσμικὴ ὑπερβολὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη…


Οἱ θυγατέρες τῆς Μωὰβ

… Ἕως τὸ τέλος τῆς πορείας τὸ κακὸ δὲ σταματοῦσε νὰ παιδεύει τοὺς Ἰσραηλίτες. Ἔτσι πρόσφερε σὰν δόλωμα τὴν ἡδονὴ γιὰ νὰ παρασύρει εὔκολα στὸ ἀγκίστρι τῆς ἀπώλειας τὶς λαίμαργες ψυχές.
Ὅταν παρουσιάστηκαν μπροστά τους οἱ ξένες Μωαβίτισσες γυναῖκες ἐκεῖνοι ἐγκατέλειψαν τὶς μάχες καὶ τοὺς σκοπούς τους καὶ ρίχτηκαν στὴν ἀκολασία. Βλέπεις, λοιπόν, πῶς ὅταν ἡ λογική μας δὲν ἐλέγχει τὶς πράξεις μᾶς γινόμαστε σὰν τὰ ἄλογα ζῶα; γι’ αὐτὸ ὅταν ἡ ψυχὴ εὐφραίνεται ἀπὸ τὴν θεωρία τοῦ Ἀγαθοῦ, παραμένουν κοιμισμένες οἱ αἰσθήσεις της, ποὺ τρέφονται ἀπὸ τὴν ἡδονή. Ὅπως ὁ Πλάτωνας ἀναφέρει «κάθε ἡδονὴ καὶ ὑπερβολικὴ λύπη καρφώνουν τὴν ψυχὴ πάνω στὴ φθαρτὴ σάρκα». Ἡ ἡδονὴ ὁδηγεῖ στὴν ἀμετρία τῶν παθῶν. Σὰν ἁλυσίδα τὸ ἕνα πάθος συμπαρασύρει καὶ ἕνα ἀκόμα πίσω του καὶ ὅπως ἡ ψυχὴ εἶναι ἀφύλακτη παρασύρεται ἁλυσοδεμένη στὴν καταστροφή. Νά, λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ στάθηκαν ἰσχυρότεροι ἀπὸ τὰ φονικὰ ὅπλα τῶν Αἰγυπτίων, ἀπ’ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης καὶ ἀπὸ τὸ θανατηφόρο δάγκωμα τῶν φιδιῶν, ἀπ’ τὰ τεράστια κύματα τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας καὶ ἀπὸ τὸν ἐξολοθρευτὴ Ἄγγελο τοῦ Θανάτου, ἀποδείχθηκαν κατώτεροι μπροστά σε ξένες καὶ ἄγνωστές τους γυναῖκες.
Νομίζω πὼς τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ προσφέρει μιὰ ψυχωφελῆ συμβουλή, γιατί διδάσκει πὼς μολονότι τὰ πάθη εἶναι πολλὰ καὶ μάχονται σκληρά τους ἀνθρώπινους λογισμούς, κανένα δὲν ἀσκεῖ τόσο ἀσφυκτικὴ πίεση πάνω μας, ὅσο τὸ πάθος τῆς ἡδονῆς. Εἶναι ὁ ἐχθρὸς ποὺ δύσκολα κατανικᾶ ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὸ εὐαγγέλιο Τοῦ συμβουλεύει νὰ μένουμε ὅσο γίνεται πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὸ κακό, γιατί φτάνει μόνον ἕνα βλέμμα γιὰ νὰ ριζώσει ἡ ἐμπαθὴς ἐπιθυμία στὴν ψυχή. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ ἀποδέχεται τὸ πάθος μὲ τὰ μάτια, ἀνοίγει τὸ δρόμο στὸ κακὸ εἰς βάρος τῆς ψυχῆς του. Ἡ τάση τῆς ἀκολασίας παραπλανᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ λησμονεῖ τὸν πραγματικὸ προορισμό του…


Τὸ μεγαλεῖο της προσωπικότητας τοῦ Μωυσῆ

. . Ὁδεύουμε σιγὰ-σιγὰ πρὸς τὸ τέλος τῶν λόγων γιὰ τὸν Μωυσῆ, ἐκεῖνον ποὺ ἀνυψώθηκε στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ μέσα ἀπὸ τόσες ἀναβάσεις, ὥστε, καθὼς πιστεύω, φαίνεται ἡ ζωὴ τοῦ ὁλοκάθαρη μπρὸς στὰ μάτια ὅλων, σὰν τὸ πέταγμα τοῦ ἀετοῦ, ποὺ μὲ τὰ δυνατὰ φτερὰ τοῦ σχίζει τοὺς αἰθέρες τῆς νοητῆς ἀνάβασης.
Αὐτὸς ὁ τέλειος ἄνδρας γεννήθηκε ὅταν θεωρεῖτο παράπτωμά το νὰ γεννηθεῖ κανεὶς Ἑβραῖος.
Ναὶ μὲν ὁ τύραννος τιμωροῦσε μὲ θάνατο τούτη τὴ γέννα, μὰ τελικά το παιδὶ σώθηκε πρῶτα ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ θέληση τῶν γονιῶν του καὶ ὕστερα ἀπὸ τὸ ἴδιο το περιβάλλον τοῦ ἐχθροῦ, ποὺ ὄχι μόνον τὸν περιμάζεψαν στὸ παλάτι, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀνέθρεψαν καὶ τοῦ προσέφεραν ἀξιοζήλευτη καὶ ποικίλη μόρφωση.
Ὁ ἴδιος, περιφρονώντας τὶς τιμές, τὰ ἀξιώματα καὶ τὰ βασιλικὰ κοσμήματα, ντύθηκε τὸν ταπεινὸ χιτώνα τῆς ἀρετῆς. Αὐτὸ ἀσφαλῶς σημαίνει πὼς ἡ ὑπερβολικὴ φροντίδα γιὰ ἐπιβίωση στὴν παροῦσα ζωὴ ἀποβαίνει τάφος γιὰ τὴν μέλλουσα. Ἀκόμα καὶ ἂν γίνει δικό σου ἄνθρωπε, ὅλο το χρυσάφι τοῦ κόσμου, θὰ σὲ κάνει μήπως σοφότερο, ἐξυπνότερο, ἐπιστήμονα ἡ ἀληθινὸ φίλο του Θεοῦ;
Ὁ Μωυσῆς γενναῖος καὶ ἰσχυρὸς στὸ φρόνημα ἔσωσε τοὺς ὁμοεθνεῖς του, ἀφοῦ πρῶτα εἶχε λάβει τὰ ἀνώτερα μαθήματα τῆς ἡσυχίας καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοῦ. Στὸ μακρὺ ταξίδι πρὸς τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὸ Θεϊκὸ Νόμο καὶ νὰ τὸν παραδώσει στὸν πολύπαθο Λαό του. Μά, δὲν ἀξιώθηκε νὰ μπεῖ στὴν εὐλογημένη γῆ, γιατί ἀνέβηκε στὸ ὅρος τῆς ἀνάπαυσης γιὰ νὰ ἑνωθεῖ γιὰ πάντα μὲ τὸν Θεό. Κανεὶς δὲν ἔμαθε τὸν τόπο τῆς ταφῆς του, γιατί τὰ μάτια του δὲν ἔσβησαν καὶ τὸ πρόσωπό του δὲν ἀλλοιώθηκε. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ ἐνάρετου βίου, ὁ ζωντανὸς θάνατος.
Τὸν ἐνάρετο ἄνθρωπο δὲν τὸν περιμένει κανένας τάφος καὶ καμία πλάκα δὲν θὰ καλύψει τὸ σῶμα του, οὔτε κάποια ἀλλοίωση θὰ ὑποστεῖ τὸ πρόσωπό του.
Εὔχομαι, λοιπόν, νὰ γίνεις ἐσὺ ὁ ἴδιος λιθοξόος τῆς καρδιᾶς σου, γιὰ νὰ χαράξεις πάνω της τὰ Θεϊκὰ Λόγια. Ἔτσι θὰ πράξεις, ὅπως ὁ καλλιτέχνης ἀγαλματοποιός. Πρῶτα θὰ πάρεις τὸ ἀκάθαρτο συμπαγὲς μάρμαρο καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θείου Λόγου θὰ κόψεις καὶ θὰ καθαρίσεις τὴν πέτρα ἀπὸ κάθε βρωμιὰ καὶ ξένο σῶμα. Ἔπειτα θὰ κόψεις τὰ περιττὰ κομμάτια ποὺ ἐνοχλοῦν καὶ ἐμποδίζουν τὴν πρόοδο τοῦ ἔργου καὶ τέλος θὰ δώσεις τὸ γενικὸ σχῆμα, ὥστε νὰ ἀρχίσει νὰ ἀχνοφαίνεται τὸ σχέδιο. Στὸ τέλος, νὰ εἶσαι σίγουρος πὼς ἡ σκληρὴ πέτρα θὰ «ὁμοιάζει» ἀπόλυτα μὲ τὸ πρωτότυπο/Ὅταν τέλος, καταστρέψεις τὸ χρυσὸ εἴδωλο καὶ ἀποφύγεις τὴν ἐπιθυμία τῆς πλεονεξίας, θὰ βλαστήσει ἡ ψυχή σου, ὅπως ἡ ἱερατικὴ ράβδος τοῦ Ἀαρῶν.
Σκοπός σου στὸ ἑξῆς θὰ εἶναι νὰ ὀνομαστεῖς «φίλος του Θεοῦ» ἀφήνοντας κάθε πάθος καὶ κακία στὴ γῆ καὶ ἀναβλέποντας μόνον στὰ μεγάλα ὕψη τῆς ἀρετῆς…
Ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε κατὰ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή Του. Τὸ πρῶτο βρίσκεται ἔμφυτο μέσα μας, ὅσο γιὰ τὸ δεύτερο μόνον ἀπὸ τὴν δική μας καλὴ καὶ ἀγαθὴ πρόθεση θὰ τὸ κατορθώσουμε, γιατί ἀναπτύσσεται μὲ κόπο πολὺ καὶ συνεχῆ πνευματικὴ ἀνάβαση. Στὴν ἀρχὴ τῆς πορείας γιὰ τὴν τελειότητα, ἡ ψυχὴ εἶναι ἀκόμη δούλη τῶν παθῶν μά, φτάνοντας στὸ τέλος αὐτῆς τῆς πορείας, εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ κακοῦ. Τὸ ἀποκορύφωμα αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας εἶναι τὸ αὐτεξούσιο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἑκούσια ὑποταγὴ στὸν Θεό. Τὸ μόνον ποὺ θεωρεῖ τότε ἡ ψυχὴ «τίμιο καὶ ἐράσμιο» εἶναι το νὰ εἶναι πιστὴ φίλη του Θεοῦ.
Αὐτὰ εἶχα νὰ σοῦ ἐκθέσω Καισάριε, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἀναφορικὰ μὲ τὴν τελειότητα τοῦ ἐνάρετου βίου. Ἡ ἀρετὴ ἄλλωστε, δὲ βασίζεται μόνον στὴ γνώση καὶ στὴν περιττὴ μακρυγορία, ἀλλὰ εἶναι ζήτημα κυρίως ἐσωτερικῆς διάθεσης καὶ δίψας τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος χαρακτήρισε τοὺς Ἀθηναίους, ὡς ἄτομα ποὺ ἀρέσκονταν μέν, στὸ νὰ ἀνταλλάσουν ἀπόψεις νεωτεριστικές, χωρὶς ὅμως, νὰ προβάλλουν θέληση καὶ δίψα γιὰ τὴν τέλεια γνώση τοῦ ἀγαθοῦ.

Σοῦ μίλησα γιὰ τὸν μεγάλο καὶ σπουδαῖο Μωυσῆ ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ὀνομαστεῖ «φίλος του Θεοῦ», ἐπειδὴ μὲ τὴν ἐπιμελῆ ζωὴ τοῦ κατάφερε νὰ ἀγγίξει τὴν τελειότητα. Γιατί ἔχουμε ἀγγίξει ἀληθινά το Τέλειο, ὅταν ἀποχωριζόμαστε ἀπὸ τὸ βίο τῆς κακίας, ὄχι ὡς δοῦλοι ποὺ φοβόμαστε τὴν τιμωρία, οὔτε σὰν ὑστερόβουλοι ἄνθρωποι, ποὺ ἐπιθυμοῦν τὴ δίκαιη ἀνταπόδοση καὶ ἐνεργοῦν τὸ ἀγαθὸ μὲ τὴν προοπτική της ἀνταμοιβῆς, ἐμπορευόμενοι τὴν ἐνάρετη ζωὴ μὲ διάθεση συναλλαγματική, ἀλλὰ βλέποντας ἡ ἰὸ ψηλὰ ἀπ’ τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς περιμένουν στὴν μέλλουσα ζωή, νὰ ἀποσκοποῦμε μονάχα στὴν Φιλία τοῦ Θεοῦ.
Μακάρι νὰ ὀνομαστοῦμε κάποτε φίλοι του Θεοῦ, γιατί, ἀδελφέ μου, αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ τελειότητα τοῦ βίου. Ἀμήν.