Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 27ο)

 Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου της Ρωσικής Διασποράς (+1985)

27. Η γνώση του Θεού

Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε ότι το πρώτο και κύριο καθήκον μας απέναντι στον Θεό είναι η αγάπη προς Αυτόν. Είναι αυτονόητο ότι με αυτή την αγάπη απαιτείται και από εμάς να γνωρίσουμε Εκείνον που πρέπει να αγαπάμε τόσο πολύ. Ένας άνθρωπος δεν θα αγαπήσει και δεν μπορεί να αγαπήσει κάποιον που δεν γνωρίζει. Έτσι, η αγάπη για τον Θεό μας οδηγεί στο καθήκον να γνωρίσουμε τον Θεό.

Να σημειωθεί ότι αυτό το καθήκον είναι από τα λιγότερα που τηρούμε στις μέρες μας. Παλαιότερα ήταν διαφορετικά.

Εκείνη την εποχή, το ενδιαφέρον για τα θεολογικά θέματα και τις θρησκευτικές γνώσεις ενδιέφερε βαθιά τις χριστιανικές ψυχές. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μαρτυρεί ότι στην εποχή του ακόμη και οι γυναίκες της αγοράς, αντί για τις εμπορικές τους υποθέσεις, προτιμούσαν να διαφωνούν για την ομοουσιότητα και την ομοιουσιότητα του Υιού του Θεού. Τώρα, πολλοί έξυπνοι άνθρωποι, μερικές φορές ακόμη και γράφοντας και μιλώντας για διάφορα καθαρά χριστιανικά θέματα, φοβούνται οποιαδήποτε θεολογία. Θεωρούν ότι όλες οι ερωτήσεις και οι εξηγήσεις της είναι κατά κάποιο τρόπο τεχνητά σχολαστικές και μακριά από την ζωή.

Από εδώ προέρχεται αυτή η καταθλιπτική θρησκευτική άγνοια, αυτή η αμάθεια των βασικών αληθειών της πίστης κάποιου, που είναι τόσο εντυπωσιακή στις μέρες μας. Πάρτε, για παράδειγμα, τον κύριο όγκο του ευφυούς, μορφωμένου ρωσικού λαού. Θα σας απαριθμήσει, χωρίς λάθος, όλους τους Τσάρους από τον οίκο των Ρομανόφ, θα αναφέρει τους κύριους Ρώσους συγγραφείς κλπ[1]. Το να μην το γνωρίζει αυτό θεωρείται ντροπή για έναν μορφωμένο άνθρωπο. Αλλά ζητήστε τους να ονομάσουν, για παράδειγμα, τις κύριες αρχές της χριστιανικής πίστης ή τα ονόματα των Δώδεκα Αποστόλων του Χριστού (δηλαδή, άνθρωποι που έκαναν ασυγκρίτως περισσότερα για την ανθρωπότητα από οποιονδήποτε βασιλιά ή συγγραφέα). Στις 9 από τις 10 περιπτώσεις το αποτέλεσμα θα είναι απογοητευτικό. Αλλά το ακόμη χειρότερο είναι ότι η άγνοια σε αυτόν τον τομέα δεν θεωρείται επ’ ουδενί κάτι επαίσχυντο και οι άνθρωποι το παραδέχονται ελαφρά τη καρδία…

Είναι απολύτως βέβαιο ότι κάθε χριστιανός χρειάζεται να έχει μια ιδέα για το περιεχόμενο της πίστης του και για τις βασικές αλήθειες της -για το τριαδικό δόγμα, για την θεία αγάπη, την ενανθρώπηση, τον λυτρωτικό θάνατο και την ανάσταση του Σωτήρος, για το μέλλον, το πεπρωμένο του κόσμου και του ανθρώπου, κ.λπ.. Και αυτά τα ζητήματα δεν είναι ξένα ή βαρετά για τον άνθρωπο, αλλά ζωτικής σημασίας και ουσιώδη, γιατί το ίδιο το νόημα και ο σκοπός της ζωής του εξαρτάται από την επίλυσή τους.

Και όλα αυτά τα ερωτήματα, φυσικά, συνοψίζονται σε ένα πράγμα: υπάρχει Θεός και ποιος είναι; Αυτά τα ερωτήματα είναι εξαιρετικής σημασίας ακόμη και για ανθρώπους με μικρή πίστη. Και για τους πιστούς, το να γνωρίζουμε για τον Θεό, να ξέρουμε τι σημαίνει αυτό για εμάς και περαιτέρω, ποιο είναι το θέλημά Του για όλους μας, αυτή είναι η βασική γνώση, η πιο σημαντική και η πιο πολύτιμη στην ζωή. Και η ίδια η χριστιανική ζωή καθορίζεται πρωτίστως από την γνώση του Θεού. Ο ίδιος ο Κύριος, προσευχόμενος στον Πατέρα Του πριν από το Πάθος, είπε σχετικά: «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν…»[2].

Από όλα αυτά βλέπουμε ότι η γνώση του Θεού είναι το άμεσο χριστιανικό μας καθήκον. Και ο δρόμος προς αυτήν, εκτός από την μελέτη των θεολογικών επιστημών, είναι η μνήμη του Θεού[3]. Η μνήμη του Θεού είναι μια τέτοια πνευματική διάθεση όπου ο άνθρωπος εισάγει ηθελημένα στην συνείδησή του και διατηρεί σε αυτήν την ιδέα του Θεού, τις υψηλότερες ιδιότητες Του, το έργο της σωτηρίας μας, το αιώνιο μέλλον μας κ.λπ. Αυτή η μνήμη του Θεού αγαπήθηκε από τους χριστιανούς ασκητές μας, αλλά για πολλούς -τους περισσότερους από εμάς- είναι, δυστυχώς, εντελώς άγνωστη.

Φυσικά, η γνώση του Θεού για την οποία μιλάμε δεν είναι σε καμία περίπτωση μια ορθολογική μηχανική αντίληψη απομνημόνευσης ορισμένων διατάξεων της χριστιανικής μας διδασκαλίας για την πίστη και την ζωή. Ο Χριστιανισμός είναι ζωντανό βίωμα, εμπειρίες της ανθρώπινης καρδιάς, και επομένως δεν γίνεται αντιληπτός από τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο.

Όσο περισσότερο ο Χριστιανός έχει βιώσει την αλήθεια και τις εντολές της πίστης του στην προσωπική του ζωή, στην εσωτερική εμπειρία του πνευματικού αγώνα και των προσπαθειών να ζήσει σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Χριστού, τόσο πιο βαθιά έχει αφομοιώσει τον Χριστιανισμό. Και το αντίστροφο, εάν κάποιος συμπεριφέρεται στην πίστη του στεγνά, εξωτερικά-τυπικά και δεν καθοδηγείται από τις εντολές του Ευαγγελίου του Χριστού στην προσωπική του ζωή, δεν θα δεχτεί τον Χριστιανισμό στην ψυχή και την καρδιά του και το βαθύ περιεχόμενο των αληθειών της πίστης του Χριστού θα παραμείνει ξένο προς αυτόν…


(συνεχίζεται)


[1] Στην σημερινή Ελλάδα ο πολὺς κόσμος αγνοεί παντελώς ακόμη και αυτά τα ιστορικά πρόσωπα της χώρας του. Αντιθέτως γνωρίζει με λεπτομέρεια τα ονόματα και τις συνήθειες των νέων ειδώλων: τραγουδιστών, ηθοποιών, αθλητών κ.λπ…
[2] Ιω. ιζ΄ 3.
[3] Η αναγκαιότητα της μνήμης του Θεού (ρωσιστί Богомыслием), δηλαδή του να σκέφτεσαι συνεχώς τον Θεό, αποτυπώνεται άριστα στο ρητό του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου:  «Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον» (PG 36, 16), δηλαδή είναι προτιμότερο να σκέφτεσαι τον Θεό ακόμη και από το να αναπνέεις!


ΠΩΣ ΛΥΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (Ὁμιλιά τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα)

Ὁμιλία Δευτέρας Ἁγίου Πνεύματος

Ἀπὸ τὸν Σεβ/το Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα στὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο Κοιμήσεως Θεοτόκου, στὸ ἑορτάζον Παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὶς Μαγοῦλες Δένδρων Γιάννουλης Λαρίσης, τὴν Δευτέρα, 11/24-6-2024, μὲ τίτλο: «Πῶς λύνονται οἱ διαφορὲς στὴν Ἐκκλησία».


Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΘΟΔΙΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ (14 Ἰουνίου)



Κατά τη διάρκεια των φοβερών χρόνων της Εικονομαχίας, όπου χτυπήθηκε βάναυσα το σώμα της Εκκλησίας, πλήθος Αγίων Ομολογητών και μαρτύρων αναδείχθηκαν. Αυτούς τους χρόνους, δηλαδή κατά τον θ΄(9ο) αιώνα έζησε και ένας ξεχωριστός, μεγάλος Άγιος, Ομολογητής της Πίστης μας, ο Άγιος Μεθόδιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος υπέφερε πολλά υπέρ των Αγίων Εικόνων.

Διαβάζουμε στο Συναξαριστή «ὀ λαμπρότατος φωστήρ ὅλης τῆς οἰκουμένης· ὁ στερρότατος στῦλος τῆς ὁμολογίας, ὅν στέφανον πολυτίμητον εἰς τήν ἔνδοξον αὐτῆς κεφαλήν ἔχει ἡ βασιλεύουσα. Οὐχί δέ στέφανον ἁπλοῦν, ἀλλά στέφανον πεποικιλμένον ἐκ λίθων πολυτίμων, αὐτή τόν ἐγέννησε, τόν ἀνέθρεψε καί τόν ηὔξησεν· αὐτός μέ τούς ἰδικούς του ὡραίους ἄθλους καί ἀγῶνας καί τά μαρτυρικά αὐτοῦ αἵματα τήν ἐστόλισε μέ πορφύραν λαμπράν, ὡραιοτάτην μητέρα πλέον ὡραιοτάτου υἱοῦ· ρίζα θεόφυτος, βλαστοῦ θεοπροβλήτου· δένδρον ἀείζωον, ἄνθους εὐωδεστάτου».

Ο θείος Μεθόδιος καταγόταν από ευσεβείς γονείς. Σπούδασε με επιμέλεια και πρόκοψε άριστα στα γράμματα, αλλά ακόμη περισσότερο εντρύφησε στα ιερά γράμματα και τη μυστική θεολογία. Αδολεσχώντας στην προσευχή και βιώνοντας τα ουράνια, τίποτε άλλο δεν θέλησε, παρά να αφιερώσει τη ζωή του στον αγαπημένο του Χριστό, κάνοντας τέλεια υπακοή ως μοναχός, γι’αυτό προσήλθε πολύ νωρίς σε Μοναστήρι. Μετά την κοίμηση του Ηγουμένου του Μοναστηριού, η αδελφότητα επέλεξε τον Μεθόδιο ως νέο Ηγούμενο καθώς είχε κατορθώσει κάθε αρετή και άσκηση. Ακολούθως χειροτονήθηκε με θεία ψήφο Μητροπολίτης Κυζίκου.

Τον ίδιο καιρό στον αυτοκρατορικό θρόνο μετά τη θεήλατον σφαγή του Εικονομάχου Λέοντα του Αρμένιου, ανέρχεται έτερος Εικονομάχος ο Μιχαήλ ο Τραυλός ο οποίος φάνηκε να δείχνει μια μετριοπάθεια αρχικά, όταν διέταξε να επαναφέρουν τους εξόριστους υπερασπιστές των Αγίων Εικόνων. Σύντομα όμως αποκάλυψε την εικονομαχική του μανία και διέταξε να σύρουν μπροστά του τους στερεούς στύλους της Ορθοδοξίας, τον Κυζίκου Μεθόδιο και τον Σάρδεων Ευθύμιο. Τότε με πολλά βασανιστήρια προσπάθησε να τους κάμψει το ηθικό, να τους μεταστρέψει το νου. Ματαιοπονία!

Ουδόλως υποχωρούν, επ ουδενί να υπακούσουν την βλάσφημη διαταγή του βασιλιά. Με μοναδική παρρησία δημηγορούν και αποδεικνύουν θεολογικά και επιστημονικά, την αρχαία πατροπαράδοτη παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί της προσκύνησης των Αγίων Εικόνων! Αλλ’ ο θηριώνυμος βασιλιάς σφράγιζε τα ώτα του, μη θέλοντας να δεχτεί την αλήθεια. Στέρεοι στην πίστη και ρωμαλέοι στο πνεύμα ελέγχουν αυτόν «Εἴ τίς βασιλεῦ, δέν προσκυνεῖ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καί τήν Πανάχραντον αὐτοῦ Μητέρα, και πάντας τούς ἁγίους ἐν εἰκόνι περιγραπτούς, ἔστω τοῦ αἰωνίου ἀναθέματος καί τοῦ ἀσβέστου πυρός τῆς γεένης ὑπόδικος».

Ω! ανδρεία καρδιά των αγίων που Σε ομολογούν Κύριε! Ω! πεφιλημενο στόμα που ελέγχει τους δυσσεβείς και βλάσφημους αιρετικούς.

Τότε μαινόμενος ο Μιχαήλ Τραυλός οργίζεται και μαστιγώνει ανηλεώς τους αγίους, και έπειτα τους εξορίζει. Τους επαναφέρει από την εξορία και τους υποβάλλει σε νέα φρικτά βασανιστήρια όπου ο άγιος Ευθύμιος τελικά παραδίδει τη ψυχή του στα χέρια του Αγαπημένου του Χριστού.

Μετά το θάνατο του Μιχαήλ στην εξουσία ανήλθε ο μιαρότερος από αυτόν, γιος του Θεόφιλος ο οποίος με νέα βασανιστήρια προσπάθησε να τον κάνει να αρνηθεί την αγία πίστη μας. Τον απέκοψε όμως ο άγιος Μεθόδιος λέγοντάς του ότι και αυτόν θα αναθεματίσει όπως αναθεμάτισε τον πατέρα του αν δεν σταματήσει τη βλασφημία του. Μάλιστα θέλοντας να τον εγείρει προς μετάνοια του παρουσίασε τις καταστροφές που έπαθαν όλα τα βασίλεια, όταν προσκύνησαν την αίρεση και πως ο ίδιος θα πρέπει να προσκυνεί τον Τριαδικό Θεό που του χάρισε το βασιλικό διάδημα και όχι να Τον πολεμάει με την δυσώδη Εικονομαχία.

Ο θεομισής βασιλιάς διατάζει να χτυπήσουν στο στόμα τον Άγιο και να του σπάσουν τα δόντια. Δεν χόρτασε όμως τη μανία του και τον εξόρισε στο νησί του Αντιγόνου και εκεί διέταξε να τον κλείσουν στο τάφο του Κοπρώνυμου με άλλους δύο ληστές όπου μετά το θάνατο του ενός υπέφεραν ο Άγιος και ο έτερος ληστής τη δυσωδία του νεκρού σώματος για άλλα επτά χρόνια.

Εν τω μεταξύ ο μιαρότατος Θεόφιλος βρέθηκε μπροστά σε έναν προβληματισμό μελετώντας τα βιβλία του και παρά τις γνώσεις του αδυνατούσε να το ερμηνεύσει, αλλά ούτε οι ομοφρονούντες του μπορούσαν. « Ἐτύφλωσεν αὐτούς ὁ Θεός καί φάσκοντες εἶναι σοφοί ἐμωράνθησαν οἱ κακόφρονες». Την λύση έδωσε ο έμπιστος του βασιλιά λέγοντας να συμβουλευτούν τον Μεθόδιο. ¨Όπως και έγινε και ο Αγιος ο σοφώτατος έδωσε τις απαντήσεις στους προβληματισμούς του βασιλιά. Γι’ αυτό τον κάλεσε από την εξορία και τον έβαλε να ζει πλησίον του για να τον συμβουλεύεται.

Όμως ο αγαθός Θεός κατεργαζόταν την πολυπόθητη ειρήνη μέσα στην Εκκλησία Του και μετά τον φρικτό θάνατο του δυσσεβούς Θεοφίλου τον διαδέχτηκαν στο θρόνο ο γιος του και η συνετή γυναίκα του, βασίλισσα Θεοδώρα η οποία και ανακήρυξε Πατριάρχη τον άγιο Μεθόδιο. Και μπορεί το σαρκίο του να είχε πολυτρόπως ταλαιπωρηθεί και υποφέρει αλλά η ψυχή του είχε εξαιρέτως λαμπρυνθεί και ήταν έτοιμος να διακονήσει ο πνευματοφόρος Μεθόδιος την Εκκλησία του Χριστού μας. Η δε βασίλισσα Θεοδώρα διέταξε να γίνει ακριβή εξέταση για την αίρεση της Εικονομαχίας και με αυτόν τον τρόπο νικήθηκαν οι αιρετικοί.

Ο Θεός μέσω του δούλου του Αββά Ησαΐα είπε τα ακόλουθα «Πηγαίνετε στην βασίλισσα Θεοδώρα και στον Πατριάρχη Μεθόδιο και πείτε τους: Παύσατε τους ανίερους και μιαρούς εικονομάχους, προσφέρετε στο Θεό λατρεία καθαρή και αναίμακτο. Προσκυνήστε με τους αγγέλους την Άχραντη και Αγία Εικόνα του Προσώπου μου και τον Τίμιο και ζωηφόρο Σταυρό μου». Η ευσεβής και μακαρία βασίλισσα μόλις τα άκουσε αυτά ανέσυρε μια εικόνα που είχε φυλαγμένη πάνω της και είπε «όποιος δεν προσκυνεί τις άγιες Εικόνες, ας έχει το ανάθεμα». Όλοι οι παρευρισκόμενοι ένιωσαν τότε πνευματική ευφροσύνη.

Στη συνέχεια η βασίλισσα Θεοδώρα παρακάλεσε τους Οσίους να προσευχηθούν για την ψυχή του άνδρα της Θεόφιλου να τον ελεήσει ο Θεός. Πράγματι ο Πατριάρχης Μεθόδιος βλέποντας την πίστη της, κάλεσε τους Αρχιερείς και όλους τους ιερείς και τον ευσεβή λαό και μέσα στην Αγιά Σοφιά έκαναν ολονύκτιες αγρυπνίες με δάκρυα. Και ο Πολυέλεος Κύριος δέχτηκε τις προσευχές των δικαίων και συγχώρεσε τον δυσσεβή βασιλιά Θεόφιλο. Αυτό το επισφράγισε και το εξής θαυμαστό γεγονός. Κατά τη διάρκεια των δεήσεων, ο άγιος Μεθόδιος κατέγραψε σε χαρτί τα ονόματα των αιρετικών βασιλιάδων και του Θεοφίλου και τα έβαλε κάτω από την Αγία Τράπεζα. Μετά από μερικές ημέρες δεήσεων και αφού είχε δει όραμα πήρε το χαρτί κάτω από την Αγία Τράπεζα και είδε ότι το όνομα του Θεοφίλου έλειπε. Χάρηκε τότε πολύ η βασίλισσα Θεοδώρα και είπε στον Πατριάρχη να συνάξει όλο το ποίμνιο και τους ιερείς και να φέρουν τα Τίμια και Ζωοποιά Ξύλα του Τιμίου Σταυρού και όλες τις άγιες Εικόνες, για να πάρει πάλι η Εκκλησία τον αρχαίο στολισμό της.

Μαζεύτηκαν όλα τα πλήθη με λαμπάδες και βαστώντας τις άγιες Εικόνες τις λιτάνευσαν ψέλνοντας ταυτόχρονα το Κύριε ελέησον και στη συνέχεια εισήλθαν στο Ναό και ενθρόνισαν τις Άγιες Εικόνες στον τόπο όπου βρίσκονταν και παλιότερα. Διάβασαν ακόμα από άμβωνος τα ονόματα όλων των κεκοιμημένων Ορθοδόξων ενώ έλεγαν το “αιωνία η μνήμη αυτού”. Τέλος αναθεμάτισαν τα ονόματα όλων των αιρετικών που δεν προσκυνούσαν τις Άγιες Εικόνες. Αυτής της ημέρας ανάμνηση, αποτελεί η εορτή της Κυριακής της Ορθοδοξίας, την οποία όρισαν οι Άγιοι να τελείται αυτήν την ημέρα κάθε χρόνο.

Κατά τη συνέχεια του βίου του Αγίου Μεθοδίου δεν έλειψαν οι πόνοι και οι αγώνες υπέρ της πίστεως και για τη διατήρηση της ενότητας της Εκκλησίας. Οι αιρετικοί ορμώμενοι από τον ίδιο τον διάβολο συνεχώς έπλητταν την Εκκλησία, αλλά όμως ο θεοειδής Μεθόδιος τους αντιμετώπιζε. Υπέστη ακόμα και συκοφαντίες αλλά με απόλυτη πίστη στο Χριστό διερχόταν τις θλίψεις.

Ήρθε η ώρα να μεταβεί στα Ουράνια σκηνώματα ο μέγας Μεθόδιος αφού στόλισε τον Πατριαρχικό θρόνο με τις λαμπρές αρετές του. Στις 14 του μηνός Ιουνίου κοιμήθηκε και πορεύτηκε προς τον Χριστό που ποθούσε να συναντήσει, τον μυστικό Νυμφίο των καθαρών και άσπιλων ψυχών.

Άγιε του Θεού, πάτερ φιλάνθρωπε του Φιλανθρώπου Θεού μιμητή, μυρίαθλε Ομολογητή, καθαιρέτη και αναιρέτη της άθεης εικονομαχίας φύλαξε μας από τις τρικυμίες των πειρασμών και δίδαξέ μας να περπατάμε θεαρέστως την στενή και τεθλιμμένη οδό του Κυρίου Αμήν!

Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος ΣΤ΄- Μήν Ιούνιος, ΑΘΗΝΑΙ 1994

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Εὐσεβείας τὴν μέθοδον προβαλλόμενος, αἱρετικῶν διαλύεις τὰς ἐπινοίας στερρῶς, Ὀρθοδόξων ἡ κρηπὶς Πάτερ Μεθόδιε· τὴν γὰρ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἀνεστήλωσας τιμᾶν, ὡς θεῖος ἱεροφάντωρ· καὶ νῦν ἀεὶ ἐκδυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Ὡς ἱερόν, ὁμολογίας πρόβολον, καὶ ἀρραγές, τῆς Ἐκκλησίας ἔρεισμα, Ἱεράρχην σε περίδοξον, ὁ Ἰησοῦς προεχειρίσατο· τὴν τούτου γὰρ Εἰκόνα κατασπάζεσθαι, ἐν σχέσει ἀνεκήρυξας Μεθόδιε, παρέχων ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.


Μεγαλυνάριον.

Τῆς Ὀρθοδοξίας λύρα τερπνή, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὑποβάθρα θεοπαγής, ὤφθης Ἱεράρχα, Εἰκονομάχων θράσος, εἰς γῆς κατεδαφίσας, Πάτερ Μεθόδιε.

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

ΣΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΥΝΕΡΓΟΥΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ ΚΑΙ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΘΕΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως)

 


«Ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν, ει μη ο πατήρ, ουδέ τον πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο Υιός, και ω εάν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι»
(Μτ. ια΄ 27)

Παρά το γεγονός ότι η θεία φιλανθρωπία είναι άπειρη, και πλούσια η Χάρη του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου, εντούτοις η σωτηρία είναι αδύνατη χωρίς τη συγκατάθεση και τη συνεργασία του ανθρώπου.

Πρώτος αυτός οφείλει να συναισθανθεί ότι αμάρτησε· να μεταμεληθεί, να επιθυμήσει και να επιζητήσει τη σωτηρία του και έτσι η Χάρη να τον επιβραβεύσει με αυτήν.

Διότι η συναίσθηση και η μεταμέλεια, ο πόθος της σωτηρίας και η αναζήτησή της, είναι ένδειξη της επιστροφής προς τον Θεό, είναι σημείο αποστροφής της αμαρτίας και διάθεση ασκήσεως στην αρετή, είναι κατά κάποιο τρόπο επίκληση της θείας ευσπλαχνίας, η οποία βιάζεται να ελεήσει τον παραπλανημένο.

Ώστε για να μας σώσει η Χάρη, πρέπει να θέλουμε να σωθούμε. Γι’ αυτή την αλήθεια δίνουν μαρτυρία οι θείοι Πατέρες της Εκκλησίας.

Ο θείος Χρυσόστομος λέει:
«η Χάρη, παρότι είναι Χάρη, σώζει μόνο αυτούς που το θέλουν».

Επίσης και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος βεβαιώνει:
«το να σωθούμε προϋποθέτει και τη δική μας συμμετοχή και του Θεού»·

και ο Ιουστίνος προσθέτει: «Αν και ο Θεός έπλασε μόνος τον άνθρωπο, δεν σώζει τον άνθρωπο δίχως τη συγκατάθεσή του».

Πλανώνται αυτοί που πιστεύουν ότι ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί μόνο με τη Χάρη του Θεού ή μόνο με τη δική του θέληση, δίχως τη θεία Χάρη.

Γιατί η μεν Χάρη, όπως επισημάναμε, δεν σώζει παρά μόνο όσους μετανόησαν και επέστρεψαν στον Κύριο, ενώ η θέληση χωρίς τη Χάρη είναι ανεπαρκής για τη σωτηρία, γιατί ο άνθρωπος αδυνατεί από μόνος του να δικαιώσει τον εαυτό του απέναντι στον Θεό.

Ωστόσο, η αδυναμία του έχει διαπιστωθεί ήδη στα πολλά χρόνια της υποδουλώσεώς του στην αμαρτία και την τυραννία του διαβόλου, χρόνια κατά τα οποία παρέμενε εκεί δουλεύοντας χωρίς τη θέλησή του και στενάζοντας και από αυτή την κατάσταση δεν μπόρεσε να τον ελευθερώσει ούτε η εξέλιξή του ούτε η σοφία του ούτε τίποτα άλλο.

Για τη δύναμη της ανθρώπινης θελήσεως ως μόνης ικανής για τη σωτηρία, πρώτος εγνωμάτευσε ο Πελάγιος, κατά τις αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα, και οι Πελαγιανοί, που τον ακολούθησαν. Για τη δύναμη της θείας Χάριτος ως της μόνης που σώζει τον άνθρωπο αποφάνθηκαν καταπολεμώντας τον Πελάγιο δύο σπουδαίοι Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας, ο ιερός Αυγουστίνος και ο Ιερώνυμος, ζητώντας την αποκήρυξη της εσφαλμένης διδασκαλίας του Πελαγίου.

Ωστόσο, σύνολη η Εκκλησία, αφού βάδισε τη μέση οδό, κήρυξε και τις δύο πλευρές λανθασμένες και δογμάτισε ότι «η σωτηρία του ανθρώπου κατορθώνεται με τη θεία Χάρη και με τη θέληση και τη συνεργασία του ιδίου».

Η γνώμη της Εκκλησίας είναι η μόνη ορθή και σύμφωνη με τις Άγιες Γραφές. Από αυτές τις Άγιες Γραφές παρουσιάζεται ότι απαιτούνται και τα δύο, και η Χάρη και η συγκατάθεση του ανθρώπου, για τη σωτηρία του.

Από τα ίδια τα λόγια του Σωτήρα θεωρείται δεδομένη η ανάγκη συνυπάρξεως και των δύο.

Ο Κύριος ερχόμενος για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους, δεν τους έσωζε όλους, παρόλο που ήθελε να σωθούν όλοι και να έλθουν στην επίγνωση της αλήθειας, αλλά μόνο αυτούς που τον ακολουθούσαν· γι’ αυτό όταν κήρυττε τους έλεγε: «όποιος θέλει να με ακολουθήσει, πρέπει να απαρνηθεί τον εαυτό του» για τη σωτηρία απαιτούσε αυταπάρνηση, η οποία είναι αδύνατον να συμβεί δίχως τη συγκατάθεση και την ατομική θέληση.

Επίσης, κηρύττει σ’ αυτούς που αποδέχονται τη σωτηρία ως προερχόμενη από την εκτέλεση των έργων του νόμου, δηλαδή από την ανθρώπινη θέληση και μόνο, λέγοντας: «Εγώ είμαι η θύρα· από μένα εάν κάποιος εισέλθει θα σωθεί» (Ιωάν. ι’ 9) και «χωρίς εμένα δεν μπορείτε τίποτα να κάνετε» (Ιωάν. ιε΄ 5), από τα οποία φανερώνεται η ανάγκη της συνυπάρξεως αμφοτέρων.

Στη σωτηρία λοιπόν του ανθρώπου συνεργούν συγχρόνως και η Χάρη του Θεού και η θέληση του ανθρώπου.

Η μεν Χάρη του Θεού προσκαλεί, διαφωτίζει τον νου και την καρδιά, η δε θέληση συνεργεί στη διάνοιξη των οφθαλμών και την κάθαρση της καρδιάς. Η σωτηρία λοιπόν ξεκινάει από τη Χάρη, μορφοποιείται από τη θέληση και τελειοποιείται από τη Χάρη η οποία τη στεφανώνει.

Η παραβολή του Σπορέα είναι πρόσφορο παράδειγμα. Ο σπορέας έσπειρε, η αγαθή γη δέχθηκε, ο δε Θεός αύξησε και ευλόγησε. Ώστε είναι ανάγκη να θέλουμε να σωθούμε, για να σωθούμε από τη Χάρη του Θεού.

 

[Απόσπασμα (Ομιλία Ζ’) από το βιβλίο του Αγίου Νεκταρίου, «Περί επιμελείας ψυχής», των εκδόσεων Άθως. Απόδοση στα Νέα Ελληνικά Ευανθία Χατζή, επιμέλεια κειμένου, επίμετρο Γιώργος Μπάρλας]

Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 26ο)

 Aγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου της Ρωσικής Διασποράς (+1985)

26. Η στάση προς τον Θεό

Η αμοιβαία σχέση μεταξύ της αγάπης κάποιου για τον Θεό,
για τον πλησίον και για τον εαυτό του. Η άρρηκτη σχέση μεταξύ
της αγάπης προς τον Θεό και της αγάπης προς τον πλησίον.
Η διάθεση της παιδικής αφοσίωσης ως η κύρια διάθεση του Χριστιανού.

Ανεβαίνοντας από τα χαμηλότερα καθήκοντα στα υψηλότερα, έχουμε ανέλθει στο απόγειό τους: στα καθήκοντά μας σε σχέση με τον Θεό. Σύμφωνα με τις σαφείς και ακριβείς οδηγίες της Αγίας Γραφής, το κύριο καθήκον του ανθρώπου σε σχέση με τον Θεό είναι η αγάπη προς Αυτόν. Αυτή η αγάπη διατάχθηκε στην Παλαιά Διαθήκη, όπου ειπώθηκε: «Καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου»[1]. Και στην Καινή Διαθήκη, ο ίδιος ο Χριστός είπε γι’ αυτήν την εντολή: «Αὕτη πρώτη ἐντολή… Μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὐκ ἔστι»[2].

Σε αυτή την κύρια εντολή του Νόμου του Θεού, ο Σωτήρας πρόσθεσε μια δεύτερη, την αγάπη του πλησίον σου σαν τον εαυτό σου[3]. Είπε γι’ αυτήν την εντολή ότι είναι «ὁμοία αὕτη»[4], δηλαδή παρόμοια με την πρώτη εντολή για την αγάπη προς τον Θεό. Και η Αγία Εκκλησία, βασισμένη σε αυτά τα λόγια του ίδιου του Κυρίου, καθιέρωσε για πάντα την ακόλουθη τάξη στα ηθικά καθήκοντα του ανθρώπου: αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, και, σε σχέση με τον εαυτό του, μέριμνα για την σωτηρία της ψυχής. Επομένως, η αγάπη προς τον εαυτό πρέπει να θυσιαστεί στο όνομα της αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον. Η αγάπη για τον πλησίον κατατάσσεται στην μέση. Κυριαρχεί σε σχέση με την αγάπη του ανθρώπου για τον εαυτό του, αλλά με την σειρά της υπόκειται στην ύψιστη αγάπη, την αγάπη του ανθρώπου για τον Θεό, τον Οποίο πρέπει να αγαπάμε περισσότερο απ’ όλα.

Στις μέρες μας μπορείτε συχνά να ακούσετε ανθρώπους να λένε ότι η έντονη αγάπη ενός ανθρώπου για τον Θεό βλάπτει και παρεμποδίζει την αγάπη του για τον πλησίον του. Γι’ αυτό (έτσι λένε αυτοί που το σκέφτονται) ένας άνθρωπος πάνω απ’ όλα πρέπει να σκέφτεται και να νοιάζεται για τα καθήκοντά του απέναντι στον πλησίον του, και κάνοντάς το αυτό θα εκπληρώσει και τα καθήκοντά του απέναντι στον Θεό. Οι άνθρωποι που σκέφτονται και μιλούν έτσι είναι ιδιαίτερα επιθετικοί απέναντι στα κατορθώματα της ζωής ενός ερημίτη. Κατά την άποψή τους, ο ερημικός τρόπος ζωής είναι μια εκδήλωση εγωισμού και αντιπάθειας για τους άλλους. Ερημίτης (κατά τη γνώμη τους) είναι ένας άνθρωπος που ασχολείται αποκλειστικά με τον εαυτό του και την σωτηρία της ψυχής του και δεν σκέφτεται καθόλου τους άλλους.

Υπάρχει μια δόση αλήθειας σ’ αυτά τα επιχειρήματα. Δύσκολα κανείς θα αντιταχθεί στο γεγονός ότι υπηρετώντας τον πλησίον του, ένας Χριστιανός εκπληρώνει έτσι τα καθήκοντά του απέναντι στον Θεό. Επί πλέον, σύμφωνα με την διδασκαλία του Αποστόλου της Αγάπης Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, η αγάπη προς τον πλησίον είναι δείκτης της αγάπης προς τον Θεό: «ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἑώρακε, τὸν Θεόν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;»[5]. Και κανένας Χριστιανός δεν αμφιβάλλει ότι, κάνοντας καλό στον πλησίον μας, υπηρετούμε τον Θεό, γιατί εκπληρώνουμε τον νόμο της αγάπης Του.

Ωστόσο, δεν είναι λιγότερο βέβαιο ότι, αγαπώντας τον Θεό, δεν μπορούμε ποτέ να εμποδίσουμε την αγάπη μας για τον πλησίον μας με αυτή την αγάπη γι’ Αυτόν: «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν»[6]. Αγαπώντας τον Θεό, μεταφέρουμε τον εαυτό μας σε μια ανώτερη πνευματική ατμόσφαιρα -μια ατμόσφαιρα αγάπης και μια νέα «πνοή ζωής». Και η καρδιά του Χριστιανού, γεμάτη με τέτοια θεϊκή αγάπη, στρέφει και στέλνει παντού τις ακτίνες αυτής της χριστιανικής αγάπης σε όλους. Έτσι, αντίθετα με την άποψη που αναφέραμε παραπάνω, η αγάπη του ανθρώπου για τον Θεό όχι μόνο δεν εμποδίζει την αγάπη του για τον πλησίον, αλλά, αντίθετα, την ενισχύει και την εμβαθύνει.

Μια εξαιρετική εξήγηση για την σύνδεση της αγάπης για τον Θεό και της αγάπης για τον πλησίον έδωσε ένας από τους ασκητές της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, ο Αββάς Δωρόθεος[7]. Μας δίνεται στην παρακάτω μαθηματική απεικόνιση.

Στον κύκλο Α, το κέντρο είναι ο Θεός και οι άνθρωποι είναι σημεία στον κύκλο. Οι ακτίνες τους συνδέουν με τον Θεό και ο κύκλος τους συνδέει με τον εαυτό τους. Και έτσι, βλέπουμε ότι οι άνθρωποι, πλησιάζοντας τον Θεό (κατά μήκος της ακτίνας), την ίδια στιγμή πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, με τα σημεία του κύκλου να πλησιάζουν το κέντρο. Αλλά ένας άνθρωπος μπορεί να πλησιάσει τόσο τον Θεό, όσο και τους συνανθρώπους του μόνο μέσω της αγάπης.

Και από εδώ προκύπτει αναμφίβολα ότι αγαπώντας τον Θεό, ο άνθρωπος σίγουρα θα αγαπήσει τον πλησίον του. Ο κύκλος Β μας δείχνει ότι η χριστιανική αγάπη για τον πλησίον, με την σειρά της, οδηγεί ένα άτομο στην αγάπη για τον Θεό και, φέρνοντας τον εαυτό του πιο κοντά μέσω της αγάπης για τους άλλους ανθρώπους, το άτομο μέσω αυτής πλησιάζει τον Θεό. Έτσι και οι δύο αυτοί τύποι χριστιανικής αγάπης είναι άρρηκτα και στενά συνδεδεμένοι.

Στην ιστορία του χριστιανικού ασκητισμού, βλέπουμε συνεχώς πως οι ασκητές, φλεγόμενοι από αγάπη για τον Θεό, άφησαν τον κόσμο με τους πειρασμούς του. Το έκαναν αυτό σύμφωνα με την εντολή του Αποστόλου της Αγάπης, Ιωάννη του Θεολόγου, ο οποίος είπε: «Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ. ἐάν τις ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς ἐν αὐτῷ»[8]. Αλλά είναι μάταιο να σκεφτόμαστε ότι απαρνήθηκαν έτσι την αγάπη τους για τους ανθρώπους που ζουν στον κόσμο. Όχι, οι ίδιοι επεσήμαιναν συνεχώς ότι έφευγαν όχι από τους ανθρώπους, αλλά από τις αμαρτίες που εξαπλώθηκαν στον κόσμο, από τους πειρασμούς μιας αμαρτωλής εγκόσμιας ζωής. Όμως αγαπούσαν τα αδέρφια τους που παρέμειναν στον κόσμο, πολύ περισσότερο απ’ όσους έζησαν σε αυτόν τον κόσμο και συμμετείχαν στις αμαρτίες του.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μοναξιά αυτών των ασκητών ήταν πάντα γεμάτη με προσευχή, και η χριστιανική προσευχή δεν αφορούσε μόνο τον εαυτό τους, αλλά και τους άλλους. Από τον βίο του Αγίου Παχωμίου του Μεγάλου, ο οποίος καταγόταν από την πόλη της Αλεξάνδρειας, είναι γνωστά τα εξής. Μια μέρα έμαθε ότι στην πατρίδα του, στην Αλεξάνδρεια, μαίνονταν η πείνα και οι επιδημίες ασθενειών. Τότε ο ασκητής πέρασε τρεις μέρες με δάκρυα και εγκατέλειψε τελείως την πενιχρή τροφή που επέτρεπε στον εαυτό του. Οι μαθητές του τον παρακάλεσαν να δυναμώσει με τροφή, αλλά ο Άγιος Παχώμιος απάντησε: «Πώς να φάω όταν τα αδέρφια μου δεν έχουν ψωμί…»; Πόσο απέχει από μια τέτοια αγάπη και συμπόνια ακόμη και ο καλύτερος από εμάς!

Έτσι, η αγάπη ενός Χριστιανού για τον Θεό δεν είναι μόνον η κορυφή της ηθικής του εξύψωσης, αλλά και η βάση της πνευματικής του ύπαρξης. Χωρίς αγάπη δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει πνευματική ζωή, επίτευγμα, αρετή. Και η ύψιστη υπηρεσία της χριστιανικής αγάπης -η ποιμαντική διακονία- μπορεί να υπάρξει μόνο για εκείνον που αγαπά τον Χριστό. Δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος ο Σωτήρας, καλώντας τον Απόστολο Πέτρο να κηρύξει, τον ρώτησε: «Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων;»[9].

Αλλά και γενικά η θρησκεία μας είναι θρησκεία αγάπης. «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις»[10], είπε ο Κύριος. Εδώ μιλάμε όχι μόνο για την αμοιβαία χριστιανική αγάπη των ανθρώπων του ενός για τον άλλον, αλλά ακόμη περισσότερο για την υιική αγάπη και την παιδική αφοσίωση σε Εκείνον που το Ευαγγέλιο αποκαλεί συνεχώς Επουράνιο Πατέρα μας. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον η βάση μιας αληθινής χριστιανικής ζωής σ’ έναν άνθρωπο είναι μια καρδιά που όχι μόνο πιστεύει στον Θεό, αλλά είναι επίσης παιδικά αφοσιωμένη σε Αυτόν, και εμποτισμένη με μια ειλικρινή έλξη προς Αυτόν, ως στοργικό και αγαπημένο Πατέρα.


(συνεχίζεται)


[1] Δευτ. ϛ΄ 5.
[2] Μαρκ. ιβ΄ 30-31.
[3] «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Μαρκ. ιβ΄ 31).
[4] Στο ίδιο.
[5] Α΄ Ιω. δ΄ 20.
[6] Α΄ Ιω. δ΄ 8.
[7] Συγγραφέας του περίφημου έργου «Ασκητικά». Τα «Ασκητικά» του Αββά Δωροθέου, μαζί με τα «Ασκητικά» του Αββά Ισαάκ του Σύρου, θεωρούνται, κατά κοινή ομολογία, από τα εκλεκτότερα πνευματικά αναγνώσματα.
[8] Α΄ Ιω. β΄ 15.
[9] Ιω. κα΄ 15.
[10] Ιω. ιγ΄ 35.


Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 25ο)

Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου της Ρωσικής Διασποράς (+1985)

25. Κομμουνισμός

Κατανομή της ιδιοκτησίας στον Χριστιανισμό και τον κομμουνισμό.
Παραβίαση της δικαιοσύνης στον κομμουνισμό.
Η ιδεολογία του Χριστιανισμού και του κομμουνισμού.

Ας εξετάσουμε τώρα το ζήτημα της σχέσης του Χριστιανισμού με τον κομμουνισμό. Αυτόν τον κομμουνισμό, που τώρα εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου ως γεγονός [σ.σ. θυμίζουμε ότι το κείμενο γράφθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ΄30 κατά τον περασμένο 20ό αιώνα], ως μια προσπάθεια να εφαρμοστούν πραγματικά σοσιαλιστικές ιδέες στη ζωή -στην Σοβιετική Ρωσία.

Όλοι γνωρίζουν ότι ο κομμουνισμός εμφανίστηκε άμεσα στην ιστορία ως ο ορκισμένος και σκληρός εχθρός του Χριστιανισμού. Από την πλευρά του, ο Χριστιανισμός τον αναγνωρίζει ως τελείως ξένο και εχθρικό προς τον εαυτό του, στο ίδιο του το πνεύμα, σε όλο το περιεχόμενο της ιδεολογίας του.

Η ιστορία της Εκκλησίας στους αποστολικούς χρόνους μας λέει ότι εκείνες τις ημέρες οι πιστοί είχαν τα πάντα κοινά, όπως λέγει το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων[1]. Και ακόμη και τώρα αυτό το χριστιανικό είδος κοινότητας υπάρχει στον κοινοβιακό μοναχισμό, που θεωρείται η καλύτερη μορφή για τη χριστιανική ασκητική ζωή. Έτσι, η κατανομή της ιδιοκτησίας από χριστιανική σκοπιά είναι πολύ αποδεκτή και επιπλέον αποτελεί μια φωτεινή και ιδεατά υψηλού τύπου χριστιανική σχέση, παραδείγματα της οποίας υπήρξαν και υπάρχουν στην ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Και πόσο μεγάλη είναι η διαφορά μιας τέτοιας χριστιανικής κατανομής ιδιοκτησίας και του μαρξισμού-κομμουνισμού! Το ένα απέχει από το άλλο όσο ο ουρανός από την γη. Άλλωστε, η χριστιανική κοινότητα δεν αντιπροσωπεύει τον στόχο προς τον οποίο θα αγωνιζόταν ο Χριστιανισμός. Όχι, υπάρχει ως συνέπεια και προϊόν του πνεύματος αγάπης που αποπνέει η Εκκλησία των πρώτων χρόνων. Επιπλέον, αυτός ο χριστιανικός κοινοτισμός ήταν πλήρως εθελοντικός. Σε αυτόν, κανείς δεν είπε: «Δώστε πίσω ό,τι είναι δικό σας, μας ανήκει», αλλά, αντίθετα, οι ίδιοι οι Χριστιανοί θυσιάστηκαν με τέτοιο τρόπο που «κανείς τους δεν αποκάλεσε τίποτα από την περιουσία του δικό του».

Όσο για τον σοσιαλιστικό κομμουνισμό, σε αυτόν η κατανομή της ιδιοκτησίας είναι αυτοσκοπός, ο οποίος πρέπει να επιτευχθεί με κάθε κόστος, ό,τι κι αν συμβεί. Και οι δημιουργοί του κομμουνισμού το πετυχαίνουν καθαρά με την βία, μη σταματώντας σε κανένα μέτρο, ακόμη και στην καταστροφή όλων όσων διαφωνούν… Και η βάση αυτού του κομμουνισμού δεν είναι η ελευθερία, όπως στον χριστιανικό κοινοτισμό, αλλά η βία, όχι η θυσιαστική αγάπη, αλλά ο φθόνος και το μίσος…

Ο κύριος αγώνας του κομμουνισμού είναι ο αγώνας κατά του Χριστιανισμού. Φτάνει τόσο μακριά που αρνείται ακόμη και την στοιχειώδη, παγκοσμίως αναγνωρισμένη, δικαιοσύνη. Στην ταξική του ιδεολογία, ο κομμουνισμός ουσιαστικά καταπατεί κάθε δικαιοσύνη. Το ζήτημα των ανησυχιών του δεν είναι το κοινό καλό όλων των πολιτών του κράτους, αλλά μόνο τα συμφέροντα του κόμματός του. Όλες οι ομάδες του πληθυσμού, εργάτες, αγρότες και διανοούμενοι, μένουν στην άκρη, έξω από κάθε φροντίδα της κομμουνιστικής κυβέρνησης. Μπορεί να πεινάσουν, μπορεί να μην έχουν ούτε μια δεκάρα εισόδημα -ο κυβερνητικός «τομέας» δεν έχει καμία ευθύνη για αυτό. Τι είναι αυτό αν όχι παραβίαση της δικαιοσύνης και κοροϊδία εκατομμυρίων ανθρώπων;…

Ο κομμουνισμός, μιλώντας για το νέο σύστημα ενός «ελεύθερου» κράτους, τονίζει συνεχώς το γεγονός ότι αυτό το σύστημα είναι η «δικτατορία του προλεταριάτου». Αλλά έχει γίνει προ πολλού σαφές ότι στην Σοβιετική Ρωσία δεν υπάρχει κανένα ίχνος αυτής της υποσχόμενης δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά αντιθέτως υπάρχει μια δικτατορία πάνω στο προλεταριάτο. Επιπλέον, δεν υπάρχουν συνήθεις εκδηλώσεις πολιτικής ελευθερίας εκεί: καμία ελευθερία του Τύπου, καμία ελευθερία του συνέρχεσθαι, κανένα άσυλο οικίας. Μόνον όσοι έζησαν στην Σοβιετική Ρωσία γνωρίζουν την σοβαρότητα και την δύναμη της καταπίεσης που βασιλεύει εκεί. Και πάνω απ’ όλα, επικρατεί πρωτοφανής πολιτικός τρόμος: εκτελέσεις και δολοφονίες, εξορίες και φυλακίσεις σε απίστευτα δύσκολες συνθήκες. Αυτό έδωσε ο κομμουνισμός στον ρωσικό λαό, αντί για την ελευθερία που υποσχέθηκε…

Στην πολιτική του προπαγάνδα, ο κομμουνισμός ισχυρίζεται ότι επιδιώκει την πραγματοποίηση της ελευθερίας, της ισότητας (δηλαδή της δικαιοσύνης) και της αδελφότητας. Έχουμε ήδη μιλήσει για το πρώτο και το δεύτερο. Όσο για την «αδελφότητα», δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η λέξη κλάπηκε από τους Χριστιανούς που αποκαλούν ο ένας τον άλλον «αδέρφια». Ο Απόστολος Πέτρος λέει ευθέως: «πάντας τιμήσατε, τὴν ἀδελφότητα ἀγαπᾶτε…»[2]. Αλλά στην πρακτική ζωή, οι κομμουνιστές, όπως γνωρίζετε, αντικατέστησαν αμέσως την λέξη «αδελφός» με την λέξη «σύντροφος». Και αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί οι σύντροφοι μπορούν να είναι και συνεργοί σε εγκλήματα και μέλη κάποιου είδους συμμορίας ληστών. Και φυσικά, δεν μπορούμε να μιλάμε για «αδελφότητα» εκεί όπου κηρύσσεται η ταξική πάλη, ο φθόνος και το μίσος…

Όλες αυτές οι διαφορές μεταξύ Χριστιανισμού και κομμουνισμού δεν εξαντλούν, ωστόσο, την ίδια την ουσία της αντίφασης μεταξύ τους. Η θεμελιώδης, κύρια και καθολική διαφορά μεταξύ κομμουνισμού και Xριστιανισμού βρίσκεται ακόμη πιο βαθιά -στην ιδεολογία και των δύο. Δεν είναι παράξενο που οι κομμουνιστές πολεμούν τόσο βίαια και πεισματικά την ορθόδοξη πίστη.

Ο κομμουνισμός αρνείται κάθε θρησκεία. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος είναι θρησκεία -η πιο φανατική που έχει υπάρξει ποτέ στον κόσμο- η πιο μισαλλόδοξη και σκοτεινή. Ο Χριστιανισμός είναι μια θρησκεία που οδηγεί στον Παράδεισο, ο κομμουνισμός είναι μια θρησκεία που οδηγεί στην Κόλαση. Ο Χριστιανισμός κηρύττει αγάπη για όλους, ο κομμουνισμός κηρύττει το ταξικό μίσος και την καταστροφή όσων διαφωνούν. Ο Χριστιανισμός είναι μια υπέροχη θρησκεία που βασίζεται στην πίστη, στη νίκη της Αλήθειας και της Αγάπης του Θεού. Ο κομμουνισμός είναι μια θρησκεία που επιδιώκει τον στόχο της δημιουργίας ενός επίγειου «παράδεισου» (ενός παραδείσου ζωώδους κορεσμού και πνευματικής αγριότητας).

Και δεν είναι τυχαίο που τοποθετείται ένας σταυρός στον τάφο ενός χριστιανού και ένας κόκκινος πάσσαλος στον τάφο ενός κομμουνιστή. Πόσο ενδεικτικό, φωτεινό και συμβολικό είναι αυτό και για τις δύο πλευρές! Από την μία, πίστη στη νίκη της ζωής επί του θανάτου και του καλού επί του κακού. Από την άλλη, υπάρχει απελπιστικό σκοτάδι, κατήφεια και κενό, χωρίς καμία χαρά, παρηγοριά ή ελπίδα του μέλλοντος. Και ενώ μετά θάνατον τα ιερά λείψανα των ασκητών της χριστιανικής πίστης ανθίζουν από αφθαρσία και ευωδιάζουν, το σάπιο πτώμα του ταριχευμένου «Ιλίτς»[3] είναι το καλύτερο σύμβολο του κομμουνισμού…


(συνεχίζεται)


[1] «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά» (Πραξ. δ΄ 32).
[2] Α΄ Πέτρ. β΄ 17.
[3] Αναφέρεται στον γνωστό κομμουνιστή δικτάτορα Βλαντιμίρ Ιλίτς Λένιν, το πτώμα του οποίου είχε ταριχευθεί και τεθεί σε …προσκύνημα από τους ακολούθους της θρησκείας του κομμουνισμού. Χαρακτηριστό πάντως είναι το γεγονός, ότι ο συγγραφέας Αγιος Φιλάρετος, ο οποίος εκθειάζει εδώ τους Αγίους Ασκητές της Χριστιανικής πίστης ως δοξασμένους ακόμη και μετά θάνατον με αφθαρσία και ευωδία Λειψάνων, έτυχε ακριβώς αυτής της μεγάλης τιμής και δόξης από τον Τριαδικό Θεό μας, ως γνήσιο και άξιο κατοικητήριο της θείας Χάριτος: Στην Ανακομιδή του ιερού Λειψάνου του το 1998, δεκατρία ολόκληρα χρόνια μετά την κοίμησή του, το Σκήνος του βρέθηκε άφθαρτο και ευωδιάζον!

Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

Ὁμιλία Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Ταλαντίου κ. Καλλινίκου εἰς τὸ Συνοδικὸν Συλλείτουργον τῆς Ἁγιοκατατάξεως τοῦ Ὁσίου Ἱερωνύμου τοῦ ἐν Πάρνηθι

 Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς

Ἀχαρναὶ Ἀττικῆς
Σάββατον, 26-05/08-06-2024

 

 

Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Καλλίνικε,


Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα τῆς Θεοσώστου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς κ. Κυπριανέ,


Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς,


Τίμιον Πρεσβυτέριον,


Σεπτὴ διακονία,


Ὁσιώταται Μοναχαί,


Λαὲ τοῦ Θεοῦ εὐλογημένε,

 

agiokatataxi22a

 Τιμὴ τῶν Ἁγίων στὴν μακραίωνη πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας ἦταν πάντοτε χαρμόσυνο καὶ εὐλογημένο γεγονός. Ἡ Ἐκκλησία παρατηροῦσε τὴν τιμὴ καὶ δόξα μὲ τὴν ὁποίαν περιέβαλε ὁ εὐσεβὴς λαὸς τοῦ Θεοῦ, τοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ, τοὺς Ἁγίους. Αὐτὴ ἡ τιμὴ καὶ ἀναγνώριση τῶν Ἁγίων ξεκίνησε ἀπὸ τὴν τιμὴ τῶν Μαρτύρων τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, ὅπως ἀναφέρουν τὰ Μαρτυρολόγια τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ὅπου κάποιος Μάρτυρας, ἄνδρας ἤ γυναῖκα θυσίαζε ἑαυτὸν γιὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν στιγμή αὐτὴ ἐλάμβανε ἀναγνώριση καὶ τιμὴ Μάρτυρος καὶ ἀναγραφόταν εἰς τὰ Δίπτυχα τῶν Ἁγίων.


 Ὀρθόδοξος Θεολογία διεμόρφωσε ἕνα ἰδιαίτερο κομμάτι τοῦ ἱστορικοῦ κλάδου της, τὴν Ἁγιολογία. Ἡ Ἐπιστήμη τῆς Ἁγιολογίας ἀσχολήθηκε ἀρχικῶς μὲ τὰ Μαρτύρια ἤ Πάθη, τὰ ὁποῖα ἦταν αὐθεντικὲς περιγραφὲς τῶν μαρτυρίων τῶν Ἁγίων ὑπὸ αὐτοπτῶν καὶ αὐτηκόων μαρτύρων, μὲ τὰ ἐπίσημα πρωτόκολλα ἤ τὰ πρακτικὰ δίκης τῶν Μαρτύρων (acta proconsularia) ποὺ κατέγραψαν οἱ ρωμαϊκὲς ἀρχὲς1 καθὼς καὶ μὲ τὶς ἐκθέσεις, οἱ ὁποῖες ἦταν σύντομες ἀναφορὲς εἰς μαρτύρια ἐντεταγμένες εἰς εὐρύτερα ἱστορικὰ ἔργα2. Αὐτὰ ἀποτελοῦσαν κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες τὶς πηγὲς τῆς Ἁγιολογικῆς Ἐπιστήμης.


ν συνεχείᾳ, ἄρχισαν νὰ προστίθενται εἰς τὰ Μαρτυρολόγια τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ συμπληρώνεται τὸ Ἁγιολόγιό Της μὲ Προφήτας καὶ ἱερὲς προσωπικότητες τῆς Βίβλου, Ἱεράρχας, Ὁσίους καὶ Ἀσκητὰς, Ὁμολογητὰς καὶ Δικαίους, Ἰσαποστόλους καὶ Νεομάρτυρας, οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν νὰ κοσμοῦν τὸ Ἁγιολόγιο. Ἡ ἀνάδειξη καὶ ἡ διακήρυξη τῆς Ἁγιότητος τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Ὁσίων, φανερώνει τὸ μεγαλεῖο τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ, ὅλων αὐτῶν ποὺ μὲ τὸ αἷμα τους, τὴν ἀρετή τους καὶ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τους, ἑδραίωσαν, τίμησαν κὶ ἐδόξασαν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ3. Ἀναφέρεται χαρακτηριστικὰ εἰς τὰ Πρακτικὰ τῆς Τοπικῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου ἐν ἔτει 1672 ὅτι «προσκυνοῦμεν δὲ τοὺς Ἁγίους, ὡς ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναγωνισθέντας, καὶ μεσίτας αὐτοὺς Θεῷ προβαλλόμεθα, ὡς φίλους Θεοῦ, καὶ παρρησίαν πρὸς αὐτὸν κεκτημένους, δι΄ αὐτῶν τὴν πρὸς Θεὸν βοήθειαν ἐξαιτούμενοι»4.


πως ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ μακαριστὸς Καθηγητὴς κ. Πάσχος: «Ἡ Ἐκκλησία μας χτίζει διὰ τοὺς Ἁγίους Ναοὺς καὶ τοὺς καθαγιάζει μὲ τὰ ἱερὰ λείψανά τους, συνιστᾶ τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν Εἰκόνων καὶ τῶν Λειψάνων τους, θεσπίζει ἑορτὲς διὰ νὰ τιμήσει τὴν μνήμη τους, ἐγκρίνει τὴ σύνταξη ἱερῶν ἀσματικῶν ἀκολουθιῶν διὰ τὰς ἑορτάς των, συνιστᾶ εἰς τοὺς πιστοὺς νὰ ψάλλουν Παρακλήσεις ζητώντας τὴν πρεσβεία τους πρὸς τὸν Θεὸ διὰ τὴν λύτρωση ἀπὸ τὰ ποικίλα δεινά, τὴν ἄφεσιν τῶν ἀμαρτιῶν τους καὶ τέλος νὰ πετύχουν τὸ «μέγα ἔλεος» παρὰ Κυρίου Παντοκράτορος»5.


Καὶ βέβαια ἡ κορύφωση τῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων φαίνεται μέσα ἀπὸ τὴν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας κατὰ τὴν γενέθλιο ἡμέρα των. Ἀπὸ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια οἱ χριστιανοὶ πίστευαν ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ Μάρτυρος βρίσκεται παροῦσα τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, στὴν πνευματικὴ συνεστίαση τῆς κοινῆς τραπέζης6. Ἄλλωστε αὐτὴ ἡ πίστη εἰς τὴν ὀντολογικὴ παρουσία τῶν Ἁγίων εἰς τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Ευχαριστίας ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν μεταγενέστερη καθιέρωση τῆς λειτουργικῆς πρακτικῆς ἐξαγωγῆς μερίδων - ταγμάτων εἰς τιμήν καὶ μνήμην τῶν Ἁγίων κατὰ τὴν Ἀκολουθία τῆς Προθέσεως, ὅπως διαμορφώθηκε καὶ ἀναφέρει πρῶτος χαρακτηριστικὰ τὸν 14ον αἰῶνα ὁ ἱερὸς Φιλόθεος ὁ Κόκκινος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.


Στὴν μακραίωνη πορεία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας ἄρχισαν νὰ διαμορφώνονται κάποια σημαντικὰ κριτήρια ἁγιότητος διὰ νὰ διαφυλαχθεῖ ἡ ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καθὼς καὶ ἡ ἀξιοπιστία εἰς τὴν διακήρυξη καὶ ἀναγνώριση νέων Ἁγίων. Τὰ βασικὰ κριτήρια τῆς Ἁγιότητος εἶναι: α) ἡ ἔνταξη στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἴτε μὲ τὸ ἱερὸ Βάπτισμα εἴτε μὲ τὸ Βάπτισμα τοῦ αἵματος, τὸ μαρτύριο, β) ἡ ὀρθὴ πίστη γ) ὁ ἅγιος καὶ ἐνάρετος βίος, δ) οἱ ἐξαιρετικὲς ὑπηρεσίες καὶ προσφορὲς εἰς τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ ε) ἡ διενέργεια θαυμάτων.


να ἀπὸ τὰ ἀπόλυτα καὶ ἀδιαμφισβήτητα κριτήρια εἶναι ἡ ὀρθὴ πίστη, ἡ ὁποία βέβαια συνοδεύεται καὶ ἀπὸ ὀρθὰ καὶ ἐνάρετα ἔργα. Αὐτὴ ἡ ὀρθὴ πίστη στοιχειοθετεῖται ἀπὸ τὴν γνήσια ἀποστολικὴ διδασκαλία καὶ παράδοση ποὺ μεταδίδεται μέσῳ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς ἄχρι τῆς σήμερον. Ἡ ὑγιαίνουσα αὕτη ὀρθὴ διδασκαλία προϋποθέτει μεγάλους ἀγῶνες διὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως, τὴν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν, τὸ μυστικὸ βίωμα τοῦ θείου ἔρωτος, τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καὶ προσφορὰ στὸν συνάνθρωπο καὶ ἔχει ἐσχατολογικὴ διάσταση εἰς τὴν Ἐπουράνιον Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.


Μὲ τὶς ὡς ἄνω προϋποθέσεις ἡ Ἐκκλησία μας δὲν «ἁγιοποιεῖ», δηλαδὴ δὲν κατασκευάζει ἁγίους, ὅπως κάνει ἡ Δυτικὴ «Ἐκκλησία» ἀλλὰ καὶ δυστυχῶς οἱ ἐξ Ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταί, ἁπλῶς ἔρχεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι Συνοδικῶς νὰ ἐπισφραγίσει τὴν τιμὴ καὶ εὐλάβεια τοῦ ποιμνίου πρὸς αὐτοὺς εἰς τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν χάριν καὶ τὴν δωρεὰ τῆς Ἁγιότητος. Γι΄ αὐτὸ καὶ εἰς τὴν καθ΄ ἡμᾶς Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «διαπίστωση», «διακήρυξη» ἤ καὶ ἔτι καλύτερα «ἀναγνώρισις», μέσῳ τῆς Συνοδικῆς ἀποφάσεως καὶ τῆς ἐπισήμου Τελετῆς Ἁγιοκατατάξεως εἰς τὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδοξίας7. Ἄρα ἡ κοινὴ συνείδηση τοῦ πλήρωματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπισφραγίζει τὶς ἀρετές, τὰ θαύματα, τὴν πίστη καὶ τὴν ἁγιότητα κάθε ἐναρέτως βιώσαντος καὶ κοιμηθέντος χριστιανοῦ8.


Εἰς αὐτὰ τὰ κριτήρια στηριζομένη ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἐλλάδος, ἐπισφράγισε τὴν τιμὴ εἰς ἕνα νέο Ὅσιο, τὸν Ὅσιο Ἱερώνυμο τὸν ἐν Πάρνηθι, τὸν καὶ κτίτορα καὶ προστάτη τῆς σεβασμίας καὶ Ἱερᾶς Μονῆς ταύτης. Προσωπικά, ἄν καὶ ὁ νεώτερος τῶν Ἀρχιερέων, ἐνθυμοῦμαι ἀπὸ μικρὸ παιδὶ τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν εὐλάβεια τῶν προπατόρων μας γνησίων ὀρθοδόξων πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου Γέροντος Ἱερωνύμου, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ εὐλογημένο αὐτὸ Μοναστήρι.


 Ὅσιος Ἱερώνυμος, γόνος τῆς εὐλογημένης καὶ λεβεντογέννας Κρήτης, γεννήθηκε ἐν ἔτει 1867. Ἔλαβε τὴν ἐγκύκλια μόρφωσίν του εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Χρυσοπηγῆς Χανίων. Ἐν ἔτει 1891, σὲ νεαρὰ ἡλικία εἰκοσιτεσσάρων ἐτῶν, φλεγόμενος ὑπὸ θείου ἔρωτος, ἀφιερώθηκε εἰς τὸν Χριστὸ μεταβαίνοντας εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ δὴ εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Ἁγίου Παύλου, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀργότερα ἐν ἔτει 1897 ἐχειροτονήθῃ διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος εἶχε μία συνταρακτικὴ Θεοτοκοφάνεια. Κατά τήν διάρκεια ἑνός πολύ δυνατοῦ χειμῶνος, βρέθηκε ὁ μακάριος ἀποκλεισμένος ἀπό τά χιόνια εἰς τὸ Κάθισμα τῆς Παναγίας, ὅπου στερούμενος τὰ ἀναγκαῖα πρὸς ἐπιβίωσιν, ἀξιώθηκε ἐμφανίσεως τῆς Ἐφόρου τοῦ Ἄθωνος Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ Ὁποία τόν ἐστήριξε σωματικῶς καί πνευματικῶς καί τόν παρηγόρησε μὲ λόγους ἐνθαρρυντικούς.


ν ἔτει 1923 μία σοβαρὴ ἀσθένεια τῶν ὀφθαλμῶν τὸν ἠνάγκασε νὰ ἐξέλθει τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ νὰ μεταβεῖ εἰς Ἀθήνας πρὸς ἀναζήτησιν θεραπείας. Ὡς Κρητικὸς ηὐλαβεῖτο τὴν Ἁγία Παρασκευὴ, ἡ εὐλάβεια δὲ αὐτὴ αὐξήθηκε ἐν συνεχείᾳ λόγῳ τῆς ἀσθένειάς του καὶ τὸν ὤθησε νὰ ἱδρύσει Μονὴ ἀφιερωμένη εἰς τὴν Ἁγίαν. Ἀξιώθηκε μάλιστα νά ἴδει καὶ τήν Ἁγία Παρασκευή, ἐντός τοῦ δυτικοῦ περιβόλου τῆς Μονῆς, ἐκεῖ ὅπου σήμερα ὑπάρχει Προσκυνητάρι πρὸς τιμήν Της.


πὶ μίαν εἰκοσαετίαν διέπρεψε ὡς Ὁμολογητὴς τῆς Πίστεως, ὡς Φωτισμένος καὶ διορατικὸς Πνευματικός, ὡς Μέγας Διδάσκαλος τῆς ἐν Χριστῷ πνευματικῆς ζωῆς, ὡς γνήσιος συνεχιστὴς τῆς Ἁγιορείτικης Μοναχικῆς Παραδόσεως, ὡς ἰατρὸς ψυχῶν ἀλλὰ καὶ σωμάτων, ἔχοντας ἐκ Θεοῦ καὶ τὸ ἰαματικὸ χάρισμα. Παράλληλα καλλιέργησε τὸ ποιητικό, ὑμνογραφικὸ καὶ διδακτικὸ χάρισμα ἀφήνοντας ὡς πνευματικὴ παρακαταθήκη ἀναρίθμητες σελίδες ἔμμετρου λόγου. Ἰδιαιτέρως ἠγωνίσθη διὰ τὴν ἐνίσχυση καὶ λειτουργικὴ ἐξυπηρέτηση τοῦ μικροῦ Ποιμνίου τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἀγωνιζόμενος σθεναρῶς κατὰ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας τοῦ 1924. Καὶ αὐτὴ ἡ προσήλωση τοῦ Γέροντος στὴν πατρῶα εὐσέβεια ἦταν ἡ αἰτία γιὰ πολλὲς ἀπόπειρες συκοφαντίας, δολοφονίας καὶ δηλητηριασμοῦ ἐναντίον του. Ἐκοιμήθη ὁσιακῶς τὴν 15ην Ἰανουαρίου τοῦ 1943 καὶ ἐτάφη ἐδῶ εἰς τὴν Μονήν9.


διαιτέρως σήμερον ἐν ἔτει 2024, ὅπου συμπληρώνονται ἑκατὸ ἔτη ἀπὸ τὴν ἡμερολογιακὴν καινοτομίαν, ἡ Ἐκκλησία μας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν εἶναι ἐδῶ, ἐλευθέρα καὶ ζῶσα, καὶ συνεχίζει τὸ ἔργο τοῦ Ὁσίου Ἱερωνύμου, τὸ ποιμαντικό, ἱεραποστολικὸ καὶ σωτηριολογικό της ἔργο σὲ πεῖσμα τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀλλὰ καὶ ὅλων αὐτῶν ποὺ πίστευαν ἤ πιστεύουν ὅτι ὁ Ἱερὸς ἡμῶν Ἀγὼν ὁσημέραι φθίνει καὶ ὁδηγεῖται σὲ παρακμή. Χαρακτηριστικὰ γράφει ὁ Ὅσιος: «Τήν πίστιν τῶν Πατέρων μας, τῶν θαυμαστῶν Ἁγίων, ποτέ δέν θά ἀφήσωμεν, ποτέ δέν θά δεχθῶμεν προσθήκην καί ἀφαίρεσιν, ἔστω γνωστόν εἰς ὅλους. Καλῶς τά πάντα ἔχουσιν, οἱ Ἅγιοι ἁγίως ἐθέσπισαν, ἐδίδαξαν καί ἔχουσιν ἀρίστως. Ὁ γάρ τολμῶν τά ἅγια ἵνα μεταρρυθμίσῃ, νοσεῖ ἀσθένειαν δεινήν, ἀσέβειαν τοῦτ’ ἔστιν, τά ἀσεβῆ γάρ ἀγαπᾶ, δέχεται καί φυλάττει»10.


τσι ἡ Θεία παρεμβολὴ τῶν ἀγωνιστῶν τῆς εὐσεβείας, τὸ «ἀκαινοτόμητον πλήρωμα», συνεχίζει καὶ θὰ συνεχίζει ἐπειδὴ ὁ Τριαδικὸς Θεὸς τὸ ἐπιθυμεῖ καὶ τὸ εὐλογεῖ. Παρ΄ ὅλ΄ αὐτά, ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν εἶναι ἐδῶ καὶ ἀναμένει πάντοτε ἐν ἀγάπῃ καί ἐν ἀληθείᾳ νὰ δεχθεῖ εἰς τοὺς κόλπους της τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἀναζητάει καὶ ἐπιθυμεῖ τὴν σωτηρία του.


τσι πλέον ὁ νέος Ὅσιος Ἱερώνυμος, ἔρχεται νὰ προστεθεῖ στὴν χορεία τῶν νεοφανῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Σήμερον ἡ τῶν νεοφανῶν Ἁγίων Σύναξις ὑποδέχεται τὸν νέον μας Ὅσιον, ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος ὁ νέος Ὁμολογητής, ὁ συνωνόματος Ὅσιος Ἱερώνυμος ὁ ἐν Αἰγίνῃ, ἡ Ἁγία Νεομάρτυς Αἰκατερίνη ἡ ἐν Μάνδρᾳ, ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωσὴφ ὁ ἐκ Δεσφίνης, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Ἀμφιάλῃ ὁ νέος Ἐλεήμων ἀλλὰ καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Ἀρχιεπίσκοπος Σαγγάης ὁ Μαξίμοβιτς, ὁ Ἅγιος Φιλάρετος Ἀρχιεπίσκοπος Νέας Ὑόρκης ὁ Ὁμολόγητὴς καὶ ὁ Ἅγιος Γλυκέριος Ἀρχιεπίσκοπος Ρουμανίας.


Χαίρεται καὶ ἀγάλλεται ἡ μεγαλόφωνος τῶν Ὀρθοδόξων Σύναξις σήμερον, ἐδῶ στὴν ἐπί γῆς Στρατευομένη Ἐκκλησία, ἐπὶ τῇ Ἐπισήμῳ Διακηρύξει τῆς Ἁγιότητος τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἱερωνύμου.


λλ’ ὧ Ὅσιε Πάτερ Ἱερώνυμε, μέμνησο πάντων ἡμῶν τῶν δεομένων, μέμνησο ὑπὲρ τῆς ἀγωνιζομένης Μαρτυρικῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας, μέμνησο ὑπὲρ τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου καὶ Πατρός ἡμῶν καὶ ἀπάντων τῶν Ἀρχιερέων, τοῦ ἱεροῦ κλήρου, τοῦ μοναχικοῦ τάγματος ἀλλὰ καὶ τοῦ εὐσεβοῦς λείμματος τῶν Ὀρθοδόξων, μέμνησο ὑπὲρ πάντων ἡμῶν ἐν τῇ Ἐπουρανίῳ Βασιλείᾳ τοῦ Ἀρχιποίμενος Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, αὐτῆς τῆς Βασιλείας ἧς οὐκ ἔσται τέλος.

 

 

Χριστὸς Ἀνέστη!

 

 

-------------
1. Βλ. Πάσχου Π.Β., Ἅγιοι οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ-Εἰσαγωγὴ στὴν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. γ΄ Ἁρμὸς, Ἀθήνα 1997, σελ.15.
2. Βλ. Πάσχου Π.Β., Ἅγιοι οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ-Εἰσαγωγὴ στὴν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπ.π., σελ.44.
3. Βλ. Πάσχου Π.Β., Ἅγιοι οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ-Εἰσαγωγὴ στὴν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπ.π., σελ.27.
4. Καρμίρη Ἰωάννου, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδοξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1952, σελ. 692.
5. Βλ. Πάσχου Π.Β., Ἅγιοι οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ-Εἰσαγωγὴ στὴν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. γ΄ Ἁρμὸς, Ἀθήνα 1997, σελ.33.
6. Βλ. Πάσχου Π.Β., Ἅγιοι οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ-Εἰσαγωγὴ στὴν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπ.π., σελ. 57.
7. Πρβλ. Πάσχου Π.Β., Ἅγιοι οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ-Εἰσαγωγὴ στὴν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπ.π., σελ. 122.
8. Βλ. Πάσχου Π.Β., Ἅγιοι οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ-Εἰσαγωγὴ στὴν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπ.π., σελ. 128.
9. Βλ. Βιογραφία τοῦ Ἁγίου ἐκ τῆς Ἀσματικῆς Ἀκολουθίας τοῦ ἐν Ὁσίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἱερωνύμου τοῦ ἐν Ἀχαρναῖς τῆς Πάρνηθος τοῦ καὶ Κτήτορος τῆς Γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ἁγίας Ἐνδόξου Ὁσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευῆς, ὑπὸ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς κ. Κυπριανοῦ, ἔκδοσις Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Γ.Ο.Χ Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2024.
10. Βλ. Ἐπιστολὲς καὶ Λόγοι τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου ὑπὸ τοῦ κ. Ἀντωνίου Μάρκου, στὴν Ἰστοσελίδα τοῦ Κέντρου Ἁγιολογικῶν Μελετῶν «Ὅσιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστής».