Το
περιεχόμενον της παραβολής του Τελώνου
και του Φαρισαίου αποτελεί κάτι σαν προγύμνασμα και προετοιμασία, γι’
αυτούς που θέλουν να πλησιάσουν την
ιερά ταπείνωση, που περιέχεται σε όλες
τις αρετές, επάνω στις οποίες στηρίζεται
πράγματι η Βασιλεία των ουρανών, και να
απέχουν από την θεομίσητον αλαζονείαν,
η οποία αποτρέπει τον άνθρωπον από κάθε
φιλόχριστον αρετή. Ποίος λοιπόν δεν θα
ποθήση να μιμηθή τον τελώνην και την
επιστροφήν και την μετάνοιάν του, και
δεν θα αποστραφή την έπαρση του Φαρισαίου,
αφού η μεν ταπείνωσις συνδέεται με τον
Χριστόν, η δε αλαζονεία με τον υπερήφανον
δαίμονα;
Η αλαζονεία
είναι χωρίς αμφιβολία αυτή που έκανε
τον πρώτον από τους αγγέλους, που
ονομαζόταν και εωσφόρος, διάβολον. Αυτή
εξεδίωξε τον γενάρχην Αδάμ από τον
Παράδεισον. «Καθείλε δυνάστας από θρόνων
και ύψωσε ταπεινούς». «Κύριος υπερηφάνοις
αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι
χάριν». Αυτή καταδικάζει τον Φαραώ:
«Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού, ουκ
έστι Θεός». Αυτή κατέβαλε τον
Ναβουχοδονόσορα, διότι «Κυρίω Θεώ σου
προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις»,
και «ου ποιήσεις ουδέν ομοίωμα». Αν και
του ενός η αρρώστια εθεραπεύθη, ενώ του
άλλου το πάθος κατήντησεν έξις. Αληθώς,
πυρετός είναι η υπερηφάνεια που
αδρανοποιεί την ευαισθησία του αρρώστου,
ψυχασθένεια φοβερά που ερεθίζει τον
άνθρωπο προς πτώσιν, υδρωπικία είναι,
γεμάτη από υγρό και αέρα. «Τις γαρ
αναβήσεται εις το όρος Κυρίου; Αθώος
χερσί και καθαρός τη καρδία, ος ουκ έλαβε
επί ματαίω την ψυχήν αυτού». Τοιαύτη
ήταν η ματαιότης και η αγερωχία του
Τύρου, που αφαιρώντας του και την
τελευταίαν ικμάδα χάριτος, τον άφησε
σαν ξηραμένην γη. Οπωσδήποτε το γνωρίζετε
αυτό και με τον λόγο και με την πείρα. Ο
αλαζών δεν αισθάνεται την ανάγκη της
τελειοποιητικής χάριτος του Θεού, και
γι’ αυτό είναι άνυδρος και ξηρός, αφού
του λείπει η ζωτική θερμότης και η
ζωογόνος υγρασία. Σ’ αυτόν, όπως στο
απογυμνωμένον δένδρο, φτιάχνει την
φωλιά του ο νυκτοκόρακας διάβολος.
Και με ένα λόγον,
η ταπείνωσις είναι τροφός των αρετών,
αρχή και τέλος και κεφαλή του κάλλους
της χριστιανικής ευσεβείας. Αφανισμός
των παθών, διατήρησις της υγρασίας στην
ρίζα της πίστεως. Η ταπείνωσις συνυπάρχει
με τον φόβον του Θεού, ο οποίος διώκει
την ανομίαν, όπως είπαν και ο Ιερεμίας
και ο Σολομών. Είναι αληθές ότι «Αρχή
σοφίας φόβος Κυρίου». Αυτή κάνει τον
Τελώνη κήρυκα του Πνεύματος, η δε
αλαζονεία κατασκευάζει τον Φαρισαίον,
τύμπανον κενό που ματαίως αλαλάζει.
Αληθώς σαν τα ρόδια των Σοδόμων είναι
ο υποκριτής, πεπόνι όμορφον απ’ έξω,
αλλά εσωτερικώς σάπιος και άχαρος.
Ανέβη στον ναόν
ο Τελώνης, και μάλιστα ανέβη και σωματικώς
και ψυχικώς. Ανέβη στον ναόν ο Φαρισαίος
σωματικώς, όχι όμως και ψυχικώς. Διότι
ο μεν ένας ανέβη κατεβαίνοντας ψυχικώς
με την ταπείνωση, ενώ ο άλλος κατέβη
ψυχικώς ανεβαίνοντας με την υπερηφάνεια.
Ο ένας ανέβη με «αναβάσεις εν τη καρδία
αυτού», κατά τον Δαυίδ, επήρε δηλαδή τον
δρόμο που οδηγεί στον Παράδεισον, ενώ
ο άλλος κατέβη κατεβαίνοντας στον
εωσφόρο, τον αρχηγόν της υπερηφανείας.
Ο ένας ανέβη με την ανάβαση και την
επίδοση στις αρετές, ενώ ο άλλος κατέβη
από τις αρετές, και από αυτές επέρασε
στις κακίες.
Πολλοί έρχονται
μέσα στον ναόν, αλλά λίγοι μετέχουν της
ιερότητός του, διότι δεν είναι άξιοι
του οίκου του Θεού. Επειδή ο υπερήφανος
«ου μένει εν τη αγάπη, ο δε μη μένων εν
τη αγάπη, εν τω Θεώ ου μένει», κατά τον
Ιωάννην. Ενώ αυτός που παραμένει στην
αγάπη, μένει στον Θεόν, και ο Θεός σ’
αυτόν, και είναι ναός Θεού, σύμφωνα με
τον Παύλον. Αυτοί οι άνθρωποι κυρίως
εισέρχονται στον ιερόν ναό του Θεού,
στους οποίους και ο Θεός ενεργεί με
ιδιαίτερον τρόπο. Φωτίζει δε ο Θεός
μόνον τους νηπίους και μικρούς, κατά
τον μουσουργόν Δαυίδ. Διότι «όπου
ταπείνωσις, εκεί και σοφία» κατά τον
Σολομώντα. Σοφία πίστεως και σοφία
πράξεως.
Αυτή η σοφία
έλειπε από τον Φαρισαίο, γι’ αυτό και
σαν υποκριτής που είναι, ευχαριστεί
μόνον για τα εξωτερικά τον Θεόν, εσωτερικώς
δε γίνεται αχάριστος προς τον Θεόν.
Διότι δεν τηρεί την εντολήν «Αγαπήσεις
τον πλησίον σου ως εαυτόν». Ήταν καλός
ο λόγος «ευχαριστώ σοι», επειδή ο
Φαρισαίος δεν απέδιδε την αρετήν στον
εαυτόν του, όπως ο Ναβουχοδονόσορ και
ο Σεμεΐας και ο Πέτρος. Σ’ αυτήν την
υπερηφάνεια είχε πέσει ο εωσφόρος και
ο Αδάμ. Ενόμιζε όμως πως έχει αυτό που
δεν είχε. Και αν το είχε, το έχασε με την
υπερηφάνεια. Επειδή κι εκείνος που έχει,
οφείλει να ομολογή ότι δεν έχει, και να
λέγη: «Αχρείος δούλος ειμί», επειδή «ου
δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων».
Πράγματι αποβάλλει
την αρετήν αυτός που δεν ταπεινώνεται
και αυτός που δεν αγαπά, καταφρονεί.
Αληθώς, είναι αρχή κάθε είδους αμαρτίας
η υπερηφάνεια. Αυτήν ακολουθεί ο φθόνος,
τον φθόνον ο φόνος. Εξ αιτίας αυτής ο
Αβεσσαλώμ βλέπει σαν εχθρόν τον πατέρα
του, και σπεύδει να τον φονεύση. Είναι
όντως χειρότερος ο κρυφός κακός από τον
φανερόν, και δεν διαφέρει από τον
διάβολον, ο οποίος εξηπάτησε τον
πρωτόπλαστο με τον όφιν.
Γι’ αυτό ο φανερά
κακότροπος δικαιώνεται, και ο αφανής
καταδικάζεται. Επειδή ο ένας έχει μόνον
τους κακούς τρόπους, ενώ στον άλλον
ακολουθούν το ψεύδος και η απάτη, και
γι’ αυτό η άκρα αλήθεια τον αποδιώκει.
Επειδή η αγάπη είναι που χαρακτηρίζει
τους εκλεκτούς, σύμφωνα με την δευτέραν
επιστολή του Πέτρου, το πρώτο κεφάλαιο
της προς Εφεσίους του Παύλου και το
τρίτο προς Κολασσαείς, η δε έχθρα
αποδοκιμάζει.
Ο Τελώνης
ανεγνώρισε την αμαρτία του, και εδικαιώθη,
φεύγοντας μακριά της. Γι’ αυτό και ζει,
σύμφωνα με τον Ιεζεκιήλ. Αυτή την ζωήν
ηύρε και ο Δαυίδ, όπως του απεκάλυψε ο
Νάθαν. Ο Φαρισαίος δεν ανεγνώρισε την
αμαρτία του και έφυγε μακριά από την
ζωή. Και πρόσεξε πάλι καλά τι λέγει το
Ευαγγέλιον: «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις
το Ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος
και ο έτερος Τελώνης». Για παραδειγματισμόν
των ανθρώπων οι οποίοι δικαιώνουν τους
εαυτούς των και εξουθενώνουν αυτούς
που αμαρτάνουν. Παρουσιάζει ο Κύριος
τον Φαρισαίον ως παράδειγμα των
υπερηφάνων, τον δε Τελώνην ως παράδειγμα
αυτών που αμαρτάνουν αλλά προσεύχονται
και εξομολογούνται με συντετριμμένην
καρδίαν, ώστε να μας διδάξη όλους να
μισούμε την υπερηφάνεια, την δε ταπείνωση
να την αγαπούμε.
Δείχνει καθαρά
από αυτήν την παραβολήν ο Χριστός, ότι
η μεν δικαιοσύνη και η αρετή είναι
μεγάλες και φέρουν τον άνθρωπο κοντά
στον Θεόν, όταν όμως συνδυασθούν με την
υπερηφάνεια, ρίπτουν τον άνθρωπο στον
κατώτερον βυθό. Αυτό έπαθε και ο Φαρισαίος
και από αυτήν την αιτία κατεκρίθη και
κατέληξε στην απώλεια. Διότι η αδικία
και η αμαρτία είναι βδελυκτή και μισητή
και βαρυτέρα από κάθε κακίαν, και
απομακρύνει τον άνθρωπον από τον Θεόν.
Ενώ η ταπείνωσις με την μετάνοια και
την εξομολόγηση, τον δικαιώνει και τον
αξιώνει της σωτηρίας, τον φέρει δε και
τον τοποθετεί κοντά στον Θεόν. Αυτό ηύρε
ο Τελώνης και από αυτήν την αιτίαν
εδικαιώθη και ηξιώθη της σωτηρίας.
«Ο Φαρισαίος
σταθείς προς εαυτόν, είπε. Ο Θεός ευχαριστώ
σοι, ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των
ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι». Αλίμονο, τι
υπερηφάνεια! Ο Κύριος και ο Ησαΐας την
κατακρίνουν, επειδή αυτή κατέβασε τον
Ιωσήφ στην Αίγυπτο, και προξένησε στον
Φαραώ το θράσος και ακολούθως όλα τα
κακά τότε στην Αίγυπτο. Αλίμονο στο
αναιδέστατο στόμα. Δεν είμαι, λέγει,
όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι,
μοιχοί ή και όπως αυτός εδώ ο Τελώνης.
Ως αρχή της υπερηφανείας εμφανίζεται
η ύβρις. Διότι όποιος περιφρονεί τους
άλλους και τους θεωρεί σαν ένα τίποτε,
και τους αποστρέφεται, άλλους ως πτωχούς,
άλλους ως ταπεινής καταγωγής, άλλους
ως αμαθείς και απλοϊκούς, άλλους δε ως
αδίκους και αμαρτωλούς, από αυτήν την
ύβρη παρασύρεται, και μόνον τον εαυτόν
του θεωρεί σοφόν, συνετόν, ευγενή,
πλούσιον, δυνατόν, δίκαιον και ανώτερον
από όλους τους ανθρώπους. Πράγματι, η
ύβρις είναι αρχή της υπερηφανείας, και
η υπερηφάνεια κακόν γεννημένον από την
ύβρη. Γι’ αυτό και η περιβόητος ημέρα
του Κυρίου θα εκδικηθή κάθε υβριστήν
και υπερήφανον, επειδή οι αμαρτίες αυτές
ως συγγενείς τιμωρούνται με τον ίδιον
τρόπο.
Ο Φαρισαίος
έδειξε και με το σχήμα και με την στάση
του την υψηλοφροσύνη και την αλαζονεία
που είχε. Και τα λόγια του στην αρχή μεν
ήσαν λόγια ευγνωμοσύνης, διότι έλεγε
«ο Θεός ευχαριστώ σοι». Μετά απ’ αυτά
όμως, όσα είπε ήσαν γεμάτα από αλαζονεία
και υπερηφάνεια. Επειδή δεν είπε: Συ με
δημιούργησες, Κύριέ μου, και με την
βοήθεια την ιδική σου ελευθερώνομαι
από κάθε αδικία και αρπαγήν και από τα
άλλα κακά. Διότι λέγει: «Τι έχεις ο ουκ
έλαβες;». Αλλά όλα τα κατορθώματα θεωρούσε
ότι τα είχε κατορθώσει με την ιδικήν
του δύναμη. Κάθε άνθρωπος πρέπει να
γνωρίζη με βεβαιότητα ότι χωρίς την
βοήθεια του Θεού, δεν ημπορεί, ούτε έχει
τη δύναμη να κατορθώση κάτι καλό. «Χωρίς
εμού» λέγει ο Χριστός «ου δύνασθε ποιείν
ουδέν». Και ο Απόστολος «ου του θέλοντος
ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος
Θεού»...
Γι’ αυτό ο μεν
Τελώνης ήταν κήπος που έπλεε στα
πνευματικά ύδατα, ο δε Φαρισαίος βαλανιδιά
χωρίς φύλλα, σύμφωνα με τον Ησαΐα και
τον Σολομώντα. Διότι αν και έχουμε τιμηθή
με το αυτεξούσιον της προαιρέσεως, αλλ’
όμως χωρίς την συμμαχίαν από υψηλά,
κανένα ανδραγάθημα δεν θα κατορθώσωμε
να επιτελέσωμε. Μη λοιπόν θεωρούμε
ιδικές μας τις νίκες στους αγώνες. Ιδική
μας είναι μόνον η προαίρεσις για το
καλλίτερον, και η προσπάθεια, του Θεού
δε η πραγματοποίησις της αγαθής επιθυμίας
και διαθέσεως εκείνου ο οποίος δεν έχει
εκ φύσεως την δυνατότητα, αλλά λαμβάνει
από την χάρη την ικανότητα να λέγη
«ημπορώ…». Ο αντίθετος ισχυρισμός
είναι περιαυτολογία και καύχησις. «Τι
γαρ έχεις o ουκ έλαβες; ει δε και έλαβες,
τι καυχάσαι ως μη λαβών;».
«Νηστεύω δις
του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα
κτώμαι». Επειδή κατηγόρησε τους άλλους
ανθρώπους και τον Τελώνην ο Φαρισαίος
ότι είναι μοιχοί και άρπαγες, αυτός
προβάλει αλαζονικώς απέναντι από την
μοιχεία την νηστεία. Επειδή η πορνεία
προέρχεται από την απόλαυση. Διότι ο
χορτασμός είναι πατέρας της ύβρεως, και
η πορνεία γεννιέται από το γεμάτο
στομάχι. Ο Φαρισαίος όμως καταξηραίνοντας
το σώμα με την νηστείαν, εκαυχάτο ότι
απέχει πολύ από αυτά τα πάθη. Επειδή οι
Φαρισαίοι νηστεύουν δύο ημέρες της
εβδομάδος, Δευτέρα και Πέμπτη. Απέναντι
δε στο «άρπαγες και άδικοι», ο Φαρισαίος
έβαλε το «αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι».
Εκαυχήθη ότι τόσον εναντιώνετο στην
αρπαγή και στην αδικίαν, ώστε να δίδη
και τα ιδικά του σε άλλους. Διότι οι
Εβραίοι έδιδαν το ένα δέκατον από όσα
είχαν, και αργότερα τα τρία δέκατα, το
ένα τρίτον δηλαδή της περιουσίας τους.
Αλλά και τις απαρχές και τα πρωτοτόκια
και άλλα πολλά έδιδαν για τα αμαρτήματα,
περί καθαρισμού, στις εορτές, όταν
εγίνοντο περικοπές στα χρέη τους, και
όταν ελευθέρωναν τους δούλούς και επίσης
όταν έπαιρναν δάνεια χωρίς τόκον. Όλα
αυτά εάν συμψηφισθούν και υπολογισθούν,
δείχνουν ότι την μισήν περιουσία τους
την έδιδαν στους άλλους ανθρώπους, χωρίς
να υψηλοφρονούν και να αλαζονεύωνται
ότι κάνουν κάτι μεγάλο. Και μάλιστα ας
αναλογισθούμε ότι το Ευαγγέλιον λέγει:
«Εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη υμών
πλείον των Γραμματέων και Φαρισαίων,
ουκ εισελεύσεσθε εις την βασιλείαν των
ουρανών».
«Ο δε Τελώνης
μακρόθεν εστώς, ουκ ήθελε ουδέ τους
οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’
έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων. Ο
Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Λέγω υμίν
ότι κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον
οίκον αυτού. Ότι πας ο υψών εαυτόν
ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν
υψωθήσεται». Επειδή ο Τελώνης δεν είχεν
έργα αγαθά, ούτε να τα απαριθμήση
ημπορούσε στην προσευχή του όπως ο
Φαρισαίος. Αλλά κτυπούσε το στήθος και
μαστίγωνε την καρδία του, και με πολλήν
συντριβή και κατάνυξιν έλεγε: «Ο Θεός
ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Γι’ αυτό και
εξιλεώνεται από τον ελεήμονα και
διαλλακτικόν Κύριον. Διότι όλα τα
αμαρτήματα τα αφανίζει η ταπεινοφροσύνη,
η δε υπερηφάνεια αφανίζει όλες τις
αρετές, επειδή είναι μεγαλυτέρα και
βαρυτέρα από κάθε αμαρτία και κακία.
Είναι καλύτερα, όταν αμαρτάνωμε, να
επιστρέφωμε και να ταπεινωνώμεθα, παρά
να κατορθώνωμε κάτι και μετά να
υψηλοφρονούμε. Ο Τελώνης απηλλάγη από
τα αμαρτήματα, επειδή εδέχθη την
κατηγορίαν του Φαρισαίου με πραότητα
και υπομονήν, ενώ ο Φαρισαίος από την
δόξα έπεσε στο βάραθρον της ατιμίας,
επειδή εδικαίωσε τον εαυτόν του και
κατηγόρησε τον Τελώνη και τους άλλους
ανθρώπους. Ο Τελώνης από την αξιοκατάκριτον
ζωή και την αμαρτίαν επανήλθε στην
μακαρίαν ζωή και κατάσταση, ενώ ο
Φαρισαίος εταπεινώθη εξ αιτίας του
μεγέθους της υψηλοφροσύνης του.
Δύο πράγματα
απαιτούνται από όλους τους ανθρώπους, να
κατακρίνωμε τα ιδικά μας αμαρτήματα
και να συγχωρούμε τα αμαρτήματα των
άλλων. Διότι εκείνος που βλέπει τα ιδικά
του αμαρτήματα, συγχωρεί πιο εύκολα
τους άλλους, ενώ εκείνος που κατακρίνει
τους άλλους, τον ίδιον του εαυτόν
κατακρίνει και καταδικάζει, έστω και
αν έχη πολλές αρετές. Αληθώς μεγάλο
πράγμα είναι το να μη κατακρίνωμε τους
άλλους, αλλά τους εαυτούς μας, αδελφοί.
Εμείς όμως, αφήνοντας τις ιδικές μας
αμαρτίες, τους άλλους ιδίως κατακρίνουμε,
τους άλλους εξετάζουμε, μη γνωρίζοντας
ότι ακόμη και αν είμεθα δικαιότεροι από
άλλους, εάν κατακρίνωμε τους άλλους,
γινόμεθα ένοχοι και είμεθα άξιοι της
ιδίας τιμωρίας και των ιδίων βασάνων,
των οποίων είναι άξιος και αυτός τον
οποίον κρίνουμε. «Ω γαρ κρίματι κρίνετε»
λέγει, «τούτω και κριθήσεσθε». Διότι
αυτός που πορνεύει, παραβαίνει εντολήν,
όπως και εκείνος που τον κρίνει. Ώστε
και οι δύο παραβαίνουν θείαν εντολή,
και αυτός που πορνεύει και εκείνος που
κρίνει.
Αλλά ας μεταφέρωμε
μάλλον την εξέταση των άλλων και την
λεπτομερή ενασχόληση στους εαυτούς
μας, αγαπητοί. Και εάν ιδούμε κάποιους
να αμαρτάνουν, εμείς ας έχωμε τις ιδικές
μας αμαρτίες ενώπιον των οφθαλμών μας,
και ας θεωρούμε τα ιδικά μας χειρότερα
από των άλλων. Διότι εκείνος που ημάρτησε,
ίσως και την ώραν της αμαρτίας να
μετενόησε, ενώ εμείς μένουμε πάντοτε
αδιόρθωτοι κατακρίνοντας και εξετάζοντας
άλλους. Εκείνος ο Λωτ, αν και κατοικούσε
στα Σόδομα, κανέναν δεν κατέκρινε,
κανέναν δεν κατηγόρησε. Γι’ αυτό
εδικαιώθη, και διεσώθη από την φωτιά
και την πανωλεθρία, στα οποία κατεδικάστησαν
οι Σοδομίτες. Ας ταπεινωθούμε λοιπόν
και εμείς κατακρίνοντας τους εαυτούς
μας, τους εαυτούς μας να ονειδίζωμε για
να υψωθούμε, να γίνωμε ακατάκριτοι. Ας
αγαπήσωμε την ταπεινοφροσύνην. Με αυτήν
εδικαιώθη ο Τελώνης και απέβαλε το
φορτίον των αμαρτημάτων του. Ας μισήσωμε
την υψηλοφροσύνην, επειδή ο Φαρισαίος
από αυτήν κατεκρίθη και έχασε τις αρετές
που είχε. Ο Φαρισαίος, επειδή διέπραξε
τα καλά με όχι καλόν τρόπο, κατεκρίθη.
Ο Τελώνης απορρίπτοντας με καλόν τρόπο
τα μη καλά έργα, εδικαιώθη. Διότι ο Θεός
είδε με συμπάθειαν τον στεναγμόν του
Τελώνου, και την συντριβήν του και τα
κτυπήματα του στήθους του, και αφού
εδέχθη το «ιλάσθητι» τον εδικαίωσε μαζί
με τον Άβελ. Τις δε θυσίες και τις αρετές
και τα κατορθώματα του καυχησιολόγου
και υπερηφάνου Φαρισαίου τις εσιχάθη
και τις απεστράφη, και τον κατεδίκασε,
όπως τον αδελφοκτόνο Κάιν, για την ιδίαν
αιτία. Να μάθωμε, αδελφοί, και να διδαχθούμε
να κάνωμε μεγάλα κατορθώματα. Να μην
υψηλοφρονούμε όμως γι’ αυτά. Και αν
γίνωμε καλοί, δίκαιοι και επιεικείς και
πονόψυχοι και ελεήμονες, εμείς να
ταπεινωνώμεθα και να μην έχωμε υπεροψία
και αλαζονεία, μήπως χάσωμε τους κόπους
και τους πόνους μας. Διότι λέγει ο Κύριος
«όταν ταύτα πάντα ποιήσητε, λέγετε ότι
αχρείοι δούλοι εσμέν, ότι ο ωφείλομεν
ποιήσαι, πεποιήκαμεν».
Είναι αναγκαίον
και απαραίτητον χρέος να προσφέρωμε
στον Θεόν των όλων την δουλικήν ταπείνωση,
την υπομονήν, την υποταγήν, την υπακοήν,
την ευγνωμοσύνη, την ευχαριστία, και να
μεγαλύνωμε και να προσκυνούμε το πανάγιον
θέλημά του, και να μην αισθανώμεθα σαν
δαγκώματα τους ελέγχους και τις ύβρεις
των άλλων, ούτε να καταβαλλώμεθα στους
πειρασμούς, ούτε να δυσανασχετούμε,
όταν μας κατηγορούν, διότι και από αυτά
καρπωνόμεθα πολλήν ωφέλειαν. Ας μάθωμε
και ας γνωρίσωμε, αδελφοί μου, την δύναμη
και την ενίσχυση και την βοήθεια της
ταπεινώσεως. Ας μάθωμε την καταδίκη και
την ζημία και την απώλεια που προξενεί
η υψηλοφροσύνη.
Και επειδή είναι
μεγάλο αγαθόν η μετάνοια και η εξομολόγησις
και η συντριβή και τα δάκρυα και οι από
το βάθος της καρδίας μας στεναγμοί και
η κατάνυξις, γι’ αυτό παρακαλώ να
εξομολογήσθε στον Θεόν συνεχώς και να
του φανερώνετε τα αμαρτήματά σας. Διότι
εάν του παρουσιάζωμε γυμνήν την συνείδησή
μας, και του δείχνωμε τα τραύματα των
ψυχών μας, και δεν κρίνωμε τους άλλους,
ούτε αποθηριωνόμεθα με τις ύβρεις των
συνανθρώπων μας ούτε λυπούμεθα για τις
κατηγορίες και τις αδικίες τους, θα μας
λυπηθή ο φιλάνθρωπος Κύριος και θα μας
κεράση τα φάρμακα της συμπαθείας και
της ευσπλαχνίας του. Θα τα βάλη στα
τραύματα μας και θα μας θεραπεύση. Ας
δείξωμε τα αμαρτήματά μας στον Κύριον,
ο οποίος δεν εντροπιάζει, αλλά θεραπεύει.
Διότι και αν εμείς σιωπήσωμε, εκείνος
τα γνωρίζει όλα.
Ας ειπούμε λοιπόν
τα αμαρτήματά μας, αδελφοί, και ας
εξομολογηθούμε καθαρά στον Κύριον, για
να κερδίσωμε την συμπάθειάν του. Ας
αφήσωμε τις αμαρτίες μας εδώ για να πάμε
εκεί καθαροί και έτοιμοι, και να εισαχθούμε
από τον δίκαιον Κριτή στην Βασιλεία του
την ατελεύτητο και αιωνία, και να
κληρονομήσωμε τις μελλοντικές εκείνες
και αγέραστες διαμονές και την απέραντο
χαρά και απόλαυση, τα οποία είθε να
επιτύχωμε εν αυτώ Χριστώ τω Θεώ ημών, ω
η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των
αιώνων. Αμήν.
(6ος
-7ος αιών. Migne P.G., τ. 97, στ. 1255. Από το βιβλίο
"Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς
449 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης
Δημουλάς)
Ο
Όσιος Θεοδόσιος, ο Κοινοβιάρχης, γεννήθηκε
το 423 ή 424 μ. Χ. σ’ ένα χωριό της Καππαδοκίας,
το οποίον ονομαζότανε Μογαρισσός. Οι
γονείς του ήτανε ευσεβείς χριστιανοί
και τον διαπαιδαγώγησαν με τον καλύτερο
τρόπο, στη χριστιανική πίστη, στη
χριστιανική αρετή και στην χριστιανική
ζωή. Ο πατέρας του ονομαζότανε Προαιρέσιος,
η δε μητέρα του Ευλογία. Από πολύ μικρός
υπηρετούσε ο Θεοδόσιος στον Ιερό Ναό
της πατρίδος του, σαν αναγνώστης. Εκεί
μέσα, στους ναούς και τα εξωκκλήσια
άρχισε να μεγαλώνει μέσα του μια έντονη
δίψα για ζωή χριστιανική. Ήθελε να ζήση
για την πίστη του Χριστού, σαν αθλητής.
Η απόφασης του να εγκαταλείψει τα
εγκόσμια ωρίμαζε όλο και πιο πολύ. Ήθελε
να γίνει ασκητής στην έρημο.
Στα
Ιεροσόλυμα
Το
451 μ. Χ. εγκαταλείπει ο Θεοδόσιος την
ιδιαιτέρα του πατρίδα, το χωριό του και
πηγαίνει στα Ιεροσόλυμα. Η επιθυμία του
είναι να δη τους Αγίους τόπους και να
προσκύνηση εκεί όπου χύθηκε το Αίμα του
Σωτήρος μας Χριστού. Όταν έφθασε ο
Θεοδόσιος στην Αντιόχεια της Συρίας,
έκανε ένα σταθμό. Ήθελε να δει εκεί και
να πάρει την ευλογία του Αγίου Συμεών
του Στυλίτου. Όταν έφτασε κοντά στον
άγιο εκείνο άνδρα, τον έπιασε ρίγος και
συγκίνηση. Ο Συμεών του μίλησε με τ’
όνομά του, σαν να τον γνώριζε! Έπειτα
ανέβηκε πάνω στον στύλο για να δει από
κοντά τον άγιο και να κουβεντιάσει μαζί
του. Εκεί άκουσε ο Θεοδόσιος λόγια,
γεμάτα σοφία και προφητική δύναμη.
Ευτυχισμένος και τονωμένος αποχαιρετάει
τον γέροντα Συμεών και προχωρεί για τα
Ιεροσόλυμα. Εκεί πάλι η καρδιά του
πλημμυρίζει από ευγνωμοσύνη για την
Μεγάλη θυσία του Χριστού. Ζει εσωτερικά
το Θείο Δράμα και η πίστης του μεγαλώνει
και δυναμώνει. Αρχίζει έπειτα να σκέφτεται
τους αγώνες και τις θυσίες, που χρειάζονται
άθλησης της αρετής στην έρημο. Αποφασίζει,
λοιπόν, να προετοιμαστεί, για το στάδιο
της ασκήσεως. Και η πρώτη του σκέψης
είναι να ασκηθεί προηγουμένως κοντά σε
κάποιο γέροντα, δίπλα σε κάποιον πατέρα
ασκητή, για να μάθη ν’ αντιμετωπίζει
τις επιθέσεις των ασάρκων έχθρων, των
σκοτεινών δαιμόνων.
Κοντά
στο Λογγίνο
Πήγε
τότε ο Θεοδόσιος στον ξακουστό γέροντα
Λογγίνο. Κοντά στον Λογγίνο διδάχθηκε
πολλά ο Θεοδόσιος. Είδε τις νηστείες
του, τις προσευχές του, τις αρετές του
και τους αγώνες του εναντίον του πονηρού.
Διδάχτηκε την υπομονή, την υπακοή, την
καρτερία και την χαλιναγώγηση σε κάθε
τι το αμαρτωλό και ψυχοφθόρο. Έτσι πέρασε
αρκετός χρόνος. Ο Θεοδόσιος ήτανε πλέον
ένας καλογυμνασμένος στην άσκηση της
αρετής άνδρας. Έπρεπε τώρα ν’ αποσυρθεί
σε δικό του Ησυχαστήριο. Έπρεπε να
δοκιμάσει και μόνος του να παλέψει με
τον σατανά.... Αποχαιρέτησε, λοιπόν, με
συγκίνηση τον γέροντα ησυχαστή Λογγίνο
και πήγε σε δικό του οίκο ασκήσεως. Εκεί
έλαμψε η προσωπικότης του και έγινε
ξακουστό τ’ όνομά του. Τον λάμπρυνε η
αυστηρή ασκητική ζωή του και οι αδαμάντινες
αρετές του... Κόσμος πολύς άρχισε να
τρέχει εκεί κοντά του, για να τον ακούσει,
για να τον συμβουλευτεί, για να δει την
ασκητική μορφή του. Όταν όμως πύκνωσαν
πολύ οι επισκέπτες, ο Όσιος Θεοδόσιος,
αποφάσισε, ν’ απομακρυνθεί πιο πολύ
από τον κόσμο. Προχώρησε, λοιπόν, ψηλά
- ψηλά προς το όρος. Βαθειά προς την
έρημο. Πολλά χιλιόμετρα μακριά από την
Ιερουσαλήμ. Εκεί βρήκε μια σπηλιά, την
οποίαν χρησιμοποίησε για ησυχαστήριο.
Λέγεται πως σ’ εκείνη τη σπηλιά
διανυκτέρευσαν και οι τρεις Μάγοι, μετά
την προσκύνηση του Θείου Βρέφους. Εδώ
στο όρος αρχίζει ο Όσιος μια νέα περίοδο
πιο έντονης ασκητικής ζωής.
Η
θαυματουργική φανέρωσης του θελήματος
του Θεού
Με το πέρασμα των
χρόνων πολλοί νέοι φωτίζονται από την
Αγία ζωή του Θεοδοσίου και τρέχουν εκεί
κοντά του για να τον μιμηθούν στην άσκηση
της αρετής. Ο αριθμός των αδελφών, που
συγκεντρώνονται στο όρος, μεγάλωνε και
η πύκνωσης αυτή άρχισε να βάζει σε
σκέψεις τον Θεοδόσιο. Τι πρέπει τώρα να
κάνη; Ν’ αποσυρθεί σε νέο, δικό του
ησυχαστήριο ή να αναλάβει την μέριμνα
όλων των αδελφών, που συγκεντρώθηκαν
εκεί; Σκέπτεται: Ποίο άραγε είναι το
θέλημα του Θεού; Τότε, στην δύσκολη αυτή
ώρα της αμφιβολίας, ζητάει την βοήθεια
του Θεού. Παίρνει το θυμιατήρι του, βάζει
μέσα σβηστά κάρβουνα, προσθέτει και
λιβάνι και λέει στους αδελφούς του: -
Αδελφοί μου, θα ζητήσω σημείο από τον
Θεό, να μας φανερώσει δηλαδή ποιο είναι
το θέλημά Του. Να φτιάξουμε ή όχι
κοινόβιο; Θα προχωρήσουμε γι αυτό
προσευχόμενοι μέσα στην έρημο. Και αν
τα κάρβουνα στο θυμιατήρι μου ανάψουν
μόνα τους, εκεί μέσα σ’ εκείνο το σημείο,
που θα συμβεί αυτό, θα κτίσουμε το
Μοναστήρι όπου θα ζούμε χριστιανικά
όλοι μαζί. Εκεί θα ιδρύσουμε το Κοινόβιο.
Πήρε λοιπόν το θυμιατήρι ο Όσιος Θεοδόσιος
και ακολουθούμενος από τους άλλους
αδελφούς του, προχώρησε προς την έρημο,
προσευχόμενος. Έτσι με σιγή, με κατάνυξη
και προσευχή προχώρησαν πολύ. Πέρασαν
πολλά σημεία, τα οποία εφαίνοντο κατάλληλα
για Μοναστήρι, αλλά το θεϊκό σημάδι δεν
φαίνονταν. Φτάσανε μέχρι την έρημο
Κουτιλά και πέρασαν στην λίμνη της
Ασφαλίτιδος. Έπειτα σταμάτησε για λίγο
ο όσιος Θεοδόσιος και είπε στους αδελφούς,
ότι θα ακολουθούσανε τον δρόμο της
επιστροφής. Πίστεψε ο Όσιος για μια
στιγμή, ότι ίσως, δεν ήτανε θέλημα του
Θεού να κτιστεί το Μοναστήρι. Δεν
σταμάτησε όμως την πορεία, ούτε
ολιγοπίστησε. Με τον ίδιο ενθουσιασμό
και με την αυτή θερμή προσευχή συνέχισε
τον δρόμο της επιστροφής. Όταν φτάσανε
κοντά στο σπήλαιο, εκεί που ήτανε το
ησυχαστήριο του Οσίου, το θαύμα έγινε.
Τα σβησμένα κάρβουνα μέσα στο θυμιατήρι
άναψαν μόνα τους και απλώθηκε τότε το
άρωμα, η μοσχοβολώ του λιβανιού! Οι άλλοι
αδελφοί, μόλις είδανε το θαύμα, δοξάσανε
τον Θεό και η πίστη τους στερεώθηκε πιο
πολύ.
Το κτίσιμο του
Μοναστηριού
Το Μοναστήρι,
λοιπόν, δεν άργησε να κτιστεί. Πέσανε
όλοι με ζήλο στη δουλειά. Ανοίξανε
θεμέλια και κουβαλούσανε υλικά. Πολλά
πουγκιά πλουσίων άνοιξαν και δώσανε
δωρεές για την αγορά των υλικών.
Επικρατούσε χαρά ουράνιος και ενθουσιασμός.
Η δουλειά προχωρούσε και ο ουράνιος
Πατέρας ευλογούσε το έργο. Έτσι, εκεί
σ’ ένα ερημικό τόπο που βρίσκεται πέραν
της Νεκράς Θαλάσσης, κτίσθηκε μεγάλος
Ναός και Μοναστήρι. Το Μοναστήρι εκείνο,
με την πνοή τού Οσίου Θεοδοσίου τού
Κοινοβιάρχου, έγινε λιμάνι των πονεμένων
και των δυστυχισμένων. Δεν στέγαζε
μονάχα τούς άπορους και δεν χόρταινε
τούς νηστικούς με υλικά αγαθά, αλλά επί
πλέον τους τόνωνε, τους δυνάμωνε και
τούς προετοίμαζε ν’ αντιμετωπίσουν
την ζωή με χαρά και αισιοδοξία. Τους
έφερνε κοντά στο Θεό και στη σωτηρία.
Στο Μοναστήρι αυτό εφαρμοζόντανε οι
κανόνες της ζωής των Μοναχών. Το κοινόβιο
λειτουργούσε σύμφωνα με τις γραμμές
που χάραζε ο σεβάσμιος γέροντας Θεοδόσιος.
Αυτός ήτανε ο Αρχηγός του Κοινοβίου.
Γι’ αυτό και ονομάζεται Κοινοβιάρχης.
Το
Κοινόβιο
Επτακόσιοι
περίπου Μοναχοί συγκεντρώνονται στο
Κοινόβιο του Οσίου Θεοδοσίου. Για την
ακρίβεια 693 αναφέρονται αλλού οι μαθητές
του Αγίου εκείνου ανδρός. Όλοι αυτοί
ζουν στο Κοινόβιο, τελειώνουν θεάρεστα
την ζωή τους. Άλλοι απ’ αυτούς
αναδεικνύονται ηγούμενοι και άλλοι
επίσκοποι. Ανεβαίνουν στα εκκλησιαστικά
αξιώματα όχι με κίνητρα και επιδιώξεις.
Δεν χρησιμοποιούν πρόσωπα ισχυρά και
πλάγια μέσα. Τους ανεβάζει η λαμπρότης
τους, ο αδαμάντινος χαρακτήρας, η αρετή
τους. Η εκλογή τους δεν είναι ανθρώπινη
επιστράτευσης, αλλά θεία και ουράνια
κλήσης. Η φήμη του Οσίου Θεοδοσίου του
Κοινοβιάρχου και η υποδειγματική
οργάνωσης του Κοινοβίου διαδίδεται
παντού. Κόσμος πολύς τρέχει να ζήση και
να χαρεί εκεί -άλλοι για λίγο και άλλοι
για πάντα- την ζωή των αρνητών του
ψεύτικου κόσμου, την ατμόσφαιρα της
ηρωικής ασκήσεως των Μοναχών. Με πραότητα,
και καλοσύνη και γλυκύτητα φερότανε σε
όλους. Ο λόγος του έσταζε μέλι. Προσπαθούσε
να πείσει τον συνάνθρωπο του στην αλήθεια
φυσικά και χωρίς βιασύνη. Ωφελούσε,
επίσης αφάνταστα τους μαθητές τους με
περικοπές που ανέφερε από τις Γραφές
και με λόγια των Αγίων Πατέρων. Δεν έχανε
ποτέ ευκαιρία, που να μη πη ένα ρητό, μια
σοφία, ένα παράδειγμα απ’ όσα άκουσε,
έμαθε, η διάβασε. Του άρεσε πολύ να
περνάει τις ελάχιστες στιγμές της
ησυχίας του διαβάζοντας τις αστείρευτες
πηγές της γνώσεως, την Παλαιά και την
Καινή Διαθήκη.
Στύλος
Ορθοδοξίας
Αλλά
ενώ σε όλες του τις εκδηλώσεις ήτανε
ήρεμος, πράος, ταπεινός και ήσυχος ο
Θεοδόσιος, δεν συνέβαινε το ίδιο και
όταν επρόκειτο να κινδυνέψει η πίστης,
όταν σκοτεινές και σατανικές δυνάμεις
απειλούσαν την Ορθοδοξία. Τότε ο Άγιος
γέροντας θέριευε. Ύψωνε ανάστημα και
γινότανε σαν φωτιά και σαν μαχαίρι που
καίει, που κόβει κι αφανίζει τα ζιζάνια.
Σε τέτοιες περιπτώσεις ο Όσιος γίνεται
λιοντάρι, γίνεται παλληκάρι του Χριστού
και πολεμάει τους αιρετικούς. Δεν
εξετάζει τι είναι, πως λέγονται, ποια
δύναμη και ποια εξουσία έχουνε. Τα χρόνια
εκείνα επί αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως
- Αναστασίου (491-518), είχε ξεσπάσει σαν
θύελλα η αίρεσης των δυσσεβών Ευτυχούς,
Διοσκούρου και Σεβήρου. Ο αυτοκράτορας
Αναστάσιος ο Α΄ συμπαθούσε της αίρεση
αυτή των Μονοφυσιτών και προσπάθησε με
κάθε τρόπο να κλείσει τα στόματα των
Ορθοδόξων κληρικών και των αγωνιστών
Μοναχών και αργότερα διέταξε κλήρο και
λαό να υποταχθούν στον Μονοφυσιτισμό.
Αλλά ο Θεοδόσιος αναλαμβάνει αγώνα
γενικής εξεγέρσεως εναντίον των
αυτοκρατορικών ατοπημάτων. Ξεσηκώνει
όλα τα Μοναστήρια. Τρέχει σε πόλεις και
σε χωριά και μιλάει. Διαφωτίζει και
κατατοπίζει τους Χριστιανούς για την
σοβαρότητα της καταστάσεως. Ξεσηκώνει
τον Ορθόδοξο Λαό και τον προετοιμάζει
για σθεναρή άμυνα, για αντίδραση στα
σχέδια των αιρετικών. Τους προετοιμάζει
να αγωνιστούν, να πολεμήσουν το σκότος
των αιρέσεων, αψηφώντας τις απειλές και
τους κινδύνους.
Στην
εξορία
Ο
αυτοκράτορας μαθαίνει την δραστηριότητα
του Οσίου και την αντίσταση που οργανώνεται
εξ αιτίας εκείνου, στα αιρετικά σχέδιά
του. Μαθαίνει από τους ανθρώπους του ο
Αναστάσιος, ότι η κινητήρια δύναμις, ο
μοχλός της αντιστάσεως, ο ιθύνων νους
όλων των ενεργειών είναι ο Θεοδόσιος.
Γεμάτος, λοιπόν, θυμό ο αυτοκράτορας
και τυφλωμένος από εγωισμό, διατάζει
να εξοριστεί ο Όσιος. Οδηγείται τότε ο
Σεβάσμιος γέροντας μακριά από το Κοινόβιο
στην εξορία, ενώ εφαίνετο ότι μαύρα και
σκοτεινά σύννεφα απλωνόταν στον ολοκάθαρο
και φωτεινό ουρανό της Ορθοδοξίας. Αλλά
ο Θεός δεν άφησε για πολύ τον κίνδυνο
να περικυκλώσει την Ορθοδοξία. Αφαίρεσε
την ζωή του αιρετικού αυτοκράτορα
Αναστασίου. Ύστερα απ’ αυτό η ταραχή
στην Εκκλησία κόπασε και τα σκάνδαλα
ησυχάσανε. Τότε απομακρύνθηκαν οι
αιρετικοί αρχιερείς, από τους θρόνους
τους και όλοι οι εξόριστοι αρχιερείς,
όλοι οι υπερασπιστώ της Ορθοδοξίας,
πήραν τις θέσεις τους. Έτσι μετά το
θάνατο του αυτοκράτορα Αναστασίου
διακόπτεται και η εξορία του Οσίου
Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, ο οποίος
θριαμβευτής πλέον, επιστρέφει κοντά
στους αδελφούς του, στο Κοινόβιο. Ο Θεός,
για να αμείψει την πίστη και την ταπείνωση
του Οσίου Θεοδοσίου, του έδωσε την δύναμη
να κάνη θαύματα. Και πολλά θαύματα έκανε
ο Άγιος.
Το
αιρετικό Μοναστήρι
Κάποτε
πήγαινε ο Όσιος σ’ ένα χωριό Βόστρα
ονομαζόμενο για να επισκεφτεί εκεί ένα
κοινόβιο. Ο Ηγούμενος του Κοινοβίου
εκείνου ήτανε ενάρετος φίλος του, ονόματι
Ιουλιανός. Καθώς, λοιπόν, προχωρούσε
προς τα εκεί, πέρασε δίπλα από ένα άλλο
μοναστήρι, του οποίου οι μοναχοί
ακολουθούσανε την αίρεση των Μονοφυσιτών.
Οι Καλόγεροι εκείνοι μόλις τον είδανε
συγκεντρώθηκαν κι άρχισαν να τον
κοροϊδεύουν. Συγχρόνως δε και μια
αδιάντροπη γυναίκα τον έβριζε και τον
ονόμαζε πλάνο, ψεύτη κ.λ.π. Τότε ο άγιος
γέροντας καταράστηκε το Μοναστήρι
εκείνο και είπε να μη μείνει ούτε λιθάρι
εκεί... Και ο λόγος του εισακούστηκε. Η
μεν γυναίκα εκείνη βρήκε τρομερό θάνατο,
το δε Μοναστήρι το κατέστρεψαν μια νύχτα
οι Αγαρηνοί, αφού πήρανε μαζί τους
σκλάβους τους αιρετικούς Μοναχούς!
Το
τέλος του Οσίου
Τα
χρόνια όμως πέρασαν. Το στερημένο και
βασανισμένο κορμί του Αγίου, που πέρασε
τόσες αγρυπνίες, νηστείες και κακουχίες,
λύγισε. Μέσα στα βαθειά γεράματα τον βρίσκει και μια μεγάλη αρρώστια. Είναι
η τελευταία δοκιμασία του Θεού. Η αρρώστια
αυτή τον κρατάει ένα ολόκληρο χρόνο στο
κρεβάτι. Βασανίζεται ο Όσιος με πόνους
φοβερούς. Το σώμα του γίνεται πλέον σαν
σκελετός. Ο υπέροχος όμως αθλητής της
ερήμου δεν βαρυγγομάει. Αντιθέτως
δοξάζει τον Θεό και προσεύχεται. Αλλά
και άρρωστος συνεχώς δίδασκε τους
Μοναχούς. Τους καθοδηγούσε και τους
έλεγε πως να πολεμούν τους πειρασμούς
και να μη τα χάνουν στους κινδύνους,
στους πόνους και τις θλίψεις. Τρεις
μέρες προτού κοιμηθεί, ο Όσιος κάλεσε
τρεις επισκόπους από τους οποίους
εζήτησε συγχώρηση. Έπειτα τους ασπάστηκε,
ενώ εκείνοι έκλαιγαν, διότι πίστευαν
πως η απώλεια του, ο θάνατος του ήτανε
μεγάλη ζημία Περίμενε έπειτα με ψυχραιμία
τον θάνατο. Μέχρι την τελευταία στιγμή
προσευχότανε ο Όσιος. Και όταν ο Θεός
θέλησε, σταύρωσε τα χέρια του και η αγία
του ψυχή ανέβηκε ολόλευκη στους ουρανούς.
Στις 11 Ιανουαρίου του 529 τελείωσε η
επίγεια ζωή του μεγάλου Οσίου Θεοδοσίου.
Λύπη τότε απλώθηκε σ’ όλο το Κοινόβιο
για την απώλεια του Κοινοβιάρχου. Η
είδησης διαδόθηκε σαν αστραπή από
Μοναστήρι σε Μοναστήρι και από χωριό
σε χωριό. Το γεγονός αυτό έγινε μαθευτό
και στα Ιεροσόλυμα. Πλήθος κληρικών,
μοναχών και λαός πολύς έτρεξαν στο
Κοινόβιο, για να βρεθούν στην κηδεία
του Αγίου ανδρός. Και όταν είχαν πλέον
συγκεντρωθεί όλοι, ιερείς, ηγούμενοι,
αρχιερείς και μέγα πλήθος κόσμου και
ψάλλανε τη νεκρώσιμη ακολουθία, βρίσκανε
μεγάλη δυσκολία στον ενταφιασμό. Κι
αυτό συνέβαινε, διότι όλο το αναρίθμητο
πλήθος ήθελε ν’ ασπασθεί τον Άγιο! Ήθελε
να τον δει και να τον αγγίξει.
Ο
δαιμονισμένος
Μέσα
στο πλήθος προβάλλει κι’ ένας
δαιμονισμένος, που κλαίει και οδύρεται.
Πλησιάζει το λείψανο του Οσίου και
χτυπάει τα χέρια του απελπισμένος.
Αλλοίμονο μου, λέει. Όσο ζούσες εσύ, άγιε
Γέροντα, είχα ελπίδα να γίνω καλά. Όσες
φορές ερχόμουνα εδώ και σ’ έβλεπα μ’
ανακούφιζε η ελπίδα. Τώρα τι να κάνω ο
ταλαίπωρος. Είναι καλύτερα να ταφώ μαζί
σου, άγιε, ζωντανός παρά να με βασανίζει
ο τρισκατάρατος... Κι ενώ έλεγε αυτά
αγγίζοντας το λείψανο του Οσίου, το
κορμί του σείστηκε, έπεσε κάτω και
κυλίστηκε με σπασμούς. Ο Όσιος με τη
δύναμη του Θεού -και με το λείψανο του
τώρα- έκανε το θαύμα του. Ύστερα από τους
σπασμούς το δαιμόνιο, με τη βοήθεια του
Αγίου, εγκατέλειψε τον δαιμονισμένο.
Εκείνος σηκώθηκε κατόπιν υγιής και
γαλήνιος κι’ ευχαρίστησε τον Όσιο
δοξάζοντας τον Θεό, που δίνει τέτοια
δύναμη στου αγίους Του... Έπειτα έγινε
η ταφή του Αγίου. Ήτανε τότε 105 ετών.
Μάρτυρες ενός θαυμαστού
γεγονότος έγιναν οι Πατέρες της Σκήτης
των Καυσοκαλυβίων του Αγίου Όρους, με
μοναχό που βρέθηκε νεκρός ένα μήνα μετά
την κοίμησή του. Αποκλειστικές πληροφορίες της
Romfea.gr αναφέρουν ότι πρόκειται για τον
74χρονο Μοναχό Στέφανο που ζούσε στο
Κελλί των Τριών Ιεραρχών στα Καυσοκαλύβια
για περίπου 40 χρόνια. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι
ο μοναχός δεν είχε κοινωνία με
τους πατέρες της Σκήτης, ενώ πολλοί
λέγανε ότι ήταν σε πλάνη και δεν
είχε κανείς επαφή μαζί του. Τον τελευταίο καιρό ο μοναχός
Στέφανος δεν είχε δώσει κανένα σημείο
ζωής, που είχε ως αποτέλεσμα να
κοιμηθή και να παραμείνει νεκρός στο
κελί του 1 με 1,5 μήνα. Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν
στην Romfea.gr ότι οι πατέρες που τον βρήκαν
νεκρό έκαναν λόγω για μεγάλο θαύμα, αφού
μετά από ένα μήνα ο μοναχός ήταν σχεδόν
άφθαρτος, εύκαμπτος και δεν είχε την
παραμικρή μυρωδιά. Οι πατέρες που βρήκαν τον μοναχό
Στέφανο προβληματίστηκαν στο πως κρίνει
τελικά ο Θεός τον κόσμο. Να αναφερθεί ότι η Ιερά Μεγίστη
Λαύρα παρόλο που ο μοναχός Στέφανος
δεν είχε κοινωνία με την Σκήτη,
έδωσε εντολή να γίνει η κηδεία του και
να ταφεί ως κανονικός μοναχός της Σκήτης. Καυσοκαλυβίτης Μοναχός μιλώντας
στην Romfea.gr μεταξύ άλλων ανέφερε: "Ο
μοναχός Στέφανος ζούσε την απόλυτη
πτωχεία αφού δεν είχε κρεβάτι στο κελλί
του, κοιμόταν πάνω σε ένα ξύλο, ενώ δεν
είχε ούτε σεντόνια και κουβέρτες." Τελικά όπως είπε και ο Κύριος
"Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε".....
Νεότερη ενημέρωση: Τα
γνωστά ιστολόγια που εκμεταλλεύονται
το όνομα του Αγίου Όρους, έσπευσαν να
διαψεύσουν την είδηση για τα περί
αφθαρσίας του σκηνώματος του μοναχού
Στεφάνου! Εμείς δεν είμαστε Ιατροδικαστές
για να ξέρουμε το πόσο σε αφθαρσία ήταν
ο μακαριστός γέροντας, όμως εκείνοι που
προσπαθούν να διαψεύσουν την είδηση το
κάνουν επειδή ο μοναχός Στέφανος ήταν
ζηλωτής και δεν θέλουν να εκτεθούν. Προς ενημέρωση όμως των
αναγνωστών θέτουμε σε εκείνους που
προτρέχουν να διαψεύσουν τα εξής
ερωτήματα: Αφού ο εν λόγω μοναχός
ήταν ζηλωτής γιατί μνημόνευσαν το όνομά
του στην αγρυπνία; Επίσης γιατί ο μοναχός
Στέφανος τελικά ετάφη κανονικά; Επειδή ως Romfea.gr γνωρίζουμε
πολύ καλά το παρασκήνιο, ας προσέχουν
μερικοί τι λένε και τι γράφουν γιατί
πολύ απλά γίνονται γραφικοί.